16 Ιουν 2016

Το παραμύθι της «δίκαιης ανάπτυξης» είναι παλιό και στρωμένο με αντιλαϊκά μέτρα

Το παραμύθι της «δίκαιης ανάπτυξης» είναι παλιό και στρωμένο με αντιλαϊκά μέτρα
Η ομιλία του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, χτες στην Ολομέλεια της Βουλής



Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Είναι τραγικό να σκεφτεί κανείς ποια είναι η πραγματική ζούγκλα στην αγορά εργασίας που έχουν διαμορφώσει οι νομοθετικές παρεμβάσεις των κυβερνήσεων του κεφαλαίου, όλη την περίοδο από την αρχή της οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα.
Ποιο είναι το βάρβαρο νομικό πλαίσιο στο οποίο πατάει η εργοδοσία και ξεσαλώνει πραγματικά σε εργασιακούς χώρους και κλάδους, επιβάλλοντας ακόμα χειρότερους όρους.
Αυτό το ήδη βάρβαρο πλαίσιο καλείται σήμερα η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, κατ' απαίτηση των επιχειρηματικών ομίλων, να το κάνει ακόμα χειρότερο, υπηρετώντας και αυτή, όπως και οι προηγούμενοι, το στρατηγικό στόχο της ανάκαμψης των κερδών τους.
Κι ενώ η πράξη της δηλώνει μια βαθιά αντεργατική κατεύθυνση, η κυβέρνηση καταφεύγει στην προπαγάνδα των «κόκκινων γραμμών», όταν αποκαλύπτεται πλέον, ότι δεν υπήρξαν ποτέ αυτές ως γραμμές υπεράσπισης των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων.
Η «κόκκινη γραμμή» φοριέται πολύ σ' αυτήν την κυβέρνηση. Μόνο που αδυνατεί να κρύψει τη «γύμνια» της. Ο λαός γνωρίζει καλά με ποιον τρόπο η κυβέρνηση υπεράσπισε το λαϊκό εισόδημα, τις συντάξεις, την πρώτη κατοικία.
Μόνη «κόκκινη γραμμή» της κυβέρνησης η υπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου
Μαζί με την εφαρμογή των αντιλαϊκών μέτρων που έχουν ήδη αποφασιστεί, προετοιμάζονται γοργά τα επόμενα μέτρα για τη δεύτερη «αξιολόγηση».


Eurokinissi
Τα επόμενα αντιλαϊκά μέτρα - «γέφυρα» για την ολοκλήρωση της πρώτης και για την επίσημη έναρξη της δεύτερης «αξιολόγησης» του μνημονίου βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο της διαβούλευσης της συγκυβέρνησης με το κουαρτέτο.
Σε αυτό το πλαίσιο, στο επόμενο πακέτο με τα νέα αντιλαϊκά μέτρα περιλαμβάνεται και η αναμόρφωση των τιμολογίων της ΔΕΗ για τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές, ζήτημα που βάζει σταθερά στο τραπέζι και η πλευρά του ΣΕΒ, με κατεύθυνση τη μείωση του λεγόμενου «ενεργειακού κόστους» των βιομηχανιών.
Αναφέρονται και «εκκρεμότητες στο Ασφαλιστικό», χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ενώ στο αντιλαϊκό τραπέζι βρίσκονται και τα «ισοδύναμα μέτρα» που αφορούν στα ειδικά μισθολόγια του Δημοσίου.
Επίσης, η επιτάχυνση της «απελευθέρωσης» και των ιδιωτικοποιήσεων σε τομείς της οικονομίας.
Την ίδια ώρα, στα σκαριά και υπό συζήτηση με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς βρίσκεται το σχέδιο για τη λεγόμενη «παραγωγική ανασυγκρότηση», που με τη σειρά του θα αποτελέσει τον μπούσουλα για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας του εγχώριου κεφαλαίου, με άξονα τις νέες κρατικές παρεμβάσεις για τις επενδύσεις και την ενίσχυση ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων και κλάδων της οικονομίας και της παραγωγής με «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα».
Και βέβαια, τα παραπάνω συνδέονται και με την εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων που ήδη ψηφίστηκαν, αλλά απαιτούν νέες κανονιστικές ρυθμίσεις.
Για την κυβέρνηση, η πραγματική «κόκκινη γραμμή» είναι μία και χαράσσεται με γνώμονα τα συμφέροντα του κεφαλαίου, για να δουν βέβαια άσπρη μέρα μόνο τα κέρδη του.
Οι δικές του ανάγκες υπαγορεύουν πόσα και ποια μέτρα θα παρθούν, υποβάλλουν αυτή ή την άλλη στάση της κυβέρνησης, στο πλαίσιο βέβαια της διαπραγμάτευσης και με τους δανειστές.
Με δεδομένη τη συνεχιζόμενη ύφεση στην Ελλάδα, τη δυσκολία της ΕΕ να περάσει σε δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης, την όξυνση όλων των αντιθέσεων, η πορεία της αντιλαϊκής κλιμάκωσης είναι προδιαγεγραμμένη.
Το άνοιγμα των Εργασιακών σε λίγους μήνες το επιβεβαιώνει αυτό, όπως και η παραδοχή της κυβέρνησης ότι όλα είναι ανοιχτά στο τραπέζι. Αλλωστε, το εγχώριο κεφάλαιο δεν έκρυψε ποτέ ότι η ανάκαμψη της κερδοφορίας του, πέραν της γενναίας στήριξης απ' τον κρατικό κορβανά - όπως προκύπτει και απ' τον «αναπτυξιακό νόμο» - προϋποθέτει φθηνότερη την εργατική δύναμη, σμπαράλιασμα των εργασιακών σχέσεων, περιστολή των όποιων δικαιωμάτων έχουν απομείνει.
«Κόκκινες γραμμές» με βάση τα συμφέροντά του μπορεί και πρέπει να χαράξει μόνο ο ίδιος ο λαός, που είναι και ο μόνος που μπορεί να τα υπερασπιστεί αποτελεσματικά.
Δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη και για τους εργαζόμενους και για τους καπιταλιστές
Αλήθεια, τι ανάπτυξη θα είναι αυτή που θα έρθει; Γιατί, υπάρχει ανάπτυξη και «ανάπτυξη». Ανάπτυξη για τους λίγους και ανάπτυξη για τους πολλούς. Ανάπτυξη για όλους λέμε εμείς δεν μπορεί να υπάρξει. Είναι άλλο πράγμα η ανάπτυξη για τον εργάτη, τον εργαζόμενο, κι άλλο ποια ανάπτυξη συμφέρει τον καπιταλιστή, το βιομήχανο, τον εφοπλιστή. Με αυτούς τους δεύτερους είναι ο «αναπτυξιακός νόμος» που φέρνει η κυβέρνηση.
Κι έτσι εξηγείται γιατί ήδη έχετε πάρει τα εύσημα από το Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων, έτσι εξηγείται γιατί προχτές στα «Ποσειδώνια» στον Πειραιά πήρε τα εύσημα από τους εφοπλιστές και από τα μεγάλα συμφέροντα ο κ. πρωθυπουργός.
Ετσι εξηγείται γιατί της λέει «μπράβο» τώρα ο Σόιμπλε, το γνωστό κοράκι πριν ένα χρόνο και δε συμμαζεύεται όπως τον ονομάζατε. Γι' αυτό παίρνετε «μπράβο» από τον Ντάισελμπλουμ, από τον Βαλς, απ' τον ένα απ' τον άλλο, απ' όλα δηλαδή τα κοράκια που ξεζουμίζουν και τους δικούς τους λαούς, που ξεζουμίζουν και το λαό της Ελλάδας, τους εργαζόμενους αυτής της χώρας.
Παλιό παραμύθι με πρόσθετες δόσεις θράσους και πολιτικής εξαπάτησης
Το παραμύθι περί «δίκαιης ανάπτυξης» είναι πάρα πολύ παλιό.
Κυκλοφόρησε και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, με πληθώρα τίτλων, άλλοτε το λέγανε «Ισχυρή Ελλάδα», «Επανίδρυση του κράτους», «Success Story» και διάφορα τέτοια.
Ο βασικός πυρήνας της αφήγησης όλων αυτών των κυβερνήσεων είναι στην ουσία ο ίδιος: Πάντοτε ο λαός καλείται άμεσα να κάνει θυσίες, με την υπόσχεση ότι αυτές θα είναι προσωρινές και θα συμβάλλουν στην αύξηση των κερδών των μονοπωλιακών ομίλων. Η αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, στη συνέχεια, θα διασφαλίσει δήθεν την ευημερία των μισθωτών και των αυτοαπασχολούμενων σε κάποιο αόρατο μέλλον.
Παρότι το παραμύθι είναι παλιό, η νέα αφήγηση από τον σημερινό πρωθυπουργό παίρνει εύκολα το πρώτο βραβείο και του θράσους και της πολιτικής εξαπάτησης.
Οι εργάτες, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι αγρότες μετρούν μεγάλες, αιματηρές πραγματικά απώλειες από την αρχή της καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα.
Ο μέσος μισθωτός, πριν από τη φορολογία του εισοδήματός του έχει χάσει πάνω από το 25% της αγοραστικής δύναμης που είχε το 2009.
Ο κατώτερος μισθός έχει ήδη κατέβει στα 586 ευρώ μεικτά από τα 751 ευρώ πριν το 2012.
Ο ένας στους δύο Ελληνες οφείλει πλέον στην εφορία. Μέσα στο πρώτο φετινό τετράμηνο, τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς την εφορία αυξήθηκαν κατά 4,33 δισ. ευρώ.
Από τους 137 χιλιάδες που είχαν ενταχθεί στη ρύθμιση των 100 δόσεων, σήμερα οι 54 χιλιάδες δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν.
Αντίστοιχα, διογκώθηκαν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη ΔΕΗ και έφτασαν τα 2,7 δισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2016.
Η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν οδήγησε σε κάποια ανάκτηση έστω ενός μέρους των μεγάλων προηγούμενων απωλειών, αλλά φόρτωσε και φορτώνει το λαό με ασήκωτα νέα βάρη. Η ανάπτυξη των άδικων έμμεσων φόρων - ιδιαίτερα του ΦΠΑ - η μείωση του αφορολόγητου ορίου, η διατήρηση του ΕΝΦΙΑ, η μείωση των επικουρικών συντάξεων, η σφαγή των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων είναι η πικρή γεύση από τη νέα «αριστερή» διαχείριση.
Την ίδια περίοδο της κρίσης, είχαμε έξοδο από τη χώρα χρηματικού κεφαλαίου 140 δισ. ευρώ και οι εφοπλιστές πληρώνουν για ετήσιους φόρους τα ναύλα 2-3 ημερών. Συνολικά, το μονοπωλιακό κεφάλαιο συνεισφέρει λιγότερα από το 5% στα ετήσια φορολογικά έσοδα.
Επομένως, ο λαός πρέπει να κρίνει κάθε νέα αστική δήθεν αναπτυξιακή πολιτική, με κριτήριο την ανάκτηση των μεγάλων απωλειών του και κυρίως την απαίτηση ικανοποίησης των αναγκών του, που θυσιάζονται συνεχώς στο βωμό αυτού του κέρδους.
Απαίτηση του κεφαλαίου και στρατηγική της ΕΕ η κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης
Η κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης δεν αποτελεί αναγκαστική υποχώρηση της κυβέρνησης στις εξωτερικές πιέσεις της τρόικας, όπως έχει ισχυριστεί και ο κ. Τσίπρας.
Στην ίδια κατεύθυνση με τους εκπροσώπους της ΕΕ και της ΕΚΤ, του ΔΝΤ κινούνται και οι απαιτήσεις του ΣΕΒ για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και για νέες φοροελαφρύνσεις των κερδών του κεφαλαίου.
Η συγκεκριμένη πολιτική βέβαια δεν αποτελεί και ελληνική πρωτοτυπία. Οι βασικές κατευθύνσεις της εφαρμόζονται σ' όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ και αποτυπώνονται στη «Στρατηγική Ευρώπη 2020». Χαράχτηκαν πολύ πριν τη διεθνή καπιταλιστική κρίση του 2009 και δεν αφορούν μόνο υπερχρεωμένα κράτη.
Τα τελευταία 15 χρόνια, η κρατική ενίσχυση των επενδύσεων των ιδιωτικών ομίλων έφτασε τα 12 δισ. ευρώ. Το συνολικό ύψος των επενδύσεων έφτασε τα 32 δισ. ευρώ. Η εργατική τάξη γνωρίζει πλέον απ' την ίδια της την πείρα ποιος ωφελήθηκε απ' αυτό τον πακτωλό των κρατικών ενισχύσεων και απ' τις επενδύσεις των μονοπωλιακών ομίλων.
Η κυβέρνηση, θέλοντας να προβάλει το διαφορετικό στίγμα του νέου «αναπτυξιακού νόμου», ισχυρίζεται ότι η κυβερνητική πολιτική αξιοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό, προωθεί την εξωστρέφεια και την καινοτομία, τις μεγάλες «τεχνολογικές τομές στον παραγωγικό ιστό της χώρας». Παράλληλα, τονίζει ότι το κράτος πρέπει να είναι αρωγός στην προσπάθεια του ιδιωτικού τομέα.
Πίσω απ' τη ρητορική, λέμε εμείς, για την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, κρύβεται η ατελείωτη αλυσίδα μέτρων που κάνουν πιο φθηνή την εργατική δύναμη.
Πίσω απ' τις διακηρύξεις για αποτελεσματικό κράτος, κρύβεται η μεγαλύτερη φοροαφαίμαξη του λαού μας και οι περικοπές δαπανών κοινωνικής πολιτικής, για να αυξηθεί η κρατική ενίσχυση των ντόπιων ομίλων και να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των δανειστών.
Η αξιοποίηση της καινοτομίας, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα, δεν χρησιμοποιείται σ' αυτό εδώ το σύστημα, στον καπιταλισμό, για να βελτιωθεί η θέση των εργαζομένων, αλλά για να αυξηθούν τα κέρδη του κεφαλαίου.
Η χρηματοδότηση προγραμμάτων καινοτομίας για μικρές επιχειρήσεις αφενός αφορά ένα ελάχιστο μέρος του συνόλου τους και αφετέρου αναθέτει σ' αυτές ένα σημαντικό μέρος του επιχειρηματικού ρίσκου. Οποιες διαμορφώνουν κερδοφόρες πατέντες μπορούν εύκολα να εξαγοραστούν, όπως όλοι ξέρουμε σε αυτήν εδώ την αίθουσα και έξω απ' αυτήν, από τους μεγάλους, τους μεγαλύτερους ομίλους.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ εξυπηρετεί πολλαπλά τα συμφέροντα του κεφαλαίου
Εχει ιδιαίτερη σημασία να επισημάνουμε σήμερα ότι με βάση τα μεγέθη που παρουσιάζει η ίδια η κυβέρνηση και το αναιμικό αναπτυξιακό πακέτο χρηματοδότησης, 3,6 δισ. ευρώ, η πρόβλεψή της για γρήγορη και σημαντική ανάκαμψη είναι και ατεκμηρίωτη και αβέβαιη.
Μια απλή ματιά στην επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας, στην κατάσταση της Ευρωζώνης, στην αύξηση της ανισομετρίας, στην ανάπτυξη των κρίκων της ΕΕ και στην πορεία της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής είναι αρκετή για να αμφιβάλλουμε. Τουλάχιστον αυτό.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ εξυπηρετεί πολλαπλά τα συμφέροντα του κεφαλαίου αυτήν την περίοδο.
Προωθεί σκληρά αντεργατικά μέτρα με πολύ μικρότερη, είναι γεγονός, λαϊκή αντίσταση απ' αυτήν που θα συναντούσε μια κυβέρνηση, για παράδειγμα ΝΔ - ΠΑΣΟΚ.
Συμβάλλει στον αφοπλισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, όχι μόνο με τη δράση του κυβερνητικού συνδικαλισμού, του παραδοσιακού, αλλά και με την απογοήτευση κάποιων τμημάτων εργαζομένων. Τμημάτων, που, αφού παρασύρθηκαν απ' το εμπόριο κάλπικης ελπίδας του ΣΥΡΙΖΑ της προηγούμενης περιόδου, τώρα οδηγούνται στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πολιτική λύση.
Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ διασφαλίζει τον αναγκαίο χρόνο για την αναμόρφωση και την παραπέρα θωράκιση αυτού του αστικού πολιτικού συστήματος, τον εκσυγχρονισμό του αστικού κράτους, ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικό στην προώθηση της στρατηγικής του, όπως είναι οι διεργασίες και για το σύνταγμα και για τον εκλογικό νόμο κ.λπ.
Στους εγχώριους και ξένους μονοπωλιακούς ομίλους, επίσης, διασφαλίζει προκλητικούς προνομιακούς όρους για την αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας, όπως είναι το ξεπούλημα του Ελληνικού, τα περιφερειακά αεροδρόμια και άλλα που έπονται.
Τέλος, πολύτιμη για το σύστημα είναι η συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ στο να εγκλωβιστεί ο λαός στην επιλογή τού δήθεν μικρότερου κακού. Η κυβέρνηση καλεί συνεχώς το λαό να συγκρίνει τα πλήγματα που δέχτηκε απ' τη δική της πολιτική, σε σχέση με εκείνα που δέχτηκε απ' τη διακυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ.
Προσπαθεί να συσκοτίσει το γεγονός ότι όχι μόνο αποδέχτηκε όλους τους αντιλαϊκούς νόμους και τα μέτρα των προηγούμενων, αλλά συνέχισε να φορτώνει στο λαό νέα, ασήκωτα βάρη.
Στις σημερινές συνθήκες, επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την κατάλληλη αστική επιλογή, για να προχωρήσει η βρώμικη δουλειά, όπως επανειλημμένως έχουμε πει και απ' αυτό το βήμα, της ισοπέδωσης των λαϊκών δικαιωμάτων.
Το ζητούμενο για τους εργαζόμενους και το λαό είναι να οργανώσουν την αντεπίθεσή τους
Για όλους αυτούς τους λόγους, η «δίκαιη ανάπτυξη» μέσα στο σύστημα της εκμετάλλευσης, αποτελεί μάλλον ένα από τα πιο σύντομα ανέκδοτα. Αν δεν ήταν τραγικό, δηλαδή.
Η πλούσια διεθνής και ελληνική πείρα επιβεβαίωσε ότι καμιά αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να εξανθρωπίσει τον καπιταλισμό. Καθώς σαπίζει αυτό το σύστημα, ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, θα γίνεται όλο και πιο βάρβαρος, όλο και πιο αντιδραστικός.
Το ζητούμενο για τους εργάτες συνεπώς, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, είναι να οργανώσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται, όσο πιο αποφασιστικά γίνεται την αντεπίθεσή τους.
Σημαδεύοντας, όμως, τον πραγματικό αντίπαλο, που φράζει το δρόμο, για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες τους, με αφετηρία την απαίτηση για άμεση ανάκτηση των μεγάλων απωλειών του λαού την περίοδο της κρίσης, όπως η άμεση αποκατάσταση του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ, πρέπει και μπορούν να οργανωθούν μαζικοί, μαχητικοί αγώνες σε αντιμονοπωλιακή - αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Κόντρα στις επιδιώξεις της κυβέρνησης, το ταξικό εργατικό κίνημα να οργανώσει την πάλη για την αντιμετώπιση τόσο αυτής της πολιτικής όσο και κύρια την αντιμετώπιση της μεγάλης επιθετικότητας του κεφαλαίου. Τέτοιο είναι, για παράδειγμα, το μέτωπο των Συλλογικών Συμβάσεων και η συζήτηση μέσα στο κίνημα, μέσα στα σωματεία, στους τόπους δουλειάς για τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να ανοίξει αυτό. Δεν είναι απ' τα συνηθισμένα μέτωπα όλα αυτά. Αφορούν την καρδιά της ταξικής αναμέτρησης απέναντι σε μια ενιαία επίθεση, σε μια ενιαία επιθετική πολιτική του κεφαλαίου. Αφορά στην υπεράσπιση της εργατικής τάξης και του βιοτικού της επιπέδου απ' τη ληστρική εκμετάλλευση, τη διεκδίκηση των απωλειών που είχε και, κυρίως, τη διαμόρφωση των συνθηκών εκείνων που θα ενισχύσουν τη διαπραγματευτική της θέση απέναντι στη μεγάλη καπιταλιστική εργοδοσία.
Η συζήτηση αφορά στο πώς θα οργανωθεί η αντεπίθεση των εργατών ενιαία, κατά κλάδο, πανελλαδικά. Πώς θα δημιουργηθούν οι όροι που θα επιτρέπουν στο λαό μας να περάσει στην αντεπίθεση. Χρειάζονται πολύ μεγάλη προσπάθεια και αποφασιστικά βήματα και στο βαθμό οργάνωσης των εργαζομένων και στην ενίσχυση της ταξικής γραμμής, από τις οργανώσεις που συσπειρώνονται σε αυτήν τη γραμμή.
Για την εργατική τάξη δεν υπάρχει καμία ελπίδα κι όταν ακόμα περάσουμε σε κάποια ανάκαμψη, αν δεν οργανώσει τον δικό της αγώνα. Γι' αυτό και αυτοί οι αγώνες της δε θα έχουν δυναμισμό και προοπτική αν δε συνδέονται με ισχυρή αμφισβήτηση της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Εάν δεν είναι σκληρή και μαζική ταξική πάλη για ανάπτυξη προς όφελος του λαού και όχι βέβαια της κερδοφορίας των λίγων καπιταλιστών.
Στο βαθμό που συνειδητοποιείται αυτή η ανάγκη, και μπαίνουν στην άκρη οι τυχοδιώκτες, οι καιροσκόποι, θα έχουμε και αποτελεσματικούς διεκδικητικούς αγώνες. Αγώνες με ριζοσπαστικούς στόχους πάλης που θα φωτίζουν την ανάγκη αποφασιστικής σύγκρουσης με την πολιτική και την εξουσία των μονοπωλίων, όπως είναι η πάλη για την κατάργηση της εμπορευματοποίησης της Κοινωνικής Ασφάλισης, στην Υγεία, στην Παιδεία.
Μόνο η οργάνωση της εργατικής - λαϊκής αντεπίθεσης μπορεί να ανακόψει και να ανατρέψει τις νέες δέσμες αντιλαϊκών μέτρων, που έρχονται καλυμμένες με το μανδύα μιας δήθεν «δίκαιης ανάπτυξης». Σ' αυτήν την κατεύθυνση, οι δυνάμεις του ΚΚΕ και μέσα και έξω απ' τη Βουλή θα δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους το επόμενο διάστημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ