Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Ο Παναγιώτης Ζαφείρης, 25 ετών, πτυχιούχος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιου Ρεθύμνου, επί μεταπτυχιακού πάνω στην Αρχαία Φιλοσοφία, ο οποίος εργάζεται ως πωλητής στιγμιαίου και λαϊκού λαχείου, είναι ο συγγραφέας που παρουσιάζουμε σήμερα στο Ατέχνως και στη στήλη των Νέων Δημιουργών.
Το διήγημα του «Ο Σπόρος», γράφτηκε με αφορμή ένα διαγωνισμό του Δικτύου Αγ. Παρασκευής για την αλληλεγγύη ο οποίος έλαβε χώρα εντός του παρόντος έτους. Δεν κατάφερε να αποσπάσει κάποια διάκριση, ούτε να εκδοθεί. Το θέμα του διηγήματος είναι η αλληλεγγύη και αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Το διήγημα δείχνει τη σκληρή στάση του κόσμου στους ανθρώπους που έχουν ανάγκη και τη προπαγάνδα και τα κροκοδείλια δάκρυα των τοπικών αρχών και των εκπροσώπων της θρησκείας. Ωστόσο ο τίτλος συνδέεται με τη στάση που δείχνει το παιδί που πρωταγωνιστεί και την ελπίδα που μπορούμε να βρούμε στη νέα γενιά.
Όμως, στο συγκεκριμένο διήγημα, μπορούμε να εντοπίσουμε άλλη μια ιδέα που αποτελεί τον κορμό, κατά τη γνώμη μου, ολόκληρου του εγχειρήματος: ότι οι  άνθρωποι έχουν και αυτοί ευθύνη στον τρόπο που συνδιαμορφώνουν την ζωή τους, αρκεί να τολμήσουν να απλώσουν χέρι βοήθειας και αλληλεγγύης στον συνάνθρωπό τους και να αγωνιστούν ενάντια στην υποκρισία, στην φτώχεια και στην υποταγή. Η νέα γενιά, μάλιστα, ως φορέας του αγνού και του καινούργιου ίσως να έχει και την μεγαλύτερη ευθύνη. Αλλά στην πραγματικότητα αυτή είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που χρειάζεται σκληρή προσπάθεια για να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Το διήγημα του Παναγιώτη Ζαφείρη, πιστεύω, πως συμβάλλει σε αυτή την προσπάθεια.
Σε ερωτήσεις του Ατέχνως για τη σχέση του με τη συγγραφή δηλώνει ότι πίσω από το πώς ξεκίνησε να γράφει δεν κρύβεται καμία πρωτότυπη ιστορία. «Από μικρός μου άρεσε να καταγράφω της σκέψης μου και να σκαρώνω ποιήματα χρησιμοποιώντας τους οικείους μου, δηλώνει. Μεγαλώνοντας όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο άρχισα να γράφω πιο δομημένα ποιήματα. Με αφορμή έπειτα έναν διαγωνισμό παραμυθιού , στον οποίο απέσπασα κι έναν έπαινο, άρχισα να γράφω παραμύθια και αργότερα διηγήματα, και επικεντρώθηκα κυρίως στην πεζογραφία. Γράφω συστηματικά περίπου 7 χρόνια. Δεν έχω εκδώσει κάτι, πλην ενός πολιτικού ποιήματος σε τοπική εφημερίδα. Τα θέματα που θίγω είναι κοινωνικά και εμπνευσμένα από τη δική μου ζωή. Συχνά μου αρέσει να απεικονίζω την πραγματικότητα με ρεαλιστικό τρόπο και δε δεσμεύομαι στο ‘’ happy end’’.»
Για τις αναγνωστικές του συνήθειες σημειώνει πως «επειδή δεν μου έχει δοθεί ακόμα η ευκαιρία να εργαστώ σαν φιλόλογος, από προσωπικό ενδιαφέρον, από ανάγκη να προετοιμαστώ για αυτή την ευκαιρία και για αξιοποιώ και το δίπλωμα μου, διαβάζω κυρίως βιβλία συνδεδεμένα με την ελληνική φιλολογία και τη φιλοσοφία. Όπως νεοελληνική ποίηση, λογοτεχνία, ηθική και αρχαία φιλοσοφία, αρχαίες τραγωδίες. Πρόσφατα το αναγνωστικό μου ενδιαφέρον έχει προσανατολιστεί σε εφημερίδες, βιβλία και περιοδικά συνυφασμένα με την αριστερή πολιτική ιδεολογία, την οποία ασπάστηκα από τα πρώιμα φοιτητικά μου χρόνια και συχνά καταφεύγω και εκεί για να διανθίζω τα κείμενα μου».

Ο Σπόρος
     Ήταν Δεκέμβριος του 1957. Η βοή της μικρής πολιτείας απλώνονταν κάθε μέρα και σκέπαζε όλη τη πόλη. Ο κάθε άνθρωπος έτρεχε προς την δική του κατεύθυνση  και δεν κοιτούσε δεξιά και αριστερά. Η κάθε μέρα πιστό αντίγραφο της άλλης. Το χαμόγελο δεν έμενε για πολύ ώρα στα πρόσωπα τους. Ο μικρός Άλκης ήταν από τους λίγους που χαμογελούσαν πραγματικά. Ήταν βέβαια 10 χρονών και από την δική του την ζωή έλειπαν τα προβλήματα που είχαν οι μεγαλύτεροι.
Ωστόσο τα προβλήματα δεν ήταν το μόνο που έλλειπε από τον μικρό Άλκη για να είναι χαρούμενος. Από την καρδιά του έλλειπαν επίσης και η κακία, η ζήλεια , ο θυμός και όλα όσα είχαν μέσα τους οι άλλοι και δε τους αφήνουν να χαμογελάσουν.  Μέσα σε αυτή την γκρίζα και μουντή πόλη το χαμόγελο του Άλκη ήταν η μόνη κουκίδα ζωηρού και λαμπερού χρώματος. Παράλληλα συμβόλιζε, όπως θα φαινόταν αργότερα, και την ελπίδα αυτής της πόλης.
Ένα πρωινό, όπως κάθε μέρα, οι γονείς του Άλκη τον πήγαν στο σχολείο και έπειτα έφυγαν για τη δουλειά τους. Ο Άλκης είχε πολλούς φίλους στο σχολείο και  η κάθε μέρα στο σχολείο ήταν δημιουργική και ευχάριστη. Έτσι ήταν και εκείνη η μέρα.
Προς το τέλος της σχολικής αυτής μέρας, έπειτα από το τελευταίο διάλλειμα τα παιδιά συγκεντρώθηκαν ξανά στην τάξη. Την τελευταία ώρα είχαν Θρησκευτικά. Ο δάσκαλος τους ήταν ένα γεροντάκι , αδύνατο και με γυαλιά, σαν αυτά που βλέπουμε καμιά φορά στις ελληνικές ταινίες. Άρχισε να μιλάει για την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων , για τη βοήθεια που πρέπει να δίνουμε στους φτωχούς και τους αδύναμους και ότι ο κάθε άνθρωπος είναι αδερφός μας και ότι όλα αυτά τα δίδαξε ο Χριστός. Ο Άλκης όταν άκουγε τον δάσκαλό του να τα λέει αυτά η καρδιά του γέμιζε αγάπη και ελπίδα. Είχε μέσα του πολύ αγάπη και αλληλεγγύη για τους άλλους ανθρώπους.
Το μεσημέρι γύρισε στο σπίτι του φανερά επηρεασμένος από το μάθημα. Λίγο μετά το γεύμα είπε στη μητέρα του:
  • Μαμά…. ο δάσκαλός μας σήμερα μας είπε στα Θρησκευτικά ότι όλοι είναι αδέρφια μας και πρέπει να αγαπάμε και να βοηθάμε όλους τους ανθρώπους.
Η μητέρα χαμογέλασε και του είπε:
  • Αλήθεια είναι πρέπει να βοηθάμε τον κάθε άνθρωπο και αυτό είναι κάτι που πρέπει να κάνουμε όλοι.
Ο Άλκης τότε χάρηκε ακόμα περισσότερο. Όλο το μεσημέρι ήταν βυθισμένος σε αυτές τις σκέψεις. Τα όμορφα αυτά λόγια της αλληλεγγύης πήραν την μορφή ιδανικών και ονείρων μέσα στο αθώο του ακόμα μυαλό.
Το απόγευμα έφτασε πάλι η ώρα να φύγει. Ο Άλκης κάθε Πέμπτη απόγευμα πήγαινε στην εκκλησία. Οι γονείς του ήταν θεοσεβούμενοι άνθρωποι και τον έστελναν να παρακολουθεί την κατήχηση του παπά της ενορίας. Πήγε λοιπόν και εκείνη την Πέμπτη στο μάθημα του παπά –Φώτη, όπου συνέβη μία απρόσμενη σύμπτωση.
Ενώ ο Άλκης είχε περάσει όλοι του την μέρα να συζητάει για την  αλληλεγγύη, συνάντησε ξανά το ίδιο θέμα στο μάθημα του παπά-Φώτη. Άρχισε και εκείνος να τους μιλάει για τα ίδια πράγματα σχεδόν δύο ώρες. Όμως η μέρα αυτή δε θα τέλειωνε όπως είχε αρχίσει, σε λίγο ο Άλκης θα έπαιρνε το πρώτο του μάθημα της αληθινής ζωής με αρκετά δυσάρεστο τρόπο.
Βγαίνοντας από την εκκλησία τον  περίμενε η μητέρα του για να γυρίσουν μαζί στο σπίτι. Τότε τους πλησίασε ένα μικρό παιδάκι με παλιά ρούχα, λίγο χλωμό και βρόμικο. Φαινόταν αδύναμο και ότι είχε σίγουρα να φάει μέρες.  Είπε με τρεμάμενη φωνή:
  • Συγνώμη κυρία μπορείτε να μου αγοράσετε λίγο ψωμί από αυτό το φούρνο που είναι απέναντι;
Τότε η μητέρα του Άλκη το κοίταξε άγρια και του είπε να φύγει. Έβαλε δυνατές φωνές μέσα στη μέση του δρόμου και το παιδί τότε έφυγε αρκετά τρομαγμένο.  Όλα αυτά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Άλκη.
Σε μερικά λεπτά ύστερα από αυτό ο Άλκης ρώτησε , κάπως δειλά:
  • Μαμά γιατί διώξαμε το παιδάκι; Δεν έπρεπε να βοηθήσουμε
Η μαμά του τότε του είπε:
  • Αυτοί Άλκη μου δεν είναι καλοί άνθρωποι. Δε δουλεύουν και θέλουν να ζουν σε βάρος των άλλων.
Ο Άλκης δεν κατάλαβε αλλά δεν συνέχισε την κουβέντα. Πήγε στο σπίτι με την μητέρα του και για δύο τρεις μέρες δεν ξανασυζήτησαν για αυτό το θέμα. Ωστόσο κάποια στιγμή ο Άλκης αποφάσισε να ρωτήσει τον πατέρα του τον λόγο για τον οποίο έγινε αυτό:
  • Μπαμπά ….είπε δειλά, η μαμά εχθές έδιωξε ένα φτωχό παιδάκι που ήρθε να μας ζητήσει ψωμάκι…..
  • Και καλά έκανε! Τον διέκοψε με στόμφο ο πατέρας του. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ενόχληση για την πόλη μας
Ο Άλκης δε μπορούσε να καταλάβει. Τα γεγονότα της περασμένης Πέμπτης είχαν μπερδέψει περισσότερο τα πράγματα μέσα στο μυαλό του. Το μάθημα στα Θρησκευτικά έλεγε ότι όλη είμαστε αδέρφια και πρέπει να έχουμε αλληλεγγύη. Το ίδιο και το μάθημα που τους έκανε ο παπά-Φώτης μιλούσε για την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους και βοήθεια. Σε κανένα από τα δύο δεν υπήρχαν εξαιρέσεις. Η λύση ήταν τότε σε αυτούς τους δύο.
Ο Άλκης είχε αποφασίσει να ρωτήσει πρώτα τον παπά-Φώτη. Όταν έφτασε λοιπόν η Πέμπτη , αφού έκρυψε κάτι μαζί με τις εικόνες του και την Καινή διαθήκη στη τσάντα του έφυγε μαζί με τη μαμά του όπως κάθε φορά. Η μητέρα του τον άφησε κοντά στην εκκλησία και έφυγε κάπως βιαστική. Ο Άλκης όμως δεν είχε σκοπό αυτή τη φορά να μπει αμέσως στην εκκλησία. Εκεί κοντά είδε να τριγυρίζει πάλι εκείνο το παιδάκι. Αυτό ήταν που περίμενε κι εκείνος.  Ο Άλκης χωρίς να το σκεφτεί το πλησίασε και του είπε:
–    Γεια σου!
–    Γεια….. είπε δειλά το παιδάκι
–    Είμαι ο Άλκης.
–    Εγώ είμαι ο Στέφανος.
–    Σου έφερα λίγο ψωμί και τυρί και ένα αρκουδάκι, είπε ο Άλκης και τα έβγαλε από την τσάντα του.
–    Σε ευχαριστώ είπε ο Στέφανος , πεινούσαμε πολύ και δεν είχαμε κανένα παιχνίδι.
– Πεινούσατε; ρώτησε ο Άλκης. Δεν είσαι μόνος σου εδώ;
–  Όχι. Είμαι με το μπαμπά μου, τη μαμά μου και τα δύο μικρά αδερφάκια μου. Μένουμε στο σπίτι που είναι μέσα σε αυτό το στενό.
– Σε αυτό που δεν έχει πόρτες και παράθυρα; Γιατί;
–  Πήγαμε σε πολλές πόλεις και δε μας βοήθησε κανείς. Δε μπορούμε να ταξιδεύουμε όμως συνέχεια και μένουμε εδώ τώρα. Κανείς όμως δε μας βοηθάει, ούτε δίνουν δουλειά στο μπαμπά μου ή τη μαμά μου.
– Μα γιατί;
–   Δε ξέρω. Λοιπόν πρέπει να φύγω θα με ψάχνουν σε ευχαριστώ για όλα μπορεί να σε ξαναδώ, είπε ο Στέφανος και έφυγε.
Ο  Άλκης τότε φώναξε:
  • Θα με ξαναδείς! Θα σε βοηθήσω! Μ’ ακούς;
Ο Στέφανος γύρισε τότε και τον κοίταξε και χαμογέλασε με έναν αινιγματικό τρόπο και έπειτα έστριψε στο στενό και προχώρησε προς το σπίτι του. Ο Άλκης τότε αφού κοιτούσε για λίγα δευτερόλεπτα, έπειτα μπήκε μέσα στην εκκλησία.
Όταν τελείωσε το μάθημα στο κατηχητικό ο Άλκης πλησίασε τον παπά-Φώτη και του μίλησε για όλα όσα είχαν γίνει εδώ και μία εβδομάδα, και για όσα του είπε ο Στέφανος. Ο παπά-Φώτης τότε είπε:
  • Την ξέρω αυτή την οικογένεια Αλκιβιάδη παιδί μου. Ήρθαν από το πουθενά από ένα ξένο τόπο, ενοχλούν τα τίμια σπίτια και ζητιανεύουν. Δεν μπορούμε όμως να τους διώξουμε, ελπίζω να φύγουν μόνοι τους κάποια στιγμή.
Τότε ο Άλκης , ρώτησε :
  • Μα πάτερ είπατε ότι είμαστε αδέρφια, ότι πρέπει να έχουμε αγάπη και αλληλεγγύη.
  • Ναι παιδί μου είπε ο παπάς αλλά αυτοί ούτε χριστιανοί δε θα είναι. Όποιος δε είναι άνθρωπος του Θεού δεν έχει θέση ανάμεσα μας.
Ο Άλκης πλέον ύστερα από όλα αυτά ήταν φανερά λυπημένος. Άφησε το βραδινό του στη μέση και πήγε νωρίς για ύπνο. Όταν έμεινε μόνος στο δωμάτιο του άρχισε να κλαίει για όλα αυτά και την νύχτα είδε το Στέφανο στον ύπνο του.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε με την σκέψη ότι μόνο ο δάσκαλός του είχε απομείνει για να βοηθήσει. Αυτή ήταν και η τελευταία ελπίδα του Άλκη. Αφού έγινε λοιπόν η πρώτη ώρα στο διάλλειμα ο Άλκης πήγε και μίλησε στο δάσκαλο του. Εκείνος τότε χαμογέλασε και του είπε:
  • Τα ξέρω όλα αυτά Άλκη μου….. Ο κόσμος ήταν πάντοτε καλός στα λόγια αλλά όταν ερχόταν η ώρα να βοηθήσει το σκεφτόταν καλύτερα. Βλέπεις ο ξένος για μια μικρή πόλη είναι απειλή. Κι όταν πεινάει ακόμα περισσότερο. Εγώ τους μίλησα γι’ αυτή την οικογένεια αλλά δε με άκουσαν. Άλλωστε είμαι γέρος, δε μπορώ να κάνω και πολλά. Εσύ που είσαι μικρός, που είσαι ο σπόρος για τη νέα κοινωνία, μπορείς να κάνεις κάτι.
  • Μα τι να κάνω εγώ ρώτησε ο Άλκης με απορία;
  • Θα καταλάβεις σε λίγο του είπε ο δάσκαλος του
Μόλις τα παιδιά μαζεύτηκαν πάλι ο δάσκαλος τους είπε να γράψουν ένα γράμμα στο δήμαρχο για το τι θέλουν για την πόλη τους τα Χριστούγεννα. Τότε πλησίασε τον Άλκη και του είπε:
  • Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις…..
Ο Άλκης τότε έγραψε το γράμμα μέσα από την καρδιά του και έβαλε κάθε του σκέψη.
Δύο μέρες μετά τα γράμματα πήγαν στο δήμαρχο. Ο δήμαρχος διάβαζε χαμογελώντας τις ευχές των παιδιών. Στο γράμμα του Άλκη σταμάτησε. Το γράμμα έλεγε:
‘’ Κύριε Δήμαρχε,
Η ευχή μου για τα Χριστούγεννα είναι να μην πεινάει κανείς μέσα στη πόλη μας. Όλοι λένε ότι είμαστε αδέρφια και πρέπει να το δείχνουμε. Η αλληλεγγύη και η αγάπη πρέπει να σκεπάσει και αυτή την οικογένεια που είναι στη πόλη μας και πεινάει. Αν όπως είπε ο δάσκαλος μου ,τα παιδιά είναι σπόρος  της νέας κοινωνίας τότε τα φυτά που θα βγουν θέλω να δίνουν καρπούς αγάπης και αλληλεγγύης σε όλο τον κόσμο.

Καλά Χριστούγεννα, Άλκης Νικολάου’’

Ο δήμαρχος βρήκε το γράμμα τόσο πολύ χαριτωμένο που το δημοσίευσε στην εφημερίδα μαζί με μερικά άλλα. Μέρες μετά το συζητούσε όλη η πόλη. Άλλοι είχαν συγκινηθεί και αποφάσισαν να βοηθήσουν. Άλλοι το θεώρησαν απαράδεκτο. Οι γονείς του Άλκη ένιωσαν περηφάνια αλλά όχι για τους σωστούς λόγους, και οι καρδιές τις οικογένειας του Στέφανου ένιωσαν την πρώτη ζεστασιά.
Μέτα από καιρό η οικογένεια του Στέφανου με τα λίγα λεφτά που μάζεψαν έφυγαν για μία άλλη πόλη που τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Ο Στέφανος είχε πάντα το αρκουδάκι του Άλκη για να τον θυμάται. Η πόλη δεν άλλαξε βέβαια αυτόματα με το γράμμα του μικρού Άλκη. Όμως απέκτησε μία ελπίδα. Ένα παιδί είχε μέσα του το σπόρο. Αυτό τον σπόρο που έλεγε ο δάσκαλος. Τα παιδιά είναι η ελπίδα της κοινωνίας. Έτσι αν ο Άλκης μπορούσε να φυτέψει το σπόρο του στη πόλη θα γινόταν ένα πολύ μεγάλο δέντρο με καρπούς αγάπης και αλληλεγγύης, αληθινούς αυτή τη φορά.