Ορισμένα θεμελιώδη διδάγματα για την επαναστατική στρατηγική
Συμπληρώθηκαν
τις μέρες αυτές 150 χρόνια από την ίδρυση της «Διεθνούς Ενωσης Εργατών»
που έμεινε στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος ως Α'
Διεθνής. Η πραγματοποίηση τον Σεπτέμβρη του 1864 του ιδρυτικού της
συνεδρίου στο Λονδίνο δεν ήταν τυχαία. Η Αγγλία αποτελούσε ακόμα την
εποχή εκείνη το κέντρο της καπιταλιστικής βιομηχανικής παραγωγής, τη
χώρα - πρότυπο για την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής όχι
μόνο στην ηπειρωτική Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η
γρήγορη ανάπτυξη του καπιταλισμού είχε ως αξεχώριστο συνοδοιπόρο της τη
διαμόρφωση και την ποσοτική διεύρυνση του προλεταριάτου, του αιμοδότη,
μεταφορικά και κυριολεκτικά, της κερδοφορίας των κεφαλαιοκρατών. Το
προλεταριάτο, ζώντας και δουλεύοντας κάτω από τρομακτικές συνθήκες (που
γλαφυρά τις περιγράφει ο Ενγκελς στο έργο του «Η κατάσταση της εργατικής
τάξης στην Αγγλία στα 1844»), συσσώρευε, με αργό και βασανιστικό τρόπο,
εμπειρίες από την καθημερινή ταξική πάλη, βάδιζε πια στο δρόμο της
μετατροπής από «τάξη καθεαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της». Το αναγκαίο
μπόλιασμα του αυθόρμητου εργατικού κινήματος με την πρωτοπόρα
επαναστατική θεωρία είχε ήδη βρει στα πρόσωπα των Μαρξ και Ενγκελς τις
ηγετικές εκείνες προσωπικότητες που θα μπορούσαν να το καθοδηγήσουν.
Τι έκανε όμως αναγκαία την ίδρυση μιας διεθνούς οργάνωσης των εργατών; Δεν θα μπορούσε ίσως να δοθεί μια πιο συμπυκνωμένη απάντηση σε αυτό το ερώτημα από αυτήν που έδωσε ο Μαρξ στον πρόλογο του Καταστατικού της Διεθνούς: «Η οικονομική χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι ο μεγάλος τελικός σκοπός, στον οποίο πρέπει να υποταχθεί σαν μέσο κάθε πολιτικό κίνημα...όλες οι προσπάθειες που τείνουν σ' αυτό το μεγάλο σκοπό απέτυχαν ως τώρα από έλλειψη αλληλεγγύης ανάμεσα στους διάφορους εργατικούς κλάδους κάθε χώρας και από την απουσία ενός αδελφικού δεσμού ανάμεσα στους εργάτες των διαφόρων χωρών... η χειραφέτηση της εργατικής τάξης δεν είναι ούτε τοπικό, ούτε εθνικό, αλλά ένα κοινωνικό καθήκον που αγκαλιάζει όλες τις χώρες στις οποίες υπάρχει η σύγχρονη κοινωνία και που η λύση του εξαρτάται από την πρακτική και θεωρητική συνεργασία των πιο προχωρημένων χωρών»1. Η διεθνής συνεργασία του προλεταριάτου απέναντι στις δυνάμεις του κεφαλαίου, που από την πλευρά του και για τα συμφέροντά του έσπαγε τους εθνικούς φραγμούς και διαμόρφωνε μια παγκόσμια αγορά, αποτελούσε πια μια αδήριτη αναγκαιότητα. Κάτι τέτοιο δεν αναιρούσε φυσικά το θεμελιώδες καθήκον του προλεταριάτου της κάθε χώρας «να ξεμπερδέψει πριν απ' όλα με τη δική του αστική τάξη»2, όπως έξοχα το είχε θέσει ο Μαρξ στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο».
Η
σύντομη περίοδος δράσης της Α' Διεθνούς (1864 - 1876) σημαδεύτηκε από
την οξύτατη ιδεολογικο-πολιτική διαπάλη της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας με
διάφορα ρεύματα που εξέφραζαν στις γραμμές του εργατικού κινήματος την
επίδραση της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας. Αγγλοι
τρεϊντγιουνιονιστές με ισχυρότατες οπορτουνιστικές αυταπάτες για
σταδιακή μεταρρύθμιση του καπιταλισμού μέσα από την συνδικαλιστική -
οικονομική πάλη, οπαδοί του Προυντόν που αντιτάσσονταν στον αναγκαίο
συγκεντρωτισμό της εργατικής οργάνωσης και της επαναστατικής πάλης από
τη σκοπιά του ατομισμού του μικρονοικοκύρη, οπαδοί του Λασσάλ που δεν
αντιμετώπιζαν σωστά το καθήκον ότι «η χειραφέτηση των εργατών πρέπει να είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης»3 και
τη μετέτρεπαν σε ουρά της αστικής τάξης, αναρχικοί - οπαδοί του
Μπακούνιν που υποτιμούσαν την πολιτική πάλη και αρνούνταν το ρόλο του
εργατικού κράτους μετά την επανάσταση - όλοι αυτοί συγκρούστηκαν με τον
Μαρξ και τη συνεπή επαναστατική πτέρυγα στην Α' Διεθνή, όχι μόνο στις
αίθουσες των Συνεδρίων και μέσα από τις στήλες του εργατικού Τύπου, αλλά
πρώτα και κύρια στις ίδιες τις οργανώσεις - μέλη της Διεθνούς και στα
πεδία της καθημερινής ταξικής πάλης. Η εξέλιξη των ρευμάτων αυτών στα
χρόνια που ακολούθησαν την αυτοδιάλυση της Α' Διεθνούς απέδειξε την
ορθότητα της μαρξιστικής κριτικής σε αυτά και τη νομοτελειακή αδυναμία
τους να οδηγήσουν στην κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και
στην κοινωνική απελευθέρωση του προλεταριάτου: είτε ενσωματώθηκαν πλήρως
στην αστική στρατηγική (π.χ. Αγγλοι Εργατικοί), είτε έστρωσαν το έδαφος
για την οπορτουνιστική μετάλλαξη των μαζικών εργατικών κομμάτων της Β'
Διεθνούς και την ανοιχτή προδοσία των ηγεσιών τους με το ξέσπασμα του Α'
Παγκοσμίου Πολέμου, είτε κατέφυγαν σε τυχοδιωκτικές ενέργειες, στο
όνομα της αντίθεσης στις αυταρχικές κρατικές δομές και του
«ελευθεριακού» πνεύματος, παίζοντας ουσιαστικά το παιχνίδι της
αντιδραστικής αστικής τάξης (π.χ. ρόλος των αναρχικών στον ισπανικό
εμφύλιο πόλεμο).
Η
περίπτωση του αναρχικού ρεύματος έχει τη δική της σημασία και σήμερα,
παρόλο που οι εκπρόσωποί του χρεοκόπησαν εδώ και καιρό πολιτικά και
οργανωτικά στις γραμμές του εργατικού κινήματος, μια που η
«ξαναζεσταμένη σούπα» ορισμένων ιδεών του Μπακούνιν σερβίρεται στις
μέρες μας ως αυθεντικό προϊόν από δημοσιολόγους της σύγχρονης
σοσιαλδημοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ, που εμφανίζουν τον Μπακούνιν να
δικαιώνεται απέναντι στον Μαρξ από τις ιστορικές εξελίξεις. Είναι λοιπόν
σημαντικό και επίκαιρο για τους εργάτες, ιδιαίτερα για τη νεότερη
βάρδια της εργατικής τάξης, να ανατρέχουν στα διδάγματα της διαπάλης με
τους αναρχικούς, είτε αυτά αφορούν την περίοδο της Α' Διεθνούς και το
έργο των Μαρξ - Ενγκελς, είτε μεταγενέστερες περιόδους και τις διδαχές
του Λένιν και του Στάλιν πάνω στο θέμα.
Χρειάζεται να κρατάμε σαν παρακαταθήκη του επαναστατικού κινήματος τα λόγια του Μαρξ ενάντια στους αναρχικούς ότι «αν ο πολιτικός αγώνας της εργατικής τάξης παίρνει επαναστατικές μορφές, αν οι εργάτες στη θέση της δικτατορίας της αστικής τάξης βάζουν τη δική τους επαναστατική δικτατορία... για να σπάσουν την αντίσταση της αστικής τάξης, δίνουν στο κράτος μια επαναστατική και παροδική μορφή»4, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί κάποια υποχώρηση αρχών, αλλά ένα αναγκαίο βήμα προς την κατάργηση των τάξεων, άρα και του κράτους. Η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Σοβιετική Ενωση και στις άλλες χώρες του σοσιαλισμού έδειξε με πεντακάθαρο τρόπο ότι για όσο χρονικό διάστημα το εργατικό κράτος, η δικτατορία του προλεταριάτου, επιτελούσε με σταθερότητα, τόσο τα κατασταλτικά (συντριβή της αστικής τάξης και των προσπαθειών αντεπανάστασης), όσο και τα δημιουργικά της καθήκοντα (κεντρικός σχεδιασμός, ανάπτυξη της σοσιαλιστικής βιομηχανίας, στερέωση της συμμαχίας εργατικής τάξης - αγροτιάς, κ.τ.λ.), οι νέες σχέσεις παραγωγής αναπτύσσονταν σε προχωρητική κατεύθυνση, γίνονταν, με αδυναμίες και λάθη, βήματα προς τα μπρος, προς την αταξική κοινωνία, προς τον κομμουνισμό που δε θα έχει ανάγκη καμιάς ξεχωριστής κρατικής μηχανής. Οταν, όμως, το προσωρινό αυτό εργαλείο του εργατικού κράτους στόμωσε με ευθύνη της κρατικής και κομματικής καθοδήγησης, όταν η ταξική φύση του κράτους συγκαλύφθηκε κάτω από τους αντιεπιστημονικούς νεολογισμούς περί «παλλαϊκού κράτους», τότε δεν μπορούσε παρά να σημειωθεί μια σταδιακή απόσπαση του κράτους από την εργατική τάξη που τα συμφέροντά της ήταν φτιαγμένο να υπηρετεί. Η απόσπαση αυτή και οι παλινωδίες της οπορτουνιστικής στροφής που σηματοδότησε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956 δεν αναιρούν τη σημασία της πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης για το τσάκισμα του αστικού κράτους, δεν δικαιολογούν σε καμία περίπτωση τα καλέσματα των αναρχικών και των νεόκοπων φίλων τους να καταργηθεί μονομιάς το κράτος «πριν ακόμα εξαλειφθούν οι κοινωνικές σχέσεις που το γέννησαν»5. Κάθε υποτίμηση αυτών των καθηκόντων, στο όνομα της «πάλης ενάντια στις αυταρχικές κρατικές δομές» ή «ενάντια στη γραφειοκρατία», οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, στην προσαρμογή του κινήματος στο πλαίσιο του αστικού κράτους, σε αυταπάτες για κατάκτηση θέσεων από το κίνημα μέσα στο κράτος, ανάλογες με αυτές του αλήστου μνήμης «ευρωκομμουνισμού».
Ο
κεντρικός και αναντικατάστατος ρόλος της εργατικής τάξης στην
επαναστατική πάλη στις συνθήκες του καπιταλισμού και στη διαδικασία
οικοδόμησης του σοσιαλισμού - κομμουνισμού δεν αποτελεί κάποια αυθαίρετη
κατασκευή του Μαρξισμού - Λενινισμού, μια εμμονή του σε παρωχημένες
κατηγορίες που δεν ανταποκρίνονται δήθεν στην ταξική διάρθρωση της
σημερινής κοινωνίας. Από την εποχή ακόμα της Α' Διεθνούς η κοσμοθεωρία
του Μαρξ γίνεται επιστημονική ακριβώς γιατί θεμελιώνεται πάνω στους
γενικούς νόμους της αντικειμενικής κοινωνικής πραγματικότητας. Οι νόμοι
αυτοί διαφέρουν φυσικά από τους νόμους της χημείας ή της βιολογίας, αλλά
είναι εξίσου πραγματικοί, αποκαλύπτουν τις πιο ουσιαστικές πραγματικές -
υλικές σχέσεις και συνδέσεις ανάμεσα στα κοινωνικά φαινόμενα. Η γνώση
τους αποτελεί προϋπόθεση για τη σωστή οργάνωση της πάλης του κινήματος.
Από μια τέτοια αναλυτική μελέτη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής,
ιδιαίτερα των νόμων κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας, ξεπηδάει ο
θεμελιακός ρόλος της εργατικής τάξης ως κινητήριας δύναμης αυτού του
τρόπου παραγωγής, ως ο παραγωγός όλου του κοινωνικού πλούτου, επομένως
και ως η κοινωνική εκείνη δύναμη που, «ελεύθερη» από κάθε μέσο
παραγωγής, «δεν έχει τίποτα να χάσει παρά μόνο τις αλυσίδες της» από την
ανατροπή του καπιταλισμού.
Στον
καιρό του, ο Ενγκελς μαστίγωνε αλύπητα, για την υποκρισία τους, τους
αναρχικούς τύπου Μπακούνιν που εγκαλούσαν τον Μαρξ και τους συναγωνιστές
του για λειψή επαναστατικότητα. «Αμέσως μόλις βρέθηκαν αντιμέτωποι
με μια σοβαρή επαναστατική κατάσταση, οι Μπακουνικοί αναγκάστηκαν να
ξεφορτωθούν ολόκληρο το παλιό τους πρόγραμμα. Πρώτα θυσίασαν το δόγμα
τους της απόλυτης αποχής από πολιτικές, ιδιαίτερα εκλογικές,
δραστηριότητες. Στη συνέχεια η αναρχία, η κατάργηση του κράτους, γνώρισε
την ίδια τύχη. Αντί της κατάργησης του κράτους, επιχείρησαν αντίθετα να
δημιουργήσουν μια σειρά νέα, μικρά κράτη. Μετά εγκατέλειψαν την αρχή
ότι οι εργάτες δεν πρέπει να παίρνουν μέρος σε μια επανάσταση που δεν
θέτει ως στόχο την άμεση και πλήρη χειραφέτηση του προλεταριάτου, και
πήραν οι ίδιοι μέρος σε ένα κίνημα που ήταν κραυγαλέα αστικό. Τέλος,
πήγαν ενάντια στο δόγμα που είχαν μόλις διακηρύξει - ότι η δημιουργία
μιας επαναστατικής κυβέρνησης συνιστά μια ακόμα απάτη, μια προδοσία της
εργατικής τάξης - καθώς παρακάθονταν ανετότατα στις χούντες των διαφόρων
πόλεων, σχεδόν παντού, επιπλέον, ως μια ανίσχυρη μειοψηφία που
ηττούνταν στις ψηφοφορίες και γινόταν αντικείμενο πολιτικής
εκμετάλλευσης από την αστική τάξη... όταν ήρθε η στιγμή της πράξης, οι
υπερεπαναστατικές κορόνες των Μπακουνικών μετατράπηκαν είτε σε
κατευνασμό, είτε σε εξεγέρσεις καταδικασμένες σε αποτυχία, ή τους
οδήγησαν να προσχωρήσουν σε κάποιο αστικό κόμμα που εκμεταλλεύτηκε
πολιτικά τους εργάτες κατά τον πιο επαίσχυντο τρόπο... οι Μπακουνικοί
στην Ισπανία μάς έδωσαν ένα αξεπέραστο παράδειγμα πώς δεν πρέπει να γίνεται μια επανάσταση».6Η
ιστορική πείρα του 20ού αιώνα, με κορυφαίο παράδειγμα την Ισπανία του
1936 - 1939, επιβεβαίωσε μέχρι κεραίας την κριτική του Ενγκελς προς τους
αναρχικούς.
Η «Διεθνής Ενωση
των Εργατών» (Α' Διεθνής) δεν οδηγήθηκε στην αυτοδιάλυση λόγω μιας
υποτιθέμενης αποτυχίας της μαρξιστικής στρατηγικής, είτε λόγω της
οξύτατης πολιτικο-ιδεολογικής διαπάλης στις γραμμές της, που δήθεν
διατάραξε την αναγκαία ενότητα της εργατικής τάξης. «Η κύρια αιτία
της διάλυσης της Α' Διεθνούς από την παγκόσμια πολιτική σκηνή ήταν το
γεγονός ότι την εποχή εκείνη ο καπιταλισμός έμπαινε σε μια νέα φάση
ανάπτυξης, βάζοντας στην εργατική τάξη νέα καθήκοντα, καθήκοντα που η
Α΄Διεθνής, στις δοσμένες συνθήκες, δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει»7.
Η νέα εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού που μόλις ανέτελλε και η
προώθηση της εργατικής τάξης στο προσκήνιο της κοινωνικής εξέλιξης
έθεταν ως το πλέον επιτακτικό καθήκον την ανάπτυξη «του εργατικού κινήματος σε πλάτος»8, της ίδρυσης και ανάπτυξης μαζικών σοσιαλιστικών εργατικών κομμάτων
για την προετοιμασία του στρατού της επανάστασης. Η διαπάλη του
επαναστατικού μαρξισμού με τα διάφορα άλλα ιδεολογικά ρεύματα στο
πλαίσιο της Α' Διεθνούς αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την εκπλήρωση
αυτού του καθήκοντος, όπως φανέρωσε η πλατιά διάδοση του μαρξισμού στις
γραμμές του εργατικού κινήματος στα τέλη του 19ου και στις πρώτες
δεκαετίες του 20ού αιώνα. Οπως σημειώνει ο Λένιν: «Η διαλεκτική της
ιστορίας είναι τέτοια που η θεωρητική νίκη του μαρξισμού αναγκάζει τους
εχθρούς του να μεταμφιεστούν σε μαρξιστές»9. Η
Α΄Διεθνής είχε εκπληρώσει την ιστορική αποστολή της, διαμορφώνοντας μια
βάση για την ανάπτυξη των εργατικών κομμάτων στις βασικές την εποχή
εκείνη χώρες του καπιταλισμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Κ. Μαρξ, «Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών», «Διαλεχτά Εργα», τόμος Ι, σελ. 452 - 453.
2. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», σελ. 39, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
3. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», Πρόλογος στην Γερμανική έκδοση του 1890 (απόσπασμα), σελ. 19, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
4. Κ. Μαρξ, «Πολιτικός αναχωρητισμός» (Γενάρης 1873), όπως παρατίθεται από τον Β. Ι. Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση», σελ. 74 - 75, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
5. Φρ. Ενγκελς, «Σχετικά με την εξουσία» (Οκτώβρης 1872 - Μάρτης 1873), όπως παρατίθεται από τον Β. Ι. Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση», σελ. 77, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή». Με τον τίτλο «Για το κύρος» στα «Διαλεχτά Εργα», τ. Ι, σελ. 766 - 770.
6. Φρ. Ενγκελς, «Οι Μπακουνικοί επί τω έργω. Μια περιγραφή της Ισπανικής εξέγερσης το καλοκαίρι του 1873». Μετάφραση από το «Karl Marx. Frederick Engels. Collected Works», τόμος 23, σελ. 596 - 598, Progress Publishers, Moscow, 1988.
7. Ουίλιαμ Φόστερ, «Ιστορία των τριών Διεθνών», τόμος Α', σελ. 157, Αθήνα, 1975.
8. Β.Ι.Λένιν, «Καρλ Μαρξ (σύντομη βιογραφική σκιαγραφία με έκθεση του Μαρξισμού)», στο «Για τον Μαρξ και τον Μαρξισμό», σελ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
9. Β. Ι. Λένιν, «Τα ιστορικά πεπρωμένα της διδασκαλίας του Καρλ Μαρξ», στο «Για τον Μαρξ και τον Μαρξισμό», σελ. 19, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
Του Βασίλη ΟΨΙΜΟΥ*
* Ο Βασίλης Οψιμος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ
* Ο Βασίλης Οψιμος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου