6 Νοε 2012

Πριν και μετά την απεργία


Πριν και μετά την απεργία 

Αυτή η ανάρτηση θα μπορούσε να γίνει αμέσως μετά την απεργία, σχετικά με την επόμενη μέρα του κινήματος, αλλά προτιμώ να μπει από σήμερα για να τεθούν μερικά ζητήματα, ειδικά εν όψει του διημέρου, αλλά και γενικά για την κινηματική συγκυρία και τους επόμενους μήνες.


του πάνου ζάχαρη

Ας ξεκινήσουμε με μια βασική διαπίστωση, που είναι πιστεύω κοινή παραδοχή. Πέρυσι το κίνημα, μετά την κορύφωση στις 12 φλεβάρη, με την ψήφιση του δεύτερου μνημονίου από την κυβέρνηση παπαδήμου, καθηλώθηκε και έκανε βήματα προς τα πίσω περιμένοντας τη λύση από τις εκλογές του μαΐου. Τελικά απογοητεύτηκε από το αποτέλεσμα, έπεσε σε θερινή χειμερία νάρκη, και μόλις τον περασμένο μήνα άρχισε να μετράει ξανά κάποια βήματα.

Οφείλουμε βεβαίως να προβληματιστούμε για τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξαν προς αυτήν την κατεύθυνση οι παρακρατικοί μηχανισμοί και για μια επαναλαμβανόμενη σύμπτωση που έπαψε προ πολλού να είναι τέτοια.
Στις πέντε μάη η προβοκάτσια στη μαρφίν έστειλε τον κόσμο σπίτι του και ανέκοψε τη δυναμική ενός ισχυρού κι ανερχόμενου κινήματος, που προερχόταν από δέκα περίπου –ή και διπλάσιες, για τις δυνάμεις του παμε- απεργιακές κινητοποιήσεις. Πέρυσι, τον οκτώβρη του 11’, που η κυβέρνηση παπανδρέου κατέρρεε και έδινε την σκυτάλη στον τεχνοκράτη παπαδήμο, είχαμε την δολοφονική επίθεση των παρακρατικών σε μπλοκ διαδηλωτών (και τις δύο μέρες, για όσους το έχουν ξεχάσει κι επιχειρούν να το παρουσιάσουν ως «κόντρα κνατ-μπάχαλων») και το θάνατο του κοτζαρίδη που έφερε εύλογα παγωμάρα στις τάξεις του κινήματος. Και η τριλογία ολοκληρώθηκε τον περασμένο φλεβάρη, που ο κόσμος κατέβηκε μαζικά στο σύνταγμα και την ομόνοια, κι είχαμε την πυρπόληση των νεοκλασικών κτιρίων στη σταδίου και τους γύρω δρόμους.
Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα της ανάρτησης.

Όπως φαίνεται, η συγκυβέρνηση δυσκολεύεται να περάσει τα μέτρα κι αντιμετωπίζει εσωτερικούς τριγμούς, ήδη από τους πρώτους μήνες της λειτουργίας της και στην πρώτη σημαντική δοκιμασία που είχε μπροστά της. Με βάση τις προηγούμενες εμπειρίες ωστόσο, το ορατό ενδεχόμενο το οποίο διαγράφεται ως προοπτική και πρέπει πάση θυσία να αποτραπεί είναι το εξής: α. να περάσουνε τα μέτρα από τη βουλή, παρά την φθορά του τρικομματικού λόχου και τις απώλειες του κυβερνητικού μετώπου. β. να κατέβει μαζικά ο κόσμος στους δρόμους αλλά να απογοητευτεί και να γυρίσει σπίτι του περιμένοντας τον επόμενο γύρο. Την επόμενη δόση του δανείου, τα επόμενα τελευταία μέτρα, την επόμενη απεργία, το επόμενο αυθόρμητο ξέσπασμα, ή τον επόμενο επίδοξο σωτήρα.

Και αυτός, για να μην κρυβόμαστε μεταξύ μας, είναι ο σύριζα. Που εκμεταλλεύεται αριστοτεχνικά το εξής απλό και –επίσης- κοινώς αποδεκτό. Ότι το κίνημα και οι αγώνες που αναπτύχθηκαν αυτό το διάστημα δε φτάνουν από μόνοι τους, είναι ανεπαρκή. Πρέπει να βαθύνουν τα χαρακτηριστικά τους, να αποκτήσουν δηλ πολιτική στόχευση. Μ’ άλλα λόγια ο οικονομικός αγώνας πρέπει να γίνει πολιτικός και όλα τα σφυριά της ταξικής πάλης να βαράνε σ’ αυτήν την κατεύθυνση: το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας. Δεν υπάρχουν σήμερα οι όροι για να τεθεί από τη δυναμική των πραμάτων τέτοιο ζήτημα στην ημερήσια διάταξη. Αλλά αυτός είναι ο στόχος που πρέπει να επιδιώκουμε, το σημείο προς το οποίο πρέπει να βαδίσουμε.

Αυτά ως προς το στρατηγικό στόχο. Ποιο ήταν –και παραμένει- το αντίστοιχο τακτικό ζητούμενο; Να μην περάσουν τα μέτρα, να παλέψουμε ενάντια στην κατεδάφιση των εργατικών κατακτήσεων που έχουν απομείνει και την εφαρμογή των όρων του μνημονίου, να υπάρχει μια αδύναμη, αστική κυβέρνηση που να έχει δεμένα τα χέρια της και μια βουλή που να δυσκολεύεται σε ένα βαθμό να ασκήσει την τυπική λειτουργία της, ως μηχανισμός παραγωγής κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, για την ομαλή ψήφιση των μέτρων που φέρνει η εκάστοτε κυβέρνηση.

Σε αυτή τη συγκυρία λοιπόν μπήκε ως τακτικό αίτημα πέρσι τον χειμώνα η πτώση της κυβέρνησης κι η άμεση διεξαγωγή εκλογών. Όχι ως ένα είδος φετίχ, που μπαίνει πάντα από τη συνήθεια. Ούτε επειδή μπορεί να δοθεί κάποια λύση στο κοινοβουλευτικό πεδίο. Αλλά ακριβώς ως τακτικό αίτημα, που θα δυσκόλευε τον αντίπαλο, θα τον ανάγκαζε να αναδιπλωθεί και να κάψει τις εφεδρείες του. 

Όπως και έγινε ως ένα βαθμό στις τελευταίες εκλογές. Κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί πέρσι τέτοιο καιρό τον εκλογικό καταποντισμό του δικομματισμού και ιδιαίτερα του πασοκ, που φαίνεται να οδεύει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Δε μιλάμε απλώς για έναν από τους βασικούς πυλώνες του δικομματισμού, αλλά για το μεγάλο σφουγγάρι της μεταπολίτευσης, που απορρόφησε πλήρως σχεδόν το ριζοσπαστισμό των λαϊκών μαζών και του παλιού εαμικού κόσμου και τον ενσωμάτωσε στη γλυκερή αυτ-απάτη της αλλαγής. Που ανέπτυξε ένα πολυπλόκαμο μηχανισμό ενσωμάτωσης, (του οποίου τα κατάλοιπα σήμερα έχουν μείνει προς ώρας ορφανά) που μας έκαναν πολλές φορές να λέμε στον κεμάλ: αυτή η χώρα είναι πασόκ, ποτέ δε θα αλλάξει.

Θα μου πεις βέβαια, από μια άποψη, πως δεν έχει αλλάξει τίποτα και ότι ο σύριζα μετεξελίσσεται ταχέως στο νέο πασοκ. Από μια άλλη άποψη όμως, δεν είναι ακόμα. Ασφαλώς θα χρησιμοποιήσει εκβιαστικά δίπολα (σύριζα ή μνημόνιο) και θα προσπαθήσει να ενεργοποιήσει τα παλιά αντιδεξιά σύνδρομα, ενάντια στη νδ του σαμαρά ή την χρυσή αυγή. Αλλά δεν έχει ακόμα την ίδια δύναμη να εγκλωβίσει τον κόσμο, όπως το έκανε το πασόκ. Όπως είχε πει κι η αλέκα στην συνέντευξή της στο κόντρα τσάνελ: ο κόσμος παλιά έλεγε «είμαι πασόκ», ενώ τώρα λέει «ψήφισα σύριζα». Κι αυτό δεν είναι το ίδιο –όχι ακόμη, τουλάχιστον.

Είναι χαρακτηριστικό παρόλα αυτά ότι αυτό ακριβώς το διάστημα αναπτύχθηκαν δύο αντιφατικές κριτικές προς το κόμμα και την τακτική του, πολλές φορές κι από τα ίδια άτομα ή όμορους χώρους. Αφενός ότι δίνει το κύριο βάρος σε μια κοινοβουλευτική λύση κι όχι στις διεργασίες του κινήματος, και την ενδυνάμωσή του –και ενώ μέχρι τότε η βασική κριτική ήταν πως το κόμμα υποτιμά και δεν υιοθετεί ενδιάμεσους πολιτικούς στόχους, όπως η πτώση της κυβέρνησης. Αφετέρου (η γνωστή και μη εξαιρετέα ιστορία) ότι δε θέλει να κυβερνήσει και πως αρνείται πεισματικά κάθε συμμετοχή σε μια (αριστερή πχ) κυβέρνηση.
Κατά έναν εκπληκτικό τρόπο, έπιασαν τόπο και οι δύο. Αν έχεις βγάλει το τελικό συμπέρασμα για ένα πολιτικό χώρο και απλώς σου λείπουν τα επιχειρήματα, μπορείς να υιοθετήσεις τα πάντα, όσο αντιφατικά κι αν είναι μεταξύ τους.

Η σύγχυση αυτή είναι αποκαλυπτική για το πώς εννοούν τον όρο τακτική ευελιξία κάποιοι χώροι που καταλογίζουν στο κουκουέ την ταύτιση τακτικής-στρατηγικής και την έλλειψη μεταβατικών πολιτικών  αιτημάτων. Αφενός μοιάζουν να τάσσονται από θέση αρχής ενάντια στις διαδικασίες του κοινοβουλίου, που υποβαθμίζουν τις αντίστοιχες κινηματικές. Αφετέρου φαίνεται να θεωρούν την κυβέρνηση ως αίτημα-κρίκο, στιγμή του επαναστατικού προτσές (κι όχι απλό ενδεχόμενο) που πρέπει υποχρεωτικά να διαβούμε, και πάλι από θέση (προγραμματικής) αρχής. Η τακτική ευελιξία πάει περίπατο κι οι ενδιάμεσοι στόχοι (κυβέρνηση, μεταβατικά αιτήματα γύρω από το νόμισμα και το χρέος) θεωρούνται α. υποχρεωτικά και β. στρατηγικής σημασίας.

Τη σύγχυση αυτή αξιοποιεί στο έπακρο ο κύρος εκφραστής του οπορτουνισμού που μετεξελίσσεται ραγδαία σε βασικό στήριγμα της αστικής εξουσίας, για να βρεθεί στον κυβερνητικό θώκο. Εφόσον η λύση πρέπει να ‘ναι πολιτική κι είναι μια μετωπική κυβέρνηση, που θα ανακουφίσει τον λαό από τις συνέπειες της κρίσης, ο σύριζα προβάλλει αυτονόητα ως η πλέον κατάλληλη λύση.

Κι αφού η λύση περνά μέσα από μια κυβερνητική στιγμή, στο δρόμο προς την επανάσταση (και τη δευτέρα παρουσία για να μην ξεχνιόμαστε) ο κόσμος συμπεραίνει ότι η πολιτικοποίηση του αγώνα του σημαίνει να αλλάξει η μνημονιακή κυβέρνηση, για να ‘ρθει στη θέση της ο σύριζα. Και ακόμα χειρότερα: αφού η λύση είναι πολιτική, δεν χρειάζονται οι δικοί του αγώνες (που θα γίνουν σε μια πορεία πολιτικοί και θα στοχεύουν στην εξουσία) αλλά ένας αγώνας φθοράς της κυβέρνησης, για να βγει ο σύριζα που θα ακυρώσει το μνημόνιο. Κι αυτός είναι ένας αγώνας μικρότερης εμβέλειας, που δεν χρειάζεται αλόγιστες θυσίες κι εξαλλοσύνες ή ριψοκίνδυνα μέσα, όπως η απεργία. Μπορεί να νικήσει εναλλακτικά με απογευματινές κινητοποιήσεις, τις πλατείες (μακριά από τους χώρους δουλειάς) ή με επισχέσεις και στάσεις εργασίας (όπως με την επίσκεψη μέρκελ, όπου συμμετείχαν ελάχιστοι από τον ιδιωτικό τομέα).

Αυτή είναι η άλλη όψη στο νόμισμα της απογοήτευσης του κόσμου, της ιδιώτευσης, της ανάθεσης. Η ελπίδα του απελπισμένου. Και αυτό είναι το νόμισμα που πρέπει πρωτίστως να χτυπήσουμε.
Για να παραφράσουμε το σύνθημα του αλαβάνου, χρειάζεται σχέδιο βήτα. Όχι στο σύστημα που γεννά κρίσεις και μνημόνια, ναι στην εξουσία του εργαζόμενου λαού. Μακριά απ’ τις κυβερνητικές φιλοδοξίες και τα παιχνίδια των οπορτουνιστών, που ετοιμάζονται να προδώσουν το λαό και τον εξαπατούν αισχρά. Και τις φαντασιοπληξίες περί εφόδου εδώ και τώρα στα χειμερινά ανάκτορα, για να τιμήσουμε την επέτειο.
 Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ