18 Φεβ 2020

Περίγραμμα μιας κριτικής της πολιτικής οικονομίας



του Φρίντριχ Ένγκελς
Η πολιτική οικονομία1 γεννήθηκε ως φυσικό αποτέλεσμα της επέκτασης του εμπορίου και μαζί με αυτήν, στη θέση του απλού, μη επιστημονικού παζαρέματος εμφανίστηκε ένα αναπτυγμένο σύστημα επιτρεπόμενης απάτης, μια ολοκληρωμένη επιστήμη του πλουτισμού. Αυτή η πολιτική οικονομία ή επιστήμη του πλουτισμού, που προέκυψε από την αμοιβαία ζήλια και απληστία των εμπόρων, φέρει στο μέτωπό της το σημάδι της πιο απεχθούς εγωπάθειας. Ο άνθρωπος ζούσε ακόμα με την αφελή πίστη ότι τον πλούτο συνιστούσαν ο χρυσός και το ασήμι κι επομένως δεν είχε τίποτα πιο επείγον να κάνει, από την καθολική απαγόρευση της εξαγωγής των «ευγενών» μετάλλων. Τα έθνη αντιμετώπιζαν το ένα το άλλο όπως οι τσιγκούνηδες, που ο καθένας τους έχει αρπάξει με τα δυο του χέρια το πολύτιμο πουγκί του κοιτώντας τους γείτονές του με φθόνο και καχυποψία. Επιστρατεύτηκαν όλα τα μέσα ώστε να αποσπάσουν με δόλο από τους λαούς, με τους οποίους διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις, όσο το δυνατόν περισσότερο ρευστό και να κρατήσουν γερά μέσα στα τελωνειακά σύνορα το καλοδεχούμενο χρήμα.
Η πιο συνεπής εφαρμογή αυτής της αρχής θα είχε σκοτώσει το εμπόριο. Οι άνθρωποι άρχισαν επομένως να προχωρούν πέρα από αυτό το πρώτο στάδιο. Είδαν ότι το κεφάλαιο που κείται στο σεντούκι είναι νεκρό, ενώ στην κυκλοφορία πάντα αυξάνεται. Έγιναν, λοιπόν, περισσότερο φιλάνθρωποι, έστελναν τα δουκάτα2 τους σαν κράχτες για να φέρουν πίσω μαζί τους κι άλλα και συνειδητοποίησαν ότι δε βλάπτει να πληρώνουν ακριβά τον Α για το εμπόρευμά του, εφόσον μπορούσαν να το ξεφορτώνονται στον Β σε υψηλότερη τιμή.
Σε αυτήν τη βάση οικοδομήθηκε το εμποροκρατικό σύστημα3. Ο άπληστος χαρακτήρας του εμπορίου είχε ήδη αρχίσει κάπως να αποκρύπτεται. Τα έθνη άρχισαν σιγά-σιγά να προσεγγίζουν το ένα το άλλο, συνομολογούσαν εμπορικές συμφωνίες και σύμφωνα φιλίας, έκαναν αμοιβαίες συναλλαγές και, προς χάριν του μεγαλύτερου οφέλους, συμπεριφέρονταν το ένα στο άλλο με κάθε δυνατή αγάπη και καλοσύνη. Κατά βάθος, βέβαια, διατηρούνταν ακόμα η παλιά φιλαργυρία κι εγωπάθεια και αυτές, κατά καιρούς, ξέσπαγαν σε πολέμους, που εκείνη την εποχή βασίζονταν πάντα στην εμπορική ζηλοφθονία. Σε αυτούς τους πολέμους έγινε επίσης ξεκάθαρο ότι το εμπόριο, όπως και η ληστεία, βασίζεται στο δίκιο του ισχυρότερου. Δεν υπήρχε καμία ηθική αναστολή στο να πετύχουν με πανουργία ή με τη βία εκείνες τις συμφωνίες που θεωρούνταν πιο επωφελείς.
Η κεντρική ιδέα συνολικά του εμποροκρατικού συστήματος είναι η θεωρία του εμπορικού ισοζυγίου. Μια που ακόμα υπήρχε εμμονή στο θεώρημα ότι ο χρυσός και το ασήμι συνιστούν τον πλούτο, διατηρούνταν μόνο εκείνες οι συναλλαγές που θεωρούνταν κερδοφόρες και που θα έφερναν τελικά ρευστό μέσα στη χώρα. Για να το εξακριβώσουν αυτό, σύγκριναν τις εξαγωγές με τις εισαγωγές. Όταν είχαν εξαχθεί περισσότερα απ’ όσα είχαν εισαχθεί, θεωρούσαν ότι η διαφορά είχε μπει μέσα στη χώρα ως ρευστό χρήμα και ότι η χώρα ήταν πλουσιότερη κατ’ αυτήν τη διαφορά. Η τέχνη των οικονομολόγων, επομένως, συνίστατο στο να φροντίζουν στο τέλος του κάθε χρόνου οι εξαγωγές να δείχνουν ένα ευνοϊκό ισοζύγιο επί των εισαγωγών· και για το χατίρι αυτής της γελοίας αυταπάτης έχουν σφαγιαστεί χιλιάδες άνθρωποι! Έχει και το εμπόριο τις δικές του σταυροφορίες και τη δική του Ιερά Εξέταση.
Ο 18ος αιώνας, ο αιώνας της επανάστασης, επαναστατικοποίησε και την πολιτική οικονομία. Όμως, όπως όλες οι επαναστάσεις αυτού του αιώνα ήταν μονόπλευρες και καθηλωμένες στην αντίφαση –όπως στον αφηρημένο σπιριτουαλισμό αντιπαρατέθηκε ο αφηρημένος υλισμός, στη μοναρχία η δημοκρατία, στο θεϊκό δίκαιο το κοινωνικό συμβόλαιο– έτσι και η επανάσταση στην πολιτική οικονομία δεν ξεπέρασε την αντίφαση. Παρέμεναν παντού οι ίδιες προϋποθέσεις· ο υλισμός δεν κλόνισε τη χριστιανική περιφρόνηση και ταπείνωση του Ανθρώπου και μόνο αντιπαράθεσε στον άνθρωπο τη Φύση, αντί του Χριστιανικού Θεού, ως το Απόλυτο. Η πολιτική ούτε που σκέφτηκε βασικά να μελετήσει τις προϋποθέσεις του κράτους. Ούτε καν πέρασε από το μυαλό της πολιτικής οικονομίας να αναρωτηθεί για το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία. Επομένως, η νέα πολιτική οικονομία αποτέλεσε πρόοδο μόνο κατά το ήμισυ· ήταν αναγκασμένη να προδώσει και να απαρνηθεί τις ίδιες τις προϋποθέσεις της, να καταφύγει στη σοφιστεία και στην υποκρισία προκειμένου να συγκαλύψει τις αντιφάσεις στις οποίες βρισκόταν μπλεγμένη, για να καταλήξει στα συμπεράσματα στα οποία δεν την οδηγούσαν οι ίδιες της οι προϋποθέσεις, αλλά το ανθρωπιστικό πνεύμα του αιώνα. Η πολιτική οικονομία απέκτησε έτσι ένα φιλανθρωπικό χαρακτήρα· στέρησε την εύνοιά της από τους παραγωγούς και την έστρεψε στους καταναλωτές· προσποιήθηκε ιερή απέχθεια ενάντια στον αιματηρό τρόμο του εμποροκρατικού συστήματος και ανακήρυξε το εμπόριο ως ένα δεσμό φιλίας και συμβιβασμού μεταξύ των εθνών, όπως και μεταξύ των ατόμων. Τα πάντα ήταν καθαρό μεγαλείο και λαμπρότητα, τελικά όμως πρόβαλαν και πάλι οι προϋποθέσεις και, σε αντίθεση με αυτήν την εκτυφλωτική φιλανθρωπία, κατασκεύασαν την πληθυσμιακή θεωρία του Μάλθους, το πιο χοντροκομμένο, βάρβαρο σύστημα που έχει υπάρξει ποτέ, ένα σύστημα απόγνωσης που συνέτριψε όλα αυτά τα ωραία λόγια περί φιλανθρωπίας και κοσμοπολιτισμού· αυτές γέννησαν και ανάθρεψαν το εργοστασιακό σύστημα και τη σύγχρονη σκλαβιά, που δεν υπολείπεται σε τίποτα της παλιάς όσον αφορά την απανθρωπιά και την κτηνωδία της. Η νέα πολιτική οικονομία, το σύστημα της ελευθερίας του εμπορίου που στηρίζεται στον Πλούτο των Εθνών του Άνταμ Σμιθ, αποδεικνύεται ότι συνιστά την ίδια υποκρισία, ασυνέπεια και ανηθικότητα που αντιμετωπίζει τώρα η ελεύθερη ανθρωπότητα σε όλους τους τομείς.
Δεν αποτέλεσε όμως το σύστημα του Σμιθ κάποια πρόοδο; Φυσικά αποτέλεσε και, μάλιστα, μια αναγκαία πρόοδο. Ήταν αναγκαίο να ανατραπεί το εμποροκρατικό σύστημα με τα μονοπώλιά του και τα εμπόδια που έμπαιναν στην κυκλοφορία, έτσι ώστε να έρθουν στο φως οι πραγματικές συνέπειες της ατομικής ιδιοκτησίας· ήταν απαραίτητο όλες αυτές οι μικροπρεπείς τοπικές κι εθνικές απόψεις να υποχωρήσουν, προκειμένου η πάλη της εποχής μας να μπορέσει να γίνει γενική, ανθρώπινη· ήταν απαραίτητο η θεωρία της ατομικής ιδιοκτησίας να εγκαταλείψει το στενά εμπειρικό, γυμνά αντικειμενικιστικό τρόπο έρευνας και να αποκτήσει έναν επιστημονικό χαρακτήρα, που την κατέστησε υπεύθυνη επίσης για τις συνέπειες, μεταφέροντας έτσι το ζήτημα σε ένα πανανθρώπινο επίπεδο· ήταν απαραίτητο να φτάσει η ανηθικότητα που περιεχόταν στην παλιά πολιτική οικονομία στο αποκορύφωμά της μέσα από την προσπάθεια άρνησής της και την εισαγωγή της υποκρισίας ως αναγκαίας συνέπειας αυτής της προσπάθειας. Όλα αυτά βρίσκονται στη φύση του συγκεκριμένου ζητήματος. Ευχαρίστως παραδεχόμαστε ότι μόνο μέσα από τη θεμελίωση και την εφαρμογή της ελευθερίας του εμπορίου είμαστε σε θέση να πάμε πιο πέρα από την πολιτική οικονομία της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να έχουμε το δικαίωμα να εκθέσουμε την πλήρη θεωρητική και πρακτική μηδαμινότητα αυτής της ελευθερίας του εμπορίου.
Όσο πιο κοντά στον καιρό μας βρίσκονται οι οικονομολόγοι τους οποίους πρέπει να κρίνουμε τόσο πιο αυστηρή πρέπει να είναι η κρίση μας. Και αυτό γιατί, ενώ ο Σμιθ και ο Μάλθους βρήκαν έτοιμα μονάχα μεμονωμένα κομμάτια, οι νεότεροι οικονομολόγοι είχαν μπροστά τους ολόκληρο το σύστημα· όλα τα συμπεράσματα είχαν βγει, οι αντιφάσεις είχαν έρθει ξεκάθαρα στο φως. Παρόλ’ αυτά, δεν προχώρησαν σε εξέταση των προϋποθέσεων και συνέχισαν να παίρνουν πάνω τους την ευθύνη για ολόκληρο το σύστημα. Όσο πιο κοντά έρχονται οι οικονομολόγοι στο σήμερα τόσο πιο πολύ απομακρύνονται από την ειλικρίνεια. Με την πάροδο του χρόνου, η σοφιστεία αναγκαστικά αυξάνεται, έτσι ώστε η πολιτική οικονομία να διατηρηθεί στο ύψος των καιρών. Γι’ αυτόν το λόγο, για παράδειγμα, ο Ρικάρντο είναι πιο ένοχος από τον Άνταμ Σμιθ και οι Μακ Κούλοχ και Μιλ πιο ένοχοι από τον Ρικάρντο.
Η νεότερη πολιτική οικονομία δεν μπορεί να εκτιμήσει σωστά ούτε το εμποροκρατικό σύστημα, γιατί αυτή η ίδια είναι μονόπλευρη και ακόμα βασανίζεται από τους όρους του. Μόνο η άποψη εκείνη που υψώνεται πάνω από την αντίθεση μεταξύ των δύο συστημάτων, που ασκεί κριτική στις προϋποθέσεις που είναι κοινές και στα δύο και ξεκινά από μια καθαρά ανθρώπινη, γενική βάση, θα μπορέσει να βάλει και τα δύο στη σωστή τους θέση. Θα αποδειχτεί ότι οι υπερασπιστές της ελευθερίας του εμπορίου είναι χειρότεροι οπαδοί του μονοπωλίου από τους ίδιους τους παλιούς εμποροκράτες. Θα αποδειχτεί ότι πίσω από την υποκριτική ανθρωπιά των νεότερων κρύβεται μια βαρβαρότητα που οι παλιοί δε γνώριζαν καθόλου· ότι η εννοιολογική σύγχυση των παλιών είναι απλή και συνεπής έναντι της διπρόσωπης λογικής των αντιπάλων τους και ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να μέμφεται την άλλη για κάτι που δε θα στρεφόταν και εναντίον της. Γι’ αυτό και η νεότερη φιλελεύθερη πολιτική οικονομία δεν μπορεί να κατανοήσει την παλινόρθωση του εμποροκρατικού συστήματος από τον Λιστ, ενώ για μας το ζήτημα είναι εξαιρετικά απλό. Η ασυνέπεια και η αμφισημία της φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας πρέπει αναγκαστικά να διαλυθεί ξανά στα βασικά συστατικά της μέρη. Όπως ακριβώς η θεολογία πρέπει είτε να οπισθοδρομήσει στην τυφλή πίστη είτε να εξελιχτεί προς την ελεύθερη φιλοσοφία, έτσι και η ελευθερία του εμπορίου πρέπει να παραγάγει από τη μια μεριά την παλινόρθωση του μονοπωλίου και από την άλλη την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας.
Η μόνη θετική πρόοδος που έχει πραγματοποιήσει η φιλελεύθερη πολιτική οικονομία είναι η ανάπτυξη των νόμων της ατομικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, αυτοί οι νόμοι εμπεριέχονται σε αυτήν, έστω και αν δεν είναι ακόμα πλήρως επεξεργασμένοι και ξεκάθαρα εκφρασμένοι. Από εδώ προκύπτει ότι σε όλα τα ζητήματα που αφορούν την απόφαση σχετικά με το συντομότερο δρόμο προς τον πλούτο, δηλαδή σε όλες τις αυστηρά οικονομικές διενέξεις, οι υπερασπιστές της ελευθερίας του εμπορίου έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Εννοείται (ότι έχουν δίκιο, σ.τ.μ.) στις διαμάχες με τους οπαδούς του μονοπωλίου, όχι με τους αντίπαλους της ατομικής ιδιοκτησίας, καθώς, όπως έχουν δείξει στην πράξη και στη θεωρία εδώ και καιρό οι Άγγλοι σοσιαλιστές, οι αντίπαλοι της ατομικής ιδιοκτησίας είναι ικανοί να λύνουν ορθότερα τα οικονομικά ζητήματα και από την οικονομική άποψη.
Στην κριτική, επομένως, της πολιτικής οικονομίας θα εξετάσουμε τις βασικές κατηγορίες, θα αποκαλύψουμε την αντίφαση που εισήγαγε το σύστημα της ελευθερίας του εμπορίου και θα αναδείξουμε τις συνέπειες που προκύπτουν και από τις δύο πλευρές της αντίφασης.

* * *

Ο όρος «εθνικός πλούτος» προέκυψε μόνο ως αποτέλεσμα του πάθους των φιλελεύθερων οικονομολόγων για γενικεύσεις. Όσο υπάρχει ατομική ιδιοκτησία, ο όρος αυτός δεν έχει κανένα νόημα. Ο «εθνικός πλούτος» των Άγγλων είναι πολύ μεγάλος και, παρόλ’ αυτά, είναι ο πιο φτωχός λαός κάτω από τον ήλιο. Πρέπει να ξεφορτωθούμε αυτόν τον όρο, είτε να αποδεχτούμε τέτοιες προϋποθέσεις που θα του δώσουν νόημα. Το ίδιο ισχύει για τους όρους «εθνική οικονομία και πολιτική», «δημόσια οικονομία». Στις παρούσες συνθήκες η επιστήμη αυτή θα έπρεπε να ονομάζεται ιδιωτική οικονομία, μια που οι δημόσιες διασυνδέσεις της υπάρχουν μόνο προς το συμφέρον της ατομικής ιδιοκτησίας.

* * *

Η άμεση συνέπεια της ατομικής ιδιοκτησίας είναι το εμπόριο, η αμοιβαία ανταλλαγή των αναγκαίων, η αγορά και η πώληση. Το εμπόριο αυτό, όπως και κάθε δραστηριότητα, πρέπει κάτω από την κυριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας να γίνεται μια άμεση πηγή βιοπορισμού για τον έμπορο· ο καθένας δηλαδή πρέπει να επιζητεί να πουλά όσο το δυνατόν ακριβότερα και να αγοράζει όσο το δυνατό φθηνότερα. Σε κάθε αγορά και πώληση, επομένως, δύο άνθρωποι με απόλυτα αντιτιθέμενα συμφέροντα στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο· η σύγκρουση είναι σαφέστατα εχθρική, γιατί ο καθένας γνωρίζει τις προθέσεις του άλλου, γνωρίζει ότι αυτές είναι αντίθετες με τις δικές του. Επομένως, η πρώτη συνέπεια είναι, από τη μια μεριά, μια αμοιβαία δυσπιστία και, από την άλλη, η δικαιολόγηση αυτής της δυσπιστίας, η εφαρμογή ανήθικων μέσων προκειμένου να επιτευχθεί ένας ανήθικος σκοπός. Έτσι, για παράδειγμα, η βασική θεμελιώδης αρχή του εμπορίου είναι η μυστικότητα, η απόκρυψη όλων όσων θα μπορούσαν να μειώσουν την αξία του υπό συζήτηση αντικειμένου (σ.τ.μ. Artikel). Το συμπέρασμα είναι το εξής: Στο εμπόριο επιτρέπεται να εκμεταλλεύεται κανείς στο έπακρο την άγνοια, την εμπιστοσύνη της αντίπαλης μεριάς και, παρομοίως, να αποδίδει στο δικό του εμπόρευμα ιδιότητες που αυτό δεν έχει. Με μία λέξη, το εμπόριο συνιστά νόμιμη απάτη. Κάθε έμπορος που θα ήθελε να είναι ειλικρινής θα μπορούσε να βεβαιώσει ότι η πρακτική είναι σύμφωνη με αυτήν τη θεωρία.
Το εμποροκρατικό σύστημα είχε ακόμα μια ορισμένη χοντροκομμένη Καθολική ευθύτητα και δε συγκάλυπτε στο ελάχιστο την ανήθικη φύση του εμπορίου. Είδαμε πόσο ανοιχτά επιδείκνυε τη μοχθηρή πλεονεξία του. Η αμοιβαία εχθρική στάση των εθνών κατά το 18ο αιώνα, ο σιχαμερός φθόνος και η εμπορική ζηλοφθονία αποτελούσαν τη λογική συνέπεια του εμπορίου γενικά. Η κοινή γνώμη δεν είχε ακόμα εξανθρωπιστεί. Γιατί, επομένως, να αποκρύπτουν πράγματα που προέκυπταν από την ίδια την απάνθρωπη, εχθρική φύση του ίδιου του εμπορίου;
Όταν όμως ο Λούθηρος της πολιτικής οικονομίας4 Άνταμ Σμιθ άσκησε κριτική στη μέχρι τότε πολιτική οικονομία, τα πράγματα είχαν αλλάξει πολύ. Ο αιώνας είχε εξανθρωπιστεί, ίσχυε ο λόγος, η ηθικότητα άρχισε να διεκδικεί το προαιώνιο δικαίωμά της. Οι αποσπασμένες με τη βία εμπορικές συμφωνίες, οι εμπορικοί πόλεμοι, η έντονη απομόνωση των εθνών προσέβαλαν πολύ έντονα την προχωρημένη συνείδηση. Στη θέση της Καθολικής ευθύτητας ήρθε η Προτεσταντική υποκρισία. Ο Σμιθ απέδειξε ότι και ο ανθρωπισμός θεμελιώθηκε στη φύση του εμπορίου· ότι το εμπόριο έπρεπε να γίνει «μεταξύ των εθνών, όπως και μεταξύ των ατόμων, ένας δεσμός ενότητας και φιλίας», αντί να είναι «η πιο γόνιμη πηγή διαμάχης κι εχθρότητας» (βλ. Ο Πλούτος των Εθνών, βιβλίο 4, κεφ. 3, παρ. 2)· είναι στη φύση των πραγμάτων, όπως λένε, ότι το εμπόριο γενικά είναι επωφελές για όλους όσοι συμμετέχουν σε αυτό.
Ο Σμιθ είχε δίκιο όταν επαινούσε το εμπόριο ως ανθρωπιστικό. Δεν υπάρχει τίποτε απόλυτα ανήθικο στον κόσμο· ακόμα και το εμπόριο έχει μια πλευρά στην οποία αποτίει φόρο τιμής στην ηθικότητα και την ανθρωπιά. Αλλά τι φόρο τιμής! Το δίκιο του ισχυρότερου, η φανερή ληστεία στους δρόμους του Μεσαίωνα εξανθρωπίστηκε όταν πέρασε στο εμπόριο, το εμπόριο εξανθρωπίστηκε όταν το πρώτο του στάδιο, που χαρακτηριζόταν από την απαγόρευση εξαγωγής χρήματος, πέρασε στο εμποροκρατικό σύστημα. Τώρα αυτό το ίδιο σύστημα εξανθρωπίστηκε. Είναι, φυσικά, προς το συμφέρον του εμπόρου να διατηρεί καλές σχέσεις με αυτόν από τον οποίο αγοράζει φθηνά, όπως και με αυτόν στον οποίο πουλά ακριβά. Επομένως, ένα έθνος δρα με μεγάλη απερισκεψία όταν δημιουργεί αισθήματα έχθρας στους προμηθευτές και καταναλωτές του. Όσο πιο φιλικοί τόσο πιο επωφελές είναι αυτό για το έθνος. Αυτός είναι ο ανθρωπισμός του εμπορίου και αυτός ο υποκριτικός τρόπος κατάχρησης της ηθικής για ανήθικους σκοπούς αποτελεί το καμάρι του συστήματος της ελευθερίας του εμπορίου. «Μήπως δεν ανατρέψαμε τη βαρβαρότητα των μονοπωλίων;», κραυγάζουν οι υποκριτές, «μήπως δε φέραμε τον πολιτισμό σε μακρινά μέρη του κόσμου; Μήπως δεν προκαλέσαμε τη συναδέλφωση των λαών και δεν περιορίσαμε τον αριθμό των πολέμων;». Ναι, τα κάνατε όλα αυτά, αλλά πώς τα κάνατε! Καταστρέψατε τα μικρά μονοπώλια προκειμένου το ένα μεγάλο βασικό μονοπώλιο, η ιδιοκτησία, να μπορεί να δρα πιο ελεύθερα και ανεμπόδιστα· εκπολιτίσατε τις άκρες της Γης προκειμένου να κερδίσετε νέα εδάφη για την ανάπτυξη της άθλιας πλεονεξίας σας· συναδελφώσατε τους λαούς, αλλά σε μια αδελφοσύνη των ληστών, και μειώσατε τους πολέμους για να κερδίσετε περισσότερα στην ειρήνη, για να εντείνετε στο έπακρο την εχθρότητα μεταξύ των ατόμων, τον άτιμο πόλεμο του ανταγωνισμού! Πού κάνατε το οτιδήποτε από καθαρό ανθρωπισμό, από τη συνειδητοποίηση της ματαιότητας της αντίφασης ανάμεσα στο γενικό και το ατομικό συμφέρον; Υπήρξατε ποτέ ηθικοί δίχως να κυριαρχείστε από το συμφέρον, δίχως να συντηρείτε στο πίσω μέρος του μυαλού σας ανήθικα, εγωιστικά κίνητρα;
Διαλύοντας τις εθνότητες, η φιλελεύθερη πολιτική οικονομία έκανε το καλύτερο που μπορούσε ώστε να γενικευτεί η εχθρότητα, να μεταμορφωθεί η ανθρωπότητα σε μια ορδή λυσσασμένων θηρίων (γιατί τι άλλο είναι οι ανταγωνιστές;) που καταβροχθίζουν το ένα το άλλο, ακριβώς επειδή το καθένα έχει τα ίδια συμφέροντα με όλα τα άλλα –μετά από το προπαρασκευαστικό αυτό έργο δεν της απέμενε παρά ένα βήμα πριν την επίτευξη του στόχου, η διάλυση της οικογένειας. Για να την επιτύχει, έσπευσε να την βοηθήσει η γλυκιά της εφεύρεση, το εργοστασιακό σύστημα. Το τελευταίο ίχνος του κοινού συμφέροντος, η κοινοκτημοσύνη της οικογένειας, υπονομεύτηκε από το εργοστασιακό σύστημα και –τουλάχιστον εδώ στην Αγγλία– βρίσκεται ήδη στη φάση της διάλυσης. Είναι κάτι εντελώς συνηθισμένο τα παιδιά, αμέσως μόλις γίνονται ικανά για εργασία (δηλαδή μόλις φτάνουν την ηλικία των εννέα χρόνων) να ξοδεύουν μόνα τους το μισθό τους, να αντιμετωπίζουν το πατρικό τους σαν ένα απλό οικοτροφείο και να δίνουν στους γονείς τους ένα ορισμένο ποσό για φαγητό και διαμονή. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Τι άλλο θα μπορούσε να προκύψει από το διαχωρισμό των συμφερόντων, που βρίσκεται στη βάση του συστήματος της ελευθερίας του εμπορίου; Εφόσον μια αρχή τεθεί σε κίνηση, τότε η ίδια δρα αδιάκοπα μέσω των συνεπειών της, ανεξάρτητα από το αν αυτό αρέσει στους οικονομολόγους ή όχι.
Αλλά ο οικονομολόγος δε γνωρίζει ο ίδιος τι υπηρετεί. Δε γνωρίζει ότι, με όλο τον εγωιστικό συλλογισμό του, βάζει ακόμα έναν κρίκο στην αλυσίδα της γενικής προόδου της ανθρωπότητας. Δε γνωρίζει ότι μέσα από τη διάλυση όλων των επιμέρους συμφερόντων ανοίγει το δρόμο για τη μεγάλη αλλαγή προς την οποία οδεύει ο αιώνας, τη συμφιλίωση της ανθρωπότητας με τη φύση και με τον εαυτό της.

* * *

Η επόμενη κατηγορία που δημιουργήθηκε από το εμπόριο είναι η αξία. Σχετικά με αυτήν, όπως και σχετικά με όλες τις άλλες κατηγορίες, δεν υπάρχει κανένας καβγάς μεταξύ των παλιότερων και των νεότερων οικονομολόγων, μια που οι οπαδοί του μονοπωλίου, μέσα στο άμεσο πάθος τους για πλουτισμό, δεν είχαν καθόλου χρόνο να ασχοληθούν με κατηγορίες. Όλα τα επίμαχα ζητήματα αυτού του είδους προέκυψαν από τους νεότερους.
Για τον οικονομολόγο που ζει με τις αντιθέσεις υπάρχει φυσικά μια διπλή αξία· η αφηρημένη ή πραγματική αξία και η ανταλλακτική αξία. Σχετικά με τη φύση της πραγματικής αξίας, υπήρξε ένας μακροχρόνιος καβγάς μεταξύ των Άγγλων, που όριζαν το κόστος παραγωγής ως έκφραση της πραγματικής αξίας, και το Γάλλο Σέι, που υποστήριζε ότι αυτή η αξία μετριέται με τη χρησιμότητα ενός αντικειμένου. Ο συγκεκριμένος καβγάς αιωρείται από τις αρχές αυτού του αιώνα κι έχει περάσει σε αδράνεια, δεν έχει κριθεί. Οι οικονομολόγοι δεν μπορούν να αποφασίσουν τίποτα.
Έτσι, οι Άγγλοι –ιδιαίτερα ο Μακ Κούλοχ και ο Ρικάρντο– υποστηρίζουν ότι η αφηρημένη αξία ενός αντικειμένου καθορίζεται από το κόστος παραγωγής. Εννοείται η αφηρημένη αξία, όχι η ανταλλακτική, η exchangeable value, η αξία στο εμπόριο –αυτή, λένε, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Γιατί το κόστος παραγωγής είναι το μέτρο της αξίας; Γιατί –ακούσατε, ακούσατε!– γιατί κανένας, σε συνηθισμένες συνθήκες και αφήνοντας έξω από το παιχνίδι τον ανταγωνισμό, δε θα πουλούσε ένα πράγμα φθηνότερα απ’ ό,τι του στοίχισε η παραγωγή του –θα πουλούσε; Γιατί ασχολούμαστε εδώ με την «πώληση», αφού δεν πρόκειται για την εμπορική αξία; Έχουμε, λοιπόν, ξανά στο παιχνίδι το εμπόριο, το οποίο υποτίθεται ότι θα έπρεπε ειδικά να το αφήσουμε στην άκρη –και τι εμπόριο! Ένα εμπόριο στο οποίο το κύριο, ο ανταγωνισμός, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη! Πρώτα μια αφηρημένη αξία, τώρα κι ένα αφηρημένο εμπόριο, ένα εμπόριο δίχως ανταγωνισμό, δηλαδή ένας άνθρωπος δίχως σώμα, μια σκέψη δίχως ένα μυαλό για να παράγει σκέψεις. Και δε σκέφτεται καθόλου ο οικονομολόγος ότι, μόλις ο ανταγωνισμός βγει από το παιχνίδι, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ο παραγωγός θα πουλήσει το εμπόρευμά του ακριβώς στο κόστος παραγωγής; Τι σύγχυση!
Παρακάτω! Ας παραδεχτούμε για μια στιγμή ότι όλα είναι έτσι όπως τα λέει ο οικονομολόγος. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος με φοβερό κόπο και τεράστιο κόστος παρήγαγε κάτι που είναι απόλυτα άχρηστο, κάτι που κανένας δεν επιθυμεί –αξίζει και αυτό όσο το κόστος παραγωγής του; Κάθε άλλο, λέει ο οικονομολόγος, ποιος θα θελήσει να το αγοράσει; Έτσι, ξαφνικά έχουμε όχι μόνο την περιβόητη χρησιμότητα του Σέι, αλλά –μαζί με την «αγορά»– και τον ανταγωνισμό. Δεν είναι δυνατόν, ο οικονομολόγος δεν μπορεί ούτε για μια στιγμή να μείνει πιστός στην αφαίρεσή του. Όχι μόνο αυτό που με δυσκολία θέλει να απομακρύνει –ο ανταγωνισμός– αλλά και αυτό το οποίο επικρίνει –η χρησιμότητα– ξεφυτρώνουν ανά πάσα στιγμή. Η αφηρημένη αξία και ο ορισμός της μέσω του κόστους παραγωγής είναι μόνο αφαιρέσεις, παραλογισμοί.
Αλλά αν προς στιγμή δώσουμε για μια ακόμα φορά δίκιο στον οικονομολόγο, πώς μπορεί να μας ορίσει το κόστος παραγωγής δίχως να λάβει υπόψη τον ανταγωνισμό; Όταν θα μελετήσουμε το κόστος παραγωγής, θα δούμε ότι και αυτή η κατηγορία είναι βασισμένη στον ανταγωνισμό και εδώ επίσης γίνεται καθαρό πόσο λίγο μπορεί ο οικονομολόγος να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του.
Αν περάσουμε στον Σέι, βρίσκουμε την ίδια αφαίρεση. Η χρησιμότητα ενός αντικειμένου είναι κάτι τελείως υποκειμενικό, που δεν επιδέχεται απόλυτο ορισμό –τουλάχιστον για όσο ο άνθρωπος στριφογυρνάει σε αντιθέσεις. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα είδη πρώτης ανάγκης θα έπρεπε να έχουν μεγαλύτερη αξία από τα είδη πολυτελείας. Ο μόνος δυνατός δρόμος να φτάσει κανείς σε μια οσοδήποτε αντικειμενική, φαινομενικά γενική απόφαση σχετικά με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη χρησιμότητα ενός αντικειμένου, σε συνθήκες κυριαρχίας της ατομικής ιδιοκτησίας, είναι ο ανταγωνισμός, αυτός όμως είναι το στοιχείο που πρέπει να παραμεριστεί. Αλλά αν αποδεχτούμε τις σχέσεις ανταγωνισμού, τότε εμφανίζεται μαζί τους και το κόστος παραγωγής, διότι κανένας δε θα πουλήσει για λιγότερο απ’ όσο ο ίδιος επένδυσε στην παραγωγή. Έτσι και εδώ η μια πλευρά της αντίθεσης περνά, ακούσια, στην άλλη.
Ας δοκιμάσουμε να αποσαφηνίσουμε αυτήν τη σύγχυση. Η αξία ενός αντικειμένου περιέχει και τους δύο παράγοντες, οι οποίοι διαχωρίζονται από τις αντιπαρατιθέμενες πλευρές με τη βία και, όπως είδαμε, ανεπιτυχώς. Η αξία είναι η σχέση του κόστους παραγωγής προς τη χρησιμότητα. Η επόμενη εφαρμογή της αξίας είναι η απόφαση σχετικά με το αν ένα πράγμα πρέπει γενικά να παραχθεί, δηλαδή σχετικά με το αν η χρησιμότητα εξισορροπεί το κόστος παραγωγής. Μόνο τότε μπορεί να γίνει λόγος περί εφαρμογής της αξίας για την ανταλλαγή. Αν το κόστος παραγωγής δύο πραγμάτων είναι ίσο, το αποφασιστικό στοιχείο στον καθορισμό της συγκριτικής τους αξίας θα είναι η χρησιμότητα.
Αυτή είναι η μοναδική δικαιολογημένη βάση της ανταλλαγής. Αν όμως ξεκινάει κανείς από αυτήν, τότε ποιος πρέπει να αποφασίσει για τη χρησιμότητα ενός αντικειμένου; Αρκεί η γνώμη –και μόνο– αυτών που συμμετέχουν; Τότε, σε κάθε περίπτωση, ο ένας θα εξαπατηθεί. Ή πρέπει να υποθέσουμε έναν ορισμό που θεμελιώνεται στην εγγενή χρησιμότητα του πράγματος, έναν ορισμό ανεξάρτητο από τα ενδιαφερόμενα μέρη και μη προφανή σε αυτά; Έτσι, η ανταλλαγή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από καταναγκασμό και ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του εξαπατημένο. Η αντίφαση μεταξύ της πραγματικής, της εγγενούς χρησιμότητας του αντικειμένου και του καθορισμού αυτής της χρησιμότητας, μεταξύ του καθορισμού της χρησιμότητας και της ελευθερίας αυτών που ανταλλάσσουν δεν μπορεί να ξεπεραστεί δίχως να ξεπεραστεί η ατομική ιδιοκτησία· και μόλις αυτή ξεπεραστεί, ούτε λόγος πια για ανταλλαγή, έτσι όπως υπάρχει σήμερα. Η πρακτική εφαρμογή της έννοιας της αξίας θα περιορίζεται τότε όλο και πιο πολύ στην απόφαση σχετικά με την παραγωγή, και αυτή είναι η πραγματική της σφαίρα.
Αλλά πώς έχουν τα πράγματα σήμερα; Είδαμε ότι η έννοια της αξίας έχει κατακερματιστεί βίαια και ότι καθεμιά από τις διαφορετικές πλευρές της παρουσιάζεται σαν η συνολική. Το κόστος παραγωγής, διαστρεβλωμένο εξαρχής από τον ανταγωνισμό, θεωρείται το ίδιο αξία· το ίδιο και η απλή υποκειμενική χρησιμότητα, καθώς καμιά άλλη δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα. Για να βοηθήσουμε να σταθούν στα πόδια τους οι κουτσοί αυτοί ορισμοί, πρέπει και στις δύο περιπτώσεις να χρησιμοποιήσουμε τον ανταγωνισμό· και το καλύτερο εδώ είναι ότι για τους Άγγλους, όταν μιλάνε για το κόστος παραγωγής, ο ανταγωνισμός παίρνει τη θέση της χρησιμότητας, ενώ, αντίστροφα, για τον Σέι, όταν μιλάει για τη χρησιμότητα, ο ανταγωνισμός συνεπιφέρει το κόστος παραγωγής. Τι είδους όμως χρησιμότητα, τι είδους κόστος παραγωγής συνεπιφέρει! Η χρησιμότητά του εξαρτάται από την τύχη, από τη μόδα, από τα καπρίτσια των πλουσίων. Το κόστος παραγωγής του ανεβοκατεβαίνει ανάλογα με την τυχαία σχέση της ζήτησης και της προσφοράς.
Η διαφορά μεταξύ πραγματικής αξίας και ανταλλακτικής αξίας βασίζεται σε ένα γεγονός –συγκεκριμένα, στο ότι η αξία ενός πράγματος διαφέρει από το λεγόμενο ισοδύναμο που δίνεται γι’ αυτό στο εμπόριο, δηλαδή στο ότι αυτό το ισοδύναμο δεν αποτελεί ισοδύναμο. Το λεγόμενο ισοδύναμο είναι η τιμή του πράγματος και, αν ο οικονομολόγος ήταν τίμιος, θα χρησιμοποιούσε αυτήν τη λέξη για την «εμπορική αξία». Αλλά πρέπει ακόμα να διατηρήσει κάποιας μορφής πρόσχημα ότι η τιμή συνδέεται κάπως με την αξία, για να μη βγει καθαρά στο φως η ανηθικότητα του εμπορίου. Είναι, όμως, πολύ σωστό και θεμελιώδης νόμος της ατομικής ιδιοκτησίας ότι η τιμή ορίζεται από την αλληλεπίδραση του κόστους παραγωγής και του ανταγωνισμού. Ο απλός αυτός εμπειρικός νόμος ήταν ο πρώτος που ανακαλύφθηκε από τον οικονομολόγο και από το νόμο αυτό έκανε την αφαίρεση της «πραγματικής αξίας», δηλαδή της τιμής, τη στιγμή που ο ανταγωνισμός βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας, όταν η ζήτηση και η προσφορά αλληλοκαλύπτονται. Τότε, φυσικά αυτό που απομένει είναι το κόστος παραγωγής και αυτό είναι που ο οικονομολόγος αποκαλεί «πραγματική αξία», ενώ είναι απλά μια συγκεκριμένη πλευρά της τιμής. Έτσι, το καθετί στην πολιτική οικονομία στέκεται με το κεφάλι κάτω· η αξία, ο πρωτογενής παράγοντας, η πηγή της τιμής, παρουσιάζεται σαν εξαρτώμενη από την τιμή, από το ίδιο της το προϊόν. Όπως είναι γνωστό, αυτή η αντιστροφή αποτελεί την ουσία της αφαίρεσης –σχετικά με αυτό, δες τον Φόιερμπαχ.

* * *

Σύμφωνα με τον οικονομολόγο, το κόστος παραγωγής ενός εμπορεύματος αποτελείται από τρία στοιχεία: Την πρόσοδο για το κομμάτι γης που είναι αναγκαίο για την παραγωγή της πρώτης ύλης, το κεφάλαιο με το κέρδος του και το μισθό για την εργασία που ήταν απαραίτητη για την παραγωγή και τη μεταποίηση. Γίνεται όμως αμέσως εμφανές ότι το κεφάλαιο και η εργασία είναι ταυτόσημα, μια που οι ίδιοι οι οικονομολόγοι ομολογούν ότι το κεφάλαιο είναι «συσσωρευμένη εργασία». Μας απομένουν λοιπόν μόνο δύο πλευρές –η φυσική, αντικειμενική πλευρά, η γη, και η ανθρώπινη, υποκειμενική πλευρά, η εργασία, που περιλαμβάνει το κεφάλαιο και, εκτός από το κεφάλαιο, έναν τρίτο παράγοντα που ο οικονομολόγος δεν τον σκέφτεται καθόλου, και αναφέρομαι στο διανοητικό στοιχείο της εφεύρεσης, της σκέψης, στο πλάι του σωματικού στοιχείου της καθαρής εργασίας. Τι δουλειά έχει ο οικονομολόγος με την εφευρετικότητα; Δεν έχουν άραγε πέσει όλες οι εφευρέσεις στην αγκαλιά του δίχως την παραμικρή προσπάθεια από μεριάς του; Του στοίχισε το παραμικρό έστω και μία από αυτές; Τι τον νοιάζει γι’ αυτές κατά τον υπολογισμό του κόστους παραγωγής; Η γη, το κεφάλαιο και η εργασία αποτελούν γι’ αυτόν τις προϋποθέσεις του πλούτου και δε χρειάζεται τίποτα περισσότερο. Η επιστήμη δεν τον απασχολεί. Τι τον ενδιαφέρει αν η επιστήμη τού έχει προσφέρει δώρα μέσω του Μπερτολέ (Berthollet), του Ντέιβι (Davy), του Λίμπιγκ (Liebig), του Βατ (Watt), του Κάρτραϊτ (Cartwright)5 κλπ. –δώρα που έχουν ωφελήσει αυτόν και την παραγωγή του υπέρμετρα– τι μ’ αυτό; Δε γνωρίζει πώς να υπολογίσει τέτοια ζητήματα. Η πρόοδος της επιστήμης υπερβαίνει τους αριθμούς του. Σε μια ορθολογική όμως τάξη πραγμάτων, που έχει προχωρήσει πέρα από το διαχωρισμό των συμφερόντων που συναντάμε στον οικονομολόγο, το διανοητικό στοιχείο πράγματι θα ανήκει στα στοιχεία της παραγωγής και θα βρει τη θέση του και στην πολιτική οικονομία ανάμεσα στα στοιχεία του κόστους παραγωγής. Και σ’ αυτήν την περίπτωση είναι σίγουρα ικανοποιητικό να γνωρίζει κανείς ότι η ανάπτυξη της επιστήμης φέρνει και την υλική της ανταμοιβή, να γνωρίζει ότι ένας μόνο καρπός της επιστήμης, όπως η ατμομηχανή του Τζέιμς Βατ, έχει δώσει στον κόσμο μέσα στα πρώτα πενήντα χρόνια της ύπαρξής της περισσότερα απ’ όσα ο κόσμος εξαρχής έχει δώσει για την ανάπτυξη της επιστήμης.
Έχουμε λοιπόν δύο στοιχεία της παραγωγής, τη φύση και τον άνθρωπο, με τον άνθρωπο να δραστηριοποιείται σωματικά και πνευματικά, και μπορούμε τώρα να επιστρέψουμε στον οικονομολόγο και το κόστος παραγωγής του.

* * *

Αυτό που δεν μπορεί να μονοπωληθεί δεν έχει αξία, λέει ο οικονομολόγος –ένα θεώρημα που θα εξετάσουμε πιο διεξοδικά στη συνέχεια. Αν πούμε δεν έχει τιμή, τότε το θεώρημα είναι σωστό για την τάξη πραγμάτων που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία. Αν η γη μπορούσε να αποκτηθεί τόσο εύκολα όσο ο αέρας, τότε κανένας δε θα πλήρωνε γαιοπρόσοδο. Επειδή όμως αυτό δε συμβαίνει, αλλά, αντίθετα, η έκταση της ιδιοποιημένης γης είναι σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση περιορισμένη, ο καθένας αναγκάζεται να πληρώνει γαιοπρόσοδο για την ιδιοποιημένη, δηλαδή για τη μονοπωλημένη γη, ή να την αγοράζει στην τιμή πώλησής της. Μετά από αυτήν την πληροφορία σχετικά με τη γένεση της αξίας της γης, είναι πολύ παράξενο να ακούει κανείς από τον οικονομολόγο ότι η γαιοπρόσοδος αποτελεί τη διαφορά ανάμεσα στην απόδοση του χωραφιού, που αποδίδει γαιοπρόσοδο, και του χειρότερου χωραφιού, που καλύπτει μόνο τη δαπάνη της εργασίας για την καλλιέργειά του. Όπως είναι γνωστό, αυτός είναι ο ορισμός της γαιοπροσόδου όπως αναπτύχθηκε πλήρως για πρώτη φορά από τον Ρικάρντο. Πράγματι, ο ορισμός αυτός είναι πρακτικά σωστός, με την προϋπόθεση ότι μια μείωση της ζήτησης αντανακλάται αμέσως στη γαιοπρόσοδο και θέτει άμεσα εκτός καλλιέργειας μια αντίστοιχη έκταση από τη χειρότερη καλλιεργημένη γη. Μόνο αυτό δε συμβαίνει, και γι’ αυτό ο ορισμός είναι ανεπαρκής. Επιπλέον, δεν περιλαμβάνει την αιτιότητα της γαιοπροσόδου και γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να τον εγκαταλείψουμε. Σε αντίθεση με τον ορισμό αυτό, ο συνταγματάρχης Τόμσον (T. P. Thompson), ο υπέρμαχος της Λίγκας εναντίον του Νόμου για τα Σιτηρά (Anti-Corn Law League)6, επανέφερε τον ορισμό του Άνταμ Σμιθ και τον τεκμηρίωσε. Σύμφωνα με αυτόν, η γαιοπρόσοδος είναι η σχέση ανάμεσα στον ανταγωνισμό εκείνων που αιτούνται τη χρησιμοποίηση της γης και την περιορισμένη ποσότητα διαθέσιμης γης. Εδώ έχουμε τουλάχιστον μια επιστροφή στην πηγή της γαιοπροσόδου· η εξήγηση όμως αυτή αφήνει απ’ έξω τη διαφοροποιημένη γονιμότητα της γης, όπως ακριβώς ο προηγούμενος ορισμός άφηνε στο περιθώριο τον ανταγωνισμό.
Έχουμε λοιπόν ξανά δύο μονόπλευρους και κατά συνέπεια μισούς ορισμούς για ένα αντικείμενο. Όπως και στην περίπτωση της έννοιας της αξίας, θα χρειαστεί ξανά να συνδυάσουμε αυτούς τους δύο ορισμούς, προκειμένου να βρούμε το σωστό ορισμό που προκύπτει από την εξέλιξη του ίδιου του αντικειμένου και αγκαλιάζει ολόκληρη την πρακτική. Η γαιοπρόσοδος είναι η σχέση ανάμεσα στη φυσική πλευρά, την παραγωγικότητα της γης (που, με τη σειρά της, αποτελείται από τη φυσική γονιμότητα και από την ανθρώπινη καλλιέργεια –την εργασία που δαπανήθηκε για να επιτευχθούν βελτιώσεις) και την ανθρώπινη πλευρά, τον ανταγωνισμό. Οι οικονομολόγοι θα κουνούσαν το κεφάλι τους με αυτόν τον «ορισμό». Θα ανακαλύψουν όμως με τρόμο ότι αυτός ο ορισμός αγκαλιάζει καθετί που σχετίζεται με το ζήτημα.
Ο γαιοκτήμονας δεν μπορεί να κατηγορήσει τον έμπορο για κάτι.
Με το να μονοπωλεί τη γη, κλέβει. Κλέβει με το να εκμεταλλεύεται προς το συμφέρον του την αύξηση του πληθυσμού, που αυξάνει τον ανταγωνισμό και, επομένως, την αξία του κτήματός του, μετατρέποντας σε πηγή προσωπικού οφέλους κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε μέσα από δική του προσωπική δουλειά, κάτι που έγινε δικό του εντελώς τυχαία. Όταν εκμισθώνει, κλέβει με το να αρπάζει στο τέλος και πάλι για τον εαυτό του τις βελτιώσεις που πραγματοποίησε ο ενοικιαστής του. Αυτό είναι το μυστικό του ολοένα και αυξανόμενου πλούτου των μεγάλων γαιοκτημόνων.
Τα αξιώματα τα οποία χαρακτηρίζουν ληστεία τον τρόπο απόκτησης [εισοδήματος, σ.τ.μ.] του γαιοκτήμονα και θεσπίζουν ότι ο καθένας έχει δικαίωμα πάνω στο προϊόν της εργασίας του ή ότι κανένας δεν μπορεί να θερίσει εκεί που δεν έχει σπείρει δεν αποτελούν δικούς μας ισχυρισμούς. Το πρώτο αφήνει απ’ έξω το καθήκον της διατροφής των παιδιών, το δεύτερο στερεί από κάθε γενιά το δικαίωμα ύπαρξης, μια που κάθε γενιά ξεκινά με ό,τι κληρονομεί από την προηγούμενη. Τα αξιώματα αυτά συνιστούν, μάλλον, συνέπειες της ατομικής ιδιοκτησίας. Πρέπει κανένας είτε να εφαρμόσει τα αποτελέσματα είτε να εγκαταλείψει την ατομική ιδιοκτησία ως προϋπόθεση.
Βέβαια, η ίδια η αρχική πράξη ιδιοποίησης δικαιολογείται με τον ισχυρισμό της ακόμα παλιότερης ύπαρξης κοινών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Όπου και αν στραφούμε λοιπόν, η ατομική ιδιοκτησία μάς οδηγεί σε αντιφάσεις.
Το ξεπούλημα της γης, η οποία είναι για μας το πρώτο και το τελευταίο, η πρώτη προϋπόθεση της ύπαρξής μας, αποτέλεσε το τελευταίο βήμα προς το ξεπούλημα του εαυτού μας· ήταν και είναι μέχρι σήμερα μια ανηθικότητα που την ξεπερνά μόνο η ανηθικότητα της εκποίησης του εαυτού μας. Και η αρχική ιδιοποίηση, η μονοπώληση της γης από ένα μικρό αριθμό, ο αποκλεισμός των υπολοίπων από την προϋπόθεση της ζωής τους, δεν υπολείπεται σε τίποτα σε ανηθικότητα από το μεταγενέστερο παζάρι της γης.
Αν εδώ παραιτηθούμε ξανά από την ατομική ιδιοκτησία, η γαιοπρόσοδος μειώνεται στο πραγματικό της, στη σωστή αντίληψη πάνω στην οποία στηρίζεται. Η αξία της γης, που αποκόβεται από αυτήν ως γαιοπρόσοδος, επιστρέφει πίσω στην ίδια τη γη. Βεβαίως, η αξία αυτή, που μετριέται με την παραγωγική ικανότητα ίσων κομματιών γης με ίση γι’ αυτά χρησιμοποιούμενη εργασία, υπολογίζεται ως μέρος του κόστους παραγωγής κατά τον υπολογισμό της αξίας των προϊόντων και, όπως η γαιοπρόσοδος, αποτελεί μια σχέση της παραγωγικής ικανότητας με τον ανταγωνισμό, αλλά με τον πραγματικό ανταγωνισμό, όπως αυτός θα εξελιχτεί όταν έρθει η ώρα του.

 

* * *

Είδαμε ότι το κεφάλαιο και η εργασία αρχικά είναι ταυτόσημα· επιπλέον βλέπουμε, από την εξέλιξη του ίδιου του οικονομολόγου, ότι στη διαδικασία της παραγωγής το κεφάλαιο, το αποτέλεσμα της εργασίας, ξαναγίνεται αμέσως το υπόστρωμα, το υλικό της εργασίας, ότι ο υποτιθέμενος για μια στιγμή διαχωρισμός του κεφαλαίου από την εργασία αμέσως ακυρώνεται ξανά από την ενότητά τους. Κι όμως, ο οικονομολόγος διαχωρίζει το κεφάλαιο από την εργασία, κι όμως, επιμένει σ’ αυτόν το διαχωρισμό, δίχως να αναγνωρίζει την ενότητά τους παρά μόνο μέσω του ορισμού του κεφαλαίου ως «συσσωρευμένης εργασίας». Η διαίρεση μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας που προκύπτει από την ατομική ιδιοκτησία δεν είναι τίποτε άλλο από το διχασμό της ίδιας της εργασίας που αντιστοιχεί σε αυτήν τη διχασμένη κατάσταση και προκύπτει από αυτήν. Και αφού επιτευχθεί αυτός ο διαχωρισμός, το κεφάλαιο χωρίζεται για μία ακόμα φορά στο αρχικό κεφάλαιο και στο κέρδος, την προσαύξηση που παίρνει το κεφάλαιο στο προτσές παραγωγής, παρόλο που στην πράξη το κέρδος ξαναγυρίζει αμέσως στο κεφάλαιο και μπαίνει μαζί του σε κίνηση. Βέβαια, το ίδιο το κέρδος διασπάται σε τόκο και καθαυτό κέρδος. Στην περίπτωση του τόκου, ο παραλογισμός αυτών των διαχωρισμών φτάνει στα άκρα. Η ανηθικότητα του δανεισμού με τόκο, το να λαμβάνεις χωρίς εργασία, απλά και μόνο για ένα δάνειο, μολονότι βασίζεται ήδη στην ατομική ιδιοκτησία, είναι εξαιρετικά κραυγαλέα και έχει προ πολλού αναγνωριστεί γι’ αυτό που πραγματικά είναι από την αμερόληπτη λαϊκή συνείδηση, που σε τέτοια ζητήματα είναι συνήθως σωστή. Όλοι αυτοί οι λεπτοί διαχωρισμοί και διαιρέσεις προκύπτουν από τον αρχικό διαχωρισμό του κεφαλαίου από την εργασία και από την ολοκλήρωση αυτού του διαχωρισμού, με τη διαίρεση της ανθρωπότητας σε καπιταλιστές κι εργάτες, μια διαίρεση που καθημερινά εντείνεται όλο και περισσότερο και που, όπως θα δούμε, πρέπει να μεγαλώνει. Αυτός όμως ο διαχωρισμός, όπως ο διαχωρισμός της γης από το κεφάλαιο και την εργασία στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε, είναι σε τελική ανάλυση κάτι το αδύνατο. Ασφαλώς, δεν μπορεί να διαπιστωθεί το μερίδιο της γης, του κεφαλαίου και της εργασίας σε ένα συγκεκριμένο προϊόν. Αυτά τα τρία μεγέθη είναι ασύμμετρα, μη συγκρίσιμα. Η γη δημιουργεί την ακατέργαστη πρώτη ύλη, αλλά όχι δίχως το κεφάλαιο και την εργασία. Το κεφάλαιο προϋποθέτει τη γη και την εργασία και η εργασία προϋποθέτει τουλάχιστον τη γη και τις περισσότερες φορές και το κεφάλαιο. Η δουλειά των τριών αυτών είναι τελείως διαφορετικής φύσης και δεν μπορεί να μετρηθεί με ένα τέταρτο, κοινό μέτρο. Επομένως, όταν έρθει η στιγμή να μοιραστούν τα κέρδη μεταξύ των τριών στοιχείων στις τωρινές συνθήκες, δεν υπάρχει κάποιο ενυπάρχον σ’ αυτά μέτρο, αλλά ένα ολότελα ξένο και συμπτωματικό ως προς αυτά μέτρο αποφασίζει: Ο ανταγωνισμός, το ραφιναρισμένο δικαίωμα του ισχυρότερου. Η γαιοπρόσοδος συνεπάγεται τον ανταγωνισμό, το κέρδος του κεφαλαίου καθορίζεται αποκλειστικά από τον ανταγωνισμό και το πώς πάει με το μισθό εργασίας θα το δούμε σε λίγο.
Αν αφήσουμε πίσω μας την ατομική ιδιοκτησία, όλες αυτές οι αφύσικες διαιρέσεις καταρρέουν. Η διαφορά μεταξύ τόκου και κέρδους καταρρέει· το κεφάλαιο δεν είναι τίποτα δίχως την εργασία, δίχως κίνηση. Η σημασία του κέρδους περιορίζεται στη σημασία του βαριδιού, που το κεφάλαιο τοποθετεί στη ζυγαριά κατά τον προσδιορισμό του κόστους παραγωγής και αυτό το κέρδος θα ενυπάρχει στο κεφάλαιο με τον ίδιο τρόπο που το ίδιο το κεφάλαιο επανέρχεται στην αρχική του ενότητα με την εργασία.

* * *

Η εργασία, ο κύριος παράγοντας της παραγωγής, «η πηγή του πλούτου», η ελεύθερη ανθρώπινη δραστηριότητα, εξαφανίζεται από τον οικονομολόγο. Όπως το κεφάλαιο διαχωρίστηκε ήδη από την εργασία, έτσι τώρα η εργασία διασπάται ξανά για δεύτερη φορά· το προϊόν της εργασίας στέκεται τώρα αντιμέτωπο με την εργασία ως μισθός, είναι διαχωρισμένο από αυτήν και, ως συνήθως, καθορίζεται με τη σειρά του από τον ανταγωνισμό, μια που, όπως είδαμε, δεν υπάρχει κάποιο σταθερό μέτρο για το μερίδιο της εργασίας στην παραγωγή. Αν αφήσουμε στην άκρη την ατομική ιδιοκτησία, τότε καταρρέει αυτός ο αφύσικος διαχωρισμός, η εργασία είναι ο ίδιος ο μισθός της και η πραγματική σημασία του μέχρι πρότινος αποξενωμένου μισθού έρχεται στο φως: Η σημασία της εργασίας για τον καθορισμό του κόστους παραγωγής ενός αντικειμένου.

* * *

Είδαμε ότι, όσο διατηρείται η ατομική ιδιοκτησία, τα πάντα, σε τελική ανάλυση, οδηγούν στον ανταγωνισμό. Αυτός είναι η βασική κατηγορία του οικονομολόγου, ο πιο αγαπημένος γιος του, που χαϊδεύει και κακομαθαίνει ασταμάτητα –προσέξτε όμως το πρόσωπο της Μέδουσας που θα βγει στη φόρα.
Η επόμενη συνέπεια της ατομικής ιδιοκτησίας ήταν ο διαχωρισμός της παραγωγής σε δύο αντιτιθέμενες πλευρές, τη φυσική και την ανθρώπινη, τη γη που –δίχως τη γονιμοποίηση από τον άνθρωπο– είναι νεκρή και στείρα, και την ανθρώπινη δραστηριότητα, πρώτος όρος της οποίας είναι ακριβώς η γη. Επιπλέον, είδαμε πως η ίδια η ανθρώπινη δραστηριότητα διασπάται ξανά σε εργασία και κεφάλαιο, και πως οι δύο αυτές πλευρές αντιμετωπίζουν ξανά εχθρικά η μία την άλλη. Είχαμε έτσι ήδη την πάλη των τριών στοιχείων μεταξύ τους, αντί της αμοιβαίας υποστήριξής τους· τώρα προστίθεται ότι η ατομική ιδιοκτησία φέρνει μαζί της τον κατακερματισμό καθενός από αυτά τα στοιχεία. Ένα κομμάτι γης στέκεται αντιμέτωπο με το άλλο, ένα κεφάλαιο με το άλλο, μια εργατική δύναμη με την άλλη. Με άλλα λόγια: Επειδή η ατομική ιδιοκτησία απομονώνει τον καθένα στη δική του, άξεστη μοναξιά κι επειδή, παρόλ’ αυτά, ο καθένας έχει το ίδιο συμφέρον με το γείτονά του, ένας γαιοκτήμονας αντιμετωπίζει εχθρικά τον άλλο, ένας καπιταλιστής τον άλλο, ένας εργάτης τον άλλο. Σε αυτήν τη διαμάχη των ίδιων συμφερόντων, που προκύπτει ακριβώς εξαιτίας αυτής της ισότητας, βρίσκει την ολοκλήρωσή της η ανηθικότητα της μέχρι σήμερα κατάστασης της ανθρωπότητας· και αυτή η ολοκλήρωση είναι ο ανταγωνισμός.

 

* * *

Το αντίθετο του ανταγωνισμού είναι το μονοπώλιο. Το μονοπώλιο ήταν η πολεμική ιαχή των εμποροκρατών και ο ανταγωνισμός η ιαχή των φιλελεύθερων οικονομολόγων. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι αυτή η αντίθεση είναι οπωσδήποτε κενή. Κάθε ανταγωνιζόμενος πρέπει να επιθυμεί να έχει το μονοπώλιο, είτε είναι εργάτης είτε καπιταλιστής είτε γαιοκτήμονας. Κάθε μικρότερο σύνολο ανταγωνιστών πρέπει να επιθυμεί να έχει για τον εαυτό του το μονοπώλιο ενάντια σε όλους τους άλλους. Ο ανταγωνισμός βασίζεται στο συμφέρον και το συμφέρον γεννά και πάλι το μονοπώλιο· εν συντομία, ο ανταγωνισμός περνά στο μονοπώλιο. Από την άλλη μεριά, το μονοπώλιο δεν μπορεί να ανακόψει τη ροή του ανταγωνισμού, το ίδιο μάλιστα γεννάει τον ανταγωνισμό, όπως ακριβώς, για παράδειγμα, μια απαγόρευση των εισαγωγών ή οι υψηλοί δασμοί γεννούν τον ανταγωνισμό του λαθρεμπορίου. Η αντίφαση του ανταγωνισμού είναι ακριβώς η ίδια με αυτήν της ατομικής ιδιοκτησίας. Είναι προς το συμφέρον του καθένα ξεχωριστά να κατέχει τα πάντα, αλλά είναι προς το συμφέρον του συνόλου ο καθένας να κατέχει εξίσου με τους άλλους. Έτσι, το γενικό και το ατομικό συμφέρον είναι διαμετρικά αντίθετα. Η αντίφαση του ανταγωνισμού συνίσταται στο ότι ο καθένας πρέπει να επιθυμεί το μονοπώλιο, ενώ το σύνολο ως τέτοιο χάνει από το μονοπώλιο και γι’ αυτό πρέπει να το εξαλείψει. Ναι, ο ανταγωνισμός ήδη προϋποθέτει το μονοπώλιο, δηλαδή το μονοπώλιο της ιδιοκτησίας –κι εδώ έρχεται και πάλι στο φως η υποκρισία των φιλελεύθερων– και όσο υπάρχει το μονοπώλιο της ιδιοκτησίας τόσο δικαιολογείται και η κατοχή του μονοπωλίου· γιατί το μονοπώλιο, από τη στιγμή που υπάρχει, αποτελεί ιδιοκτησία. Τι θλιβερό ημίμετρο, λοιπόν, το να επιτίθεται κανείς στα μικρά μονοπώλια και να επιτρέπει την ύπαρξη του βασικού μονοπωλίου. Και αν προσθέσουμε σε αυτό την πρόταση του οικονομολόγου που αναφέραμε νωρίτερα, πως ό,τι δεν μπορεί να μονοπωληθεί δεν έχει αξία, επομένως, οτιδήποτε δεν επιτρέπει μια τέτοια μονοπώληση δεν μπορεί να μπει στην αρένα του ανταγωνισμού, τότε ο ισχυρισμός μας ότι ο ανταγωνισμός προϋποθέτει το μονοπώλιο είναι απόλυτα δικαιολογημένος.

 

* * *

 Ο νόμος του ανταγωνισμού είναι ότι η ζήτηση και η προσφορά τείνουν συνεχώς να συμπέσουν και γι’ αυτό δε συμπίπτουν ποτέ. Οι δύο πλευρές χωρίζονται ξανά και μεταμορφώνονται σε οξεία αντίθεση. Η προσφορά είναι πάντα ακριβώς πίσω από τη ζήτηση, δίχως ποτέ να φτάσει να την καλύπτει επακριβώς· είναι είτε πολύ μεγάλη είτε πολύ μικρή, ποτέ σε αναλογία με τη ζήτηση, επειδή σ’ αυτήν την ασυνείδητη κατάσταση της ανθρωπότητας κανένας δε γνωρίζει πόσο μεγάλη είναι η μία ή η άλλη. Αν η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την προσφορά, τότε η τιμή αυξάνεται και, ως αποτέλεσμα, η προσφορά μοιάζει να διεγείρεται· μόλις [σ.τ.μ.: η προσφορά] εμφανιστεί στην αγορά, οι τιμές πέφτουν και, αν γίνει μεγαλύτερη από τη ζήτηση, τότε η πτώση των τιμών είναι τόσο σημαντική που προκαλείται ξανά ζήτηση. Κι έτσι συμβαίνει συνεχώς, ποτέ δεν υπάρχει μια υγιής κατάσταση, αλλά μια συνεχής εναλλαγή κλονισμών και χαλάρωσης, που αποκλείει κάθε πρόοδο, μια αέναη ταλάντευση που δε φτάνει ποτέ το στόχο. Το νόμο αυτό με τη σταθερή του εξίσωση –κατά την οποία ό,τι χάνεται εδώ κερδίζεται ξανά εκεί– ο οικονομολόγος τον βρίσκει πανέμορφο. Πρόκειται για το μεγαλύτερο καμάρι του, δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω του και τον μελετάει σε όλες τις πιθανές και απίθανες εφαρμογές του. Είναι όμως ολοφάνερο ότι ο νόμος αυτός είναι ένας καθαρός φυσικός νόμος και όχι ένας νόμος της νόησης. Είναι ένας νόμος που προκαλεί την επανάσταση. Ο οικονομολόγος με την όμορφη θεωρία του περί ζήτησης και προσφοράς κοντεύει να σας αποδείξει ότι «ποτέ δεν μπορούν να παραχθούν πάρα πολλά», αλλά η πράξη απαντάει με τις εμπορικές κρίσεις, που επανεμφανίζονται τόσο τακτικά όσο και οι κομήτες και που συμβαίνουν πια, κατά μέσο όρο, μία φορά κάθε πέντε ή εφτά χρόνια. Τα τελευταία ογδόντα χρόνια οι εμπορικές αυτές κρίσεις εμφανίζονται τόσο τακτικά όσο και οι μεγάλες επιδημίες στο παρελθόν, κι έχουν προκαλέσει μεγαλύτερη μιζέρια και ανηθικότητα από τις τελευταίες (βλ. Wade, History of the Middle and Working Classes, σελ. 211, London, 1835). Φυσικά, οι εμπορικές αυτές επαναστάσεις επιβεβαιώνουν το νόμο, τον επιβεβαιώνουν στο μέγιστο βαθμό, όμως με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ο οικονομολόγος ήθελε να μας κάνει να πιστέψουμε. Τι πρέπει να σκεφτεί κανείς για ένα νόμο που μπορεί να επιβληθεί μόνο μέσα από περιοδικές επαναστάσεις; Πρόκειται ακριβώς για ένα φυσικό νόμο που βασίζεται στην άγνοια των συμμετεχόντων. Αν οι παραγωγοί, ως τέτοιοι, γνώριζαν πόσα χρειάζονταν οι καταναλωτές, αν μπορούσαν να οργανώσουν την παραγωγή, αν μπορούσαν να την διαμοιράσουν μεταξύ τους, τότε οι διακυμάνσεις του ανταγωνισμού και η τάση του προς την κρίση θα ήταν αδύνατη. Πραγματοποιήστε την παραγωγή συνειδητά ως ανθρώπινα όντα –και όχι ως διασκορπισμένα άτομα δίχως συνείδηση του είδους σας– και θα έχετε υπερβεί όλες αυτές τις τεχνητές και αβάσιμες αντιθέσεις. Όσο όμως συνεχίζετε να παράγετε με το σημερινό ασυνείδητο, απερίσκεπτο, αφημένο στην τύχη τρόπο τόσο θα παραμένουν οι εμπορικές κρίσεις· και η κάθε επόμενη [σ.τ.μ.: κρίση] θα γίνεται υποχρεωτικά πιο γενικευμένη και, επομένως, χειρότερη από την προηγούμενη, θα φτωχοποιεί υποχρεωτικά ένα μεγαλύτερο αριθμό μικρότερων καπιταλιστών και θα πολλαπλασιάζει σε αυξανόμενες αναλογίες την τάξη εκείνη που ζει μόνο από την εργασία της, θα μεγαλώνει δηλαδή αισθητά η μάζα της εργασίας που αναζητάει απασχόληση –το κύριο πρόβλημα των οικονομολόγων μας– και τελικά θα προκαλέσει μια κοινωνική επανάσταση τέτοια, που ούτε στο όνειρό της δε θα φανταζόταν η ακαδημαϊκή σοφία των οικονομολόγων.
Η αιώνια διακύμανση των τιμών, που προκαλείται από τις συνθήκες του ανταγωνισμού, αφαιρεί πλήρως από το εμπόριο το τελευταίο ίχνος ηθικής. Δεν πρόκειται πια για την αξία· το ίδιο σύστημα που φαίνεται να θεωρεί την αξία πολύ σημαντική, που αποδίδει στην αφαίρεση της αξίας με τη μορφή του χρήματος την τιμή μιας ξεχωριστής ύπαρξης –αυτό το ίδιο καταστρέφει μέσω του ανταγωνισμού κάθε εγγενή αξία των πραγμάτων και αλλάζει, κάθε μέρα και ώρα, την αξιακή σχέση που έχουν όλα τα πράγματα, το ένα απέναντι στο άλλο. Μέσα σε αυτήν τη δίνη, πού μένει η δυνατότητα μιας ανταλλαγής βασισμένης σε ηθική βάση; Σε αυτό το συνεχές ανεβοκατέβασμα, ο καθένας πρέπει να ψάχνει να βρει την πιο κατάλληλη στιγμή για την αγοραπωλησία, ο καθένας πρέπει να γίνεται κερδοσκόπος, δηλαδή πρέπει να θερίζει εκεί που δεν έχει σπείρει, να πλουτίζει μέσα από τις ζημιές των άλλων, να προσβλέπει στην ατυχία των άλλων ή να αφήνει την τύχη να κερδίζει σε όφελός του. Ο κερδοσκόπος βασίζεται πάντα σε δυστυχήματα, ιδιαίτερα στις κακές σοδειές, εκμεταλλεύεται τα πάντα, όπως, για παράδειγμα, την πυρκαγιά τότε στη Νέα Υόρκη7, και το απόγειο της ανηθικότητας είναι η κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο με δημόσια χρεόγραφα, όπου η Ιστορία, και μαζί της η ανθρωπότητα, υποβιβάζονται σε μέσο ικανοποίησης της πλεονεξίας του υπολογιστή ή τζογαδόρου κερδοσκόπου. Και δεν μπορεί ο τίμιος, «ευυπόληπτος» έμπορος να αρθεί πάνω από τον τζόγο του χρηματιστηρίου με φαρισαϊκά «σ’ ευχαριστώ, Θεέ» κλπ. Είναι το ίδιο μοχθηρός με όσους κερδοσκοπούν με χρεόγραφα, κερδοσκοπεί όσο και αυτοί, πρέπει να το κάνει, ο ανταγωνισμός τον εξαναγκάζει, και το εμπόριό του συνεπάγεται επομένως την ίδια ανηθικότητα όπως και η δική τους. Η αλήθεια της ανταγωνιστικής σχέσης είναι η σχέση της καταναλωτικής προς την παραγωγική δύναμη. Σε μια κατάσταση αντάξια της ανθρωπότητας δε θα υφίσταται άλλος ανταγωνισμός εκτός από αυτόν. Η κοινότητα θα έχει να υπολογίσει τι μπορεί να παράγει με τα μέσα που έχει στη διάθεσή της και σύμφωνα με τη σχέση αυτής της παραγωγικής δύναμης προς τη μάζα των καταναλωτών, κατά πόσο θα αυξάνει ή θα μειώνει την παραγωγή, πόσο πολύ θα διευρύνει ή θα περιορίζει την πολυτέλεια. Προκειμένου να κρίνουν σωστά αυτήν τη σχέση και την απαιτούμενη αύξηση της παραγωγικής δύναμης από μια λογική κατάσταση της κοινότητας, οι αναγνώστες μου θα έπρεπε να συγκρίνουν τα γραπτά των Άγγλων σοσιαλιστών και εν μέρει κι εκείνα του Φουριέ.
Ο υποκειμενικός ανταγωνισμός, η διαμάχη κεφαλαίου με κεφάλαιο, εργασίας με εργασία κλπ. σε αυτές τις συνθήκες θα αναχθεί σε ένα θεμελιωμένο στην ανθρώπινη φύση αναπτυγμένο ζήλο, κάτι που μέχρι σήμερα έχει εξηγήσει ανεκτά μόνο ο Φουριέ, μια άμιλλα που μετά από την κατάργηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων θα περιοριστεί στη δική της χαρακτηριστική και λογική σφαίρα.

 

* * *

Η πάλη κεφαλαίου ενάντια σε κεφάλαιο, εργασίας ενάντια σε εργασία, γης ενάντια σε γη, οδηγεί την παραγωγή σ’ έναν παροξυσμό κατά τον οποίο όλες οι φυσιολογικές και ορθολογικές της σχέσεις γίνονται άνω-κάτω. Κανένα κεφάλαιο δεν μπορεί να αντέξει τον ανταγωνισμό κάποιου άλλου αν δεν ανέλθει στο ανώτατο επίπεδο δραστηριότητας. Κανένα κομμάτι γης δεν μπορεί να καλλιεργηθεί επιφέροντας οφέλη αν δεν αυξάνει συνεχώς την παραγωγικότητά του. Κανένας εργάτης δεν μπορεί να σταθεί απέναντι στους ανταγωνιστές του αν δεν αφιερώνει όλη του τη δύναμη στην εργασία. Γενικά, κανένας που εισέρχεται στην πάλη του ανταγωνισμού δεν μπορεί να αντέξει δίχως τη μέγιστη καταπόνηση των δυνάμεών του, δίχως την κατάργηση όλων των πραγματικά ανθρώπινων σκοπών. Αποτέλεσμα αυτής της υπερέντασης από τη μια μεριά είναι η χαλάρωση από την άλλη. Όταν η διακύμανση του ανταγωνισμού είναι μικρή, όταν η ζήτηση και η προσφορά, η κατανάλωση και η παραγωγή είναι περίπου ίσες, τότε πρέπει να οδηγηθούμε σε ένα τέτοιο στάδιο στην ανάπτυξη της παραγωγής, όπου θα υπάρχει μια τέτοια περίσσεια παραγωγικής δύναμης, που η μεγάλη μάζα του έθνους δε θα έχει τίποτα για να ζήσει, που οι άνθρωποι θα λιμοκτονούν μόνο και μόνο λόγω της υπεραφθονίας. Σε αυτήν την τρελή θέση, σε αυτόν το ζωντανό παραλογισμό βρίσκεται η Αγγλία εδώ και αρκετό καιρό. Όταν η παραγωγή υπόκειται σε μεγαλύτερες διακυμάνσεις, όπως συμβαίνει αναγκαστικά εξαιτίας μιας τέτοιας κατάστασης, τότε επέρχεται η εναλλαγή της ακμής και της κρίσης, της υπερπαραγωγής και της πτώσης. Ο οικονομολόγος δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει αυτήν την παρανοϊκή κατάσταση· προκειμένου να την εξηγήσει, επινόησε τη θεωρία του πληθυσμού που είναι εξίσου ανούσια, μάλιστα ακόμα πιο ανούσια από την αντίφαση της ταυτόχρονης ύπαρξης πλούτου και αθλιότητας. Ο οικονομολόγος δεν έπρεπε να δει την αλήθεια, να αντιληφθεί ότι η αντίφαση αυτή είναι ένα απλό αποτέλεσμα του ανταγωνισμού, μια που σε μια τέτοια περίπτωση ολόκληρο το σύστημά του θα γκρεμιζόταν σε σωρό.
Για εμάς είναι εύκολο να εξηγήσουμε τα πράγματα. Η παραγωγική δύναμη, που βρίσκεται στη διάθεση της ανθρωπότητας, είναι αμέτρητη. Η γονιμότητα της γης μπορεί να αυξηθεί στο διηνεκές με την εφαρμογή του κεφαλαίου, της εργασίας και της επιστήμης. Σύμφωνα με τους πιο ικανούς οικονομολόγους και στατιστικούς (βλ. Alison, Principles of Population, τόμ. Ι, κεφ. 1 και 2), η «υπερπληθυσμιακή» Αγγλία μπορεί μέσα σε δέκα χρόνια να φτάσει στο σημείο να παράγει αρκετό καλαμπόκι για τον εξαπλάσιο από τον τωρινό πληθυσμό της. Το κεφάλαιο αυξάνεται καθημερινά· η εργατική δύναμη μεγαλώνει με τον πληθυσμό και η επιστήμη υποτάσσει κάθε μέρα όλο και πιο πολύ τις δυνάμεις της φύσης στον άνθρωπο. Αυτή η αμέτρητη παραγωγική δυνατότητα, εφαρμοσμένη συνειδητά και προς το συμφέρον όλων, θα μειώσει σύντομα στο ελάχιστο την εργασία που αναλογεί στην ανθρωπότητα. Παραδομένη στον ανταγωνισμό (η παραγωγική δυνατότητα, σ.τ.μ.), κάνει το ίδιο, αλλά μέσα στην αντίφαση. Ένα μέρος της γης καλλιεργείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ενώ ένα άλλο μέρος –τριάντα εκατομμύρια ακρ8 καλής γης στη Μ. Βρετανία και στην Ιρλανδία– μένει χέρσο. Ένα μέρος του κεφαλαίου κυκλοφορεί με τεράστια ταχύτητα, ενώ ένα άλλο παραμένει νεκρό στο σεντούκι. Ένα μέρος των εργατών δουλεύει 14, 16 ώρες τη μέρα, ενώ ένα άλλο μέρος στέκεται άπραγο, άνεργο και λιμοκτονεί. Ή αυτός ο χωρισμός δε συμβαίνει ταυτόχρονα: Σήμερα το εμπόριο πάει καλά, η ζήτηση είναι πολύ σημαντική, όλοι δουλεύουν, το κεφάλαιο περιστρέφεται με θαυμαστή ταχύτητα, η γεωργία ακμάζει, οι εργάτες δουλεύουν μέχρις εξοντώσεως –αύριο έρχεται η στασιμότητα, η γεωργία δεν αξίζει τον κόπο, ολόκληρες εκτάσεις γης παραμένουν ακαλλιέργητες, η ροή του κεφαλαίου παγώνει εν μέσω της κίνησής του, οι εργάτες δεν έχουν απασχόληση και ολόκληρη η χώρα μαστίζεται από περιττό πλούτο και περιττό πληθυσμό.
Ο οικονομολόγος δεν επιτρέπεται να αναγνωρίσει αυτήν την ανάπτυξη του θέματος ως τη σωστή· ειδάλλως, όπως ειπώθηκε, θα έπρεπε να εγκαταλείψει όλο το δικό του σύστημα του ανταγωνισμού· θα έπρεπε να αντιληφθεί την κενότητα της αντίθεσης ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση, στον υπερπληθυσμό και τον περιττό πλούτο. Προκειμένου να εναρμονιστούν τα γεγονότα με τη θεωρία –μια που τα γεγονότα δεν μπορούσε κανείς να τα αγνοήσει– ανακαλύφθηκε η θεωρία του πληθυσμού.
Ο Μάλθους, ο δημιουργός αυτού του δόγματος, υποστηρίζει ότι ο πληθυσμός πάντοτε ασκεί πίεση στα μέσα διαβίωσης, ότι μόλις αυξηθεί η παραγωγή, αυξάνεται αναλογικά και ο πληθυσμός και ότι η εγγενής τάση του πληθυσμού να πολλαπλασιάζεται πάνω από τα διαθέσιμα μέσα διαβίωσης αποτελεί την αιτία όλης της αθλιότητας και όλων των δεινών. Όταν υπάρχουν τόσο πολλοί άνθρωποι, πρέπει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να βγουν από τη μέση, είτε να σκοτωθούν με τη βία είτε να λιμοκτονήσουν. Ακόμα όμως και όταν αυτό συμβεί, εμφανίζεται και πάλι ένα κενό που αμέσως θα συμπληρωθεί και πάλι με τον πολλαπλασιασμό του εναπομείναντος πληθυσμού, κι έτσι η αθλιότητα ξεκινάει από την αρχή. Ναι, έτσι έχουν τα πράγματα κάτω απ’ όλες τις συνθήκες –όχι μόνο στις πολιτισμένες, αλλά και στις φυσικές καταστάσεις· οι άγριοι στη Νέα Ολλανδία9, όπου αντιστοιχεί ένας άνθρωπος ανά τετραγωνικό μίλι, υποφέρουν από τον υπερπληθυσμό όσο η Αγγλία. Εν συντομία, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς, πρέπει να αποδεχτούμε ότι η Γη είχε υπερπληθυσμό ακόμα και όταν υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος. Οι συνέπειες λοιπόν αυτής της ανάπτυξης είναι ότι, ακριβώς επειδή οι φτωχοί είναι οι υπεράριθμοι, δεν πρέπει να γίνει τίποτα γι’ αυτούς, εκτός από το να διευκολύνουν κατά το δυνατόν το θάνατό τους από πείνα, να τους πείσουν ότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, ότι δεν υπάρχει άλλη σωτηρία για ολόκληρη την τάξη τους, εκτός από την αναπαραγωγή στο ελάχιστο δυνατό ή, αν κάτι τέτοιο δε γίνεται, είναι ακόμα καλύτερο να ιδρυθεί ένα κρατικό ίδρυμα για την ανώδυνη θανάτωση των παιδιών των φτωχών, όπως είχε προτείνει ο «Μάρκους»10 –έτσι θα επιτρεπόταν σε κάθε οικογένεια της εργατικής τάξης να έχει δυόμισι παιδιά και ό,τι περίσσευε θα θανατωνόταν ανώδυνα. Η ελεημοσύνη θα ήταν έγκλημα, γιατί ενισχύει την αύξηση του υπερπληθυσμού. Θα ήταν πράγματι πολύ βολικό η φτώχεια να ανακηρυχτεί έγκλημα και να μετατραπούν τα φτωχοκομεία σε σωφρονιστικά καταστήματα, όπως συνέβη ήδη στην Αγγλία με το νέο «φιλελεύθερο» Νόμο για τους Φτωχούς11. Είναι αλήθεια ότι η θεωρία αυτή ελάχιστα ταιριάζει με το δόγμα της Βίβλου σχετικά με την τελειότητα του Θεού και της δημιουργίας του, όμως «είναι κακή η διάψευση που αντιπαραθέτει τη Βίβλο στα γεγονότα».
Πρέπει άραγε να συνεχίσω να εξηγώ αυτό το αισχρό, κακόβουλο δόγμα, αυτήν την απαίσια βλασφημία ενάντια στη φύση και την ανθρωπότητα, να παρακολουθώ παραπέρα τις συνέπειές του; Εδώ έχουμε την ανηθικότητα του οικονομολόγου στο ανώτατο σημείο της. Τι είναι άραγε όλοι οι πόλεμοι και η φρίκη του συστήματος του μονοπωλίου απέναντι σε αυτήν τη θεωρία; Αυτή ακριβώς είναι η θεωρία που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του φιλελεύθερου συστήματος της ελευθερίας του εμπορίου, που, αν βγει, πέφτει και ολόκληρο το οικοδόμημα. Γιατί, αν αποδειχτεί εδώ ότι ο ανταγωνισμός είναι η αιτία της αθλιότητας, της φτώχειας και του εγκλήματος, ποιος θα τολμάει ακόμα να τον υποστηρίζει;
Στο έργο του, που αναφέρθηκε παραπάνω, ο Άλισον κλόνισε τη μαλθουσιανή θεωρία με το να στραφεί στην παραγωγική δύναμη της γης και να αντιπαραθέσει στη μαλθουσιανή αρχή το γεγονός ότι ο κάθε ενήλικας μπορεί να παράγει περισσότερα απ’ όσα ο ίδιος χρειάζεται, ένα γεγονός δίχως το οποίο η ανθρωπότητα δε θα μπορούσε να πολλαπλασιάζεται, ούτε καν να υπάρχει· αλλιώς, πώς θα ζούσε η γενιά που μεγαλώνει; Ο Άλισον όμως δεν ψάχνει σε βάθος αυτό το ζήτημα και γι’ αυτόν το λόγο οδηγείται τελικά στο ίδιο συμπέρασμα με τον Μάλθους. Αποδεικνύει μεν ότι η μαλθουσιανή αρχή δεν είναι σωστή, αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη των γεγονότων που ώθησαν τον Μάλθους στην αρχή του.
Αν ο Μάλθους δεν είχε εξετάσει το ζήτημα τόσο μονόπλευρα, θα έπρεπε να έχει δει ότι ο υπεράριθμος πληθυσμός ή η υπεράριθμη εργατική δύναμη συνδέεται πάντα με το πλεόνασμα του πλούτου, του κεφαλαίου και της γαιοκτησίας. Ο πληθυσμός είναι υπερβολικά μεγάλος μόνο εκεί που η παραγωγική δύναμη συνολικά είναι πολύ μεγάλη. Από τον καιρό που έγραψε ο Μάλθους, η κατάσταση κάθε χώρας με υπερπληθυσμό, προπάντων της Αγγλίας, το δείχνει ξεκάθαρα. Αυτά είναι τα γεγονότα που ο Μάλθους είχε να εξετάσει στο σύνολό τους και που η παρατήρησή τους έπρεπε να οδηγήσει στο σωστό συμπέρασμα· αντ’ αυτού, επέλεξε ένα, δεν υπολόγισε καθόλου τα υπόλοιπα και κατέληξε έτσι στο παρανοϊκό του συμπέρασμα. Το δεύτερο λάθος που διέπραξε ήταν το μπέρδεμα των μέσων διαβίωσης με την απασχόληση. Το ότι ο πληθυσμός ασκεί πάντοτε πίεση στα μέσα απασχόλησης, το ότι μπορούν να απασχοληθούν τόσοι άνθρωποι όσοι επίσης παράγονται, εν συντομία, το ότι η παραγωγή της εργατικής δύναμης ρυθμίζεται μέχρι τώρα από το νόμο του ανταγωνισμού και αναστέλλεται από τις περιοδικές κρίσεις και διακυμάνσεις, αυτό είναι ένα γεγονός η διαπίστωση του οποίου συνιστά συμβολή του Μάλθους. Όμως, τα μέσα απασχόλησης δεν είναι τα μέσα διαβίωσης. Με την αύξηση της μηχανικής δύναμης και του κεφαλαίου τα μέσα απασχόλησης αυξάνονται μόνο στο τελικό αποτέλεσμα· τα μέσα διαβίωσης αυξάνονται αμέσως μόλις αυξηθεί έστω και λίγο η παραγωγική δύναμη. Εδώ βγαίνει στο φως μια νέα αντίφαση της πολιτικής οικονομίας. Η ζήτηση του οικονομολόγου δεν είναι η πραγματική ζήτηση. Η «κατανάλωσή» του είναι μια τεχνητή κατανάλωση. Για τον οικονομολόγο, μόνο εκείνο το πρόσωπο που έχει να προσφέρει ένα ισοδύναμο γι’ αυτό που λαμβάνει είναι αυτό που ασκεί ζήτηση και που αποτελεί πραγματικό καταναλωτή. Αλλά αν είναι γεγονός ότι ο κάθε ενήλικας παράγει περισσότερα απ’ όσα ο ίδιος μπορεί να καταναλώσει, ότι τα παιδιά είναι σαν τα δέντρα, με ένα περίσσευμα, που επιστρέφει τις δαπάνες που έγιναν γι’ αυτά –και όλα αυτά είναι γεγονότα– τότε πρέπει κανείς να υποθέτει ότι ο κάθε εργάτης θα έπρεπε να μπορεί να παράγει πολύ περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται και ότι, επομένως, η κοινότητα θα έπρεπε με ευχαρίστηση να τον εφοδιάζει με όλα όσα χρειάζεται –έτσι θα έπρεπε κανείς να υποθέτει ότι μια μεγάλη οικογένεια θα ήταν ένα πολύ επιθυμητό δώρο για την κοινότητα. Όμως ο οικονομολόγος, με τη χοντροκομμένη αντίληψή του, δε γνωρίζει κανένα άλλο ισοδύναμο εκτός από αυτό που του πληρώνουν σε χειροπιαστό μετρητό χρήμα. Βρίσκεται τόσο σταθερά κολλημένος στις αντιφάσεις του, που τα πιο χτυπητά γεγονότα έχουν γι’ αυτόν τόσο μικρή σημασία όσο και οι πιο επιστημονικές αρχές.
Καταστρέφουμε την αντίφαση, απλά ακυρώνοντάς την. Με τη συγχώνευση των συμφερόντων, που στέκονται σήμερα αντιμέτωπα, εξαφανίζεται και η αντίφαση ανάμεσα στον υπερπληθυσμό από τη μια και την περίσσεια πλούτου από την άλλη, εξαφανίζεται το απίστευτο γεγονός (πιο απίστευτο απ’ όλα τα θαύματα όλων μαζί των θρησκειών) ότι ένα έθνος πρέπει να λιμοκτονεί από μάταιο πλουτισμό και υπεραφθονία· εξαφανίζεται και ο παρανοϊκός ισχυρισμός ότι η Γη δε διαθέτει τη δύναμη για να ταΐζει τους ανθρώπους. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί την κορύφωση της χριστιανικής πολιτικής οικονομίας –και ότι η οικονομία μας είναι επί της ουσίας χριστιανική, θα μπορούσα να το αποδείξω από την κάθε πρόταση, την κάθε κατηγορία, και θα το κάνω στην ώρα του12. Η μαλθουσιανή θεωρία δεν αποτελεί παρά την οικονομική έκφραση του θρησκευτικού δόγματος της αντίφασης πνεύματος και φύσης και της συνεπαγόμενης διαφθοράς και των δύο. Την ακυρότητα αυτής της αντίφασης, η οποία όσον αφορά τη θρησκεία και μαζί με τη θρησκεία έχει αποκαλυφθεί εδώ και καιρό, ελπίζω ότι έχω παρουσιάσει και στη σφαίρα των οικονομικών. Επιπλέον, δε θα αποδεχτώ ως επαρκή οποιαδήποτε υπεράσπιση της μαλθουσιανής θεωρίας που δε θα μου εξηγεί, στη βάση των ίδιων της των αρχών, πώς μπορεί ένας λαός να λιμοκτονεί από απόλυτη αφθονία και που δε θα εναρμονίζει τη λογική και τα γεγονότα.
Ταυτόχρονα, η μαλθουσιανή θεωρία υπήρξε αναμφίβολα ένα αναγκαίο σημείο μετάβασης που τελικά μας πήγε παραπέρα. Μέσω αυτής, όπως και συνολικά μέσω της πολιτικής οικονομίας, μας τράβηξε το ενδιαφέρον η παραγωγική δύναμη της Γης και της ανθρωπότητας και, με το ξεπέρασμα της οικονομικής απόγνωσης, εξασφαλιστήκαμε για πάντα από το φόβο του υπερπληθυσμού. Βγάζουμε από αυτήν τα ισχυρότερα οικονομικά επιχειρήματα υπέρ της κοινωνικής αλλαγής. Γιατί ακόμα και αν ο Μάλθους είχε αναμφίβολα δίκιο, η αναδιοργάνωση αυτή θα έπρεπε άμεσα να προγραμματιστεί, γιατί μόνο αυτή, μόνο η εκπαίδευση που αυτή δίνει στις μάζες καθιστά δυνατό εκείνο τον ηθικό περιορισμό του αναπαραγωγικού ενστίκτου τον οποίο ο Μάλθους παρουσιάζει ως το πιο αποτελεσματικό κι εύκολο αντίδοτο για τον υπερπληθυσμό. Μέσω αυτής της θεωρίας γνωρίσαμε την πιο βαθιά ταπείνωση της ανθρωπότητας, την εξάρτησή της από τις συνθήκες του ανταγωνισμού· μας έδειξε πώς η ατομική ιδιοκτησία, σε τελική ανάλυση, έχει κάνει τον άνθρωπο εμπόρευμα που η παραγωγή και η καταστροφή του εξαρτώνται επίσης αποκλειστικά από τη ζήτηση· πώς το σύστημα του ανταγωνισμού έχει σφαγιάσει, και συνεχίζει καθημερινά να σφαγιάζει, εκατομμύρια ανθρώπους· όλα αυτά τα έχουμε δει και μας ωθούν προς την κατάργηση αυτής της ταπείνωσης της ανθρωπότητας μέσα από την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, του ανταγωνισμού και των αντιτιθέμενων συμφερόντων.
Ας επιστρέψουμε, όμως, για μία ακόμη φορά στη σχέση της παραγωγικής δύναμης προς τον πληθυσμό, για να δείξουμε πόσο στερείται βάσης ο γενικευμένος φόβος του υπερπληθυσμού. Ο Μάλθους κατασκευάζει έναν τύπο πάνω στον οποίο στηρίζεται ολόκληρο το σύστημά του: Ο πληθυσμός λέει ότι αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο: 1+2+4+8+16+32 κλπ., η παραγωγική δύναμη της Γης με αριθμητική πρόοδο: 1+2+3+4+5+6. Η διαφορά είναι προφανής και τρομακτική· είναι όμως σωστή; Πού έχει αποδειχτεί ότι η αποδοτικότητα της Γης αυξάνεται με αριθμητική πρόοδο; Η έκταση της Γης είναι περιορισμένη, σωστά! Η εργατική δύναμη που πρόκειται να χρησιμοποιήσει αυτήν την επιφάνεια αυξάνεται μαζί με τον πληθυσμό· ας υποθέσουμε ότι το μέγεθος της σοδειάς με την αύξηση της δαπάνης εργασίας δε μεγαλώνει πάντα στον ίδιο βαθμό όπως η εργασία· τότε μένει ακόμα ένα τρίτο στοιχείο, το οποίο φυσικά δε σημαίνει τίποτα για τον οικονομολόγο, η επιστήμη, η πρόοδος της οποίας είναι απεριόριστη και τουλάχιστον εξίσου γρήγορη όσο αυτή του πληθυσμού. Ποια πρόοδο χρωστάει η γεωργία αυτού του αιώνα μόνο στη χημεία, μάλιστα σε δύο μόνο άντρες, τον Ντέιβι (Sir Humphry Davy) και τον Λίμπιχ (Justus Liebig)13! Η επιστήμη όμως αυξάνεται τουλάχιστον όπως και ο πληθυσμός· ο τελευταίος αυξάνεται σε αναλογία με τον αριθμό της προηγούμενης γενιάς· η επιστήμη εξελίσσεται σε αναλογία με τη μάζα της γνώσης που της έχει κληροδοτήσει η προηγούμενη γενιά, άρα, κάτω από τις πιο φυσιολογικές συνθήκες, με γεωμετρική πρόοδο επίσης. Και τι άραγε είναι αδύνατο για την επιστήμη; Είναι γελοίο να μιλάμε για υπερπληθυσμό όσο «στην κοιλάδα του Μισισιπή υπάρχει τόση ακαλλιέργητη γη όση χρειάζεται για να μπορεί να μετοικήσει εκεί ολόκληρος ο πληθυσμός της Ευρώπης»14, όσο γενικά μόνο το ένα τρίτο της Γης μπορεί να θεωρηθεί καλλιεργημένο και όσο η παραγωγή αυτού του τρίτου μπορεί να αυξηθεί κατά έξι φορές και πάνω, μέσα από την εφαρμογή βελτιώσεων που είναι ήδη γνωστές.

 

* * *

Ο ανταγωνισμός, λοιπόν, αντιπαραθέτει κεφάλαιο σε κεφάλαιο, εργασία σε εργασία, γαιοκτησία σε γαιοκτησία, και κάθε ένα από τα στοιχεία αυτά στα άλλα δύο. Στην πάλη αυτή νικάει ο ισχυρότερος και, προκειμένου να προβλέψουμε το αποτέλεσμα αυτού του αγώνα, πρέπει να έχουμε εξετάσει τις δυνάμεις των αγωνιζόμενων. Πρώτ’ απ’ όλα, η γαιοκτησία και το κεφάλαιο είναι το καθένα πιο ισχυρά από την εργασία, γιατί ο εργάτης πρέπει να εργαστεί για να ζήσει, ενώ ο γαιοκτήμονας μπορεί να ζήσει από τα ενοίκιά του και ο καπιταλιστής από τους τόκους του ή, αν προκύψει ανάγκη, από το κεφάλαιό του ή την κεφαλαιοποιημένη γαιοκτησία. Το αποτέλεσμα από αυτό είναι στην εργασία να καταλήγουν μόνο τα πιο απλά, τα πιο αναγκαία μέσα διαβίωσης, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων μοιράζεται ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη γαιοκτησία. Επιπλέον, ο πιο δυνατός εργάτης σπρώχνει τον πιο αδύναμο έξω από την αγορά, όπως ακριβώς το μεγαλύτερο κεφάλαιο εξωθεί το μικρότερο κεφάλαιο και η μεγαλύτερη γαιοκτησία τη μικρότερη. Η πείρα επιβεβαιώνει αυτό το συμπέρασμα. Τα πλεονεκτήματα που ο μεγαλύτερος βιομήχανος κι έμπορος απολαμβάνουν σε βάρος του μικρότερου, και ο μεγάλος γαιοκτήμονας σε βάρος του ιδιοκτήτη ενός μόργκεν15, είναι πολύ γνωστά. Το αποτέλεσμα είναι ότι ήδη κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, σύμφωνα με το νόμο του ισχυρότερου, το μεγάλο κεφάλαιο και η μεγάλη γαιοκτησία καταβροχθίζουν το μικρό κεφάλαιο και τη μικρή γαιοκτησία, γίνεται συγκεντροποίηση της ιδιοκτησίας. Στις κρίσεις του εμπορίου και της γεωργίας, η συγκεντροποίηση αυτή προχωράει πολύ πιο γρήγορα. Γενικά, η μεγάλη ιδιοκτησία αυξάνεται πολύ πιο γρήγορα από τη μικρή, γιατί από το κέρδος αφαιρείται ένα πολύ μικρότερο μέρος ως έξοδα ιδιοκτησίας. Ο νόμος αυτός της συγκεντροποίησης είναι τόσο έμφυτος στην ατομική ιδιοκτησία όσο και όλοι οι υπόλοιποι· οι μεσαίες τάξεις πρέπει ολοένα και περισσότερο να εξαφανίζονται, μέχρι ο κόσμος να χωριστεί σε εκατομμυριούχους και απόρους, σε μεγάλους γαιοκτήμονες και φτωχούς μεροκαματιάρηδες. Όλοι οι νόμοι, όλη η διαίρεση της ιδιοκτησίας γης, όλος ο πιθανός κατακερματισμός του κεφαλαίου δε βοηθάει σε τίποτα. Το αποτέλεσμα αυτό πρέπει να έρθει και θα έρθει, αν δεν το προλάβει μια ολοκληρωτική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, η συγχώνευση των αντιτιθέμενων συμφερόντων, η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας.
Ο ελεύθερος ανταγωνισμός, η λέξη-κλειδί των σημερινών οικονομολόγων μας, είναι κάτι το ανέφικτο. Το μονοπώλιο είχε τουλάχιστον την πρόθεση να προστατέψει τους καταναλωτές από την εξαπάτηση, ακόμα και αν δεν μπόρεσε να την πραγματοποιήσει. Η κατάργηση όμως του μονοπωλίου επιτρέπει ανεμπόδιστα την απάτη. Λέτε ότι ο ανταγωνισμός φέρνει μαζί του το αντίδοτο για την απάτη, κανένας δε θα αγοράζει σκάρτα πράγματα –δηλαδή ο καθένας θα πρέπει να είναι ειδικός πάνω στο κάθε αντικείμενο, πράγμα αδύνατο. Εξ ου και η αναγκαιότητα του μονοπωλίου, όπως δείχνει το εμπόριο πολλών αντικειμένων. Τα φαρμακεία κλπ. πρέπει να έχουν το μονοπώλιο. Και ειδικά το πιο σημαντικό αντικείμενο, το χρήμα, απαιτεί, περισσότερο απ’ όλα, το μονοπώλιο. Κάθε φορά που το μέσο κυκλοφορίας έπαυε να αποτελεί κρατικό μονοπώλιο, προκαλούσε πάντοτε μια εμπορική κρίση και οι Άγγλοι οικονομολόγοι, ανάμεσά τους και ο Δρ. Γουέιντ (Dr. Wade), παραδέχονται και σε αυτήν την περίπτωση την αναγκαιότητα του μονοπωλίου. Αλλά το μονοπώλιο δεν προστατεύει και από το πλαστό χρήμα. Μπορεί κανείς να δεχτεί όποια πλευρά του ζητήματος θέλει –η καθεμιά είναι τόσο δύσκολη όσο και η άλλη, το μονοπώλιο προκαλεί τον ελεύθερο ανταγωνισμό και αυτός ξανά το μονοπώλιο· πρέπει, επομένως, και τα δύο να καταπέσουν και οι δυσκολίες αυτές να προσπεραστούν με την κατάργηση της αρχής που τα προκαλεί.

 

* * *

Ο ανταγωνισμός έχει διαπεράσει όλες τις σχέσεις της ζωής μας κι έχει ολοκληρώσει την αμοιβαία υποδούλωση στην οποία κρατιούνται σήμερα οι άνθρωποι. Ο ανταγωνισμός είναι το μεγάλο ελατήριο που κάθε λίγο και λιγάκι παρακινεί στη δράση τη δική μας κοινωνική τάξη πραγμάτων –ή καλύτερα αταξία– που γερνάει και ατονεί, όμως με κάθε νέα προσπάθεια καταναλώνει κι ένα κομμάτι από τις φθίνουσες δυνάμεις. Ο ανταγωνισμός ελέγχει την αριθμητική πρόοδο της ανθρωπότητας, το ίδιο και την ηθική της πρόοδο. Σε όποιον γνωρίζει λίγο τη στατιστική του εγκλήματος, πρέπει να χτυπάει στο μάτι η ιδιόμορφη κανονικότητα με την οποία προχωράει το έγκλημα ετησίως και με την οποία συγκεκριμένες αιτίες προκαλούν συγκεκριμένα εγκλήματα. Η επέκταση του εργοστασιακού συστήματος παντού έχει ως συνέπεια μια αύξηση του εγκλήματος. Μπορεί κανείς να προβλέψει τον ετήσιο αριθμό των συλλήψεων, των ποινικών υποθέσεων, βεβαίως τον αριθμό των φόνων, των διαρρήξεων, των μικροκλοπών κλπ. για μια μεγάλη πόλη ή περιοχή με αρκετή ακρίβεια, όπως έχει γίνει πολύ συχνά στην Αγγλία. Η τακτικότητα αυτή αποδεικνύει ότι και το έγκλημα κυβερνάται από τον ανταγωνισμό, ότι η κοινωνία δημιουργεί μια ζήτηση για έγκλημα, που απαντιέται από μια αντίστοιχη προσφορά, ότι το χάσμα που δημιουργείται μέσα από τη σύλληψη, την απομάκρυνση ή την εκτέλεση ενός αριθμού καλύπτεται αμέσως από άλλους, έτσι όπως κάθε χάσμα στον πληθυσμό καλύπτεται αμέσως με νεοφερμένους. Με άλλα λόγια, το έγκλημα ασκεί πίεση στα μέσα τιμωρίας όπως ακριβώς και ο πληθυσμός πάνω στα μέσα απασχόλησης. Το πόσο δίκαιο είναι να τιμωρεί κανείς τους εγκληματίες κάτω από τέτοιες συνθήκες, αν εξαιρέσεις όλα τ’ άλλα, το αφήνω στην κρίση των αναγνωστών μου. Για μένα εδώ σημαντικό είναι μόνο ένα: Να δείξω την επέκταση του ανταγωνισμού και στη σφαίρα της ηθικής, να δείξω σε πόσο βαθιά αποσύνθεση έχει φέρει τον άνθρωπο η ατομική ιδιοκτησία.

 

* * *

Στην πάλη κεφαλαίου και γης ενάντια στην εργασία, τα δύο πρώτα στοιχεία απολαμβάνουν ένα ακόμα πλεονέκτημα επί της εργασίας –τη βοήθεια της επιστήμης, γιατί στις παρούσες συνθήκες και η επιστήμη κατευθύνεται ενάντια στην εργασία. Για παράδειγμα, όλες σχεδόν οι μηχανολογικές εφευρέσεις προκλήθηκαν από την έλλειψη εργατικής δύναμης, ιδιαίτερα οι κλωστικές μηχανές βάμβακος του Χάργκρεϊβς (Hargreaves), του Κρόμπτον (Crompton) και του Άρκραϊτ (Arkwright). Δεν υπήρξε ποτέ μια μεγάλη ζήτηση εργασίας που να μην οδήγησε σε μια εφεύρεση η οποία αύξησε σημαντικά την παραγωγικότητα της εργασίας, αποσπώντας έτσι τη ζήτηση από την ανθρώπινη εργασία. Η ιστορία της Αγγλίας από το 1770 μέχρι σήμερα αποτελεί μια συνεχή απόδειξη γι’ αυτό. Η τελευταία μεγάλη εφεύρεση στο κλώσιμο του βαμβακιού, η «self-acting mule»16, προκλήθηκε αποκλειστικά από τη ζήτηση εργασίας και από τον αυξανόμενο μισθό –διπλασίασε τη μηχανική εργασία και περιόρισε έτσι κατά το ήμισυ τη χειρωνακτική εργασία, πέταξε εκτός απασχόλησης τους μισούς εργάτες κι έτσι συμπίεσε προς τα κάτω, κατά το ήμισυ, το μισθό των άλλων. Συνέτριψε μια συνωμοσία των εργατών ενάντια στους εργοστασιάρχες και κατέστρεψε τα τελευταία απομεινάρια δύναμης με την οποία η εργασία άντεχε ακόμα στην άνιση πάλη ενάντια στο κεφάλαιο (βλ. Dr. Ure, Philosophy of Manufactures, τόμ. 2). Ο οικονομολόγος λέει όμως σήμερα ότι οι μηχανές είναι, σε τελική ανάλυση, ωφέλιμες για τους εργάτες, καθώς κάνουν φθηνότερη την παραγωγή κι έτσι δημιουργούν μια νέα, μεγαλύτερη αγορά για τα προϊόντα τους και τελικά απασχολούν ξανά τους εργάτες που είχαν θέσει εκτός εργασίας. Πολύ σωστά. Ξεχνάει όμως εδώ ο οικονομολόγος ότι η παραγωγή της εργατικής δύναμης ρυθμίζεται από τον ανταγωνισμό, ότι η εργατική δύναμη ασκεί πάντοτε πίεση πάνω στα μέσα απασχόλησης κι επομένως ότι, όταν προκύψουν αυτά τα πλεονεκτήματα, περιμένει ήδη ένα πλεόνασμα ανταγωνιστών που ψάχνουν δουλειά και με αυτόν τον τρόπο θα τα κάνει απατηλά, ενώ το μειονέκτημα, η απότομη αφαίρεση των μέσων διαβίωσης για το ένα μισό των εργατών και η μείωση των μισθών για το άλλο δεν είναι απατηλά; Ξεχνάει ο οικονομολόγος ότι η πρόοδος των εφευρέσεων δε σταματάει ποτέ και ότι, επομένως, το μειονέκτημα αυτό διαιωνίζεται; Ξεχνάει ότι με τον άπειρα ανεπτυγμένο από τον πολιτισμό μας καταμερισμό της εργασίας ένας εργάτης μπορεί να ζήσει μόνο όταν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη συγκεκριμένη μηχανή για τη συγκεκριμένη λεπτή εργασία; Ότι η μετάβαση από μια απασχόληση σε μια άλλη νεότερη είναι σχεδόν πάντοτε κάτι το απόλυτα ανέφικτο για τον ενήλικο εργάτη;
Σκοπεύοντας να μελετήσω τις συνέπειες των μηχανών, έρχομαι σε ένα άλλο, μακρινό θέμα, το εργοστασιακό σύστημα, όμως δεν έχω ούτε τη διάθεση, ούτε το χρόνο να ασχοληθώ εδώ. Επιπλέον, ελπίζω να έχω σύντομα την ευκαιρία να αναπτύξω διεξοδικά την ελεεινή ανηθικότητα αυτού του συστήματος και να ξεσκεπάσω ανελέητα την υποκρισία του οικονομολόγου που εμφανίζεται εδώ σε όλη της το μεγαλείο.17

ΣημειώσειςΣημειώσεις

1. Στην πρώτη του οικονομική εργασία Περίγραμμα μιας κριτικής της πολιτικής οικονομίας, ο Ένγκελς εξετάζει την οικονομική διάρθρωση της αστικής κοινωνίας και τις βασικές κατηγορίες της αστικής πολιτικής οικονομίας από τη σκοπιά του σοσιαλισμού. Ο Μαρξ εκτίμησε πολύ αυτό το έργο του Ένγκελς και στον πρόλογο του έργου Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (1859) το αποκάλεσε «μεγαλοφυές σχεδιάγραμμα για την κριτική των οικονομικών κατηγοριών» (βλ. Marx - Engels Werke, τόμ. 13, σελ. 10). Μολονότι αυτό το έργο αποτελεί μαρτυρία για την οριστική μετάβαση του Ένγκελς από τον ιδεαλισμό στον υλισμό και από τον επαναστατικό δημοκρατισμό στον κομμουνισμό, δεν είναι εντελώς απαλλαγμένο από την επιρροή του ηθικού, «φιλοσοφικού» κομμουνισμού, με την κριτική του στην αστική κοινωνία σε σειρά σημείων, ξεκινώντας ακόμα από τις αφηρημένες αρχές ενός πανανθρώπινου ήθους και ουμανισμού.
2. Σ.τ.μ.: Τα δουκάτα ήταν χρυσά νομίσματα σε ευρεία κυκλοφορία εντός της Ευρώπης πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
3. Σ.τ.μ.: Μερκαντιλισμός.
4. Σ.τ.μ.: Στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844 ο Μαρξ επιδοκιμάζει το χαρακτηρισμό αυτόν που δίνει ο Ένγκελς στον Άνταμ Σμιθ.
5. Σ.τ.μ.: Πρωτοπόροι επιστήμονες και εφευρέτες του 18ου και 19ου αιώνα.
6. Η Anti-Corn-Law League (Anti-Korngesetz-Liga) ήταν μια ένωση του ελεύθερου εμπορίου που ιδρύθηκε από τους δύο εργοστασιάρχες Ρίτσαρντ Κόμπντεν και Τζον Μπράιτ το 1838, με στόχο την κατάργηση των νόμων των σιτηρών. Οι νόμοι αυτοί είχαν θεσπιστεί το 1815 στην Αγγλία, για το συμφέρον των μεγαλοϊδιοκτητών, των Landlords, και περιόριζαν ή απαγόρευαν τις εισαγωγές των σιτηρών από το εξωτερικό.
Σ.τ.μ.: Εκμεταλλευόμενη τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τις υψηλές τιμές του καλαμποκιού, η Λίγκα προπαγάνδιζε την κατάργηση των υψηλών δασμών που ίσχυαν για το εισαγόμενο καλαμπόκι και την πλήρη ελευθερία του εμπορίου. Στόχος της ήταν να αδυνατίσουν οι οικονομικές και πολιτικές θέσεις της αριστοκρατίας της γης και να μειωθούν οι εργατικοί μισθοί. Η πάλη μεταξύ της βιομηχανικής αστικής τάξης και της αριστοκρατίας της γης για τους Νόμους του Καλαμποκιού έληξε το 1846 με την κατάργησή τους.
7. Σ.τ.μ.: Η αναφορά γίνεται στη φωτιά που ξέσπασε στη Νέα Υόρκη στις 16 Δεκέμβρη 1835. Η φωτιά κάλυψε 17 οικοδομικά τετράγωνα, κατέστρεψε εκατοντάδες κτήρια και προκάλεσε ζημιές 20 εκατομμυρίων δολαρίων.
8. Σ.τ.μ.: 1 ακρ = περίπου 4 στρέμματα.
9. Σ.τ.μ.: Το παλιό όνομα της Αυστραλίας.
10. Με το ψευδώνυμο «Μάρκους» εμφανίστηκαν στα τέλη του 1830 στην Αγγλία ορισμένες μπροσούρες που κήρυτταν τη μισανθρωπιστική θεωρία του Μάλθους.
Σ.τ.μ.: Χαρακτηριστικοί τίτλοι: Σχετικά με τη δυνατότητα μείωσης του υπερπληθυσμού και Η θεωρία της ανώδυνης εξάλειψης.
11. Ο τροποποιητικός νόμος (Νόμος για τους Φτωχούς) του 1834 πρόβλεπε ως μοναδικό τρόπο βοήθειας προς τους φτωχούς την εισαγωγή τους σε πτωχοκομεία, στα οποία επικρατούσε καθεστώς φυλακών. Ο λαός χαρακτήρισε αυτά τα πτωχοκομεία «Βαστίλλες για τους Φτωχούς».
Σ.τ.μ.: Η κατάργηση του νόμου αυτού αποτέλεσε ένα από τα κύρια αιτήματα των Χαρτιστών. Ο Μαρξ δίνει ένα χαρακτηρισμό αυτού του νόμου στο έργο του «Κριτικές σημειώσεις πάνω στο άρθρο “Ο βασιλιάς της Πρωσίας και η κοινωνική μεταρρύθμιση”», Vorwarts!, No 60, Marx-Engels Werke, τόμ. 1, σελ. 392.
12. Σ.τ.μ.: Με βάση το διαθέσιμο υλικό είναι δύσκολο να σχηματίσουμε γνώμη σχετικά με το σε ποιο σχέδιο αναφέρεται εδώ ο Ένγκελς. Πιθανόν είχε υπόψη του ένα έργο που σχεδίαζε να γράψει σχετικά με την αγγλική κοινωνική ιστορία και που αναφέρει στο τέλος του παρόντος άρθρου. Στη σειρά των άρθρων του «Η κατάσταση της Αγγλίας» (Marx-Engels Werke, τόμ. 1, σελ. 525), που συνιστούν ένα σύντομο προκαταρκτικό περίγραμμα αυτού του έργου, ο Ένγκελς χαρακτηρίζει την οικονομική διδασκαλία του Άνταμ Σμιθ και τον ωφελιμισμό του Τζέρεμι Μπένθαμ και του Τζέιμς Μιλ ως μια θεωρητική έκφραση της κυριαρχίας της ατομικής ιδιοκτησίας, του εγωισμού, της αλλοτρίωσης του ανθρώπου, που αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση των αρχών που προκύπτουν από μια χριστιανική κοσμοθεώρηση και τάξη πραγμάτων. Είναι πιθανό, όμως, ότι είχε υπόψη του κάποιο σχέδιο ενός ειδικού έργου πάνω στα οικονομικά. Ένα χρόνο αργότερα, ο Ένγκελς δούλεψε πάνω σε ένα φυλλάδιο σχετικά με το Γερμανό οικονομολόγο Λιστ (βλ. το γράμμα του στον Μαρξ, 19 Νοέμβρη 1844).
13. Σ.τ.μ.: Χημικοί του 19ου αιώνα που οι εργασίες τους πάνω στην απομόνωση χημικών στοιχείων και στην ανάδειξη της σημασίας του αζώτου και των ιχνοστοιχείων στην ανάπτυξη των φυτών θεωρούνται πολύ σημαντικές για τη μετέπειτα συστηματική εφαρμογή της χημείας στην αγροτική παραγωγή.
14. Archibald Alison, The principles of population and their connection with human happiness, τόμ. Ι, σελ. 548, Λονδίνο, 1840.
15. Σ.τ.μ.: Ένα μόργκεν γης ισούται με 0,56 εκτάριο.
16. Σ.τ.μ.: Η «self-acting mule» ή αυτόματη κλωστική μηχανή «μιουλ» αποτέλεσε μια σημαντική εφεύρεση στο πεδίο των κλωστικών μηχανών βαμβακιού κατά την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Οι παλιότερες μηχανές του 18ου αιώνα απαιτούσαν τη χειρωνακτική παρέμβαση του εργάτη προκειμένου να κινείται το σύστημα των αδραχτιών και να υπάρχει ένα σταθερό, δίχως σπασίματα κλώσιμο της ίνας. Η «self-acting mule», που δημιούργησε ο Ρίτσαρντ Ρόμπερτς (Richard Roberts) το 1825, επέτρεπε το διαδοχικό πέρασμα από τον έναν κύκλο κλωσίματος στον επόμενο με δραστικό περιορισμό της ανθρώπινης παρέμβασης. Για την εξέλιξη της αυτοματοποίησης των μηχανών και την επίδρασή τους στην εργατική τάξη, δες το 13ο κεφάλαιο «Οι μηχανές και η μεγάλη βιομηχανία» Στο Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ, τόμ. Ι, σελ. 386-523 (αναφορές στην αυτόματη κλωστική μηχανή «μιουλ», που «εγκαινιάζει μια νέα εποχή του αυτόματου συστήματος», στις σελ. 428 και 452).
17. Ο Ένγκελς σκόπευε να γράψει ένα έργο για την κοινωνική ιστορία της Αγγλίας, για το οποίο είχε συλλέξει το υλικό κατά την παραμονή του στο Μάντσεστερ (Νοέμβρης 1842 - Αύγουστος 1844). Σε ένα κεφάλαιο ήθελε να ασχοληθεί με την κατάσταση της εργατικής τάξης της Αγγλίας. Αργότερα αποφάσισε να αφιερώσει μια ιδιαίτερη εργασία στο αγγλικό προλεταριάτο. Μετά από την επιστροφή του στη Γερμανία έγραψε το έργο Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ