Επιμέλεια Ηρακλής Κακαβάνης //
Το τραγούδι «Οι αστοί τρομάξανε» είναι ένα από τα πιο γνωστά επαναστατικά τραγούδια εμπνευσμένο από την απόδραση του Μιχάλη Μπεζεντάκου από τις φυλακές Συγγρού στις 4 Μάρτη 1932.  Ο Μιχάλης Μπεζεντάκος είχε συλληφθεί την 1 Αυγούστου  1931 για το φόνο του  αστυφύλακα Γυφτοδημόπουλου.
«Η 1η Αυγούστου, επέτειος της κήρυξης του Α΄ Π.Π., είχε καθοριστεί από την ΚΔ ως «αντιπολεμική ημέρα» και ημέρα υπεράσπισης της Σοβιετικής Ένωσης ενόψει ενός νέου αντισοβιετικού πολέμου. Το ΚΚΕ στα 1931 συνέδεσε την επέτειο με την πάλη ενάντια στον φασισμό, και συγκεκριμένα τη δράση φασιστικών οργανώσεων στην Ελλάδα, την παραγγελία πολεμικών εξοπλισμών από την κυβέρνηση Βενιζέλου κατηγορώντας την ότι προετοιμάζεται για πόλεμο παρά τις ειρηνόφιλες διακηρύξεις. Οι τροτσκιστές συμμετέχουν στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις μέσα από δικές τους παρόμοιες προσεγγίσεις
Το κράτος απαγόρευσε ρητά κάθε εκδήλωση για εκείνη την ημέρα. Ο Ριζοσπάστης και η Πάλη των Τάξεων τονίζουν την πρωτοφανή αστυνομική τρομοκρατία, καθώς πεζικά, έφιππα και μηχανοκίνητα τμήματα είχαν καταλάβει κεντρικά και πολιτικά σημεία πολλών μεγάλων πόλεων. Γενικά, καλλιεργείται από τον αστικό τύπο κλίμα τρομοκρατίας υποστηρίζοντας ότι μυστική εγκύκλιος του ΚΚΕ καλούσε σε ταραχές (…)
Οι κομμουνιστές της Δραπετσώνας είχαν καλέσει συγκέντρωση για την 1η Αυγούστου σε ένα καφενείο της περιοχής. Η αστυνομία του Πειραιά εμπόδιζε την προσέγγιση. Εκεί συνελήφθη ως ύποπτος για ταραχές το μέλος του ΚΚΕ Κώστας Σαρίκας. Ο αστυνομικός Γεώργιος Γυφτοδημόπουλος ανέλαβε να τον οδηγήσει στο αστυνομικό τμήμα Ταμπουρίων. Σε ένα σκοτεινό σημείο τρεις κομμουνιστές περίμεναν για να τον απελευθερώσουν. Από τη συμπλοκή τραυματίσθηκε θανατηφόρα ο αστυνομικός (…)»[1].
Από εδώ και πέρα ας δούμε πώς αφηγείται τα γεγονότα η αδελφή του Μιχάλη Μπεζεντάκου στον «Ριζοσπάστη»[2]. Σε επόμενη ανάρτηση θα αναδημοσιεύσουμε σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του του Δημήτρη Γκιώνη «Οι μεγάλες αποδράσεις».
***

Η ιστορία του θρυλικού Μπεζεντάκου

«Θα σου πω πώς γίνηκε η σύλληψή του και πώς δραπέτευσε… Το 1931 ήταν 19 χρόνων, δούλευε σε καρφιτσάδικο. Και δεν τον φώναζαν μάλιστα με το όνομά του. «Καρφίτσα» τον λέγανε.
Ο Μιχάλης Μπεζεντάκος
Ο Μιχάλης Μπεζεντάκος
Ηταν πολύ δραστήριος. Πρώτος στις εργατικές διεκδικήσεις… Πρώτη Αυγούστου του 1931. Στη Δραπετσώνα κάνανε απεργία στα λιπάσματα οι εργάτες. Κείνες τις μέρες ο Μιχάλης βρισκόταν στην Ελευσίνα, σε ένα σαπουνάδικο. Έμαθε για την απεργία και ήρθε για συμπαράσταση. Συμπτωματικά την προηγούμενη μέρα είχε έρθει από ταξίδι ο αδερφός μας ο Γιώργης. Εφερε και τρία όπλα. Τάχαμε βάλει σε τούτο δω τούτο δωματιάκι που τότε ήταν κουζίνα. Πάνω στην πιατοθήκη. Έφυγε ο Γιώργης για κηνύγι με τους φίλους του. Το μεσημέρι θυμάμαι ήρθε κουρασμένος ο Μιχάλης. Τούβαλα να φάει κι ύστερα τούστρωσα στην αυλή να ξαποστάσει, γιατί εγώ άσπριζα στην κουζίνα. Σαν ξαπόστασε πήρε ένα όπλο από την κουζίνα, τόβαλε στο ζωνάρι του και τράβηξε για τη Δραπετσώνα. Μόλις έφτασε αντάμωσε ένα φίλο του, τον Σαρίκα που τον πήγαινε αλά μπρατσέτα ο αστυφύλακας Νίκος Γυφτοδημόπουλος.
–          Ακόμα δε μαζευτήκαμε συνοδεία σε πάνε; Λέει του Σαρίκα
–          Ας’ τον ήσυχο, λέει μετά του αστυφύλακα. Εκείνος έκανε πως δεν άκουσε και προχώρησε. Επέμεινε ο Μιχάλης και έτσι αρπαχτήκανε. Τράβηξε πρώτα πιστόλι ο αστυφύλακας κι όπως ήταν αγκαλιασμένοι τον πυροβόλησε κάτω από το μπράτσο. Αστόχησε όμως κι η σφαίρα τον τραυμάτισε ελαφρά. Πριν προλάβει να ξαναπυροβολήσει ο Γυφτοδημόπουλος, τραβάει ο Μιχάλης το δικό του και με μια παταριά τον έριξε κάτω. Ετσι έγινε το φονικό, βρέθηκαν και τα δυο τα πιστόλια καπνισμένα.
–          Δυο μήνες αργότερα, τον Οκτώβρη, ο Μιχάλης είπε στις Αρχές:
–          «Τον σκότωσα πριν προλάβει να με σκοτώσει».

Τους είχαν κομματιάσει

Κείνη την ημέρα φορούσε ο Μιχάλης ένα καινούριο γκρι κοστούμι. Αμέσως μετά το φονικό εξαφανιστηκε. Συλλάβανε επί τόπου τον Κώστα Σαρίκα, τον Μόσχο Δουλγέρη, τον Αβραάμ Δαβίσογλου, τον Γιάννη Καλογερίδη και τον Βοσνάκη.
Τους τυράννυσαν πολύ για να μαρτυρήσουν ποιος ήταν ο άνθρωπος με τα γκρι ρούχα. Εκείνοι δεν ξέρανε το όνομά του. Ξέρανε μονάχα το σπίτι που μέναμε, φέρανε εδώ απ’ έξω, πάνω στην καρότσα μιας μοτοσικλέτας, τον Σαρίκα και τον Δουλγέρη. Βουτηγμένους στο αίμα, γυμνούς, με σπασμένα χέρια και πόδια. Τους είχαν κομματιάσει Όπως μάθαμε ύστερα, του Καλογερίδη δεν τούχαν αφήσει ούτε νύχια, ούτε δόντια. Φυσικά ο Μιχάλης δεν ήταν εδώ. Κι ούτε ξέραμε πού βρισκόταν. Μας κάνανε άνω κάτω. Μας εκβίαζαν να μαρτυρήσουμε. Μας παρακολουθούσαν στενά. Πιάσανε και το Γιώργη. Μας ρήμαξαν το σπιτικό. Είχαμε μια παράγκα γεμάτη βιβλία του Μιχάλη. Τα φόρτωσαν σε ένα φορτηγό και τα κάψαν μπροστά στο Δημοτικό Θέατρο για να βλέπει και να παραδειγματίζεται ο κόσμος. Ο,τι φωτογραφίες βρήκανε τις πήρανε κι αυτές… Τι τραβήξαμε παιδί μου… Τι τραβήξαμε…

Το ‘λεγε η καρδιά του

–          Ήταν ατρόμητο παλικάρι. Τόλεγε η καρδιά του. Δε δείλιαζε μπροστά σε τίποτα και σε κανέναν. Δεν ήξερε τι θα πει κίνδυνος, φόβος. Μέχρι που τον συλλάβανε είχε καταφέρει να βγάλει πλαστά χαρτιά. Πως δήθεν, είχε υπηρετήσει στο Ναυτικό΄- την έχω αυτή τη φωτογραφία – πως ήταν φοιτητής… Μια μέρα τον συνάντησε ο Μπίρκας ένα αρχειομαρξιστής. Του πρότεινε να τον κρύψει. Ετσι τον πήρε στο εξοχικό του στην Μαγκουφάνα (έξω από το Μαρούσι). Λίγο καιρό μετά τον πιάσανε στον ύπνο. Από το παράθυρο μπήκανε ένα τσούρμο αστυφύλακες και τον αιφνιδιάσανε. Δυο πιστόλια είχε πάνω του ο Μιχάλης. Δεν θα τον πιάνανε εύκολα. Μάθαμε αργότερα πως ο Μπίρκας τον κατάδωσε. Του δώκανε 100.000 χιλιάδες δραχμές. Για τα λεφτά, το παραδέχτηκε και ο ίδιος. Ήρθε σε εμένα ο Μπίρκας για να εξιλεωθεί. Μουυ είπε πως πιάσανε το Μιχάλη αφού παρακολουθήσανε την αδελφή μας την Ευανθία. Εκείνη όμως δεν πήγε ποτέ να τον δει… Τον πήγανε στις φυλακές Συγγρού. Η δίκη του Μιχάλη και των 5 συντρόφων του θα γινόταν στι 7 Μάρτη του ’32. Ήταν σίγουρο πως θα τον τουφεκίζανε. Οι σύντροφοί του για να διευκολύνουν τη φυγή του, κατάφεραν να μεταφερθεί σε ένα άλλο δωμάτιο, μαζί με τον Μαρμέλλη[3] και τον Νεφελούδη[4].
mpezentakos2
Το ιστορικό της απόδρασής του είναι λίγο πολύ γνωστό. Τρεις μέρες έκανε τον άρρωστο. Έδενε το κεφάλι του με μια πετσέτα γιατί τάχατες είχε φοβερό πονοκέφαλο. Δεν δεχόταν να δει κανέναν μας. Ενας ξάδερφός μας τσαγκάρης του προμήθευσε κρυφά ένα λοστό. Ο Θεοδόσης Μπεζεντάκος. Πλήρωσε πολλά κι αυτός μετά.
Στο πλυσταριό, όπου άνοιξε την τρύπα πριν από τον εξωτερικό τοίχο υπήρχε ένας χαμηλότερος μεσότοιχος και ενδιάμεσα ένα κενό. Εμπαινε λοιπόν στο κενό και έβρεχε τον εξωτερικό τοίχο μέχρι να πέσουν οι σοβάδες.
Στις 4 Μάρτη τη νύχτα, φυσούσε ένας λυσσασμένος αγέρας[5]. Ετσι ούτε και όταν έπεσε η μεγάλη πέτρα ο φρουρός που έστεκε στη γωνία ακριβώς από πάνω δεν άκουσε τίποτα. Πήδηξε μετά και ο Μιχάλης. Καθώς έπεφτε χτύπησε στο κεφάλι. Το πρωί, σε μια γούβα νερό, κάτω από την τρύπα βρέθηκε και αίμα. Οι σύντροφοι ου τον περίμεναν τον πήραν κι έγιναν άφαντοι. Όταν ένας εξωτερικός φρουρός ανακάλυψε την τρύπα και έγιναν οι σχετικές έρευνες βρήκαν στο κρεβάτι του Μιχάλη το ομοίωμά του. Ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο γεμάτα άχυρα απ’ το στρώμα του. Στο ψεύτικο κεφάλι ήταν δεμένη η πετσέτα. Στον Αβραάμ τον Δερβίσογλου είχε στείλει σημείωμα πούγραφε: «Το περίμενες ποτέ πως θα σκάσει δίπλα σου μια βόμβα και δε θα πάρεις είδηση;».
Ο ίδιος ο Αβραάμ αναρωτιόταν αργότερα: «Ούτε γάτος νάτανε. Πώς ανέβηκε το μεσότοιχο;». Ηταν αρκετά ψηλός βλέπεις».
mpezentakos3
Ετσι έγινε η απόδραση του Μπεζεντάκου.
Ο «Ριζοσπάστης» την άλλη μέρα έγραφε: Ύστερα από απόφαση του ΠΓ απόδρασε απ’ τις φυλακές Συγγρού ο σ. Μπεζεντάκος. Το ΠΓ της ΚΕ».
Αμέσως μετά φυγαδεύτηκε στη Σοβιετική Ενωση όπου δούλευε σε μεταλλουργικό εργοστάσιο. Σύμφωνα με επίσημε πληροφορίες πούχε στα χρόνια της Κατοχής το ΚΚΕ ο Μ. Μπεζεντάκος πολέμησε και σκοτώθηκε στις μάχες της Ισπανίας.
«Λίγες μέρες μετά την απόδραση συνεχίζει η κυρα-Κρυστάλλω – πήραμε ένα σημείωμα: «Η Μαρία είναι στην Πόλη και είναι καλά» Καταλάβαμε πως ήταν δικό του από το γραφικό χαρακτήρα. Από τότε δεν ξαναμάθαμε τίποτα.

[1] «Οι αστοί τρομάξανε..», η υπόθεση του φόνου του αστυνομικού Γυφτοδημόπουλου, Κώστας Παλούκης (ilesxi.wordpress.com)
[2] «Η ιστορία του θρυλικού Μπεζεντάκου», συνέντευξη της αδελφής του Μ. Μπεζεντάκου στην Αρετή Αθανασίου
[3] Μαρμαρέλης, δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη»
[4] Συνδικαλιστής. Μαζί τους ήταν και ο επίσης συνδικαλιστής Χριστοδουλάκης
[5] Είχε προηγηθεί πρώτη απόπειρα απόδρασης την προηγούμενη νύχτα, όμως δε κατάφερε, όπως υπολόγιζε, να ανοίξει τον τοίχο πάχους 8 εκ. Ετσι πήρε την απόφαση, να συνεχίσει την επομένη.