8 Ιουλ 2012

Ο Β.Ι. ΛΕΝΙΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ


Ο Β.Ι. ΛΕΝΙΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ


«Το ΚΚΕ έδωσε την μάχη κόντρα στο ρεύμα της φοβίας και μοιρολατρίας, των ποικιλώνυμων απειλών (από την έξωση από την ευρωζώνη ως την ακυβερνησία), και της αυταπάτης που συστηματικά καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ανέδειξε στον λαό τον χαρακτήρα της κρίσης και των προϋποθέσεων για διέξοδο υπέρ των εργαζομένων, τις προϋποθέσεις για να συμμετέχει το ΚΚΕ στην διακυβέρνηση, που συνδέονται με την αποδέσμευση, την μονομερή διαγραφή του χρέους, την κοινωνικοποίηση, δηλαδή την διακυβέρνηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας. Εδωσε την μάχη αυτή παίρνοντας υπόψη τον κίνδυνο του εκλογικού κόστους.
Η παραμικρή όμως υποχώρηση του Κόμματος στην πίεση για συμμετοχή σε κυβέρνηση διαχείρισης της κρίσης θα οδηγούσε στον αφοπλισμό και στην υποχώρηση-ήττα του εργατικού κινήματος, στη ματαίωση της προσπάθειας για την συγκρότηση ισχυρής κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας που συγκρούεται με την πολιτική γραμμή των μονοπωλίων, των ιμπεριαλιστικών ενώσεων της ΕΕ, του ΝΑΤΟ. Θα ακύρωνε κάθε προσπάθεια για συσπείρωση στην πάλη για τα καθημερινά προβλήματα που οξύνονται όλο και πιο πολύ, στην προοπτική της εργατικής λαϊκής εξουσίας.
Το ΚΚΕ θα βρισκόταν σε μια πρακτική ακύρωσης της συνέπειας και σταθερότητας λόγων και έργων, καθώς από το Κόμμα ζητούνταν επιζήμιες, καθοριστικά λαθεμένες υποχωρήσεις τόσο από το πρόγραμμά του όσο και από τα άμεσα καθήκοντα πάλης» (Από την Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ, «Πρώτη τοποθέτηση για το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου 2012», «Ριζοσπάστης», 19/6/2012).
Το ζήτημα «συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβέρνηση» είναι στρατηγικό ζήτημα. Ετσι, σε συνθήκες που το αστικό κράτος είναι κυρίαρχο, η συμμετοχή του επαναστατικού Κόμματος της εργατικής τάξης στην κυβέρνηση σημαίνει συμμετοχή στη διαχείριση των υποθέσεων του κεφαλαίου. Στην επεξεργασία και άσκηση πολιτικής στην κοινωνία του κεφαλαίου. Ολοι όσοι προεκλογικά, αλλά και μετά τις εκλογές έβαζαν αυτό το ζήτημα, της ανάδειξης δηλαδή μιας «αριστερής» κυβέρνησης και το κάλεσμα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων για την ανάδειξη μιας τέτοιας κυβέρνησης, στο ερώτημα σε όφελος ποιας τάξης θα λειτουργεί και θα δρα αυτή η κυβέρνηση, απαντούσαν: Θα πάρει μέτρα ανακούφισης του λαού από τις συνέπειες της κρίσης. Αλλά εδώ προκύπτει επίσης το ερώτημα: Μπορεί μια κυβέρνηση στον καπιταλισμό να το διαχειρίζεται σε όφελος του λαού; Πολύ περισσότερο, σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, που καταστρέφει παραγωγικές δυνάμεις, καταστρέφει δηλαδή και εργατική δύναμη, με την ανεργία, τη φτώχεια, την εξαθλίωση να απλώνονται με γεωμετρική πρόοδο, και ταυτόχρονα το κεφάλαιο να πασχίζει να σωθεί από την καταστροφική δύναμη της κρίσης; Δηλαδή, τη στιγμή που πασχίζουν οι καπιταλιστές, οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι να διατηρήσουν πάση θυσία τις επιχειρήσεις τους - και σ' αυτό συμβάλλει και η αντεργατική αντιλαϊκή πολιτική που μειώνει μισθούς, διευκολύνει τις απολύσεις, επιβάλλει ελαστικές εργασιακές σχέσεις, όπως π.χ. η εκ περιτροπής εργασία, έτσι που σε συνθήκες μειωμένης κερδοφορίας να μπορούν να πάρουν μέτρα αντισταθμίσματος της χασούρας των κερδών τους από την πάμφθηνη εργατική δύναμη, καταναλώνοντας δηλαδή ολοένα και μικρότερο μέρος του κεφαλαίου για πληρωμή των εργατών...
Επομένως, και σ' αυτό το ζήτημα εκφράζεται η οξύτατα ανειρήνευτη ταξική αντίθεση καπιταλιστών - εργατικής τάξης. Αλλωστε, μια κυβέρνηση, με δεδομένη την ιδιοκτησία των καπιταλιστών, είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει πολιτική ενίσχυσης της κερδοφορίας τους αφού νόμος κίνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι ο νόμος του κέρδους. Πολιτική κόντρα σ' αυτό το νόμο σημαίνει καταστροφή του κεφαλαίου. Επομένως, μια κυβέρνηση, ακόμη και με συμμετοχή του Κομμουνιστικού Κόμματος, σε αστικές συνθήκες, αντικειμενικά δεν μπορεί να εφαρμόσει πολιτική κόντρα στους νόμους που κινούν αυτή την κοινωνία, κόντρα στο νόμο του κέρδους. Να γιατί λέμε ότι η συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβέρνηση είναι στρατηγικό ζήτημα. Στην προκειμένη περίπτωση, συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβέρνηση και με το κράτος και την οικονομία στα χέρια των αστών σημαίνει ότι το ΚΚΕ αλλάζει στρατηγική και γίνεται κόμμα αστικής διαχείρισης, άρα απεμπολεί τον ταξικό πολιτικό αγώνα για να πάρει η εργατική τάξη την εξουσία, και υποτάσσει την ίδια την εργατική τάξη στους καπιταλιστές, και το κίνημά της σε μέσο διαιώνισης του καπιταλισμού. Γιατί μέσω αστικοκοινοβουλευτικών εκλογών ανατροπή του καπιταλισμού δε γίνεται. Με μια τέτοια ενέργεια θα καλλιεργούσε όμως αυτήν την αυταπάτη. Οχι συγκέντρωση των δυνάμεων για ρήξη - ανατροπή, αλλά εκλογές για ανάδειξη κυβέρνησης που θα διαχειρίζεται την καπιταλιστική κοινωνία για να εφαρμόζει τάχα πολιτική υπέρ της εργατικής τάξης, του λαού!..
Υπάρχουν δυνάμεις που αυτοαποκαλούνται αριστερές όπως η ΚΟΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες που έβαζαν το στόχο ανατροπής των αντιλαϊκών κυβερνήσεων με ένα πρόγραμμα που δε θα είναι πρόγραμμα εργατικής εξουσίας, αλλά μιας κυβέρνησης η οποία θα εφαρμόσει πρόγραμμα ανακούφισης του λαού, και μάλιστα τη θεωρούσαν ως εφαλτήριο για την εργατική εξουσία ή μεταβατικό στάδιο συγκέντρωσης των δυνάμεων για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Βεβαίως, στην πορεία η ΚΟΕ την εγκατέλειψε, γιατί αφομοιώνεται στο ΣΥΡΙΖΑ, η δε ΑΝΤΑΡΣΥΑ εγκατάλειψε φραστικά την κυβέρνηση, χωρίς να εγκαταλείψει την ουσία της. Για παράδειγμα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην επιστολή της προς το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασία των αριστερών δυνάμεων, που δημοσίευσε το ΠΡΙΝ στις 11 Μάρτη 2012, έβαζε το ζήτημα ως εξής: «Οι πολιτικοί "άξονες" για την κοινή αριστερή και αγωνιστική δράση που προτείνει σε ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, στην ανατρεπτική Αριστερά και σε όλα τα αγωνιζόμενα ρεύματα και δυνάμεις, είναι οι παρακάτω: Ανατροπή των μνημονίων, των κυβερνήσεων του κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΔΝΤ. Παύση πληρωμών προς τους πιστωτές, μη αναγνώριση και διαγραφή του χρέους. Εθνικοποίηση - κρατικοποίηση όλων των τραπεζών και των μεγάλων, στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, χωρίς αποζημίωση, με εργατικό και λαϊκό έλεγχο. Εξοδος από το ευρώ, την ΟΝΕ και την ΕΕ. Ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, σταθερή εργασία με αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις, εισόδημα εργαζομένων και λαού σε βάρος των κερδών του κεφαλαίου» προτείνοντας τη συγκρότηση «ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής της αντιδραστικής επίθεσης του κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΔΝΤ και των κυβερνήσεών τους».
Ουσιαστικά, χωρίς να το λέει, πρότεινε μια κυβέρνηση διαχείρισης σε αστικά πλαίσια, μιλώντας ταυτόχρονα για «ρήξη και ανατροπή της αντιδραστικής επίθεσης του κεφαλαίου» αλλά αυτή η ρήξη έφτανε μέχρι την αναδιανομή «σε βάρος των κερδών του κεφαλαίου» και όχι κατάργησή τους. Αρα άφηνε άθικτη την ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Ετσι όμως καλείς την εργατική τάξη, το λαό, με την ψήφο, να αναδείξουν μια κυβέρνηση που θα θεωρούν ότι είναι φιλολαϊκή, με την αυταπάτη ότι θα μπορεί να εφαρμόζει πολιτική ενάντια στα κέρδη του κεφαλαίου, άρα υπονόμευσής του, αλλά αντικειμενικά δε θα μπορεί να το κάνει, άρα δε θα μπορεί να είναι φιλολαϊκή.
Προβάλλουν την άποψη ότι μια τέτοια κυβέρνηση, με το παραπάνω πλαίσιο ως πρόγραμμα θα είναι σε όφελος της εργατικής τάξης, των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων, γιατί θα παλεύει να το εφαρμόσει, αλλά στην ανειρήνευτη ταξική αντίθεση «καπιταλιστές - εργατική τάξη», «μονοπώλια - λαός», η λύση υπέρ της μιας ή της άλλης τάξης σημαίνει σύγκρουση. Αρα απαιτεί ανάλογο συσχετισμό δυνάμεων. Που σημαίνει ότι αυτός ο συσχετισμός δυνάμεων έχει διαμορφωθεί μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης υπέρ της εργατικής τάξης και του κόμματός της. Αρα θα έχει ήδη εκφραστεί μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης στο εργατικό κίνημα. Δηλαδή, οργανωμένη εργατική τάξη, σχεδόν καθολικά, συμμαχία με τα πρωτοπόρα τμήματα των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, όργανα πάλης της συμμαχίας, ανάπτυξη αγώνων με όρους μαζών σε αντιμονοπωλιακή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, διαμορφωμένη δηλαδή συνείδηση και έκφραση στην πράξη, ανατρεπτική.
Υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα έστω ενδείξεις ότι το εργατικό κίνημα, η ταξική πάλη αναδεικνύει μία τέτοια πραγματικότητα; «Είναι φανερό ότι οι αγώνες που αναπτύχθηκαν δεν μπόρεσαν να δώσουν μεγαλύτερο βάθος και σταθερότητα στο ριζοσπαστισμό, καθώς δεν απέκτησαν τη μαζικότητα και κυρίως την οργάνωση και τον πολιτικό προσανατολισμό που απαιτούν οι συνθήκες. Αν και το λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είχε σημαντική άνοδο και κινητοποιήσεις πανευρωπαϊκής απήχησης, δεν είχε ούτε τον προσανατολισμό ούτε τη μαζικότητα - οργανωτικότητα, ώστε άμεσα να απειλεί την αστική εξουσία του κεφαλαίου», εκτιμά η ΚΕ του ΚΚΕ στην Απόφαση για το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιούνη. Και σ' αυτό δεν υπάρχει άλλη εκτίμηση.
Ορισμένοι «αριστεροί» μιλούν για την αναγκαιότητα προβολής του ζητήματος της κυβέρνησης σε αστικές συνθήκες και της κατάκτησής της ως μια «στιγμή» στη μεταβατική διαδικασία για την επανάσταση, για την εργατική εξουσία. Αυτή η τακτική είναι η ίδια που παρουσιάσαμε πιο πάνω με παράδειγμα την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Και είναι λογική που υποτάσσει τη στρατηγική στην εξυπηρέτηση ενός στόχου, συγκέντρωσης δυνάμεων στη γραμμή του ΚΚΕ λένε κάποιοι, αλλά τελικά οδηγεί στο ρεφορμισμό, αφού αντικειμενικά στο όνομα μιας εκλογικής αναμέτρησης καλείς την εργατική τάξη να επιλέξει κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, δηλαδή συγκέντρωση δυνάμεων σε κυβέρνηση στα πλαίσια του καπιταλισμού. Αυτό απαντά και στην άποψη που λέει ότι ναι μεν η εποχή είναι εποχή του ιμπεριαλισμού, του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, ναι μεν δεν υπάρχει ενδιάμεσος κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός, αλλά άλλο το αντικειμενικό στοιχείο με βάση το χαρακτήρα της εποχής, άλλο η πολιτική που θα ωριμάζει τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή τη συνείδηση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για την ανατροπή του καπιταλισμού. Και εδώ το ζήτημα της κυβέρνησης, λένε, είναι κρίκος. Αλλά είναι κρίκος ενίσχυσης του κυβερνητισμού και των αυταπατών ότι με κοινοβουλευτική διαδικασία μπορεί να γίνονται ρήξεις μέσα στον καπιταλισμό και μέσω αυτής της διαδικασίας στην πορεία να αφαιρεθεί η ιδιοκτησία και η εξουσία από τα μονοπώλια. Αντικειμενικά αυτός ο κρίκος είναι κρίκος υποβιβασμού της ταξικής συνείδησης και κατά συνέπεια ταξικής πάλης στο μέτρο και στο επίπεδο διατήρησης του συστήματος.
Αυτά τα ζητήματα δεν είναι καινούρια. Εχουν μπει μπροστά στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, στα Κομμουνιστικά Κόμματα, από τότε που η ίδρυση και ανάπτυξή τους σε κάθε καπιταλιστική χώρα έθεσε ανοιχτά το ζήτημα της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη, έχοντας λύσει το ζήτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», υπέρ της επανάστασης.
Σήμερα στο ένθετο Ιστορία παρουσιάζουμε τέσσερα κείμενα του Β.Ι.Λένιν με τίτλο «Ο Β.Ι. ΛΕΝΙΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ». Περιλαμβάνονται τα εξής κείμενα με χρονολογική σειρά:
  • Το άρθρο στην εφημερίδα «Εχο» με ημερομηνία 28 Ιούνη 1906 με τίτλο: «Ξανά για το ζήτημα της κυβέρνησης από τη Δούμα». Το άρθρο κάνει κριτική στην υιοθέτηση από τους οπορτουνιστές του συνθήματος κυβέρνηση από τη Δούμα που προέβαλαν τότε οι αστοί καντέτοι. (Β.Ι. Λένιν, Απαντα τ. 13 σελ. 263-267).
  • Το κείμενο με τίτλο «Πρόλογος στη Ρωσική μετάφραση της μπροσούρας του Β. Λίμπκνεχτ «Κανένας συμβιβασμός, καμιά εκλογική συμφωνία!», με ημερομηνία Δεκέμβρης του 1906. Πρόκειται για κείμενο που αναδεικνύει τους κίνδυνους για το εργατικό κίνημα που εμπεριέχουν οι συμμαχίες με αστικά κόμματα και εκπροσώπους της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής. (Β.Ι. Λένιν, Απαντα τ. 14 σελ. 223-229).
  • Απόσπασμα από το άρθρο με τίτλο: «Οι εκλογές για την Συντακτική Συνέλευση και η δικτατορία του προλεταριάτου», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κομμουνιστική Διεθνής», τεύχη 7-8, το Δεκέμβρη του 1919. Το άρθρο αναφέρεται στις εκλογές για την Συντακτική Συνέλευση (δηλαδή για το σώμα που θα προχωρούσε στη συγκρότηση αστικού συντάγματος) που είχαν προκηρυχθεί πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και πραγματοποιήθηκαν το Νοέμβρη του 1917. Σε αυτές τις εκλογές οι μπολσεβίκοι απέσπασαν το 25% ενώ οι μενσεβίκοι και οι εσέροι το 62%. Η Συντακτική Συνέλευση διαλύθηκε από τους μπολσεβίκους το Γενάρη του 1918 ως όργανο που δεν εξέφραζε τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων εφόσον είχε εδραιωθεί η εξουσία των Σοβιέτ. Στο άρθρο αναδεικνύονται μια σειρά ζητήματα που αφορούν το ζήτημα της έννοιας της πλειοψηφίας, του ρόλου του αστικού κοινοβουλίου κ.λπ. (Β.Ι. Λένιν, Απαντα τ. 40 σελ. 1-24).
  • Απόσπασμα από τις Θέσεις που ενέκρινε το 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (6-25 Ιουλίου 1919) και στη διαμόρφωση των οποίων είχε πρωταγωνιστικό ρόλο ο Λένιν. Πρόκειται για το μέρος των Θέσεων που έχει τίτλο: «Τα Κομμουνιστικά Κόμματα και ο κοινοβουλευτισμός». Στο κείμενο αυτό δίνονται αναλυτικά οδηγίες για το πώς θα πρέπει να αναπτύξουν τα ΚΚ την κοινοβουλευτική τους τακτική έτσι ώστε να υπηρετούν πράγματι το στρατηγικό τους στόχο, ξεπερνώντας τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες των παλιών σοσιαλδημοκρατικών εργατικών κομμάτων της Β' Διεθνούς. (Περιέχεται στην έκδοση «Η Κομμουνιστική Διεθνής», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 110-123).
ΞΑΝΑ ΓΙΑ TO ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΥΜΑ
«Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε» - μ' αυτό το συλλογισμό προσπαθούσαν και προσπαθούν πάντα να δικαιολογηθούν οι οπορτουνιστές. Είναι αδύνατο να πετύχεις μονομιάς κάτι το μεγάλο. Πρέπει ν' αγωνίζεσαι για το μικρό μα κατορθωτό. Πώς όμως θα καθορίσεις αν ένα πράγμα είναι κατορθωτό; Με το αν συμφωνούν τα περισσότερα πολιτικά κόμματα ή οι περισσότερο «έγκυροι» πολιτικοί. Οσο περισσότεροι πολιτικοί παράγοντες συμφωνούν για μια κάποια μικρή βελτίωση, τόσο ευκολότερα μπορούμε να την πετύχουμε, τόσο πιο κατορθωτή είναι αυτή. Δεν πρέπει να είσαι ουτοπιστής, επιδιώκοντας το μεγάλο. Πρέπει να είσαι ρεαλιστής πολιτικός, να ξέρεις να συντάσσεσαι μ' εκείνους που διεκδικούν το μικρό, και αυτό το μικρό θα διευκολύνει την πάλη για το μεγάλο. Εμείς βλέπουμε το μικρό σαν τον πιο σίγουρο σταθμό στην πάλη για το μεγάλο.
Ετσι σκέπτονται όλοι οι οπορτουνιστές, όλοι οι ρεφορμιστές, σε διάκριση από τους επαναστάτες. Ετσι ακριβώς σκέπτονται οι σοσιαλδημοκράτες της δεξιάς πτέρυγας για το σχηματισμό κυβέρνησης από τη Δούμα. Το αίτημα συντακτική συνέλευση είναι μεγάλο αίτημα. Αυτό δεν μπορούμε να το πετύχουμε τώρα. Το αίτημα αυτό κάθε άλλο παρά όλοι το υποστηρίζουν συνειδητά1. Αντίθετα υπέρ του σχηματισμού κυβέρνησης από τη Δούμα τάσσεται όλη η Κρατική Δούμα, άρα η τεράστια πλειοψηφία των πολιτικών παραγόντων - άρα «όλος ο λαός». Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε ανάμεσα στο σημερινό κακό και στην πιο μικρή θεραπεία του, γιατί την «πιο μικρή» θεραπεία τη θέλουν οι πιο πολλοί απ' αυτούς που είναι γενικά δυσαρεστημένοι από το σημερινό κακό. Και αφού θα 'χουμε πετύχει το μικρό θα διευκολύνουμε την πάλη μας για το μεγάλο.
Το ξαναλέμε: Αυτός είναι ο βασικός, ο τυπικός συλλογισμός όλων των οπορτουνιστών σε όλο τον κόσμο. Τι συμπέρασμα βγαίνει κατ' ανάγκην από το συλλογισμό αυτό; Το συμπέρασμα ότι δε χρειάζεται κανένα επαναστατικό πρόγραμμα, κανένα επαναστατικό κόμμα, καμιά επαναστατική τακτική. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις και μόνο μεταρρυθμίσεις. Δε χρειάζεται επαναστατική σοσιαλδημοκρατία. Χρειάζεται ένα κόμμα δημοκρατικών και σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων. Κι αλήθεια: Δεν είναι μήπως φανερό πως θα υπάρχουν πάντα στον κόσμο άνθρωποι που θα θεωρούν ότι αυτό που υπάρχει δεν είναι ικανοποιητικό; Φυσικά θα υπάρχουν πάντα. Δεν είναι επίσης φανερό πως την πιο μικρή βελτίωση αυτής της μη ικανοποιητικής κατάστασης θα τη θέλουν πάντα οι πιο πολλοί από τους δυσαρεστημένους; Φυσικά, πάντα οι πιο πολλοί. Συνεπώς δουλειά δική μας, δουλειά των πρωτοπόρων και «συνειδητών» ανθρώπων είναι να υποστηρίζουμε πάντα τις πιο μικρές διεκδικήσεις για τη θεραπεία του κακού. Αυτή είναι η πιο σίγουρη, η πιο πρακτική δουλειά, ενώ όλες οι άλλες συζητήσεις για κάποιες «θεμελιακές» διεκδικήσεις κτλ. δεν είναι παρά λόγια «ουτοπιστών», «επαναστατικές κενολογίες». Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε και πάντα πρέπει να διαλέγουμε ανάμεσα στο υπάρχον κακό και στο μετριοπαθέστερο από τα συνηθισμένα σχέδια θεραπείας του.
Ετσι ακριβώς σκέπτονταν οι Γερμανοί οπορτουνιστές σοσιαλδημοκράτες. Υπάρχει, έλεγαν, το σοσιαλφιλελεύθερο ρεύμα που ζητάει την κατάργηση των έκτακτων νόμων εναντίον των σοσιαλιστών, τον περιορισμό της διάρκειας της εργάσιμης μέρας, την ασφάλιση από τις αρρώστιες κτλ. Τα αιτήματα αυτά τα υποστηρίζει και μια αρκετά μεγάλη μερίδα της αστικής τάξης. Μην την απωθείτε με άστοχες ενέργειες, δώστε της το χέρι, υποστηρίξτε την. Τότε θα είστε ρεαλιστές πολιτικοί, θα προσφέρετε ένα μικρό μεν, αλλά πραγματικό όφελος στην εργατική τάξη και από την τακτική σας δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τα κούφια λόγια για «επανάσταση». Ετσι κι αλλιώς επανάσταση δεν πρόκειται να κάνετε τώρα. Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε ανάμεσα στην αντίδραση και στη μεταρρύθμιση, ανάμεσα στην πολιτική του Βίσμαρκ και στην πολιτική της «κοινωνικής αυτοκρατορίας».
Παρόμοια με τους μπερνσταϊνικούς σκέπτονταν και οι Γάλλοι μινιστεριαλιστές σοσιαλιστές. Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε ανάμεσα στην αντίδραση και στους αστούς ριζοσπάστες που υπόσχονται μια σειρά από πρακτικά εφαρμόσιμες μεταρρυθμίσεις. Είμαστε υποχρεωμένοι να υποστηρίζουμε αυτούς τους ριζοσπάστες, να υποστηρίζουμε τις κυβερνήσεις τους. Οσον αφορά τα λεγόμενα για κοινωνική επανάσταση, δεν είναι παρά αερολογίες των «μπλανκιστών», των «αναρχικών», των «ουτοπιστών» κλπ.
Ποιο είναι το βασικό λάθος όλων αυτών των οπορτουνιστικών συλλογισμών; Οτι στους συλλογισμούς αυτούς αντικαθίσταται ουσιαστικά η σοσιαλιστική θεωρία της ταξικής πάλης, σαν μοναδικού πραγματικού κινητήρα της ιστορίας, με την αστική θεωρία της «αλληλέγγυας», της «κοινωνικής» προόδου. Σύμφωνα με τη θεωρία του σοσιαλισμού, δηλαδή του μαρξισμού (για μη μαρξιστικό σοσιαλισμό δεν μπορεί κανείς να μιλάει τώρα στα σοβαρά), πραγματικός κινητήρας της ιστορίας είναι η επαναστατική πάλη των τάξεων. Οι μεταρρυθμίσεις είναι το δευτερεύον αποτέλεσμα της πάλης αυτής, δευτερεύον γιατί οι μεταρρυθμίσεις αυτές εκφράζουν τις αποτυχημένες απόπειρες να εξασθενήσει, να αμβλυνθεί αυτή η πάλη κτλ. Σύμφωνα με τη θεωρία των αστών φιλοσόφων, κινητήρας της προόδου είναι η αλληλεγγύη όλων των στοιχείων της κοινωνίας, που ένιωσαν την «ατέλεια» του ενός ή του άλλου θεσμού. Η πρώτη θεωρία είναι υλιστική, η δεύτερη ιδεαλιστική. Η πρώτη είναι επαναστατική, η δεύτερη ρεφορμιστική. Η πρώτη θεμελιώνει την τακτική του προλεταριάτου στις σύγχρονες καπιταλιστικές χώρες, η δεύτερη την τακτική της αστικής τάξης.
Από τη δεύτερη θεωρία απορρέει η τακτική των αστών προοδευτικών της αράδας: Υποστήριζε παντού και πάντα «ό,τι είναι το καλύτερο». Διάλεγε ανάμεσα στην αντίδραση και στην άκρα δεξιά των δυνάμεων που αντιπολιτεύονται την αντίδραση αυτή. Από την πρώτη θεωρία απορρέει η αυτοτελής επαναστατική τακτική της πρωτοπόρας τάξης. Εμείς σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να περιορίσουμε τα καθήκοντά μας στην υποστήριξη των πιο διαδομένων συνθημάτων της ρεφορμιστικής αστικής τάξης. Εφαρμόζουμε αυτοτελή πολιτική, προβάλλοντας συνθήματα μόνο για κείνες τις μεταρρυθμίσεις που συμφέρουν αναντίρρητα στην επαναστατική πάλη, που ανεβάζουν αναντίρρητα την αυτοτέλεια, τη συνειδητότητα και τη μαχητική ικανότητα του προλεταριάτου. Μόνο με μια τέτοια τακτική εξουδετερώνουμε τις μεταρρυθμίσεις από τα πάνω, που είναι πάντα μεσοβέζικες, πάντα υποκριτικές και συνοδεύονται πάντα με αστικές ή αστυνομικές παγίδες.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Μονάχα με μια τέτοια τακτική προωθούμε πραγματικά το έργο των σοβαρών μεταρρυθμίσεων. Αυτό φαίνεται παράδοξο, μα το παράδοξο αυτό το επιβεβαιώνει ολόκληρη η ιστορία της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας: Η τακτική των ρεφορμιστών εξασφαλίζει κατά το χειρότερο τρόπο την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και το πραγματοποιήσιμο αυτών των μεταρρυθμίσεων. Η τακτική της επαναστατικής ταξικής πάλης εξασφαλίζει κατά τον καλύτερο τρόπο και το ένα και το άλλο. Στην πραγματικότητα τις μεταρρυθμίσεις τις επιβάλλει ίσα ίσα η επαναστατική ταξική πάλη, η αυτοτέλειά της, η μαζική της δύναμη, ο πεισματικός χαρακτήρας της. Μόνο στο βαθμό που η πάλη αυτή είναι ισχυρή είναι πραγματοποιήσιμες και οι μεταρρυθμίσεις, που πάντα είναι απατηλές, διπρόσωπες, διαποτισμένες από ζουμπατοφικό πνεύμα. Συγχωνεύοντας τα συνθήματά μας με τα συνθήματα της ρεφορμιστικής αστικής τάξης εξασθενίζουμε το έργο της επανάστασης και, επομένως, και το έργο των μεταρρυθμίσεων, γιατί εξασθενίζουμε έτσι την αυτοτέλεια, τη σταθερότητα και τη δύναμη των επαναστατικών τάξεων.
Μπορεί να βρεθεί αναγνώστης που ίσως πει: Προς τι να επαναλαμβάνουμε αυτό το άλφα - βήτα της διεθνούς επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας; Επειδή το ξεχνούν η «Γκόλος Τρουντά» και πολλοί σύντροφοι μενσεβίκοι.
Ο σχηματισμός κυβέρνησης από τη Δούμα ή καντέτικης κυβέρνησης είναι μια τέτοια απατηλή, διπρόσωπη, ζουμπατοφική μεταρρύθμιση. Το να ξεχνάς την πραγματική της σημασία, σαν απόπειρας συναλλαγής των καντέτων με την απολυταρχία, σημαίνει ότι αντικαθιστάς το μαρξισμό με τη φιλελεύθερη - αστική φιλοσοφία της προόδου. Υποστηρίζοντας μια τέτοια μεταρρύθμιση, συγκαταλέγοντάς την στα συνθήματά μας, εξασθενίζουμε έτσι και την καθαρότητα της επαναστατικής συνείδησης του προλεταριάτου, και την αυτοτέλειά του, και την μαχητική του ικανότητα. Υποστηρίζοντας ολοκληρωτικά τα παλιά επαναστατικά συνθήματά μας, δυναμώνουμε έτσι την πραγματική πάλη, δυναμώνουμε συνεπώς και την πιθανότητα της μεταρρύθμισης και τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί αυτή προς όφελος της επανάστασης και όχι της αντίδρασης. Καθετί το ψεύτικο και υποκριτικό στη μεταρρύθμιση αυτή το πετάμε στους καντέτους. Καθετί το θετικό που μπορεί να περιέχει το αξιοποιούμε εμείς οι ίδιοι. Μόνο με μια τέτοια τακτική θα μπορέσουμε να επωφεληθούμε από τις τρικλοποδιές που βάζουν ο ένας στον άλλον οι κ. κ. Τρέποφ και Ναμπόκοφ για να ρίξουμε και τους δυο αξιότιμους αυτούς ακροβάτες στο λάκκο. Μόνο με μια τέτοια τακτική η ιστορία θα πει για μας, όπως είπε ο Βίσμαρκ για τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες: «Αν δεν υπήρχαν οι σοσιαλδημοκράτες δε θα υπήρχε κοινωνική μεταρρύθμιση». Αν δεν υπήρχε επαναστατικό προλεταριάτο δε θα υπήρχε η 17 του Οχτώβρη. Αν δεν υπήρχε ο Δεκέμβρης δε θα σταματούσαν όλες οι προσπάθειες ματαίωσης της σύγκλησης της Δούμας. Μα θα 'ρθει κι ένας άλλος Δεκέμβρης που θα καθορίσει τις παραπέρα τύχες της επανάστασης.
Επίλογος. Το άρθρο αυτό είχε γραφτεί πια όταν διαβάσαμε το κύριο άρθρο στο 6ο φύλλο της «Γκόλος Τρουντά». Οι σύντροφοι διορθώνουν το λάθος τους. Θέλουν, προτού η κυβέρνηση από τη Δούμα πάρει στα χέρια της τα χαρτοφυλάκια, να απαιτήσει και να επιτύχει και την κατάργηση σε όλη τη χώρα του στρατιωτικού νόμου και των κάθε λογής έκτακτων μέτρων, και γενική αμνηστία, και αποκατάσταση όλων των ελευθεριών. Πολύ καλά, σύντροφοι! Ζητήστε από την ΚΕ να περιλάβει αυτούς τους όρους στην απόφασή της σχετικά με την κυβέρνηση από τη Δούμα. Δοκιμάστε να το κάνετε αυτό σεις οι ίδιοι και τότε θα δείτε ότι προτού υποστηρίξετε κυβέρνηση από τη Δούμα ή καντέτικη Κυβέρνηση πρέπει να απαιτήσετε και να πετύχετε η Δούμα ή οι καντέτοι να μπουν στον επαναστατικό δρόμο. Προτού υποστηρίξετε τους καντέτους πρέπει να απαιτήσετε και να πετύχετε να πάψουν οι καντέτοι να είναι καντέτοι.
«Εχο», άρ. φύλλου 6,
28 του Ιούνη 1906
Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο της εφημερίδας «Εχο».
Σημειώσεις:
1. Το αίτημα αυτό το υποστηρίζει το πιο μικρό μέρος της Δούμας.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΜΠΡΟΣΟΥΡΑΣ ΤΟΥ Β. ΛΙΜΠΚΝΕΧΤ «ΚΑΝΕΝΑ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟ, ΚΑΜΙΑ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ!»
Η μπροσούρα του Λίμπκνεχτ, που προσφέρεται σε μετάφραση στο Ρώσο αναγνώστη, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σήμερα, στις παραμονές των εκλογών για τη δεύτερη Δούμα, τώρα που το ζήτημα των εκλογικών συμφωνιών ενδιαφέρει ζωηρά και το εργατικό κόμμα και την κοινή γνώμη της φιλελεύθερης αστικής τάξης.
Δε θα σταθούμε εδώ στη σημασία από γενική άποψη της μπροσούρας του Λίμπκνεχτ. Ο αναγνώστης πρέπει να συμβουλευτεί το έργο του Φρ. Μέρινγκ για την ιστορία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και μια σειρά άλλα έργα των Γερμανών συντρόφων μας, για να καταλάβει καλά τη σημασία αυτή και να κατανοήσει σωστά ορισμένα σημεία της μπροσούρας, που σηκώνουν παρερμηνεία, αν παρθούν έξω από τις τοτινές συνθήκες, αν δεν παρθεί υπόψη το πότε και πώς ειπώθηκαν.
Σημασία έχει για μας να σημειώσουμε εδώ τον τρόπο σκέψης του Λίμπκνεχτ. Σημασία έχει να δείξουμε, με τι τρόπο ο Λίμπκνεχτ αντιμετώπιζε το ζήτημα των συμφωνιών, για να βοηθήσουμε το Ρώσο αναγνώστη να φτάσει μόνος του στη λύση του ζητήματος που μας ενδιαφέρει, του ζητήματος των συνασπισμών με τους καντέτους.
Ο Λίμπκνεχτ δεν αρνιέται καθόλου ότι οι συμφωνίες με τα αστικά - αντιπολιτευόμενα κόμματα είναι «ωφέλιμες» και από την άποψη των «κοινοβουλευτικών πληρεξουσίων» και από την άποψη της προσέλκυσης «συμμάχου» (δήθεν συμμάχου) ενάντια στον κοινό εχθρό, την αντίδραση. Μα εδώ ακριβώς φανερώνεται ο αληθινά πολιτικός νους και ο δοκιμασμένος σοσιαλδημοκρατισμός του παλαίμαχου των Γερμανών σοσιαλιστών, ότι δηλαδή δεν περιορίζεται στις σκέψεις αυτές. Εξετάζει και το εξής: Μήπως ο «σύμμαχος» είναι κρυφός εχθρός, οπότε είναι πολύ επικίνδυνο να τον αφήσουμε να μπει στις γραμμές μας; Παλεύει πραγματικά και πώς παλεύει ο σύμμαχος αυτός ενάντια στον κοινό εχθρό; Μήπως η ωφέλεια από τις συμφωνίες, από την άποψη της αύξησης του αριθμού των κοινοβουλευτικών πληρεξουσίων, φέρνει ζημιά στα μονιμότερα και σπουδαιότερα καθήκοντα του προλεταριακού κόμματος;
Ας πάρουμε έστω αυτά τα τρία ζητήματα που ανάφερα τώρα κι ας δούμε, αν καταλαβαίνει τη σημασία τους ένας τέτοιος, λόγου χάρη, υπερασπιστής των συμφωνιών των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών με τους καντέτους σαν τον Πλεχάνοφ. Θα δούμε ότι ο Πλεχάνοφ βάζει το ζήτημα των συμφωνιών σε απίστευτα στενή βάση. Οι καντέτοι θέλουν να παλέψουν ενάντια στην αντίδραση, άρα... συμφωνία με τους καντέτους! Πέρα απ' αυτό ο Πλεχάνοφ δεν πηγαίνει. Την παραπέρα εξέταση του ζητήματος τη θεωρεί δογματισμό. Δεν είναι παράξενο ότι ένας σοσιαλδημοκράτης, που τόσο ξέχασε τις απαιτήσεις της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, βρέθηκε γείτονας και συνεργάτης με τους αποστάτες της σοσιαλδημοκρατίας όπως είναι οι κ.κ. Προκοπόβιτς και οι άλλοι δημοσιολόγοι της «Τοβάριστς». Δεν είναι παράξενο που ακόμη και οι ομοϊδεάτες αυτού του σοσιαλδημοκράτη σε ζητήματα αρχών, οι μενσεβίκοι, ή σιωπούν συγχυσμένοι, μη τολμώντας να βροντοφωνάξουν αυτό που σκέπτονται για τον Πλεχάνοφ, και αποδοκιμάζοντάς τον στις συγκεντρώσεις των εργατών, ή τον ειρωνεύονται ανοιχτά, όπως οι μπουντιστές στη «Volkszeitung» και στο «Νάσα Τριμπούνα».
Ο Λίμπκνεχτ μάς διδάσκει ότι ο σοσιαλδημοκράτης πρέπει να ξέρει να αποκαλύπτει και όχι να κρύβει τις επικίνδυνες πλευρές κάθε συμμάχου που προέρχεται από την αστική τάξη. Σ' εμάς, όμως, οι μενσεβίκοι φωνάζουν ότι δεν πρέπει να παλεύουμε ενάντια στους καντέτους, αλλά ενάντια στο μαυροεκατονταρχίτικο κίνδυνο! Πόσο ωφέλιμο θα ήταν για τους ανθρώπους αυτούς, αν καλοσκέπτονταν τα λόγια του Λίμπκνεχτ: «Τα ανόητα και σκληρά μέτρα βίας των αστυνομικών πολιτικών, οι διώξεις που προβλέπει ο νόμος ενάντια στους σοσιαλιστές, ο δρακόντειος νόμος, ο νόμος που στρέφεται ενάντια στα κόμματα που κηρύσσουν την ανατροπή, μπορούν να προκαλούν μέσα μας ένα αίσθημα αποστροφής και οίκτου, τον εχθρό όμως, που μας άπλώνει το χέρι του για εκλογική συμφωνία και χώνεται ανάμεσά μας σαν φίλος και αδελφός, αυτόν τον εχθρό και μόνο αυτόν πρέπει να φοβόμαστε».
Οπως βλέπετε, και ο Λίμπκνεχτ έχει υπόψη του τα μέτρα βίας των αστυνομικών, τους μαυροεκατονταρχίτικους νόμους. Κι όμως λέει θαρρετά στους εργάτες: Οχι αυτόν τον εχθρό, αλλά την εκλογική συμφωνία με τον ψευτοφίλο πρέπει να φοβόμαστε. Γιατί ο Λίμπκνεχτ σκεπτόταν έτσι; Γιατί θεωρούσε πάντα ότι η δύναμη των αγωνιστών είναι πραγματική δύναμη, μόνο όταν είναι δύναμη συνειδητών εργατικών μαζών. Και τη συνείδηση των μαζών δεν τη διαφθείρουν η βία και οι δρακόντειοι νόμοι, τη διαφθείρουν οι ψευτοφίλοι των εργατών, οι φιλελεύθεροι αστοί που αποτραβούν τις μάζες από τον πραγματικό αγώνα με κούφιες φράσεις για αγώνα. Οι μενσεβίκοι μας και ο Πλεχάνοφ δεν καταλαβαίνουν ότι η πάλη ενάντια στους καντέτους είναι πάλη για την απαλλαγή της συνείδησης των εργατικών μαζών από τις απατηλές καντέτικες ιδέες και προλήψεις σχετικά με την ένωση της λαϊκής ελευθερίας με την παλιά εξουσία.
Ο Λίμπκνεχτ υπογράμμιζε τόσο έντονα το μεγάλο αυτό κίνδυνο από τους ψευτοφίλους σε σύγκριση με τους ανοιχτούς εχθρούς, ώστε έλεγε: «Η ψήφιση ενός νέου νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές θα ήταν μικρότερο κακό, απ' ό,τι η συγκάλυψη της ταξικής αντίθεσης και των κομματικών συνόρων, εξαιτίας των εκλογικών συμφωνιών».
Μεταφράστε τη φράση αυτή του Λίμπκνεχτ στη γλώσσα της ρωσικής πολιτικής στα τέλη του 1906: «Η μαυροεκατονταρχίτικη Δούμα θα ήταν μικρότερο κακό απ' ό,τι η συγκάλυψη της ταξικής αντίθεσης και των κομματικών συνόρων, εξαιτίας των εκλογικών συμφωνιών με τους καντέτους». Τι άγριες κραυγές θα ξεσήκωναν ενάντια στον Λίμπκνεχτ για μια τέτοια φράση οι δημοσιολόγοι της «Τοβάριστς» και των παρόμοιων εφημερίδων, που μεταπήδησαν από το σοσιαλισμό στους φιλελεύθερους! Πόσες φορές ακούσαμε στις εργατικές συγκεντρώσεις και από τις σελίδες των μενσεβίκικων εκδόσεων τέτοιες ακριβώς «επικρίσεις» ενάντια στους μπολσεβίκους και παρόμοιες σκέψεις, σαν τις επικρίσεις που έτυχε να υποστεί και ο Λίμπκνεχτ! Αλλά οι μπολσεβίκοι φοβούνται τις κραυγές αυτές και τις επικρίσεις αυτές τόσο λίγο, όσο λίγο τις φοβόταν και ο Λίμπκνεχτ. Μόνο κακοί σοσιαλδημοκράτες μπορούν να μιλούν περιφρονητικά για τη ζημιά που προξενούν στις εργατικές μάζες οι φιλελεύθεροι προδότες της λαϊκής ελευθερίας, που με τις εκλογικές συμφωνίες θέλουν να πλευρίσουν τις μάζες αυτές.
Με την ευκαιρία, λίγα λόγια για την προδοσία αυτή του φιλελευθερισμού. Οι οπορτουνιστές μας, μαζί και ο Πλεχάνοφ, φωνάζουν: Είναι αδιακρισία να μιλά κανείς ακόμη και τώρα για προδοσία του φιλελευθερισμού. Ο Πλεχάνοφ έγραψε μάλιστα ολόκληρη μπροσούρα, για να διδάξει στους αδιάκριτους σοσιαλιστές - εργάτες ευγενική συμπεριφορά προς τους καντέτους. Ως ποιο βαθμό στερούνται πρωτοτυπίας οι σκέψεις του Πλεχάνοφ, ως ποιο βαθμό έχουν ξεφτίσει λόγω της πολυχρησίας από τους Γερμανούς ακόμη φιλελεύθερους αστούς οι πλεχανοφικές φράσεις, το δείχνει σαφέστερα από καθετί άλλο η μπροσούρα του Λίμπκνεχτ. Αποδείχνεται ότι ο Πλεχάνοφ «είχε σαν ατού» ενάντια στους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες το ίδιο εκείνο παιδικό παραμύθι για το λύκο και το βοσκό, με το οποίο οι Γερμανοί οπορτουνιστές δοκίμαζαν να τρομάξουν τον Λίμπκνεχτ: Εσείς, λέει, θα συνηθίσετε τους πάντες ν' ακούνε τις φωνές σας, «λύκος! λύκος!», έτσι, που σαν έρθει ο λύκος, να μη σας πιστέψει κανείς. Ο Λίμπκνεχτ απάντησε εύστοχα στους πολυάριθμους Γερμανούς ομοϊδεάτες του τωρινού Πλεχάνοφ: «Οπως και να 'χει το πράγμα, οι προσεκτικοί άνθρωποι περιφρουρούν τα συμφέροντα του κόμματος, όχι χειρότερα απ' ό,τι οι είρωνες».
Ας πάρουμε το δεύτερο ζήτημα που σημειώσαμε: Παλεύει άραγε πραγματικά η φιλελεύθερη τάξη, δηλαδή οι καντέτοι, ενάντια στο μαυροεκατονταρχίτικο κίνδυνο και πώς παλεύει; Ο Πλεχάνοφ δεν ξέρει ούτε να τοποθετήσει το ζήτημα αυτό, ούτε να το λύσει με μια προσεκτική εξέταση της πολιτικής των καντέτων στην επαναστατική Ρωσία. Από τη «γενική έννοια» της αστικής επανάστασης ο Πλεχάνοφ, παραβιάζοντας το άλφα-βήτα του μαρξισμού, βγάζει τη συγκεκριμένη στάση των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών απέναντι στους καντέτους, αντί να βγάζει τη γενική έννοια των αμοιβαίων σχέσεων της αστικής τάξης, του προλεταριάτου και της αγροτιάς στη σύγχρονη Ρωσία από τη μελέτη των πραγματικών ιδιομορφιών της ρωσικής επανάστασης.
Ο Λίμπκνεχτ μάς διδάσκει να κρίνουμε διαφορετικά. Οταν γινόταν λόγος για την πάλη της φιλελεύθερης αστικής τάξης ενάντια στην αντίδραση, απαντούσε, εξετάζοντας το πώς αυτή πάλευε. Και έδειχνε - στην μπροσούρα που παρουσιάζουμε και σε πολλά άλλα άρθρα - ότι οι Γερμανοί φιλελεύθεροι (ακριβώς όπως οι δικοί μας οι καντέτοι) «προδίδουν την ελευθερία», ότι προσεγγίζουν τους «γιούνκερ (τσιφλικάδες) και τον κλήρο», ότι δεν μπόρεσαν να σταθούν επαναστάτες σε μια επαναστατική εποχή.
«Από τη στιγμή - λέει ο Λίμπκνεχτ - που το προλεταριάτο αρχίζει να εμφανίζεται ως τάξη, η οποία έχει ξεχωρίσει από την αστική τάξη και είναι εχθρική προς αυτήν εξαιτίας των συμφερόντων της, από τότε η αστική τάξη παύει να είναι δημοκρατική».
Και όμως, οι οπορτουνιστές μας, χλευάζοντας την αλήθεια, αποκαλούν τους καντέτους (ακόμη και στις αποφάσεις των κομματικών σοσιαλδημοκρατικών συνδιασκέψεων) δημοκράτες, παρόλο που οι καντέτοι αρνούνται στο πρόγραμμά τους το δημοκρατισμό, αναγνωρίζουν την Ανω Βουλή κτλ., παρόλο που πρότειναν στην Κρατική Δούμα τους δρακόντειους νόμους κατά των συγκεντρώσεων και καταπολέμησαν το σχηματισμό, χωρίς την άδεια των αρχών, τοπικών επιτροπών γης με βάση την καθολική, άμεση, ίση και μυστική ψηφοφορία.
Ο Λίμπκνεχτ επέκρινε πολύ δικαιολογημένα τη χρησιμοποίηση της λέξης επανάσταση, χωρίς να δίνεται σ' αυτή το αληθινό της περιεχόμενο. Οταν ο ίδιος μιλούσε για επανάσταση, πίστευε πραγματικά σ' αυτήν, εξέταζε πραγματικά όλα τα ζητήματα και όλα τα μέτρα τακτικής όχι μόνο από την άποψη των συμφερόντων της στιγμής, μα και από την άποψη των θεμελιακών συμφερόντων όλης της επανάστασης. Ο Λίμπκνεχτ, όπως και οι Ρώσοι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες, έτυχε να δοκιμάσει τα δύσκολα περάσματα από την άμεση επαναστατική πάλη στο άθλιο, απαίσιο, αισχρό μαυροεκατονταρχίτικο σύνταγμα. Ο Λίμπκνεχτ ήξερε να προσαρμόζεται στα δύσκολα αυτά περάσματα, ήξερε να δουλεύει για το προλεταριάτο σε κάθε λογής συνθήκες, ακόμη και στις χειρότερες. Μα στις περιπτώσεις αυτές δεν πανηγύριζε, επειδή περνούσε από την πάλη ενάντια στο αισχρό σύνταγμα στη δουλειά μέσα στις συνθήκες του συντάγματος αυτού, δεν ειρωνευόταν εκείνους που έκαναν το παν για να μην επιτρέψουν να δει το φως ένα τέτοιο «σύνταγμα». Ο Λίμπκνεχτ δε θεωρούσε «σύνεση» το να δώσει το γρηγορότερο μια κλοτσιά στην επανάσταση που πέφτει (έστω και αν πέφτει προσωρινά), για να προσαρμοστεί το συντομότερο σ' ένα κουτσοσύνταγμα. Οχι, ο παλαίμαχος της επανάστασης θεωρούσε «σύνεση» ενός αρχηγού του προλεταριάτου το να περάσει τελευταίος απ' όλους τους μικρόψυχους και δειλούς αστούς στην πολιτική της «προσαρμογής» σε εκείνο που γεννιέται από τις προσωρινές ήττες της επανάστασης. «Η πρακτική πολιτική - λέει ο Λίμπκνεχτ - μας υποχρέωνε να προσαρμοζόμαστε στους θεσμούς της κοινωνίας στην οποία ζούμε: Μα κάθε νέο βήμα στο δρόμο της προσαρμογής στο σημερινό κοινωνικό καθεστώς το κάναμε με κόπο και γινόταν μόνο με μεγάλη σύνεση. Αυτό προκαλούσε αρκετές ειρωνείες από διάφορες πλευρές. Εκείνος όμως που φοβάται να βαδίσει σ' αυτήν την κατωφέρεια, είναι πάντως πιο σίγουρος σύντροφος από εκείνον που ειρωνεύεται τη σύνεσή μας».
Μην ξεχνάτε τα χρυσά αυτά λόγια, σύντροφοι εργάτες, που μποϊκοτάρατε τη Δούμα του Βίτε. Να θυμάστε πιο συχνά τα λόγια αυτά, όταν οι αξιοθρήνητοι σχολαστικοί θα ειρωνεύονται μπροστά σας την αποχή από τη Δούμα, ξεχνώντας ότι κάτω από τη σημαία της αποχής από τη Δούμα του Μπουλίγκιν άναψε το πρώτο (και μέχρι τώρα το μοναδικό, αλλά είμαστε βέβαιοι όχι και το τελευταίο) λαϊκό κίνημα ενάντια σε παρόμοιους θεσμούς. Ας υπερηφανεύονται οι προδότες καντέτοι ότι αυτοί νωρίτερα απ' όλους συγκατατέθηκαν να συρθούν με την κοιλιά και να προσκυνήσουν τους νόμους της αντεπανάστασης. Το συνειδητό προλεταριάτο θα είναι υπερήφανο που περισσότερο απ' όλους υπεράσπιζε τις θέσεις του, κρατώντας ψηλά τη σημαία και βάδιζε σε ανοιχτή μάχη, θα είναι υπερήφανο που έπεφτε μονάχα κάτω από τα βαριά χτυπήματα στη μάχη, που περισσότερο απ' όλους προσπαθούσε και καλούσε το λαό να ξεσηκωθεί ακόμη μια φορά, να ριχτεί μαζικά και να πνίξει τον εχθρό!
* * *
Τέλος, ας περάσουμε στο τρίτο και τελευταίο από τα ζητήματα που σημειώσαμε. Δε ζημιώνουν άραγε οι εκλογικές συμφωνίες αυτό που μας είναι ιδιαίτερα πολύτιμο: Την «καθαρότητα των αρχών» του σοσιαλδημοκρατισμού; Αλίμονο! Στο ερώτημα αυτό η ρωσική πολιτική πραγματικότητα έδωσε ήδη την απάντησή της, απάντηση με γεγονότα, που κάνουν τους συνειδητούς εργάτες να κοκκινίζουν από ντροπή.
Οι μενσεβίκοι διαβεβαίωναν στις αποφάσεις τους, ορκίζονταν σε θεούς και δαίμονες στις συνελεύσεις, ότι κάνουν συμφωνίες μόνο σε τεχνικά ζητήματα, ότι συνεχίζουν την ιδεολογική πάλη ενάντια στους καντέτους, ότι με κανέναν τρόπο, σε καμιά περίπτωση δε θα υποχωρήσουν ούτε και στο ελάχιστο από τη σοσιαλδημοκρατική θέση τους, από τα καθαρά προλεταριακά συνθήματά τους.
Και τι έγινε; Δεν είναι κανείς άλλος παρά ο Πλεχάνοφ εκείνος που πήγε στον προθάλαμο των καντέτικων εφημερίδων, για να προσφέρει στο λαό το «μέσο» σύνθημα, ούτε καντέτικο, ούτε σοσιαλδημοκρατικό, που όλους ευχαριστεί και κανέναν δεν αδικεί: «Κυρίαρχη Δούμα». Δεν έχει σημασία ότι το σύνθημα αυτό εξαπατά ανοιχτά το λαό, του ρίχνει στάχτη στα μάτια, φτάνει μόνο να επιτευχθεί συμφωνία με τους φιλελεύθερους τσιφλικάδες! Οι καντέτοι όμως έδιωξαν περιφρονητικά τον Πλεχάνοφ, οι σοσιαλδημοκράτες του γύρισαν τις πλάτες, άλλοι σαστισμένοι και άλλοι με αγανάκτηση. Εμεινε τώρα μόνος και χύνει το δηλητήριό του, βρίζοντας τους μπολσεβίκους για «μπλανκισμό», τους δημοσιολόγους της «Τοβάριστς» για «έλλειψη σεμνότητας», τους μενσεβίκους για έλλειψη διπλωματικότητας, βρίζοντας τους πάντες εκτός από τον εαυτό του! Τον καημένο τον Πλεχάνοφ, πόσο σκληρά δικαιώθηκαν στο πρόσωπό του τα καθαρά και ξάστερα, τα περήφανα και κοφτά λόγια του Λίμπκνεχτ για τη ζημιά που προξενούν στα ζητήματα αρχών οι συμφωνίες!
Κι ο «σύντροφος» Βασίλιεφ (που αγνάντευε κι αυτός την επανάσταση από την ελβετική κουζίνα) πρότεινε στην «Τοβάριστς» (17 του Δεκέμβρη), επικαλούμενος απευθείας τον Πλεχάνοφ, να διαλυθεί απλούστατα το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και προσωρινά - μόνο προσωρινά! - να συγχωνευθεί με τους φιλελεύθερους. Ναι, δεν τόνιζε άδικα ο Λίμπκνεχτ ότι και στο δικό τους κόμμα είναι ζήτημα αν ήθελε κανείς την παρέκκλιση «από τις κομματικές αρχές». Το ζήτημα δεν είναι τι θέλει κανείς, αλλά πού οδηγεί το κόμμα η δύναμη των πραγμάτων από μια λαθεμένη ενέργεια. Κι ο Πλεχάνοφ είχε τις πιο καλές προθέσεις: Μονιασμένοι και αγαπημένοι με τους καντέτους ενάντια στο μαυροεκατονταρχίτικο κίνδυνο, μα βγήκε μόνο αίσχος και ντροπή για τη σοσιαλδημοκρατία.
Σύντροφοι εργάτες, διαβάζετε πιο προσεκτικά την μπροσούρα του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ και ελέγχετε αυστηρότερα εκείνους που σας συνιστούν τις καταστροφικές για το προλεταριάτο και για την υπόθεση της ελευθερίας συμφωνίες με τους καντέτους!
Δεκέμβρης του 1906
Ν. Λένιν
Δημοσιεύτηκε το 1907 στην μπροσούρα που εκδόθηκε στην Πετρούπολη από το εκδοτικό «Νόβαγια ντούμα»
Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο της μπροσούρας
«ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ
Η αντιπαραβολή των εκλογών για τη Συντακτική Συνέλευση του Νοέμβρη 1917 και της ανάπτυξης της προλεταριακής επανάστασης στη Ρωσία από τον Οχτώβρη του 1917 ως το Δεκέμβρη του 1919 μας δίνει τη δυνατότητα να βγάλουμε συμπεράσματα σχετικά με τον αστικό κοινοβουλευτισμό και την προλεταριακή επανάσταση κάθε καπιταλιστικής χώρας. Θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε σύντομα ή, τουλάχιστο, να σημειώσουμε τα κυριότερα από τα συμπεράσματα αυτά.
1. Το καθολικό εκλογικό δικαίωμα αποτελεί δείκτη της ωριμότητας των διαφόρων τάξεων στην κατανόηση των καθηκόντων τους. Δείχνει πώς σκέπτονται οι διάφορες τάξεις να λύσουν τα προβλήματά τους. Η ίδια η επίλυση των προβλημάτων αυτών δεν κατορθώνεται με τις ψηφοφορίες, αλλά με όλες τις μορφές της ταξικής πάλης μέχρι και τον εμφύλιο πόλεμο.
2. Οι σοσιαλιστές και οι σοσιαλδημοκράτες της II Διεθνούς ακολουθούν την άποψη της χυδαίας μικροαστικής δημοκρατίας, συμμεριζόμενοι την πρόληψή της ότι τάχα η ψηφοφορία μπορεί να λύσει τα θεμελιακά ζητήματα της πάλης των τάξεων.
3. Η συμμετοχή στον αστικό κοινοβουλευτισμό είναι απαραίτητη στο κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου για τη διαφώτιση των μαζών, που κατορθώνεται με τις εκλογές και την πάλη των κομμάτων στη Βουλή. Να περιορίζει όμως κανείς την πάλη των τάξεων στην πάλη μέσα στη Βουλή ή να θεωρεί την πάλη μέσα στη Βουλή σαν την ανώτατη, την αποφασιστική, στην οποία υποτάσσονται οι άλλες μορφές πάλης, σημαίνει να περνά στην πραγματικότητα με το μέρος της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο.
4. Ενα τέτοιο πέρασμα με το μέρος της αστικής τάξης κάνουν στην πραγματικότητα οι εκπρόσωποι και οι οπαδοί της II Διεθνούς και όλοι οι ηγέτες της λεγόμενης «ανεξάρτητης» γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, όταν, αναγνωρίζοντας στα λόγια τη δικτατορία του προλεταριάτου, υποβάλλουν στην πράξη με την προπαγάνδα τους στο προλεταριάτο την ιδέα ότι πρέπει πρώτα να κερδίσει την επίσημη έκφραση της θέλησης της πλειοψηφίας του πληθυσμού στις συνθήκες του καπιταλισμού (δηλ. την πλειοψηφία των ψήφων στην αστική Βουλή) για να γίνει μετά το πέρασμα της πολιτικής εξουσίας στο προλεταριάτο.
Ολες οι κραυγές των Γερμανών «ανεξάρτητων» σοσιαλδημοκρατών και των άλλων ηγετών του σάπιου σοσιαλισμού ενάντια στη «δικτατορία της μειοψηφίας» και τα παρόμοια, κραυγές που έχουν αυτήν την αφετηρία, δείχνουν απλώς την ανικανότητα αυτών των ηγετών να καταλάβουν τη δικτατορία της αστικής τάξης, που στην πραγματικότητα κυριαρχεί ακόμη και στις πιο δημοκρατικές αστικές δημοκρατίες, και την ανικανότητα να καταλάβουν τους όρους της συντριβής της με την ταξική πάλη του προλεταριάτου.
5. Η ανικανότητα αυτή βρίσκεται κυρίως στα παρακάτω: ξεχνούν πως τα αστικά κόμματα κυριαρχούν σε τεράστιο βαθμό χάρη στο ότι εξαπατούν τις μάζες του πληθυσμού, χάρη στην καταπίεση του κεφαλαίου. Σ' αυτό προστίθεται ακόμη η αυταπάτη σχετικά με την ουσία του καπιταλισμού, αυταπάτη που είναι χαρακτηριστική κυρίως για τα μικροαστικά κόμματα, που συνήθως θέλουν να αντικαταστήσουν την ταξική πάλη με λίγο ή πολύ καλυμμένες μορφές συμφιλίωσης των τάξεων.
«Ας εκδηλωθεί πρώτα η πλειοψηφία του πληθυσμού σε συνθήκες διατήρησης της ατομικής ιδιοκτησίας, δηλ. σε συνθήκες διατήρησης της εξουσίας και καταπίεσης του κεφαλαίου, υπέρ του κόμματος του προλεταριάτου - μόνο τότε το κόμμα αυτό μπορεί και πρέπει να πάρει την εξουσία» - έτσι λένε οι μικροαστοί δημοκράτες, οι πραγματικοί υπηρέτες της αστικής τάξης, που αυτοκαλούνται «σοσιαλιστές».
«Ας ανατρέψει πρώτα το επαναστατικό προλεταριάτο την αστική τάξη, ας τσακίσει το ζυγό του κεφαλαίου, ας συντρίψει τον αστικό κρατικό μηχανισμό - τότε το προλεταριάτο που κέρδισε τη νίκη θα μπορέσει να κατακτήσει γρήγορα τη συμπάθεια και την υποστήριξη της πλειοψηφίας των εργαζόμενων μη προλεταριακών μαζών, ικανοποιώντας τα αιτήματά τους σε βάρος των εκμεταλλευτών» - λέμε εμείς. Το αντίθετο θα είναι στην ιστορία μια σπάνια εξαίρεση (αλλά και σε μια τέτοια εξαίρεση η αστική τάξη μπορεί να καταφύγει στον εμφύλιο πόλεμο, όπως έδειξε το παράδειγμα της Φινλανδίας).
6. Είτε με άλλα λόγια: «Πρώτα θα αναλάβουμε την υποχρέωση να αναγνωρίσουμε την αρχή της ισότητας ή της συνεπούς δημοκρατίας σε συνθήκες διατήρησης της ατομικής ιδιοκτησίας και του ζυγού του κεφαλαίου (δηλ. της ουσιαστικής ανισότητας σε συνθήκες τυπικής ισότητας) και πάνω σ' αυτή τη βάση θα επιδιώκουμε την απόφαση της πλειοψηφίας» - έτσι λέει η αστική τάξη και τα φερέφωνά της, οι μικροαστοί δημοκράτες, που αυτοκαλούνται σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες.
«Πρώτα η ταξική πάλη του προλεταριάτου γκρεμίζει, κατακτώντας την κρατική εξουσία, τα βάθρα και τις βάσεις της ουσιαστικής ανισότητας, κι έπειτα το προλεταριάτο που νίκησε τους εκμεταλλευτές παίρνει με το μέρος του όλες τις εργαζόμενες μάζες και τις οδηγεί προς την εξάλειψη των τάξεων, δηλ. προς τη μοναδικά - σοσιαλιστική ισότητα που δεν είναι απάτη» - λέμε εμείς.
7. Σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, παράλληλα με το προλεταριάτο ή με το τμήμα εκείνο του προλεταριάτου που κατανόησε τα επαναστατικά του καθήκοντα και είναι ικανό να παλέψει για την πραγματοποίησή τους, υπάρχουν πολυάριθμα μη συνειδητά προλεταριακά, μισοπρολεταριακά, μισομικροαστικά στρώματα των εργαζόμενων μαζών, που ακολουθούν την αστική τάξη και την αστική δημοκρατία (καθώς και τους σοσιαλιστές της II Διεθνούς), εξαπατημένα απ' αυτή, μην πιστεύοντας στις δυνάμεις τους ή στις δυνάμεις του προλεταριάτου, μην κατανοώντας τη δυνατότητα ικανοποίησης των ζωτικών αναγκών τους σε βάρος της απαλλοτρίωσης των εκμεταλλευτών.
Τα στρώματα αυτά των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων προμηθεύουν στην πρωτοπορία του προλεταριάτου συμμάχους, που μαζί μ' αυτά το προλεταριάτο αποκτά τη σταθερή πλειοψηφία του πληθυσμού. Το προλεταριάτο όμως μπορεί να κατακτήσει αυτούς τους συμμάχους μόνο με τη βοήθεια ενός οργάνου, όπως είναι η κρατική εξουσία, δηλ. μόνο ύστερα από την ανατροπή της αστικής τάξης και τη συντριβή του κρατικού μηχανισμού της.
8. Η δύναμη του προλεταριάτου σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη απ' ό,τι το ποσοστό του προλεταριάτου στο σύνολο του πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει, γιατί το προλεταριάτο κυριαρχεί οικονομικά στα κέντρα και στα νευραλγικά σημεία ολόκληρου του οικονομικού συστήματος του καπιταλισμού, και γιατί το προλεταριάτο, οικονομικά και πολιτικά, εκφράζει τα πραγματικά συμφέροντα της τεράστιας πλειοψηφίας των εργαζομένων στον καπιταλισμό.
Γι' αυτό το προλεταριάτο, ακόμη και όταν αποτελεί τη μειοψηφία του πληθυσμού (ή όταν η συνειδητή και η πραγματικά επαναστατική πρωτοπορία του προλεταριάτου αποτελεί τη μειοψηφία του πληθυσμού), είναι ικανό και να ανατρέψει την αστική τάξη και να τραβήξει ύστερα με το μέρος του πολλούς συμμάχους μέσα από τις μάζες εκείνες των μισοπρολεταρίων και των μικροαστών που ποτέ δεν θα ταχθούν προκαταβολικά υπέρ της κυριαρχίας του προλεταριάτου, δεν θα κατανοήσουν τους όρους και τα καθήκοντα αυτής της κυριαρχίας και μόνο από την παραπέρα πείρα τους θα πειστούν για το αναπόφευκτο, την ορθότητα, το νομοτελειακό χαρακτήρα της προλεταριακής δικτατορίας.
9. Τέλος, σε κάθε καπιταλιστική χώρα υπάρχουν πάντα πολύ πλατιά στρώματα μικροαστών, που αναπόφευκτα ταλαντεύονται ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία. Το προλεταριάτο για να νικήσει πρέπει, πρώτο, να διαλέξει σωστά τη στιγμή της αποφασιστικής επίθεσης ενάντια στην αστική τάξη, παίρνοντας υπόψη, ανάμεσα στ' άλλα, τη διάσπαση που υπάρχει ανάμεσα στην αστική τάξη και στους μικροαστούς συμμάχους της ή την αστάθεια της συμμαχίας τους κ.τ.λ. Το προλεταριάτο, δεύτερο, πρέπει ύστερα από τη νίκη του να εκμεταλλευτεί αυτές τις ταλαντεύσεις της μικροαστικής τάξης έτσι που να την ουδετεροποιήσει, να την εμποδίσει να πάει με το μέρος των εκμεταλλευτών, να ξέρει να κρατηθεί ορισμένο διάστημα παρά τις ταλαντεύσεις της και τα λοιπά και τα παρόμοια.
10. Ενας από τους απαραίτητους όρους προετοιμασίας του προλεταριάτου για τη νίκη του είναι η μακρόχρονη και επίμονη, αμείλικτη πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, στο ρεφορμισμό, στο σοσιαλσοβινισμό και στις παρόμοιες αστικές επιδράσεις και ρεύματα που είναι αναπόφευκτα, εφόσον το προλεταριάτο δρα μέσα σε καπιταλιστικό περιβάλλον. Δίχως αυτή την πάλη, δίχως την προκαταρκτική πλήρη νίκη κατά του οπορτουνισμού μέσα στο εργατικό κίνημα, δεν μπορεί ούτε λόγος να γίνει για δικτατορία του προλεταριάτου. Ο μπολσεβικισμός δεν θα νικούσε την αστική τάξη στα 1917 - 1919, αν δεν είχε μάθει προηγούμενα στα 1903 - 1917 να νικά και να διώχνει αμείλικτα από το κόμμα της προλεταριακής πρωτοπορίας τους μενσεβίκους, δηλ. τους οπορτουνιστές, τους ρεφορμιστές, τους σοσιαλσοβινιστές.
Και αποτελεί τώρα πολύ επικίνδυνη αυταπάτη - και κάποτε καθαρή εξαπάτηση των εργατών - η αναγνώριση στα λόγια της δικτατορίας του προλεταριάτου από τους ηγέτες των Γερμανών «ανεξάρτητων» ή των Γάλλων λονγκετιστών κτλ., που στην πραγματικότητα συνεχίζουν την παλιά, τη συνηθισμένη πολιτική των παραχωρήσεων και των μικροπαραχωρήσεων στον οπορτουνισμό, του συμβιβασμού μ' αυτόν, της δουλοπρέπειας απέναντι στις προκαταλήψεις της αστικής δημοκρατίας (της «συνεπούς δημοκρατίας» ή της «καθαρής δημοκρατίας» όπως λένε), του αστικού κοινοβουλευτισμού και τα λοιπά.
16. XII. 1919.
Δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη του 1919 στο περιοδικό «Κομμουνιστίτσεσκι Ιντερνατσιονάλ», τεύχ. 7 - 8
Υπογραφή: Ν. Λένιν
Δημοσιεύεται σύμφωνα με το χειρόγραφο, που παραβλήθηκε με το κείμενο του περιοδικού.

1 σχόλιο:

  1. Κριτική και κριτική

    Νομίζω ότι ο «Ρ» αδικεί τον εαυτό του και τη διαλεκτική στη πρώτη εκτίμηση του αποσπάσματος από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που λέει «Ουσιαστικά, χωρίς να το λέει, πρότεινε μια κυβέρνηση διαχείρισης σε αστικά πλαίσια, μιλώντας ταυτόχρονα για «ρήξη και ανατροπή της αντιδραστικής επίθεσης του κεφαλαίου» αλλά αυτή η ρήξη έφτανε μέχρι την αναδιανομή «σε βάρος των κερδών του κεφαλαίου» και όχι κατάργησή τους. Αρα άφηνε άθικτη την ιδιοκτησία του κεφαλαίου.»

    Δεν είναι καθόλου έτσι και αυτό διορθώνεται παρακάτω αναιρώντας τη πρώτη εκτίμηση με τη φράση «Άρα απαιτεί ανάλογο συσχετισμό δυνάμεων.»
    Στην πραγματικότητα δεν είναι οι προτάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αφ’ εαυτών «διαχειριστικές» αλλά γίνονται διαχειριστικές κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες ενώ σε άλλες συνθήκες (συσχετισμούς) θα μπορούσαν να είναι το άνοιγμα του δρόμου ανατροπής για αυτό που λέει ότι αφήνει άθικτο, δηλαδή «την ιδιοκτησία του κεφαλαίου»

    Το ίδιο πράγμα ανάλογα με τις συνθήκες μπορεί να μεταβληθεί σε ανάχωμα του συστήματος ή εφαλτήριο για την εργατική τάξη.

    Στο πρόγραμμα του ΚΚΕ διαβάζουμε όχι μόνο αυτά που περιέχει το απόσπασμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και πολύ πιο... «ρεφορμιστικά» πράγματα από αυτά. Είναι όμως ρεφορμιστικά; Να τι λέει:
    «Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΥΨΕΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΝΤΙΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα.

    Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού, ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο, στην εξάρτηση και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης.

    ΤΟ ΚΚΕ ΕΠΙΔΙΩΚΕΙ ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας.»

    Τι είναι αυτό που το κάνει να μην είναι διαχειριστικό και ρεφορμιστικό. Αυτό που λέει: Ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων που το θέτει σε εφαρμογή και η σύνδεσή του με «την ανάγκη γενικότερης ρήξης». Και μπορεί να το κάνει αυτό ακόμη και «χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα.»

    Συνεπώς η κριτική πρέπει να εστιάζεται στους ταξικούς συσχετισμούς και όχι να λέμε είναι διαχειριστικό εξ ορισμού, ανεξάρτητα από αυτούς τους συσχετισμούς.

    Η παρατήρηση γίνεται γιατί πολλοί φίλοι του ΚΚΕ αντί να πιάνουν την ουσία τέτοιων κριτικών, πιάνουν την επιφάνεια και δεν μπορούν να απαντήσουν όταν ο άλλος τους λέει ότι το πρόγραμμα του ΚΚΕ περιέχει σωρεία «διαχειριστικών» και… «ρεφορμιστικών» προτάσεων για το μεροκάματο, της ΣΣΕ, τις τράπεζες, τους μικρομεσαίους κλπ, κλπ που ολοφάνερα δεν θέτουν το ζήτημα της «ιδιοκτησίας του κεφαλαίου» αλλά αποτελούν περιεχόμενο πάλης και περιεχόμενο των πρώτων μέτρων μια αντιμονοπωλιακής κυβέρνησης που ανοίγει αυτόν το δρόμο. Όταν όμως τα ίδια πράγματα είναι πχ στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ ο ρόλος τους αντιστρέφεται και μπαίνουν στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης.

    Η ποιοτική διαφορά είναι στο ποια τάξη τα εφαρμόζει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

TOP READ