14 Μαΐ 2018

1966: Η εξέγερση κατά της λογοκρισίας



Μιας και στα τελευταία κείμενα μιλήσαμε για τον Μάνο Χατζιδάκι, ας γυρίσουμε λίγο πίσω στον χρόνο, να ρίξουμε μια ματιά σε ένα άλλο στιγμιότυπο της Ιστορίας, το οποίο έχει σχέση με συτόν τον μεγάλο μας μουσικοσυνθέτη και όχι μόνο.

Βρισκόμαστε στα 1966. Το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα είναι κάτι παραπάνω από θερμό και ο λαός βρίσκεται στους δρόμους. Από την πλευρά τους, οι άνθρωποι της τέχνης δίνουν τους δικούς τους αγώνες. Για παράδειγμα, οι ηθοποιοί απεργούν, ζητώντας να δίνουν εννιά θεατρικές παραστάσεις την εβδομάδα αντί για δώδεκα. Αλλά ο σπουδαιότερος αγώνας αυτού του χώρου, στον οποίο ενώνονται λογοτέχνες, ηθοποιοί, μουσικοί και γενικά όλοι οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών είναι αυτός κατά τού Ν.Δ. 1108/1942 "Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των περί ελέγχου θεατρικών έργων, κινηματογραφικών ταινιών, δίσκων γραμμοφώνου και βιβλίων διατάξεων", δηλαδή του κατοχικού νόμου ο οποίος κωδικοποιούσε τους αναγκαστικούς νόμους τής μεταξικής δικτατορίας περί λογοκρισίας.

Ιανουάριος 1966, έξω από το ΕΙΡ. Αφού απαίτησαν την διακοπή μετάδοσης των τραγουδιών τους, Μίκης
Θεοδωράκης, Μάνος Χατζιδάκις και Σταύρος Ξαρχάκος αποχωρούν με την Σιτροέν-βάτραχο του Μίκη.

Στην πρώτη γραμμή τής εξέγερσης βρέθηκαν οι τρεις μεγαλύτεροι συνθέτες τής εποχής: Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζιδάκις και Σταύρος Ξαρχάκος. Στις αρχές τής χρονιάς, οι τρεις τους συνυπέγραψαν μια δήλωση, η οποία δόθηκε στην δημοσιότητα και προκάλεσε πάταγο:
    Φανερώνουμε, για όσους τυχόν δεν γνωρίζουν: Υπάρχει λογοκρισία για κάθε τραγούδι που κυκλοφορεί, ενώ δεν υπάρχει ούτε για τα βιβλία, ούτε για το θέατρο, όπου ο εισαγγελέας επεμβαίνει αυτεπαγγέλτως, φρουρός ηθών, νόμων και τάξεως. 
     Επίσης, φανερώνουμε πως η λογοκρισία αυτή λογοκρίνει στίχους και μουσική και εισπράττει πενηντάδραχμο δι' έκαστο τραγούδι. 
    Φανερώνουμε ότι εμείς οι τρεις ουδέποτε στείλαμε πραγματική μουσική μας αλλά αναθέταμε σε γραμματείς της εταιρείας μας, που απέστελλαν μουσική, που δεν έλεγε τίποτα. Νότες τυχαίες στο πεντάγραμμο. Και εγίνοντο δεκτά (!). Παράλληλα ενεργούσαμε για την κατάργηση της. 
     Τελευταία, αυτή η περίφημη λογοκρισία έφτασε στο σημείο να κόβει τραγούδια μας για να περιφρουρήσει το αισθητήριο του ελληνικού λαού, ενώ άφηνε να περνούν τραγούδια σαν "Τον Κέννεντυ τον φάγανε οι άτιμοι" και σαν το "Εγώ δεν είμαι σαν τους Μπητλς". 
     Αποφασίζουμε και οι τρεις να σταματήσουμε κάθε δραστηριότητα μας στον τομέα των τραγουδιών, να απαγορεύσουμε την αναμετάδοση και εκτέλεση σε δημόσιους χώρους (ραδιόφωνο, τζουκ-μποξ, κέντρα) κάθε λογοκριμένου ή όχι τραγουδιού μας. Σταματάμε την έκδοση δίσκων, χωρίς φυσικά να σταματήσουμε να συνθέτουμε και να ηχογραφούμε στο εξωτερικό, όπου, όπως είναι ευνόητο, καμμία λογοκρισία δεν μπορεί ούτε διανοείται να τολμήσει να μας εμποδίσει. 
     Αυτά ως τη στιγμή που οποιαδήποτε κυβέρνηση θα αποφασίσει να απαλλάξει τον τόπο από ένα αισχρό, ηλίθιο και ανελεύθερο μέτρο.
Η δήλωση των τριών βγήκε στις εφημερίδες και προκάλεσε την άμεση αντίδραση του αρμοδίου επί θεμάτων λογοκρισίας υφυπουργού προεδρίας Δημήτρη Γεωργίου, ο οποίος δεν μπορούσε να καταλάβει πως οι "σοβαροί" Χατζιδάκις και Ξαρχάκος έμπλεξαν με τον Μίκη: "Φοβούμαι ότι οι κ.κ. Χατζιδάκις και Ξαρχάκος δεν επέδειξαν την απαιτούμενην σωφροσύνην και έσπευσαν να παρακολουθήσουν τον κ. Θεοδωράκην, διά τον οποίον ο θόρυβος είναι τόσον προσφιλής, οσάκις μάλιστα στρέφεται εναντίον οιασδήποτε κρατικής υπηρεσίας". Φυσικά, ο Γεωργίου υπερασπίστηκε τον νόμο και την επιτροπή λογοκρισίας: "Ο νόμος είναι μεν κατοχικός, πλην όμως η συνέχισις της εφαρμογής του συνάδει με το σύνταγμα, όπερ δι' ειδικής διατάξεως προβλεπει ότι αι προστατευτικαί του Τύπου διατάξεις δεν εφαρμόζονται επί κινηματογράφων, δημοσίων θεαμάτων, φωνογραφίας, ραδιοφωνίας και άλλων παρεμφερών μέσων μεταδόσεως λόγου ή παραστάσεως (...) Η επιτροπή αύτη ουδέποτε ήσκησε καλλιτεχνικόν έλεγχον, η δε κρίσις της αποβλέπει εις το να προλαμβάνεται η κυκλοφορία στίχων στρεφομένων κατά της θρησκείας, της δημοσίας αιδούς, της εθνικής ασφαλείας και των γνησίων ελληνικών ηθών και εθίμων".
Στο πλευρό τού υφυπουργού έσπευσε να συστοιχηθεί ο φίλα προσκείμενος στην ΕΡΕ τύπος (στην κυβέρνηση αποστασίας του Στέφανου Στεφανόπουλου, οι 2 στους 3 υπουργοί προέρχονται από την ΕΡΕ). Η εφημερίδα "Εμπρός" δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον Χατζιδάκι ως... κομμουνιστή: "Μένομεν κατάπληκτοι από το γεγονός ότι ο Μάνος Χατζιδάκις εδέχθη να θέση την υπογραφήν του κάτω από ένα μανιφέστο καθαρώς κομμουνιστικού ύφους και περιεχομένου, μανιφέστο τού οποίου η διατύπωσις κάθε άλλο παρά αρμόζουσα εις καλλιτέχνας και πνευματικούς ανθρώπους είναι"
Η άμεση αντίδραση της κυβέρνησης δεν έφερε το αποτέλεσμα που προσδοκούσαν οι υπερασπιστές τής τάξεως και της ηθικής. Κάθε άλλο μάλιστα. Την επόμενη μέρα άλλοι πέντε συνθέτες εκδήλωσαν την συμπόρευσή τους με τους τρεις, απαγορεύοντας κι αυτοί την δημόσια εκτέλεση των συνθέσεών τους: Χρήστος Λεοντής, Μάνος Λοΐζος, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Μαρκόπουλος και Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Παράλληλα, ο Μάνος Χατζιδάκις άδειασε με νέα δήλωσή του τον υφυπουργό, ξεκαθαρίζοντας ότι η ιδέα για την κοινή δήλωση των τριών δεν ήταν του Μίκη αλλά δική του.
Οι τρεις συνθέτες δεν έμειναν στις δηλώσεις. Στις 29 Ιανουαρίου έστειλαν εξώδικο στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ, πρόγονος του ΕΙΡΤ και της ΕΡΤ), ζητώντας επίσημα να μη μεταδίδονται οι συνθέσεις τους. Τα ίδια εξώδικα απέστειλαν στις εταιρείες κατασκευής τζουκ-μποξ. Κι επειδή το ΕΙΡ συνέχισε να μεταδίδει τραγούδια των Χατζιδάκι και Ξαρχάκου (ο Μίκης είχε ήδη εξοβελιστεί), οι δυο τους προσέφυγαν και στην δικαιοσύνη.
Μέχρι το τέλος του μηνός, στο πλευρό των τριών μεγάλων συμπαρατάθηκε μια πλειάδα γνωστών καλλιτεχνών, οι οποίοι διατράνωναν την απαίτησή τους να καταργηθεί η λογοκρισία. Ανάμεσά τους: Πάνος Γαβαλάς, Καίτη Γκρέυ, Θόδωρος Δερβενιώτης, Στράτος Διονυσίου, Γιώργος Ζωγράφος, Στέλιος Καζαντζίδης, Γιώργος Κατσαρός, Γιώργος Κοινούσης, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Μαρινέλλα, Γιώργος Μουζάκης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Λάκης Παππάς, Μαρία Φαραντούρη, Χρηστάκης, Καίτη Χωματά κλπ.

Μιλώντας στην "Επιθεώρηση Τέχνης" (Γενάρης-Φλεβάρης 1966, τ. 133-134) ο Μάνος (στο ίδιο τεύχος μίλησαν και ο Θεοδωράκης και ο Ξαρχάκος) σημειώνει περί λογοκρισίας:
    Το θέμα είναι πως αντιλαμβάνεται κανείς τον αυτοσεβασμό που οφείλει να έχει και την αξιοπρέπεια, την στοιχειωδώς ανθρώπινη. 
    Για μένα, η ύπαρξη λογοκρισίας και μόνο αποτελεί εμπόδιο στην οποιαδήποτε μουσική μου δραστηριότητα, ακόμα και αν εγώ δεν ενοχλούμαι προσωπικά. Η ευαισθησία μου δεν αφήνει περιθώρια να αγνοήσω το θέμα. 
    Δεν δέχομαι ούτε τη σκοπιμότητά της και συνεπώς ούτε την ύπαρξή της. 
    Η λογοκρισία μοιάζει μ’ ένα περιβόλι όπου μόνο λουλούδια δεν μπορούν ν' ανθίσουν. Την σιχαίνομαι. 
    Η αντίδρασή μου δεν είναι τελευταία. Πριν αναγκαστώ να φωνάξω, πήγα με όλα τα νόμιμα δικαιώματά μου στους αρμοδίους και με όλη την λογική τής θέσεώς μου ζητούσα την κατάργησή της. 
    Σαν οι αρμόδιοι απεδείχθησαν αναρμόδιοι, απεφάσισα ν’ αντιδράσω δυναμικότερα. Ελπίζω αυτή τη φορά να γίνει κάτι. Εγώ πάντως δεν πρόκειται να υποχωρήσω. 
    Βεβαίως και σε μένα υπήρξαν περιπτώσεις επεμβάσεώς της αλλά δεν είναι η αιτία της αντιδράσεώς μου. 
    Διότι η ηλιθιότης των περιπτώσεων και τα τυπικά μέσα που διέθετα παρέκαμπταν τα εμπόδια στην κυκλοφορία της εργασίας μου.
Γιάννης Τσαρούχης, Διονύσης Φωτόπουλος, Μάνος Χατζιδάκις.
Το "πείραγμα" της φωτογραφίας έγινε από τον Τσαρούχη.

Επίλογος. Τόσο ο Χατζιδάκις όσο και οι "παρασυρμένοι" απ' αυτόν Θεοδωράκης και Ξαρχάκος δεν υπέβαλαν ποτέ τις συνθέσεις τους στην επιτροπή λογοκρισίας, περιοριζόμενοι στην παρουσίασή τους μέσω συναυλιών. Τα κομμάτια τους θα έμεναν αγραμμοφώνητα, περιμένοντας πεισματικά την κατάργηση της λογοκρισίας (κάτι που ήρθε τελικά μετά την πτώση τής χούντας), προκειμένου να κυκλοφορήσουν σε δίσκους.
Και ένα κερασάκι, πάντα σχετικό με τον Μάνο. Εκείνη την χρονιά, στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης προβλήθηκε η δεύτερη ταινία τού Δημήτρη Κολλάτου "Ο θάνατος του Αλέξανδρου". Η πρώτη του ταινία, "Οι ελιές", είχε κοπεί τελείως από την επιτροπή λογοκρισίας. Από την δεύτερη, η επιτροπή θέλησε να κόψει τέσσερις σκηνές, επειδή πρόσβαλλαν τα χρηστά ήθη. Μόνο που αυτές οι περικοπές αλλοίωναν τελείως την ταινία, μη επιτρέποντας ουσιαστικά την προβολή της. Η ταινία γιουχαΐστηκε από οργανωμένους "εθνικόφρονες", με πρώτο και καλύτερο τον αλήστου μνήμης Τζέημς Πάρις. Ανάμεσα στους ελάχιστους επώνυμους που τόλμησαν να βγουν και να μιλήσουν ανοιχτά υπέρ της ταινίας, χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα ως την καλύτερη του φεστιβάλ, ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ακολουθούμενος από τον Γιάννη Τσαρούχη ενώ την υπερασπίστηκε και ο πρόεδρος της επιτροπής πρόκρισης του φεστιβάλ Αντώνης Σαμαράκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ