Στις 20 του Σεπτέμβρη 1878, γεννήθηκε ο Άπτον Σίνκλερ, ένας από τους
πολυγραφότερους και πιο πολυδιαβασμένους στο εξωτερικό Αμερικανούς
συγγραφείς. Γόνος οικογένειας πτωχευμένων αριστοκρατών του Νότου, από
νωρίς προσχώρησε στο σοσιαλιστικό κίνημα της χώρας του. Σε όλο το έργο
του στηλιτεύει κάθε μορφή κοινωνικής αδικίας, περιγράφει την αδυσώπητη
πάλη ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και τον εργαζόμενο.
«Η Ζούγκλα» (1906) το δημοφιλέστερο μυθιστόρημά του, με τεράστια κοινωνική απήχηση, στηλίτευε την καπιταλιστική εκμετάλλευση στα σφαγεία του Σικάγου. Γράφτηκε, όπως λέει ο ίδιος ο Σίνκλερ, «μέσα σ’ ένα σανιδένιο καλύβι, δυόμισι επί τρία, στην πλαγιά ενός λόφου στα βόρεια του Πρίνστον». Για τη συγγραφή της «Ζούγκλας» ο Σίνκλερ χρειάστηκε να ζήσει για εφτά βδομάδες μαζί με τους απόκληρους και αξιολύπητους ξένους στα σφαγεία του Σικάγου. Το μυθιστόρημα εξιστορεί τη ζωή ενός Λιθουανού χωρικού, μετανάστη στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα, που προσπαθεί να επιζήσει σαν εργάτης στα σφαγεία και σαν ξένος γνωρίζει τη διπλή εκμετάλλευση.
Η συμμετοχή του Σίνκλερ στο σοσιαλιστικό κίνημα, από το 1903, εντείνει την κοινωνική του κριτική στα μυθιστορήματα του. «…Σοσιαλιστής, αισθηματίας χωρίς θεωρητική κατάρτιση», έγραφε για αυτόν ο Λένιν. Ο Άπτον Σίνκλερ υπερασπίστηκε την Οχτωβριανή Επανάσταση και στα τελευταία χρόνια της ζωής του πάλεψε κατά του πυρηνικού πολέμου και εκδήλωσε τη συμπάθειά του προς τη Σοβιετική Ένωση. Έφυγε από τη ζωή στις 25 του Νοέμβρη 1968.
Ακολουθεί απόσπασμα από τη «Ζούγκλα»:
Ο Οστρίνσκι ήταν Πολωνός, γύρω στα πενήντα. Είχε ζήσει στη Σιλεσία, μέλος μιας καταφρονεμένης και διωκόμενης φυλής, κι είχε πάρει μέρος στο προλεταριακό κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, τότε που ο Βίσμαρκ, αφού κατάκτησε τη Γαλλία, έστρεψε την πολιτική του του αίματος και του σιδήρου ενάντια στη «Διεθνή». Ο ίδιος ο Οστρίνσκι είχε πάει φυλακή δυο φορές, αλλά τότε ήταν νέος και δεν τον ένοιαζε. Πάντως, εξακολούθησε ν’ αγωνίζεται, γιατί τότε ακριβώς που ο σοσιαλισμός είχε σπάσει όλους τους φραγμούς κι είχε γίνει η μεγάλη πολιτική δύναμη της αυτοκρατορίας, εκείνος είχε έρθει στην Αμερική κι είχε αρχίσει πάλι από την αρχή. Στην Αμερική, όλοι γελούσαν τότε με την ιδέα και μόνο του σοσιαλισμού, γιατί, στην Αμερική, όλοι ήταν ελεύθεροι. Λες κι η πολιτική ελευθερία μπορούσε να κάνει τη σκλαβιά του μεροκάματου πιο ανεκτή, είπε ο Οστρίνσκι.
Ο μικροκαμωμένος ράφτης καθόταν γέρνοντας πίσω στη σκληρή καρέκλα της κουζίνας του, με τα πόδια τεντωμένα πάνω στη σβηστή σόμπα και μιλούσε ψιθυριστά για να μην ξυπνήσει αυτούς που κοιμόντουσαν στο διπλανό δωμάτιο. Στον Γιούργκις φαινόταν το ίδιο θαυμάσιος άνθρωπος όσο κι ο ομιλητής στη συγκέντρωση. Ήταν φτωχός, ο τελευταίος των τελευταίων, πεινασμένος κι εξαθλιωμένος, κι όμως, πόσα ήξερε, πόσα είχε τολμήσει και πραγματοποιήσει, τι ήρωας που είχε σταθεί! Κι ήταν κι άλλοι σαν κι αυτόν, χιλιάδες σαν κι αυτόν κι όλοι τους εργαζόμενοι! Κι όλος αυτός ο θαυμαστός μηχανισμός της προόδου είχε δημιουργηθεί από τους συντρόφους του!… Ο Γιούργκις δεν μπορούσε να το πιστέψει· του φαινόταν πολύ ωραίο για να είναι αληθινό.
Έτσι γινόταν πάντα, είπε ο Οστρίνσκι. Όταν κάποιος προσηλυτιζόταν στο σοσιαλισμό, έκανε σαν τρελός. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατό άλλοι να μην το βλέπουν και περίμενε πως θα προσηλύτιζε όλο τον κόσμο την πρώτη βδομάδα. Ύστερα από λίγο, θα καταλάβαινε πόσο δύσκολη δουλειά ήταν. Κι ύστερα θα ήταν τυχερός αν συνέχιζαν να προσέρχονται καινούριοι, ώστε να μην κατακαθίσει στη ρουτίνα. Αυτό τον καιρό, ο Γιούργκις θα είχε άφθονες ευκαιρίες να ξοδέψει την έξαψή του, γιατί ήταν παραμονές προεδρικών εκλογών κι όλοι μιλούσαν πολιτικά. Ο Οστρίνσκι θα τον έπαιρνε στην επόμενη συγκέντρωση της τοπικής οργάνωσης και θα τον σύστηνε και θα μπορούσε να γραφτεί στο κόμμα. Η συνδρομή ήταν πέντε σέντσια τη βδομάδα, αλλά όποιος δεν μπορούσε να πληρώνει απαλλασσόταν από την υποχρέωση. Το σοσιαλιστικό κόμμα ήταν αληθινά δημοκρατική πολιτική οργάνωση, ελεγχόταν απόλυτα από τα μέλη του και δεν είχε κομματάρχες. Όλα αυτά τα πράγματα τα εξήγησε ο Οστρίνσκι, καθώς και τις αρχές του κόμματος.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν υπήρχε στην πραγματικότητα παρά μόνο μια σοσιαλιστική αρχή, η αρχή του «μη συμβιβασμού», που ήταν η ουσία του προλεταριακού κινήματος σ’ όλο τον κόσμο. Όταν ένας σοσιαλιστής εκλεγόταν σ’ ένα αξίωμα, ψήφιζε μαζί με τους παλαιοκομματικούς οποιοδήποτε μέτρο μπορούσε να ωφελήσει την εργατική τάξη, αλλά δεν ξεχνούσε ποτέ πως αυτές οι παραχωρήσεις, όποιες κι αν ήταν, ήταν ασήμαντες σε σύγκριση με το μεγάλο σκοπό: την οργάνωση της εργατικής τάξης για την επανάσταση. Ως τότε, στην Αμερική, ένας σοσιαλιστής έκανε, κατά κανόνα, έναν άλλο σοσιαλιστή μια φορά κάθε δυο χρόνια. Αν κρατούσαν αυτό το ρυθμό, θα έπαιρναν την εξουσία το 1912, αν και δεν περίμεναν όλοι ότι θα πετύχαιναν τόσο γρήγορα.
Οι σοσιαλιστές ήταν οργανωμένοι σε κάθε πολιτισμένο έθνος. Ήταν ένα διεθνές πολιτικό κόμμα, είπε ο Οστρίνσκι, το μεγαλύτερο που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Αριθμούσε τριάντα εκατομμύρια οπαδούς κι έριχνε οχτώ εκατομμύρια ψήφους. Είχε βγάλει την πρώτη του εφημερίδα στην Ιαπωνία κι είχε εκλέξει τον πρώτο του βουλευτή στην Αργεντινή. Στη Γαλλία διόριζε μέλη υπουργικών συμβουλίων και στην Ιταλία και την Αυστραλία έπαιζε ρυθμιστικό ρόλο κι ανέτρεπε κυβερνήσεις. Στη Γερμανία, όπου οι ψήφοι του ξεπερνούσαν το ένα τρίτο των συνολικών ψήφων της αυτοκρατορίας, όλα τα άλλα κόμματα και δυνάμεις είχαν συνενωθεί για να το πολεμήσουν. Δε θα ωφελούσε, εξήγησε ο Οστρίνσκι, να νικήσει το προλεταριάτο ενός έθνους, γιατί το έθνος αυτό θα συντριβόταν από τη στρατιωτική ισχύ των άλλων. Κι έτσι, το σοσιαλιστικό κίνημα ήταν παγκόσμιο κίνημα, μια οργάνωση όλης της ανθρωπότητας για την εγκαθίδρυση της ελευθερίας και της αδελφοσύνης. Ήταν η νέα θρησκεία της ανθρωπότητας ή, θα μπορούσε να πει κανείς, η εκπλήρωση της παλιάς θρησκείας, αφού δε συνεπαγόταν παρά την εφαρμογή κατά γράμμα της διδασκαλίας του Χριστού.
Μέχρι αργά μετά τα μεσάνυχτα, ο Γιούργκις καθόταν, χαμένος στην κουβέντα με τη νέα του γνωριμία. Ήταν γι’ αυτόν μια εξαίσια εμπειρία, μια σχεδόν υπερφυσική εμπειρία. Ήταν σαν να είχε συναντήσει έναν κάτοικο της τέταρτης διάστασης του χώρου, ένα ελεύθερο απ’ όλες τις συμβατικότητες. Τέσσερα χρόνια τώρα, ο Γιούργκις τριγύριζε στα τυφλά στα βάθη μιας ερημιάς. Κι εδώ, ξαφνικά, ένα χέρι είχε απλωθεί, τον είχε αδράξει, τον είχε σηκώσει έξω απ’ αυτήν και τον είχε καθίσει πάνω σε μια βουνοκορφή, απ’ όπου μπορούσε να τη βλέπει όλη. Μπορούσε να δει τα μονοπάτια όπου είχε περιπλανηθεί, τους βάλτους όπου είχε πέσει σκοντάφτοντας, τους κρυψώνες των αρπαχτικών θεριών που είχαν ριχτεί καταπάνω του. Υπήρχαν, για παράδειγμα, οι εμπειρίες του από την Κονσερβούπολη.
Τι υπήρχε σχετικά με την Κονσερβούπολη που ο Οστρίνσκι δεν θα μπορούσε να το εξηγήσει; Για τον Γιούργκις, οι κονσερβάδες ήταν το ισοδύναμο της μοίρας. Ο Οστρίνσκι του έδειξε πως αποτελούσαν το Τραστ του Βοδινού. Ήταν μια γιγαντιαία συνένωση κεφαλαίων που είχε συντρίψει κάθε αντίσταση, είχε ανατρέψει τους νόμους της χώρας κι έγδερνε τον κόσμο. Ο Γιούργκις θυμόταν πως, όταν είχε πρωτόρθει στην Κονσερβούπολη, είχε σταθεί και παρακολουθήσει το σφάξιμο των γουρουνιών και σκεφτόταν πόσο σκληρό κι άγριο ήταν, και βγήκε μακαρίζοντας τον εαυτό του που δεν ήταν γουρούνι. Τώρα, η νέα του γνωριμία του έδειξε πως τότε δεν ήταν παρά ένα γουρούνι ένα από τα γουρούνια των κονσερβάδων. Αυτό που ήθελαν από ένα γουρούνι ήταν ό,τι κέρδος μπορούσαν να βγάλουν απ’ αυτό. Κι αυτό ήταν που ήθελαν κι από τον εργάτη κι ακόμα αυτό ήταν που ήθελαν από το κοινό. Το τι σκεφτόταν για όλα αυτά το γουρούνι, το τι υπέφερε, δε λογαριαζόταν. Το ίδιο δε λογαριαζόταν κι ο εργάτης, το ίδιο κι ο αγοραστής κρέατος. Αυτό ίσχυε παντού στον κόσμο, αλλά ίσχυε ειδικότερα στην Κονσερβούπολη.
Φαίνεται πως υπήρχε κάτι στη δουλειά του σφαξίματος που έτεινε στην ασπλαχνία και την αγριότητα: ήταν κυριολεκτικά γεγονός ότι στις δουλειές των κονσερβάδων, εκατό ανθρώπινες ζωές δεν εξισώνονταν με μιας πεντάρας κέρδος. Όταν ο Γιουργκις θα εξοικειωνόταν με τη σοσιαλιστική φιλολογία, πράγμα που θα γινόταν πολύ γρήγορα, θα έβλεπε το Τραστ του Βοδινού από κάθε λογής άποψη και θα το έβρισκε από παντού το ίδιο. Ήταν η ενσάρκωση της τυφλής κι αχαλίνωτης απληστίας. Ήταν ένα τέρας που καταβρόχθιζε με χίλια στόματα, που ποδοπατούσε με χίλιες οπλές. Ήταν ο Μέγας Χασάπης, ήταν το ενσαρκωμένο πνεύμα του καπιταλισμού.
Πάνω στον ωκεανό του εμπορίου, έπλεε σαν κουρσάρικο καράβι. Είχε υψώσει τη μαύρη σημαία κι είχε κηρύξει πόλεμο κατά του πολιτισμού. Η δωροδοκία κι η διαφθορά ήταν οι καθημερινές του μέθοδοι. Στο Σικάγο, η τοπική αυτοδιοίκηση ήταν απλά ένα από τα υποκαταστήματά του. Έκλεβε απροκάλυπτα δισεκατομμύρια γαλόνια νερό, υπαγόρευε στα δικαστήρια τις ποινές για τους άταχτους εργάτες, απαγόρευε στο δήμαρχο να εφαρμόσει τον οικοδομικό κανονισμό σε βάρος του. Στην εθνική πρωτεύουσα, είχε τη δύναμη ν’ αποτρέπει έλεγχο των προϊόντων του και να παραποιεί κρατικές εκθέσεις. Παραβίαζε τους νόμους για την επιστροφή κρατικών επιβαρύνσεων κι όταν μια φορά απειλήθηκε έρευνα, έκαψε τα βιβλία του κι έστειλε τους εγκληματίες πράκτορές του έξω από τη χώρα. Στον εμπορικό κόσμο, ήταν οδοστρωτήρας. Εξολόθρευε χιλιάδες επιχειρήσεις κάθε χρόνο, έσπρωχνε άντρες στην τρέλα και την αυτοκτονία. Είχε κατεβάσει τις τιμές των βοδιών τόσο χαμηλά που κατάστρεψε την κτηνοτροφία από την οποία ζούσαν ολόκληρες πολιτείες. Είχε ρημάξει χιλιάδες κρεοπώλες που αρνήθηκαν να πουλούν τα προϊόντα του. Χώρισε τη χώρα σε περιοχές και όριζε την τιμή του κρέατος σε όλες. Κι είχε δικά του όλα τα βαγόνια-ψυγεία κι επέβαλε φοβερό χαράτσι σ’ όλα τα πουλερικά και τ’ αβγά και τα φρούτα και τα λαχανικά. Με τα εκατομμύρια δολάρια που μάζευε κάθε βδομάδα, επιχειρούσε ν’ αποχτήσει τον έλεγχο άλλων κλάδων: των σιδηροδρόμων και των τραμ, του φωταερίου και του ηλεκτρικού. Είχε ήδη δική του τη βυρσοδεψία και τα σιτηρά της χώρας. Ο κόσμος είχε ξεσηκωθεί ενάντια σ’ αυτές τις καταπατήσεις, αλλά κανείς δεν είχε γιατριά να προτείνει. Ήταν δουλειά των σοσιαλιστών να τους διδάξουν και να τους οργανώσουν και να τους ετοιμάσουν για τον καιρό που θα έπαιρναν στα χέρια τους το γιγάντιο μηχανισμό που λεγόταν Τραστ του Βοδινού και θα τον χρησιμοποιούσαν για να παράγουν τροφές για ανθρώπινα όντα κι όχι για να συσσωρεύουν περιουσίες μια χούφτα πειρατές.
Αργά μετά τα μεσάνυχτα, ο Γιούργκις ξάπλωσε στο πάτωμα της κουζίνας του Οστρίνσκι. Όμως, πέρασε μια ώρα πριν μπορέσει να κοιμηθεί, θαμπωμένος από το χαρούμενο όραμα του κόσμου της Κονσερβούπολης να μπαίνει στα σφαγεία και να τα παίρνει στην κατοχή του!
Άπτον Σίνκλερ, Η ζούγκλα (εκδ. Σύγχρονη Εποχή)
«Η Ζούγκλα» (1906) το δημοφιλέστερο μυθιστόρημά του, με τεράστια κοινωνική απήχηση, στηλίτευε την καπιταλιστική εκμετάλλευση στα σφαγεία του Σικάγου. Γράφτηκε, όπως λέει ο ίδιος ο Σίνκλερ, «μέσα σ’ ένα σανιδένιο καλύβι, δυόμισι επί τρία, στην πλαγιά ενός λόφου στα βόρεια του Πρίνστον». Για τη συγγραφή της «Ζούγκλας» ο Σίνκλερ χρειάστηκε να ζήσει για εφτά βδομάδες μαζί με τους απόκληρους και αξιολύπητους ξένους στα σφαγεία του Σικάγου. Το μυθιστόρημα εξιστορεί τη ζωή ενός Λιθουανού χωρικού, μετανάστη στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα, που προσπαθεί να επιζήσει σαν εργάτης στα σφαγεία και σαν ξένος γνωρίζει τη διπλή εκμετάλλευση.
Η συμμετοχή του Σίνκλερ στο σοσιαλιστικό κίνημα, από το 1903, εντείνει την κοινωνική του κριτική στα μυθιστορήματα του. «…Σοσιαλιστής, αισθηματίας χωρίς θεωρητική κατάρτιση», έγραφε για αυτόν ο Λένιν. Ο Άπτον Σίνκλερ υπερασπίστηκε την Οχτωβριανή Επανάσταση και στα τελευταία χρόνια της ζωής του πάλεψε κατά του πυρηνικού πολέμου και εκδήλωσε τη συμπάθειά του προς τη Σοβιετική Ένωση. Έφυγε από τη ζωή στις 25 του Νοέμβρη 1968.
Ακολουθεί απόσπασμα από τη «Ζούγκλα»:
Ο Οστρίνσκι ήταν Πολωνός, γύρω στα πενήντα. Είχε ζήσει στη Σιλεσία, μέλος μιας καταφρονεμένης και διωκόμενης φυλής, κι είχε πάρει μέρος στο προλεταριακό κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, τότε που ο Βίσμαρκ, αφού κατάκτησε τη Γαλλία, έστρεψε την πολιτική του του αίματος και του σιδήρου ενάντια στη «Διεθνή». Ο ίδιος ο Οστρίνσκι είχε πάει φυλακή δυο φορές, αλλά τότε ήταν νέος και δεν τον ένοιαζε. Πάντως, εξακολούθησε ν’ αγωνίζεται, γιατί τότε ακριβώς που ο σοσιαλισμός είχε σπάσει όλους τους φραγμούς κι είχε γίνει η μεγάλη πολιτική δύναμη της αυτοκρατορίας, εκείνος είχε έρθει στην Αμερική κι είχε αρχίσει πάλι από την αρχή. Στην Αμερική, όλοι γελούσαν τότε με την ιδέα και μόνο του σοσιαλισμού, γιατί, στην Αμερική, όλοι ήταν ελεύθεροι. Λες κι η πολιτική ελευθερία μπορούσε να κάνει τη σκλαβιά του μεροκάματου πιο ανεκτή, είπε ο Οστρίνσκι.
Ο μικροκαμωμένος ράφτης καθόταν γέρνοντας πίσω στη σκληρή καρέκλα της κουζίνας του, με τα πόδια τεντωμένα πάνω στη σβηστή σόμπα και μιλούσε ψιθυριστά για να μην ξυπνήσει αυτούς που κοιμόντουσαν στο διπλανό δωμάτιο. Στον Γιούργκις φαινόταν το ίδιο θαυμάσιος άνθρωπος όσο κι ο ομιλητής στη συγκέντρωση. Ήταν φτωχός, ο τελευταίος των τελευταίων, πεινασμένος κι εξαθλιωμένος, κι όμως, πόσα ήξερε, πόσα είχε τολμήσει και πραγματοποιήσει, τι ήρωας που είχε σταθεί! Κι ήταν κι άλλοι σαν κι αυτόν, χιλιάδες σαν κι αυτόν κι όλοι τους εργαζόμενοι! Κι όλος αυτός ο θαυμαστός μηχανισμός της προόδου είχε δημιουργηθεί από τους συντρόφους του!… Ο Γιούργκις δεν μπορούσε να το πιστέψει· του φαινόταν πολύ ωραίο για να είναι αληθινό.
Έτσι γινόταν πάντα, είπε ο Οστρίνσκι. Όταν κάποιος προσηλυτιζόταν στο σοσιαλισμό, έκανε σαν τρελός. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατό άλλοι να μην το βλέπουν και περίμενε πως θα προσηλύτιζε όλο τον κόσμο την πρώτη βδομάδα. Ύστερα από λίγο, θα καταλάβαινε πόσο δύσκολη δουλειά ήταν. Κι ύστερα θα ήταν τυχερός αν συνέχιζαν να προσέρχονται καινούριοι, ώστε να μην κατακαθίσει στη ρουτίνα. Αυτό τον καιρό, ο Γιούργκις θα είχε άφθονες ευκαιρίες να ξοδέψει την έξαψή του, γιατί ήταν παραμονές προεδρικών εκλογών κι όλοι μιλούσαν πολιτικά. Ο Οστρίνσκι θα τον έπαιρνε στην επόμενη συγκέντρωση της τοπικής οργάνωσης και θα τον σύστηνε και θα μπορούσε να γραφτεί στο κόμμα. Η συνδρομή ήταν πέντε σέντσια τη βδομάδα, αλλά όποιος δεν μπορούσε να πληρώνει απαλλασσόταν από την υποχρέωση. Το σοσιαλιστικό κόμμα ήταν αληθινά δημοκρατική πολιτική οργάνωση, ελεγχόταν απόλυτα από τα μέλη του και δεν είχε κομματάρχες. Όλα αυτά τα πράγματα τα εξήγησε ο Οστρίνσκι, καθώς και τις αρχές του κόμματος.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν υπήρχε στην πραγματικότητα παρά μόνο μια σοσιαλιστική αρχή, η αρχή του «μη συμβιβασμού», που ήταν η ουσία του προλεταριακού κινήματος σ’ όλο τον κόσμο. Όταν ένας σοσιαλιστής εκλεγόταν σ’ ένα αξίωμα, ψήφιζε μαζί με τους παλαιοκομματικούς οποιοδήποτε μέτρο μπορούσε να ωφελήσει την εργατική τάξη, αλλά δεν ξεχνούσε ποτέ πως αυτές οι παραχωρήσεις, όποιες κι αν ήταν, ήταν ασήμαντες σε σύγκριση με το μεγάλο σκοπό: την οργάνωση της εργατικής τάξης για την επανάσταση. Ως τότε, στην Αμερική, ένας σοσιαλιστής έκανε, κατά κανόνα, έναν άλλο σοσιαλιστή μια φορά κάθε δυο χρόνια. Αν κρατούσαν αυτό το ρυθμό, θα έπαιρναν την εξουσία το 1912, αν και δεν περίμεναν όλοι ότι θα πετύχαιναν τόσο γρήγορα.
Οι σοσιαλιστές ήταν οργανωμένοι σε κάθε πολιτισμένο έθνος. Ήταν ένα διεθνές πολιτικό κόμμα, είπε ο Οστρίνσκι, το μεγαλύτερο που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Αριθμούσε τριάντα εκατομμύρια οπαδούς κι έριχνε οχτώ εκατομμύρια ψήφους. Είχε βγάλει την πρώτη του εφημερίδα στην Ιαπωνία κι είχε εκλέξει τον πρώτο του βουλευτή στην Αργεντινή. Στη Γαλλία διόριζε μέλη υπουργικών συμβουλίων και στην Ιταλία και την Αυστραλία έπαιζε ρυθμιστικό ρόλο κι ανέτρεπε κυβερνήσεις. Στη Γερμανία, όπου οι ψήφοι του ξεπερνούσαν το ένα τρίτο των συνολικών ψήφων της αυτοκρατορίας, όλα τα άλλα κόμματα και δυνάμεις είχαν συνενωθεί για να το πολεμήσουν. Δε θα ωφελούσε, εξήγησε ο Οστρίνσκι, να νικήσει το προλεταριάτο ενός έθνους, γιατί το έθνος αυτό θα συντριβόταν από τη στρατιωτική ισχύ των άλλων. Κι έτσι, το σοσιαλιστικό κίνημα ήταν παγκόσμιο κίνημα, μια οργάνωση όλης της ανθρωπότητας για την εγκαθίδρυση της ελευθερίας και της αδελφοσύνης. Ήταν η νέα θρησκεία της ανθρωπότητας ή, θα μπορούσε να πει κανείς, η εκπλήρωση της παλιάς θρησκείας, αφού δε συνεπαγόταν παρά την εφαρμογή κατά γράμμα της διδασκαλίας του Χριστού.
Μέχρι αργά μετά τα μεσάνυχτα, ο Γιούργκις καθόταν, χαμένος στην κουβέντα με τη νέα του γνωριμία. Ήταν γι’ αυτόν μια εξαίσια εμπειρία, μια σχεδόν υπερφυσική εμπειρία. Ήταν σαν να είχε συναντήσει έναν κάτοικο της τέταρτης διάστασης του χώρου, ένα ελεύθερο απ’ όλες τις συμβατικότητες. Τέσσερα χρόνια τώρα, ο Γιούργκις τριγύριζε στα τυφλά στα βάθη μιας ερημιάς. Κι εδώ, ξαφνικά, ένα χέρι είχε απλωθεί, τον είχε αδράξει, τον είχε σηκώσει έξω απ’ αυτήν και τον είχε καθίσει πάνω σε μια βουνοκορφή, απ’ όπου μπορούσε να τη βλέπει όλη. Μπορούσε να δει τα μονοπάτια όπου είχε περιπλανηθεί, τους βάλτους όπου είχε πέσει σκοντάφτοντας, τους κρυψώνες των αρπαχτικών θεριών που είχαν ριχτεί καταπάνω του. Υπήρχαν, για παράδειγμα, οι εμπειρίες του από την Κονσερβούπολη.
Τι υπήρχε σχετικά με την Κονσερβούπολη που ο Οστρίνσκι δεν θα μπορούσε να το εξηγήσει; Για τον Γιούργκις, οι κονσερβάδες ήταν το ισοδύναμο της μοίρας. Ο Οστρίνσκι του έδειξε πως αποτελούσαν το Τραστ του Βοδινού. Ήταν μια γιγαντιαία συνένωση κεφαλαίων που είχε συντρίψει κάθε αντίσταση, είχε ανατρέψει τους νόμους της χώρας κι έγδερνε τον κόσμο. Ο Γιούργκις θυμόταν πως, όταν είχε πρωτόρθει στην Κονσερβούπολη, είχε σταθεί και παρακολουθήσει το σφάξιμο των γουρουνιών και σκεφτόταν πόσο σκληρό κι άγριο ήταν, και βγήκε μακαρίζοντας τον εαυτό του που δεν ήταν γουρούνι. Τώρα, η νέα του γνωριμία του έδειξε πως τότε δεν ήταν παρά ένα γουρούνι ένα από τα γουρούνια των κονσερβάδων. Αυτό που ήθελαν από ένα γουρούνι ήταν ό,τι κέρδος μπορούσαν να βγάλουν απ’ αυτό. Κι αυτό ήταν που ήθελαν κι από τον εργάτη κι ακόμα αυτό ήταν που ήθελαν από το κοινό. Το τι σκεφτόταν για όλα αυτά το γουρούνι, το τι υπέφερε, δε λογαριαζόταν. Το ίδιο δε λογαριαζόταν κι ο εργάτης, το ίδιο κι ο αγοραστής κρέατος. Αυτό ίσχυε παντού στον κόσμο, αλλά ίσχυε ειδικότερα στην Κονσερβούπολη.
Φαίνεται πως υπήρχε κάτι στη δουλειά του σφαξίματος που έτεινε στην ασπλαχνία και την αγριότητα: ήταν κυριολεκτικά γεγονός ότι στις δουλειές των κονσερβάδων, εκατό ανθρώπινες ζωές δεν εξισώνονταν με μιας πεντάρας κέρδος. Όταν ο Γιουργκις θα εξοικειωνόταν με τη σοσιαλιστική φιλολογία, πράγμα που θα γινόταν πολύ γρήγορα, θα έβλεπε το Τραστ του Βοδινού από κάθε λογής άποψη και θα το έβρισκε από παντού το ίδιο. Ήταν η ενσάρκωση της τυφλής κι αχαλίνωτης απληστίας. Ήταν ένα τέρας που καταβρόχθιζε με χίλια στόματα, που ποδοπατούσε με χίλιες οπλές. Ήταν ο Μέγας Χασάπης, ήταν το ενσαρκωμένο πνεύμα του καπιταλισμού.
Πάνω στον ωκεανό του εμπορίου, έπλεε σαν κουρσάρικο καράβι. Είχε υψώσει τη μαύρη σημαία κι είχε κηρύξει πόλεμο κατά του πολιτισμού. Η δωροδοκία κι η διαφθορά ήταν οι καθημερινές του μέθοδοι. Στο Σικάγο, η τοπική αυτοδιοίκηση ήταν απλά ένα από τα υποκαταστήματά του. Έκλεβε απροκάλυπτα δισεκατομμύρια γαλόνια νερό, υπαγόρευε στα δικαστήρια τις ποινές για τους άταχτους εργάτες, απαγόρευε στο δήμαρχο να εφαρμόσει τον οικοδομικό κανονισμό σε βάρος του. Στην εθνική πρωτεύουσα, είχε τη δύναμη ν’ αποτρέπει έλεγχο των προϊόντων του και να παραποιεί κρατικές εκθέσεις. Παραβίαζε τους νόμους για την επιστροφή κρατικών επιβαρύνσεων κι όταν μια φορά απειλήθηκε έρευνα, έκαψε τα βιβλία του κι έστειλε τους εγκληματίες πράκτορές του έξω από τη χώρα. Στον εμπορικό κόσμο, ήταν οδοστρωτήρας. Εξολόθρευε χιλιάδες επιχειρήσεις κάθε χρόνο, έσπρωχνε άντρες στην τρέλα και την αυτοκτονία. Είχε κατεβάσει τις τιμές των βοδιών τόσο χαμηλά που κατάστρεψε την κτηνοτροφία από την οποία ζούσαν ολόκληρες πολιτείες. Είχε ρημάξει χιλιάδες κρεοπώλες που αρνήθηκαν να πουλούν τα προϊόντα του. Χώρισε τη χώρα σε περιοχές και όριζε την τιμή του κρέατος σε όλες. Κι είχε δικά του όλα τα βαγόνια-ψυγεία κι επέβαλε φοβερό χαράτσι σ’ όλα τα πουλερικά και τ’ αβγά και τα φρούτα και τα λαχανικά. Με τα εκατομμύρια δολάρια που μάζευε κάθε βδομάδα, επιχειρούσε ν’ αποχτήσει τον έλεγχο άλλων κλάδων: των σιδηροδρόμων και των τραμ, του φωταερίου και του ηλεκτρικού. Είχε ήδη δική του τη βυρσοδεψία και τα σιτηρά της χώρας. Ο κόσμος είχε ξεσηκωθεί ενάντια σ’ αυτές τις καταπατήσεις, αλλά κανείς δεν είχε γιατριά να προτείνει. Ήταν δουλειά των σοσιαλιστών να τους διδάξουν και να τους οργανώσουν και να τους ετοιμάσουν για τον καιρό που θα έπαιρναν στα χέρια τους το γιγάντιο μηχανισμό που λεγόταν Τραστ του Βοδινού και θα τον χρησιμοποιούσαν για να παράγουν τροφές για ανθρώπινα όντα κι όχι για να συσσωρεύουν περιουσίες μια χούφτα πειρατές.
Αργά μετά τα μεσάνυχτα, ο Γιούργκις ξάπλωσε στο πάτωμα της κουζίνας του Οστρίνσκι. Όμως, πέρασε μια ώρα πριν μπορέσει να κοιμηθεί, θαμπωμένος από το χαρούμενο όραμα του κόσμου της Κονσερβούπολης να μπαίνει στα σφαγεία και να τα παίρνει στην κατοχή του!
Άπτον Σίνκλερ, Η ζούγκλα (εκδ. Σύγχρονη Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου