28o Φεστιβάλ ΚΝΕ – Οδηγητή, 15 χρόνια πριν, Πανεπιστημιούπολη, Ιλίσια.
Τελευταία μέρα του πρώτου μου Φεστιβάλ. Η χρέωσή μου ήταν στις ψησταριές του Λαϊκού, αλλά η καρδιά μου πέταγε στην κεντρική σκηνή, στη συναυλία του Μητροπάνου. Όταν ήρθαν και ζήτησαν κόσμο για το ξεστήσιμο προσφέρθηκα με τη μία. Δεν είχα ιδέα για τι επρόκειτο, αλλά σίγουρα θα ήταν μια δουλειά πιο κοντά στον Μητσάρα.
Βαδίσαμε γρήγορα μέσα από την Διεθνούπολη, το Στέκι ΑΕΙ-ΤΕΙ, το Μαθητικό και το εργατικό στέκι. Το πρώτο σοκ, γιατί οι σύντροφοι είχαν αρχίσει να τα ξεστήνουν με μανία. Δεν είχε περάσει μια ώρα από τότε που είχα περάσει από εκεί και τά ’χα δει όλα φωτισμένα και με κόσμο να τριγυρίζει ανάμεσα στα τραπεζάκια! Και τώρα ένα κοπάδι… ακρίδες να εξαφανίζει σιγά σιγά τα πάντα!
Στο αρχηγείο την ομάδα μου την έστειλαν στον Παιδότοπο. Πέταγα απ’ τη χαρά μου. Απ’ το ύψωμα εκείνο που στηνόταν κάθε χρόνο ο Παιδότοπος είχες την καλύτερη θέα της Κεντρικής Σκηνής και άκουγες τέλεια τη συναυλία. Πήραμε τις τανάλιες μας κι ανηφορίσαμε τραγουδώντας το κομμάτι που τραγούδαγε λίγο πιο πέρα κι ο Μεγάλος.
Στον Παιδότοπο σκοτάδι, φώτιζαν μονάχα η ανταύγεια της Κεντρικής Σκηνής και οι πυλώνες με τα φώτα της Πανεπιστημιούπολης. Αρχίσαμε να κόβουμε με τις τανάλιες τα συρματάκια που κράταγαν στη θέση τους πανιά, μουσαμάδες και ταμπλό και τα ταχτοποιούσαμε προσεχτικά σε μια γωνιά.
Όλην την ώρα, άλλοι δυνατά κι άλλοι πιο σιγανά, τραγουδάγαμε -άλλωστε, τα ξέραμε όλα τα λόγια των τραγουδιών του Μητροπάνου. Πού και πού, κάποιος φορτωμένος με ρολά μουσαμάδες, όπως τα πήγαινε στη γωνιά που τα ποστιάζαμε έκανε και μια στροφή, για να εισπράξει ένα παλαμάκι ή ένα χωρατό.
Αυτή η καλή μας διάθεση κάλυπτε την πιο ψυχοφθόρα και ψυχοπλακωτική διαδικασία του Φεστιβάλ, που είναι το ξεστήσιμο. Όλα αυτά που χτίζαμε απ’ το μηδέν απ’ την αρχή του Σεπτέμβρη, με τόσο κόπο, με τόσες θυσίες, που ίσα που τα χαρήκαμε τις τέσσερις μέρες του Φεστιβάλ, έπρεπε τώρα να τα γκρεμίσουμε και να τα εξαφανίσουμε. Να αφήσουμε τούτο το μέρος, που είχαμε περάσει έναν τόσο έντονο μήνα, σαν να μην είχαμε βρεθεί ποτέ εκεί πέρα.
Τα πανιά κι οι μουσαμάδες κατέβηκαν κι έπρεπε να περάσουμε στα βαριά: Να ξεστήσουμε τους πύργους και να αποθέσουμε τα συστατικά τους, πλαίσια, χιαστά, κυπελάκια, ταχτοποιημένα κι αυτά κάτω, για να τα φορτώσουν άλλοι σύντροφοι αύριο το πρωί και να τα πάρουν από εκεί.
Το τραγούδι μας συνέχιζε, λίγο πιο ξεθυμασμένο τώρα, αναμεμιγμένο με ελαφρύ λαχανητό. Μέχρι που…
Το δεύτερο μπουζούκι της ορχήστρας του Μητροπάνου από κάτω μας άρχισε να παίζει «μπουκωμένο» μια πολύ γνώριμη αλληλουχία νοτών.
Μετά από δύο μέτρα, το πρώτο μπουζούκι μπαίνει με ένα σόλο που έσπαγε κόκκαλα.
Παγώνουμε. Χωρίς καμία συνεννόηση παρατάμε ό, τι κάνουμε και τρέχουμε προς το φρύδι του υψώματος. Τους δυο-τρεις που μείνανε πίσω χωρίς να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει, τους προγκήξαμε να ‘ρθούν κι αυτοί: «Λέει το Αλίμονο, ρε μαλάκα, έλα!»
«Δυόοοοοοοοοοοοοο…» Εκεί, μπροστά μας, μια όρθια περήφανη φιγούρα στο μέσο μιας τεράστιας σκηνής, ο Μητσάρας με κλειστά μάτια και το μικρόφωνο ψηλά, κολλητά σχεδόν στο στόμα του, αρχίζει να ψέλνει. Εμείς, σχεδόν σε στάση προσοχής, παρακολουθούμε, χωρίς να τολμήσουμε να ακολουθήσουμε την φωνή του στις κορυφές και στις κοιλάδες στις οποίες ταξίδευε. Μονάχα κάποιοι αυθάδεις πήραν θάρρος σε δυο τρία σημεία που πήγαινε λίγο πιο στρωτά το τραγούδι κι άνοιξαν το στόμα τους, για να το κλείσουν ντροπιασμένοι μετά από λίγο, με τα πνευμόνια τους αδειανά, ενώ ο Μητροπάνος συνέχιζε.
Μετά από τρία λεπτά τραγούδι, όμως, δεν γινόταν να μείνουμε σιωπηλοί. Στο «Χωρίς την αγάπη σου / θα ήμουνα μόνος» η φωνή μας εξερράγη μέσα απ’ τα στήθια μας και οι λαιμοί μας φούσκωσαν. Τα χέρια μας υψώθηκαν -μαζί με τα χέρια και των χιλιάδων που ήταν από κάτω, στην αυλαία μπροστά στη μεγάλη σκηνή- και ουρλιάξαμε όλοι μαζί:
«Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν αγάπησαν
Αλίμονο, αλίμονο, αλίμονο
Αλίμονο σ’ αυτούς που δε δακρύσανε, ζωή
Την ομορφιά σου δε γνωρίσανε ζωή
Την ομορφιά σου δε γνωρίσανε».
Η «χορωδία» του κοινού που συντρόφευε με τόση ένταση τον Μητροπάνο στο τραγούδι δεν οφειλόταν στο ότι όλοι οι άνθρωποι που ήμασταν εκεί είχαμε εμπειρίες από έναν μεγάλο έρωτα, σαν αυτόν του τραγουδιού. Κάθε άλλο. Ήταν από τις στιγμές κι απ’ τα τραγούδια που σε τραντάζουν, σε τραβάνε με δύναμη απ’ την ατομικότητά σου και σε κάνουν υμνητή του συνολικού φαινομένου της ζωής και όσων αυτή περιλαμβάνει. Που διαχέουν το πάθος και τη λαχτάρα και τα συλλογικοποιούν.
Γυρίσαμε στο ξεστήσιμο εξαντλημένοι, σα νά ’χαμε κουβαλήσει τα διπλάσια πλαίσια απ’ όσα απόμεναν να κατεβάσουμε, αλλά με μια άλλη ηρεμία στην καρδιά. Δεν ήμασταν απλοί θεατές μιας ακόμα συναυλίας. Ήμασταν κοινωνοί αυτής της μουσικής εμπειρίας. Ο Μητροπάνος τραγούδησε αυτό το τραγούδι στο σπίτι του, στο σπίτι μας, όχι σε θεατές, αλλά σε συντρόφους. Η φωνή του πέρασε από έναν ενισχυτή που όμοιό του δεν μπορεί να φτιάξει καμία τεχνολογία, μας δόνησε και χαράχτηκε για πάντα στο μυαλό μας, για να συνεχίσει να μας δονεί και τώρα, που δεν είναι πια μαζί μας.
Τελευταία μέρα του πρώτου μου Φεστιβάλ. Η χρέωσή μου ήταν στις ψησταριές του Λαϊκού, αλλά η καρδιά μου πέταγε στην κεντρική σκηνή, στη συναυλία του Μητροπάνου. Όταν ήρθαν και ζήτησαν κόσμο για το ξεστήσιμο προσφέρθηκα με τη μία. Δεν είχα ιδέα για τι επρόκειτο, αλλά σίγουρα θα ήταν μια δουλειά πιο κοντά στον Μητσάρα.
Βαδίσαμε γρήγορα μέσα από την Διεθνούπολη, το Στέκι ΑΕΙ-ΤΕΙ, το Μαθητικό και το εργατικό στέκι. Το πρώτο σοκ, γιατί οι σύντροφοι είχαν αρχίσει να τα ξεστήνουν με μανία. Δεν είχε περάσει μια ώρα από τότε που είχα περάσει από εκεί και τά ’χα δει όλα φωτισμένα και με κόσμο να τριγυρίζει ανάμεσα στα τραπεζάκια! Και τώρα ένα κοπάδι… ακρίδες να εξαφανίζει σιγά σιγά τα πάντα!
Στο αρχηγείο την ομάδα μου την έστειλαν στον Παιδότοπο. Πέταγα απ’ τη χαρά μου. Απ’ το ύψωμα εκείνο που στηνόταν κάθε χρόνο ο Παιδότοπος είχες την καλύτερη θέα της Κεντρικής Σκηνής και άκουγες τέλεια τη συναυλία. Πήραμε τις τανάλιες μας κι ανηφορίσαμε τραγουδώντας το κομμάτι που τραγούδαγε λίγο πιο πέρα κι ο Μεγάλος.
Στον Παιδότοπο σκοτάδι, φώτιζαν μονάχα η ανταύγεια της Κεντρικής Σκηνής και οι πυλώνες με τα φώτα της Πανεπιστημιούπολης. Αρχίσαμε να κόβουμε με τις τανάλιες τα συρματάκια που κράταγαν στη θέση τους πανιά, μουσαμάδες και ταμπλό και τα ταχτοποιούσαμε προσεχτικά σε μια γωνιά.
Όλην την ώρα, άλλοι δυνατά κι άλλοι πιο σιγανά, τραγουδάγαμε -άλλωστε, τα ξέραμε όλα τα λόγια των τραγουδιών του Μητροπάνου. Πού και πού, κάποιος φορτωμένος με ρολά μουσαμάδες, όπως τα πήγαινε στη γωνιά που τα ποστιάζαμε έκανε και μια στροφή, για να εισπράξει ένα παλαμάκι ή ένα χωρατό.
Αυτή η καλή μας διάθεση κάλυπτε την πιο ψυχοφθόρα και ψυχοπλακωτική διαδικασία του Φεστιβάλ, που είναι το ξεστήσιμο. Όλα αυτά που χτίζαμε απ’ το μηδέν απ’ την αρχή του Σεπτέμβρη, με τόσο κόπο, με τόσες θυσίες, που ίσα που τα χαρήκαμε τις τέσσερις μέρες του Φεστιβάλ, έπρεπε τώρα να τα γκρεμίσουμε και να τα εξαφανίσουμε. Να αφήσουμε τούτο το μέρος, που είχαμε περάσει έναν τόσο έντονο μήνα, σαν να μην είχαμε βρεθεί ποτέ εκεί πέρα.
Τα πανιά κι οι μουσαμάδες κατέβηκαν κι έπρεπε να περάσουμε στα βαριά: Να ξεστήσουμε τους πύργους και να αποθέσουμε τα συστατικά τους, πλαίσια, χιαστά, κυπελάκια, ταχτοποιημένα κι αυτά κάτω, για να τα φορτώσουν άλλοι σύντροφοι αύριο το πρωί και να τα πάρουν από εκεί.
Το τραγούδι μας συνέχιζε, λίγο πιο ξεθυμασμένο τώρα, αναμεμιγμένο με ελαφρύ λαχανητό. Μέχρι που…
Το δεύτερο μπουζούκι της ορχήστρας του Μητροπάνου από κάτω μας άρχισε να παίζει «μπουκωμένο» μια πολύ γνώριμη αλληλουχία νοτών.
Μετά από δύο μέτρα, το πρώτο μπουζούκι μπαίνει με ένα σόλο που έσπαγε κόκκαλα.
Παγώνουμε. Χωρίς καμία συνεννόηση παρατάμε ό, τι κάνουμε και τρέχουμε προς το φρύδι του υψώματος. Τους δυο-τρεις που μείνανε πίσω χωρίς να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει, τους προγκήξαμε να ‘ρθούν κι αυτοί: «Λέει το Αλίμονο, ρε μαλάκα, έλα!»
«Δυόοοοοοοοοοοοοο…» Εκεί, μπροστά μας, μια όρθια περήφανη φιγούρα στο μέσο μιας τεράστιας σκηνής, ο Μητσάρας με κλειστά μάτια και το μικρόφωνο ψηλά, κολλητά σχεδόν στο στόμα του, αρχίζει να ψέλνει. Εμείς, σχεδόν σε στάση προσοχής, παρακολουθούμε, χωρίς να τολμήσουμε να ακολουθήσουμε την φωνή του στις κορυφές και στις κοιλάδες στις οποίες ταξίδευε. Μονάχα κάποιοι αυθάδεις πήραν θάρρος σε δυο τρία σημεία που πήγαινε λίγο πιο στρωτά το τραγούδι κι άνοιξαν το στόμα τους, για να το κλείσουν ντροπιασμένοι μετά από λίγο, με τα πνευμόνια τους αδειανά, ενώ ο Μητροπάνος συνέχιζε.
Μετά από τρία λεπτά τραγούδι, όμως, δεν γινόταν να μείνουμε σιωπηλοί. Στο «Χωρίς την αγάπη σου / θα ήμουνα μόνος» η φωνή μας εξερράγη μέσα απ’ τα στήθια μας και οι λαιμοί μας φούσκωσαν. Τα χέρια μας υψώθηκαν -μαζί με τα χέρια και των χιλιάδων που ήταν από κάτω, στην αυλαία μπροστά στη μεγάλη σκηνή- και ουρλιάξαμε όλοι μαζί:
«Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν αγάπησαν
Αλίμονο, αλίμονο, αλίμονο
Αλίμονο σ’ αυτούς που δε δακρύσανε, ζωή
Την ομορφιά σου δε γνωρίσανε ζωή
Την ομορφιά σου δε γνωρίσανε».
Η «χορωδία» του κοινού που συντρόφευε με τόση ένταση τον Μητροπάνο στο τραγούδι δεν οφειλόταν στο ότι όλοι οι άνθρωποι που ήμασταν εκεί είχαμε εμπειρίες από έναν μεγάλο έρωτα, σαν αυτόν του τραγουδιού. Κάθε άλλο. Ήταν από τις στιγμές κι απ’ τα τραγούδια που σε τραντάζουν, σε τραβάνε με δύναμη απ’ την ατομικότητά σου και σε κάνουν υμνητή του συνολικού φαινομένου της ζωής και όσων αυτή περιλαμβάνει. Που διαχέουν το πάθος και τη λαχτάρα και τα συλλογικοποιούν.
Γυρίσαμε στο ξεστήσιμο εξαντλημένοι, σα νά ’χαμε κουβαλήσει τα διπλάσια πλαίσια απ’ όσα απόμεναν να κατεβάσουμε, αλλά με μια άλλη ηρεμία στην καρδιά. Δεν ήμασταν απλοί θεατές μιας ακόμα συναυλίας. Ήμασταν κοινωνοί αυτής της μουσικής εμπειρίας. Ο Μητροπάνος τραγούδησε αυτό το τραγούδι στο σπίτι του, στο σπίτι μας, όχι σε θεατές, αλλά σε συντρόφους. Η φωνή του πέρασε από έναν ενισχυτή που όμοιό του δεν μπορεί να φτιάξει καμία τεχνολογία, μας δόνησε και χαράχτηκε για πάντα στο μυαλό μας, για να συνεχίσει να μας δονεί και τώρα, που δεν είναι πια μαζί μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου