13 Δεκ 2014

Τα ΚΚ, το αστικό κοινοβούλιο κι οι αστικές κυβερνήσεις ΙΙ

 Τα ΚΚ, το αστικό κοινοβούλιο κι οι αστικές κυβερνήσεις ΙΙ

Η κε του μπλοκ αντιγράφει κι (ανα)δημοσιεύει σήμερα ευρεία αποσπάσματα από τη συνέχεια στο εισαγωγικό σημείωμα στο αφιέρωμα της κομεπ για τα κκ, το αστικό κοινοβούλιο και τις αστικές κυβερνήσεις, συνεχίζοντας από το σημείο όπου είχε σταματήσει το πρώτο μέρος.

Η στάση κι οι υπουργοποιήσεις των μενσεβίκων σοσιαλδημοκρατών την περίοδο εκείνη δεν αποτελούν ούτε την πρώτη ούτε την τελευταία περίπτωση στήριξης ή συμμετοχής σε αστική κυβέρνηση από κόμματα ή μεμονωμένα στελέχη του πολιτικού εργατικού κινήματος. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι αυτή η στήριξη στις αστικές κυβερνήσεις συνήθως παρέχεται σε κρίσιμες στιγμές, στις οποίες απειλούνταν η σονοχή της, σε συνθήκες κλονισμού της, σε συνθήκες όπου αντικειμενικά διανοίγονταν μεγαλύτερο πεδίο αυτοτελούς παρέμβασης του εργατικού κινήματος και επαναστατικής διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας.

Δύο είναι οι πιο γνωστές σχετικές περιπτώσεις, οι οποίες προηγήθηκαν χρονικά της συμμετοχής των μενσεβίκων. Η πρώτη ήταν αυτή της συμμετοχής του Λουί Μπλαν στην κυβέρνηση της Γαλλίας και η δεύτερη –η οποία τροφοδότησε και τη μεγαλύτερη αντιπαράθεση στο εσωτερικό του διεθνούς πολιτικού εργατικού κινήματος- είναι η περίπτωση της υπουργοποίησης του Γάλλου σοσιαλιστή Μιλεράν το 1899. Η επίδραση αυτής της υπουργοποίησης ήταν τέτοια που αξιοποιήθηκε ως χαρακτηριστική για ολόκληρο το ρεύμα απόψεων που υποστήριζε την αξιοποίηση από το εργατικό κίνημα της συμμετοχής σε αστική κυβέρνηση, το οποίο ονομάστηκε «μιλερανισμός».

(...) Ο Μιλεράν αποδέχτηκε πλήρως και αξιοποίησε προπαγανδιστικά αυτή τη λογική της πρόσκλησης και της συμμετοχής του στην κυβέρνηση Ρουσό. Αποκαλυπτική της σύνθεσης αυτής της κυβέρνησης είναι η συμμετοχή σε αυτήν του στρατηγού Γκαλιφέ, του σφαγέα των Κομμουνάρων το 1871. Ο σοσιαλιστής Μιλεράν –στο όνομα της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας- στρογγυλοκάθισε στο υπουργικό συμβούλιο δίπλα στους σφαγείς του εργατικού κινήματος.

Ποια ήταν όμως τα αποτελέσματα αυτής της συμμετοχής; «Η γενική πολιτική της κυβέρνησης συνασπισμού παρουσιάζει τον ίδιο πίνακα. Η πάλη εναντίον των δικαστικών παραβάσεων στην υπόθεση Ντρέιφους, πάλη που έπρεπε να είναι το κύριο καθήκον της κυβέρνησης, κατέληξε σε μία επαίσχυντη γενική αμνηστία που περιέλαβε το θύμα και τους υπεύθυνους του εγκλήματος. Η πάλη για την εκλαΐκευση του κράτους πληρώθηκε με παραχωρήσεις στην καθολική εκκλησία. Η εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή στην εκστρατεία των ευρωπαϊκών δυνάμεων εναντίον της Κίνας, από την εκστρατεία εναντίον της Τουρκίας για να εξαναγκαστεί να σεβαστεί ορισμένες απαιτήσεις των γαλλικών τραπεζών και τέλος από ένα ξεχείλισμα ιμπεριαλιστικού ενθουσιασμού και των δημοκρατικών και των μοναρχικών στην υποδοχή του αιμοσταγούς τσάρου Νικόλαου». (Πάουλ Φρέλιχ «Ρόζα Λούξεμπουργκ», εκδ. Ύψιλον, σελ 102).

Η υπουργοποίηση του Μιλεράν, αν και αποτέλεσε ζήτημα που απασχόλησε κυρίως το δυτικοευρωπαϊκό τμήμα της Β’ Διεθνούς, απασχόλησε και το Ρωσικό τμήμα της (παρότι στην τσαρική Ρωσία δεν έμπαινε άμεςσα ένα τέτοιο ενδεχόμενο στην ημερήσια διάταξη, αφού εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε καν κοινοβούλιο). Η απόφαση ωστόσο του συνεδρίου της Β΄Διεθνούς το 1900 στο Παρίσι –που πάρθηκε στη βάση της σχετικής εισήγησης του Καρλ Κάουτσκι- υποστήριζε ότι η συμμετοχή ενός μεμονωμένου σοσιαλιστική σε αστική κυβέρνηση είναι τάχα ζήτημα τακτικής και όχι ζήτημα αρχής, αφήνοντας έτσι χωρίς στιγματισμό την προδοσία του Μιλεράν (Ακαδημία επιστημών της ΕΣΣΔ «Παγκόσμια Ιστορία», τ Ζ1, σελ 409-10).

Σε αυτήν την αντιπαράθεσηπου ξέσπασε στο εσωτερικό του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος ο Μιλεράν είχε υποστηρικτές, όπως το Γάλλο σοσιαλιστή Ζαν Ζορές, ο οποίος υποστήριζε πως το σοσιαλιστικό κόμμα έπρεπε να καταλαμβάνει τις θέσεις που του άφηναν και παρουσίαζε την ενέργεια του Μιλεράν ως μια πράξη θάρρους –δέκα χρόνια αργότερα έβριζε το Μιλεράν καθώς και άλλους σοσιαλιστές που υπουργοποιήθηκαν (Μπριάν, Βιιανί) ως προδότες του σοσιαλισμού που αφέθηκαν να χρησιμοποιηθούν από τον καπιταλισμό (Π. Φρέλιχ: ό.π. σελ 103). Από την άλλη υπήρχαν και επαναστάτες του διεθνούς εργατικού κινήματος που αντιτάχθηκαν σθεναρά σε αυτή την υπουργοποίηση, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα το Λένιν και τη Λούξεμπουργκ.

Η θέση της Λούξεμπουργκ στο ζήτημα αποτυπώνεται στο άρθρο που δημοσιεύεται στο αφιέρωμα, ενώ ο Λένιν γράφει για το ίδιο θέμα: «Ο Μιλλεράν πρόσφερε ένα θαυμάσιο δείγμα αυτού του πραχτικού μπερνσταϊνισμού –δικαιολογημένα λοιπόν κι ο Μπέρνσταϊν και ο Φόλμαρ έσπευσαν με τόσο ζήλο να υπερασπίσουν και να εξυμνήσουν τον Μιλλεράν! Πραγματικά: αν η σοσιαλδημοκρατία στην ουσία είναι απλώς ένα κόμμα μεταρρυθμίσεων και πρέπει να έχει το θάρρος να το αναγνωρίσει αυτό ανοιχτά, τότε ο σοσιαλιστής όχι μόνο έχει το δικαίωμα να συμμετάσχει σε αστική κυβέρνηση, αλλά και οφείλει να το επιδιώκει διαρκώς. Αν δημοκρατία σημαίνει στην ουσία εξάλειψη της ταξικής κυριαρχίας, τότε γιατί ένας σοσιαλιστής υπουργός να μη σαγηνεύει όλο τον αστικό κόσμο με λόγους για συνεργασία των τάξεων; Γιατί να μη μένει στην κυβέρνηση ακόμα και όταν οι δολοφονίες των εργατών από τους χωροφύλακες δείχνουν για εκατοστή και χιλιοστή φορά τον πραγματικό χαρακτήρα της δημοκρατικής συνεργασίας των τάξεων; Γιατί να μη συμμετέχει προσωπικά στην υποδοχή του τσάρου, που οι γάλλοι σοσιαλιστές δεν τον αποκαλούν σήμερα αλλιώς παρά ήρωα της κρεμάλας, του κνούτου και της εκτόπισης (knoteur, pendeur et deportateur); Και η αμοιβή για την έσχατη αυτή ταπείνωση και αυτοεξευτελισμό του σοσιαλισμού μπροστά σε όλο τον κόσμο, για τη διαφθορά της σοσιαλιστικής συνείδησης των εργατικών μαζών –της μοναδικής αυτής βάσης που μπορεί να μας εξασφαλίσει τη νίκη- η αμοιβή για όλα αυτά τα πομπώδη σχέδια για κάτι τιποτένιες μεταρρυθμίσεις, τόσο τιποτένιες ώστε ακόμα και αστικές κυβερνήσεις να έχουν κατορθώσει να αποσπάσουν περισσότερα πράγματα!» (Λένιν «Τι να κάνουμε», Άπαντα, τ. 6, σελ 8-9).

Τα κείμενα που δημοσιεύουμε στα πλαίσια της ενότητας αφορούν την πείρα από τη θετική προσπάθεια του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος να οριοθετηθεί απέναντι στον αστικό κοινοβουλευτισμό και τον κυβερνητισμό και επικεντρώνουν στη δράση των κομμουνιστών σε μη επαναστατικές συνθήκες. Όπως φάνηκε και από τα παραπάνω, πρόκειται για μια βασανιστική ωρίμανση της μαρξιστικής διερεύνησης που χαρακτηριζόταν από πισωγυρίσματα, εναλλαγές, αντιφάσεις σε συλλογικό-κομματικό και ατομικό επίπεδο.

Τέτοιες αντιφάσεις περιέχονται και στο άρθρο της Λούξεμπουργκ, η οποία, παρά την ξεκάθαρη άρνησή της όσον αφορά τη δυνατότητα αξιοποίησης της αστικής κυβέρνησης για επαναστατικούς σκοπούς, δεν είναι κάθετη στο ζήτημα ότι αυτή η διαπίστωση ισχύει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Μέρος της αμφισημίας του άρθρου οφείλεται και στις συνθήκες της εποχής. Το άρθρο γράφτηκε το 1900, μόλις δύο χρόνια μετά την ένταξη της Λούξεμπουργκ στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας και γράφτηκε με τη μορφή προσεγμένης κριτικής εκ μέρους των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών απέναντι στη στάση των Γάλλων συντρόφων της.

Επίσης, είναι αυτονόητο ότι τα κείμενα αυτά εκφράζουν και το κλίμα, την ορολογία και το πνεύμα της εποχής τους, όπως επίσης αυτονόητο είναι ότι δεν εξαντλούν το θέμα.
Τα άρθρα αυτά, τα οποία δηοσιεύονται κατά χρονολογική σειρά είναι τα εξής:
1. Ρόζας Λούξεμπουργκ: «Η υπόθεση Ντρέιφους και η περίπτωση του Μιλεράν» (1900)
2. Απόφαση του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς: «Τα Κομμουνιστικά Κόμματα και ο Κοινοβουλευτισμός» (1921)
3. Β. Ι. Λένιν: «Για τον κοινοβουλευτισμό» (1921)

Τα δύο πιο ύστερα κείμενα που δημοσιεύονται στην ενότητα αυτή αποτελούν στην ουσία ντοκουέντα του 2ου Συνεδρίου της Γ’ Διεθνούς για την επαναστατική κοινοβουλευτική δουλειά.
Το ένα είναι η απόφαση του Συνεδρίου που πάρθηκε με την άμεση συμβολή του Λένιν και το άλλο ομιλία του Λένιν στα πλαίσια του ίδιου Συνεδρίου, όπου αντιμετωπίζει απόψεις του Μπορντίγκα και άλλων που αρνούνταν συνολικά την ανάγκη συμμετοχής των κομμουνιστών στα αστικά κοινοβούλια.

Όσον αφορά αυτό το τελευταίο άρθρο πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι την περίοδο εκείνη η γραμμή της κοινοβουλευτικής ενσωμάτωσης που είχε αναπτυχθεί σε αρκετά εργατικά κόμματα τροφοδότησε και τη λαθεμένη αντίδραση μιας ομάδας κομμουνιστών (με χαρακτηριστική περίπτωση τον Μπορντίγκα), οι οποίοι υποστήριζαν ότι το επαναστατικό κόμμα δεν πρέπει καν να αξιοποιεί θεσμούς του αστικού κράτους, όπως οι εκλογές και το κοινοβούλιο, αλλά να επικεντρωθεί στην άμεση προετοιμασία της ένοπλης εξέγερσης. Παρά το γεγονός ότι στις μέρες μας αυτές οι απόψεις είναι σχεδόν ανύπαρκτες στο κομμουνιστικό κίνημα, το άρθρο του Λένιν έχει αξία γιατί δε στέλεται απλώς στην καταπολέμηση των απόψεων περί μη συμμετοχής στις εκλογές, αλλά αναδεικνύει και από ποια σκοπιά πρέπει να συμμετέχουν οι κομμουνιστές στις εκλογές και το αστικό κοινοβούλιο.

Αντί επιλόγου, αντιγράφεται και (ανα)δημοσιεύεται η κατακλείδα από το άρθρο της Λούξεμπουργκ.

Η μοναδική μέθοδος, με τη βοήθεια της οποίας μπορούμε να επιτύχουμε την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού, είναι η ταξική πάλη. Μπορούμε και πρέπει να διεισδύσουμε σε όλους τους θεσμούς της αστικής κοινωνίας και να αξιοποιήσουμε όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν εκεί και τα οποία μας επιτρέπουν να διεξάγουμε την ταξική πάλη. Από αυτήν ακριβώς την οπτική υπαγορευόταν η συμμετοχή των σοσιαλιστών στην υπόθεση Ντρέιφους ως μέτρο με στόχο τη διατήρηση της παρέμβασής τους. Αλλά είναι ακριβώς από αυτή την ίδια οπτική που η συμμετοχή στην αστική εξουσία φαίνεται να αντενδεικνύεται, γιατί η ίδια η φύση της αστικής κυβέρνησης αποκλείει τη δυνατότητα της σοσιαλιστικής ταξικής πάλης. Δεν είναι ότι φοβόμαστε για τους σοσιαλιστές τους κινδύνους και τις δυσκολίες της υπουργικής δραστηριότητας· δεν πρέπει άλλωστε να αποσυρόμαστε μπροστά στο φόβο κανενός κινδύνου ή δυσκολίας που συνδέεται με το πόστο στο οποίο είμαστε τοποθετημένοι από τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Αλλά γενικά ένα υπουργείο δεν είναι πεδίο δράσης για ένα κόμμα της πάλης των προλεταριακών τάξεων. Ο χαρακτήρας της αστικής κυβέρνησης δεν καθορίζεται από τον προσωπικό χαρακτήρα των μελών της, αλλά από την οργανική της λειτουργία στην αστική κοινωνία. Η κυβέρνηση του σύγχρονου κράτους είναι επί της ουσίας ένας οργανισμός ταξικής κυριαρχίας, η ομαλή λειτουργία του οποίου αποτελεί έναν από τους όρους ύπαρξης του ταξικού κράτους. Με την ένταξη ενός σοσιαλιστή στην κυβέρνηση και την ταξική κυριαρχία να συνεχίζει να υπάρχει, η αστική κυβέρνηση δε μετατρέπεται σε σοσιαλιστική κυβέρνηση, αλλά αντίθετα, ένας σοσιαλιστής μετατρέπεται σε αστό υπουργό. Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που μπορεί να πραγματοποιήσει ένας υπουργός που είναι φίλος των εργατών δν έχουν από μόνες τους τίποτα το σοσιαλιστικό· είναι σοσιαλιστικές μόνο στο βαθμό που κατακτιούνται μέσα από την ταξική πάλη. Αλλά προερχόμενες από έναν υπουργό, οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί να έχουν τον χαρακτήρα της προλεταριακής τάξης, παρά μόνο τον χαρακτήρα της αστικής τάξης, γιατί ο υπουργός, από τη φύση του πόστου που καταλαμβάνει, προσδένεται σε αυτή την τάξη απ’ όλες τις λειτουργίες μιας αστικής μιλιταριστικής κυβέρνησης. Ενώ στο κοινοβούλιο ή στο δημοτικό συμβούλιο, κατακτάμε χρήσιμες μεταρρυθμίσεις καταπολεμώντας την αστική κυβέρνηση, με την κατάληψη ενός υπουργικού πόστου φτάνουμε στις ίδιες μεταρρυθμίσεις στηρίζοντας το αστικό κράτος. Η είσοδος ενός σοσιαλιστή σε μια αστική κυβέρνηση δεν είναι, όπως πολλοί νομίζουν, μια μερική κατάκτηση του αστικού κράτους από τους σοσιαλιστές, αλλά μια μερική κατάκτηση του σοσιαλιστικού κόμματος από το αστικό κράτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ