9 Σεπ 2020

Η αβάσταχτη ελαφρότητα του αστικού πολιτικού κατεστημένου



Του Χρήστου Δ. Τουρτούρα, επίκουρου Καθηγητή του ΑΠΘ
Στα πλαίσια του λόγου που αρθρώνεται γύρω από την καταπολέμηση της πανδημίας, μεταξύ πολλών μέτρων που αποφασίζονται σε μία νύκτα και αναιρούνται με την ανατολή της άλλης μέρας, υπήρξε και εκείνο που αναφερόταν στη λειτουργία των σχολείων κατά την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς. Το μέγεθος των σχολικών τάξεων απασχόλησε, ως φαίνεται, ιδιαίτερα τους ειδικούς, αλλά και την κοινή γνώμη, όταν ήρθε αντιμέτωπη με τις πρακτικές αδυναμίες και την ελλιπή θεωρητική συγκρότηση των αντίστοιχων μέτρων που αποφασίσθηκαν.
Τα «κάστανα από τη φωτιά» ανέλαβε να βγάλει ο υπεύθυνος, μέχρι πρότινος, ενημέρωσης του κοινού για θέματα πρόληψης της πανδημίας, κ. Μαγιορκίνης. Ο συγκεκριμένος γιατρός και ακαδημαϊκός επιχείρησε να υπεραμυνθεί μιας προγενέστερης δήλωσής του ότι η μείωση του αριθμού των παιδιών στις τάξεις δεν απαντά στο πρόβλημα μετάδοσης του κορονοϊού, αναρτώντας στην προσωπική του ιστοσελίδα τη σχετική του επιχειρηματολογία.1 Αυτή, λοιπόν, στηρίχθηκε σε ένα αυτοσχέδιο διάγραμμα, όπου αντιπαρέθετε δύο σχολικές τάξεις (μία των 25 και μία των 15 μαθητών) και με μια σειρά από βελάκια απέβλεπε στην εξεύρεση της αποτελεσματικότερης φόρμας κοινωνικής αποστασιοποίησης μεταξύ τους, γεγονός που το ανήγαγε σε ένα, θα λέγαμε, πρώτου μεγέθους «αντικοινωνιόγραμμα», η εναντίωση του οποίου σε καθετί κοινωνιολογικό δεν επέτρεπε καμία μέριμνα για ανίχνευση σχέσεων μεταξύ των παιδιών και των ιδιαίτερων προτιμήσεών τους, με σκοπό τη συγκρότηση ομάδων, ώστε να καταστεί η διδασκαλία μια εμπειρία ελκυστική και αποτελεσματική ως προς τη μάθηση. Αντιθέτως, το αντικοινωνικό ευφυολόγημα του κ. Μαγιορκίνη έφερε στη μνήμη μας τα περίφημα κλισέ σχεδιαγράμματα διάταξης των θρανίων που προτείνονταν ως πανάκεια στα παλιά εγχειρίδια Διδακτικής Μεθοδολογίας, που με τη σειρά τους υποστήριζαν θεωρητικά ξεπερασμένες εκπαιδευτικές πρακτικές του πλέον συντηρητικού παρελθόντος της παιδαγωγικής επιστήμης στη χώρα μας και διεθνώς. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ωστόσο, το γεγονός ότι μια τέτοιου είδους «ασφαλής συνύπαρξη» μεταξύ αποστασιοποιημένων, κατά τα άλλα, παιδιών δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από ένα ακόμη θετικίστικο τερτίπι που ανάγει την επαφή με τον συνάνθρωπο σε τυραννία, σε μια υποχρέωση που πρέπει το συντομότερο να διεκπεραιωθεί.
Με άλλα λόγια, προτείνεται στα παιδιά των λαϊκών τάξεων ότι θα πρέπει να συνεχίσουν να έχουν για αυτοσκοπό την επιβίωση και όχι την αναζήτηση των αληθινά ποιοτικών υλικών όρων της ύπαρξής τους. Άλλωστε, το είπε και ο Μαρξ ότι για το κεφάλαιο οι άνθρωποι αποτελούν ήδη κτήμα, έχουν κιόλας αποξενωθεί από τον εαυτό τους και την εργασία τους, άρα και από τη φύση και τους συνανθρώπους τους, τη στιγμή που εισέρχονται ως μισθωτοί εργάτες στον καταμερισμό εργασίας για να μετατραπούν σε εμπορεύματα. Έτσι, η σημασία των κοινωνικών επαφών, των ανθρώπινων και ποιοτικών, των αλληλέγγυων και αλτρουιστικών με τον συνάνθρωπο, η ανταλλαγή γνήσιων συναισθημάτων και τόσα άλλα που, εν τέλει, διαφοροποιούν το ανθρώπινο είδος από όλα τα υπόλοιπα, θυσιάζονται για μια ακόμη φορά στο βωμό του κέρδους και στην προσπάθεια διαχείρισης των συνειδήσεων. Σε αυτά τα πλαίσια, τα παιδιά δεν απελευθερώνονται, δεν εμπιστεύονται το ένα το άλλο, δεν αποκτούν ενσυναίσθηση απέναντι στους συνανθρώπους τους, παρά απομακρύνονται ακόμη περισσότερο μεταξύ τους. Βέβαια, προετοιμάζονται τέλεια, ώστε να συγκροτήσουν την αυριανή, βαθιά ανταγωνιστική, υποκριτική και συμφεροντολόγα, αντικοινωνική κοινωνία του καπιταλιστικού συστήματος, όπου τους έχει προκαθοριστεί ότι θα ζήσουν.
Ο κ. Μαγιορκίνης μας λέει, λοιπόν, ότι το «αντικοινωνιόγραμμά» του αποδεικνύει ότι μεταξύ των δύο περιπτώσεων οι διαφορές είναι ελάχιστες, αφού στην περίπτωση της τάξης με τα 25 παιδιά, το ασφαλές (πλην όμως αυθαίρετο) όριο του 1,5 μέτρου παραβιάζεται μόνον σε 13 συνδυασμούς, δηλαδή στο 4% των περιπτώσεων. Μάλιστα, οι παραβάσεις αυτές εντοπίζονται μόνο σε οριζόντιο επίπεδο και δεν επιτρέπουν τη μετάδοση της νόσου στον κάθετο άξονα της τάξης. Τι καταλαβαίνουμε, λοιπόν; Κατ’ αρχάς ότι παραδέχεται πως στο βωμό της απόσπασης υπεραξίας, η αστική τάξη και οι κυβερνήσεις που υποκλίνονται σε αυτήν, θεωρούν πολιτικά και κοινωνικά έντιμο να θυσιάζεται ένα ποσοστό ανθρώπων, προκειμένου να διατηρηθούν ακμαίοι οι υπόλοιποι. Κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει ως προς αυτό, αρκεί να το γνωρίζουν και να το αποφασίζουν οι ίδιοι εκείνοι που καλούνται να πραγματοποιήσουν τη θυσία. Τότε και μόνον τότε η πράξη αποκτά στοιχεία κοινωνικής διάθεσης του εαυτού, αυτοθυσίας για την κοινωνική ευημερία, αλλιώς φαντάζει ως προσυμφωνημένη πολιτική εξόντωσης κάποιων που θεωρούνται έτσι και αλλιώς ανταλλάξιμοι. Βεβαίως, για κανέναν -και ιδιαίτερα για έναν γιατρό- ούτε μία ζωή δεν θα ’πρεπε να είναι πρόχειρη, ούτε ένας άνθρωπος δεν θα ’πρεπε να θεωρείται αναλώσιμος. Έχω τη βεβαιότητα ότι η ίδια πεποίθηση χαρακτηρίζει και τον κ. Μαγιορκίνη. Οπότε, σε μια τέτοια περίπτωση, τίθεται εύλογα το ερώτημα, μήπως υφίσταται όντως ζήτημα ανικανότητας της κυβέρνησης για σοβαρή διαχείριση του προβλήματος της επικινδυνότητας για τη δημόσια υγεία και αναλώνονται οι εκπρόσωποί της σε ασκήσεις επί χάρτου, λες και πρόκειται για κάποιο γενικευμένο κοινωνικό πείραμα, στα πλαίσια του οποίου επιτρέπεται σε διάφορους να επιδίδονται σε μαθηματικές γιάπικες σάχλες.2
Επίσης, ο κ. Μαγιορκίνης ανατρέπει και τη χωροχρονική πραγματικότητα, αφού καταφέρνει και τη σταματά, την ακινητοποιεί, προκειμένου να τη μελετήσει, ομολογώντας με τον τρόπο του τη συμπόρευση της αστικής τάξης με την παλιά φιλοσοφία που συνήθιζε να μελετά στατικά τον κόσμο για να τον γνωρίσει. Δυστυχώς γι’ αυτόν και την τάξη της οποίας τα συμφέροντα υπηρετεί, την κοινωνία, μάθαμε από τον Μαρξ, πρέπει -και μπορούμε- να την μελετάμε διαλεκτικά, με κριτικό στοχασμό, αποβλέποντας στο να την αλλάξουμε.
Η σχολική αίθουσα, λοιπόν, εκλαμβάνεται από τον κ. Μαγιορκίνη ως κάτι σταθερό και αμετακίνητο και τα σταγονίδια από τον ιδρώτα και το σάλιο των ζωντανών -«δυστυχώς»- μαθητών και μαθητριών διαγράφουν τροχιές αποκλειστικά παράλληλες, εξ ου και η βεβαιότητά του ότι στις «λιγοστές», όπως τις αποκαλεί, παραβιάσεις της απόστασης ασφαλείας, ο ιός δεν θα μεταδίδεται στον κάθετο άξονα της τάξης, εξαιτίας, υποψιάζομαι, κάποιου μυστικού νόμου που κάνει τα μόρια του αέρα να κινούνται μονάχα οριζόντια και ποτέ τους κάθετα και, βέβαια, το πολύ πολύ μέχρι 1,5 μέτρο μακριά. Πέρα, δηλαδή, από το ότι με κάποιον μυστήριο τρόπο, ο χρόνος σταματά και τα παιδιά ακινητοποιούνται στις προκαθορισμένες θέσεις τους, έχει και ο χώρος τα δικά του μυστικά και τους δικούς του νόμους, που, πραγματικά, εγώ προσωπικά, για πρώτη φορά πληροφορούμαι. Ωστόσο, η επεξεργασία «στοχαστικών» μοντέλων από ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής (EnVe-Lab) του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής τον καθηγητή Χημικών Μηχανικών κ. Σαρηγιάννη, αποκαθιστά την αλήθεια, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι στις τάξεις με 25 παιδιά ο δείκτης βασικών επαφών, μια από τις συνιστώσες δηλαδή του βασικού αριθμού αναπαραγωγής και μετάδοσης του κορονοϊού, αυξάνεται κατά 50% σε σχέση με τις τάξεις εκείνες που φιλοξενούν 15 μαθητές και μαθήτριες.3 Μοιραία, λοιπόν, καταρρίπτεται η σαθρή επιχειρηματολογία του κ. Μαγιορκίνη, ο οποίος, επιπλέον, δείχνει να μη θυμάται τίποτε απολύτως από την εμπειρία του ως μαθητής, αφού αντιμετωπίζει τα παιδιά ως πούλια σε ένα παιχνίδι ντάμας, όπου εκεί που τα τοποθετείς εκεί και παραμένουν. Προφανώς, διαπιστώνεται έλλειμμα παιδαγωγικής γνώσης, που αποτελεί μέγιστο ατόπημα σε κάθε περίπτωση ενασχόλησης κάποιου με ζητήματα του συγκεκριμένου επιστημονικού χώρου. Η παραπάνω διαπίστωση δεν επιτρέπει κανένα σοβαρό διάλογο, χωρίς μια -έστω και φευγαλέα, πλην όμως ουσιαστική- αναφορά στα παιδαγωγικά αυτονόητα της μαθητοκεντρικής διδασκαλίας και της ελευθερίας της κίνησης των παιδιών μέσα στην τάξη (και, βέβαια, σε όλους τους άλλους χώρους του σχολείου αδιακρίτως και ιδιαίτερα στα διαλείμματα), της διαρκούς συναλλαγής τους με τους συμμαθητές, τις συμμαθήτριες, τους δασκάλους και τις δασκάλες τους. Παρεμπιπτόντως, ο εκπαιδευτικός λείπει από το διάγραμμα του κ. Μαγιορκίνη, αφού, είτε θεωρείται πολυτέλεια η ενασχόληση με την περίπτωσή του είτε ότι κινδυνεύει λιγότερο από τις ιώσεις, όντας φύσει και θέσει αποστασιοποιημένος από τους μαθητές και τις μαθήτριές του κατά τη διδακτική διαδικασία. Άλλωστε, η έδρα αποτελεί το μείζον σύμβολο αποστασιοποιημένης και απρόσιτης εξουσίας στην παραδοσιακή Παιδαγωγική του Έρβαρτου, την οποία, μάλλον, το επιτελείο της κυβέρνησης τιμά ιδιαίτερα.4
Έτσι, ο εκπαιδευτικός εμφανίζεται μόνον ως κατακλείδα στην επιχειρηματολογία του κ. Μαγιορκίνη, αποτελώντας τη μεγάλη ανησυχία του γιατρού, μήπως και αναγκαστεί να επωμιστεί εκείνος (ο εκπαιδευτικός) τις παραπανίσιες ώρες διδασκαλίας που θα προκύψουν στην περίπτωση που οι τάξεις λειτουργήσουν με 15 παιδιά. Η ξαφνική αυτή αστική ευαισθησία απέναντι στα εργασιακά θέματα του κλάδου των εκπαιδευτικών θα μας ξένιζε ιδιαίτερα, αν δεν διανύαμε περίοδο παρατεταμένου μασκαρέματος και πρώιμων Αποκριών. Αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει καν στον ορίζοντα του τεχνοκράτη αναλυτή η δυνατότητα και οι τάξεις να μικρύνουν (ακόμη και κάτω από 15 παιδιά να φθάσουν) και οι υπάρχοντες εκπαιδευτικοί να μην επιβαρυνθούν τις περαιτέρω ώρες που επικαλείται ότι θα δημιουργηθούν. Αρκεί να ενεργοποιηθεί ο γνωστός παλιός (ξεχάσαμε πόσα χρόνια πριν εφαρμόστηκε για τελευταία φορά) καλός τρόπος του διορισμού μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, αποσυμφορώντας (όρος ιδιαίτερα οικείος στα αυτιά μας το τελευταίο διάστημα) τις δυσλειτουργικές λίστες αναμονής αδιόριστων νέων και, συνάμα, πολύ καταρτισμένων εκπαιδευτικών, που περιμένουν να υπηρετήσουν στον χώρο όπου επένδυσαν, πόνεσαν, κουράστηκαν και ονειρεύτηκαν ότι θα σταδιοδρομήσουν. Με την απλή αποκατάστασή τους μέσω μαζικών διορισμών, που τόσα χρόνια ζητά επισταμένως ο κλάδος τους, τα τμήματα θα μικρύνουν, η ανεργία θα ελαττωθεί και σοβαρά βήματα θα γίνουν προς τη θετική έκβαση της πανδημίας. Ας μην ξεχνάμε, ακόμη, ότι θα ικανοποιηθεί και μια από τις βασικότερες συνθήκες καλής εφαρμογής της Παιδαγωγικής, που είναι το μικρό μέγεθος σχολικών τάξεων και σχολικών μονάδων. Πρόκειται για μια συνθήκη σε βάρος της οποίας ενορχηστρώνονται διαχρονικά αστικές εκπαιδευτικές πολιτικές. Θυμίζω ότι στα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, η κ. Διαμαντοπούλου και ο κ. Πανάρετος (υπουργός και υφυπουργός, αντίστοιχα, Παιδείας την εποχή εκείνη) κατέληξαν στο άκυρο και αναξιόπιστο επιστημονικά, αλλά και εκπαιδευτικά επικίνδυνο συμπέρασμα ότι οι μεγάλες σχολικές μονάδες είναι και οι πλέον αποτελεσματικές, κραδαίνοντας στο χέρι το όπλο της στατιστικής του μέσου όρου, το ίδιο μέσο που χρησιμοποιεί και η κ. Κεραμέως σήμερα, στην προσπάθειά της να μας πείσει ότι οι σχολικές μας τάξεις είναι πολύ μικρότερες από 25 παιδιά. Το χειρότερο ήταν ότι, στη βάση αυτής της θεωρητικής αυθαιρεσίας, συγκροτήθηκε μια διαρκής πολιτική συγχωνεύσεων σχολείων και, άρα, τάξεων, στο όνομα δήθεν της «Παιδαγωγικής» που επικαλούνταν το κυβερνητικό επιτελείο. Τη δημοσιονομική και οικονομικίστικη, ωστόσο, αυτή διαχείριση εξέθεσα με σχετικό μου εκτενές άρθρο στα «Θέματα Παιδείας».5 Δεν είναι κακό να ξαναθυμίσω, ωστόσο, ότι οι ΗΠΑ, στο όνομα των οποίων ομνύουν οι αστοί πολιτικοί μας, κατέληξαν στην ελάττωση του μεγέθους των σχολικών μονάδων-μαμούθ της επικράτειάς τους, προκειμένου να απολαύσουν καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα και λιγότερα περιστατικά βίας και σχολικού εκφοβισμού. Η Φινλανδία, που τόσο περίοπτη θέση κατέχει επίσης στις συνειδήσεις των αστών αναλυτών της εκπαίδευσης, διατηρεί πολύ μεγάλο ποσοστό σχολικών μονάδων με λιγότερους από 50 μαθητές. Βέβαια, δεν υπάρχει κανένας μα κανένας παιδαγωγός, θεωρητικός ή της πράξης, που να έχει διατυπώσει στην ιστορία της Παιδαγωγικής κάτι διαφορετικό. Κλείνω με τη σεπτή αναφορά μου στον Μακάρενκο, η μελέτη του έργου του οποίου αποτελεί την πλέον γόνιμη επένδυση για μένα. Ο παιδαγωγός αυτός μίλησε ξεκάθαρα υπέρ εκείνου που θεωρούσε αδιαπραγμάτευτο όρο για την αποτελεσματικότητα της τέχνης που ασκούσε, δηλαδή τα μικρά τμήματα και τις ανθρώπινες, μικρές σχολικές μονάδες ή κολεκτίβες που θα επέτρεπαν το δέσιμο σε προσωπικό επίπεδο των τροφίμων μεταξύ τους και με τους δασκάλους τους.
Για να μην μακρηγορούμε περισσότερο, σοβαρές πολιτικές διαχείρισης προβλημάτων οικονομικής ανάπτυξης γίνονται στη βάση της διάθεσης μεγάλων -των μεγαλύτερων από όλα- κονδυλίων στην Εκπαίδευση και την Υγεία. Το ζήτημα των έκτακτων περιστατικών, όπως οι πανδημίες, δεν διευθετείται με βελάκια και επιπόλαιη εφαρμογή μαθηματικών αφελειών, ούτε απαντά κανείς σε επιδημιολογικά και άλλα προβλήματα με χορήγηση παγουριών και μασκών στους μαθητές ή με ξενέρωτα χειροκροτήματα από τα μπαλκόνια. Η επιμονή της αδιοριστίας εκπαιδευτικού, ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, η επιλογή της υποβάθμισης της λειτουργίας των δημόσιων σχολείων και νοσοκομείων, η επιμονή ενοικίασης με δυσβάσταχτους όρους -αντί της επίταξης- των ΜΕΘ των ιδιωτικών κλινικών, η εξακολούθηση συνωστισμού πολλών μαθητών σε στενόχωρες και ανεπαρκείς αίθουσες διδασκαλίας, δεν συνηγορούν στην επίλυση του προβλήματος. Οι αντιφάσεις στις ενίοτε εξαγγελίες μέτρων και οι συνοδευτικές κατασταλτικές πρακτικές καθόλου δεν εκτονώνουν την κατάσταση, παρά ενισχύουν -και πολλές φορές δικαίως- σενάρια καχυποψίας που, ολοένα περισσότερο, κατακλύζουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Η εμμονή της κυβέρνησης να χρησιμοποιεί ατελέσφορες πρακτικές, εκπτωτικές της μάθησης, όπως η πρόσφατη επιβολή εξ αποστάσεως εκπαίδευσης ή τα υπεράριθμα τμήματα, παρατείνουν, πολύ απλά, το πρόβλημα και δημιουργούν νέα σημαντικά αδιέξοδα και αντιφάσεις όσον αφορά το μέλλον. Για παράδειγμα, ποια θα είναι τα καινοτόμα προγράμματα που θα εφαρμόζουν μαθητές και μαθήτριες που θα μάθουν να αποφεύγουν μετά βδελυγμίας τους συμμαθητές τους; Για ποια βιωματικά μοντέλα μάθησης και ομαδοσυνεργατικές μορφές διδασκαλίας θα μπορούμε να μιλάμε; Ποια θα είναι εκείνα τα project που θα καλούνται να αναλάβουν αποστασιοποιημένοι κοινωνικά δάσκαλοι και μαθητές και στη βάση ποιων σεναρίων διδασκαλίας και μάθησης αμφότεροι θα αξιολογούνται, κατά τις επικείμενες πρακτικές αξιολόγησης εκπαιδευτικών και σχολικών μονάδων;
Ας μη γελιόμαστε! Η ανάγκη του κεφαλαίου για απόσπαση ολοένα μεγαλύτερης υπεραξίας είναι νομοτελειακή, είναι αναπόδραστη και τείνει να ικανοποιείται σε βάρος πάντα των οικονομικά ασθενέστερων και εξαρτημένων. Έτσι, η ανεργία, οι ανύπαρκτοι διορισμοί και οι περικοπές στα μεροκάματα και τις συντάξεις αποτελούν προσφιλείς για το σύστημα πολιτικές, παρ’ όλα τα αδιέξοδα που δημιουργούν ενίοτε στη νομισματική κυκλοφορία και τις εμπορευματικές αξίες. Οι προειδοποιήσεις του Μαρξ όσον αφορά τη σχέση μεταξύ διατήρησης σε υψηλά επίπεδα της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων -δηλαδή της χρηματικής τιμής του μισθού τους- και περιορισμού των αναγκών για κοπή και διάθεση νέου χρήματος στη νομισματική κυκλοφορία -οπότε και μείωσης των δαπανών σε ποσότητες χρυσού- φαίνεται πως αδυνατούν να επιβληθούν στις ενστικτώδεις τάσεις των αστών κεφαλαιοκρατών για υπερσυσσώρευση. Σήμερα, ιδιαίτερα, ανάγοντας σε νόρμα τη νέα φόρμουλα συναλλαγών με κάρτες (μέσω πλαστικού χρήματος), ξεπερνιέται οποιοσδήποτε φόβος για δημιουργία πληθωριστικού χρήματος, αφού αυτό τείνει στην ουσία να αποσυρθεί σε μεγάλη έκταση από την αγορά. Έτσι, αντλούν υπεραξία από την ολοένα μεγαλύτερη καταλήστευση της εργατικής δύναμης των εργαζομένων, επιτρέποντας ταυτόχρονα τη μη νομισματοποίηση και συσσώρευση του πολυπόθητου γι’ αυτούς ευγενούς μετάλλου στα θησαυροφυλάκια και τα υπόγεια των τραπεζών τους. Ωστόσο, η διαρκής μέριμνα για το χρυσό, εγκαθιστά στο θρόνο, σφετεριστή βασιλιά, τον κορονοϊό και μετατρέπεται σε όλεθρο καθολικό.
_______________
Παραπομπές - Υποσημειώσεις:
1. https://www.iefimerida.gr/ellada/magiorkinis-simasia-megethos-ton-taxeon.
2. Κατ’ αρχάς, στη διακήρυξη της κυβέρνησης περί ποινικοποίησης των όποιων αντιεπιστημονικών «σεναρίων συνωμοσίας» θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, αμφισβητώντας και μόνον την ύπαρξη της πανδημίας, επιλέγω την επιμονή στον κριτικό στοχασμό. Πιστεύω ακράδαντα ότι επιστημονική σκέψη είναι, αντίθετα, εκείνη που δεν παραμένει οκνηρή, καταναλώνοντας πάραυτα ό,τι της σερβίρεται, αλλά εκείνη που αναζητά διαρκώς απαντήσεις, που φλέγεται για έρευνα, αφού το μόνο που γνωρίζει είναι ότι δεν κατέχει εντελώς καμία απόλυτη αλήθεια. Η επιστημονική σκέψη δεν υποτάσσεται σε σκοταδιστικού τύπου καταστολές, παρά ανάγεται σε κολασμό κάθε είδους εξαπάτησης. Όπως λέει και ο Nuccio Ordine στο βιβλίο του «Η χρησιμότητα του άχρηστου. Μανιφέστο με ένα δοκίμιο του Abraham Flexner», από τις εκδόσεις «Άγρα», πραγματικός εχθρός του ανθρώπινου γένους δεν είναι ο άφοβος σκεπτόμενος άνθρωπος, είτε έχει δίκιο είτε άδικο, αλλά εκείνος που προσπαθεί να περιορίσει το ανθρώπινο πνεύμα σε καλούπι. Έτσι, λοιπόν, χωρίς τίποτε να αμφισβητείται, αλλά και τίποτε να μη θεωρείται αξιωματικά αποδεκτό, για την οικονομία της συζήτησης και μόνον, θυμίζω ότι εγείρονται κατά καιρούς ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα. Όπως, για παράδειγμα, πώς έγινε ξαφνικά βεβαιότητα ότι οι νέοι και τα παιδιά κινδυνεύουν από τον κορονοϊό το ίδιο όπως και οι ηλικιωμένοι, όταν στην περίοδο του μεγάλου εγκλεισμού, κάτι τέτοιο μας έλεγαν ότι δεν ίσχυε. Τι μέλλει γενέσθαι, λοιπόν, με όλους τους ασυμπτωματικούς εκείνους νέους και παιδιά που πιθανόν να νόσησαν χωρίς να το καταλάβουν, τη στιγμή που, σύμφωνα με άλλες δηλώσεις του κ. Μαγιορκίνη και των συναδέλφων του ειδικών, ο ασυμπτωματικός χαρακτήρας της νόσου είναι πιθανόν να προσβάλλει ζωτικά όργανα και, ως εκ τούτου, καθίσταται εξίσου επικίνδυνος. Όντως, αποτελεί σοβαρό μέτρο προφύλαξης η δωρεά μασκών (που, επίσης, θεωρούσαν οι λοιμωξιολόγοι ότι δεν έχουν αποτέλεσμα, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις που επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την υγεία) και η στοίβαξη των παιδιών και των νέων σε τμήματα υπεράριθμα, που με ταχυδακτυλουργικό τρόπο αποενοχοποιούνται σήμερα από το να είναι χώροι μετάδοσης του ιού, ενώ την περασμένη άνοιξη οδήγησαν σε εφαρμογή εξ αποστάσεως διδασκαλιών; Τι περιθώρια κριτικής απομένουν σε απόψεις όπως εκείνη που διατείνεται ότι όσοι συνυπάρχουν στις σχολικές τάξεις είναι πρόσωπα γνωστά που μπορούν να περιοριστούν άμεσα σε περίπτωση εκδήλωσης κάποιου περιστατικού, σε αντίθεση με τους χώρους εστίασης, όπου υπάρχει εναλλαγή ατόμων που συνευρίσκονται και, έτσι, η όποια μετάδοση του ιού αδυνατεί να είναι ιχνηλατίσιμη; Μάλιστα δε, όταν ανάλογες απόψεις οδηγούν σε διαφοροποιημένα μέτρα πρόληψης στα σχολεία από εκείνα που εφαρμόζονται στους χώρους εστίασης, όπου πριν τις 12.00 το βράδυ ο ιός, μάλλον, βαριέται να χτυπήσει… Επίσης, πώς προέκυψε το όριο του 1,5 μέτρου απόστασης για την προφύλαξη του ενός από τον άλλον, τη στιγμή που ακούγονται απόψεις άλλων ειδικών για διασπορά μέχρι και σε απόσταση 8 και πλέον μέτρων; Τελικά, όντως, νίκησε η κυβέρνηση με το μέτρο του μεγάλου εγκλεισμού τον κορονοϊό ή απλά παρέτεινε την επαφή του κόσμου με αυτόν για αλλότρια συμφέροντα; Αν τον είχε νικήσει, γιατί μας ξανααπασχολεί σήμερα; Τέλος, ο μεγάλος εγκλεισμός αποφασίσθηκε, προκειμένου, όπως επίσημα κοινοποιούνταν, να δοθεί στο δημόσιο σύστημα Υγείας ο απαιτούμενος χρόνος να αντεπεξέλθει, αφού δεν επαρκούσαν οι υποδομές ούτε το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Τι έγινε, λοιπόν, ποια ήταν τα μέτρα που πάρθηκαν γι’ αυτό στη συνέχεια; Ο εξοπλισμός απέναντι στην πανδημία, μάλλον, πέρασε σε δεύτερη μοίρα έναντι εκείνου για τα εθνικά γεωστρατηγικά μας ζητήματα, ενώ μόνον μια τραγελαφικού χαρακτήρα σύνδεση απόμεινε μεταξύ των δύο γεγονότων, πρόκειται για τη θέα Ελλήνων και Τούρκων στρατιωτών με πλήρη στρατιωτικό εξοπλισμό (για την αλληλοεξόντωσή τους) και μάσκες (για την προστασία από τον κορονοϊό), αποφασισμένων να πεθάνουν, χωρίς να φοβούνται τον θάνατο στον πόλεμο, δείχνοντας, ωστόσο, να τον τρέμουν, στην περίπτωση που ερχόταν από τον κορονοϊό. Αφαιρετικά, θα λέγαμε ότι το «υπερταξικό» στοιχείο του πολέμου βαδίζει χέρι-χέρι με το «υπερεθνικό» στοιχείο του κορονοϊού στον κοινό δρόμο της χειραγώγησης της ανθρώπινης συνείδησης.
3. Βλ. Σαρηγιάννης Δ. (2020) «ΑΠΘ: 25 μαθητές ανά τάξη αυξάνουν το δείκτη επαφών κατά 50% σε σχέση με τους 15». (Αναρτήθηκε 1/9/2020, στο: www.typosthes.gr/ygeia-epistimi, προσπελάστηκε στις 3/9/2020).
4. Ας θυμηθούμε τις σχετικά πρόσφατες δηλώσεις της υπουργού Παιδείας, της κ. Κεραμέως, ότι η μαγνητοσκόπηση των διδασκαλιών μέσω καμερών θα αφορά αποκλειστικά το μέρος του μαθήματος που αναλογεί στην παράδοση της επόμενης ύλης. Το γεγονός αποδεικνύει από μόνο του πόσους αιώνες έχει μείνει πίσω η παιδαγωγική ενημέρωση της ανώτατης αρχής της εκπαίδευσης στη χώρα μας, όταν μιλά ακόμη για διακριτά μέρη στο πλαίσιο της διδασκαλίας… Τώρα, έρχεται ο κ. Μαγιορκίνης να μας το επιβεβαιώσει, μιλώντας για παιδιά που θα πρέπει να κάθονται ακίνητα, κάποια δε χωριστά (σαν να είναι τιμωρημένα) ή σε δυάδες στα μαθήματα και τον δάσκαλο απομονωμένο στην έδρα του, επαναφέροντας τη διδασκαλία στην παλιά, περιέργως γνώριμη γι’ αυτόν (εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας του), αλλά παρωχημένη μετωπική μορφή της. Πληροφοριακά να πω στο σημείο αυτό ότι η έδρα και η στατικότητα, η αφωνία και ο αυταρχισμός έχουν προ πολλού δραπετεύσει από τα σχολειά των αναπτυγμένων χωρών, αφού φρόντισαν γι’ αυτό γίγαντες της Παιδαγωγικής που έγραψαν με το έργο τους την παγκόσμια ιστορία της συγκεκριμένης επιστήμης. Αναφέρω ενδεικτικά το Φρενέ και την κατάργηση της έδρας και της στρατιωτικοποίησης στην εκπαιδευτική διαδικασία, προτείνοντας το «Μοντέρνο Σχολείο του λαού και της ζωής», το οποίο και εφάρμοσε και υποστήριξε θεωρητικά κατά την εποχή του μεσοπολέμου, μέχρι και τον θάνατό του. Επίσης, κάνω ιδιαίτερη αναφορά στο «Σχολείο της χαράς και των συναισθημάτων» του Σουχομλίνσκι, δείχνοντας ότι η ανυπόκριτη αγάπη και η ολοσχερής αφιέρωση στην επιστήμη του παιδιού, συνδέει επιστήμονες που έζησαν και έδρασαν σε πολύ διαφοροποιημένα κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά συστήματα. Στη χώρα μας, τέλος, το μέγεθος των Δημήτρη Γληνού και Μιχάλη Παπαμαύρου επισκίασε παλιές, αναχρονιστικού τύπου παιδαγωγικές πρακτικές που χρεώνονταν σε οπαδούς του Έρβαρτου, κλειδώνοντάς τες μια και καλή στο ιστορικό αρχείο της Παιδαγωγικής Επιστήμης.
5. Τουρτούρας Δ. Χρ. (2013) «Παιδαγωγικός προβληματισμός και αντίσταση σε εκπαιδευτικές πολιτικές αντιπαιδαγωγικού προσανατολισμού». «Θέματα Παιδείας». Τρίμηνη Επιθεώρηση Εκπαιδευτικής Πολιτικής και Έρευνας, τεύχ. 51-52, σ. 44-63.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ