Γεννήθηκε στις 14 Μαϊου 1867 στο
Βερολίνο, γιος του Γερμανοεβραίου βιομηχάνου Εμάνουελ Άισνερ και της
γυναίκας του Χέντβιγκ. Το 1886 ξεκίνησε στην ίδια πόλη σπουδές
φιλοσοφίας και γερμανικής φιλολογίας ενώ το 1892 παντρεύτηκε την
Ελίζαμπεθ Χέντριχ, με την οποία απέκτησαν πέντε παιδιά. Εργάστηκε ως το
1898 ως δημοσιογράφος, διακρινόμενος κυρίως για την κριτική του κατά του
φιλοσόφου Φρειδερίκου Νίτσε, ενώ το 1897 καταδικάστηκε λόγω
πρωτοχρονιάτικου άρθρου του στο περιοδικό “Κριτική” σε εννιά μήνες
φυλάκιση λόγω “προσβολής της Αυτού Μεγαλειότητας”. Τον επόμενο χρόνο
έγινε μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, ενώ το 1899 συνεργάζεται με
το κομματικό όργανο του SPD “Vorwärts”, στο οποίο εκτελεί άτυπα χρέη
αρχισυντάκτη. Μετά το θάνατο του συνιδρυτή του κόμματος (μαζί με τον
Αύγουστο Μπέμπελ), Βίλχελμ Λίμπκνεχτ, συγγράφει τη βιογραφία του.
Το 1905 εγκαταλείπει την εφημερίδα,
καθώς στο SPD επικρατεί η τάση που αντιτίθεται στον αναθεωρητισμό του
Καρλ Κάουτσκι, με τον οποίο συντάσσεται ο Άισνερ. Εργάστηκε στη
Νυρεμβέργη από το 1907 ως το 1910 σε τοπικό σοσιαλδημοκρατικό έντυπο,
ωστόσο εξαναγκάζεται σε παραίτηση μετά τη δημοσιοποίηση της εξωσυζυγικής
του σχέσης με τη συνεργάτιδά του Έλζε Μπέλι, ενώ για τον ίδιο λόγο δεν
προτάθηκε η υποψηφιότητά του στις βουλευτικές εκλογές του 1912. Από το
1910 ζούσε μαζί με την Μπέλι στο Μόναχο, ενώ μετά το διαζύγιό του το
1917 παντρεύτηκαν κι απέκτησαν δυο κόρες. Στο Μόναχο εξέδιδε την
“Εργατική Επιφυλλίδα” ως το 1916. Αρχικά, όταν ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος
πόλεμος, τάσσεται με την πλειοψηφία του κόμματός του υπέρ των πολεμικών
πιστώσεων, ωστόσο από το 1915 μετατρέπεται σε ριζοσπάστη φιλειρηνιστή,
ενώ το 1917, με τη δημιουργία του αντιπολεμικού Ανεξάρτητου
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος από διαφωνούντες εντός SPD, τίθεται
επικεφαλής του κόμματος στη Βαυαρία.
Το Γενάρη του 1918 πρωτοστατεί στην
απεργία των εργαζομένων στην αμυντική βιομηχανία του Μονάχου και
καταδικάζεται σε εννέα μήνες φυλάκισης. Στις 7 Νοέμβρη 1918, μετά την
εξέγερση των ναυτών στο Κίελο που πυροδότησε τις εξελίξεις με
αποκορύφωμα τη δημιουργία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Άισνερ
εξαγγέλλει το “Ελεύθερο Βαυαρικό Κράτος”, ως επικεφαλής του Συμβουλίου
εργατών, αγροτών και στρατιωτών και κηρύσσει έκπτωτη την τοπική μοναρχία
της δυναστείας των Βίττελσμπαχ. Στις 8 Νοέμβρη σχηματίζεται η προσωρινή
Εθνική Συνέλευση στη Βαυαρία, αποτελούμενη από μέλη του SPD και του
USPD, ενώ στις 14 του ίδιου μήνα κάλεσε τον αναρχικό συγγραφέα Γκούσταβ
Λαντάουερ στο Μόναχο για να “συνεργαστεί μέσω ρητορικής δραστηριότητας
στην αναδιαμόρφωση των ψυχών”. Ο Λαντάουερ έμελλε αργότερα, μετά το
θάνατο του Άισνερ, να γίνει υπεύθυνος διαφώτισης της λεγόμενης
“Δημοκρατίας των Συμβουλίων”.
Στις 100 μέρες της διακυβέρνησης του
Άισνερ δε σημειώθηκαν ριζοσπαστικές τομές, τόσο γιατί η κυβέρνηση
ελέγχονταν κυρίως από το SPD, όσο και γιατί ο Άισνερ είχε μεσοβέζικη
στάση, μη θέλοντας να καταργήσει τα εργοαγροτικά συμβούλια από τη μια,
θεωρώντας τα απλό συμβουλευτικό σώμα έναντι του κοινοβουλίου από την
άλλη. Θεωρούσε τα συμβούλια απλώς μέσο διαπαιδαγώγησης του λαού, καθώς
όπως έλεγε “Η επανάσταση δεν είναι η δημοκρατία. Δημιουργεί τη
δημοκρατία”. Δεν έθιξε τις σχέσεις ιδιοκτησίας στη Βαυαρία, κι έτσι η
εξόχως αντιδραστική μεγαλοαστική τάξη του κρατιδίου παρέμενε κραταιά,
πολεμώντας ωστόσο, μαζί με την καθολική εκκλησία και τη φιλομοναρχική
δημοσιοϋπαλληλία, που επίσης παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αμετακίνητη,
λυσσαλέα τις λίγες μεταρρυθμίσεις αστικού εκσυγχρονισμού που εισήγαγε ο
Άισνερ, όπως την καθιέρωση του οχταώρου, την ψήφο στις γυναίκες και την
κατάργηση του ελέγχου της εκκλησίας στην εκπαίδευση. Στον τομέα της
εξωτερικής πολιτικής ακολούθησε αποσχιστικές τάσεις, οραματιζόμενος μια
ομοσπονδία με την Αυστρία και τη Τσεχοσλοβακία, ενώ προσπάθησε
υποστηρίζοντας τη θέση περί γερμανικής ενοχής στον πόλεμο να πετύχει
καλύτερους όρους ειρήνης για τη Βαυαρία, κάτι που προκάλεσε το μίσος του
στρατιωτικού κατεστημένου εναντίον του, ενώ και η σχέση του με την
κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών του Έμπερτ στο Βερολίνο ήταν
συγκρουσιακή.
Σκληρή υπήρξε ωστόσο και η στάση του
προς το ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα, καθώς κατέστειλε βίαια προσπάθεια
4.000 ανέργων να καταλάβουν το υπουργείο Κοινωνικής Πολιτικής στο
Μόναχο. Η επέμβαση της αστυνομίας προκάλεσε τρεις νεκρούς και οχτώ
τραυματίες. Συνέλαβε επίσης ηγετικά στελέχη του νεοϊδρυθέντος
Κομμουνιστικού Κόμματος και του RAR (Επαναστατικό Εργατικό Συμβούλιο)
στο Μόναχο, απελευθερώνοντάς τους ωστόσο μετά από διαδηλώσεις. Κατόπιν
αυτών των γεγονότων, το RAR και το ΚΚΓ, παρότι αναγνώριζαν τις καλές
προθέσεις του Άισνερ, ακολούθησαν τους αναρχικούς στο κάλεσμα για
μποϋκοτάζ των επικείμενων εκλογών στο κρατίδιο. Ο Άισνερ και το USPD,
έχοντας αποξενωθεί, για διαφορετικούς λόγους, τόσο από το επαναστατικό
κομμάτι των εργατών, όσο κι από τα εν πολλοίς συντηρητικά και βαθιά
θρησκευόμενα αγροτικά στρώματα του πληθυσμού, που αποτελούσαν και την
πλειοψηφία, υπέστησαν συντριπτική εκλογική ήττα, συγκεντρώνοντας μόλις
2.53% των ψήφων. Πρώτο κόμμα αναδείχθηκε το εθνικιστικό κι αντισημιτικό
Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα (BVP), που είχε πρωτοστατήσει στην εκστρατεία
παρουσίασης του Άισνερ ως “εβραιομπολσεβίκου”, ακολουθούμενο από το SPD,
με 35 και 33 τοις εκατό αντίστοιχα. Ο Άισνερ ωστόσο αρνήθηκε να
παραιτηθεί πριν τη σύγκληση της νέας βουλής.
Στις 21 Φλεβάρη 1919, στο δρόμο του προς
την εναρκτήρια συνεδρίαση της βουλής, όπου θα εκφωνούσε την
αποχαιρετιστήρια ομιλία του, πυροβολήθηκε από τον έφεδρο Άντον, κόμη του
Άρκο-Βάλεϋ, που συνδεόταν με ακροδεξιούς και αντισημιτικούς κύκλους,
όπως την Εταιρία της Θούλης, που σχετιζόταν και με τις απαρχές του
ναζιστικού κόμματος. Στην κηδεία του παρευρέθηκαν 100.000 λαού, ενώ τους
επικήδειους εκφώνησαν ηγετικές φυσιογνωμίες του USPD, του ΚΚΓ καθώς και
ο Λαντάουερ. Η δολοφονία του Άισνερ πυροδότησε την δεύτερη,
ριζοσπαστικότερη φάση της δημοκρατίας του Μονάχου, τη λεγόμενη
“Δημοκρατία των Συμβουλίων”, στην οποία κυριαρχούν αρχικά αναρχικοί,
πασιφιστές καθώς και ο διάδοχος του Άισνερ, Έρνστ Τόλλερ, και στη
συνέχεια κομμουνιστές υπό την ηγεσία του Οϊγκέν Λεβινέ. Το πείραμα αυτό
έληξε ηρωικά, μα εξίσου άδοξα κι ακόμα πιο αιματηρά περίπου ένα μήνα
μετά τη διακήρυξή της στις 7 Απρίλη 1919.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου