Για τη Σχολή της Φρανκφούρτης, δεν έχω διαβάσει πάρα πολλά πράγματα. Η επαφή μου με αυτήν συνοψίζεται στο έργο του Μαξ Χορκχάιμερ «Οι Εβραίοι και η Ευρώπη»1,
σε κάποια αποσπάσματα από τη «διαλεκτική του διαφωτισμού» (Αντόρνο και
Χορκχάιμερ) και σε αρκετές αναφορές τρίτων στο έργο τους καθώς και
κάποια αποσπάσματα από κείμενα του Βάλτερ Μπέντζαμιν από τα οποία σχεδόν
τίποτα δε θυμάμαι.
Στο συγκεκριμένο άρθρο πρόκειται να σταθώ σε έναν ισχυρισμό του Μαρκούζε σχετικό με μια από τις βασικές αντιφάσεις του καπιταλισμού. Το «πρόβλημα» είναι ότι αυτόν τον ισχυρισμό δεν τον διάβασα από κάποια πρωτογενή πηγή, αλλά σε κάποιο βιβλίο το οποίο αποπειράται μέσα σε μερικές δεκάδες σελίδες να συνοψίσει κάποιες από τις βασικές αρχές της Σχολής της Φρανκφούρτης, εξού και το απολογητικό ύφος στον πρόλογό μου.
Παραθέτω το εν λόγω απόσπασμα:
«Στην ύστερη βεβαίως φάση ανάπτυξης της Σχολής, ο Μαρκούζε ασχολήθηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον με την επεξεργασία του δομικού υπόβαθρου της κριτικής θεωρίας, υποστηρίζοντας ότι η γνωστή αντίφαση ανάμεσα στις σχέσεις και τις δυνάμεις παραγωγής δεν ισχύει πλέον στον ώριμο καπιταλισμό. Σύμφωνα με το Μαρκούζε, οι παραγωγικές δυνάμεις στην ύστερη καπιταλιστική κοινωνία δημιουργούν τόσο πολύ πλούτο, ώστε, αντί να έρχονται σε σύγκρουση με την ατομική ιδιοκτησία, την ενισχύουν.»2
Πριν προχωρήσουμε στην κριτική της παραγράφου, ας εξηγήσουμε πολύ σύντομα την συγκεκριμένη αντίφαση. Για τον Μαρξ στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής –αλλά και σε όλους τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής- υπάρχουν μια σειρά από αναπόδραστες/άλυτες αντιφάσεις. Μια τέτοια θεμελιώδης αντίφαση είναι η αντίφαση ανάμεσα στις σχέσεις και στις δυνάμεις παραγωγής. Τι εννοούμε με αυτό; Ας το δούμε με ένα παράδειγμα από το απώτερο παρελθόν.
Κατά την περίοδο της ιστορίας που οι μεσαιωνικές παραδόσεις δεν είχαν ακόμη εξαφανιστεί, αλλά που είχε αποφασιστικά αρχίσει να αναδύεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, αυτή η αντίφαση ήταν ιδιαίτερα εμφανής. Ο καπιταλισμός ως πιο προοδευτικό οικονομικό σύστημα ριζοσπαστικοποίησε τα μέσα και τις μεθόδους παραγωγής με τέτοιο τρόπο που το προηγούμενο μοντέλο σχέσεων του ήταν εμπόδιο στο πολιτικό, στο κοινωνικό αλλά και στο οικονομικό επίπεδο. Η ριζοσπαστικοποίηση των μεθόδων παραγωγής ζητούσε με επαναστατικό τρόπο να διαρρήξει τις καθυστερημένες φεουδαρχικές σχέσεις, να εμπορευματοποιήσει τη Γη των ευγενών, να ανατρέψει την εξουσία που τους έδιναν οι τίτλοι ευγενείας εις βάρος της νέας «αριστοκρατίας», αυτής του πλούτου. Ο καπιταλισμός κατάφερε να λύσει αυτές τις αντιφάσεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην εποχή του (πχ με τη Γαλλική Επανάσταση στη Γαλλία) μόνο και μόνο για να δημιουργήσει τις δικές του. Αντιφάσεις οι οποίες αντίθετα με τα όσα υποστήριζε ο Μαρκούζε παραμένουν άλυτες μέχρι και σήμερα. Αυτές κατά τον Μαρξ, πρόκειται να λυθούν μόνο στον κομμουνισμό. Για την ακρίβεια, η ίδια η ύπαρξη των εσωτερικών του αντιφάσεων ένας από τους παράγοντες που [ενδέχεται να]/θα οδηγήσουν στην ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Ας επιστρέψουμε όμως στο επιχείρημα του Μαρκούζε, όπως αυτό παρουσιάζεται από τον Craib. Αλήθεια, πως είναι δυνατόν να έχει λυθεί αυτή η αντίφαση όταν παρατηρούνται τα εξής στην ώριμη καπιταλιστική κοινωνία:
Να μένουν αδιάθετες ολόκληρες στρατιές από ικανούς εργάτες σε όλο τον κόσμο (συστημική ανεργία), εργάτες οι οποίοι αν αξιοποιούνταν θα αυξάνονταν η συνολική διαθέσιμη παραγωγή. Ένας από τους λόγους που αυτοί οι εργάτες μένουν αναξιοποίητοι είναι το γεγονός πως οτιδήποτε δεν μπορεί να απορροφηθεί στον καπιταλισμό ως εμπόρευμα από την αγορά, δεν έχει νόημα να παραχθεί αφού δεν πρόκειται να αποφέρει κέρδος στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (το προϊόν που δεν πωλείται, αν δεν μπορούν να το αξιοποιήσουν με άλλο τρόπο, προτιμούν να το ρίξουν στη χωματερή αντί να το διαθέσουν δωρεάν ή σε ασύμφορη τιμή). Άσχετα λοιπόν με το τι ανάγκες έχει ο κόσμος από αγαθά πρώτης ανάγκης, τόσο η διανομή των αγαθών όσο και το σαμποτάρισμα της παραγωγής – εξαιτίας της φύσης του καπιταλισμού- δεν επιτρέπει την κάλυψη των αναγκών αυτών. Μάλιστα η φύση του καπιταλισμού, δηλαδή οι σχέσεις που αυτός παγιώνει, καθιστά την όποια καινοτομία στις μεθόδους παραγωγής και στις τεχνικές προβληματική για την ανθρωπότητα. Μια μηχανή, για παράδειγμα, που παράγει όσο θα παρήγαγαν 100 εργάτες, πετάει εκτός παραγωγής αυτούς τους εργάτες, αυξάνοντας έτσι την συνολική ανεργία.
Σε παλιότερο μου άρθρο είχα γράψει για την εγκατάλειψη του επαναστατικού χαρακτήρα του μαρξισμού
από τα αναθεωρητικά ρεύματα και τους μετά-μαρξιστές. Στην κριτική μου
συμπεριλαμβάνω και τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Πιστεύω στα ίδια πλαίσια
απονεύρωσης του μαρξισμού, κινείται και η παραπάνω δήλωση του Μαρκούζε.
Πάντως, όπως γράφω και στο προηγούμενο άρθρο, αν κάτι δείχνει αυτή η
συνεχής ενασχόληση με το μαρξισμό, έστω και όταν υπηρετεί την αποδόμηση
του, είναι ότι αυτός παραμένει σχετικός όσα χρόνια και αν περάσουν.
Φραγκίσκος Λαγωνικάκης(Poexania)
Στο συγκεκριμένο άρθρο πρόκειται να σταθώ σε έναν ισχυρισμό του Μαρκούζε σχετικό με μια από τις βασικές αντιφάσεις του καπιταλισμού. Το «πρόβλημα» είναι ότι αυτόν τον ισχυρισμό δεν τον διάβασα από κάποια πρωτογενή πηγή, αλλά σε κάποιο βιβλίο το οποίο αποπειράται μέσα σε μερικές δεκάδες σελίδες να συνοψίσει κάποιες από τις βασικές αρχές της Σχολής της Φρανκφούρτης, εξού και το απολογητικό ύφος στον πρόλογό μου.
Παραθέτω το εν λόγω απόσπασμα:
«Στην ύστερη βεβαίως φάση ανάπτυξης της Σχολής, ο Μαρκούζε ασχολήθηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον με την επεξεργασία του δομικού υπόβαθρου της κριτικής θεωρίας, υποστηρίζοντας ότι η γνωστή αντίφαση ανάμεσα στις σχέσεις και τις δυνάμεις παραγωγής δεν ισχύει πλέον στον ώριμο καπιταλισμό. Σύμφωνα με το Μαρκούζε, οι παραγωγικές δυνάμεις στην ύστερη καπιταλιστική κοινωνία δημιουργούν τόσο πολύ πλούτο, ώστε, αντί να έρχονται σε σύγκρουση με την ατομική ιδιοκτησία, την ενισχύουν.»2
Πριν προχωρήσουμε στην κριτική της παραγράφου, ας εξηγήσουμε πολύ σύντομα την συγκεκριμένη αντίφαση. Για τον Μαρξ στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής –αλλά και σε όλους τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής- υπάρχουν μια σειρά από αναπόδραστες/άλυτες αντιφάσεις. Μια τέτοια θεμελιώδης αντίφαση είναι η αντίφαση ανάμεσα στις σχέσεις και στις δυνάμεις παραγωγής. Τι εννοούμε με αυτό; Ας το δούμε με ένα παράδειγμα από το απώτερο παρελθόν.
Κατά την περίοδο της ιστορίας που οι μεσαιωνικές παραδόσεις δεν είχαν ακόμη εξαφανιστεί, αλλά που είχε αποφασιστικά αρχίσει να αναδύεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, αυτή η αντίφαση ήταν ιδιαίτερα εμφανής. Ο καπιταλισμός ως πιο προοδευτικό οικονομικό σύστημα ριζοσπαστικοποίησε τα μέσα και τις μεθόδους παραγωγής με τέτοιο τρόπο που το προηγούμενο μοντέλο σχέσεων του ήταν εμπόδιο στο πολιτικό, στο κοινωνικό αλλά και στο οικονομικό επίπεδο. Η ριζοσπαστικοποίηση των μεθόδων παραγωγής ζητούσε με επαναστατικό τρόπο να διαρρήξει τις καθυστερημένες φεουδαρχικές σχέσεις, να εμπορευματοποιήσει τη Γη των ευγενών, να ανατρέψει την εξουσία που τους έδιναν οι τίτλοι ευγενείας εις βάρος της νέας «αριστοκρατίας», αυτής του πλούτου. Ο καπιταλισμός κατάφερε να λύσει αυτές τις αντιφάσεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην εποχή του (πχ με τη Γαλλική Επανάσταση στη Γαλλία) μόνο και μόνο για να δημιουργήσει τις δικές του. Αντιφάσεις οι οποίες αντίθετα με τα όσα υποστήριζε ο Μαρκούζε παραμένουν άλυτες μέχρι και σήμερα. Αυτές κατά τον Μαρξ, πρόκειται να λυθούν μόνο στον κομμουνισμό. Για την ακρίβεια, η ίδια η ύπαρξη των εσωτερικών του αντιφάσεων ένας από τους παράγοντες που [ενδέχεται να]/θα οδηγήσουν στην ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Ας επιστρέψουμε όμως στο επιχείρημα του Μαρκούζε, όπως αυτό παρουσιάζεται από τον Craib. Αλήθεια, πως είναι δυνατόν να έχει λυθεί αυτή η αντίφαση όταν παρατηρούνται τα εξής στην ώριμη καπιταλιστική κοινωνία:
Να μένουν αδιάθετες ολόκληρες στρατιές από ικανούς εργάτες σε όλο τον κόσμο (συστημική ανεργία), εργάτες οι οποίοι αν αξιοποιούνταν θα αυξάνονταν η συνολική διαθέσιμη παραγωγή. Ένας από τους λόγους που αυτοί οι εργάτες μένουν αναξιοποίητοι είναι το γεγονός πως οτιδήποτε δεν μπορεί να απορροφηθεί στον καπιταλισμό ως εμπόρευμα από την αγορά, δεν έχει νόημα να παραχθεί αφού δεν πρόκειται να αποφέρει κέρδος στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (το προϊόν που δεν πωλείται, αν δεν μπορούν να το αξιοποιήσουν με άλλο τρόπο, προτιμούν να το ρίξουν στη χωματερή αντί να το διαθέσουν δωρεάν ή σε ασύμφορη τιμή). Άσχετα λοιπόν με το τι ανάγκες έχει ο κόσμος από αγαθά πρώτης ανάγκης, τόσο η διανομή των αγαθών όσο και το σαμποτάρισμα της παραγωγής – εξαιτίας της φύσης του καπιταλισμού- δεν επιτρέπει την κάλυψη των αναγκών αυτών. Μάλιστα η φύση του καπιταλισμού, δηλαδή οι σχέσεις που αυτός παγιώνει, καθιστά την όποια καινοτομία στις μεθόδους παραγωγής και στις τεχνικές προβληματική για την ανθρωπότητα. Μια μηχανή, για παράδειγμα, που παράγει όσο θα παρήγαγαν 100 εργάτες, πετάει εκτός παραγωγής αυτούς τους εργάτες, αυξάνοντας έτσι την συνολική ανεργία.
Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη, το
επιχείρημα του Μαρκούζε μοιάζει κάπως αφελές, αφού κάθε άλλο παρά λυμένη
είναι η αντίφαση ανάμεσα στις σχέσεις και στις δυνάμεις παραγωγής. Η
ανάπτυξη των δυνάμεων παραγωγής όχι μόνο καθυστερείται από τις
καπιταλιστικές σχέσεις, αλλά και στο βαθμό που παρατηρείται πρόοδος,
αντί αυτή να ωφελεί την ανθρωπότητα, γυρίζει και της επιτίθεται. Το
μεγάλο λάθος που κάνει ο Μαρκούζε κατά τη γνώμη μου, είναι ότι ερμηνεύει
την εντατικοποίηση της παραγωγής του ύστερου καπιταλισμού και το
φαινόμενο του υπερκαταναλωτισμού στη Δύση ως αέναη απελευθέρωση των
δυνάμεων της παραγωγής, κάτι που δεν ισχύει.
Φραγκίσκος Λαγωνικάκης(Poexania)
1 Έχω γράψει και μια εργασία πάνω στο «Οι Εβραίοι και η Ευρώπη», διαπιστώνω ότι δεν την έχω ανεβάσει στο net,
αν δεν έχει χαθεί από τον υπολογιστή μου θα την ανεβάσω σύντομα. Ίσως
μάλιστα να κάνω και κάποιες προσθήκες αφού σήμερα έχω μια λίγο καλύτερη
εικόνα για τη Σχολή της Φρανκφούρτης ώστε να είμαι σε θέση να συνδέσω το
συγκεκριμένο έργο με τις ευρύτερες θεωρητικές παραδόσεις της.
2 Ian Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία, από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009, 12η έκδοση, σελ. 426.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου