-Ο ΜΑΡΞ, Ο ΕΝΓΚΕΛΣ ΚΑΙ Ο ΛΕΝΙΝΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
- ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
-Η εξέγερση της Κρονστάνδης
-ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
***
Η ιμπεριαλιστική αντεπανάσταση
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΤΟΥ «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ»
Το 1982 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» το βιβλίο «Η ιμπεριαλιστική αντεπανάσταση», που είχε εκδοθεί από το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το 1981, στο Ντίσελντορφ.
Το
βιβλίο δεν έχει μόνο ιστορική αξία, που εκφράζεται ανάγλυφα με
παραδείγματα από την υπονομευτική δράση του καπιταλισμού κατά των
επαναστατικών δυνάμεων.
Εχει εξαιρετικά επίκαιρη σημασία, ιδιαίτερα τώρα που ο διεθνής ιμπεριαλισμός έχει εξαπολύσει νέους πολέμους κατά των λαών και στο εσωτερικό των χωρών του οικοδομείται ένα ακόμη πιο αντιδραστικό καθεστώς, με κοινοβουλευτικό προκάλυμμα, που στοχεύει να βάλει στο γύψο τις μαχητικές λαϊκές δυνάμεις και να προλάβει κοινωνικοπολιτικές αντιδράσεις που θα αλλάζουν τον συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος του.
Το ΚΚΕ έχει πει τον δικό του λόγο όσον αφορά στις «εκτιμήσεις και προβληματισμούς για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη».
Δίχως να σημαίνει, ότι ο λόγος του είναι ο τελικός, δίχως να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κι άλλες πλευρές του θέματος, που πρέπει να εξεταστούν σε βάθος και με συλλογικό τρόπο (και με άλλα ΚΚ), το ΚΚΕ με την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, που πραγματοποίησε (15 - 16 Ιούλη 1995), έχει μια συμβολή στο μεγάλο ζήτημα των αιτιών της αντεπανάστασης που κυριάρχησε στα 1989 - 1991.
Και με τις εκτιμήσεις αυτές άσκησε ουσιώδη κριτική και αυτοκριτική.
Ανίχνευσε λόγους, για τους οποίους τα ΚΚ εξουσίας δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τις αρνητικές εξελίξεις. Προσπάθησε να δει το θέμα των λαθών του ΚΚΣΕ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Ομως αυτά τα εξέτασε στα πλαίσια της σύγκρουσης των δύο συστημάτων, στα πλαίσια της ολομέτωπης ψυχροπολεμικής επίθεσης του καπιταλισμού κατά του σοσιαλισμού.
Αυτή την επίθεση βλέπουμε, σε ορισμένες πλευρές της, στα αποσπάσματα του βιβλίου «Η ιμπεριαλιστική αντεπανάσταση», που ο «Ριζοσπάστης» αναδημοσιεύει στο παρόν ένθετο.
Και όσο κι αν πρέπει κάποιος να προβληματιστεί για ορισμένες εκτιμήσεις κομμουνιστικών κομμάτων, που περιέχονται σ' αυτό το βιβλίο , το βέβαιο είναι ότι
τα γεγονότα που ακολούθησαν, το 1989 - 1991, επιβεβαιώνουν την ιμπεριαλιστική υπονόμευση με τραγικό τρόπο.
Τους φονιάδες, που βλέπουμε σήμερα να επιτίθενται στους λαούς, αυτούς τους φονιάδες αντιμετώπιζε ο σοσιαλισμός.
Ο ΜΑΡΞ, Ο ΕΝΓΚΕΛΣ ΚΑΙ Ο ΛΕΝΙΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
«Ολοι οι μεγάλοι επαναστάτες είχαν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο της αντεπανάστασης.
Στο κέντρο της διαμάχης ανάμεσα στις διάφορες τάσεις των αστών και των μικροαστών (π.χ. Ιακωβίνοι και Γιρονδίνοι), στη διάρκεια της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης μετά το 1789, βρισκόταν κύρια αυτό το πρόβλημα.
Αλλά
όταν το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό - που δεν έθιγε την
ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ούτε την εκμετάλλευση, ούτε τον
διαχωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις, αλλά έφερνε μια άλλη τάξη
εκμεταλλευτών στην εξουσία - προκάλεσε την πιο λυσσαλέα επίθεση της
αντεπανάστασης, πόσο οξύτερα ήταν φυσικό να τεθεί το πρόβλημα της
αντεπανάστασης, όταν με την εργατική τάξη έμπαινε στον παγκόσμιο
ιστορικό στίβο εκείνη η δύναμη που είχε σαν στόχο την κατάργηση της
ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την εξάλειψη κάθε είδους
εκμετάλλευσης και καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Η ίδια η εργατική τάξη δεν είχε ακόμα σφυρηλατηθεί με κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί.
Κι
όμως υπήρχαν κιόλας τόσο πολλές εμπειρίες, ώστε ο Μαρξ και ο Ενγκελς
αναγκάστηκαν να γράψουν στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» ότι «όλες οι δυνάμεις της γηραιάς Ευρώπης» ενώθηκαν για να κηρύξουν «έναν ιερό πόλεμο» κατά του κομμουνισμού.
Η αντεπαναστατική λύσσα ενάντια στην εργατική τάξη άρχισε δηλαδή πολύ πριν ολοκληρωθεί η διαμόρφωσή της και μάλιστα προτού κατακτήσει κάπου την εξουσία.
Οι
κλασικοί του επιστημονικού σοσιαλισμού αφιέρωσαν πολύ χρόνο και κόπο
στη μελέτη της πείρας όλων των προηγούμενων επαναστάσεων με σκοπό να
αντλήσουν διδάγματα για τους δικούς τους αγώνες ενάντια στην
αντεπανάσταση.
Πολλές
από τις βασικές τους θέσεις για την επανάσταση και την αντεπανάσταση
έχουν τέτοια γενική ισχύ για την ταξική πάλη, ώστε εδώ μπορεί πραγματικά
να γίνει λόγος για νομοτέλειες.
Καθοριστικό ρόλο στην επεξεργασία των διδαγμάτων της επανάστασης και της αντεπανάστασης έπαιξε η πρώτη προλεταριακή επανάσταση στον κόσμο, ο ηρωικός αγώνας των Κομμουνάρων του Παρισιού.
Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 έδειξε - πράγμα που επιβεβαίωσαν μεταγενέστερες επαναστάσεις - ότι η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της μπορούν να πάρουν την εξουσία γρήγορα, σχετικά αναίμακτα και με ελάχιστα θύματα, μόνο στην περίπτωση που η δράση τους είναι αποφασιστική και ενιαία και η αντίσταση της αστικής τάξης τσακίζεται με συνέπεια.
Απ' αυτήν ακριβώς την άποψη τα λάθη, ιδιαίτερα της Παρισινής Κομμούνας, είναι διδακτικά.
Χρειάστηκε να πληρωθούν ακριβά με τη δολοφονία 30.000 οπαδών της Κομμούνας από την αντεπανάσταση.
"Δύο λάθη κατέστρεψαν... τους καρπούς της λαμπρής νίκης. Το προλεταριάτο έμεινε στα μισά του δρόμου. Αντί να προχωρήσει στην "απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών", βαυκαλίστηκε με το όνειρο ότι η ύψιστη δικαιοσύνη θα γινόταν πραγματικότητα στην ενωμένη με το πανεθνικό καθήκον χώρα. Δεν εθνικοποιήθηκαν τέτοια ιδρύματα όπως, για παράδειγμα, η τράπεζα, ενώ μεταξύ των σοσιαλιστών κυριαρχούσαν ακόμα οι προυντονιστικές θεωρίες της "δίκαιης ανταλλαγής" κλπ.
Το δεύτερο λάθος ήταν η υπερβολική μεγαλοψυχία του προλεταριάτου: Επρεπε να είχε εξοντώσει τους εχθρούς του, αντί γι' αυτό, όμως, προσπαθούσε να τους επηρεάσει ηθικά. Υποτίμησε τη σημασία της καθαρά στρατιωτικής δράσης στον εμφύλιο πόλεμο και αντί να στέψει τη νίκη του στο Παρίσι με μια αποφασιστική επίθεση στις Βερσαλλίες, αμφιταλαντεύτηκε κι έδωσε έτσι καιρό στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών, να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του σκότους και να τις εξοπλίσει για τη ματωμένη βδομάδα του Μάη» (Β.Ι.Λένιν: «Για την Παρισινή Κομμούνα», έκδοση «Μαρξίστισε Μπλέτερ», Φραγκφούρτη 1971, σελ. 11).
Η Παρισινή Κομμούνα έδειξε ολοκάθαρα: Η αστική τάξη δεν ανέχθηκε ποτέ κοντά στη δική της εξουσία και μια εργατική εξουσία. Για την «... αστική τάξη ο αφοπλισμός των εργατών ήταν λοιπόν πρώτη επιταγή» (Β.Ι.Λένιν: Απαντα, γερμ. εκδ. τομ. 28, σελ. 248).
Αυτό είναι ένα δίδαγμα, που ισχύει ανάλογα και για την εργατική τάξη.
Δεν μπορεί να επιτρέψει, να δημιουργηθεί μέσα στο σοσιαλισμό ένα δεύτερο και μάλιστα εξοπλισμένο κέντρο εξουσίας.
Η αστική τάξη ποτέ δε συμβιβάζεται με τη μοίρα της, όταν έχει διωχτεί από την εξουσία.
Ηταν και είναι πάντα έτοιμη, να χρησιμοποιήσει την αντεπανάσταση και την αιματηρή τρομοκρατία.
Αν
δεν τσακιστεί λοιπόν αποφασιστικά η αντίσταση της αστικής τάξης, τότε
αυτή θα χρησιμοποιήσει την αντεπανάσταση, και μ' αυτήν ακριβώς την
έννοια μια μισοτελειωμένη επανάσταση προκαλεί κατά κανόνα μια
ολοκληρωμένη αντεπανάσταση.
Γι' αυτό ο ασυμβίβαστος αγώνας της εργατικής τάξης ενάντια σε κάθε προσπάθεια αντεπαναστατικής δραστηριότητας, είναι προϋπόθεση κάθε επιτυχημένης σοσιαλιστικής επανάστασης.
Αυτό επιβεβαιώνει η συντριβή της Παρισινής Κομμούνας από τη διεθνή αντεπανάσταση όπως και η νικηφόρα Οχτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία και όλες οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις που ακολούθησαν.
Η
νικηφόρα εργατική τάξη πρέπει να οικοδομεί την πολιτική εξουσία της σε
συμμαχία με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, τόσο για να περάσουν όλα τα
βασικά μέσα παραγωγής
σε κοινωνική ιδιοκτησία για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας,
όσο και να υπερασπίσει αποφασιστικά τα επιτεύγματα του σοσιαλισμού ενάντια στην αστική τάξη.
Αυτή, όσο ακόμα υπάρχει θα προσπαθεί να επανακτήσει τη χαμένη εξουσία της, τα προνόμιά της.
Αυτή την αλήθεια υπογράμμιζαν πάντα ο Μαρξ, ο Ενγκελς και ο Λένιν.
Ποτέ - έξω από τη γλυκανάλατη φαντασία του γλυκανάλατου κουτεντέ Κάουτσκι - οι εκμεταλλευτές δε θα υποταχθούν στην απόφαση της πλειοψηφίας των εκμεταλλευομένων, χωρίς να δοκιμάσουν σε μια σειρά μάχες, σε μια τελευταία, απεγνωσμένη μάχη, τα πλεονεκτήματά τους...
Και ύστερα από την πρώτη σοβαρή ήττα, οι εκμεταλλευτές που ανατράπηκαν, μα δεν περίμεναν την ανατροπή τους, δεν πίστευαν σε κάτι τέτοιο και δε δέχονται ούτε σκέψη γι' αυτό, ρίχνονταν στη μάχη με δεκαπλασιασμένη ενεργητικότητα, με έξαλλο πάθος, με εκατονταπλάσιο μίσος, για να πάρουν πίσω το χαμένο "παράδεισο"...
Και... πίσω από τους εκμεταλλευτές - καπιταλιστές σέρνεται η μεγάλη μάζα της μικροαστικής τάξης, που, όπως δείχνουν δεκάδες χρόνια ιστορικής πείρας σε όλες τις χώρες, διστάζει και ταλαντεύεται, σήμερα πάει με το προλεταριάτο, αύριο τη φοβίζουν οι δυσκολίες της επανάστασης, πανικοβάλλεται από την πρώτη ήττα ή μισο-ήττα των εργατών, εκνευρίζεται, παραδέρνει, μυξοκλαίει, μεταπηδά από το ένα στρατόπεδο στο άλλο...» (Β.Ι.Λένιν: Απαντα, ελλ. εκδ., «Σύγχρονη Εποχή», τομ. 37, σελ. 264-265).
Τόσο η νίκη πάνω στο κεφάλαιο όσο και η απόκρουση της αντεπανάστασης εξαρτώνται σε βαθμό αποφασιστικό από το επίπεδο της οργάνωσης, την ιδεολογική και πολιτική ωριμότητα της εργατικής τάξης, του κόμματός της, από την ικανότητά του να καθοδηγεί τις μάζες.
Η νίκη και η επιτυχία στον αγώνα ενάντια στην αντεπανάσταση εξαρτώνται εξίσου αποφασιστικά από το αν οι επαναστάτες συνειδητοποιούν πάντα, ότι «... οι επαναστάσεις γίνονται από την πλειοψηφία. Οι επαναστάσεις δε γίνονται από ένα κόμμα, αλλά από ολόκληρο το έθνος» (Καρλ Μαρξ: Συνέντευξη στην εφημερίδα «Τσικάγκο Τριμπιούν», 5.1.1879, σελ. 7, Αρχείο Κοινωνικής Ιστορίας, τομ. 5, σελ. 374).
Απ'
όλα αυτά προκύπτει ότι από την πάλη για την κατάκτηση των μαζών
εξαρτάται τελικά η «τύχη» της επανάστασης ή της αντεπανάστασης.
Κι αυτό είναι πάλι εκείνο που κάνει αδιάσπαστη την ενότητα σοσιαλισμού και δημοκρατίας. Αυτή η ενότητα είναι τόσο αναγκαία επειδή οι αντίπαλοι κάνουν τα πάντα ενάντια στον οικοδομούμενο σοσιαλισμό κάτω από το σύνθημα «δημοκρατία».
Τα λάθη που γίνονται σ' αυτόν τον τομέα εκδικούνται σκληρά, όπως αποδείχνουν οι εξελίξεις στην Πολωνία. Απ' αυτή την άποψη τα λάθη προετοιμάζουν αντικειμενικά το έδαφος στην αντεπανάσταση.
Η αντεπανάσταση αρχίζει αναντίρρητα με το γενικό σύνθημα: «πολιτική ελευθερία», «λαϊκά συμφέροντα».
Ο Ενγκελς έγραφε σχετικά το 1884 στον Μπέμπελ:
«Σε κάθε περίπτωση ο μοναδικός μας αντίπαλος τη μέρα της κρίσης και την επόμενη, είναι η συνολική αντίδραση που συσπειρώνεται γύρω από την καθαρή δημοκρατία» (Μαρξ - Ενγκελς: Εργα, γερμ. Εκδ., τομ.36, σελ. 253).
Αυτό το πρόβλημα είναι συνδεδεμένο με τη λύση πολλών δύσκολων προβλημάτων.
Γιατί η οικοδόμηση του σοσιαλισμού απαιτεί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, «γιατί η νέα οργάνωση της παραγωγής είναι μια δύσκολη υπόθεση ακόμα και γιατί οι ριζικές αλλαγές σ' όλα τα επίπεδα της ζωής χρειάζονται χρόνο και τελικά γιατί η πανίσχυρη δύναμη της συνήθειας στη μικροαστική και αστική οικονομία μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με μακρόχρονο επίμονο αγώνα...
Σ' ολόκληρο αυτό το διάστημα θα προβάλλουν αντίσταση τόσο οι καπιταλιστές και ταυτόχρονα οι πολυάριθμοι υπηρέτες τους από την αστική διανόηση που είναι συνειδητά αντίθετοι, όσο και η τεράστια μάζα των εργαζομένων που είναι βραχυκυκλωμένοι σε μικροαστικές συνήθειες και παραδόσεις, συμπεριλαμβανομένων και των αγροτών, και που γενικά αντιτίθενται όχι συνειδητά. Οι αμφιταλαντεύσεις είναι αναπόφευκτες σ' αυτά τα στρώματα» (Β.Ι. Λένιν: Απαντα, γερμ. εκδ., τομ. 29, σελ. 377, κ.ε.).
Ο Λένιν λέει παρακάτω ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού «είναι το έργο μιας μακρόχρονης, δύσκολης, σκληρής, ταξικής πάλης, που δε σταματά μετά την πτώση της εξουσίας του κεφαλαίου, μετά την καταστροφή του αστικού κράτους και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου (όπως το φαντάζονται μερικοί χοντροκέφαλοι από τον παλιό σοσιαλισμό και την παλιά σοσιαλδημοκρατία), αλλά αλλάζει μορφές και μάλιστα από πολλές απόψεις γίνεται σκληρότερη. Στον ταξικό αγώνα ενάντια στην αντίσταση της αστικής τάξης, ενάντια στην αδράνεια, τον κομφορμισμό, την αναποφασιστικότητα και τις αμφιταλαντεύσεις των μικροαστών, το προλεταριάτο πρέπει να υπερασπίζει την εξουσία του, να εντείνει την οργανωτική του επιρροή, να πετυχαίνει την "ουδετερότητα" εκείνων των στρωμάτων, που φοβούνται να εγκαταλείψουν την αστική τάξη και ακολουθούν το προλεταριάτο πολύ διστακτικά» (Β.Ι. Λένιν, Απαντα, γερμ. Εκδ., τομ. 29, σελ. 378).
«Εδώ όμως προσπαθεί να στηριχτεί η αντεπανάσταση. Για να πετύχει τους στόχους της, εκμεταλλεύεται τη μια ή την άλλη κρίση στην εργατική εξουσία, τα πολιτικά λάθη που γίνονται και που αφήνουν να δημιουργηθεί μια ρωγμή, από την οποία θα μπορούσε να περάσει η δυσαρέσκεια των μαζών. Αυτό σημαίνει, ότι για μια πραγματική αντεπανάσταση δεν αρκεί μόνο η επιθυμία της αστικής τάξης, αλλά και να κάνουν λάθη οι επαναστάτες. Και όχι μόνο αυτό: Για να πετύχει η αντεπανάσταση το σκοπό της, συμμαχεί στην ανάγκη, χωρίς να διστάσει ούτε μια στιγμή, με τον εχθρό ολόκληρου του έθνους» (Β.Ι. Λένιν: Εργα, γερμ. Εκδ., τομ. 15, σελ. 28).
Αυτό αποδείχτηκε
με κλασικό τρόπο στη συμπεριφορά της γαλλικής αστικής τάξης το 1871, όταν για να μπορέσει να χτυπήσει την Παρισινή Κομμούνα συνθηκολόγησε με την Πρωσική Γερμανία του Μπίσμπαρκ, του οποίου οι στρατιές πολιορκούσαν την πρωτεύουσα.
Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει, όταν οι σημερινοί ηγέτες της ΟΔ Γερμανίας, χωρίς να παίρνουν υπόψη τα ζωτικά συμφέροντα του λαού μας ξεπουλιούνται ψυχή και σώματι στην αμερικανική αστική τάξη, με μοναδικό σκοπό να μπορέσουν να εξαλείψουν το σοσιαλισμό, αν μπορέσουν, από το πρόσωπο της γης, και είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν ανενδοίαστα τη ζωή του λαού μας στα παρανοϊκά αμερικανικά σχέδια για έναν ατομικό επιθετικό πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ενωση.
Αν η Παρισινή Κομμούνα ήταν ένα ηρωικό παράδειγμα, που άφησε βαθιά ίχνη στη σκέψη και τη δράση της διεθνούς εργατικής τάξης κι έδωσε επανειλημμένα στους κλασικούς του μαρξισμού αφορμή για αναλύσεις, αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τη Μεγάλη Σοσιαλιστική Οχτωβριανή Επανάσταση.
Εδώ έσπασε για πρώτη φορά η αλυσίδα του καπιταλισμού στο ένα έκτο της Γης.
Και αν η Παρισινή Κομμούνα στάθηκε αιτία για τη σύμπραξη της αστικής τάξης των «εθνικών εχθρών» Γαλλίας και Γερμανίας κατά της εργατικής τάξης του Παρισιού, ενώ από την άλλη μεριά οι επαναστατικές δυνάμεις ολόκληρου του κόσμου συμπαραστέκονταν στην Παρισινή Κομμούνα, η Οχτωβριανή Επανάσταση οδήγησε σε μια διεθνή συμμαχία ιμπεριαλιστικών δυνάμεων κατά της νεαρής σοβιετικής εξουσίας, που έγινε ιδιαίτερα εμφανής στον επεμβατικό πόλεμο 14 ιμπεριαλιστικών κρατών, που άρχισε το καλοκαίρι του 1918.
Και η αστική τάξη δεν κουράστηκε από τότε, να οργανώνει
συνεχώς νέα στρατιωτικά σύμφωνα, νέες συμμαχίες, νέες μηχανορραφίες κατά του νικηφόρου σοσιαλισμού μέχρι και τη μεγάλη γενοκτονία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τη συμμαχία του ΝΑΤΟ σήμερα, και τους πολέμους κατά των σοσιαλιστικών κρατών, όπως π.χ. κατά του Βιετνάμ, του Λάος και της Καμπότζης, για ν' αναφέρουμε μόνο αυτά τα παραδείγματα.
Προσπάθησε επανειλημμένα, να οργανώσει κι άλλες μορφές αντεπανάστασης, όπως η απόπειρα να ανατρέψει το σοσιαλισμό στη ΓΛΔ τον Ιούνη του 1953, να κάνει το ίδιο πράγμα το φθινόπωρο του 1956 στην Ουγγαρία και μετά πάλι το 1968 στην Τσεχοσλοβακία. Σήμερα είμαστε μάρτυρες ενός ακόμα μεγαλεπήβολου εγχειρήματος: να υπονομευτεί ο σοσιαλισμός στη ΛΔ Πολωνίας και τελικά να καταστραφεί.
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ας δούμε λίγο προσεκτικότερα την ιστορική πείρα από τη Μεγάλη Σοσιαλιστική Οχτωβριανή Επανάσταση.
Εδώ
μπορούμε να εξετάσουμε μόνο μερικά παραδείγματα αντεπαναστατικών
δραστηριοτήτων κι αυτό φυσικά μόνο παίρνοντας υπόψη μερικές πλευρές της
αντεπανάστασης.
Αναφέραμε ήδη τους επεμβατικούς πολέμους κατά της νεαρής σοβιετικής εξουσίας. Αυτή ήταν η άμεση προσπάθεια παλινόρθωσης του παλιού καθεστώτος.
Κοντά σ' αυτήν την προσπάθεια, να γυρίσει πίσω ο τροχός της ιστορίας, υπήρξαν αμέσως μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση αντεπαναστατικές αντιλήψεις που αναζητούσαν «νέες λύσεις».
Κι εδώ η αντεπανάσταση υπολόγιζε σ' εκείνα τα τμήματα των εργαζομένων, που ήταν απογοητευμένα από την πορεία της επανάστασης ή θεωρούσαν τη νεαρή σοβιετική εξουσία υπεύθυνη για όλες τις οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες.
Σ'
αυτές τις αντεπαναστατικές προσπάθειες έπαιζαν μεγάλο ρόλο
ψευτοεπαναστατικά συνθήματα που χωρίς να «στενοχωρούν» τις παλιές
κυρίαρχες τάξεις, έπρεπε να προσελκύσουν «συμμάχους».
Αυτοί έπρεπε να εξαπατηθούν με ωραία λόγια και απατηλά συνθήματα και να παρασυρθούν στην προσπάθεια παλινόρθωσης των παλιών σχέσεων εξουσίας και ιδιοκτησίας. Το πιο χτυπητό παράδειγμα από εκείνη την εποχή είναι η εξέγερση της Κρονστάνδης.
Η εξέγερση της Κρονστάνδης
Μετά
την Οχτωβριανή Επανάσταση και τους επεμβατικούς πολέμους υπήρχαν στη
Σοβιετική Ενωση αρκετά οικονομικά, πολιτικά προβλήματα.
Οι αγρότες δεν ήταν ευχαριστημένοι με την υποχρέωσή τους να παραδίδουν τα προϊόντα τους, ήθελαν σαν μικροπαραγωγοί να διαθέτουν ελεύθερα τα προϊόντα της δουλιάς τους, να τα πουλάνε στην αγορά και ν' αγοράζουν μ' αυτά βιομηχανικά είδη.
Τη δυσαρέσκεια των αγροτών την εκμεταλλεύτηκαν αμέσως τα απομεινάρια των αντεπαναστατικών κομμάτων.
Αποκόμισαν κέρδη από τις δυσκολίες της μετάβασης από τον πόλεμο στην ειρηνική οικοδόμηση.
Κατόρθωσαν σε διάφορα μέρη να παρακινήσουν τους αγρότες σε εξέγερση.
Στις αρχές Μάρτη του 1921 ξέσπασε μια ανταρσία στην Κρονστάνδη.
Στον Τύπο της διεθνούς αστικής τάξης αυτή η ανταρσία βρήκε τεράστια απήχηση και χαιρετήθηκε σαν μια «λαϊκή επανάσταση». Κι έκαναν τα πάντα, ώστε η Κρονστάνδη να γίνει ένα «πανρωσικό κέντρο εξέγερσης».
Και υπήρχαν επαναστάτες ναύτες, που είχαν συμβάλει σημαντικά στην Οχτωβριανή Επανάσταση.
Το γεγονός ότι τώρα ξεσηκώνονταν πάλι ναύτες, έδινε το σύνθημα για μια γενικότερη κινητοποίηση.
Ομως οι ναύτες του 1921 δεν ήταν πια οι ναύτες του 1917.
Πολλοί επαναστάτες ναυτικοί είχαν σκοτωθεί ή έπαιρναν μέρος στην ανοικοδόμηση της οικονομίας.
Στις αρχές του 1921 σχεδόν 80% των ναυτών στην Κρονστάνδη ήταν γιοι αγροτών, κύρια μεσαίων, που δεν ήταν ευχαριστημένοι με την υποχρέωση παράδοσης των προϊόντων. Οι αλλαγές στη σύνθεση των πληρωμάτων του στόλου της Βαλτικής βρήκαν αντανάκλαση και στην κομματική οργάνωση της Κρονστάνδης. Αυτό το αξιοποίησαν σοσιαλεπαναστάτες, μενσεβίκοι κι άλλες αντεπαναστατικές ομάδες, αλλά και γνήσιοι λευκοφρουροί.
Οι ηγέτες της ανταρσίας στην Κρονστάνδη έριχναν συνθήματα όπως:
«Η εξουσία στα σοβιέτ, αλλά όχι στους μπολσεβίκους!».
Στις 18 Μάρτη του 1921 ύστερα από μάχες, ο ναύσταθμος καταλήφθηκε από μονάδες του Κόκκινου Στρατού, που είχαν ενισχυθεί με χιλιάδες κομμουνιστές - μεταξύ τους ήταν 300 αντιπρόσωποι και προσκαλεσμένοι του 10ου Συνεδρίου του ΚΚ Ρωσίας.
Στην εργασία του «Σχετικά με τη φορολογία σε είδος», ο Λένιν ερεύνησε λεπτομερέστατα τις αιτίες και τα βαθύτερα αίτια των εξελίξεων στην Κρονστάνδη. Ετσι στο σχέδιο αυτής της μπροσούρας διαβάζουμε: «Η οικονομία μεταβλήθηκε την άνοιξη του 1921 σε πολιτική. "Κρονστάνδη"» (Β.Ι. Λένιν: Εργα, γερμ. Εκδ., τομ. 32, σελ. 339). Στην ίδια την μπροσούρα ο Λένιν γράφει:
«Η άνοιξη του 1921 έφερε κύρια σαν συνέπεια της κακιάς σοδειάς και της επιδημίας στα ζώα, μια ραγδαία όξυνση στην κατάσταση της αγροτιάς που ήταν ήδη εξαιρετικά δύσκολη εξαιτίας του πολέμου και του αποκλεισμού. Επακόλουθο αυτής της όξυνσης ήταν πολιτικές αμφιταλαντεύσεις, που, σε γενικές γραμμές ανταποκρίνονται στην εσωτερική "φύση" του μικροπαραγωγού. Η πιο χοντρή έκφραση αυτών των αμφιταλαντεύσεων ήταν η ανταρσία στην Κρονστάνδη.
»Το χαρακτηριστικότερο στα γεγονότα της Κρονστάνδης είναι ακριβώς οι ταλαντεύσεις του μικροαστικού στοιχείου. Τίποτε σχεδόν διαμορφωμένο, ξεκάθαρο, συγκεκριμένο δεν υπάρχει.
Νεφελώδη συνθήματα όπως «ελευθερία», «ελεύθερο εμπόριο», «απελευθέρωση από το ζυγό», «σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους», ή «επανεκλογή των σοβιέτ» ή «λύτρωση από τη δικτατορία του κόμματος» κλπ.
Τόσο οι μενσεβίκοι όσο και οι σοσιαλεπαναστάτες διακηρύσσουν ότι το κίνημα της Κρονστάνδης είναι "δικό τους" κίνημα...
Ολόκληρη η συμμορία των λευκοφρουρών κινητοποιείται αστραπιαία για την Κρονστάνδη, με ταχύτητα, μπορεί να πει κανείς τηλεγράφου... Πάνω από μισή εκατοντάδα ρωσικές εφημερίδες των λευκοφρουρών που κυκλοφορούν στο εξωτερικό, επιδίδονται σε μια λυσσαλέα καμπάνια "για την Κρονστάνδη".
Οι μεγάλες τράπεζες, όλες οι δυνάμεις του χρηματιστικού κεφαλαίου διοργανώνουν εράνους για την υποστήριξη της Κρονστάνδης.
Η δήλωση του Μάρτοφ στη βερολινέζικη εφημερίδα του ότι η Κρονστάνδη δε διακήρυξε μόνο μενσεβίκικα συνθήματα, αλλά κι απέδειξε ακόμα, ότι είναι δυνατό ένα αντιμπολσεβίκικο κίνημα, που να μην υπηρετεί εντελώς τους λευκοφρουρούς, τους καπιταλιστές και τους γαιοκτήμονες, η δήλωση αυτή αποτελεί κλασικό παράδειγμα ενός αυτάρεσκου μικροαστού ναρκίσσου. Ας κλείσουμε λοιπόν τα μάτια μπρος στο γεγονός, ότι όλοι οι γνήσιοι λευκοφρουροί χειροκροτούσαν τους αποστάτες της Κρονστάνδης και ότι συγκέντρωναν χρήματα για την υποστήριξή της από τις τράπεζες».
»Ο Μιλιούκοφ έχει δίκιο σε σύγκριση με τον Τσέρνοφ και τον Μάρτοφ, όταν αποκαλύπτει ποια είναι η πραγματική τακτική της πραγματικής δύναμης των λευκοφρουρών, της δύναμης των καπιταλιστών και γαιοκτημόνων:
Ας υποστηρίξουμε οποιονδήποτε, όποιος κι αν είναι, ακόμα και τους αναρχικούς και οποιαδήποτε σοβιετική εξουσία, αρκεί μονάχα να ανατραπούν οι μπολσεβίκοι, αρκεί μονάχα να επιτευχθεί μια μετατόπιση της εξουσίας...!!
Μόνο μια μετατόπιση της εξουσίας, μακριά από τους μπολσεβίκους, αδιάφορο αν θα είναι λίγο προς τα δεξιά ή λίγο προς τ' αριστερά, τα υπόλοιπα θα βρεθούν!! - σ' αυτό ο Μιλιούκοφ έχει πέρα ως πέρα δίκιο. Αυτή είναι μια ταξική αλήθεια που επιβεβαιώνεται απ' ολόκληρη την ιστορία των επαναστάσεων όλων των χωρών, απ' ολόκληρη την περίοδο της νεότερης ιστορίας από τον Μεσαίωνα κι εδώ. Τους κατακερματισμένους μικροπαραγωγούς, τους αγρότες, τους αφομοιώνει οικονομικά και πολιτικά είτε η αστική τάξη είτε το προλεταριάτο... για κάποιον "τρίτο" δρόμο, για κάποια "τρίτη" δύναμη μπορούν να φλυαρούν και να ονειρεύονται μόνο αυτάρεσκοι ναρκισσιστές» (Β. Ι. Λένιν: Εργα, γερμ. Εκδ., τομ. 32, σελ. 372 - 375).
Τα οικονομικά και πολιτικά συμπεράσματα για τη συμμαχία εργατών και αγροτών, για τον εφοδιασμό του πληθυσμού, για τη δουλιά των συνδικάτων και για τα καθήκοντα του Κόμματος βγήκαν στο 10ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσίας.
Μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση δεν έγιναν μόνο αντεπαναστατικές επιθέσεις κατά της νεαρής σοβιετικής εξουσίας αλλά και κατά των προσπαθειών της εργατικής τάξης άλλων χωρών, να απελευθερωθεί από το ζυγό του καπιταλισμού.
Ετσι τα χρόνια μετά την επανάσταση του Νοέμβρη στη Γερμανία χαρακτηρίζονται από αντεπαναστατικές πράξεις και αιματηρή τρομοκρατία ενάντια σε κομμουνιστές και αριστερούς σοσιαλδημοκράτες.
Οι ηγέτες του ΚΚΓ, Καρλ Λίμπκνεχτ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Ευγένιος Λεσινέ και Λέο Γιόγκιχες, έπεσαν θύματα αυτής της τρομοκρατίας. Μαζί τους πέθαναν χιλιάδες επαναστάτες εργάτες υπερασπίζοντας τις συμβουλιακές δημοκρατίες της Βρέμης, της Βαυαρίας, στις ένοπλες συγκρούσεις του Γενάρη και Μάρτη του 1919 στο Βερολίνο, στην πάλη ενάντια στο πραξικόπημα του Καπ, στις συγκρούσεις στην Κεντρική Γερμανία, στο Ρουρ και σε πολλά άλλα τμήματα της Γερμανίας.
Αυτή τη χρονική περίοδο την έχουμε εξετάσει στην μπροσούρα «Το γερμανικό εργατικό κίνημα στην επαναστατική μεταπολεμική κρίση».
Με την εγκαθίδρυση της ματοβαμμένης φασιστικής δικτατορίας το 1933 στη Γερμανία, είχαμε πρακτικά μία «προληπτική αντεπανάσταση» της γερμανικής μονοπωλιακής αστικής τάξης.
Στην Ισπανία η δημοκρατία πνίγηκε στο αίμα από τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού.
Η σημαντικότερη αντεπαναστατική πράξη ήταν στη συνέχεια η επίθεση της χιτλερικής Γερμανίας ενάντια στη Σοβιετική Ενωση.
Λόγω
έλλειψης χώρου δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ αυτές τις πολύπλευρες
εμπειρίες από την αντεπανάσταση. Θα περιοριστούμε στις αντεπαναστατικές
επιθέσεις του ιμπεριαλισμού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και εδώ
πάλι αναγκαζόμαστε να αρκεστούμε σε επιλεγμένα παραδείγματα.
ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τέλειωσε διαφορετικά απ' ό,τι είχαν ελπίσει οι αντιδραστικοί κύκλοι των δυτικών δυνάμεων.
Πρόθεσή τους ήταν να φέρουν αντιμέτωπες τη Σοβιετική Ενωση με τη φασιστική Γερμανία και να χρησιμοποιήσουν το φασιστικό γερμανικό ιμπεριαλισμό σαν δύναμη κρούσης κατά του σοσιαλισμού.
Η
Σοβιετική Ενωση όμως αναδείχτηκε κύρια δύναμη στον αγώνα κατά του
χιτλερικού φασισμού και άσκησε μια αυξανόμενη επιρροή πάνω στις λαϊκές
μάζες και στην αντιφασιστική και αντιμιλιταριστική σκέψη τους.
Ο αγώνας της Σοβιετικής Ενωσης για την ειρήνη επηρέασε τις διεθνείς εξελίξεις με τέτοιο τρόπο, ώστε όχι μόνο απέτυχε το σχέδιο να στραφούν όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ενωμένες ενάντια στη Σοβιετική Ενωση, αλλά κι έγινε δυνατό να συσπειρωθούν η Σοβιετική Ενωση και οι δυτικές δυνάμεις σ' έναν αντιχιτλερικό συνασπισμό.
Στις κατεχόμενες από τη χιτλερική Γερμανία χώρες ξεδιπλώθηκε ο αντιφασιστικός απελευθερωτικός αγώνας των λαών για εθνική ανεξαρτησία, για δημοκρατία και κοινωνική πρόοδο. Αποτέλεσε την αρχή για τις θυελλώδεις επαναστατικές μεταπολεμικές εξελίξεις.
Στην πορεία του μεταπολεμικού επαναστατικού προτσές, που ήταν το άμεσο επακόλουθο του αντιφασιστικού αγώνα των λαϊκών μαζών, συνολικά 11 χώρες προσανατολίστηκαν σε μια άμεση εγκατάλειψη του ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Σε
χώρες, όπου οι μάζες του λαού μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δε θέλησαν
μόνο να διορθώσουν το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά και να το ξεπεράσουν,
ξέσπασαν σφοδροί ταξικοί αγώνες γύρω από τον πολιτικό και κοινωνικό
προσανατολισμό της χώρας.
Αυτό ισχύει με τη μια ή την άλλη μορφή για όλες τις νεαρές λαϊκές δημοκρατίες.
Ας αναλογιστούμε μόνο τους ταξικούς αγώνες στην Τσεχοσλοβακία, που κορυφώθηκαν το 1948. `Η ας θυμηθούμε την Πολωνία.
Ειδικά το παράδειγμα της Πολωνίας δείχνει σε ποια όξυνση έφθασαν οι συγκρούσεις.
Στην Πολωνία δρούσαν συνολικά, από το 1944 μέχρι το 1947, 1.364 παράνομες πολιτικές οργανώσεις και οπλισμένες ομάδες με περισσότερα από 90.000 μέλη.
Στα χρόνια μεταξύ 1944 και 1948 αυτές οι πολιτικές στρατιωτικές παράνομες οργανώσεις διέπραξαν σε 54.800 περιπτώσεις αντικρατικές τρομοκρατικές ενέργειες. Ο απολογισμός αυτής της αντεπαναστατικής τρομοκρατίας είναι 17.152 δολοφονίες, 6.124 επιθέσεις σε δημόσια ιδρύματα και υπηρεσίες, 1.030 σαμποτάζ σε σιδηροδρόμους και γέφυρες κλπ.
Η 17η Ιούνη 1953 στη Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία
Η ΓΛΔ ήταν από την ίδρυσή της ιδιαίτερα εκτεθειμένη στον ψυχρό πόλεμο του ιμπεριαλισμού.
Με τη διάλυση τής ΓΛΔ ήταν σχεδιασμένο να αρχίσει η απώθηση του σοσιαλισμού στην Ευρώπη.
Η ενωμένη δύναμη της Δύσης, έτσι δηλώνονταν επανειλημμένα, θα εξανάγκαζε τη Σοβιετική Ενωση να εγκαταλείψει τη ΓΛΔ και θα έκανε δυνατή την ανασύσταση ενός γερμανικού αστικού κράτους κατά το πρότυπο της ΟΔΓ στα προπολεμικά σύνορα.
Το Δυτικό Βερολίνο εξελίχθηκε σ' ένα είδος «προγεφυρώματος» του ΝΑΤΟ. Από εδώ ξεκινούσαν πολλές εχθρικές δραστηριότητες κατά των σοσιαλιστικών κρατών.
Οι αντιδραστικοί πολιτικοί εκμεταλλεύονταν τα ανοιχτά σύνορα της ΓΛΔ με το Δυτικό Βερολίνο για τους σκοπούς τους, το ίδιο όπως και τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ ΟΔΓ και ΓΛΔ στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Ο
ψυχρός πόλεμος κατά της ΓΛΔ διεξαγόταν με μέτρα οικονομικού
αποκλεισμού, με νομισματικά τεχνάσματα, με το δελεασμό ειδικών και με τη
διοχέτευση κατασκόπων και πρακτόρων που εκτελούσαν πολυάριθμες πράξεις
δολιοφθοράς και τρομοκρατίας.
Στις αρχές του 1953 ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντ. Αϊζενχάουερ και ο υπουργός του των Εξωτερικών, Τζ. Ντάλες, διακήρυξαν την πολιτική της απώθησης και το δόγμα των μαζικών πυρηνικών αντιποίνων σαν επίσημο κυβερνητικό πρόγραμμα.
Με στρατιωτική πίεση από τα έξω, που στην ανάγκη θα εξωθούνταν μέχρι τα πρόθυρα πολέμου, και με την ενεργοποίηση αντεπαναστατικών δυνάμεων στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών χωρών, σχεδιαζόταν ν' ανατραπεί η σοσιαλιστική τάξη.
Η όξυνση του ψυχρού πολέμου από την καινούρια κυβέρνηση των ΗΠΑ, ενθάρρυνε τις αντιδραστικές δυνάμεις της ΟΔΓ, να προωθήσουν εσπευσμένα την προετοιμασία για τη «μέρα Χ», δηλαδή την προγραμματισμένη ανατροπή της εργατοαγροτικής εξουσίας στη ΓΛΔ.
Παράλληλα, υπολόγιζαν σε οικονομικές δυσκολίες κατά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη ΓΛΔ.
Στην προσπάθειά τους να δαμάσουν τα δύσκολα προβλήματα, το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας (ΕΣΚΓ) και η κυβέρνηση τής ΓΛΔ πήραν αποφάσεις που αποδείχτηκαν λαθεμένες.
Ετσι, για παράδειγμα, αποφασίστηκε το φθινόπωρο του 1952 ν' αναπτυχθεί η βαριά βιομηχανία υπερβολικά γρήγορα.
Μ' αυτόν τον τρόπο όμως περιορίστηκε ο ρυθμός ανάπτυξης της βιομηχανίας καταναλωτικών αγαθών, κι αυτό πάλι επέδρασε αρνητικά στο βιοτικό επίπεδο των εργατών και άλλων εργαζόμενων και προκάλεσε δυσαρέσκεια.
Στις
αρχές Ιούνη του 1953 το ΕΣΚΓ και η κυβέρνηση πήραν μια σειρά βασικά
μέτρα, για να σταθεροποιήσουν τη σοσιαλιστική κρατική εξουσία και την
οικονομία και να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής των εργατών.
Η ιμπεριαλιστική αντίδραση είδε μπροστά σ' αυτές τις αποφάσεις να κινδυνεύουν τα σχέδιά της και δούλεψε ακόμα πιο εντατικά για τη «μέρα Χ».
Στις 7 Ιούνη του 1953 στο Βερολίνο και σε μερικές άλλες πόλεις της ΓΛΔ έγιναν στάσεις εργασίας και διαδηλώσεις.
Παράνομες αντεπαναστατικές ομάδες, που καθοδηγούνταν από ραδιοφωνικούς σταθμούς και κέντρα πρακτόρων του Δυτικού Βερολίνου και της ΟΔΓ, εκμεταλλεύτηκαν τη δυσαρέσκεια των εργαζομένων για να οργανώσουν ένα αντεπαναστατικό πραξικόπημα.
Οι
αντεπαναστατικές δυνάμεις απαίτησαν τον παραμερισμό του ΕΣΚΓ και της
κυβέρνησης, εισέβαλαν σε κομματικά γραφεία, σε κρατικές υπηρεσίες και
εμπορικά καταστήματα, κατέστρεψαν τις εγκαταστάσεις, έβαλαν φωτιές.
Καταλήφθηκαν φυλακές και απελευθερώθηκαν φασίστες εγκληματίες πολέμου.
Κακοποιήθηκαν και δολοφονήθηκαν εργάτες με ταξική συνείδηση, που τους αντιτάχθηκαν.
Ολο και περισσότεροι εργάτες διαχώριζαν τη θέση τους από τους προβοκάτορες.
Τα
σοβιετικά στρατεύματα που στάθμευαν στη ΓΛΔ εμπόδισαν τη στρατιωτική
αναμέτρηση, που θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες.
Με την εμφάνιση των στρατευμάτων, τη δράση συνειδητοποιημένων εργατών, που με την καθοδήγηση των κομματικών οργανώσεων του ΕΣΚΓ σε πολλές περιπτώσεις έδιωξαν τους προβοκάτορες από τα εργοστάσια, κατορθώθηκε σε σύντομο χρόνο να συντριβεί το πραξικόπημα.
Η αστική προπαγάνδα χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει την 17η Ιούνη επίσης σαν «εργατική εξέγερση».
Εδώ πρέπει κατ' αρχήν να πούμε ότι δεν κατορθώθηκε η επιδιωκόμενη με όλα τα μέσα γενική απεργία, που θα ήταν και αφετηρία κι άλλων αντεπαναστατικών δραστηριοτήτων. Παρ' όλα αυτά, κατορθώθηκε σε μερικές περιοχές να προτρέψουν τμήματα των εργατών να πάρουν μέρος σε απεργίες.
Οι
κύριοι λόγοι της συμμετοχής ορισμένων τμημάτων της εργατιάς στις
απεργίες και τις διαδηλώσεις, ήταν σύμφωνα με την εκτίμηση της ΚΕ του
ΕΣΚΓ οι εξής:
«Στην εργατική τάξη της ΓΛΔ συντελέστηκαν τα τελευταία οχτώ χρόνια μεγάλες αλλαγές.
Ενα μεγάλο μέρος των πιο προοδευτικών εργατών αποσύρθηκε από τα εργοστάσια και αποσπάστηκε στην οικοδόμηση των κρατικών και οικονομικών οργάνων, πράγμα που αποδυνάμωσε τις εργοστασιακές κομματικές οργανώσεις του ΕΣΚΓ, ιδιαίτερα στα μεγάλα εργοστάσια.
Απ' την άλλη πλευρά, πολλά μη προλεταριακά στοιχεία, πρώην κρατικοί υπάλληλοι και επιχειρηματίες που μετά το 1945 είχαν χάσει τις προνομιακές θέσεις τους κι ονειρεύονταν την αποκατάσταση των παλιών προνομίων μπήκαν σαν «εργάτες» στα εργοστάσια.
Αυτοί οι άνθρωποι μετέφεραν μικροαστικές και αστικές αντιλήψεις και διαθέσεις στην εργατική τάξη, μια μη προλεταριακή αντιμετώπιση της δουλιάς και της εργασιακής πειθαρχίας, την επιδίωξη να παίρνουν από το κράτος όσο το δυνατό περισσότερα χωρίς ταυτόχρονα να ανεβάζουν την παραγωγικότητα της δουλιάς, καθώς και γενικά μια αρνητική στάση απέναντι στις επιχειρήσεις λαϊκής ιδιοκτησίας...
Η πολιτικοϊδεολογική δουλιά για την ανάπτυξη της προλεταριακής ταξικής συνείδησης των εργατών δεν ήταν επαρκής. Δεν έπαιρνε ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης ύστερα από μια δωδεκάχρονη φασιστική δικτατορία είχαν δηλητηριαστεί σοβαρά από τη ναζιστική ιδεολογία.
Δεν αναλύθηκε πειστικά στους εργάτες ο χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας στη ΓΛΔ και στις επιχειρήσεις λαϊκής ιδιοκτησίας.
Αδύνατη ήταν η πάλη του κόμματος ενάντια στην αστική ιδεολογία, για τη στερέωση της επιρροής του στην εργατική τάξη, ενώ παράλληλα δεν ξύπνησε στους εργάτες όσο έπρεπε το αίσθημα της ευθύνης της εργατικής τάξης απέναντι στην οικοδόμηση κι εδραίωση του εργατικού κράτους στη ΓΛΔ.
Τα βιαστικά διοικητικά μέτρα για την αύξηση της εργατικής νόρμας, που πάρθηκαν σε μεγάλη έκταση το τελευταίο διάστημα χωρίς επαρκή μελέτη, καθώς και οι παραμορφώσεις της πολιτικής της λιτότητας, επέφεραν σε μερικές κατηγορίες εργατών μια μερική χειροτέρευση του βιοτικού τους επιπέδου, πράγμα που προκάλεσε τη δυσαρέσκειά τους...» («Η νέα πορεία και τα καθήκοντα του Κόμματος», Απόφαση της ΚΕ του ΕΣΚΓ της 26 Ιούλη 1953, στα «Ντοκουμέντα του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας», σελ. 455 - 456).
Η ΚΕ καθόρισε κύριο καθήκον του κόμματος, να κερδηθεί με ακούραστη, υπομονετική προσπάθεια ολόκληρη η εργατική τάξη υπέρ της πολιτικής του ΕΣΚΓ.
Αυτό απαιτούσε πάνω απ' όλα να ενισχυθεί η δουλιά στα συνδικάτα και να βοηθηθούν τα συνδικαλιστικά καθοδηγητικά όργανα να τοποθετήσουν στο κέντρο της δραστηριότητάς τους τα άμεσα υλικά, κοινωνικά και πολιτιστικά συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Η ΚΕ σύνδεσε μ' αυτό και το συμπέρασμα ότι χρειαζόταν αποφασιστική βελτίωση της ιδεολογικής δουλιάς του κόμματος.
Ενα
ακόμα βασικό δίδαγμα ήταν να παίρνονται και να εκτελούνται έγκαιρα τα
σωστά μέτρα για την προστασία της εργατοαγροτικής εξουσίας, ξεκινώντας
από μια ρεαλιστική εκτίμηση των μεθόδων δράσης του εχθρού.
Ετσι δημιουργήθηκαν με πρωτοβουλία της ΚΕ του ΕΣΚΓ τον Ιούλη του 1953 τα ένοπλα τμήματα της εργατικής τάξης για την υπεράσπιση των επαναστατικών κατακτήσεων.
Ουγγαρία 1956
Η αντεπανάσταση του 1956 στην Ουγγαρία στάθηκε η βαρβαρότερη επίθεση ενάντια στον υπαρκτό σοσιαλισμό από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το αντεπαναστατικό πραξικόπημα όχι μόνο έφερε βαριές συμφορές στον ουγγρικό λαό, αλλά και πρόσθεσε πείρα και διδάγματα γύρω από τη στρατηγική της αντεπανάστασης, όπως αναφέρεται στην Εισήγηση της ΚΕ του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (ΟΣΕΚ) στην Κομματική Σύσκεψη της 27 Ιούνη του 1957.
«Η αντεπαναστατική επίθεση επιβεβαίωσε χωρίς εξαίρεση και από κάθε άποψη την εκατοντάχρονη διδασκαλία του μαρξισμού. Η ασυμβίβαστη αντίθεση ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη, αυτή η θέση που διατυπώθηκε από τον Μαρξ πριν 100 χρόνια, εκφράστηκε με εκρηκτική μορφή τον Οχτώβρη του 1956.
Στην περίοδο των αγώνων του ΚΚΣΕ το 1917, την εποχή που οι αναθεωρητές και άλλα μικροαστικά στοιχεία απαιτούσαν "καθαρή δημοκρατία και ελευθερία", ενώ είχαν επιτεθεί ενάντια στην εξουσία του προλεταριάτου, ο Λένιν απέδειξε ότι κάτω από τις δοσμένες συνθήκες τέτοια αιτήματα είναι αιτήματα της καταπιεζόμενης από την εξουσία του προλεταριάτου αστικής τάξης. Αυτές οι διαπιστώσεις του Λένιν αποδείχτηκαν και στη δική μας περίπτωση ορθές» (Γιάνος Κάνταρ: «Για μια σοσιαλιστική Ουγγαρία», εκδ. «Μαρξίστισε Μπλέτερ», 1976, σελ. 20).
Στην έκθεση της ΚΕ: «Από την αντεπανάσταση στην εδραίωση» της 27.6.1957 διαπιστώνεται: «Η περίοδος μεταξύ 1949 και 1953 πρέπει να υποβληθεί σε βαθιά ανάλυση...
Αν κάνουμε έναν απολογισμό αυτής της περιόδου δεν μπορούμε να μη διαπιστώσουμε ότι μετά το 1949 - όσο κι αν οι αναμφισβήτητες επιτυχίες ήταν μεγάλες - παρατηρήθηκαν αρνητικά φαινόμενα, και μάλιστα σε συνεχώς αυξανόμενο βαθμό.
Αυταρέσκεια και έπαρση μετά την κατάκτηση της εξουσίας μπορεί να σημαίνουν πραγματικά μεγάλο κίνδυνο για το Κόμμα.
Θα μπορούσα χωρίς υπερβολή να πω ότι αυτή η γνώση είναι από τα μεγαλύτερα διδάγματα, που συνειδητοποιήσαμε ιδιαίτερα στη διάρκεια των γεγονότων του Οχτώβρη» (στο ίδιο, σελ. 22 - 23).
«Είναι φανερό ότι ορισμένα λάθη που επισημάνθηκαν τον Ιούλη του 1953 - λάθη που έγιναν στον προγραμματισμό, στην αγροτική πολιτική και με παραβίαση των νόμων - στο λαό.
Παρ' όλ' αυτά μου επιτρέπεται νομίζω να πω ότι όλα όσα έγιναν στο όνομα της διόρθωσης των λαθών προξένησαν δέκα φορές μεγαλύτερη ζημιά απ' ό,τι τα ίδια τα αρχικά λάθη.
Γιατί στα μέλη του κόμματος, καθώς και στο λαό, ήταν σε κάθε περίπτωση κατανοητό ότι στη δουλιά ο καθένας μπορεί να κάνει λάθη και μάλιστα σοβαρά.
Ομως το να επαναλαμβάνονται συνεχώς λάθη που έχουν επισημανθεί και κατονομαστεί, λάθη που είναι γνωστά και ολοφάνερα σ' όλους, αυτό δε θα μπορέσει ποτέ κανένας να το καταλάβει και να το συγχωρήσει σε κανέναν ηγέτη.
Αυτό ακριβώς κατέστρεψε το κύρος της κομματικής ηγεσίας, το κύρος της κρατικής ηγεσίας.
Και γι' αυτό λέω ότι εκείνη η σύγχυση γύρω από την εξάλειψη των λαθών, που κράτησε τρία χρόνια, προξένησε πολύ μεγαλύτερη ζημιά στις σχέσεις του κόμματος με τις μάζες απ' ό,τι τα λάθη που διαπιστώθηκαν το 1953.
Γι' αυτό είναι φυσικό, ότι τα μέλη του κόμματος κι ένα μεγάλο μέρος του εργαζόμενου λαού ήταν γεμάτοι από μια βαθιά και δικαιολογημένη οργή το φθινόπωρο του 1956.
Η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην εξάλειψη των λαθών, η πικρία των μαζών γι' αυτό - μια πικρία που αυξήθηκε σημαντικά σ' αυτά τα τρία χρόνια - αξιοποιήθηκαν επιτήδεια και πονηρά από τον ταξικό εχθρό μέσα στη χώρα και από το διεθνή ιμπεριαλισμό» (στο ίδιο, σελ. 26 - 27).
Στα μέσα του Οχτώβρη 1956 οι αντεπαναστατικές δυνάμεις, είχαν ήδη προετοιμαστεί για ένοπλο πραξικόπημα.
Είχαν στη διάθεσή τους ένοπλα σώματα και λεπτομερή σχέδια για τη διεξαγωγή της ένοπλης εξέγερσης. Στην πρώτη φάση, μεταξύ 23 και 30 Οχτώβρη, η αντίδραση δεν τόλμησε να εμφανιστεί ανοιχτά με αντισοσιαλιστικά συνθήματα, αλλά στηρίχτηκε σε αιτήματα, όπως π.χ., «αποσταλινοποίηση», «εκδημοκρατισμός και αποκέντρωση», «ουγγρικός εθνικός κομμουνισμός» κ.ά.
Μ' αυτόν τον τρόπο οι πραξικοπηματίες πέτυχαν να εκμεταλλευτούν την πλατιά δυσαρέσκεια των μαζών απέναντι στη δογματική - σεχταριστική πολιτική της προηγούμενης κομματικής ηγεσίας. Στις 23 Οχτώβρη έγινε στη Βουδαπέστη μια φοιτητική διαδήλωση, που την εκμεταλλεύτηκαν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις, για να προκαλέσουν ένοπλες συγκρούσεις.
Ο Ιμρε Νάγκι, που εκτελούσε χρέη πρωθυπουργού από τις 24 Οκτώβρη, υποστήριζε την αντεπανάσταση.
Μετά την κατάρρευση του μεθοριακού ελέγχου διείσδυσαν στην Ουγγαρία χιλιάδες οπλισμένοι εμιγκρέδες από το εξωτερικό.
Ο εξοπλισμός και ο ανεφοδιασμός των πραξικοπηματιών γινόταν μέσω της αερογέφυρας Βιέννης - Βουδαπέστης, κύρια από αμερικανικά αεροπλάνα.
Οι διπλωματικοί εκπρόσωποι των ΗΠΑ κι άλλων καπιταλιστικών κρατών έδιναν άμεσες οδηγίες στην ηγεσία των πραξικοπηματιών.
Στη δεύτερη φάση του πραξικοπήματος φάνηκε ανοιχτά ποιοι κρύβονται πραγματικά πίσω τους.
Η
αντίδραση ενθαρρημένη από την εξωτερική υποστήριξη, καθώς κι από την
προδοτική πολιτική του Ιμρε Νάγκι, πέρασε μετά τις 30 Οχτώβρη στην
ανοιχτή τρομοκρατία.
"Στους δρόμους της Βουδαπέστης κυριαρχούσε η αντεπαναστατική τρομοκρατία, ομαδικά δολοφονούνταν κομμουνιστές και προοδευτικοί άνθρωποι. Κατά χιλιάδες φυλακίζονταν σ' όλη τη χώρα αγωνιστές του κόμματος, πρόεδροι αγροτικών ενώσεων, πρόεδροι συμβουλίων, οπαδοί του σοσιαλισμού και προετοιμαζόταν η σφαγή τους.
Στον πολιτικό στίβο είχαν επανεμφανιστεί οι καπιταλιστές, γαιοκτήμονες, τραπεζίτες, πρίγκιπες και κόμητες, με επικεφαλής τον Μίντσεντι. Εμφανίστηκαν στη Βουλή, ίδρυσαν μέσα σε δύο μέρες 28 αντεπαναστατικά κόμματα» (στο ίδιο, σελ. 4).
Η ανοιχτή επίθεση ενάντια στις σοσιαλιστικές κατακτήσεις άνοιξε τα μάτια πολλών εργατών.
Παράλληλα με την αυξανόμενη απομόνωση της αντίδρασης άρχισαν όλο και πιο πολύ να ανασυγκροτούνται οι επαναστατικές δυνάμεις.
Στις 3 Νοέμβρη 1965 δημιουργήθηκε με επικεφαλής τον Γιάνος Κάνταρ η επαναστατική εργατοαγροτική κυβέρνηση. Για να υπερασπίσουν τη λαϊκή εξουσία οι πιο συνειδητές δυνάμεις της ουγγρικής εργατικής τάξης αναδιοργάνωσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα σαν μαρξιστικό - λενινιστικό Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα.
Το ΟΣΕΚ και η επαναστατική εργατοαγροτική κυβέρνηση απευθύνθηκαν στην ουγγρική εργατική τάξη κάνοντας έκκληση για υπεράσπιση της λαϊκής εξουσίας από την αντίδραση.
Η Σοβιετική Ενωση ανταποκρίθηκε στην παράκληση της νέας ουγγρικής κυβέρνησης για βοήθεια και της συμπαραστάθηκε για τη συντριβή των ενόπλων αντεπαναστατικών ομάδων.
Με τη βοήθεια του σοβιετικού στρατού αποσοβήθηκε στην Ουγγαρία ένας μακροχρόνιος εμφύλιος πόλεμος ενάντια στην αντεπανάσταση.
Τα γεγονότα στην Τσεχοσλοβακία το 1968
Μόλις μετά την ήττα της αντεπανάστασης στην Ουγγαρία,
ο ιμπεριαλισμός αναγκάστηκε να παραδεχτεί την αποτυχία της επιθετικής στρατηγικής της απώθησης, της απροκάλυπτης αντεπανάστασης από τα έξω.
Από τότε η εσωτερική διάβρωση των σοσιαλιστικών κρατών της Ευρώπης πέρασε στο επίκεντρο της αντισοσιαλιστικής στρατηγικής του ιμπεριαλισμού.
Από
τότε που ο ιμπεριαλισμός δεν έχει πλέον καμιά στρατιωτική και
πολιτικοδιπλωματική δυνατότητα να νικήσει το παγκόσμιο σοσιαλιστικό
σύστημα, θεωρεί κύρια την οικονομία και την ιδεολογία σαν τα σπουδαιότερα όπλα ενάντια στα κράτη που έχουν απελευθερωθεί από την εκμετάλλευσή του.
Ποιες σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης είναι ο επίλεκτος στόχος αυτής της ιδεολογικής επίθεσης, που επίσημα χαρακτηρίζεται ψυχολογικός πόλεμος, περιέγραψε πριν από χρόνια ο τότε εμπειρογνώμονας προγραμματισμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και αργότερα σύμβουλος του Προέδρου Κάρτερ, Μπρεζίνσκι:
«Η πιο επιθυμητή μορφή αλλαγής θα άρχιζε με μια εσωτερική φιλελευθεροποίηση των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών... Η Ανατολική Ευρώπη με τους ιστορικούς δεσμούς της με τη Δύση και με τις προοδευτικότερες συνθήκες διαβίωσης πριν την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές, θα πραγματοποιήσει την αλλαγή αναμφισβήτητα γρηγορότερα από τη Ρωσία. Αυτό ισχύει κύρια για την Τσεχοσλοβακία και λιγότερο για την Ουγγαρία και την Πολωνία» (Μπρεζίνσκι: «Εναλλακτική λύση της διαίρεσης», Κολωνία, Δυτ. Βερολίνο, 1966, σελ. 179).
Αυτές δεν είναι κάποιες ιδιωτικές σκέψεις του Μπρεζίνσκι, αλλά η κοινή στρατηγική του ιμπεριαλισμού.
Ετσι, όπως είναι γνωστό, και ο Φραντς Γιόζεφ Στράους πριν χρόνια στο προγραμματικό φυλλάδιο «Προσχέδιο για την Ευρώπη», όρισε ως καθήκον της πολιτικής της ΟΔΓ να προωθεί
«μια εξέλιξη που βρίσκεται στα πρώτα στάδια» σε μερικές ανατολικοευρωπαϊκές χώρες και «να την οδηγήσει στο σημείο, από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή» (Φραντς Γιόζεφ Στράους: «Προσχέδιο για την Ευρώπη»).
«Η ιδεολογία πρέπει να διοχετευτεί στη δημόσια ζωή των κομμουνιστικών χωρών με όλα τα μέσα της σύγχρονης προπαγάνδας με ψυχολογικά έντεχνο τρόπο. Με την αξιοποίηση εθνικών διαφορών, θρησκευτικών παραδόσεων, ακόμα κι ανθρώπινων αδυναμιών, πρέπει να καλλιεργηθεί η αδιαφορία για τους στόχους της κομμουνιστικής ηγεσίας. Οικονομικές, ηθικές και άλλες δυσκολίες πρέπει να ξεσκεπάζονται αμείλικτα, με σκοπό να οδηγείται ο πληθυσμός σε παθητική αντίσταση ("δούλευε αργά") και σε σαμποτάζ. Αν το κομμουνιστικό κράτος παίρνει μέτρα ενάντια σε μεμονωμένους αποστάτες, τότε αυτά τα μέτρα, που φαίνονται άδικα, πρέπει να γίνονται όσο το δυνατόν ευρύτερα γνωστά, για να προκαλούν συμπάθεια και νέα απέχθεια για το κομμουνιστικό σύστημα.
Οι άνθρωποι στα κομμουνιστικά κράτη γίνονται μ' αυτό τον τρόπο συνειδητοί ή ασυνείδητοι φορείς δυτικών ιδεών, δημιουργείται το συναίσθημα γενικής δυσφορίας, που είναι προϋπόθεση για την εσωτερική αλλαγή και την ανατροπή αυτής της κρατικής δομής» (Α. φον Σακ στο «Εξωτερική Πολιτική», Στουτγκάρδη, 1962, αρ. 11, σελ. 766 κ.έ.).
Η Τσεχοσλοβακία γινόταν πριν από το 1968, για διάφορους λόγους, όλο και περισσότερο το κέντρο της διαμάχης μεταξύ σοσιαλισμού και ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη.
Ο ιμπεριαλισμός συγκέντρωνε τα όπλα του ψυχολογικού πολέμου ακριβώς ενάντια στην Τσεχοσλοβακία, λόγω της ιδιαίτερης στρατηγικής θέσης της ως νοτιοδυτικού προπυργίου της σοσιαλιστικής κοινότητας κρατών, αλλά και γιατί είχε αντιληφθεί ότι το ιδεολογικό οικοδόμημα της αναπτυσσόμενης σοσιαλιστικής κοινωνίας στην Τσεχοσλοβακία ήταν σχετικά αδύνατο.
«Οι προθέσεις και επιδιώξεις της αντεπανάστασης στην Τσεχοσλοβακία ήταν όμοιες μ' εκείνες του 1956 στην Ουγγαρία, μόνο που η τακτική ήταν διαφορετική λόγω των διαφορετικών συνθηκών και του χρόνου.
Οι αντισοσιαλιστικές δυνάμεις στη χώρα μας, που δρούσαν σε συντονισμό με τις προθέσεις του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, προσανατολίζονταν κύρια στην εφαρμογή των μεθόδων της πολιτικής ιδεολογικής καταστροφής και της καταστροφής της εξουσίας και στη σταδιακή πραγματοποίηση των αντεπαναστατικών στόχων στη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου μεγαλύτερης απ' ό,τι στην Ουγγαρία. Ωστόσο, αυτές οι δυνάμεις στη χώρα μας υπολόγιζαν να εξαπολύσουν την κατάλληλη στιγμή, αν τα σχέδιά τους συναντούσαν αντίσταση, φυσική τρομοκρατία ενάντια στα μαρξιστικά- λενινιστικά στελέχη και στους υπόλοιπους υποστηρικτές του σοσιαλισμού.
»Με βάση τις γνώσεις που αποκτήθηκαν μπορεί κανείς σήμερα ν' απαντήσει στο ερώτημα πώς αυξήθηκε η απειλή ενάντια στις επαναστατικές κατακτήσεις του λαού μας και γιατί δε στάθηκε δυνατό να σταματήσουμε την αντεπαναστατική ροή των γεγονότων και να υπερασπίσουμε με δικές μας δυνάμεις την υπόθεση του σοσιαλισμού στην Τσεχοσλοβακία, είτε με πολιτική πάλη είτε με δικά μας κατασταλτικά μέσα.
»Το εξελικτικό προτσές της σοσιαλιστικής επανάστασης έχει, κάτω από τις συνθήκες ύπαρξης του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, τις δικές του αντικειμενικές νομοτέλειες και δεσμευτικά κριτήρια, που παίρνοντας υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες καθορίζουν το χαρακτήρα της σοσιαλιστικής εξουσίας και τη συστηματική επαναστατική εξέλιξη της κοινωνικής προόδου.
Κάθε παραβίαση αυτών των νομοτελειών βλάπτει σοβαρά τα συμφέροντα του σοσιαλισμού και γίνεται κανείς στην ουσία του αντισοσιαλιστής και αντεπαναστάτης, όταν φθάνει στην πλήρη άρνηση και αποποίησή τους.
Ανάμεσα στις σταθερές και αμετάβλητες αξίες του σοσιαλισμού είναι: Η ηγετική θέση της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της - του Κομμουνιστικού Κόμματος - ο ρόλος του σοσιαλιστικού κράτους ως οργάνου της δικτατορίας του προλεταριάτου, η μαρξιστική- λενινιστική ιδεολογία και η πραγματοποίησή της μ' όλα τα μέσα της επίδρασης πάνω στις μάζες,
η σοσιαλιστική κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και οι αρχές της προγραμματισμένης διεύθυνσης της οικονομίας, οι αρχές του προλεταριακού διεθνισμού και η συνεπής εφαρμογή τους στην εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα σε σχέση με τη Σοβιετική Ενωση.
Οι εξελίξεις μετά το Γενάρη του 1968 επιβεβαίωσαν ότι οι δεξιοί έκαναν μια επίθεση ενάντια σ' όλες τις βασικές αξίες και αρχές του σοσιαλισμού με σκοπό τη συστηματική αποσύνθεση του κόμματος, καθώς κι ολόκληρου του πολιτικού σοσιαλιστικού συστήματος.
Στην άσκηση αυτής της πλατιάς πίεσης τούς διευκόλυνε το γεγονός ότι ο Ντούμπτσεκ, που είχε στην αρχή την εμπιστοσύνη του κόμματος και της χώρας, απέκλινε σιγά σιγά από τις μαρξιστικές- λενινιστικές θέσεις, έπεσε στην επιρροή των δεξιών οπορτουνιστών και αντισοσιαλιστικών δυνάμεων και τελικά έγινε το σύμβολό τους» (Από: «Διδάγματα από την κρίση του κόμματος και της κοινωνίας μετά το 13ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας». Επικυρωμένα από την Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚ Τσεχ. το Δεκέμβρη 1970. Γ. Φόιτικ κ.ά.: «Η Τσεχοσλοβακία το 1968», εκδ. «Μαρξίστισε Μπλέτερ», Φρανκφούρτη, 1978, σελ. 132,133).
«Τα σοβαρά προβλήματα και συμπτώματα κρίσης στο ιδεολογικό επίπεδο, που υπήρχαν ήδη στην κοινωνία μας από αρκετό καιρό, και είχαν συσσωρευτεί, κορυφώθηκαν μετά το Γενάρη του 1968 στη διαστρέβλωση, στην άρνηση και τελικά στην απότομη απόρριψη των βασικών αρχών της μαρξιστικής-λενινιστικής κοσμοθεώρησης, στη φιλοσοφία, στην κοινωνιολογία, στην ιστορία, στην οικονομία, στο επίπεδο του κράτους, του δίκαιου και της οικοδόμησης του κόμματος, καθώς και στην κουλτούρα και στην τέχνη, όπου παντού γινόταν μια άμεση συνθηκολόγηση μπροστά στην αστική ιδεολογία. Η ιδεολογική πάλη μετατρεπόταν σε μια άμεση πάλη για την εξουσία» (στο ίδιο, σελ. 141).
Ηδη
στις 12 του Μάη 1968 ο Βασίλ Μπίλακ, μέλος του Προεδρείου του ΚΚ Τσ.,
είχε δηλώσει μιλώντας σ' ένα αχτίφ των Α΄ γραμματέων των Περιφερειακών
και Νομαρχιακών Επιτροπών του Κομμουνιστικού Κόμματος:
Επιτρέπουμε «να γίνεται επίθεση ενάντια στον κομματικό μηχανισμό, ενάντια στα όργανα ασφαλείας, στα δικαστήρια, στην εισαγγελία, στα πολιτικά στελέχη. Προσβάλλονται μήπως οι στρατηγοί, οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες κλπ., προσβάλλονται οι διοικητές συνταγμάτων; Οχι, μόνον οι πολιτικοί συνεργάτες του στρατού είναι στόχοι της επίθεσης, με λίγα λόγια, ό,τι μυρίζει κομμουνισμό πρέπει να υποσκαφθεί. Οι κλασικοί δίδαξαν ότι αν θέλουμε να πάρουμε το κράτος και την εξουσία, πρέπει να συντρίψουμε τον παλιό κρατικό μηχανισμό. Αυτό κάνουν τώρα. Εμείς όμως κάνουμε σαν να μη βλέπουμε, ότι εδώ γίνεται αγώνας για την εξουσία» (Βασίλ Μπίλακ: «Η αλήθεια παραμένει αλήθεια. Επιλογή ομιλιών και άρθρων», 1967- 1970, Βερολίνο, 1973, σελ. 75).
Στις 21 του Αυγούστου 1968 τα υπόλοιπα μέλη της σοσιαλιστικής κοινότητας έστειλαν μονάδες στρατού στην Τσεχοσλοβακία.
«Μια αντικειμενική εκτίμηση και ανάλυση των αιτιών και συναρτήσεων της βαθιάς κρίσης, στην οποία βρισκόταν το ΚΚ Τσ. κι ολόκληρη η κοινωνία μας το 1968, αποδείχνουν αναντίρρητα, ότι οι εσωτερικές δυνάμεις που είχαν παραλύσει από την πολιτική των δεξιών στοιχείων στην κομματική ηγεσία δεν ήταν σε θέση να κινητοποιηθούν και να συγκροτήσουν τη μετωπική επίθεση της αντεπανάστασης. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες έπρεπε να αποφασιστεί, αν θα 'πρεπε κανείς να περιμένει, μέχρις ότου εξαπολύσει η αντεπανάσταση εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο θα χάνονταν χιλιάδες άνθρωποι και κατόπιν να δοθεί διεθνιστική βοήθεια, ή, αν θα 'πρεπε να επέμβει κανείς έγκαιρα για να προλάβει μια αιματηρή τραγωδία, ακόμα και με το τίμημα μιας αρχικής μη κατανόησης μέσα κι έξω από τη χώρα. Η είσοδος των συμμαχικών στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία στις 21 του Αυγούστου του 1968 πρόλαβε μια τέτοια αιματοχυσία και ήταν γι' αυτό μια αναγκαία και η μόνη σωστή λύση» («Διδάγματα από την κρίση», στο ίδιο, σελ. 145).
Τα γεγονότα στην Πολωνία 1980-'81
Γύρω από τις τελευταίες εξελίξεις στην Πολωνία κάνουμε συνεχή ενημέρωση στην «Ούνσερε Τσάιτ».
Στην εισήγηση προς την 6η Σύνοδο του Προεδρείου του ΓΚΚ ξεσκεπάστηκαν οι αντεπαναστατικές μηχανορραφίες του ιμπεριαλισμού της ΟΔΓ σε σχέση με τα γεγονότα στην Πολωνία («Σχετικά με την πολιτική κατάσταση και τα καθήκοντα του ΓΚΚ στην τελευταία φάση του προεκλογικού αγώνα», Λόγος του Χέρμπερτ Μις στην «Ούνσερε Τσάιτ», 11.9.1980, σελ. 5, 6).
Και στο «Μαρξίστισε Μπλέτερ», στο «Ελάν», στο «Ρότε Μπλέτερ» και σ' άλλα προοδευτικά έντυπα στη χώρα μας έγινε ενημέρωση και αναπτύχθηκε επιχειρηματολογία γύρω από τις εξελίξεις στην Πολωνία. Εδώ θα αναφερόμαστε μόνο σ' αυτά.
Πάντως, για την Πολωνία ισχύει ό,τι και για τα άλλα παραδείγματα αντεπαναστατικών επιθέσεων κατά του σοσιαλισμού, που εξετάσαμε προηγούμενα, ότι δηλαδή οι σπουδαιότερες πηγές ενημέρωσης για μας είναι οι εκτιμήσεις των αντίστοιχων αδελφών κομμάτων.
Μια εκτενής όμως ανάλυση του Πολωνικού Ενοποιημένου Εργατικού Κόμματος δεν υπάρχει ακόμα. Και οι αντεπαναστατικές επιθέσεις στην Πολωνία είναι σε πλήρη εξέλιξη. Εμείς θα περιοριστούμε εδώ να επαναλάβουμε τις σπουδαιότερες εκτιμήσεις της 7ης Συνόδου της ΚΕ του ΠΕΕΚ.
Στην εισήγηση του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΠΕΕΚ στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΠΕΕΚ την 1η του Δεκέμβρη 1980 αναφέρεται:
«Η πολιτική κρίση συνεχίζεται ακόμα. Υπάρχει μια αποσταθεροποίηση της οικονομίας και του κράτους. Αποφασίζεται το μέλλον του λαού. Από τη στάση του Κόμματος, την ικανότητά του για δράση και από τη συνοχή του εξαρτάται σε αποφασιστικό βαθμό η κατεύθυνση των κοινωνικών διαδικασιών που συντελούνται στη χώρα μας, εξαρτάται η τύχη του σοσιαλισμού. Μεγάλες είναι οι δυσκολίες στον ενεργειακό τομέα. Ο επενδυτικός τομέας έχει αποδιοργανωθεί. Σημαντικές καθυστερήσεις παρατηρούνται στην οικοδόμηση κατοικιών. Λείπουν πολλά για την εκπλήρωση των προγραμμάτων εξαγωγικών υποχρεώσεων. Ομως, στη χειρότερη κατάσταση βρίσκεται ο εφοδιασμός. H αγορά είναι αναστατωμένη. O εφοδιασμός της είναι ακανόνιστος και σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκής. Σε μερικές περιοχές δεν υπάρχει συνέχεια στην πώληση βασικών ειδών διατροφής. Σ' αυτές τις συνθήκες είναι επιτακτικό να αποφευχθεί οτιδήποτε αυξάνει τις δυσκολίες και παρεμποδίζει τον μετριασμό τους. Δυστυχώς, πολλά εργοστάσια, και μάλιστα ολόκληροι εργοστασιακοί κλάδοι από τους σημαντικότερους για την οικονομία, δεν έχουν βρει ακόμα τον κανονικό ρυθμό εργασίας τους. Γι' αυτή την κατάσταση υπάρχουν πολλές αιτίες. Μερικές από αυτές δεν εξαρτώνται από το προσωπικό και έχουν, θα λέγαμε, αντικειμενικό χαρακτήρα. Μπορούμε εδώ να κατονομάσουμε δυσκολίες στην προμήθεια, στην ενέργεια και μια σειρά άλλες. Αλλά όχι λιγότερο βασικές αιτίες της μη ολοκληρωμένης αξιοποίησης του εργατικού δυναμικού βρίσκονται στις όλο και πιο συχνές απεργίες, στην κοινωνική ένταση, αλλά κύρια στην ελάττωση της πειθαρχίας και στη σύγχυση που παρατηρείται σ' ένα μεγάλο μέρος των εργοστασίων.
Είναι κατανοητά τα κίνητρα που δημιουργούν στους εργάτες απεργιακές διαθέσεις για υποστήριξη των μισθολογικών και κοινωνικών αιτημάτων τους. Πολλοί εργαζόμενοι έχουν ακόμα δύσκολη ζωή. Το πρόβλημα βρίσκεται, όμως, στο ότι η παρούσα οικονομική κατάσταση κάνει αδύνατη την άμεση ικανοποίηση όλων των αιτημάτων, ακόμα και των δίκαιων. Επισημάναμε και επισημαίνουμε ότι στο επίπεδο των αυξήσεων των μισθών έχουν ξεπεραστεί από καιρό όλα τα λογικά όρια.
Ενα μεγαλύτερο άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στο εισόδημα και στην προσφορά αγαθών στρέφεται άμεσα ενάντια στα συμφέροντα των εργαζομένων. Απεργίες με χαρακτήρα γοήτρου ή άμεσου πολιτικού χαρακτήρα δε δικαιολογούνται με κανέναν τρόπο. Βαθιά ανησυχία προκαλούν ακόμα οι προσπάθειες να εκβιαστούν αλλαγές στις κρατικές και πολιτικές αρχές των διοικητικών περιφερειών καθώς και στη διεύθυνση μερικών εργοστασίων με απειλές για απεργίες και μάλιστα με την κατάληψη χώρων και δημόσιων κτιρίων. Μια σειρά από ενέργειες γίνονται σε μια ατμόσφαιρα, όπου προβάλλονται αιτήματα με μορφή τελεσιγράφου σε μια ατμόσφαιρα ανεπίτρεπτης πίεσης και έπαρσης απέναντι στα όργανα της εξουσίας και στους συναδέλφους.
Η τάση επιβολής μονόπλευρων, υποκειμενικών απόψεων σε άλλους και μάλιστα με πρόκληση αναταραχής, μεταφέρεται και στους δρόμους των πόλεων καθώς και σε διάφορους δημόσιους χώρους και συγκεκριμένα με μορφή διαφόρων προκηρύξεων, επιγραφών, συνθημάτων, ή με μορφή διαφόρων παραβιάσεων των νόμων και με μορφή αυθαιρεσίας.
Ολα αυτά μαρτυρούν ότι κάποια πρόσωπα και οργανώσεις της "Αλληλεγγύης" ξεπερνούν τα πλαίσια που καθορίζονται στο καταστατικό της για τη δραστηριότητά της ως συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Μπροστά στο γεγονός ότι αυτή η οργάνωση υιοθέτησε πρόσφατα αποφασιστική στάση για το απαραβίαστο του καταστατικού της. Τέτοιες ενέργειες δίνουν αφορμή για περισσότερες σκέψεις. Αποτελούν δηλαδή παραβίαση του νόμου. Πρόκειται για ιδιοποίηση αρμοδιοτήτων που ανήκουν αποκλειστικά στην κρατική εξουσία. Οπως είναι γνωστό, δεν υπάρχει σε κανένα κράτος - ούτε στο δικό μας - διττή εξουσία, και δεν μπορεί να υπάρξει».
Οι σημαντικότερες αντεπαναστατικές οργανώσεις
Η «Επιτροπή Υπεράσπισης των Εργατών (ΚΟΚ)» ιδρύθηκε το 1976.
Το 1977 μετονομάστηκε σε «Επιτροπή Κοινωνικής Αυτοάμυνας (ΚΟΚ)».
Η «ΚΟΚ» χαρακτηρίζεται στον αστικό Τύπο σαν η σπουδαιότερη οργάνωση που με «τετράχρονη υπομονετική επιτελική δουλιά έχει οδηγήσει επιδέξια ολόκληρο το κόμμα στο χείλος του γκρεμού» («Γκένεραλαντ-σάιγκερ», Βόννη 23, 24.8.1980).
Η
«ΚΟΚ» είναι μια ένωση αντισοβιετικά σκεπτόμενων ρεφορμιστών και
ρεβιζιονιστών «διαφωνούντων», κύρια από τους κύκλους της διανόησης.
Κύριοι εκπρόσωποί της είναι ο Α. Μίχνικ και ο Γ. Κουρόν. Η εφημερίδα «Ντι Βελτ» έγραψε στις 16 Αυγούστου 1980 για τους στόχους της επιτροπής: «Αυτό που επιδιώκει ο Κουρόν σαν τελικό στόχο για την Πολωνία είναι πλουραλισμός, ένα μη κομμουνιστικό, σε κάθε περίπτωση πάντως αντισοβιετικό, κοινωνικό σύστημα». «Είναι υπέρ της ενοποίησης της Γερμανίας γιατί αν ενωθεί η Γερμανία, η Πολωνία θα συνορεύει επιτέλους με μια μη κομμουνιστική δημοκρατική χώρα». «Με το χρόνο, οι δυνάμεις της "ΚΟΚ" πέτυχαν "να δημιουργήσουν σταθερές βάσεις" σε σημαντικές μεγάλες επιχειρήσεις: στα εργοστάσια τρακτέρ Ούρσους της Βαρσοβίας και ακόμα στα ναυπηγεία Λένιν του Γκντανσκ. Εκεί δρούσαν αυστηρά οργανωμένες ομάδες αντικαθεστωτικών που διακινούσαν μεταξύ των συναδέλφων τους εργοστασιακές εφημερίδες και προκηρύξεις που είχαν συντάξει μόνοι τους» («Χανόβερσε Αλγκεμάινε Τσάι-τουνγκ», 17 Αυγούστου 1980). Μέλη της «ΚΟΚ» τον Απρίλη του 1978 πήραν ενεργά μέρος στη συγκρότηση της «ιδρυτικής επιτροπής ελεύθερων συνδικάτων» στη Βαρσοβία και το Γκντανσκ («Ντερ Σπίγκελ», 1 Σεπτέμβρη 1980).
Το αλλοδαπό μέλος της «ΚΟΚ», ο αποστάτης Κολακόβσκι, γράφει:
«Ξέρουμε, όμως, ότι το σύστημα μπορεί να εξαναγκαστεί σε αλλαγές, εννοείται βαθμιαία. Είναι προς το συμφέρον των θιγόμενων χωρών, όπως της Δύσης, η αλλαγή του συστήματος με εσωτερική διάβρωση, αλλά όχι με μια καταστροφή» («Χριστός και Κόσμος», «Ράινισερ Μερκούρ», 29 Αυγούστου 1980).
«Είναι ουσιώδες να... δοθούν δυνατότητες προσεχτικής δράσης με εξελικτική επιλογή στόχων που να επιτρέπουν βήμα βήμα δραστηριότητες σε ανώτερη βαθμίδα» («Αντιπολίτευση χωρίς ελπίδα», «Ράινμπεκ», Αμβούργο, 1978, σελ. 204).
Και
παρακάτω: «Σημαντικό είναι επίσης να βγουν τα σωστά συμπεράσματα από
τις εμπειρίες των γεγονότων στην Τσεχοσλοβακία και στην Ουγγαρία»
(«Αντιπολίτευση χωρίς ελπίδα», σελ. 206).
Από την «ΚΟΚ» αποσπάστηκε το 1979 σαν ενεργητική αντικομμουνιστική πτέρυγα η «Συνομοσπονδία Ανεξάρτητης Πολωνίας». «Οι στόχοι μας είναι απλοί: θέλουμε να απελευθερώσουμε την Πολωνία από τη σοβιετική επικυριαρχία, θέλουμε την καταστροφή της κομμουνιστικής δικτατορίας, που είναι όργανο της σοβιετικής εξουσίας» (Δεύτερο Πρόγραμμα Γερμανικής Τηλεόρασης, 8 Σεπτέμβρη 1980).
Η
ουσία του προβλήματος βρίσκεται στο ότι σε μερικές διακλαδώσεις αυτού
του πραγματικού εργατικού κινήματος, του κινήματος των εργαζομένων,
έχουν εισχωρήσει ομάδες και πρόσωπα που είναι συνδεμένα με κέντρα του
ιμπεριαλιστικού αντιπερισπασμού στο εξωτερικό, φέρνουν σ' αυτό αρνητικές
επιδράσεις και έχουν εχθρικούς στόχους απέναντι στο σοσιαλισμό και στη
λαϊκή εξουσία.
Αντιπροσωπεύουν διάφορες τάσεις και αποχρώσεις. Γίνεται σκληρή ταξική πάλη. Προσωρινά και για λόγους τακτικής οι εχθροί του σοσιαλισμού κρύβονται κατά καιρούς πίσω από επιδιώξεις της εργατικής τάξης, γιατί αυτό χρησιμεύει σαν σκαλοπάτι για την επόμενη φάση. Η εργατική τάξη δε βαδίζει τον ίδιο δρόμο μ' αυτούς.
Αυτές οι δυνάμεις δηλαδή επιδιώκουν την αποσύνθεση και σε συνέχεια τη διάβρωση και την ανατροπή του σοσιαλιστικού κράτους της Πολωνίας. Αυτό το σχέδιο στρέφεται από τη φύση του ενάντια στους εργάτες και είναι αντεπαναστατικό.
Ηγετικοί κύκλοι του ιμπεριαλισμού στα πλαίσια της αντισοσιαλιστικής στρατηγικής τους στηρίζουν μεγάλες ελπίδες σε ορισμένες δυνάμεις των λεγόμενων ανεξάρτητων συνδικάτων και προπαντός στους συμβούλους τους.
Ετσι το περιοδικό «Σπίγκελ» έγραφε σχετικά με τις απεργίες το περασμένο φθινόπωρο:
«Ο Βαλέσα ήταν ο ανθυπολοχαγός των χαρακωμάτων, αλλά σίγουρα δεν ανήκε στο επιτελείο του απεργιακού μετώπου. Εκεί καθόταν ένας εγκέφαλος της ΚΟΚ που συμβούλευε την απεργιακή επιτροπή σε κάθε κατάσταση που παζάρευε νομικά τα κείμενα των διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση». («Σπίγκελ», Αμβούργο 8.9.1980).
Γύρω από τους στόχους που επιδίωκε αυτό το «γενικό επιτελείο», φλυάρησε ο Κουρόν σε μια συνομιλία με την εφημερίδα «Ντι Βελτ». Επιδιώκει «σαν τελικό στόχο για την Πολωνία πλουραλισμό, ένα μη κομμουνιστικό οπωσδήποτε, πάντως αντισοβιετικό κοινωνικό σύστημα. Είναι, λέει, υπέρ της ενοποίησης της Γερμανίας, γιατί αν ενοποιηθεί η Γερμανία, τότε θα έχει επιτέλους η Πολωνία κοινά σύνορα με μια μη κομμουνιστική δημοκρατική χώρα και αυτό θα διευκόλυνε από πολλές απόψεις και τις εσωτερικές εξελίξεις» («Ντι Βελτ», 16.8.1980).
Πρέπει λοιπόν να εξαφανιστεί ο σοσιαλισμός όχι μόνο στην Πολωνία, αλλά ταυτόχρονα και στη ΓΛΔ.
Δεν είναι άραγε δικαιολογημένο να επισημάνουμε τον κίνδυνο της εξάρτησης των λεγόμενων ανεξάρτητων συνδικάτων από αντισοσιαλιστές συμβούλους;
Κι ακόμα περισσότερο ο ενθουσιασμός με τον οποίο οι εχθροί των συνδικάτων στη χώρα μας, από τη «Φραγκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ» μέχρι τον Στράους, κόπτονται γι' αυτά τα καινούρια συνδικάτα και η απόφαση της δεξιάς ηγεσίας του αμερικάνικου συνδικάτου AFL-CΙΟ να υποστηρίξουν οικονομικά τα λεγόμενα ανεξάρτητα συνδικάτα, επιτρέπουν να συμπεράνουμε μια ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση. Εδώ δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς ότι δουλιά της AFL-CΙΟ είναι να διαβρώνει τα συνδικάτα σε άλλες χώρες για το συμφέρον της γενικής στρατηγικής του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Ετσι ο τέως αναπληρωτής υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, Μόρτον Χάλπαριν, αναφέρει στο βιβλίο «Το κράτος χωρίς νόμους»,
ότι π.χ. η AFL-CΙΟ προσπάθησε κατ' εντολή της CIA να υπονομεύσει τα χιλιανά συνδικάτα στη διάρκεια της προεδρίας του Αλιέντε, ότι συγκέντρωνε χρήματα για αντεπαναστατικά συνδικάτα στη Χιλή και ότι εκπαίδευσε αντιπάλους της Λαϊκής Ενότητας σε συνδικαλιστικές σχολές στις ΗΠΑ που ελέγχονται από αντιδραστικές δυνάμεις.
Στις
αντισοσιαλιστικές δυνάμεις στην Πολωνία έχει φανερά ανατεθεί το καθήκον
με διαρκείς απεργίες και απειλές για απεργίες όσο και με απαιτήσεις που
ξεπερνούν τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας να κρατούν τη
σοσιαλιστική Πολωνία σε μια διαρκή κατάσταση οικονομικών κλονισμών.
Η διαρκής οικονομική δυσαρέσκεια έχει στόχο να προετοιμάσει το έδαφος για μια βαθμιαία πολιτική αποσταθεροποίηση.
Με παρατραβηγμένα οικονομικά και κοινωνικά αιτήματα επιδιώκεται να εξωθηθεί η Πολωνία σε ακόμα μεγαλύτερα χρέη και έτσι σε μεγαλύτερη οικονομική εξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό. Σίγουρα στους υπολογισμούς των αντισοσιαλιστικών εγκεφάλων παίζει ένα ρόλο και η προσπάθεια να εμποδιστεί μ' αυτόν τον τρόπο η σοσιαλιστική Πολωνία να εκπληρώσει τις υλικές υποχρεώσεις της στα πλαίσια της αντιιμπεριαλιστικής αλληλεγγύης και να δώσει τη στρατιωτική συνεισφορά της στην αμυντική οργάνωση των σοσιαλιστικών χωρών.
Μ' αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται να φορτωθούν στις πλάτες της Σοβιετικής Ενωσης και των άλλων κρατών του Συμφώνου της Βαρσοβίας σ' ακόμα μεγαλύτερο βαθμό τα βάρη του οξυνόμενου από τους ιμπεριαλιστές ανταγωνισμού των εξοπλισμών.
Ετσι οι εγκέφαλοι του ιμπεριαλισμού προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τα γεγονότα στην Πολωνία για την επιδίωξή τους να πετύχουν στρατιωτική υπεροχή απέναντι στο σοσιαλισμό ή να εξαντλήσουν το σοσιαλισμό με τους εξοπλισμούς.
Ελπίδες του ιμπεριαλισμού
«Τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της Πολωνίας θα εκδηλωθούν στο μέλλον ακόμα οξύτερα.
Γιατί οι αυξήσεις που κερδήθηκαν με απεργίες από τους εργαζόμενους έχουν έναν καθαρά πληθωριστικό χαρακτήρα, γιατί ούτε στο ελάχιστο δε συνδέονται με μια άνοδο της παραγωγικότητας. Μ' αυτόν τον τρόπο είναι προσχεδιασμένη η επόμενη κρίση» («Χριστός και Κόσμος», «Ράνι-σερ Μέρκουρ», 29 Αυγούστου 1980).
«Το ρόλο της αντιπολίτευσης θα τον παίξει στο μέλλον σαν υποκατάστατο η καινούρια συνδικαλιστική κίνηση "Αλληλεγγύη". Το όργανο της δύναμής της είναι η γενική απεργία» (Γερμανική Ραδιοφωνία, 8 Οκτώβρη 1980).
«Ποιους θα 'πρεπε και στο όνομα τίνος να εγγυηθεί ότι με το χρόνο δε θα συγκεντρωθούν γύρω από τα ελεύθερα συνδικάτα όλες εκείνες οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις πού δρουν σήμερα στην Πολωνία;» («Φραγκφούρτερ Ρουν-τσάου», 29.9.80).
Με τη δράση μιας τέτοιας οργάνωσης «θα εισχωρούσε εκρηκτική ύλη σαν νερό στις σχισμές ενός τοίχου από μπετόν και κάποτε θα τον ανατίναζε. Το ελεύθερο συνδικάτο του Βαλέσα δε διορθώνει τον κομμουνισμό...» («Ντερ Σπίγκελ», 1 Σεπτέμβρη 1980).
«Ελεύθερα συνδικάτα, που δε βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο του κόμματος, δημιουργούν πρακτικά ένα δεύτερο κέντρο εξουσίας μέσα στο κράτος» («Ντι Βελτ», 2 Σεπτέμβρη 1980).
Υπολογισμοί γύρω από τον αντίκτυπο των γεγονότων της Πολωνίας πάνω στη σοσιαλιστική κοινότητα
«Στην
πραγματικότητα ο συμβιβασμός του Γκντανσκ ενέχει το σπόρο της διάλυσης
του σοβιετικού συστήματος. Βρίσκεται στο μήνυμα ότι η ηγεμονία της
Μόσχας στην Ανατολική Ευρώπη μπορεί να αποσυντεθεί και με διάβρωση, όχι
μόνο με έκρηξη» («Ντι Τσάιτ», 5 Σεπτέμβρη 1980).
«Σίγουρο, όμως, είναι ότι μόνο μια μόνιμα ανήσυχη Πολωνία θέτει τη στρατιωτική πολιτική του Συμφώνου της Βαρσοβίας σε αμφισβήτηση. Οι ορεινοί όγκοι της Βοημίας, η ΓΛΔ, σαν προπύργιο έχουν μόνο τότε αξία για τους στρατιωτικούς σχεδιαστές του Κρεμλίνου, όταν είναι εξασφαλισμένες οι συνδετικές γραμμές μέσω της Πολωνίας», («Φραγκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ», 22 Αυγούστου 1980).
Ο καινούριος γύρος εξοπλισμών «θα επιβάλει μεγάλα βάρη στις ανατολικές οικονομίες.
Κοντά στους εξοπλισμούς, δεν υπάρχει δρόμος που να οδηγεί στην πλούσια προσφορά αγαθών και πολύ περισσότερο στην ευημερία. Η ολιγάρκεια του πληθυσμού, που επιτεύχθηκε με εξαναγκασμό, ήταν μέχρι τώρα ένα συν στους υπολογισμούς της σοβιετικής ηγεσίας. Το πλεονέκτημα μπορεί να γίνει μειονέκτημα, όταν, όπως στην Πολωνία, εξαντληθεί η υπομονή» («Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ», 21 Σεπτέμβρη 1980).
Αν στην Πολωνία αναπτύχθηκε μια μεγάλη δυσαρέσκεια των εργατών και αυτό αξιοποιήθηκε από την αντεπανάσταση, ουσιαστικό ρόλο έπαιξαν σοβαρά λάθη του κόμματος και της κυβέρνησης στην οικονομική πολιτική.
Δεν πρέπει όμως εδώ παρ' όλες τις τωρινές οικονομικές δυσκολίες της Πολωνίας να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι στο σύνολό του ο απολογισμός της οικονομικής εξέλιξης στην Πολωνία είναι πολύ θετικός. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα και για την τελευταία δεκαετία.
Σ' αυτό το χρονικό διάστημα υπερδιπλασιάστηκε, για παράδειγμα, η βιομηχανική παραγωγή. Χτίστηκαν ή εκσυγχρονίστηκαν εκατοντάδες μεγάλα εργοστάσια, εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν. Οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν πάνω από 50%. Οι κρατικές κοινωνικές παροχές σχεδόν τετραπλασιάστηκαν κλπ.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η εξέλιξη συνοδεύτηκε από σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, που εκδηλώνονται κύρια μ' ένα αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα σε μια ραγδαία αυξημένη αγοραστική δύναμη των μαζών και μια μη αντίστοιχη ανάπτυξη της προσφοράς αγαθών. Συνέπεια είναι, παρ' όλη την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, φαινόμενα έλλειψης, ουρές αγοραστών, δυσαρέσκεια των εργαζομένων.
Το γεγονός ότι στην Πολωνία αναπτύχθηκε ένα αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στην αγοραστική δύναμη και την κάλυψή της με αγαθά, σημαίνει ότι στην πρακτική οικονομική πολιτική - αδιάφορο για ποιους λόγους - παραβιάστηκαν αντικειμενικές οικονομικές προϋποθέσεις.
Ο μαρξισμός ξεκινάει απ' τη θέση ότι στη βάση της παραγωγής και της ανταλλαγής υλικών αγαθών υπάρχουν κάτω από οποιεσδήποτε κοινωνικές συνθήκες αντικειμενικές νομοτέλειες. Αυτές οι νομοτέλειες μπορούν στο σοσιαλισμό να χρησιμοποιηθούν συνειδητά προς όφελος της κοινωνίας.
Στους αντικειμενικούς οικονομικούς νόμους του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής ανήκει και ο νόμος της προγραμματισμένης αναλογικής ανάπτυξης της οικονομίας κι αυτή περιλαμβάνει την αναγκαιότητα μιας προγραμματισμένης αναλογικής ανάπτυξης της αγοραστικής δύναμης των μαζών από τη μια και της προσφοράς αγαθών που απαιτείται για την κάλυψή της από την άλλη.
Και παραπέρα: Για να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της βιομηχανίας και του βιοτικού επιπέδου έγιναν στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '70 τεράστιες επενδύσεις, που χρηματοδοτήθηκαν εν μέρει με τη χορήγηση μεγάλων πιστώσεων από καπιταλιστικές χώρες.
Λόγω της κυκλικής πτώσης της παραγωγής και αργότερα της χαλαρής ανάπτυξης στις καπιταλιστικές χώρες, οι αγορές αυτών των χωρών έκλειναν όλο και περισσότερο για τα πολωνικά προϊόντα.
Κοντά σ' αυτό έγιναν τεράστιες αυξήσεις τιμών στην παγκόσμια αγορά πάνω στις σπουδαιότερες πρώτες ύλες και αυξήσεις τόκων για ήδη χορηγούμενες πιστώσεις.
Για να μπορέσουν να συγκρατήσουν το τεράστιο χρέος προς τις καπιταλιστικές χώρες (σήμερα περισσότερο από 20 δισ. δολάρια) και για να εκπληρώσουν τις ληξιπρόθεσμες οικονομικές τους υποχρεώσεις, χρειάστηκε να εξαχθούν - και μάλιστα εν μέρει σε ασυνήθιστα χαμηλές τιμές - τέτοια προϊόντα, κύρια καταναλωτικά αγαθά, που θα μπορούσαν να πουληθούν στις καπιταλιστικές αγορές.
Αυτά τα αγαθά πάλι έλειψαν από την εσωτερική αγορά και επέφεραν την παραπέρα όξυνση του χάσματος ανάμεσα στην αγοραστική δύναμη και προσφερόμενη ποσότητα αγαθών.
Οχι ασήμαντο ρόλο στο μεγάλωμα του χάσματος ανάμεσα στην αγοραστική δύναμη και στην προσφορά αγαθών έπαιξε και η καθυστερημένη δομή της γεωργίας στην Πολωνία.
Σε αντίθεση με τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες καλλιεργείται το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους (περίπου 70%) από μικροαγροτικά ατομικά νοικοκυριά με μέση έκταση τέσσερα μέχρι πέντε εκτάρια γης.
Εδώ δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σύγχρονα τεχνικά μέσα. Η σοδειά είναι εδώ γενικά σημαντικά μικρότερη απ' τη σοδειά των συνεταιριστικών και κρατικών αγροκτημάτων.
Κι
εδώ επιβεβαιώνεται ο μαρξισμός, από τις βασικές αρχές του οποίου είναι
ότι ο σοσιαλισμός πρέπει να θεμελιώνεται στην κοινωνική ιδιοκτησία όλων
των σημαντικών μέσων παραγωγής.
Η αντεπανάσταση διευκολύνθηκε στην εκμετάλλευση αυτού του προβλήματος από τις σοβαρές ελλείψεις στη δουλιά των πολωνικών συνδικάτων και του Πολωνικού Ενοποιημένου Εργατικού Κόμματος (ΠΕΕΚ).
Αυτές οι ελλείψεις αφορούν την περιφρόνηση των λενινιστικών κανόνων για τα καθήκοντα των συνδικάτων στο σοσιαλισμό, την ανεπαρκή ανάπτυξη της εσωκομματικής δημοκρατίας και το κόψιμο των δεσμών του κόμματος και των συνδικάτων με τις εργατικές μάζες.
Η ανεπαρκής σύνδεση με τις εργατικές μάζες - που το ΠΕΕΚ επισημαίνει σαν μια αιτία της κοινωνικής κρίσης στην Πολωνία - δεν είναι σίγουρα άσχετη με ελλείψεις στην ιδεολογική δουλιά συνολικά.
Στην Εισήγηση της 7ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΠΕΕΚ, ο γενικός γραμματέας του ΠΕΕΚ σ. Κανιά λέει σχετικά:
«Προϋπόθεση για την άσκηση του ηγετικού ρόλου του κόμματος είναι η ιδεολογική σαφήνεια που στηρίζεται στις βασικές αρχές του μαρξισμού - λενινισμού.
Γι' αυτό κι εμείς θα αντιταχθούμε αποφασιστικά σε φαινόμενα ιδεολογικής συνθηκολόγησης, παραβίασης της ιδεολογικής ενότητας και ικανότητας δράσης του κόμματος».
Αν μια ιδεολογική δουλιά σε βάθος είναι απαραίτητη για κάθε κομμουνιστικό κόμμα, υπάρχουν κόμματα για τα όποια αυτό ισχύει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό σαν αποτέλεσμα ιδιαίτερων εθνικών συνθηκών.
Σ' αυτά τα κόμματα ανήκει το ΓΚΚ, αλλά σίγουρα και το ΠΕΕΚ.
Ανάμεσα στις απόψεις που δίνουν πρόσθετη σημασία στην ιδεολογική δουλιά
του αδελφού πολωνικού κόμματος, τέσσερις παράγοντες φαίνονται να έχουν
ιδιαίτερη σημασία:
1. Ο βαθιά ριζωμένος στις μάζες των Πολωνών καθολικισμός, που εξηγείται από την πολύπαθη ιστορία της διχοτόμησης της Πολωνίας και το ρόλο της εκκλησίας ως συνδετικού κρίκου του διχοτομημένου έθνους.
2. Πρέπει να παρθεί υπόψη ότι ακριβώς από αυτή την ιστορία πηγάζει όχι μόνο ένα ιδιαίτερο βαθύ εθνικό αίσθημα του πολωνικού λαού, που έπαιξε και παίζει και σήμερα ένα μεγάλο θετικό ρόλο, αλλά ότι ακόμα παράλληλα υπάρχουν τάσεις ενός πολωνικού εθνικισμού. Στις αρνητικές πλευρές του ανήκει κι ένα αντιρωσικό πνεύμα που έχει σχέση με τον καταπιεστικό ρόλο της τσαρικής Ρωσίας απέναντι στην Πολωνία, που μπορεί να δώσει στον εχθρό του σοσιαλισμού αντισοβιετική κατεύθυνση, αν το κόμμα παραμελήσει την ιδεολογική δουλιά του.
3. Η ιδεολογική δουλιά του ΠΕΕΚ απαιτεί ακόμα ιδιαίτερο βάρος από το γεγονός ότι περίπου 20 εκατομμύρια άνθρωποι πολωνικής καταγωγής ζουν σε καπιταλιστικές χώρες, κύρια στις ΗΠΑ και επηρεάζουν με πολύπλευρες συνδέσεις τον τρόπο σκέψης των πολιτών της Πολωνίας.
4. Τέλος πρέπει να παρθεί υπόψη ότι η πλειοψηφία της πολωνικής εργατικής τάξης είναι εργάτες της πρώτης γενιάς, που κατά ένα σημαντικό μέρος τους δεν έχουν ακόμα κόψει τους δεσμούς, όχι μόνο ιδεολογικούς, αλλά ακόμα και υλικούς, με την αγροτική και μάλιστα στην Πολωνία ιδιωτική αγροτική καταγωγή τους. Κι αυτό κάνει πιο επιτακτική την ιδεολογική δουλιά στις μάζες, αλλά ακόμα και στο ίδιο το κόμμα, γιατί τελικά ένα κομμουνιστικό κόμμα είναι σάρκα από τη σάρκα της εργατικής τάξης της χώρας του, από την οποία συγκροτείται και στην οποία ανήκει.
Η ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Η φωτογραφία του εξωφύλλου είναι λεπτομέρεια του πίνακα του Κ. Πετρόφ-Βόντκιν, «Ο θάνατος του επιτρόπου», 1928
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου