Κανένας συμβιβασμός
Στην
επιχειρησιακή σύμβαση που υπέγραψε το σωματείο της ΜΕΒΓΑΛ με την
εργοδοσία και παρουσίασε αναλυτικά ο χτεσινός «Ριζοσπάστης», εργαζόμενοι
και εργοδότης συμφωνούν ότι οι όροι της σύμβασης είναι οι πλέον
ενδεδειγμένοι «υπό την πίεση των συνθηκών της αγοράς και της
χρηματοοικονομικής κατάστασης της εταιρείας, έχοντας ως πρωταρχικό στόχο
την προάσπιση της λειτουργίας της και την κατά το δυνατόν διασφάλιση
των θέσεων εργασίας, σε μια αγορά εργασίας που μαστίζεται από την
ανεργία».
Δηλαδή, εργοδοσία και συνδικαλιστική πλειοψηφία δικαιολογούν τη συμφωνία τους για μειώσεις στους μισθούς, που φτάνουν μέχρι και 21% μεσοσταθμικά, με το επιχείρημα ότι αυτές είναι οι αντοχές της εταιρείας και ότι έτσι διασφαλίζουν «κατά το δυνατόν» τις θέσεις εργασίας. Μια ενδεικτική μελέτη των εκατοντάδων επιχειρησιακών συμβάσεων που έχουν υπογραφεί τα τελευταία χρόνια και οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις επιβάλλουν μισθούς στα όρια του κατώτερου, δείχνει ότι τέτοιες διατυπώσεις αντιγράφονται με καρμπόν από σύμβαση σε σύμβαση.
Επομένως, ένα από τα βασικά που κερδίζει η εργοδοσία με τέτοιες επιχειρησιακές συμβάσεις, είναι ότι κατοχυρώνει ως κριτήριο για τη διαμόρφωση των μισθών και των άλλων εργασιακών δικαιωμάτων τις «αντοχές» της κάθε μεμονωμένης επιχείρησης, ή το γενικότερο επιχειρηματικό κλίμα στον κλάδο.
Βέβαια, μια επιχείρηση που κάποτε ήταν πιο κερδοφόρα, δεν κάλεσε ποτέ τους εργαζόμενους για να τους προτείνει ανάλογες αυξήσεις στους μισθούς. Τώρα που τα πράγματα ζορίζουν λόγω της κρίσης και πέφτει το ποσοστό του κέρδους, η προσπάθεια να συρρικνωθούν κι άλλο οι μισθοί πολλαπλασιάζεται. Οπως πλήρωσαν την ανάπτυξη της οικονομίας με αυξήσεις - «ψίχουλα» στα μεροκάματα, της τάξης των 0,66 και 0,77 ευρώ τη δεκαετία του 2000, οι εργαζόμενοι καλούνται τώρα να πληρώσουν την κρίση και την προσπάθεια του κεφαλαίου να ανακάμψει από αυτή με νέες μειώσεις στους μισθούς, απολύσεις και περιστολή δικαιωμάτων.
Πού οδηγεί αυτή η κατάσταση; Η δίψα της εργοδοσίας να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και να αυξήσει την κερδοφορία της δεν έχει κορεσμό. Και για να το πετύχει αυτό, δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει να επιτίθεται σε μισθούς και εργασιακά δικαιώματα, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα όπως αυτά που περιγράφονται στις επιχειρησιακές συμβάσεις, για να κάμψει τις αντιδράσεις των εργαζομένων και να συστρατευτούν στο στόχο της ανάκαμψης.
Ειδικά στην περίπτωση της ΜΕΒΓΑΛ, η εξαγορά της από τη ΔΕΛΤΑ, το 2014, προβλήθηκε ως αφετηρία για μια νέα «ανελικτική πορεία προς όφελος των εργαζομένων της, των Ελλήνων γαλακτοπαραγωγών, της ελληνικής οικονομίας, αλλά και των μετόχων της». Κάνοντας ταμείο μετά από δύο χρόνια, οι εργαζόμενοι μπορούν σήμερα να διαπιστώσουν ότι τα πανηγύρια των αφεντικών για την επιχειρηματική συμφωνία δεν είχαν σε τίποτα να κάνουν με τα δικά τους συμφέροντα.
Αν τότε λανσαρόταν ως «σωτηρία» για τους εργαζόμενους η ολοκλήρωση της εξαγοράς, σήμερα η απεμπόληση μισθολογικών και άλλων δικαιωμάτων εμφανίζεται ως υποστύλωμα για τις θέσεις εργασίας, τις οποίες βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν εγγυάται η εργοδοσία. Με βεβαιότητα, δεν είναι μακριά η ώρα που θα ζητήσει από τους εργαζόμενους και άλλες θυσίες, με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα και εκφοβισμούς.
Το κεφάλαιο έχει το δικό του σχέδιο με στόχο την παραπέρα μείωση των μισθών. Εχει διακηρυγμένο στόχο να κατεβάσει ακόμα περισσότερο το μέσο μισθό, αλλά και τον κατώτερο. Σ' αυτήν τη συντονισμένη επίθεση η εργατική τάξη χρειάζεται να αντιτάξει το δικό της σχέδιο, όχι μόνο για να την αποκρούσει, αλλά για να διεκδικήσει τις τεράστιες απώλειες που είχε, με γνώμονα τις σύγχρονες ανάγκες της.
Επομένως, κανένας συμβιβασμός με μισθούς πείνας, με δουλειά χωρίς δικαιώματα. Οι ανάγκες της εργατικής τάξης σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονται με τους στόχους της μεγαλοεργοδοσίας για ανταγωνιστικότητα, κερδοφορία, ανάκαμψη κερδών. Αλλωστε, όπως έχει αποδειχτεί πολλές φορές, καμία υποχώρηση δεν βοήθησε. Αντίθετα, έκανε πιο επιθετική την εργοδοσία.
Δηλαδή, εργοδοσία και συνδικαλιστική πλειοψηφία δικαιολογούν τη συμφωνία τους για μειώσεις στους μισθούς, που φτάνουν μέχρι και 21% μεσοσταθμικά, με το επιχείρημα ότι αυτές είναι οι αντοχές της εταιρείας και ότι έτσι διασφαλίζουν «κατά το δυνατόν» τις θέσεις εργασίας. Μια ενδεικτική μελέτη των εκατοντάδων επιχειρησιακών συμβάσεων που έχουν υπογραφεί τα τελευταία χρόνια και οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις επιβάλλουν μισθούς στα όρια του κατώτερου, δείχνει ότι τέτοιες διατυπώσεις αντιγράφονται με καρμπόν από σύμβαση σε σύμβαση.
Επομένως, ένα από τα βασικά που κερδίζει η εργοδοσία με τέτοιες επιχειρησιακές συμβάσεις, είναι ότι κατοχυρώνει ως κριτήριο για τη διαμόρφωση των μισθών και των άλλων εργασιακών δικαιωμάτων τις «αντοχές» της κάθε μεμονωμένης επιχείρησης, ή το γενικότερο επιχειρηματικό κλίμα στον κλάδο.
Βέβαια, μια επιχείρηση που κάποτε ήταν πιο κερδοφόρα, δεν κάλεσε ποτέ τους εργαζόμενους για να τους προτείνει ανάλογες αυξήσεις στους μισθούς. Τώρα που τα πράγματα ζορίζουν λόγω της κρίσης και πέφτει το ποσοστό του κέρδους, η προσπάθεια να συρρικνωθούν κι άλλο οι μισθοί πολλαπλασιάζεται. Οπως πλήρωσαν την ανάπτυξη της οικονομίας με αυξήσεις - «ψίχουλα» στα μεροκάματα, της τάξης των 0,66 και 0,77 ευρώ τη δεκαετία του 2000, οι εργαζόμενοι καλούνται τώρα να πληρώσουν την κρίση και την προσπάθεια του κεφαλαίου να ανακάμψει από αυτή με νέες μειώσεις στους μισθούς, απολύσεις και περιστολή δικαιωμάτων.
Πού οδηγεί αυτή η κατάσταση; Η δίψα της εργοδοσίας να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και να αυξήσει την κερδοφορία της δεν έχει κορεσμό. Και για να το πετύχει αυτό, δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει να επιτίθεται σε μισθούς και εργασιακά δικαιώματα, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα όπως αυτά που περιγράφονται στις επιχειρησιακές συμβάσεις, για να κάμψει τις αντιδράσεις των εργαζομένων και να συστρατευτούν στο στόχο της ανάκαμψης.
Ειδικά στην περίπτωση της ΜΕΒΓΑΛ, η εξαγορά της από τη ΔΕΛΤΑ, το 2014, προβλήθηκε ως αφετηρία για μια νέα «ανελικτική πορεία προς όφελος των εργαζομένων της, των Ελλήνων γαλακτοπαραγωγών, της ελληνικής οικονομίας, αλλά και των μετόχων της». Κάνοντας ταμείο μετά από δύο χρόνια, οι εργαζόμενοι μπορούν σήμερα να διαπιστώσουν ότι τα πανηγύρια των αφεντικών για την επιχειρηματική συμφωνία δεν είχαν σε τίποτα να κάνουν με τα δικά τους συμφέροντα.
Αν τότε λανσαρόταν ως «σωτηρία» για τους εργαζόμενους η ολοκλήρωση της εξαγοράς, σήμερα η απεμπόληση μισθολογικών και άλλων δικαιωμάτων εμφανίζεται ως υποστύλωμα για τις θέσεις εργασίας, τις οποίες βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν εγγυάται η εργοδοσία. Με βεβαιότητα, δεν είναι μακριά η ώρα που θα ζητήσει από τους εργαζόμενους και άλλες θυσίες, με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα και εκφοβισμούς.
Το κεφάλαιο έχει το δικό του σχέδιο με στόχο την παραπέρα μείωση των μισθών. Εχει διακηρυγμένο στόχο να κατεβάσει ακόμα περισσότερο το μέσο μισθό, αλλά και τον κατώτερο. Σ' αυτήν τη συντονισμένη επίθεση η εργατική τάξη χρειάζεται να αντιτάξει το δικό της σχέδιο, όχι μόνο για να την αποκρούσει, αλλά για να διεκδικήσει τις τεράστιες απώλειες που είχε, με γνώμονα τις σύγχρονες ανάγκες της.
Επομένως, κανένας συμβιβασμός με μισθούς πείνας, με δουλειά χωρίς δικαιώματα. Οι ανάγκες της εργατικής τάξης σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονται με τους στόχους της μεγαλοεργοδοσίας για ανταγωνιστικότητα, κερδοφορία, ανάκαμψη κερδών. Αλλωστε, όπως έχει αποδειχτεί πολλές φορές, καμία υποχώρηση δεν βοήθησε. Αντίθετα, έκανε πιο επιθετική την εργοδοσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου