26 Φεβ 2012

Απ' το «σουηδικό σοσιαλισμό» στο «δανικό μοντέλο»



Απ' το «σουηδικό σοσιαλισμό» στο «δανικό μοντέλο»

Παπαγεωργίου Βασίλης
Οι πρόσφατες αναφορές στελεχών του ΠΑΣΟΚ σε «σκανδιναβικά μοντέλα» και «τρίτους δρόμους» δεν είναι καινούριες. Εχουν ιστορία κάποιων δεκαετιών. Πρώτος αναφέρθηκε ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Παπανδρέου, στη δεκαετία του 1970, έχοντας τότε ως πρότυπο αναφοράς το «σουηδικό σοσιαλισμό» και αντλώντας επιχειρήματα από τις υπάρχουσες τότε στη Σουηδία, περισσότερες απ' ό,τι σε άλλες καπιταλιστικές χώρες, κοινωνικές κατακτήσεις. Γρήγορα, βέβαια, «ξέχασε» τις αναφορές του και πριν ακόμη το ΠΑΣΟΚ ανέλθει στην κυβερνητική εξουσία (1981) είχε πάψει να χρησιμοποιεί το «σουηδικό σοσιαλισμό» ως πρότυπό του. Το γεγονός δεν είναι τυχαίο. Ούτε οφείλεται μόνο στη γνωστή σε όλους δημαγωγία της τότε ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ ή στις διαφορετικές συνθήκες και επίπεδο του ελληνικού καπιταλισμού.
Το σουηδικό λεγόμενο «κοινωνικό κράτος» της εποχής εκείνης ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς παραγόντων, οι σοβαρότεροι εκ των οποίων ήταν οι εξής:
α. Ο σχετικά υψηλός βαθμός ανάπτυξης του σουηδικού καπιταλισμού (συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της παραγωγής, συσσώρευση κερδών, βαθμός εκμετάλλευσης, κλπ.), ο οποίος -εκτός των άλλων - ωφελήθηκε τα μέγιστα από το γεγονός, πως η χώρα και οι καπιταλιστές της είχαν μόνον οφέλη και καμιά ζημιά, τόσο από τον Πρώτο όσο και από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλωστε, δεν πήραν μέρος στον πόλεμο, ενώ κέρδισαν τα μονοπώλιά τους από τη βοήθεια στη χιτλερική Γερμανία.
β. Η πάλη του σουηδικού εργατικού κινήματος, κυρίως στην εποχή του μεσοπολέμου και αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
γ. Οι πολύμορφες ευεργετικές επιπτώσεις από την ύπαρξη του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη και οι σημαντικές λαϊκές κατακτήσεις του.
Οι παράγοντες αυτοί οδήγησαν σε μια κατά βάση κεϋνσιανή διαχείριση του καπιταλισμού στη Σουηδία, σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, που χαρακτηρίζονταν από υψηλή κερδοφορία των επιχειρήσεων, αλλά και σημαντικές για καπιταλιστική χώρα κρατικές κοινωνικές παροχές (Παιδεία, Υγεία, προστασία ανέργων, κλπ.). Με δυο λόγια, στις δεκαετίες αυτές, ο σουηδικός καπιταλισμός είχε τη δυνατότητα να κάνει παραχωρήσεις στην εργατική τάξη, παίρνοντας ως αντάλλαγμα μια πολύχρονη «εργασιακή ειρήνη» και προωθώντας, ταυτόχρονα, τη στρατηγική του ταξικού ευνουχισμού και αλλοτρίωσης. Αλλωστε, τις δεκαετίες αυτές, η Σουηδία κυβερνιέται συνεχώς από τους σοσιαλδημοκράτες.
Η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση
Ολ' αυτά, όμως, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αρχές της δεκαετίας του 1980. Η εφαρμογή των μεγάλων επιτεύξεων της επιστήμης και της τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία, τις συγκοινωνίες και τις επικοινωνίες, στις πρώτες μετά τον πόλεμο δεκαετίες, έδωσε σημαντική ώθηση στην έως τότε διεθνοποίηση της παραγωγής, πολλαπλασίασε τις ανθρώπινες παραγωγικές δυνατότητες και αύξησε σε πρωτόγνωρα επίπεδα τον παγκόσμιο κοινωνικό πλούτο. Για τον καπιταλιστικό κόσμο, όλ' αυτά σήμαναν την τεράστια αύξηση των μονοπωλιακών κερδών και της εξαγωγής κεφαλαίων. Και μαζί τους, τις νέες διαστάσεις και ένταση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, του μοιράσματος και ξαναμοιράσματος των αγορών. Παράγοντες, οι οποίοι έθεσαν στην ημερήσια διάταξη την εφαρμογή επώδυνων για τους εργαζόμενους καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων (ευλυγισία και κινητικότητα εργασίας, αύξηση ανεργίας και υποαπασχόλησης, αποκρατικοποιήσεις και ιδιωτικοποιήσεις, αντιδραστικές αλλαγές σε Παιδεία - Υγεία - Πρόνοια, κλπ.), αφού ταυτόχρονα δημιουργούν και δυσκολίες στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου, στα πλαίσια της έντασης του ανταγωνισμού. Ηδη, στις ΗΠΑ, ο τότε Πρόεδρος Ρ. Ρίγκαν προωθεί και εφαρμόζει ανάλογα μέτρα από τη δεκαετία του 1970 (πολιτική Ριγκανόμικς), ενώ, ελάχιστα χρόνια μετά, ακολούθησε στη Μ. Βρετανία η Μ. Θάτσερ (Θατσερισμός). Ο ιμπεριαλισμός της συγκεκριμένης περιόδου, με βασικό χαρακτηριστικό του τη λεγόμενη νεοφιλελεύθερη διαχείριση - αυτό που οι αστοί ονόμασαν παγκοσμιοποίηση - έχει κάνει την εμφάνισή του.
Οι εξελίξεις αυτές έβαλαν σε κρίση τη μέχρι τότε διαχείριση του σουηδικού καπιταλισμού και το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος» του. Στις νέες συνθήκες, οι Σουηδοί καπιταλιστές δεν είχαν τα προηγούμενα περιθώρια παραχωρήσεων στην εργατική τάξη και το καπιταλιστικό σουηδικό κράτος αρχίζει την υπονόμευση και το χτύπημα των κοινωνικών κατακτήσεων. Ολ' αυτά αποτέλεσαν άλλον ένα λόγο, που η τότε ηγεσία του ΠΑΣΟΚ σταμάτησε τη ρητορική, περί «σουηδικού σοσιαλισμού».
Ακολούθησαν οι δραματικές ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων της Ευρώπης και οι συνεπαγόμενες αρνητικές συνέπειες στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων έδωσαν νέα ώθηση στην επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου σε βάρος αυτών της εργασίας. Η λαίλαπα των αντιλαϊκών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων απλώθηκε σε όλον τον καπιταλιστικό κόσμο. Και μαζί της, οι εντεινόμενοι συνεχώς ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και αντιθέσεις, σπέρνοντας μέχρι και εμφύλιους διχασμούς σε συνδυασμό με εθνικιστικές αντιθέσεις, (π.χ. Γιουγκοσλαβία), και διαιρέσεις, ακόμη και τον πόλεμο στη γηραιά ήπειρο, μισό αιώνα μετά τη συντριβή του φασισμού. Τώρα ο ιμπεριαλισμός έκανε περισσότερο φανερά τα βάρβαρα και απάνθρωπα χαρακτηριστικά του.
Στο πλαίσιο των εξελίξεων αυτών, οι αστοί πολιτικοί, οικονομολόγοι και εν γένει διαχειριστές του συστήματος χωρίστηκαν σε δυο βασικά στρατόπεδα. Το ένα υποστήριζε την ολοκληρωτική υποταγή στη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, τον άκρατο ανταγωνισμό, την πλήρη «απελευθέρωση» και ασυδοσία των «νόμων της αγοράς», την ιδιωτικοποίηση των πάντων, κλπ., κλπ., θυσιάζοντας στο βωμό τους τις όποιες κοινωνικές και εργατικές κατακτήσεις είχαν σημειωθεί στις προηγούμενες δεκαετίες. Το δεύτερο στρατόπεδο υποστήριζε «μια "νέα" λύση μεταξύ της κεϋνσιανού τύπου σοσιαλδημοκρατίας από τη μια πλευρά και του νεοφιλελεύθερου, θατσερικού καπιταλισμού από την άλλη», όπως λένε οι οπαδοί της. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια διαχείριση του σύγχρονου καπιταλισμού, που κινείται στην ίδια κατεύθυνση με αυτήν του προηγούμενου στρατοπέδου, σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής και εντεινόμενης συνεχώς ανταγωνιστικότητας (ευλυγισία, κινητικότητα, «απελευθέρωση» απολύσεων, κλπ.). Ταυτόχρονα, όμως, χρησιμοποιεί το καπιταλιστικό κράτος, για να αμβλύνει τα εντεινόμενα συνεχώς κοινωνικά προβλήματα, να συντηρεί και να ενισχύει την «εργασιακή ειρήνη».
Το «δανικό μοντέλο»
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα του νέου «τρίτου δρόμου», από τους οπαδούς της αντίληψης αυτής, παρουσιάζεται η Δανία. Ας δούμε, λοιπόν, τι γίνεται σ' αυτή τη χώρα και, μάλιστα, παραβλέποντας μια σειρά, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, παράγοντες που συνιστούν ίσως μικρότερο βαθμό δυσκολίας στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ (υψηλό επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, μη ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και το ευρώ, μικρός σχετικά πληθυσμός - μόλις 5,5 εκατ.- κλπ.). Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, λοιπόν, έχουμε την παρακάτω εικόνα:
Το ποσοστό απασχόλησης βρίσκεται στο 75% (στη χώρα μας γύρω στο 50%) και είναι το μεγαλύτερο στην Ευρωένωση των «25». Η επίσημη ανεργία ανέρχεται στο 4,9% - από τις μικρότερες στην Ευρωένωση - και οι άνεργοι λαμβάνουν το 80% του βασικού μισθού της σύμβασής τους, για χρονικό διάστημα τεσσάρων χρόνων (παλιότερα ήταν πέντε).
Αυτά τα στοιχεία προβάλλουν οι οπαδοί του λεγόμενου «δανικού μοντέλου» και ισχυρίζονται, ότι το θεμέλιο της επιτυχίας βρίσκεται στην ισχύουσα στη χώρα αυτή «ευελιξία της εργασίας» (πλήρης «απελευθέρωση» απολύσεων, ευλύγιστες εργασιακές σχέσεις, κινητικότητα, κλπ.), με την ταυτόχρονη «φροντίδα του κράτους» προς τους εργαζόμενους και ιδιαίτερα τους άνεργους. Αυτή είναι η πολιτική της «flexicurity» (ευλυγισία με ασφάλεια). Του δήθεν συνδυασμού της «ευέλικτης εργασίας» με την «κοινωνική ασφάλεια». Αυτά, όμως, είναι η μισή αλήθεια, ή, αλλιώς, ένα μεγάλο ψέμα. Ας δούμε και τα υπόλοιπα, πάλι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.
Η μερική απασχόληση στη Δανία (δηλαδή, η μερική ανεργία) ανέρχεται στο 23% (στη χώρα μας βρίσκεται στο 4% - 5%). Επίσης, στη Δανία έχουν πάρει μεγάλη έκταση τα προγράμματα της «διά βίου μάθησης», όπου συμμετέχει γύρω στο 28% των ενηλίκων Δανών, παίρνοντας μισθό γύρω στα 1.600 ευρώ το μήνα από τον κρατικό προϋπολογισμό (στη χώρα μας συμμετέχει σε αντίστοιχα προγράμματα το 1,8% των ενηλίκων, με υποπολλαπλάσιο μισθό). Ακόμη, ο κρατικός προϋπολογισμός της Δανίας «επιδοτεί την απασχόληση» (χρηματοδοτεί τους εργοδότες, για να κάνουν προσλήψεις) με κονδύλια, που ανέρχονται στο 1,5% του αντίστοιχου ΑΕΠ (στην Ελλάδα τα σχετικά κονδύλια βρίσκονται στο 0,1% του ελληνικού ΑΕΠ).
Πρώτο συμπέρασμα: Στη Δανία υπάρχει ανεργία και, μάλιστα, μπόλικη, αλλά «κρύβεται» με τη μερική απασχόληση και τα προγράμματα της «διά βίου μάθησης». Σύμφωνα, με τα παραπάνω, επίσημα στοιχεία, λιγότεροι από ένας στους δύο Δανούς έχει θέση πλήρους απασχόλησης.
Και δεν υπάρχουν μόνον αυτά. Οπως γίνεται φανερό, το «δανικό μοντέλο» απαιτεί τεράστιες κρατικές δαπάνες. Για παράδειγμα, ένα μεγάλο μέρος του κρατικού προϋπολογισμού της χώρας διατίθεται - εκτός της «επιδότησης της εργασίας» - για τα προγράμματα της «διά βίου μάθησης». Τα τελευταία δεν «κρύβουν» μόνο την ανεργία. Ταυτόχρονα, αποτελούν το μοχλό παροχής ληξιπρόθεσμων δεξιοτήτων και κατάρτισης στους άνεργους, ώστε να ανταποκρίνονται στις εναλλασσόμενες απαιτήσεις και ανάγκες των επιχειρήσεων και του σύγχρονου μονοπωλιακού ανταγωνισμού. Με άλλα λόγια, χρηματοδοτούνται οι ανάγκες των κεφαλαιοκρατών, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της ανεργίας. Κι αν αναρωτιέστε, πού βρίσκει τα χρήματα αυτά το δανικό καπιταλιστικό κράτος, η απάντηση είναι η εξής: Οχι από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Ο συντελεστής φορολογίας των επιχειρηματικών κερδών στη Δανία βρίσκεται στο 28%. Είναι, δηλαδή, μικρότερος από τον ισχύοντα σήμερα στην Ελλάδα (30%). Ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ, όμως, βρίσκεται στο 25% (στην Ελλάδα 19%) και ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής εισοδήματος φυσικών προσώπων φτάνει στο 63,1%(στη χώρα μας 40%), με ανάλογη κλιμάκωση στα χαμηλότερα εισοδήματα.
Δεύτερο συμπέρασμα: Οι εργαζόμενοι και ο λαός της Δανίας - κυρίως, μέσω του βαριά αντιλαϊκού φορολογικού συστήματος - χρηματοδοτούν την όποια «κοινωνική ασφάλεια» και τις όποιες, διατηρούμενες ακόμη κοινωνικές κατακτήσεις. Ταυτόχρονα, βέβαια, χρηματοδοτούν την υψηλή κερδοφορία και ανταγωνιστικότητα των δανικών μονοπωλίων (επιδότηση εργασίας, προγράμματα κατάρτισης, χαμηλή φορολογία επιχειρηματικών κερδών, κλπ.).
Υπάρχουν διαφορές;
Από όλα τα παραπάνω προκύπτουν δύο εύλογα ερωτήματα:
Πρώτον, υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα; Και δεύτερον, ποια είναι η διαφαινόμενη προοπτική του «δανικού μοντέλου»;
Οι μόνες ουσιαστικά διαφορές μεταξύ των δύο στρατοπέδων βρίσκονται στον τρόπο εφαρμογής της ίδιας ουσιαστικά πολιτικής. Με άλλα λόγια, σε ζητήματα τακτικής και εξειδίκευσης της πολιτικής αυτής σε συγκεκριμένες συνθήκες και συσχετισμούς δύναμης. Στις χώρες, όπου στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, κυριάρχησε το λεγόμενο «σουηδικό μοντέλο» και υπήρχαν σημαντικές κοινωνικές κατακτήσεις (Σουηδία, Δανία, Φινλανδία, εν μέρει ΟΔ Γερμανίας (δυτική), κλπ.) ήταν αδύνατη η απότομη και γρήγορη εφαρμογή της πολιτικής των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, όπως έγινε στις ΗΠΑ ή τη Μ. Βρετανία, με την Μ. Θάτσερ και κατόπιν με τον Τ. Μπλερ. Ακολουθήθηκε η γνωστή και από πολλές άλλες περιπτώσεις - κι απ' τη χώρα μας - τακτική του «σαλαμιού», δηλαδή, της σταδιακής εφαρμογής. Η όποια «κοινωνική ασφάλεια» παρέχει το «δανικό μοντέλο», όχι μόνον πληρώνεται από τους εργαζόμενους - όπως αποδείχτηκε παραπάνω - αλλά και έχει ημερομηνία λήξης. Είναι άκρως προσωρινή. Οι αυξανόμενες συνεχώς διαστάσεις και ένταση του κυνηγητού των κερδών και του μονοπωλιακού ανταγωνισμού, στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού, δε σκαμπάζουν από κοινωνική ασφάλεια και λαϊκές κατακτήσεις. Η ολιγαρχία της Δανίας - όπως και αυτή σε όποια άλλη καπιταλιστική χώρα - έχει μπροστά της δυο δρόμους: `Η, να προχωρήσει στο βάθεμα των αντιλαϊκών και αντεργατικών μέτρων, ώστε να ενισχύσει τα κέρδη και την ανταγωνιστική θέση της, ή να υποκύψει στους ισχυρότερους μονοπωλιακούς ομίλους. Αλλος δρόμος δεν υπάρχει. Πολύ περισσότερο, καθώς ο νόμος της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης βρίσκεται σε πλήρη ισχύ και ο εντεινόμενος συνεχώς καπιταλιστικός ανταγωνισμός λειτουργεί προς όφελος των ισχυροτέρων κεφαλαιοκρατών - πολυεθνικών - καπιταλιστικών κρατών.
Αλλωστε, η ίδια η ζωή επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Τις μέρες, που ο Γ. Παπανδρέου «καταργούσε» τον Γ. Φλωρίδη και ξεδιπλωνόταν η σχετική φιλολογία, περί «σκανδιναβικού μοντέλου», η κυβέρνηση της Δανίας - έχοντας τη βοήθεια της σοσιαλδημοκρατικής αντιπολίτευσης και της συμβιβασμένης ηγεσίας των συνδικάτων - δημοσιοποίησε ένα νέο πακέτο αντεργατικών μέτρων και δραστικών περικοπών των κοινωνικών κατακτήσεων (αύξηση ορίου ηλικιακής συνταξιοδότησης στα 67 χρόνια, μείωση στα δύο χρόνια του ταμείου ανεργίας, μείωση της κοινωνικής βοήθειας όσων δε δικαιούνται ταμείο ανεργίας, πετσόκομμα της οικονομικής βοήθειας στους φοιτητές και μέτρα ιδιωτικοποίησης της Παιδείας, κλπ., κλπ.). Και σίγουρα, θα υπάρχει και συνέχεια, επιβεβαιώνοντας ότι η μόνη διέξοδος για τους Δανούς εργαζόμενους - όπως και αυτών σε οποιαδήποτε άλλη καπιταλιστική χώρα - είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού.


Του
Τάκη ΤΣΙΓΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ