13 Αυγ 2012

Ερευνες για λιγότερο επικίνδυνα αναισθητικά


Ερευνες για λιγότερο επικίνδυνα αναισθητικά
Περίπου ένας με δύο στους 1.000 ασθενείς που εγχειρίζονται με γενική αναισθησία αναφέρουν ότι ξύπνησαν για λίγο κατά τη διάρκεια της εγχείρησης, αν και δεν ένιωσαν πόνο ή απόγνωση. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει τη μια πλευρά των αδυναμιών των αναισθητικών ουσιών που χρησιμοποιούνται. Η άλλη πλευρά είναι οι κίνδυνοι μακρόχρονων προβλημάτων στο νευρικό σύστημα, ακόμα και θανάτου, εξαιτίας της γενικής επίδρασης και της ισχύος των σύγχρονων αναισθητικών. Η επιστημονική κατανόηση του τρόπου επίδρασης των αναισθητικών και η έρευνα για τη βελτίωσή τους έχει μείνει πίσω σε σχέση με άλλους τομείς της φαρμακολογίας, με αποτέλεσμα η δουλιά του αναισθησιολόγου να είναι πιο περίπλοκη απ' ό,τι θα 'πρεπε και η κατάσταση του ασθενούς σε νάρκωση σε μια ευαίσθητη ισορροπία.
Πολλά από τα σύγχρονα αναισθητικά έχουν κοινά δομικά χαρακτηριστικά με τον αιθέρα, που πρωτοχρησιμοποιήθηκε ως αναισθητικό το 1846. Οι περισσότερες πρόοδοι από την εποχή εκείνη αφορούν κυρίως την ανάπτυξη πιο σύνθετων και εξειδικευμένων συστημάτων μεταφοράς του αναισθητικού στον οργανισμό του ασθενή και στις στρατηγικές για τη διαχείριση των κινδύνων και των παρενεργειών της αναισθησίας.
Μικρά τα περιθώρια σφάλματος
Τα σημερινά αναισθητικά είναι τα πιο ισχυρά κατασταλτικά του νευρικού συστήματος που χρησιμοποιούνται στην ιατρική. Φτάνουν να επηρεάζουν ακόμα και τα ρυθμιστικά κέντρα της αναπνοής και της καρδιάς. Αποτέλεσμα είναι τα περιθώρια σφάλματος να είναι μικρά, δηλαδή η θεραπευτική δόση και η δόση που είναι τοξική, ακόμα και θανατηφόρα να μην απέχουν πολύ. Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να παίρνουν μικρότερη δόση αναισθητικών τραυματίες ή εγχειριζόμενοι ασθενείς των οποίων η αναπνευστική ή καρδιαγγειακή λειτουργία είναι ήδη ασταθής. Συνέπεια της μικρότερης δόσης είναι και αυτά τα «ξυπνήματα» στη μέση της εγχείρησης.
Αν και οι πρόοδοι στη φροντίδα των ανθρώπων που βρίσκονται σε γενική αναισθησία έχουν επιτρέψει πολύπλοκες εγχειρήσεις, όπως οι εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς και μεταμόσχευσης οργάνων, η ισχύς των αναισθητικών τα κάνει πολλές φορές πιο επικίνδυνα από αυτή την ίδια την εγχείρηση. Εδώ και 15 χρόνια, η θνησιμότητα εξαιτίας της αναισθησίας έχει σταθεροποιηθεί σε έναν ασθενή στους 13.000, πράγμα που δείχνει ότι οι αναισθησιολόγοι έχουν φτάσει στα όρια καλής χρήσης των μέσων που διαθέτουν. Σοβαρές παρενέργειες - από απώλεια του ελέγχου των αεραγωγών, μέχρι απώλεια μνήμης και νοητικής ικανότητας - είναι συχνά το αποτέλεσμα της ευρείας, αλλά ελάχιστα κατανοημένης επίδρασης που ασκούν τα σύγχρονα αναισθητικά στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Πρόσφατες έρευνες αρχίζουν να αλλάζουν την εικόνα αυτή και να δείχνουν τα περιθώρια που έχει η επιστήμη να βελτιώσει τα πράγματα στον τομέα της γενικής αναισθησίας.
Τα χαρακτηριστικά της αναισθησίας
Ολα τα σημερινά αναισθητικά αναπτύχθηκαν εμπειρικά, δηλαδή μετά από δοκιμές για να διαπιστωθεί η ικανότητά τους να επιφέρουν την κατάσταση αναισθησίας, δηλαδή καταστολή, ύπνωση, ακινησία, αναλγησία και μη διατήρηση αναμνήσεων από την περίοδο της αναισθησίας. Μελετώντας τους μηχανισμούς, μέσω των οποίων τα αναισθητικά πετυχαίνουν αυτές τις επιμέρους πλευρές της αναισθησίας, οι ερευνητές αρχίζουν να ξεχωρίζουν τις επιμέρους επιδράσεις των ουσιών. Οι έρευνες αυτές αποκαλύπτουν ότι η δράση αυτών των ισχυρών φαρμάκων περιλαμβάνει έντονα επιλεκτικές αλληλεπιδράσεις με κατηγορίες νευρικών κυττάρων, έτσι ώστε να προκληθεί η κάθε μία από τις ιδιότητες της αναισθησίας.
Οπλισμένοι με αυτή τη γνώση, οι επιστήμονες θα μπορέσουν τελικά να ξεφύγουν από την εποχή του αιθέρα και να αναπτύξουν μια νέα γενιά εξειδικευμένων φαρμάκων που θα μπορούν να συνδυάζονται ώστε να επιφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, χωρίς τους σημερινούς κινδύνους. Θετική παράπλευρη επίπτωση της έρευνας αυτής είναι ο εντοπισμός τρόπων βελτίωσης θεραπειών, όπως τα ηρεμιστικά και τα υπνωτικά, που μοιράζονται μερικούς από τους μηχανισμούς της αναισθησίας.
Ο μηχανισμός της επίδρασης των αναισθητικών
Τα αναισθητικά ανήκουν σε δύο κύριες κατηγορίες, ανάλογα με το αν είναι εισπνεόμενα ή χορηγούμενα ενδοφλεβίως. Φαίνεται να οδηγούν σε ένα βαθύ ύπνο, αλλά ο ορθότερος χαρακτηρισμός της κατάστασης που επιφέρουν είναι φαρμακολογικό κώμα. Για τη μελέτη της επίδρασής τους χρησιμοποιούνται οι τεχνικές της μαγνητικής τομογραφίας (MRI) και της τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων (PET). Με αυτές εντοπίστηκαν οι διακριτές περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τα επιμέρους χαρακτηριστικά της αναισθησίας. Για παράδειγμα, η ακινησία οφείλεται στην αναισθητική επίδραση στο νωτιαίο μυελό, ενώ η αμνησία της περιόδου της αναισθησίας οφείλεται στην επίδραση στον ιππόκαμπο του εγκεφάλου, την περιοχή βαθιά στο εσωτερικό του, που σχετίζεται με τη δημιουργία αναμνήσεων. Η μετεγχειρητική χρόνια βλάβη της μνήμης, ίσως να είναι επίσης αποτέλεσμα της επίδρασης των φαρμάκων στον ιππόκαμπο.
Στη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του 20ού αιώνα, τα αναισθητικά θεωρούνταν ότι λειτουργούν διακόπτοντας τη λειτουργία ορισμένων λιπιδίων των κυτταρικών μεμβρανών. Τα περισσότερα αναισθητικά είναι ιδιαίτερα λιποδιαλυτές ουσίες, με πολύ διαφορετικές μεταξύ τους χημικές υπογραφές. Αλλα είναι αδρανή αέρια και άλλα σύνθετα στεροειδή. Η μεγάλη φυσική και χημική τους διαφοροποίηση υποστήριζε την ιδέα ότι πρέπει να λειτουργούν με μη εξειδικευμένο τρόπο για την καταστολή της νευρωνικής λειτουργίας. Ωστόσο, η σύγχρονη έρευνα έδειξε ότι τα αναισθητικά στην πραγματικότητα αλληλεπιδρούν με πολλές παραλλαγές ειδικών πρωτεϊνών, που ονομάζονται υποδοχείς και βρίσκονται στην επιφάνεια των νευρικών κυττάρων. Διαφορετικά είδη υποδοχέων είναι διαδεδομένα στις διάφορες περιοχές του κεντρικού νευρικού συστήματος. Η παρουσία συγκεκριμένων υποδοχέων σε ορισμένες μόνο υποκατηγορίες νευρικών κυττάρων καθορίζει ποια κύτταρα επηρεάζονται από κάθε αναισθητικό.
Οι σύγχρονες μελέτες εστιάζουν στον εντοπισμό των παραλλαγών υποδοχέων που είναι στόχοι των υπαρχόντων αναισθητικών, ώστε να γίνει κατανοητός ο τρόπος αλληλεπίδρασης των φαρμάκων με τους υποδοχείς, που αλλάζει τη λειτουργία των κυττάρων και πώς αυτές οι αλλαγές προκαλούν ταυτόχρονα τα επιθυμητά και τα ανεπιθύμητα «συμπτώματα» της αναισθησίας.

Επιμέλεια:
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγή: «Scientific American»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ