Με αφορμή τη γέννηση του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά σαν σήμερα το 1871,
θυμόμαστε έναν από τους δημοφιλέστερους μύθους σχετικά με την δικτατορία
της 4ης Αυγούστου, εκείνον της θέσπισης κράτους πρόνοιας, ο οποίος
εμπλουτίζεται κάποιες φορές με ισχυρισμούς περί θέσπισης 8ωρου ή ακόμα
και της κυριακάτικης αργίας. Παρότι τα συγκεκριμένα μυθεύματα έχουν
καταρριφθεί πολλές φορές, αναδύονται επίμονα στο δημόσιο λόγο, ενίοτε
μάλιστα σε εκλεπτυσμένη μορφή για να μοιάζουν λιγότερο προπαγανδιστικά,
με προφανή στόχο τον καθαγιασμό του Μεταξά.
Ξεκινώντας από θέματα εργατικής νομοθεσίας, να αναφέρουμε πως σε ό,τι αφορά το 8ωρο, αυτό είχε ήδη νομοθετηθεί το 1920, παρότι δεν είχε γενική ισχύ αφενός κι αφετέρου η εφαρμογή του ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων αγώνων του εργατικού κινήματος. Είναι ενδεικτικό πως οι σκόρπιες ως τότε σχετικές διατάξεις κωδικοποιήθηκαν μόλις το 1932, προς το τέλος της τελευταίας θητείας του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η μόνη “συνεισφορά” του μεταξικού καθεστώτος, ήταν η επέκταση της ισχύος του 8ωρου σε περισσότερους κλάδους, κι αυτό θεωρητικά πάντα.
Ο δε ισχυρισμός για την κυριακάτικη αργία είναι ακόμα πιο εξωφρενικός, καθώς ήδη η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου την είχε καθιερώσει το 1911. Μια σοβαρή παρέμβαση στην εργατική νομοθεσία υπήρξε πράγματι η θέσπιση των λεγόμενων “Εθνικών Συμβάσεων Εργασίας”. Η πρώτη απόπειρα για τη θέσπιση συλλογικών συμβάσεων εργασίας είχε γίνει το 1927, χωρίς να πραγματοποιηθεί τελικά η νομοθέτησή της, λόγω διάλυσης της βουλής. Αργότερα, επί της αυταρχικής διακυβέρνησης του Γεωργίου Κονδύλη στις αρχές του 1935, πέρασαν με Αναγκαστικό Νόμο οι συλλογικές συμβάσεις, που στην πραγματικότηα είχαν τόσο περιοριστικό χαρακτήρα, που δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόμα και με τα μέτρα της αστικής δημοκρατίας “ελεύθερες”.
Ο Μεταξάς είχε ασχοληθεί με τη ρύθμιση θεμάτων μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων ήδη από την εποχή που ήταν ακόμα κοινοβουλευτικός υπουργός, με την κατάρτιση νόμου περί υποχρεωτικής διαιτησίας, που ήταν ένας από τους παράγοντες που τροφοδότησαν τις μεγάλες απεργίες του Μάη του ’36, που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τη δικτατορία ως ενδείξεις δήθεν “κομμουνιστικής εξέγερσης”, που νομιμοποιούσε την 4η Αυγούστου. Ως δικτάτορας πια, ο Μεταξάς επέσπευσε τις επί τα χείρω αλλαγές στο εργατικό δίκαιο, ψηφίζοντας τις “Εθνικές Συμβάσεις”, υπό τον τίτλο “κατώτατον όριον μισθών Ιδιωτικών Υπαλλήλων και ελάχιστον ημερομίσθιον εργατών Βιομηχανίας”.
Είναι σαφές ότι σε συνθήκες διωγμών και απαγορεύσεων των εργατικών
διεκδικήσεων και τον πλήρη έλεγχο των συνδικάτων από το καθεστώς, οι
συμβάσεις αυτές λειτουργούσαν απροσχημάτιστα προς όφελος των εργοδοτών.
Είναι ενδεικτικό ότι παρά την ονομαστική αύξηση των ημερομισθίων στη
πενταετία 1935-1940 κατά 50%, σε καμία περίπτωση δε μπορούσαν να
καλύψουν το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης, με αποτέλεσμα η αγοραστική
δύναμη των μισθών να πέσει κάτω κι από τα επίπεδα του 1929, παρότι
αυξανόταν η παραγωγικότητα και γενικότερα ευημερούσαν οι οικονομικοί
δείκτες, εκκινώντας βέβαια από ένα εξαιρετικά χαμηλό σημείο.
Το καθεστώς δε δίσταζε παράλληλα να διακηρύττει την εξάλειψη της ανεργίας, όπως έκανε ο Μεταξάς σε ομιλία του την Πρωτομαγιά του 1940, αποδίδοντας το κύμα απολύσεων που παρατηρούνταν τους προηγούμενους μήνες στην “κακή ψυχολογία”, λόγω του φόβου εμπλοκής της Ελλάδας στον β’ παγκόσμιο πόλεμο. Παρότι τα συστήματα καταγραφής της ανεργίας ήταν σε υποτυπώδες επίπεδο και είναι δύσκολο να γίνουν εκτιμήσεις για τη διακύμανσή της εκείνη την εποχή, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία η συμβολή του εργατικού δυναμικού στην οικονομία δε σημείωσε αξιόλογες μεταβολή, κάτι που καθιστά αμφίβολη μια σημαντική μείωση της ανεργίας, παρά την οικονομική ανάπτυξη και της έντονης κινητικότητας σε έργα πολεμικής προπαρασκευής. Εξάλλου η δικτατορία είχε θεσμοθετήσει ένα μέτρο επιμερισμού της ανεργίας, δηλαδή την εκ περιτροπής εργασία, με τον περιορισμό είτε των εργάσιμων ωρών είτε των εργατικών αμοιβών.
Πυλώνας βέβαια της παραφιλολογίας για το “φιλολαϊκό” Μεταξά είναι η
ίδρυση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ). Ωστόσο και σε αυτή την
περίπτωση η πραγματικότητα αφηγείται μια άλλη ιστορία, καθώς ο
οργανισμός είχε ιδρυθεί ήδη από το 1934, ενώ το 1935 κατέστη υποχρεωτική
η ασφάλιση όλων των μισθωτών εκεί. Είναι γεγονός πως το καθεστώς Μεταξά
είναι το πρώτο που έθεσε σε λειτουργία το ΙΚΑ, από το 1937 σε Αθήνα και
Θεσσαλονίκη και τον επόμενο χρόνο σε άλλες πόλεις, καθώς αρχικά ήταν
πρακτικά ανενεργό λόγω έλλειψης χρηματοδότησης. Ακόμα κι έτσι όμως,
συνέχισε να υπολειτουργεί, καθώς το καθεστώς παροχών του ρυθμίστηκε με
αναγκαστικό νόμο μόλις το 1951. Εξάλλου οι μικρές παροχές του αφορούσαν
ένα ελάχιστο τμήμα εργαζομένων, ενώ κι αυτές σταμάτησαν εν ονόματι της
εθνικής άμυνας το 1939, όταν δεσμεύτηκαν τα αποθεματικά του ΙΚΑ και των
άλλων ασφαλιστικών οργανισμών υπό μορφή αναγκαστικού δανείς προς το
κράτος. Οι μόνοι πραγματικά ωφελημένοι των παροχών του Μεταξά ήταν οι
επικεφαλής των καθεστωτικών συνδικάτων, που απέκτησαν συνταξιοδοτικά
ταμεία αλλά και έγιναν δέκτες διαφόρων επιδομάτων και επιχορηγήσεων.
Είναι σαφές λοιπόν ότι η δικτατορία του Μεταξά εν πολλοίς όχι μόνο
ακολούθησε την αντιλαϊκή πεπατημένη των προηγούμενων αστικών
κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων, αλλά είτε την εμβάθυνε περαιτέρω, είτε οι
όποιες βελτιώσεις ήταν διακοσμητικού χαρακτήρα. Εξάλλου η πλήρης
συμμόρφωση στις εργοδοτικές απαιτήσεις σε συνδυασμό με την ανυπαρξία
εργατικού κινήματος λόγω ανελέητης καταστολής, θα απέτρεπαν την εφαρμογή
και του παραμικρού φιλεργατικού μέτρου.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι για πρώτη φορά στην ιστορία των ως τότε ελληνικών κυβερνήσεων καταγράφεται τέτοια αυτοπρόσωπη συμμετοχή της κεφαλαιοκρατικής ελίτ της χώρας στο υπουργικό συμβούλιο, με παραδείγματα όπως ο ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος της ΑΓΕΤ που έγινε υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, ως υπουργός Οικονομικών, ο Δημ. Μάξιμος, διευθυντής της Εθνικής, ως υπουργός Εσωτερικών, ενώ ο Αλέξανδρος Κορυζής, εκτός από υπουργός Υγείας – Πρόνοιας, ανέλαβε για λίγο την ηγεσία της χώρας μετά το θάνατο του Μεταξά, ως την αυτοκτονία του μετά τη γερμανική εισβολή την άνοιξη του 1941.
Ξεκινώντας από θέματα εργατικής νομοθεσίας, να αναφέρουμε πως σε ό,τι αφορά το 8ωρο, αυτό είχε ήδη νομοθετηθεί το 1920, παρότι δεν είχε γενική ισχύ αφενός κι αφετέρου η εφαρμογή του ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων αγώνων του εργατικού κινήματος. Είναι ενδεικτικό πως οι σκόρπιες ως τότε σχετικές διατάξεις κωδικοποιήθηκαν μόλις το 1932, προς το τέλος της τελευταίας θητείας του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η μόνη “συνεισφορά” του μεταξικού καθεστώτος, ήταν η επέκταση της ισχύος του 8ωρου σε περισσότερους κλάδους, κι αυτό θεωρητικά πάντα.
Ο δε ισχυρισμός για την κυριακάτικη αργία είναι ακόμα πιο εξωφρενικός, καθώς ήδη η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου την είχε καθιερώσει το 1911. Μια σοβαρή παρέμβαση στην εργατική νομοθεσία υπήρξε πράγματι η θέσπιση των λεγόμενων “Εθνικών Συμβάσεων Εργασίας”. Η πρώτη απόπειρα για τη θέσπιση συλλογικών συμβάσεων εργασίας είχε γίνει το 1927, χωρίς να πραγματοποιηθεί τελικά η νομοθέτησή της, λόγω διάλυσης της βουλής. Αργότερα, επί της αυταρχικής διακυβέρνησης του Γεωργίου Κονδύλη στις αρχές του 1935, πέρασαν με Αναγκαστικό Νόμο οι συλλογικές συμβάσεις, που στην πραγματικότηα είχαν τόσο περιοριστικό χαρακτήρα, που δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόμα και με τα μέτρα της αστικής δημοκρατίας “ελεύθερες”.
Ο Μεταξάς είχε ασχοληθεί με τη ρύθμιση θεμάτων μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων ήδη από την εποχή που ήταν ακόμα κοινοβουλευτικός υπουργός, με την κατάρτιση νόμου περί υποχρεωτικής διαιτησίας, που ήταν ένας από τους παράγοντες που τροφοδότησαν τις μεγάλες απεργίες του Μάη του ’36, που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τη δικτατορία ως ενδείξεις δήθεν “κομμουνιστικής εξέγερσης”, που νομιμοποιούσε την 4η Αυγούστου. Ως δικτάτορας πια, ο Μεταξάς επέσπευσε τις επί τα χείρω αλλαγές στο εργατικό δίκαιο, ψηφίζοντας τις “Εθνικές Συμβάσεις”, υπό τον τίτλο “κατώτατον όριον μισθών Ιδιωτικών Υπαλλήλων και ελάχιστον ημερομίσθιον εργατών Βιομηχανίας”.
Το καθεστώς δε δίσταζε παράλληλα να διακηρύττει την εξάλειψη της ανεργίας, όπως έκανε ο Μεταξάς σε ομιλία του την Πρωτομαγιά του 1940, αποδίδοντας το κύμα απολύσεων που παρατηρούνταν τους προηγούμενους μήνες στην “κακή ψυχολογία”, λόγω του φόβου εμπλοκής της Ελλάδας στον β’ παγκόσμιο πόλεμο. Παρότι τα συστήματα καταγραφής της ανεργίας ήταν σε υποτυπώδες επίπεδο και είναι δύσκολο να γίνουν εκτιμήσεις για τη διακύμανσή της εκείνη την εποχή, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία η συμβολή του εργατικού δυναμικού στην οικονομία δε σημείωσε αξιόλογες μεταβολή, κάτι που καθιστά αμφίβολη μια σημαντική μείωση της ανεργίας, παρά την οικονομική ανάπτυξη και της έντονης κινητικότητας σε έργα πολεμικής προπαρασκευής. Εξάλλου η δικτατορία είχε θεσμοθετήσει ένα μέτρο επιμερισμού της ανεργίας, δηλαδή την εκ περιτροπής εργασία, με τον περιορισμό είτε των εργάσιμων ωρών είτε των εργατικών αμοιβών.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι για πρώτη φορά στην ιστορία των ως τότε ελληνικών κυβερνήσεων καταγράφεται τέτοια αυτοπρόσωπη συμμετοχή της κεφαλαιοκρατικής ελίτ της χώρας στο υπουργικό συμβούλιο, με παραδείγματα όπως ο ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος της ΑΓΕΤ που έγινε υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, ως υπουργός Οικονομικών, ο Δημ. Μάξιμος, διευθυντής της Εθνικής, ως υπουργός Εσωτερικών, ενώ ο Αλέξανδρος Κορυζής, εκτός από υπουργός Υγείας – Πρόνοιας, ανέλαβε για λίγο την ηγεσία της χώρας μετά το θάνατο του Μεταξά, ως την αυτοκτονία του μετά τη γερμανική εισβολή την άνοιξη του 1941.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου