27 Ιουν 2012

ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΔΙΕΘΝΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΔΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΩΗΝ ΕΣΣΔ


ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΔΙΕΘΝΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΔΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΩΗΝ ΕΣΣΔ
«Βούτυρο στο ψωμί» των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών


Associated Press

Το Σεπτέμβρη του 2004, η ομηρία εκατοντάδων παιδιών και ενηλίκων σε σχολείο στο Μπεσλάν της Β. Οσετίας συγκλόνισε την κοινή γνώμη. «Παιχνίδια»ενταγμένα στα σχέδια των νέων κυρίαρχων αστικών τάξεων και των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών...
Η ανατροπή του σοσιαλισμού και η διάλυση της ΕΣΣΔ προκάλεσε σοβαρές διεθνικές συγκρούσεις και μαζική μετανάστευση δεκάδων εκατομμυρίων πρώην Σοβιετικών πολιτών, σε μια προσπάθεια να γλιτώσουν από τις διεθνικές αιματοχυσίες, είτε από την οικονομική ανέχεια. Σήμερα, στο έδαφος της ΕΣΣΔ, παραμένουν μια σειρά «ανοιχτές πληγές» και άλλες λιγότερο γνωστές, αλλά καθόλου «επουλωμένες». Καταρχήν υπάρχουν 4 περιοχές που έχουν αυτοανακηρυχτεί «ανεξάρτητα κράτη». Στις συγκεκριμένες «Δημοκρατίες», οι ντόπιοι πληθυσμοί την περίοδο 1990-1992 με το όπλο στο χέρι επικράτησαν στις εμφύλιες συγκρούσεις. Πρόκειται για την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία, που αποσχίστηκαν από τη Γεωργία, την Υπερδνειστερία, που αποσχίστηκε από τη Μολδαβία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ, που αποσχίστηκε από το Αζερμπαϊτζάν. Μάλιστα, οι 4 αυτές «Δημοκρατίες» έχουν προχωρήσει στην ίδρυση και σχετικού «συνδέσμου» αλληλοϋποστήριξης. Την ίδια ώρα και στο εσωτερικό της Ρωσίας, που έχει στο εσωτερικό της 21 αυτόνομες εθνικές Δημοκρατίες, εκδηλώθηκαν προβλήματα, με πιο γνωστό αυτό της Τσετσενίας.




Πώς, με ποια μέσα, από ποιον και για ποιους λόγους αξιοποιούνται σήμερα οι διεθνικές συγκρούσεις και το εθνικιστικό μίσος στα εδάφη που κάποτε κάλυπτε η ΕΣΣΔ; Για να απαντήσουμε σ' αυτά τα ερωτήματα, πρέπει να δούμε την κοινωνικο-οικονομική και πολιτική πραγματικότητα, μέσα στην οποία είναι ενταγμένα τόσο τα σχέδια των νέων κυρίαρχων αστικών τάξεων της περιοχής, όσο και οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί. Στο επίκεντρο κρύβονται οι προσπάθειες ένταξης των χωρών, που προήλθαν από την ΕΣΣΔ, στις διάφορες ιμπεριαλιστικές ενώσεις, καθώς και η μάχη για πρώτες ύλες και αγορές.
Η ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ




Associated Press


Η διάλυση της ΕΣΣΔ προκάλεσε και μαζική μετανάστευση δεκάδων εκατομμυρίων πρώην Σοβιετικών πολιτών, σε μια προσπάθεια να γλιτώσουν από τις διεθνικές αιματοχυσίες, είτε από την οικονομική ανέχεια
Θα δώσουμε ένα παράδειγμα για να γίνει σαφές το πώς συνδέεται η «ανάφλεξη» της εθνικιστικής αντιπαλότητας με τις προσπάθειες ένταξης σε διάφορους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.




Μια τέτοια, καθόλου τυχαία, περίπτωση διαφαίνεται στην προσπάθεια της ηγεσίας της Ουκρανίας να «σπρώξει» τη χώρα στο ΝΑΤΟ και στη συνέχεια στην ΕΕ. Αυτή η προσπάθεια συνδέεται με τη γενικευμένη αναθεώρηση της Ιστορίας, τόσο σε αντικομμουνιστική, όσο και σε αντιρωσική κατεύθυνση. Πρόκειται, άλλωστε, και για τη «συνταγή» που ακολούθησαν νωρίτερα οι 3 χώρες της Βαλτικής, που εντάχθηκαν σ' αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, αφού όχι μόνον έθεσαν εκτός νόμου τα ΚΚ, αλλά και ζητούν από τη σημερινή Ρωσία «αποζημίωση» για τη «σοβιετική κατοχή». Εφτασαν, δε, στο σημείο να θεωρούν τις ντόπιες «λεγεώνες των SS» ως «πατριωτικές δυνάμεις»! Σε ανάλογα βήματα έχει προχωρήσει τα τελευταία χρόνια και η Ουκρανία, ιδιαίτερα μετά την εκλογή του Β. Γιούστσενκο στην Προεδρία της χώρας. Ετσι, οι συνεργάτες των ναζί χρίστηκαν «πατριώτες της Ουκρανίας» και οι Ρώσοι (κι όχι μόνον οι κομμουνιστές) κατηγορούνται για τη δήθεν «γενοκτονία του ουκρανικού λαού» το 1932-33.


Η μεθόδευση αυτή, εκτός από την ολοφάνερη εξυπηρέτηση της αντικομμουνιστικής υστερίας, συνδέεται και με τις επιδιώξεις μερίδας των κυρίαρχων κύκλων της Ουκρανίας να εντάξουν τη χώρα σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, σπέρνοντας το εθνικιστικό μίσος ανάμεσα σε Ουκρανούς και Ρώσους, δυσχεραίνοντας μ' αυτόν τον τρόπο τις προσπάθειες του ρωσικού κεφαλαίου να εντάξει την Ουκρανία στα δικά του σχέδια καπιταλιστικής ενοποίησης, στο λεγόμενο «ευρωασιατικό οικονομικό χώρο».


Από την άλλη, και το Κρεμλίνο δε χάνει ευκαιρία να αξιοποιήσει το εθνικό και γλωσσικό «κράμα» της Ουκρανίας, ώστε να εμποδίσει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικό γεγονός είναι η διαμάχη γύρω από τη χρήση της ρώσικης γλώσσας, (ενός προβλήματος που δεν υπήρχε επί σοσιαλισμού, αφού ο καθένας μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα που ήθελε). Σήμερα, με βάση τις κοινωνιολογικές έρευνες, το 54,4% των ενηλίκων πολιτών της Ουκρανίας θεωρεί μητρική του γλώσσα τα ουκρανικά, το 30,1% τα ρωσικά και το 12,4% και τις δύο γλώσσες. Οι εθνικιστικές, «πορτοκαλί» δυνάμεις επιδιώκουν την ουκρανοποίηση του ρωσόφωνου πληθυσμού, κι εμποδίζουν όλα αυτά τα χρόνια την καθιέρωση της ρωσικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας. Ακόμη και στις περιοχές όπου τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης καθιέρωσαν τη ρωσική γλώσσα ως δεύτερη, επενέβησαν οι κεντρικές αρχές και ακύρωσαν τις σχετικές αποφάσεις. Μάλιστα, στις αρχές του 2008, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ουκρανίας πήρε μιαν απόφαση που απαγορεύει την προβολή ρωσικών ταινιών στην τηλεόραση, αν δεν έχει νωρίτερα γίνει μεταγλώττιση στα ουκρανικά. Η πολιτική της βίαιης «ουκρανοποίησης» έχει ξεσηκώσει σοβαρές αντιδράσεις σε πολλές περιοχές της Ουκρανίας (κυρίως στα ανατολικά και νότια), όπου υπερτερεί ή είναι ισχυρό το ρωσικό στοιχείο.


Γίνεται σαφές πως όσο δυναμώνει η προσπάθεια των κύκλων που επιδιώκουν την ένταξη σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, τόσο θα διαγράφονται επικίνδυνες και αποσταθεροποιητικές εξελίξεις στην Ουκρανία, ιδιαίτερα στις νότιες (Κριμαία) και στις ανατολικές περιοχές της, όπου είναι ισχυρό το ρωσικό στοιχείο.
Η «μάχη» για τους φυσικούς πόρους


Η περίπτωση της Τσετσενίας είναι, επίσης, μια χαρακτηριστική περίπτωση για τις σύγχρονες αιτίες των διεθνικών συγκρούσεων. Τον Αύγουστο του 1991, με την απαγόρευση του ΚΚΣΕ, ξεκινά και η τυπική διαδικασία διάλυσης της ΕΣΣΔ. Στην Τσετσενία ο Τζαχάρ Ντουντάεφ, πρώην αξιωματικός των σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων, αναλαμβάνει τα ηνία και αναδεικνύεται Πρόεδρος της Τσετσενίας. Προωθεί τη γραμμή τής βήμα προς βήμα απόσχισης από τη σύνθεση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, επωφελούμενος από τη θέση του Γιέλτσιν «πάρτε όση αυτοτέλεια μπορείτε να καταπιείτε!», που είχε ως στόχο να διευκολύνει την καταλήστευση της δημόσιας περιουσίας που είχε δημιουργήσει τις προηγούμενες δεκαετίες ο σοβιετικός λαός, ώστε να «σταθεί στα πόδια της» η νεοαστική τάξη.


Την περίοδο 1992-1993, η γραμμή της απόσχισης της Τσετσενίας συναντά αντιδράσεις από την πλειοψηφία του Ανωτάτου Σοβιέτ της Τσετσενίας. Ο Ντουντάεφ στέλνει το στρατό του, ο οποίος καταλαμβάνει το Κοινοβούλιο, πετώντας μάλιστα μερικούς βουλευτές από τα παράθυρα του κτιρίου. Δολοφονείται ο δήμαρχος του Γκρόζνι που ήταν αντίπαλος του Ντουντάεφ. Ο Γιέλτσιν σιωπά! Ο Ντουντάεφ ανοίγει τις αποθήκες του πρώην σοβιετικού στρατού, τα υλικά των οποίων κατά 90% δεν είχαν απομακρυνθεί από την Τσετσενία (υπήρχαν άρματα μάχης, πύραυλοι, ακόμη και πολεμικά αεροπλάνα) και εξοπλίζει το στρατό του. Υπολογίζεται ότι τα όπλα αυτά έφταναν για να εξοπλίσει σαν αστακούς 100.000 άνδρες.


Το καθεστώς Ντουντάεφ αντλεί τα έσοδά του από τα εργοστάσια επεξεργασίας πετρελαίου, ενώ τμήμα των κερδών το μεταβιβάζει στο Κρεμλίνο. Στην Τσετσενία δημιουργείται ένα καθεστώς μαφιόζικο, στο οποίο ανθούν η βία, το εμπόριο όπλων, ναρκωτικών, πλαστών δολαρίων. Η τσετσενική μαφία επεκτείνεται και αποκτά ισχυρά ερείσματα σε πολλές μεγάλες πόλεις της Ρωσίας.


Την ίδια περίοδο, ο Ντουντάεφ άρχισε να διώχνει τους Ρώσους (που αποτελούσαν το 30% του πληθυσμού στην απογραφή του 1989) από την Τσετσενία, ενώ υπό διωγμό βρίσκονταν και οι οικογένειες - χωριά των πολιτικών του αντιπάλων. Συνολικά, εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη Δημοκρατία της Τσετσενίας περίπου 500.000 άνθρωποι, από το 1,3 εκατομμύρια του συνολικού πληθυσμού.


Το 1994 εντείνονται οι διεργασίες για την εκμετάλλευση των πετρελαίων της Κασπίας και των δρόμων μεταφοράς τους στη Δύση. Ο Ντουντάεφ, υποκινούμενος και από ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (που επιδίωκαν να αποδυναμώσουν τη Ρωσία στο παιχνίδι των δρόμων του πετρελαίου), ζητά να μεγαλώσει το κομμάτι της «πίτας» του. Σταδιακά αυξάνει τις απαιτήσεις του προς τη Μόσχα και, ουσιαστικά, ζητά την απόσχιση της Τσετσενίας. Το Κρεμλίνο προχωρά στον εξοπλισμό των πολιτικών αντιπάλων του Ντουντάεφ, οι οποίοι εξαπολύουν επίθεση με άρματα μάχης και βαρύ οπλισμό στην πρωτεύουσα Γκρόζνι το Δεκέμβρη του 1994. Υπέστησαν, όμως, σαφή στρατιωτική ήττα από τις δυνάμεις του Ντουντάεφ. Η ήττα αυτή έφερε τη σχεδόν αυτόματη επέμβαση του ρωσικού στρατού στην περιοχή.


Στις αρχές του 1995, ο Γιέλτσιν χρειάζεται έναν «μικρό και νικηφόρο» πόλεμο για την προεκλογική του εκστρατεία και έτσι αντιμετωπίζει το πρόβλημα της Τσετσενίας. Στη σύγκρουση υπάρχει έντονο το οικονομικό υπόβαθρο, όσο και το γεωπολιτικό. Εκείνη την περίοδο άρχισε να οξύνεται η διαμάχη για την εδραίωση ή την εξαφάνιση του ρωσικού δρόμου μεταφοράς των πετρελαίων της Κασπίας. Οι νέοι επιχειρηματικοί κολοσσοί της Ρωσίας δεν ανέχονται πλέον να τους διαφεύγουν τα τσετσενικά πετροδόλαρα, που ξεπλένονται στις ρωσικές μεγαλουπόλεις και ενισχύουν τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα στον τραπεζικό τομέα. Κι εδώ είναι πολύ χαρακτηριστικό πως ο μεγαλοεπιχειρηματίας Μ. Χοντορκόφσκι, από τις φυλακές όπου βρίσκεται για σκάνδαλο φοροδιαφυγής της πετρελαϊκής εταιρείας «YUKOS», απαντώντας σε κατηγορίες που τον συνέδεαν με Τσετσένους αποσχιστές, παραδέχτηκε πως έως το 1995 η εταιρεία του ελεγχόταν από το «τσετσενικό λόμπι», αλλά εκείνα τα χρόνια η εταιρεία ήταν κρατική! Οπως τουλάχιστον ισχυρίστηκε ο ίδιος, από το 1995, όταν η τεράστια αυτή εταιρεία άρχισε να ιδιωτικοποιείται, οι Τσετσένοι εξοβελίστηκαν από τον έλεγχο της εταιρείας!
Βασικό στοιχείο η εξασθένιση του αντιπάλου


Ο Λένιν διαπίστωνε πως «ουσιαστικό για τον ιμπεριαλισμό είναι ο ανταγωνισμός μερικών μεγάλων Δυνάμεων που τείνουν προς την ηγεμονία, δηλαδή προς το άρπαγμα εδαφών όχι τόσο άμεσα για τον εαυτό τους, όσο για την εξασθένιση του αντιπάλου και την υπόσκαψη της ηγεμονίας του»1, κι αυτό το βλέπουμε όχι μόνον στην παραπάνω περίπτωση της Τσετσενίας, αλλά και στις άλλες περιοχές των νέων κρατών που προήλθαν από την ΕΣΣΔ και στις οποίες έχουν εκδηλωθεί αποσχιστικά κινήματα. Π.χ., η Γεωργία έχει μείνει σήμερα σχεδόν η μισή, εξαιτίας της απόσχισης των Αμπχαζίας και Ν. Οσετίας (που ζητούν την ένταξη στη Ρωσία), συμπερασματικά και ο ρόλος της για το ΝΑΤΟ και την ΕΕ είναι σαφώς μικρότερος, από το αν είχε επιτύχει την εδαφική της ακεραιότητα. Το ίδιο ισχύει και για τη Μολδαβία, από την οποία έχει αποσχιστεί η πιο ανεπτυγμένη βιομηχανικά περιοχή της, η Υπερδνειστερία.


ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία επεμβαίνουν πλέον ανοιχτά και συχνά και νομότυπα (με αποφάσεις ΟΗΕ - ΟΑΣΕ, «κυανόκρανους» κλπ.) στη «διαχείριση» αυτών των διεθνικών κρίσεων, επιδιώκοντας να «στριμώξουν» η μια δύναμη την άλλη. Χαρακτηριστικό, π.χ., είναι οι πρόσφατες εξελίξεις στην Αρμενία, όπου οι ΗΠΑ φέρονται να επιδιώκουν να διώξουν ολοκληρωτικά τη Ρωσία από το Νότιο Καύκασο. Οι ΗΠΑ, αφού έκαναν νωρίτερα ένα «βήμα» για να κερδίσουν τη συμπάθεια των Αρμενίων, περνώντας από την Επιτροπή Διεθνών Υποθέσεων του Κογκρέσου απόφαση αναγνώρισης της «γενοκτονίας των Αρμενίων», επιδιώκουν την επαναφορά στην πολιτική ζωή του πρώην Προέδρου Λεβόν Τερ-Πετροσιάν, που υπόσχεται άμεση καλυτέρευση της ζωής, αφήνοντας να εννοηθεί πως έχει τις «ισχυρές πλάτες» των ΗΠΑ, τόσο στα ζητήματα της «ανόρθωσης» της οικονομίας, όσο και στο λεγόμενο «εθνικό» ζήτημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να ασκήσουν πίεση στο συμμαχικό τους Αζερμπαϊτζάν, ώστε αυτό να αποδεχτεί τα «τετελεσμένα» της απόσχισης αυτής της επαρχίας του από το 1991.


Την ίδια ώρα, βέβαια, πρέπει να σημειωθεί πως η Ρωσία διατηρεί στρατιωτικές βάσεις στην Αρμενία, ενώ η Αρμενία συμμετέχει στη στρατιωτική συμμαχία της «Οργάνωσης του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας» (ΟΣΣΑ), που έχει συγκροτήσει η Μόσχα με ορισμένες χώρες που προήλθαν από την ΕΣΣΔ.


Οι ΗΠΑ, αντίθετα, με πρόσχημα την «επίλυση» του ζητήματος του Ναγκόρνο Καραμπάχ, σχεδιάζουν ανταλλαγή εδαφών ανάμεσα σε Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν. Στη βάση αυτού του σχεδίου, το Ναγκόρνο Καραμπάχ διατηρεί δίαυλο με την Αρμενία, όμως η Αρμενία χάνει τα κοινά σύνορα με έναν σημαντικό οικονομικό και πολιτικό εταίρο της, το Ιράν! Επίσης, προβλέπεται η αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από την Αρμενία και η αντικατάστασή τους από δυνάμεις του ΝΑΤΟ, ώστε να αλλάξει αυτή η «σφαίρα επιρροής».


Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε ορισμένους στόχους των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που επωφελούνται από τις διεθνικές συγκρούσεις, είτε οι ίδιες τις προκαλούν, όπως:


-- Τον έλεγχο των πηγών Ενέργειας της περιοχής και των δρόμων μεταφοράς τους.


-- Την αποδυνάμωση των σχεδίων επέκτασης της επιρροής της μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης σε βάρος της άλλης, όπως εκφράζεται από την προσπάθεια ένταξης των χωρών στις διάφορες διακρατικές (οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές) ενώσεις του κεφαλαίου.


Οι επιδιώξεις αυτές διαιωνίζουν τις διεθνικές συγκρούσεις στην περιοχή, που κατά καιρούς «αναθερμαίνονται», προκαλώντας νέες αιματοχυσίες. Να γιατί η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της περιοχής δεν έχασαν μόνο τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές κατακτήσεις τους, όταν ανατράπηκε ο σοσιαλισμός, αλλά κινδυνεύουν πλέον να «λιώσουν» από τη σύγκρουση των ιμπεριαλιστικών «βουβαλιών», που βάλθηκαν να μοιράσουν την περιοχή.
Από το «ψυγείο» της Ιστορίας


Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στο φαινόμενο των ρατσιστικών επιθέσεων, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης του εθνικισμού και της ξενοφοβίας. Εκατομμύρια είναι οι εργάτες από τις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες, που προσπαθούν να αναζητήσουν «μια θέση στον ήλιο», ψάχνοντας για εργασία στη Ρωσία. Οι ντόπιοι καπιταλιστές, όπως κάνουν οι καπιταλιστές σε όλες τις χώρες του κόσμου, ξεζουμίζουν στην κυριολεξία τους ξένους μετανάστες, που συχνά ζούνε σε γκέτο στα περίχωρα των ρωσικών μεγαλουπόλεων. Την ίδια ώρα, κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να διαιρέσουν την εργατική τάξη στη βάση της εθνικής καταγωγής, της θρησκείας και της γλώσσας, σπέρνουν το μίσος, το ρατσισμό και την ξενοφοβία. Ετσι, μόνο μέσα στο 2007, έγιναν στη Ρωσία 36 δολοφονίες πάνω σε ρατσιστική βάση και τραυματίστηκαν σε σχετικές επιθέσεις περίπου 300 άτομα. Πρόκειται για ένα νέο φαινόμενο στη σύγχρονη ιστορία της χώρας, που είχε να το βιώσει από την εποχή του τσαρισμού. Να, όμως, που η παλινόρθωση του καπιταλισμού το έβγαλε από το «ψυγείο» της Ιστορίας, ώστε να μη λείπει πλέον τίποτα, ούτε ο ρατσισμός, από την καπιταλιστική «βιτρίνα» της σύγχρονης Ρωσίας.


Ομως, το «ποτάμι» της ταξικής πάλης και της ενότητας δυναμώνει και στα εδάφη της πρώην ΕΣΣΔ, παρά τις σοβαρές δυσκολίες που δημιούργησε στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα η καπιταλιστική παλινόρθωση. Αλλωστε, αυτό το «ποτάμι» είναι η μόνη ελπίδα που έχουν οι λαοί της περιοχής για να βάλουν τέρμα στο ρατσισμό, στον εθνικισμό και την ξενοφοβία, για να μην καταντήσουν «κρέας για τα κανόνια» στις ενδοϊμπεριαλιστικές διαμάχες που σκληραίνουν στην περιοχή.


1. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού». Απαντα, τ. 27, σελ. 395.


Του
Ελισαίου ΒΑΓΕΝΑ*
*Ο Ελισαίος Βαγενάς είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων


    
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
29/11/2009
 -- Ξένα στρατεύματα στο Ναγκόρνο Καραμπάχ;
16/3/2008
 -- Προσπάθειες των ΗΠΑ να στριμώξουν τη Ρωσία στον Καύκασο
5/3/2008
 -- Θανατηφόρες εχθροπραξίες
8/9/2004
 -- Το χρονικό της σύγκρουσης στην Τσετσενία
21/11/1999
 -- Οταν «καπνίζουν» τα περίστροφα του Τάλμποτ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ