Πρέπει να σταθούμε στο ζήτημα του σχηματισμού των κατοχικών κυβερνήσεων, και λόγω σημασίας και γιατί υπάρχει μια ουσιαστική πλευρά της όλης υπόθεσης, που συνήθως παραγνωρίζεται.
Το αστικό κράτος συνέχιζε να υπάρχει και να λειτουργεί, βεβαίως μέσα στις συνθήκες μιας κατακτημένης χώρας. Στα πλαίσια της ύπαρξης και λειτουργίας του - και ως προϋπόθεσή τους - σχηματίστηκαν οι κατοχικές κυβερνήσεις, που αναφέρθηκαν παραπάνω, έγινε προσπάθεια να ενισχυθούν οι μηχανισμοί καταστολής και καταπίεσης του λαού. Δημιουργήθηκαν τα «Τάγματα Ασφαλείας» και συναφείς κρατικές οργανώσεις, ενώ συνέχισαν να λειτουργούν η Ειδική Ασφάλεια, στην οποία βασανίζονταν κομμουνιστές (π.χ. η Ηλέκτρα Αποστόλου) και άλλοι αγωνιστές, η Αστυνομία Πόλεων και η Χωροφυλακή (αν και η τελευταία στις περισσότερες περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας ξηλώθηκε σε μια πορεία και αντικαταστάθηκε από τον ένοπλο λαό). Είχε διατηρηθεί και το υπουργείο Αμυνας, πάρα το γεγονός ότι δεν υπήρχε ο προηγούμενος τακτικός στρατός.
Η παραπάνω εξέλιξη είχε αντικειμενική βάση. Η κατοχή δεν κατάργησε - ούτε ήθελε φυσικά να καταργήσει - το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Και ήταν επόμενο ένα μέρος του αστικού πολιτικού και επιστημονικού κόσμου, καθώς και διάφορα κατακάθια της κοινωνίας, αλλά και τεταρτοαυγουστιανοί, να αναλάβουν την επάνδρωση των τομέων του αστικού κράτους.
Τα πράγματα, δηλαδή, έθεταν εξ αντικειμένου το ζήτημα ένα τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου να διαχειριστεί και να υπερασπιστεί άμεσα - και κυρίως μακροπρόθεσμα - την εξουσία της τάξης του. Αυτή την ανάγκη την αναγνώριζε ολόκληρος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Γι' αυτό ακριβώς επικρότησε τη δημιουργία των κατοχικών κυβερνήσεων ως εθνική ανάγκη. Γι' αυτό ακριβώς και ο αστικός Τύπος τις στήριξε. Πέρα, βεβαίως, και από το γεγονός ότι οι κατακτητές χρειάζονταν κυβερνήσεις - υποχείρια τους, για να συμβάλουν στο δικό τους (των κατακτητών) ρόλο καταστολής του λαού, ως τοποτηρητές γερμανικών συμφερόντων.
Ο στόχος, επομένως, ήταν διπλός και αυτό το δίπτυχο αποτελούσε τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Πρέπει, λοιπόν, να αναγνωριστεί στους πολιτικούς παράγοντες -συνεργάτες των Γερμανών ότι επέδειξαν ταξική συνέπεια. Γι' αυτό ακριβώς οι συνεργάτες των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αλλά αξιοποιήθηκαν κατά των λαϊκών δυνάμεων και στελέχωσαν τους κρατικούς μηχανισμούς και μετά την απελευθέρωση.
Για τη σημασία και το ρόλο των κατοχικών κυβερνήσεων ο Κ. Πυρομάγλου θίγει μια άλλη αξιοπρόσεκτη πλευρά, ανεξάρτητα απ' το γεγονός ότι οι εξελίξεις τελικά δεν την επιβεβαίωσαν. Θέτει το θέμα ότι το υπουργείο Αμυνας λειτουργούσε στην κυβερνητική συγκρότηση των «κουίσλινγκ», αν και δεν υπήρχε στρατός. Ποιο σκοπό εξυπηρετούσε αυτό, πέρα απ' την προσπάθεια συγκρότησης στρατιωτικών δυνάμεων και την προσπάθεια να εμποδιστούν αξιωματικοί του τακτικού στρατού να στελεχώσουν τον ΕΛΑΣ; Γράφει: «Ο σκοπός απεκαλύφθη κατά τους τελευταίους μήνας του 1941, όταν εις μίαν ανά την Ελλάδα περιοδείαν του ο στρατηγός Τσολάκογλου, ατένιζων τας ακτάς της Μικράς Ασίας, εδήλωσεν ότι "οι εκδιωχθέντες Ελληνες, θα πρέπει να επανέλθουν...". Ητο η περίοδος, κατά την οποίαν το Γερμανικόν Επιτελείον εμελέτα την εισβολήν εις την Τουρκίαν και είχεν ανάγκην μισθοφορικού στρατού. Η παγερά σιωπή του Ελληνικού Λαού έπεισε και "Κυβέρνησιν των Αθηνών" και Γερμανικάς Αρχάς, περί της πλήρους αρνήσεως των Ελλήνων, να εμπλακούν εις μίαν τοιαύτην περιπέτειαν» (Κ. Πυρομάγλου, ο. π., σελ. 143).
Οι απόντες
Το μεγαλύτερο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου της εποχής ανήκει στους «απόντες» του αγώνα. Ο Θ. Σοφούλης, αρχηγός των «Φιλελευθέρων», ο Γ. Καφαντάρης, των «Προοδευτικών», ο Ι. Σοφιανόπουλος, του «Αγροτικού Κόμματος», ο Γ. Παπανδρέου, του «Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος», ο Παν. Κανελλόπουλος, του «Εθνικού Ενωτικού Κόμματος», ο Κ. Καραμανλής, του «Λαϊκού Κόμματος», απείχαν ουσιαστικά, ορισμένοι και τυπικά, ενώ ο Στυλ. Γονατάς, υπαρχηγός του «Κόμματος των Φιλελευθέρων», καθοδήγησε την ίδρυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» του Ι. Ράλλη. Ο Γ. Καφαντάρης, σε πρόταση που του έγινε από το ΚΚΕ να προσχωρήσει στην Αντίσταση, απάντησε: «Οι Ελληνες να μη νοιάζονται, το ζήτημα θα το λύσουν οι σύμμαχοι» (δηλαδή οι Εγγλέζοι) (Π.Ρούσος, ο. π., σελ. 137). Την ίδια στάση κράτησαν στις προτάσεις του ΚΚΕ και άλλοι. Στον Γ. Παπανδρέου, στον οποίο έγινε πρόταση να ηγηθεί του ΕΑΜ, ανήκει το επίσης κατηγορηματικό «όχι», που έδωσε ως απάντηση. Εξάλλου από τη Νίκαια της Γαλλίας, όπου είχε μετεγκατασταθεί, ο Ν. Πλαστήρας καλούσε το λαό με επιστολή του να συνεργαστεί με τους κατακτητές: Παραθέτουμε το σχετικό γράμμα του Ν. Πλαστήρα: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)» («Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 14 Σεπτέμβρη 1998). Να σημειωθεί ότι αυτό το γράμμα στάλθηκε την 21 Απρίλη 1941, κι ενώ οι Γερμανοί είχαν περάσει τη Λάρισα και κατέβαιναν προς την Αθήνα.
Ποια ήταν η επιδίωξη τους; Ηταν η ίδια της προπολεμικής - προδικτατορικής περιόδου: Οταν θα φύγουν κάποτε οι κατακτητές, να επανέλθουν τα πράγματα στην προ της 4ης Αυγούστου κατάσταση και ν' αναλάβουν αυτοί τα ηνία της διακυβέρνησης. Μέχρι τότε «ας κάτσουμε όλοι στ' αβγά μας», περιμένοντας την αίσια έκβαση του πολέμου, που θα τη φέρουν οι ισχυροί σύμμαχοι... Από αυτή την άποψη, μόνη δυσφορία δημιουργούσε, σε όσους ήταν αντιμοναρχικοί, το θέμα του βασιλιά. Δυσφορούσαν από το γεγονός ότι οι Βρετανοί είχαν τη Μοναρχία ως ένα από τα βασικά τους στηρίγματα στην Ελλάδα, την ίδια στιγμή που και οι ίδιοι στήριζαν στους Βρετανούς τις ελπίδες τους...
Στα χρόνια που προηγήθηκαν των προηγουμένων γεγονότων, είχαν οξυνθεί οι αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις και στο Παλάτι. Είχε μεσολαβήσει η βασιλομεταξική δικτατορία των Μεταξά - Γλύξμπουργκ, στη διάρκεια της οποίας μια σειρά απ' αυτούς είχαν γνωρίσει τόπους εξορίας και άλλους περιορισμούς, γεγονός που είχε προσθέσει νέες αντιδράσεις στις εκ πεποιθήσεως αντιμοναρχικές αντιλήψεις τους. Ενώ λίγους μήνες πριν την τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία είχε πραγματοποιηθεί το νόθο δημοψήφισμα της 3ης Νοέμβρη 1935, το οποίο έδωσε υπέρ της Μοναρχίας το 105% των ψήφων! «... δηλαδή ήταν περισσότεροι οι ψήφοι υπέρ της μοναρχίας από τους ψηφοφόρους... Οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες της νοθείας θορυβήθηκαν για την γκάφα τους και όλη τη νύχτα της 3-4 Νοεμβρίου έκαναν διάφορες αλχημείες για να... μειώσουν τώρα τους ψήφους υπέρ της βασιλείας»! (Σπ. Λιναρδάτου: «Πώς φτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 136). Εννοείται, φυσικά, ότι παρά τις αντιθέσεις μεταξύ τους και της Μοναρχίας, ήσαν πρόθυμοι να τη στηρίξουν, αρκεί αυτή να τους εξυπηρετούσε κομματικά...
Η αστική τάξη στην Ελλάδα, από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους, είχε δεσμούς κυρίως με τη Μ. Βρετανία, ανεξάρτητα απ' το κόμμα ή τα κόμματα που βρίσκονταν στην κυβερνητική εξουσία, ανεξάρτητα απ' το πολίτευμα που είχε στην α ή στη β χρονική στιγμή. Είναι χαρακτηριστικό ότι και η τεταρτοαυγουστιανή φασιστική δικτατορία (1936-1941), που οι φιλικές διαθέσεις της προς τη χιτλερική Γερμανία ήσαν διάχυτες, είχε κι αυτή εξωτερική πολιτική που κινιόταν στη γραμμή πλεύσης της Μ. Βρετανίας.
Μόλις η Ελλάδα κατακτήθηκε, αλλά και στην πορεία, ένα μεγάλο τμήμα του παραπάνω πολιτικού κόσμου μετακόμισε στην Αίγυπτο, απ' όπου γύρισε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση... Θα επιστρέψουμε στα όσα αφορούν στη δράση τους στο εξωτερικό. Για την ώρα ας μείνουμε στη στάση τους απέναντι στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση.
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
4/12/2011
-- Μια από τις κορυφαίες στιγμές της ταξικής πάλης στην Ελλάδα
16/10/2011
-- Ο αστικός πολιτικός κόσμος από την 4η Αυγούστου έως τον Εμφύλιο
25/9/2011
-- Ο αστικός κόσμος στην κατοχή
24/10/2010
-- Ο πόλεμος και οι αστοί της Ελλάδας*
28/10/2009
-- Προσφορά, εμπειρίες, επίκαιρα διδάγματα*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου