19 Μαρ 2012

ΑΛΒΑΝΙΑ: Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ


ΑΛΒΑΝΙΑ: Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
του Μίτια Φιλδισάκου  

Η Αλβανία είναι το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της περιπετειώδους ιστορικής διαδρομής που έζησαν οι Βαλκανικοί λαοί για να μπορέσουν να αποκτήσουν μια διαρκώς επισφαλή ελευθερία και μια συνεχώς αμφισβητούμενη ανεξαρτησία.
Στην περίπτωση της Αλβανίας έχουμε εξόφθαλμο και απροκάλυπτο το ρόλο που έπαιξαν οι εσωτερικές συγκρούσεις και οι επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων που προκαλούσε η ιθύνουσα τάξη και οι οποίες έφθαναν από τον απόλυτο έλεγχο της εθνικής ζωής μέχρι την εδαφική κατοχή. Είναι συγχρόνως ένα ζωντανό δίδαγμα που αποδεικνύει πόσο ακριβά πληρώνονται οι αντιμαχόμενες εδαφικές διεκδικήσεις και η προσφυγή στις μεγάλες δυνάμεις για την επίλυσή τους, που τελικά οδηγεί στη συνεχή εκκρεμότητα των διαφορών σε βάρος των λαών, στο «διαίρει και βασίλευε» των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και στην παγίδευση των ασθενεστέρων κρατών στα συμφέροντα, τα σχέδια και την επικυριαρχία των πρώτων. Το παράδειγμα της Αλβανίας και χθες και σήμερα διδάσκει.
Η Αλβανία είναι το τελευταίο Βαλκανικό κράτος που αποκτά την ανεξαρτησία του. Είναι η περίοδος των Βαλκανικών πολέμων του 1912-1913. Στην εθνοσυνέλευση του Αυλώνα - 28 του Νοέμβρη 1912 - ο Ισμαήλ Κεμάλ Βλάνα - ο ισχυρός ηγέτης του εθνικού αγώνα εκείνης της περιόδου υψώνει τη σημαία του Σκεντέρ-μπεη και κηρύσσει την αλβανική ανεξαρτησία. Στην εξέλιξη αυτή οδήγησε η νικηφόρα εξέγερση των Αλβανών πατριωτών τον Ιούλη του 1912. Εκείνη την ιστορική στιγμή η Αλβανία βρισκόταν σε μια περίπλοκη εσωτερική κατάσταση. Οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να κατέχουν αλβανικά εδάφη. Τα στρατεύματα της Βαλκανικής συμμαχίας - Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου - έμπαιναν μέσα στη χώρα πολεμώντας τους Τούρκους. Οι Αλβανοί ένιωσαν την ανάγκη να δράσουν.
Συνεργασία με τους Τούρκους σήμαινε βοήθεια στην Τουρκία να παρατείνει την κατοχή της. Συνεργασία με τις χώρες της Βαλκανικής συμμαχίας ερχόταν σε αντίθεση με τις διεκδικήσεις τους για εδάφη που οι Αλβανοί θεωρούσαν δικά τους. Δεν υπήρχε Αλβανικό κράτος για να χειριστεί το μεγάλο αυτό πρόβλημα. Αποτέλεσμα: Γινόταν αγώνας δρόμου μεταξύ Τούρκων, Αλβανών και βαλκανικών γειτόνων, ποιός θα καταλάβει πρώτος και θα κρατήσει τα διεκδικούμενα εδάφη.
Ποιά ήταν τα αίτια που προκάλεσαν την καθυστέρηση αυτή της Αλβανίας να εμφανιστεί ως κράτος;
Η κύρια αιτία ήταν η αναχρονιστική παρουσία του φεουδαρχικού συστήματος που δημιουργούσε ενα βαθύ και αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της προνομιούχας τάξης και ενός πάμπτωχου λαού που τον αποτελούσαν αποκλειστικά, σχεδόν, γεωργικοί και κτηνοτροφικοί πληθυσμοί.
Συγχρόνως επικρατούσε διαίρεση και ανάμεσα στους φεουδάρχες, ενώ παράλληλα έπαιζε βλαβερό ρόλο η θρησκευτική τριχοτόμηση - ορθόδοξοι, καθολικοί, μουσουλμάνοι. Πρέπει να προσθέσουμε και δύο άλλα σοβαρά στοιχεία: Την καθυστέρηση στην εμφάνιση και ανάπτυξη της αστικής τάξης, με τις ιστορικές επιπτώσεις του ρόλου της και τέλος το γεγονός ότι έλειπε από το πλευρό των Αλβανών η παρουσία της Ρωσίας που υπήρξε καταλυτική στις περιπτώσεις της Ελλάδας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας, γιατί η ρωσική πολιτική έριχνε το βάρος της στην κάθοδο προς τη Μεσόγειο. Από τα στοιχεία αυτά επωφελείτο, φυσικά, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την κατά καιρούς συνεργασία των Αλβανών τσιφλικάδων. Ομως, ο αλβανικός λαός διεξήγαγε σκληρούς αγώνες εναντίον του κατακτητή.
Οι Αλβανοί ονομάζουν την πατρίδα τους Σκιπετάρια - που σημαίνει Χώρα των Αετών. Και είναι πραγματικά ένας λαός ρωμαλέος και ανυπότακτος. «Ας μη σκεφθεί κανείς πως η Αλβανία έπεσε. Θάρθει και πάλι η άνοιξη για να μας ξαναφέρει στα βουνά» λέει ο στίχος του Χηλή Χοσή, του αγωνιστή ποιητή. Από το 1833 ως το 1912 έχουμε αλλεπάλληλες εξεγέρσεις με κορυφαίο το επαναστατικό ξεσήκωμα του 1847 που τελικά ηττήθηκε στις πόλεις, αλλά συνεχίστηκε στα αλβανικά βουνά. Φυσικά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τον παλαιότερο θρυλικό αγώνα του Σκεντέρμπεη, που η σημασία του ξεπέρασε τα όρια της Αλβανίας και είχε συνέπειες στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στην περίοδο αυτή που είναι έξω από τα πλαίσια του θέματός μας. Θα αναφέρουμε, όμως, κλείνοντας, τα λόγια του Ελληνα ιστορικού Κ. Αμαντου που γράφει χαρακτηριστικά: «Ολίγοι λαοί επολέμησαν εξ ίσου γενναίως και πεισματωδώς κατά των Τούρκων όσον οι Αλβανοί. Ιδία ο αγών των Καστριωτών (σημ. Μ. Φ.: Η ιστορική οικογένεια του Σκεντέρμπεη  - Γεωργίου Καστριώτη) έμελλε να δημιουργήσει εθνικήν συνείδησιν και να καταστήση ένδοξον το αλβανικόν έπος εν τη Ιστορία».
Οπως αναφέραμε, στο Εθνικό Συνέδριο του Αυλώνα, το Νοέμβρη του 1912, κηρύχθηκε η αλβανική ανεξαρτησία. Στις 28/11/1912 ο Ισμαήλ Κεμάλ με τηλεγράφημά του στις μεγάλες δυνάμεις και τα βαλκανικά κράτη ανακοινώνει την απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου. Οι μεγάλες δυνάμεις επί εβδομάδες δεν απαντούν ενώ τα στρατεύματα των χωρών της βαλκανικής συμμαχίας συνεχίζουν την προέλασή τους στο εσωτερικό της Αλβανίας. Μετά την ανακωχή Βαλκανικής Συμμαχίας-Τουρκίας (4/12/1912), συνήλθε στο Λονδίνο η Διάσκεψη των πρεσβευτών των έξη μεγάλων δυνάμεων, υπό την προεδρία του Αγγλου υπουργού των εξωτερικών, για να ασχοληθεί με τα βαλκανικά θέματα μεταξύ των οποίων και το αλβανικό. Για την Αλβανία αποφασίστηκε να κηρυχθεί αυτόνομο κράτος υπό την εγγύηση και τον έλεγχο των έξη δυνάμεων. Οσο για τα σύνορά της με την Ελλάδα, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο θα αποφάσιζαν αργότερα από κοινού οι έξη μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Αυστροουγγαρία, Γερμανία και Ιταλία). Η απόφαση αυτή, που δεν αναγνώριζε εθνική ανεξαρτησία στη χώρα, τραυμάτισε τα αισθήματα του αλβανικού λαού, ενώ συγχρόνως ο καθορισμός των συνόρων έμενε ανοικτός στις συγκρούσεις και τις αναμετρήσεις συμφερόντων μεταξύ των έξη μεγάλων δυνάμεων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το πρόβλημα των συνόρων επεδείκνυε η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία, αλλά επίσης και η Ρωσία και η Γαλλία. Η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία (που τότε τα όριά της έφθαναν μέχρι την Αδριατική) προτιμούσαν μια ανεξάρτητη Αλβανία όπου η κάθε μια από αυτές θα επεδίωκε για τον εαυτό της αποκλειστική επιρροή. Δεν ήθελαν απέναντι από τις ακτές τους Βαλκανικές χώρες όπως η Ελλάδα, η Σερβία και το Μαυροβούνιο από τις οποίες, η μεν πρώτη βρισκόταν υπό αγγλική και, εν μέρει γαλλική επιρροή, ενώ οι δύο άλλες βρίσκονταν κάτω από την επιρροή, κυρίως, της Ρωσίας. Η Ιταλία, επιπλέον, απέβλεπε στην Αλβανία ως προγεφύρωμα της επεκτατικής πολιτικής της στα Βαλκάνια, ενώ η Αυστροουγγαρία ήθελε το δρόμο της προς τη Μεσόγειο ανεμπόδιστο από τη Σερβία.
Μετά την απόφαση της Διάσκεψης των Πρεσβευτών η εσωτερική κατάσταση της Αλβανίας συνέχισε να είναι ανώμαλη. Τα ξένα στρατεύματα παρέμεναν μέσα στη χώρα. Μετά τα επανειλημμένα διαβήματα της αλβανικής κυβέρνησης του Κεμάλ προς τη Διάσκεψη των Πρεσβευτών, αλλά προπαντός με την επίμονη αυστριακή και ιταλική πίεση, η Διάσκεψη αποφασίζει επιτέλους, στις 29 Ιουλίου 1913, να αναγνωρίσει την Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος υπό τον δεκαετή έλεγχο και την εγγύηση των έξη μεγάλων δυνάμεων που θα ασκούσε επταμελής επιτροπή (έξη εκπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων και ένας Αλβανός). Ο έλεγχος θα ήταν ασφυκτικός και θα αφορούσε τη δημόσια διοίκηση, τον κρατικό προϋπολογισμό και την οργάνωση της χωροφυλακής από ολλανδική αποστολή. Ετσι, η Αλβανία απέκτησε μια πλασματική, κηδεμονευομένη ανεξαρτησία.
Η κυβέρνηση καταπιάστηκε τότε με τα εσωτερικά προβλήματα. Στόχος της να δημιουργήσει κράτος, νέα νομοθεσία και να οδηγήσει σε μετεξέλιξη το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα προς δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Η πολιτική αυτή προκαλεί την αποχώρηση των εκπροσώπων των τσιφλικάδων από την κυβέρνηση. Αυτοί αποτείνονται τότε στον ηγέτη τους Εσάντ Τοπτάνη και σχηματίζουν δεύτερη κυβέρνηση στο Δυρράχιο, με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης του Αυλώνα. Ο διχασμός αυτός υποβοηθεί την Αυστροουγγαρία και την Ιταλία να απαιτήσουν και να αποκτήσουν από την κυβέρνηση του Κεμάλ την παραχώρηση νέων οικονομικών και πολιτικών προνομίων. Η Ρωσία και η Γαλλία αντιθέτως ενισχύουν υπογείως τον Εσάντ Τοπτάνη, έτοιμο για κάθε υποχώρηση προκειμένου να εξασφαλίσει την εξουσία και το παλιό κοινωνικό σύστημα.
Στην περίοδο που περιγράφουμε αξίζει να σημειώσουμε μια εξέλιξη στις σχέσεις Αλβανίας-Τουρκίας. Η Τουρκία, διαπιστώνοντας ότι η ύπαρξη αλβανικού κράτους αποτελεί πλέον τετελεσμένο γεγονός, αποφασίζει ρεαλιστικά να το πλησιάσει. Στόχος της να το αξιοποιήσει σαν αντίβαρο στην αναπτυσσόμενη ισχύ δύο δεδηλωμένων εχθρών της - της Ελλάδας και της Σερβίας - εκμεταλλευόμενη τις εδαφικές τους διαφορές. Στην επιδίωξη αυτή ανταποκρίθηκε ο Ισμαήλ Κεμάλ. Ο ελιγμός, όμως, αυτός αποκαλύφθηκε, η κυβέρνηση Κεμάλ ανετράπη και τη διακυβέρνηση ανέλαβε η διεθνής επιτροπή ελέγχου των έξι πρεσβευτών, στις 22 Ιουνίου 1914, η οποία επέβαλε και στον Εσάντ πασά και την κυβέρνηση του Δυρραχίου να παραιτηθεί και αυτή. Οι μεγάλες δυνάμεις αποφάσισαν να τοποθετήσουν επικεφαλής του νέου κράτους έναν εστεμμένο τοποτηρητή τους. Επιλέγεται (η προσπάθεια ήδη είχε ξεκινήσει νωρίτερα) με κοινή ιταλο-αυστριακή πρωτοβουλία ο πρίγκηπας Γουλιέλμος Βηντ, συνταγματάρχης του γερμανικού στρατού, ο οποίος φθάνει στο Δυρράχιο που ορίζεται πρωτεύουσα της Αλβανίας και σχηματίζει κυβέρνηση φεουδαρχών. Πρωθυπουργός τοποθετείται ένας πρώην υπουργός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας - ο Τουρχάν πασά Μερμετή - και ισχυρός ανήρ της κυβέρνησης, υπουργός εσωτερικών και στρατιωτικών, ο πρώην πρωθυπουργός της κυβέρνησης Δυρραχίου, Εσάντ πασά Τεπερλή. Τη χώρα ουσιαστικά κυβερνά η διεθνής επιτροπή των έξη μεγάλων δυνάμεων με τα αντιμαχόμενα και διαπλεκόμενα συμφέροντά τους και τοποτηρητή τους το βασιλέα Γουλιέλμο Βηντ. Η βασιλεία του Βηντ, όμως, δε διήρκεσε πολύ.
Η εξέγερση των χωρικών στην κεντρική Αλβανία, η παρουσία ελληνικού στρατού στη Β. Ηπειρο και σερβικού στη Β. Αλβανία, η ανυπαρξία ουσιαστικής εξωτερικής βοήθειας στον ηγεμόνα, τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει το αλβανικό έδαφος - αυτή τη φορά με ιταλικό σκάφος - στις 8 Σεπτεμβρίου 1914.
Εν τω μεταξύ ο Α' παγκόσμιος πόλεμος που ξέσπασε βρίσκει την Αλβανία με μια κυβέρνηση περιορισμένης εδαφικής εξουσίας, με την παρουσία ξένων στρατευμάτων και με τα σύνορά της ακόμη ακαθόριστα. Αποφασιστικό γεγονός για τις εξελίξεις στη χώρα αυτή υπήρξε η απομάκρυνση της Ιταλίας από την Τριπλή Συμμαχία και η προσχώρησή της στην Αντάντ. Τότε, μαζί με την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, υπογράφεται κοινή, μυστική συμφωνία στο Λονδίνο, στις 26 Απριλίου 1915, με την οποία η Ιταλία αποκτά τον Αυλώνα με την περιφέρειά του και τη νήσο Σάσωνα, η Ελλάδα ικανοποιείται στις διεκδικήσεις της στη Β. Ηπειρο, καθώς, επίσης η Σερβία και το Μαυροβούνιο στη Β. Αλβανία η οποία ανακηρύσσεται αυτόνομη, ουδέτερη πολιτεία, αντιπροσωπευόμενη διεθνώς από την Ιταλία, με πρωτεύουσα το Δυρράχιο. Τον πόλεμο τον κερδίζουν, όπως είναι γνωστό, οι δυνάμεις της Αντάντ.
Στη θέση όμως της τσαρικής Ρωσίας βρίσκεται τώρα η Σοβιετική Ρωσία, όπου έχει επικρατήσει η μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση η οποία έχει διακηρύξει ότι καταγγέλλει όλες τις μυστικές συμφωνίες που υπέγραψε το προηγούμενο καθεστώς. Σε αυτές περιλαμβάνεται φυσικά και το μυστικό σύμφωνο του Λονδίνου. Το γεγονός αυτό αναταράζει τα πνεύματα στην Αλβανία όπου οι Αλβανοί πατριώτες αποφασίζουν τη σύγκληση ενός εθνικού συνεδρίου για την εκλογή νέας κυβέρνησης. Η απόφαση αυτή δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί. Η παρουσία των ιταλικών στρατευμάτων, αλλά και των γαλλικών που κατείχαν τη Σκόδρα και την Κορυτσά, το απαγόρευε. Τελικά η Ιταλία επέτρεψε τη σύγκλησή του στο Δυρράχιο με τον όρο να μην εκλέξει κυβέρνηση αλλά μόνο μια εθνική επιτροπή, όρο που δεν τήρησε το συνέδριο και προχώρησε στην εκλογή κυβέρνησης.
Στο Παρίσι συνέρχεται η Διάσκεψη Ειρήνης τον Γενάρη του 1919 που καταπιάνεται και με το θέμα της Αλβανίας. Εκεί η Ιταλία ζητά να προσαρτήσει τον Αυλώνα και τη νήσο Σάσωνα και να της ανατεθεί η αποκλειστική εντολή σε όλη την Αλβανία χωρίς καμμιά παραχώρηση σε Ελλάδα και Σερβία. Η Ελλάδα ζητά την περιοχή της Κορυτσάς και Αργυροκάστρου. Η Σερβία ζητά να γίνει η Αλβανία ανεξάρτητη ή να διανεμηθεί μεταξύ των τριών κρατών. Η Ιταλία διαπιστώνοντας αυτό το αδιέξοδο έρχεται σε συνεννόηση με την Ελλάδα και στις 29 Ιουλίου 1919 υπογράφεται η μυστική συμφωνία Βενιζέλου-Τιτόνι, που προέβλεπε την αμοιβαία συμπαράσταση μεταξύ των δύο κρατών στην ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας αυτής, η Ιταλία επέτρεψε στην κυβέρνηση του Δυρραχίου να ασκεί εκτελεστική εξουσία υπό τον έλεγχο των ιταλικών πολιτικών αρχών.
Οι ζυμώσεις μεταξύ των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και οι διακυμάνσεις των διαπραγματεύσεών τους καταλήγουν στο «μεμοράντουμ» της 9ης Νοεμβρίου 1919, με το οποίο Αγγλία, Γαλλία και ΗΠΑ κάνουν δεκτές τις ιταλικές απαιτήσεις, στην Ελλάδα δίνεται το Αργυρόκαστρο (για την Κορυτσά θα αποφασιζόταν αργότερα) και στο βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων - όπως προέκυψε μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο - παρέχεται το δικαίωμα χάραξης σιδηροδρομικής γραμμής μέσα από τη Β. Αλβανία μέχρι τις ακτές της Αδριατικής.
Το μεμοράντουμ εξεγείρει τους Αλβανούς πατριώτες που συγκαλούν με εκλεγμένους αντιπροσώπους το Συνέδριο της Λιούσιας, που συνέρχεται στις 28-31 Ιανουαρίου 1920. Το συνέδριο αυτό ανατρέπει την κυβέρνηση του Δυρραχίου, ορίζει νέα κυβέρνηση, συντάσσει προσωρινό σύνταγμα που προβλέπει Εθνικό Συμβούλιο με 37 μέλη για την άσκηση νομοθετικής εξουσίας. Οσο για τη μορφή του πολιτεύματος, προβλέπει ως ανώτατη αρχή 4μελές Ανώτατο Συμβούλιο. Η κυβέρνηση του Δυρραχίου διαλύεται και η νέα κυβέρνηση με το εθνικό συμβούλιο εγκαταλείπουν το Δυρράχιο και εγκαθίστανται στα Τίρανα, που ορίζονται προσωρινή πρωτεύουσα της Αλβανίας.
Η κυβέρνηση των Τιράνων απαιτεί την αποχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία για να αποφύγουν συγκρούσεις με τον πληθυσμό, απομακρύνονται σιγά-σιγά και συγκεντρώνονται στον Αυλώνα, διατηρώντας όμως επαφή με την οργάνωση των οπαδών του Εσάντ πασά Τοπτάνη στα Τίρανα. Προετοιμάζεται πλέον ένοπλη εξέγερση από τους Αλβανούς με διπλό στόχο: Την απομάκρυνση των Ιταλών από τον Αυλώνα και τη διάλυση της οργάνωσης των οπαδών του Εσάντ πασά. Το σύνθημα της εξέγερσης δίνεται στις 20 Μαΐου 1920.
Στις 5 Ιουνίου έχει αναπτυχθεί η επαναστατική επίθεση με νικηφόρα κατάληξη. Στην επιτυχία της συνετέλεσε αποφασιστικά η στάση της διεθνούς κοινής γνώμης αλλά και του ιταλικού προλεταριάτου. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας απαίτησε την αποχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων από την Αλβανία ενώ τα συντάγματα που επρόκειτο να αναχωρήσουν για το Αυλώνα εστασίασαν. Ο ίδιος ο ιταλικός λαός, δηλαδή, αποδοκίμαζε δυναμικά την ιμπεριαλιστική πολιτική της κυβέρνησής του. Ετσι, καταλήγουμε στο ιταλοαλβανικό πρωτόκολλο Τιράνων, με το οποίο αναγνωρίζεται η αλβανική ανεξαρτησία, η Ιταλία αποσύρει τα στρατεύματά της διατηρώντας μόνο δυνάμεις στη νήσο Σάνωνα. Τελικά, η Αλβανία με εισήγηση της Αγγλίας γίνεται μέλος της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) στις 17 Δεκεμβρίου 1920. Είναι, τώρα, πλέον κράτος, τυπικά, τουλάχιστον, ανεξάρτητο.
Η αλβανική κυβέρνηση έχει μπροστά της δύο μεγάλα προβλήματα: Την εσωτερική οργάνωση του κράτους - δημιουργία κρατικής μηχανής, και ριζικά οικονομικά μέτρα για την καθυστερημένη αγροτική οικονομία και για το τεράστιο παθητικό στο ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών. Η επίλυση αυτών των προβλημάτων προσκρούει στις αντιθέσεις μεταξύ των μεγαλογαιοκτημόνων από τη μια, της φτωχής αγροτιάς και της νεαρής εργατικής τάξης καθώς και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων τροφοδοτεί νέες εξωτερικές επεμβάσεις με διαφορετικές μεθόδους και μορφές. Οι ξένοι επιδιώκουν το σχηματισμό κυβερνήσεων ευνοϊκών για τα συμφέροντά τους και πιέζουν με πολιτικά και οικονομικά μέσα και με τις ανάλογες απειλές για κάθε μορφής παραχωρήσεις στον οικονομικό τομέα.
Το πρώτο μέτρο της κυβέρνησης είναι η προκήρυξη εκλογών που διεξήχθησαν στις 5 Απριλίου 1921 με εκλογικό νόμο που ευνοεί τους γαιοκτήμονες. Η νέα κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές θέλησε να πετύχει την τελική, οριστική ρύθμιση των συνόρων. Η ΚτΕ στην οποία προσέφυγε, παρέπεμψε την υπόθεση στη Συνδιάσκεψη των Πρεσβευτών στο Παρίσι, όπου συμμετείχαν Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ και Ιαπωνία.
Στις 9 Νοεμβρίου 1921 η Συνδιάσκεψη κατέληξε στην ικανοποίηση των σερβικών απαιτήσεων στη Β. Αλβανία, τη μη ρύθμιση των ελληνικών αιτημάτων ενώ στην Ιταλία έδωσε το δικαίωμα προστασίας της πολιτικής και κοινωνικής ανεξαρτησίας της Αλβανίας σε περίπτωση που θα κινδύνευε από τρίτη δύναμη. Η απόφαση αυτή των πρεσβευτών εγκρίθηκε και από την ΚτΕ.
Στην περίοδο που αρχίζει από το 1920 για να λήξει το Πάσχα του 1939, με την ολοκληρωτική στρατιωτική κατάληψη της Αλβανίας, σημειώνονται αλλεπάλληλες πολιτικές μεταβολές. Πρέπει να επισημάνουμε ότι μέσα από αντιδραστικές καταστάσεις και διαλείμματα προοδευτικών αστικο-δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, στρώνεται ο δρόμος για την επιβολή τελικά, ενός καθεστώτος που κυριαρχεί στη χώρα, ως την ιταλική κατοχή του 1939. Πρόκειται για το καθεστώς του Αχμέτ Ζόγου. Πριν, όμως, ασχοληθούμε με το καθεστώς αυτό αξίζει να αναφερθούμε σε μια σύντομη φάση - πρόκειται για τη διακυβέρνηση της χώρας με πρωθυπουργό τον Φαν Νόλη. Ο πολιτικός αυτός είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία. Ορθόδοξος στο θρήσκευμα, με προοδευτικές ιδέες, είχε μια πολυτάραχη ζωή. Για ένα διάστημα μάλιστα, φοίτησε στο πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά μη έχοντας τα οικονομικά μέσα να συνεχίσει τις σπουδές του, εργάστηκε στην Ελλάδα για την επιβίωσή του. Αργότερα, πήγε στην Αμερική όπου ανέπτυξε πολιτική δράση με το αλβανικό στοιχείο. Υπήρξε δραστήριος, μαχητικός με επαναστατικό χαρακτήρα. Στην Αμερική χειροτονήθηκε κληρικός από την ορθόδοξη ρωσική εκκλησία και όταν αργότερα γύρισε στην Αλβανία, χωρίς να εγκαταλείψει την πολιτική αγωνιστική του δράση, έφτασε να χειροτονηθεί επίσκοπος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο Φαν Νόλη έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην εισδοχή της Αλβανίας στην ΚτΕ, και έγινε υπουργός εξωτερικών του Αχμετ Ζόγου, τον οποίο, όμως, ανέτρεψε τον Ιούνιο του 1924, για να αναλάβει ο ίδιος τη διακυβέρνηση της χώρας. Επεδίωξε να αποσπάσει την Αλβανία από το φεουδαρχικό σύστημα και να την οδηγήσει στο δρόμο της αστικής συγκρότησης. Μέσα σε τρεις μέρες ανακοινώνει το πρόγραμμά του, που συνοψίζεται στις εξής βασικές επιδιώξεις: Ξερίζωμα της φεουδαρχίας, οικονομική απελευθέρωση των αγροτών, ισότητα όλων απέναντι στο νόμο. Προγραμματίζει την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, τη μεταβολή του φορολογικού συστήματος, την ανάπτυξη της παιδείας και άλλα ανάλογα μέτρα. Ενα από τα πρώτα νομοθετήματά του είναι η καθιέρωση της ελευθερίας του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και του συνεταιρίζεσθαι. Το υπουργείο γεωργίας προχωρεί στη λήψη των πρώτων μέτρων για την απόκτηση κλήρου από τους ακτήμονες αγρότες.
Συγχρόνως, εγκαινιάζει μια πολιτική εξομάλυνσης των σχέσεων με τις γειτονικές χώρες. Στην προσπάθεια εφαρμογής αυτής της πολιτικής, η κυβέρνηση του Φαν Νόλη αντιμετωπίζει και εσωκυβερνητικά προβλήματα και ισχυρές αντιπολιτευτικές αντιδράσεις. Στις κυβερνητικές τάξεις υπήρχαν και συντηρητικά στοιχεία που τα κίνητρά τους ήταν περισσότερο προσωπικά εναντίον του Ζόγου παρά ιδεολογικά. Τους ενδιέφερε η ανατροπή της πολιτικής του και αντιδρούσαν στα ριζοσπαστικά σχέδια του Φαν Νόλη. Τάχθηκαν κατά της απαλλοτρίωσης.
Τη διαμάχη αυτή επέτεινε ο ανταγωνισμός ξένων συμφερόντων για την απόκτηση οικονομικών προνομίων, και η αφορμή για τη σύγκρουση δόθηκε όταν η κυβέρνηση, για να προχωρήσει σε παραγωγικά έργα, κατέφυγε στην ΚτΕ με το αίτημα διευκόλυνσης για τη σύναψη δανείου. Το αίτημα απορρίφθηκε με το δικαιολογητικό ότι η κυβέρνηση Φαν Νόλη είχε προκύψει από επανάσταση και δεν ήταν κυβέρνηση κοινοβουλευτική. Τότε ο Φαν Νόλη επεζήτησε ανάπτυξη σχέσεων με τη Σοβιετική Ενωση η οποία έστειλε εμπορική αποστολή στα Τίρανα. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την αντίδραση των δυτικών δυνάμεων και η Αγγλία, η οποία επιζητούσε τη μονοπωλιακή παραχώρηση της εκμετάλλευσης των αλβανικών πετρελαίων στην Αγγλο Πέρσιαν (εταιρία βρετανικών συμφερόντων) εστράφη προς τον Αχμετ Ζόγου, τον οποίο εξόπλισε και ενίσχυσε για να εισβάλει από τη Σερβία όπου είχε καταφύγει και να καταλάβει την εξουσία στις 24 Δεκεμβρίου 1924, ενώ ο Φαν Νόλη κατέφευγε στο εξωτερικό.
Ο Αχμετ Ζόγουκυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Αλβανίας επί μία εικοσαετία. Ανηψιός του μεγαλοτσιφλικά Εσάντ πασά, στην αρχή συντελεί αποφασιστικά στην κατάπνιξη αντιδραστικών κινημάτων δίνοντας την εικόνα αστικο-δημοκράτη. Σε διάφορες κυβερνήσεις που επακολούθησαν είναι η φαιά προσωπικότητα που εμφανιζόμενος σε δεύτερο ρόλο συγκεντρώνει στην ουσία όλη την εξουσία στα χέρια του. Η μεγάλη στιγμή γι' αυτόν είναι η ανατροπή του Φαν Νόλη και η δική του άνοδος στην πρωθυπουργία. Δεν θα περιοριστεί όμως στη θέση αυτή. Θα μεθοδεύσει έτσι τα πράγματα ώστε να αναδειχθεί σε δεύτερη φάση πρόεδρος της δημοκρατίας και να αυτοανακηρυχθεί, τέλος, βασιλιάς της Αλβανίας.
Αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία ο Ζόγου κράτησε συγχρόνως και το υπουργείο εξωτερικών και την αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων, κατέλυσε τα ατομικά δικαιώματα και έστειλε στις φυλακές και στην εξορία πλήθος πολιτών. Συγκαλεί τη συντακτική βουλή που είχε διαλυθεί στο τέλος του 1923 και μεθοδεύει να ανακηρυχθεί πρόεδρος της δημοκρατίας. Φυσικά, κυβερνά με απεριόριστες εξουσίες συμμαχώντας με τα συντηρητικότερα στοιχεία της χώρας. Κρατά πολιτική «ανοικτών θυρών», ώστε όλα τα ξένα κεφαλαιοκρατικά συγκροτήματα να μπορούν να αποσπούν τη μονοπωλιακή εκμετάλλευση όσων πλουτοπαραγωγικών πηγών διαθέτει η χώρα, όπως, επίσης και της αγροτικής οικονομίας.
Ο στενός σύνδεσμος Ζόγου και Γιουγκοσλαβίας προκαλεί την έντονη ανησυχία της Ιταλίας που, αντιδρώντας, προσφέρει άφθονη οικονομική και πολιτική βοήθεια για να τον αποσπάσει από τη Γιουγκοσλαβία, αλλά και από τη Γαλλία που βρίσκεται πίσω από αυτήν. Την Ιταλική προσπάθεια υποβοηθεί η Αγγλία για να επιτύχει την εξισορρόπηση Ιταλίας-Γαλλίας στην περιοχή και να παίζει αυτή το ρόλο του επιδιαιτητή.
Ο Ζόγου αποσπάται πρόθυμα από τον γιουγκοσλαβικό εναγκαλισμό που ήταν, άλλωστε, αντιπαθής στο λαό, λόγω της γιουγκοσλαβικής κατοχής του Κοσσυφοπεδίου.
Πρώτη συνέπεια της νέας αλβανοϊταλικής προσέγγισης ήταν η ίδρυση Εθνικής Τράπεζας της Αλβανίας με ιταλικά κεφάλαια, στην οποία η πλειοψηφία των μετοχών θα ανήκε σε ομίλους ιταλών μετόχων. Την ίδια εποχή η αλβανική κυβέρνηση συνομολογεί με όμιλο ιταλών κεφαλαιούχων τη σύναψη δανείου 70,5 εκατ. χρυσών φράγκων παρέχοντας ως εγγύηση τους τελωνιακούς δασμούς και τα έσοδα των κρατικών μονοπωλίων επί σαράντα χρόνια.
Καρπός των οικονομικών συμφωνιών ήταν οι δύο πολιτικές Συμφωνίες Τιράνων - η πρώτη το Νοέμβριο του 1926 και η δεύτερη πάλι το Νοέμβριο του 1927. Οι δύο αυτές συμφωνίες ήταν η επικύρωση της ουσιαστικής υποταγής των Τιράνων στη Ρώμη. Η εξέλιξη αυτή, η τόσο ικανοποιητική για τις φασιστικές ιταλικές επιδιώξεις - γιατί διευκόλυνε τη διείσδυση της Ιταλίας στη Βαλκανική - με όλες τις μετέπειτα βαρύτατες συνέπειες, ως τις 28 Οκτωβρίου 1940, υποβοηθήθηκε σημαντικά από την πολιτική του Φόρεϊν Οφφις που επεδίωκε το δελεασμό και την προσέλκυση του Μουσολίνι, για να παίζει ρυθμιστικό ρόλο στις ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Η ανοδική πορεία του Αχμετ Ζόγου κορυφώνεται με την απόφασή του να ανακηρυχθεί βασιλιάς της Αλβανίας. Στην επιχείρησή του αυτή είχε την κάλυψη της Ιταλίας, αλλά και η Αγγλία δεν τον αποθάρρυνε. Με σειρά δολοφονιών εξουδετέρωσε τους προσωπικούς του αντιπάλους και εδραίωσε την εξουσία του. Για λόγους σκοπιμότητας, συνοδεύει την άνοδό του στο θρόνο με την εξαγγελία ριζοσπαστικών, προοδευτικών μεταρρυθμίσεων που η υλοποίησή τους μπορούσε να αλλάξει τη μορφή της Αλβανίας. Σύνταξη νέων κωδίκων - αστικού, ποινικού, εμπορικού, με δυτικά πρότυπα, τελωνειακή μεταρρύθμιση, αγροτική μεταρρύθμιση και άλλα παρόμοια. Ολα αυτά όμως, έμειναν στα χαρτιά για να καταλήξουν πολύ σύντομα στα αρχεία του κράτους. Αρκεί να σημειώσουμε ότι το ποσοστό των απαλλοτριώσεων δεν έφτασε ούτε το 10%.
Η κοινωνική πραγματικότητα εξελίχθηκε τελείως διαφορετικά από τις εξαγγελίες. Οι συνθήκες της αγοράς, οι συνθήκες εργασίας, το βιοτικό επίπεδο γενικά, οδήγησαν στην ανάπτυξη ζωηρών λαϊκών αγώνων. Ξεσπάει ένα κύμα μαζικών απεργιών και εμφανίζονται οι πρώτοι κομμουνιστικοί πυρήνες. Στην Κορυτσά το 1931 εκδηλώνεται η παράνομη δράση του πρώτου πυρήνα. Ακολουθούν σε ένα χρόνο τα Τίρανα, ο Αυλώνας, το Ελμπασάν και άλλες πόλεις.
Παράλληλα αναπτύσσουν παράνομη δραστηριότητα και αστικές οργανώσεις - με πρώτη εμφάνιση στην Κορυτσά το 1930, που βρίσκονται σε επαφή με οργανώσεις του εξωτερικού και στηρίζουν τη δράση τους, κυρίως, σε εξωτερική βοήθεια.
Η πορεία της Αλβανίας - όπως άλλωστε και των άλλων Βαλκανικών κρατών - εξελίσσεται μέσα στα γενικότερα ευρωπαϊκά πλαίσια. Το 1929 ξεσπάει η διεθνής καπιταλιστική οικονομική κρίση, ενώ έχει αρχίσει και η άνοδος του φασισμού που θα κορυφωθεί το 1933 με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Οι επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης θα βρουν την Αλβανία λίγο αργότερα και θα οδηγήσουν στην πτώση της αγοραστικής ικανότητας, στο παθητικό του ισοζυγίου πληρωμών και σε όλες τις άλλες οικονομικές επιπτώσεις. Ο βαρύς δανεισμός από την Ιταλία και η αδυναμία της Αλβανίας να εξυπηρετήσει το εξωτερικό της χρέος έδωσε την ευκαιρία στο Μουσολίνι να απαιτήσει την τελωνειακή ένωση των δύο χωρών που οι συνέπειές της θα ήταν να πλημμυρίσει η Αλβανία με ιταλικά αγαθά, να χρεοκοπήσουν οι Αλβανοί μικροεπιχειρηματίες. Ο Ζόγου αντιμετωπίζοντας και την ιταλική, αλλά και τη λαϊκή πίεση, αποπειράθηκε να αντιδράσει. Κρατικοποίησε τις ιταλικές επαγγελματικές σχολές, με συνέπεια ο Μουσολίνι να αρνηθεί πιστώσεις για το έτος 1933.
Ο Ζόγου ανταπαντά με μέτρα εναντίον των καθολικών σχολείων που καθοδηγούνται από τη Ρώμη και με τη μη ανανέωση της πολυμελούς στρατιωτικής αποστολής στα Τίρανα. Η αντίδραση όμως του Ζόγου ήρθε πολύ αργά. Η διακοπή των ιταλικών πιστώσεων ήταν καταστρεπτική για την Αλβανία όπου σταμάτησαν, πλέον, τα δημόσια έργα και αυξήθηκε η ανεργία. Δε μπορούσαν να πληρώσουν ούτε τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Παράλληλα η ιταλοκρατούμενη εθνική τράπεζα της Αλβανίας ελαττώνει τα διαθέσιμα κεφάλαια για δάνεια και με τους χειρισμούς της προκαλεί πληθωρισμό.
Τότε ο Ζόγου επιχειρεί στροφή προς τη Γαλλία η οποία, όμως, προβάλει βαρύτατους όρους, ενώ εν τω μεταξύ ιταλικά πολεμικά φθάνουν απροειδοποίητα στον Αυλώνα. Η Αγγλία συμβουλεύει το Ζόγου να συμφωνήσει με την Ιταλία. Τελικά, επιτυγχάνεται κάποιος συμβιβασμός με το Μουσολίνι που ουσιαστικά καταλήγει στην πλήρη υποταγή.
Η επίδραση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην πορεία διαμόρφωσης του καπιταλιστικού κράτους στην Αλβανία εκδηλώνεται και στις εσωτερικές της εξελίξεις. Μια οργάνωση στρατιωτικών και πολιτών με την επωνυμία «Μυστική Οργάνωση» προετοιμάζει ένοπλη εξέγερση. Οι κομμουνιστές παρά τις επιφυλάξεις τους συνεργάζονται για την κινητοποίηση των εργαζομένων και την προετοιμασία του κινήματος που προγραμματίζεται για τις 15 Αυγούστου 1933. Ενα τυχαίο γεγονός παρασύρει σε πρόωρη έκρηξη του κινήματος και σε αποτυχία. Μια φιλελεύθερη κυβερνητική τακτική που επακολουθεί είναι πολύ σύντομη. Επανέρχεται και πάλι η πολιτική της σκληρής γραμμής. Εχει ανοίξει πλέον ο δρόμος για την τελική λύση ενώ στη λαϊκή βάση εντείνεται η παράνομη δράση και ιδιαίτερα η δραστηριότητα δύο κομμουνιστικών οργανώσεων - της Κορυτσάς και της Σκόδρας.
Την εξέλιξη του αλβανικού προβλήματος πρέπει να τη συνδυάσουμε με την επιθετική πολιτική που χάραξαν και ακολουθούν πλέον, ναζιστική Γερμανία και φασιστική Ιταλία, κλιμακώνοντας τις επιθετικές τους ενέργειες. Εχει δημιουργηθεί πλέον, ο άξονας Βερολίνου-Ρώμης και στα Βαλκάνια ειδικότερα έχει αρχίσει η υποχώρηση της γαλλικής πολιτικής και η κυριαρχική παρουσία της
Γερμανίας - διπλωματική και οικονομική, με την πολιτική των κλήριγκ. Ο Μουσολίνι πρέπει να τονίσει, πλέον, την παρουσία του με δυναμικότερο τρόπο. Εχει βάλει στόχο τη στρατιωτική κατάληψη της Αλβανίας. Οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές γι' αυτόν. Ο Χίτλερ επιδιώκει να τον εμπλέξει ενεργά στον πόλεμο ενώ η Γιουγκοσλαβία του αντιβασιλέα Παύλου και του Στογιαντίνοβιτς έχει εμπλακεί πλέον στα δίκτυα της γερμανικής πολιτικής και επιδεικνύει συμφιλιωτική πολιτική με την Ιταλία.
Στις 18 Ιουνίου 1933 επισφραγίζεται μια συμφωνία μεταξύ Τσιάνο και Στογιαντίνοβιτς με την οποία η Γιουγκοσλαβία, επιτυγχάνοντας παραχωρήσεις στα σύνορά της με την Αλβανία και την ιταλική υποστήριξη στις βλέψεις της για τη Θεσσαλονίκη, αποδέχεται την ιταλική κατοχή της Αλβανίας. Οι τελευταίοι δισταγμοί του Μουσολίνι τώρα παραμερίζονται και ετοιμάζεται η κατάληψη της Αλβανίας που θα ακολουθήσει λίγους μήνες αργότερα. Το Μάρτη του 1939 οι διεθνείς συνθήκες είναι εξαιρετικά ευνοϊκές. Ο Φράνκο έχει νικήσει στην Ισπανία, ο Χίτλερ έχει καταλάβει την Τσεχοσλοβακία, στη Γιουγκοσλαβία έχει επικρατήσει πέρα για πέρα η ευνοϊκή για τους Ιταλούς πολιτική του αντιβασιλέα Παύλου που είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Εχω αρκετούς Αλβανούς στη Γιουγκοσλαβία ώστε να μη χρειάζομαι να περιλάβω και άλλους μέσα στα σύνορά μου». Στις 25 Μαρτίου 1939 ο Μουσολίνι προβάλει στα Τίρανα το τελεσίγραφό του - ανάλογο με εκείνο που πρόβαλε στην Ελλάδα τη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1940.
Το ιταλικό τελεσίγραφο έληξε την 12η ώρα της 6ης Απριλίου 1939. Εν τω μεταξύ στις ιταλικές ακτές της Αδριατικής είχε αρχίσει η συγκέντρωση των αποβατικών στρατευμάτων ενώ στα Τίρανα η κυβέρνηση προσπαθούσε να αποκρύψει τα γεγονότα. Η είδηση όμως, παρά τη μυστικότητα, γρήγορα διαδόθηκε και επακολουθήσαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας τόσο στα Τίρανα όσο και στο Ελμπασάν, στο Δυρράχιο, στον Αυλώνα, στην Κορυτσά και στο Αργυρόκαστρο. Ο Ζόγου μάταια προσπάθησε να παρατείνει την προθεσμία του τελεσίγραφου, παζαρεύοντας το περιεχόμενό του. Στις 7 Απριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, άρχισε η ιταλική απόβαση και η εισβολή που βρήκε την Αλβανία ανέτοιμη να αντιτάξει άμυνα με εξαίρεση την αντίσταση στο λιμάνι του Δυρραχίου, ενώ ο Ζόγου διέφευγε στη Φλώρινα. Επακολούθησε η πλήρης στρατιωτική κατοχή, στην οποία οι Ιταλοί έδωσαν τη μορφή της ένωσης των δύο βασιλείων υπό τον Βίκτορα Εμμανουήλ της Ιταλίας.
Η δραματική αυτή εξέλιξη, ξεκαθάρισε τα πράγματα. Από τη μια πλευρά ο κατακτητής, από την άλλη ο υποδουλωμένος λαός. Δίπλα στον κατακτητή, οι Αλβανοί συνεργάτες του. Και στην κορυφή αλλά και στη βάση. Μέσα από το λαό βγήκαν οι αγωνιστές και οργανώθηκε η αντίστασή του. Στην περίοδο αυτή εμφανίζεται ένα νέο αγωνιστικό στοιχείο - οι κομμουνιστικές οργανώσεις οι οποίες τώρα αποφασίζουν να ενοποιηθούν και σαν ενιαία πλέον οργάνωση να επιδιώξουν το σχηματισμό ενός πλατιού απελευθερωτικού μετώπου που να περιλαμβάνει όλους όσους θέλουν να αγωνιστούν, ακόμα και στοιχεία που ανήκαν στην παράταξη του Αχμέτ Ζόγου. Ετσι, ξεκινάει ένας αγώνας απελευθερωτικός σε μια Αλβανία που έχει μεταβληθεί σε στρατόπεδο και εργοστάσιο πολέμου στα Βαλκάνια. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η ενιαία κομμουνιστική οργάνωση που έπαιξε τον πρωτεύοντα και αποφασιστικό ρόλο στην αντίσταση, στις 8 Νοεμβρίου 1941, σε μια παράνομη σύσκεψη σε ένα σπίτι των Τιράνων, ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αλβανίας και εξέλεξε την κεντρική του επιτροπή με γραμματέα τον Εμβέρ Χότζα. Το πρόγραμμα δράσης του είχε καίριο σύνθημα τον ένοπλο αγώνα κατά του κατακτητή και των συνεργατών του για την εθνική ανεξαρτησία της Αλβανίας σε φιλικές σχέσεις με τους άλλους Βαλκανικούς λαούς και ιδιαίτερα με τον ελληνικό και τον γιουγκοσλαβικό, συντονισμένα με τον μεγάλο αντιφασιστικό αγώνα και την ΕΣΣΔ. Απώτερος στόχος του κόμματος ήταν, σύμφωνα με το πρόγραμμά του, η μεταπελευθερωτική Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας.
Ο αγώνας του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Αλβανίας σταθερός, συνεπής και δυναμικός αναπτύχθηκε με συνεχή κλιμάκωση. Περιοχές ολόκληρες απελευθερώθηκαν και οργανώθηκαν πολιτικά και διοικητικά όπως γινόταν στη δική μας Αντίσταση με την Ελεύθερη Ελλάδα. Στην ανάπτυξη του κινήματος βοήθησε σημαντικά ο σχηματισμός των οργανώσεων πόλης για την επιχείρηση σαμποτάζ. Η είσοδος του ελληνικού στρατού, εξασθενίζοντας τη θέση των Ιταλών, συνετέλεσε και αυτή στην ανάπτυξη του κινήματος. Θα αναφέρουμε ορισμένα χαρακτηριστικά πλήγματα που επέφερε το Απελευθερωτικό Μέτωπο. Από τις αρχές ακόμα του Νοεμβρίου 1941 χτυπήθηκε το αρχηγείο της ασφάλειας στα Τίρανα και σκοτώθηκε ο αρχηγός της. Τον Ιούλιο του 1942 οι οργανώσεις πόλης έκοψαν ταυτόχρονα τις γραμμές τηλεφωνικής επικοινωνίας σε ολόκληρη τη χώρα. Στη Σκόδρα άνοιξαν την πολιτική φυλακή και απελευθέρωσαν τους πολιτικούς κρατούμενους. Στην Κορυτσά έκαψαν την έδρα του φασιστικού κόμματος. Στον Αυλώνα ανατίναξαν τις ιταλικές στρατιωτικές αποθήκες. Αλλεπάλληλες τέτιες ενέργειες ανταρτών και οργανώσεων πόλης δημιούργησαν ένα δυναμικό κίνημα αντίστασης που ξεχώριζε από τους παλιούς εθνικούς αγώνες των Αλβανών με την ενιαία καθοδήγησή του, με την ξεκάθαρη  γραμμή του και την ευρύτητα αλλά και τη μονολιθικότητα της οργάνωσης.
Οι συντηρητικές δυνάμεις σχημάτισαν και αυτές μια αστική αντιστασιακή οργάνωση, την «Μπαλί Κορμπετάρ». Το βάρος της οργάνωσης έπεφτε στο αύριο - στη μορφή της Αλβανίας μετά τη λήξη του πολέμου. Εξαρχής φάνηκε η ανησυχία της οργάνωσης αυτής για τη δύναμη και την επιρροή του ΚΚ Αλβανίας.
Απεναντίας, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο προσκάλεσε την οργάνωση αυτή σε συνεργασία. Αλλά η πρόσκλησή του δεν έγινε αποδεκτή με το επιχείρημα ότι η στιγμή δεν είναι κατάλληλη και χρειάζεται αναμονή έως τη στιγμή του Δεύτερου Μετώπου. Ταυτόχρονα όμως κατηγόρησαν το ΚΚ Αλβανίας και το Απελευθερωτικό Μέτωπο γιατί, τάχα, συνεργαζόμενα με τα απελευθερωτικά μέτωπα της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας, πρόδιναν τα εθνικά συμφέροντα της Αλβανίας.
Τον Ιούλιο του 1943 σχηματίζεται το επιτελείο του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού ενώ την ίδια μέρα γίνεται η απόβαση στη Σικελία. Προηγουμένως (17.12.'42) οι τρεις μεγάλοι σύμμαχοι, Αγγλία, Σοβιετική Ενωση, ΗΠΑ διακήρυξαν την απόφασή τους να αναγνωρίσουν την Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος. Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας έφερε στην Αλβανία τα γερμανικά στρατεύματα. Και η πατριωτική αντίσταση συνεχίστηκε.
Στην Αλβανία παίχτηκε διακριτικά στην αρχή, εντονότερα μετά και στο τέλος απροκάλυπτα το ίδιο παιχνίδι που παίχτηκε και στην Ελλάδα. Η κατάληξη, βέβαια, υπήρξε εντελώς διαφορετική. Ετσι, λοιπόν, και στην Αλβανία υπήρξε το ρήγμα και η σύγκρουση ανάμεσα στο Απελευθερωτικό Μέτωπο και τις άλλες οργανώσεις στα οποία συνετέλεσε και η εκεί αγγλική αποστολή, η ένοπλη ρήξη στην περίοδο της κατοχής και η προετοιμασία για την κατάληψη της εξουσίας από τις αντιδραστικές δυνάμεις. Η περίοδος 1943-1944 υπήρξε για την Αλβανία φάση μεγάλων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από τις εχθρικές δυνάμεις. Το Μέτωπο όμως διατήρησε και τη συνοχή του και το δυναμισμό του και προχώρησε ως το νικηφόρο τέλος. Η είσοδος του Κόκκινου Στρατού ήταν το αποφασιστικό βήμα για την απελευθέρωση των Βαλκανικών κρατών και τη μεγάλη αλλαγή που πραγματοποιήθηκε σε τέσσερα από αυτά - Ρουμανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία και την ίδια την Αλβανία. Αυτή τη φορά η Αλβανία έβγαινε από τον απελευθερωτικό της αγώνα με οργανωμένες τις λαϊκές της δυνάμεις, με στρατό λαϊκό, με μηχανισμό πολιτικό βγαλμένο μέσα από το λαϊκό αγώνα. Ο αλβανικός λαός έπαιρνε τις τύχες και το μέλλον της χώρας στα χέρια του με τον αγώνα του.
Δεν υπήρχε έδαφος πλέον για τη διασταύρωση και τη σύγκρουση επιρροών με θύμα την ανεξαρτησία της χώρας. Η Σοβιετική Ενωση εξάλλου με την ισχύ της και την παρουσία της απέκλειε εξωτερικές αναμείξεις και εσωτερικές περιπλοκές. Ετσι, μέσα από την αντίσταση και τον κοινό αντιφασιστικό αγώνα των λαών έπαιρνε δύναμη και αναδυόταν η Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας.
Στο νέο κράτος προβάλλουν νέα επιτακτικά καθήκοντα. Παραμερίζοντας τα κατάλοιπα εσωτερικών αντιδράσεων, αλλά και την άρνηση των ΗΠΑ και της Αγγλίας να αναγνωρίσουν το νέο καθεστώς, το κράτος θέτει τις βάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Με τρία πενταετή πλάνα, προχωρεί προς την εκβιομηχάνιση της χώρας, την κολλεκτιβοποίηση της γεωργίας, την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Παράλληλα ρίχνει όλο του το βάρος στην εκπαίδευση και την επιστημονική και πολιτιστική ανάπτυξη. Κινητήριος μοχλός παραμένει το ΚΚ Αλβανίας που τώρα έχει μετονομαστεί σε Κόμμα Εργασίας. Στην πορεία δημιουργούνται δύο σοβαρά γεγονότα: Η ρήξη με τη Γιουγκοσλαβία και αργότερα η ρήξη με τη Σοβιετική Ενωση. Για το πρώτο ευθύνεται η Γιουγκοσλαβία, η οποία ήθελε να κηδεμονεύει την Αλβανία. Για το δεύτερο φταίει η ίδια η Αλβανία, γιατί φοβήθηκε υπερβολικά λόγω της συνδιαλλαγής Χρουτσιόφ-Τίτο. Ομως, παρά τις συγκρούσεις αυτές κανένας δεν παρεμβαίνει στα εσωτερικά της χώρας που συνεχίζει την πορεία της σύμφωνα με το δικό της πρόγραμμα. Πώς αυτό το μικρό κράτος που ως χθες δεν μπορούσε να αποφύγει τις παρεμβάσεις και τις εισβολές σήμερα παρέμενε ανεμπόδιστο και ελεύθερο;
Την εξήγηση μας τη δίνει η διαμόρφωση του βαλκανικού χώρου εκείνη την εποχή, και πιο συγκεκριμένα η ισχυρή επιβλητική παρουσία της ΕΣΣΔ. Αυτή απέτρεπε τις παλαιές παρεμβάσεις. Αυτή επέτρεπε, ακόμη και σε χώρες που διαφώνησαν και ήρθαν σε ρήξη μαζί της, να παραμένουν ανέπαφες από την εισβολή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ακόμη και μέσα στις καπιταλιστικές χώρες ήταν ευεργετική η αίσθηση της διεθνούς παρουσίας της. Με την επικράτηση της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη,, οι εργαζόμενοι όλων των εθνών ένοιωσαν τί σήμαινε η διεθνής στήριξη από μια ισχυρή σοσιαλιστική δύναμη.
Η ιστορία, όμως, δε σταματά. Συνεχίζει πάντα την πορεία της. Στην Αλβανία σε αυτή τη φάση, υπάρχουν στοιχεία που θυμίζουν το προπολεμικό παρελθόν. Η Γερμανία στη θέση και με τις θέσεις της παλιάς Αυστροουγγαρίας, οι ΗΠΑ στη θέση της Αγγλίας, ενώ η Ιταλία ξανάρχεται και η Γαλλία επιδιώκει και αυτή μια επάνοδο. Η Τουρκία μας θυμίζει κάποια παλιά της επιχείρηση επί πρωθυπουργίας του Αλβανού ηγέτη Ισμαήλ Κεμάλ. Αλλά και η Ελλάδα προσπαθεί να εμφανιστεί στο ρόλο ενός μικρού «ιμπεριαλιστή» στα Βαλκάνια και, με το πρόσχημα της παροχής προστασίας στην ελληνική μειονότητα, επιδιώκει τη διείσδυση στη γειτονική χώρα, είτε με επιχειρηματικές δραστηριότητες, είτε με τη συμμετοχή της στην πολυεθνική στρατιωτική επέμβαση. Ακόμη και το φάντασμα του Αχμέτ Ζόγου πλανιέται σε αλβανικές πόλεις και χωριά με τη μακάβρια μορφή του Λέκα Ζόγου - του διαδόχου του.
Πίσω, όμως, και κάτω από τα φαινόμενα σιγοβράζει η αντίδραση των λαών όπως την είδαμε να προβάλει τις πρώτες μέρες στη Ν. Αλβανία και αλλού. Τη στιγμή που οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν φορέσει την πανοπλία τους και έχουν αρχίσει την πολύμορφη εκστρατεία τους, οι Αλβανοί και όλοι οι λαοί αναπόφευκτα, νομοτελειακά, κάνουν τα πρώτα τους βήματα για μια νέα αντίσταση στον αναπτυσσόμενο εκσυγχρονισμένο φασισμό - στη σημερινή νέα τάξη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

«Ιστορίγια Αλμπάνιι», Κρίστο Βρασέρη (σε ρωσική μετάφραση από τα αλβανικά).
Αλέξη Α. Κύρου, «Οι βαλκανικοί γείτονές μας».
«AVEC STALINE, SOUNENIRS» του Εμβέρ Χότζα.
Εγκυκλοπαίδεια Πυρσού, τομ. Γ' Κ, Αμαντου, λήμμα «Αλβανία».
Αρχείον στρατηγού Μ. Γ. Δαγκλή.
Αρχεία ελληνικού Τύπου.


  Ο Μίτια Φιλδισάκος είναι ιστορικός, μέλος του Τμήματος Ιστορίας του ΚΜΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ