Γράφει ο Σφυροδρέπανος //
Φεύγοντας -μια μέρα σαν και σήμερα, πριν από 67 χρόνια- από την ελληνική επικράτεια, κι υποχωρώντας προς την Αλβανία, μαζί με τους τελευταίους αντάρτες του ΣΕ, ο Νίκος Ζαχαριάδης έσκυψε συγκινημένος και πήρε στη χούφτα του ένα κομμάτι ελληνικής γης, που το κουβαλούσε πάντα μαζί του, ως το θάνατό του.
Μια χούφτα χώμα από τη γη που υπερασπίστηκαν ηρωικά, σε έναν άνισο αγώνα, οι μαχητές του ΔΣΕ στο Γράμμο και στο Βίτσι, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο, την Κρήτη, τη Σάμο και δεκάδες άλλες ελληνικές γωνιές.
Τη γη που πότισαν με το αίμα τους χιλιάδες αγωνιστές, παλεύοντας για έναν καλύτερο κόσμο και μια Ελλάδα λεύτερη από κατακτητές και δωσίλογους, καταπιεστές και αφεντικά.
Τη γη που κατέκαψαν με βόμβες ναπάλμ οι διεθνείς σύμμαχοι του κυβερνητικού στρατού, την ξεγύμνωσαν από τον πληθυσμό και τους καλλιεργητές της, για να απομονώσουν τους αντάρτες από τη λαϊκή στήριξη, από την οποία και αντλούσαν δύναμη κι εφόδια, όπως ο Ανταίος από τη γη.
Τη γη που παρέδωσαν μαζί με ύδωρ στους υψηλούς τους προστάτες οι αστοί κυβερνήτες, όπως ο Π. Κανελλόπουλος, όταν παρουσίαζε τις μονάδες του κυβερνητικού στρατού, στον Αμερικανό Βαν Φλιτ:
-Στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας…
Τη γη με την οποία μόνο ο κόσμος του μόχθου είναι δεμένος και νοιάζεται για την πρόοδό της -όπως είχε πει και ο Άρης Βελουχιώτης, στον ιστορικό του λόγο.
Αυτός ο αγώνας είναι η κορυφαία ταξική σύγκρουση στην ιστορία του τόπου μας και αφήνει βαριά, πολύτιμη παρακαταθήκη στο λαϊκό κίνημα και κάθε αγωνιστή ξεχωριστά, που καλείται να μην παραδώσει γη και ύδωρ στους εκμεταλλευτές. Και έχει να διαλέξει ανάμεσα στις αλυσίδες της τυραννίας και τη σύγκρουση, τα όπλα. Που σήμερα έχουν μείνει παρά πόδας, αλλά ο αγώνας δε σταματά ποτέ, απλά συνεχίζεται, με άλλες μορφές.