«Προλεταριάτο; Τι είν’ αυτό; Κι είναι καλό να είναι κανείς κομμουνιστής;»
Στον απόηχο του παγκόσμιου ΄68, φοιτητές και φοιτήτριες που ανήκαν σε οργανώσεις της αριστεράς εγκατέλειψαν τις σπουδές τους για να συνδεθούν με τους αγώνες της εργατικής τάξης μέσα στα εργοστάσια. Μία από αυτές ήταν και η Εμέλ Ασλάν, που στα μέσα του ΄70 άφησε το Πανεπιστήμιο και έπιασε δουλειά σε μια σαπωνοποιϊα στην Ισταμπούλ. Η ίδια αφηγείται, ως «αδαής» δασκάλα, την εμπειρία της ανάγνωσης του Κομμουνιστικού Μανιφέστου με τους εργάτες, και εξηγεί γιατί η ανάγνωση αυτή ήταν διαφορετική από τις τόσες που ακολούθησαν στο Πανεπιστήμιο.
Είναι γνωστό ότι τα έργα των Καρλ Μαρξ και Φρήντριχ Ένγκελς έχουν μια πολύ σημαντική θέση στους κύκλους των κοινωνικών επιστημόνων. Ανήκουν στη βασική βιβλιογραφία, αποτελούν αντικείμενο πανεπιστημιακών εργασιών, συζητήσεων και συνεδρίων. Εκατόν πενήντα χρόνια μετά τη διατύπωση τους στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, οι θέσεις των Μαρξ και Ένγκελς εξακολουθούν να εμπνέουν χιλιάδες βιβλία και άρθρα. Κάθε κοινωνικός επιστήμονας που προτείνει μια νέα θεωρία είναι σχεδόν υποχρεωμένος να βασιστεί στις θέσεις αυτές ή να αντιπαρατεθεί κριτικά μαζί τους.
Αναμφίβολο είναι ότι και τα πολιτικά κόμματα της εργατικής τάξης χρησιμοποίησαν αυτά τα θεωρητικά έργα στην επεξεργασία των προγραμμάτων και των στρατηγικών τους. Το ερώτημα είναι άλλο: πόσο άμεση ήταν η επαφή που είχαν με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο οι πραγματικοί αποδέκτες του, οι εργάτες; Διάβασαν άραγε το Μανιφέστο οι εργάτες που θεωρούνταν από τον Μαρξ και τον Ένγκελς ως ο κοινωνικός φορέας που Θα οικοδομούσε μια κοινωνία χωρίς τάξεις, χωρίς κράτος και χωρίς εκμετάλλευση; θα αναφερθώ εδώ σε μια προσωπική εμπειρία που είχα το 1975 στην Istanbul διαβάζοντας το Μανιφέστο μαζί με εργάτες.
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 υπήρχαν στην Τουρκία, όπως και στις περισσότερες χώρες του κόσμου, πολλές επαναστατικές πολιτικές ομάδες φοιτητών. Αυτές οι ομάδες ήταν αντίθετες στο σύστημα από αντιιμπεριαλιστικές και αντιφασιστικές θέσεις που κατά βάση εμπνέονταν από τις σοσιαλιστικές πρακτικές στη Λατινική Αμερική. Στη δεκαετία του ΄70 ορισμένες από αυτές τις ομάδες ανακηρύχθηκαν σε μαρξιστικές λενινιστικές και άρχισαν να χρησιμοποιούν μαρξιστικές έννοιες και κατηγορίες. Μετά τη συνάντηση τους με τον μαρξισμό λενινισμό, αυτές οι ολιγάριθμες επαναστατικές οργανώσεις που διευθύνονταν συνήθως από φοιτητές, επιδίωξαν να συνδεθούν με τους αγώνες της εργατικής τάξης.
Η Ένωση Νέων Κοινωνικών Επαναστατών, στην οποία ανήκα στη δεκαετία του ΄70, ήταν μια από τις επαναστατικές οργανώσεις νεολαίας που έστειλε τα στελέχη και τα μελή της να συναντήσουν το προλεταριάτο. Πολλοί σύντροφοι φοιτητές, ανάμεσα στους οποίους και εγώ, εγκαταλείψαμε το πανεπιστήμιο. Σκοπός μας ήταν να δημιουργήσουμε στενές σχέσεις με τους εργάτες και να τους φέρουμε σε επαφή με την επαναστατική θεωρία.
Τον Αύγουστο του 1975 εγκαταστάθηκα σε μια εργατική συνοικία της Istanbul και άρχισα να δουλεύω σε μια σαπωνοποιία. Στο εργοστάσιο δούλευαν εκατόν πενήντα άνδρες και εξήντα γυναίκες. Οι γυναίκες δεν ανήκαν σε συνδικάτα όπως οι άνδρες και έτσι οι μισθοί τους ήταν απίστευτα χαμηλότεροι. Σκοπός μου ήταν να πείσω τις γυναίκες να γραφτούν στο συνδικάτο και στη συνέχεια να πείσω όσο το δυνατόν περισσότερους εργάτες να ενταχθούν στην οργάνωση. Λίγους μήνες αργότερα είχα κερδίσει την εμπιστοσύνη των εργατών και άρχισα να τους επισκέπτομαι στα σπίτια τους.
Στο τέλος της περιόδου γνωριμίας αποφασίσαμε μαζί με πέντε εργάτες, που ανήκαν στους πολιτικά περισσότερο δραστήριους, να εφαρμόσουμε το πρόγραμμα εκπαίδευσης που είχε ετοιμάσει η οργάνωση. Το πρώτο κείμενο που θα μελετούσαμε ήταν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο…
Το 1975 ήμουν 22 χρονών και είχα εγκαταλείψει τις σπουδές ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Istanbul στο τελευταίο έτος. Δύο χρόνια πριν είχα διαβάσει το Μανιφέστο και μου είχε φανεί ευκολονόητο σε σχέση με το - Αντί Αντιντίρινγκ του Ένγκελς ή το Τι να κάνουμε; του Λένιν. Ωστόσο δεν το είχα συζητήσει με κανέναν πριν να το διαβάσω με τους εργάτες. Το διάβασα άλλη μια φορά και κράτησα σημειώσεις για μερικά βασικά σημεία. Υπολόγιζα να ολοκληρώσουμε τη συζήτηση του Μανιφέστου σε μια ή δύο συναντήσεις και να περάσουμε σε κείμενα του Λένιν που τα θεωρούσα περισσότερο σημαντικά γιατί πίστευα ότι μέσα απ΄ αυτά οι εργάτες θα αποκτούσαν τη «συνείδηση να ενταχθούν σε μια πολιτική οργάνωση».
Το μάθημα θα γινόταν σε μια άλλη προλεταριακή συνοικία, το Kartal Maltepe, στα γραφεία του Σωματείου Πολιτισμού και Αλληλεγγύης Maltepe που είχε ιδρύσει η οργάνωση μας. Αποφασίσαμε να συναντηθούμε νωρίς το πρωί όταν η αίθουσα θα ήταν άδεια. Έδωσα σε κάθε εργάτη ένα αντίτυπο του Μανιφέστου και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε την επόμενη εβδομάδα.
Τη μέρα που θα συναντιόμασταν πήγαμε πολύ νωρίς στην αίθουσα, πήραμε πρωινό, ανάψαμε τσιγάρο και πίνοντας τσάι αρχίσαμε τη συζήτηση. Ρώτησα αρχικά τι γνώμη είχαν για το βιβλιαράκι. Καμιά απάντηση. Όλοι κοίταζαν το ταβάνι με σκοτεινά πρόσωπα. Οι εργάτες αυτοί ήταν περίπου 25 ετών και είχαν έρθει από χωριά στην Istanbul για να δουλέψουν για πρώτη φορά στη ζωή τους σε εργοστάσιο. Η εκπαίδευση τους περιορίζονταν στα πέντε χρόνια του δημοτικού σχολείου. Επανέλαβα την ερώτηση. Τα πρόσωπα έγιναν πιο σκοτεινά. Ένας εργάτης, που ήταν ο εκπρόσωπος του συνδικάτου και ο μόνος από τους πέντε που θεωρούσε τον εαυτό του «σοσιαλιστή», με ρώτησε:
- Τι σημαίνει «Μανιφέστο»;
Έμεινα άφωνη. Τι ερώτηση ήταν αυτή; Ένας άλλος εργάτης, που είχε πάρει θάρρος από την ερώτηση του συνδικαλιστή, είπε ότι έκανε μερικές προσπάθειες να διαβάσει το βιβλίο, αλλά ήταν αδύνατο να το κατανοήσει. Οι υπόλοιποι κούνησαν το κεφάλι επιδοκιμαστικά. Ένας από αυτούς ρώτησε με παγωμένη φωνή:
- Είναι καλό πράγμα να είσαι κομμουνιστής;
Για όνομα του θεού! Τι να του απαντήσω; Πίστευα ότι όλα θα ήταν εύκολα, αλλά ήδη οι πρώτες λέξεις, οι λέξεις του τίτλου, ήταν γι΄ αυτούς ακατανόητες. Υπήρχε αρχικά ένα πρόβλημα γλώσσας. Οι τούρκοι μεταφραστές του Κομμουνιστικού Μανιφέστου είχαν φυσικά αφήσει αμετάφραστο τον τίτλο. Μέχρι το 1960, τα έργα των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν κυκλοφορούσαν στην Τουρκία σε παράνομες εκδόσεις. Μόλις το 1961, μετά τη θέσπιση ενός σχετικά δημοκρατικού Συντάγματος, άρχισαν να κυκλοφορούν νόμιμα και να διαβάζονται με πάθος από τους διανοούμενους και τη νεολαία.
Η μαρξιστική λενινιστική ορολογία δεν είχε εδραιωθεί στην τουρκική γλώσσα και για τους μεταφραστές δεν ήταν εύκολο να βρούνε τουρκικές λέξεις, αφού όροι όπως προλεταριάτο, μπουρζουαζία, καπιταλισμός, φεουδαρχία δεν έχουν ακριβή αντίστοιχα στα τουρκικά. Και ακόμη πιο δύσκολη είναι η μετάφραση όρων όπως οπορτουνισμός, ρεφορμισμός ή ρεβιζιονισμός. Προφανώς εργάτες με μόρφωση δημοτικού σχολείου δεν ήταν δυνατόν να κατανοήσουν ένα μαρξιστικό θεωρητικό κείμενο.
Πριν από αυτή τη συνάντηση δεν είχα ποτέ σκεφτεί πώς μπορεί να είναι στα τουρκικά οι λέξεις που με ρώτησαν οι εργάτες. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο ήταν φυσικά... το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, Ήξερα πολύ καλά ότι αν δεν κέρδιζα την εμπιστοσύνη των εργατών σ΄ αυτή την πρώτη συζήτηση θα ήταν αδύνατο να συνεχίσω το πρόγραμμα εκπαίδευσης.
Άρχισα να εξηγώ ότι οι κυρίαρχες τάξεις λένε διάφορα ψέματα για να μας κερδίσουν στην ιδεολογία τους, ότι η λέξη κομμουνισμός προέρχεται από τη λέξη κομμούνα που αντιστοιχεί στην τουρκική παράδοση του «imece» (εργασία που προσφέρουν εθελοντικά όλοι οι κάτοικοι του χωριού για να βοηθήσουν ένα φτωχό αγρότη, για να φτιάξουν μια γέφυρα κ.λπ.). Έδωσα παραδείγματα από τις κοινοτιστικές πρακτικές των αγροτών της Ανατολίας και είδα ότι στα πρόσωπα των εργατών φάνηκε ένα χαμόγελο. Είχαν κατανοήσει την πρώτη λέξη. Τι είναι όμως το Μανιφέστο;
Όταν άρχισαν να έρχονται στο κέντρο άλλα μέλη της οργάνωσης, μας βρήκαν μέσα σε σύννεφα καπνού. Μιλούσαμε ήδη τέσσερις πέντε ώρες, αλλά βρισκόμασταν ακόμη στην πρώτη παράγραφο. Οι εργάτες πρότειναν να συναντηθούμε την επόμενη μέρα για να συνεχίσουμε την ανάγνωση. Η πρώτη συνάντηση ήταν μια νίκη για μένα.
Γύρισα στο δωμάτιο μου και άρχισα να διαβάζω το Μανιφέστο με τα μάτια ενός αγρότη που πρόσφατα μετανάστευσε σε μια μεγαλούπολη. Έτσι κατάλαβα τι έπρεπε να τους πω και ποιες λέξεις να χρησιμοποιήσω. Το επόμενο πρωί, πρότεινα να διαβάσουμε το βιβλίο μαζί, γραμμή προς γραμμή και να συζητήσουμε όλα τα σκοτεινά σημεία. Όπως το είχα υποψιαστεί, μετά βίας τελειώσαμε την πρώτη σελίδα εκείνη τη μέρα. Η πρώτη ερώτηση ήταν:
- Τι σημαίνει μπουρζουαζία;
Τώρα ήμουν όμως προετοιμασμένη. Μπουρζουάδες είναι τα αφεντικά, αυτοί που κατέχουν κεφάλαιο, οι πλούσιοι, οι κυρίαρχοι. Μετά με ρώτησαν:
Τι σημαίνει προλεταριάτο;
Και άρχισα να εξηγώ. Προλετάριοι είναι οι εργάτες, όσοι δουλεύουν, παράγουν, είναι θύματα της εκμετάλλευσης, εξουσιάζονται.
Είναι γνωστό ότι η δεύτερη παράγραφος του Μανιφέστου αρχίζει με τις λέξεις: «Ελεύθερος και σκλάβος, πατρίκιος και πληβείος, γαιοκτήμονας και δουλοπάροικος, μέλος της συντεχνίας και βοηθός...» και ο Μαρξ αναφέρεται στην πάλη που διεξάγεται ανάμεσα στις τάξεις σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας. Για να κατανοήσει ένας εργάτης τι είναι αυτές οι τάξεις που ακούει το όνομα τους για πρώτη φορά, απαιτούνται μαθήματα ιστορίας, γεωγραφίας, οικονομίας, πολιτικής και ιστορικού υλισμού. Έτσι την επόμενη μέρα έφερα μαζί μου υδρόγειο, χάρτη, εγκυκλοπαίδεια και λεξικό. Σταματήσαμε την ανάγνωση του Μανιφέστου και άρχισα να μιλάω για την ιστορία της ανθρωπότητας, τις τάξεις, τα κράτη, τις επαναστάσεις κ.λπ. Μιλήσαμε για τους εργάτες και τους αγρότες. Και εκείνοι άρχισαν να διηγούνται τις δικές τους ιστορίες.
Μετά από πολλές συναντήσεις επιστρέψαμε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Οι λέξεις μπουρζουαζία, προλεταριάτο, καπιταλισμός, σοσιαλισμός δεν τους ήταν πια άγνωστες. Το κράτος δεν ήταν πια στο μυαλό τους ένα ιερό ον. Ήταν ένας μηχανισμός που οι εργάτες πρέπει να κατακτήσουν με σκοπό να τον καταστρέψουν. Γνώριζαν πλέον γιατί σε μια κοινωνία η πλούσια μειοψηφία εξουσιάζει τη φτωχή πλειοψηφία.
Μετά το Μανιφέστο διαβάσαμε εύκολα ορισμένα βασικά κείμενα του Λένιν που προκάλεσαν μεγάλο ενθουσιασμό, με αποτέλεσμα οι εργάτες να ενταχθούν στην οργάνωση μας. Όταν η οργάνωση αποφάσισε το 1976 να ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας, οι εργάτες αυτοί μας ακολούθησαν. Και είμαι σίγουρη ότι η πολιτικοποίηση και η ταξική συνειδητοποίηση τους οφείλεται στη συνάντηση με το Μανιφέστο.
Από αυτή τη διαδικασία διδάχθηκα πάρα πολλά, ίσως περισσότερα από αυτά που δίδαξα. Ήταν η πρώτη φορά που κατανόησα ότι η προσπάθεια να διδάξει κανείς όσα νομίζει ότι γνωρίζει απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες και ότι το να γνωρίζεις κάτι είναι τελείως διαφορετικό από το να νομίζεις ότι το γνωρίζεις. Στη συνέχεια διάβασα το Μανιφέστο με άλλους εργάτες και εργάτριες. Και πάντοτε ξεκινούσα μιλώντας αναλυτικά για την ιστορική ανάπτυξη των κοινωνιών.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, όταν το Τείχος του Βερολίνου είχε ήδη πέσει, επέστρεψα στο Πανεπιστήμιο. Είχα την ευκαιρία να μελετήσω το Κομμουνιστικό Μανιφέστο στο πλαίσιο πολλών μαθημάτων σε τρία διαφορετικά Πανεπιστήμια. Στο μεταξύ ήμουν σε θέση να απαγγείλω το Μανιφέστο από την αρχή ως το τέλος. Στο Πανεπιστήμιο, ωστόσο, κάθε όρος και κάθε φράση συζητιόταν από πολλές διαφορετικές πλευρές και σ΄ αυτή τη διαδικασία έβλεπα μπροστά μου νέους κόσμους να ανοίγονται. Υπήρχε ωστόσο μια μεγάλη διαφορά. Όταν διάβαζα το Μανιφέστο μαζί με τους εργάτες από πολιτική οπτική, το κείμενο αποτελούσε οδηγό δράσης, εργαλείο επαναστατικού μετασχηματισμού. Το Μανιφέστο άνοιγε νέες προοπτικές για τους εργάτες και για μένα. Ο ακαδημαϊκός κόσμος μου έδειχνε νέες διαστάσεις του Μανιφέστου, αλλά δεν είχε τη βούληση για επαναστατικό μετασχηματισμό, η οποία ωστόσο είναι ενσωματωμένη σ΄ αυτό το βιβλίο.
Και όμως: σε πείσμα όλων των αντίθετων επιχειρημάτων, στις αρχές της τρίτης χιλιετίας, «η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων». Και η πάλη συνεχίζεται με όλη τη βία που περικλείει.
[Το άρθρο αποτελεί εισήγηση στο διεθνές Συνέδριο Social Emancipation 150 years after the «Communist Manifesto», που διοργάνωσαν στην Αβάνα, στο διάστημα 17-20 Φεβρουαρίου 1998, το Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών της Κούβας, σε συνεργασία με την Κουβανέζικη Εταιρία Φιλοσοφικής Έρευνας, το Πανεπιστήμιο Las Villas και τις επιθεωρήσεις Marx Ahorn και Ciencias Sociales. Δημοσιεύτηκε στις Θέσεις (τεύχος 64/1998), μεταφρασμένο από τον Δημήτρη Δημούλη, και υπό τον τίτλο «Διαβάζοντας το Κομμουνιστικό Μανιφέστο με τους εργάτες». Το αναδημοσιεύουμε, αφιερώνοντάς το στους εργάτες της Χαλυβουργίας, που αυτό τον καιρό ξαναθύμισαν στην εργατική τάξη να υπάρχει για τον εαυτό της - και έτσι να (ξανα)υπάρχει για ολόκληρη την κοινωνία.]
Της Εμέλ Ακάν Ασλάν
http://wwwpraxisred.blogspot.com/
Αναρτήθηκε από oikodomo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου