15 Ιαν 2018

Αναρχισμός και οικολογία – Η ταραχώδης πορεία του Μάρεϋ Μπούκτσιν

O Μάρεϋ Μπούκτσιν γεννήθηκε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης το 1921. Η επαφή με τις αναρχικές ιδέες έρχεται εξ απαλών ονύχων, καθώς ανατράφηκε κυρίως από τη γιαγιά του, ρωσοεβραϊκής καταγωής, Τζάιτελ Καλούσκαγια, η οποία είχε αποφύγει χάρη στη μετανάστευση τις τσαρικές διώξεις, λόγω του ότι προμήθευε Ρώσους αναρχικούς με όπλα. Αρχικά ωστόσο ο Μπούκτσιν επηρεάζεται από τον κομμουνισμό, και στα 13 του γίνεται ηγέτης της Ένωσης Νέων Κομμουνιστών του ΚΚ ΗΠΑ. Μετά την απόλυση της μητέρας του, κοιμόταν κάτω από μια γέφυρα στην 149η Οδό και πουλούσε την κομματική εφημερίδα Daily Worker. Η κριτική του στο σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ οδήγησε στη διαγραφή του από την Ένωση Νέων Κομμουνιστών και τον έφερε κοντά στον τροτσκισμό. Την ίδια περίοδο διακόπτει το σχολείο, ενώ δυο χρόνια αργότερα μπαίνει στο Εμπορικό Ναυτικό, στο οποίο δεν μακροημερεύει λόγω της τάσης του να μεθάει εν όψει υπηρεσίας. H αποτυχία του να κερδίσει πάνω από έναν εργάτη για λογαριασμό του τροτσκιστικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (Socialist Workers Party) στα χρόνια που δούλευε στη Τζένεραλ Μότορς, τον οδηγεί στη διαπίστωση πως το προλεταριάτο δεν ήταν επαναστατικό, άρα και ο προλεταριακός σοσιαλισμός ήταν μια ψευδαίσθηση.
Το 1950 έγινε μέλος μιας λογοτεχνικής συλλογικότητας με επικεφαλής έναν επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος, το Γιόζεφ Βέμπερ, ο οποίος τον ενθαρρύνει να γράψει για τον αστικό σχεδιασμό, τη γεωργία και τη φυσική ιστορία. Ως το τέλος της δεκαετίας, οπότε κι απεβίωσε ο Βέμπερ, είχε επέλθει ρήξη των δύο ανδρών για προσωπικούς και πολιτικούς λόγους.
Οι οικολογικές ευαισθησίες του Μπούκτσιν είναι εμφανείς στο έργο του “Το συνθετικό μας περιβάλλον” (1962), όπου το βασικό το επιχείρημα είναι πως οι πόλεις είχαν μεγαλώσει τόσο που ήταν δύσκολο να τραφούν υγιεινά και να κυβερνηθούν με δημοκρατικό τρόπο. Ο μεταπολεμικός καπιταλισμός είχε αποξενώσει τους ανθρώπους τόσο από την εργασία, όσο και από την πολιτική και τη φύση.
Στο δοκίμιο του “Οικολογία και Επαναστατική σκέψη” (1964) αναπτύσσει την ιδέα της “κοινωνικής οικολογίας”: “Δε γίνεται να υπερτονιστεί πως οι αναρχικές έννοιες της ισορροπημένης κοινότητας, μιας πρόσωπο-με-πρόσωπο δημοκρατίας, μιας ανθρωπιστικής τεχνολογίας και μιας αποκεντρωμένης κοινωνίας… δεν είναι μόνο επιθυμητές, αλλά και απαραίτητες. Δεν ανήκουν μόνο στα μεγάλα οράματα για το μέλλον του ανθρώπου, αλλά αποτελούν πλέον τις προϋποθέσεις για την ανθρώπινη επιβίωση”. Για εκείνον η οικολογία συνιστούσε το νέο κίνητρο για την επανάσταση, με τον αναρχισμό ως πιθανό πολιτικό πρόταγμα της τελευταίας.
Τη δεκαετία του ’60 ο Μπούκτσιν βοήθησε Πορτορικανούς καταπατητές στο Μανχάταν στην ίδρυση βιολογικών ιχθυοτροφείων σε υπόγεια, πρωτοστάτησε στην παρεμπόδιση ανέγερσης πυρηνικών εργοστασίων μαζί με άλλους οικολόγους καθώς και Ινδιάνους, ενώ ταξίδεψε και στη Βαρκελώνη παίρνοντας συνεντεύξεις από αναρχικούς βετεράνους του ισπανικού εμφυλίου. Η Νέα Αριστερά βρέθηκε στο στόχαστρό του κατά την περίοδο του αντιπολεμικού και φοιτητικού κινήματος των ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας, με το δοκίμιό του “Άκου Μαρξιστή”, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει: “Πότε θα αρχίσουμε να μαθαίνουμε από αυτό που γεννιέται κι όχι από αυτό που πεθαίνει;”. Ωστόσο δεν απέκτησε ποτέ σοβαρή επιρροή μεταξύ των διαμαρτυρόμενων φοιτητών.
Το 1973 μετακόμισε στο Βερμόντ, για να παραδώσει διαλέξεις στο κολλέγιο Γκοντάρντ, το οποίο του παραχώρησε αυτό που ο ίδιος ονόμασε “Αγρόκτημα Cate“. Εκεί δημιουργήθηκε μια κομμούνα από φοιτητές και προσωπικό του κολλεγίου, που επιδόθηκαν μεταξύ άλλων στην κατασκευή ενυδρείων, ανεμογεννητριών και του πρώτου ηλιακά τροφοδοτούμενο κτιρίου στο Βερμόντ. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται το έργο του “Αναρχισμός στην εποχή της αφθονίας”, όπου διατυπώνει την άποψη πως “η αντίληψη ότι ο άνθρωπος πρέπει να κυριαρχεί στη φύση αναδύεται ευθέως από την κυριαρχία του ανθρώπου σε άνθρωπο. […] Η μακροχρόνια αυτή τάση ανά τους αιώνες βρίσκει την πιο οξεία της εξέλιξη στο σύγχρονο καπιταλισμό. Εξαιτίας της εγγενώς ανταγωνιστικής της φύσης, η αστική κοινωνία όχι μόνο βάζει τους ανθρώπους τον έναν απέναντι στον άλλον, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας κατά της φύσης”. Οραματιζόταν ένα μέλλον όπου η αυτοματοποίηση και η οικολογία θα απήλασσαν τους ανθρώπους από τα δεσμά της εργασίας, την οποία κατηγορούσε το Μαρξ πως εξιδανίκευε όσο και οι καπιταλιστές. Το 1974 ιδρύθηκε εντός του κολλεγίου το Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας, στο οποίο δίδαξε ως το τέλος της ζωής του.
Στο βιβλίο “Η οικολογία της ελευθερίας” (1982) υποστηρίζει πως οι κοινωνίες τροφοσυλλεκτών ήταν πολύ πιο ευημερούσες απ’ ό,τι πιστευόταν, σε αρμονία με τα ζώα και τη φύση, εμπνεόμενοι από ένα πνεύμα ενότητας στη διαφορετικότητα. Το παραγωγικό πλεόνασμα που δημιουργείται με την ανακάλυψη της γεωργίας κατήργησε αυτή την ισότητα, δημιουργώντας κοινωνίες ανισοτήτων, αντικαθιστώντας την έννοια της ενότητας από ανταγωνιστικά δίπολα: άνδρας-γυναίκα, λογική-συναίσθημα, κοινωνία-φύση.
Από τη δεκαετία του ’80 κι εξής ο Μπούκτσιν αποστασιοποιείται από κάποιες βασικές αρχές του αναρχισμού, καθώς υιοθετεί την αναγκαιότητα της συμμετοχής σε τοπικές εκλογές. Το σκεπτικό του, που αναλύει περαιτέρω στο έργο του “Η επόμενη επανάσταση”, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του (2015), εκθέτει το σκεπτικό ως εξής: Οι κοινωνικοί οικολόγοι έπρεπε να δημιουργήσουν συνελεύσεις στις γειτονιές, ώστε να οργανώσουν δημοκρατικά τις κοινότητες τους, θέτοντας και υποψήφιους στις τοπικές εκλογές. Μόλις κατακτούσαν την πλειοψηφία στα δημοτικά συμβούλια, θα ψήφιζαν υπέρ της κατάργησής τους, παραδίδοντας την τοπική εξουσία στις γειτονιές.
Η ρήξη του με τον αναρχισμό θα γίνει οριστική μετά την έκδοση του βιβλίου “Αναρχισμός ή Lifestyle αναρχισμός” (1995), το οποίο οδήγησε παλιούς του ομοϊδεάτες να τον αποκαλέσουν “δημαγωγό”, “φασίστα” και…”μπολσεβίκο”. Το 1998 αποκήρυξε δημόσια τον αναρχισμό, ισχυριζόμενος πως ήταν πλέον αχρείαστες ιδεολογίες γεννημένες στον ισπανικό εμφύλιο ή τη ρωσική επανάσταση. Ακόμα και η κοινωνική οικολογία, το πνευματικό του τέκνο, τον άφηνε πλέον ασυγκίνητο.
Η παραίτηση που τον κατέλαβε φαίνεται και από τη στάση του κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων στο Σιάτλ, όταν παλιοί του μαθητές και διαδηλωτές τον κάλεσαν για να πουν πως “τον αγαπούν¨και “τον θεωρούν παππού τους”. Τους απάντησε πως “είχε δει πολύ μεγαλύτερες διαδηλώσεις να έρχονται και να παρέρχονται”. Πεποίθησή του ήταν πως η εποχή των επαναστάσεων είχε παρέλθει, κι ένιωθε πως βρισκόταν “σε μια χερσόνησο που καλυπτόταν σιγά-σιγά από νερό.”
Έφυγε από τη ζωή λόγω καρδιακής ανεπάρκειας στο σπίτι του στο Μπέρλινγκτον, στις 30 Ιούλη 2006. Σήμερα η κληρονομιά του ζει κυρίως εντός των κόλπων του κουρδικού PKK, ο ιστορικός ηγέτης του οποίου, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, είχε ζητήσει να τον επισκεφθεί ο Μπούκτσιν στη φυλακή το 2004, αίτημα που δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της κακής υγείας του τελευταίου. Με ανακοίνωση που εξέδωσε μετά το θάνατό του, το PKK χαιρέτιζε τον Μπούκτσιν ως “έναν από τους μεγαλύτερους κοινωνικούς επιστήμονες του 20ου αιώνα” και δεσμεύτηκε να υλοποιήσει τις θεωρίες του στοχαστή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ