Σήμερα ο Κιμ Γιονγκ Ουν, ο ηγέτης της ΛΔ Κορέας, έχει γενέθλια και με αυτήν την αφορμή, αντιγράψαμε και δημοσιεύουμε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο της Φραγκίσκας Μεγαλούδη “στη χώρα των Κιμ”, το οποίο αναφέρεται στο πυρηνικό πρόγραμμα της Κορέας, τους λόγους που οδήγησαν την πολιτική ηγεσία της χώρας στην ανάπτυξη τέτοιου προγράμματος και ένα σύντομο ιστορικό με τις διακυμάνσεις και τις προοπτικές του. Υπόψη πως το βιβλίο γράφτηκε και κυκλοφόρησε το 2015, οπότε τα στοιχεία και κάποιοι χρονικοί προσδιορισμοί αναφέρονται σε εκείνη τη χρονιά.Το πυρηνικό πρόγραμμα της ΛΔ Κορέας
Στο επίκεντρο όλων αυτών των εντάσεων βρίσκεται το πυρηνικό πρόγραμμα της Κορέας, το οποίο η χώρα έχει δηλώσει ξεκάθαρα πως η χώρα δεν πρόκειται να εγκαταλείψει.
Υπολογίζεται ότι το πυρηνικό οπλοστάσιο της χώρας διαθέτει 10 με 16 όπλα, τα οποία περιλαμβάνουν 6 με 8 συσκευές πλουτωνίου και 4 με 8 όπλα εμπλουτισμένου ουρανίου. Αν και οι πληροφορίες δεν είναι εύκολο να διασταυρωθούν, μία μελέτη που δημοσίευσε το Ινστιτούτο ΗΠΑ-Κορέας του τμήματος Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου του John Hopkins (2015) υποστηρίζει ότι η Β. Κορέα διαθέτει πυρηνικές κεφαλές ικανές να πλήξουν στόχους σε Νότια Κορέα και Ιαπωνία.
Η ιστορία με τα πυρηνικά της Κορέας δεν είναι καινούρια. Η απόκτησή τους αποτελούσε στρατηγικό στόχο για πάνω από πέντε δεκαετίες και η κυβέρνηση έβλεπε (και βλέπει) στα πυρηνικά όπλα την επιβίωσή της, τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς εχθρούς. Σίγουρα οι Kim διδάχτηκαν πολλά τόσο από την τύχη του Σαντάμ Χουσεΐν, αλλά και από τα πρόσφατα γεγονότα της Λιβύης, με τον εκτοπισμό και την εξόντωση του Μουαμάρ Καντάφι, ύστερα από την επέμβαση των δυτικών. Για τους Kim, μια Κορέα – πυρηνική υπερδύναμη θα θεωρηθεί ισότιμος συνομιλητής των ΗΠΑ και θα μπορεί να επιβάλλει τη γραμμή της και να ασκεί πίεση στη Νότια Κορέα. Παράλληλα, στα πυρηνικά βλέπει το δρόμο για την οικονομική ανάπτυξη. Άλλωστε η επίσημη πολιτική είναι η γραμμή byungjin, βάσει της οποίας η Βόρεια Κορέα επιζητά ταυτόχρονη οικονομική ανάπτυξη, αλλά και μετατροπή σε πυρηνική δύναμη.
Μέχρι το 1989 η Κορέα στήριζε το αμυντικό δόγμα της στην απόκτηση ισχυρού οπλοστασίου, κατασκευάζοντας παράλληλα μεγάλα καταφύγια σε όλη τη χώρα. Ο Kim Il-sung αντιμετώπιζε τα πυρηνικά όπλα με σκεπτικισμό και τα θεωρούσε περισσότερο ένα διπλωματικό εργαλείο, παρά μέσο πολέμου. Ο ίδιος άλλωστε είχε δηλώσει ότι τα πυρηνικά δε θα χρησιμοποιούνταν ποτέ σε κορεατικό έδαφος. Το 1985 η Βόρεια Κορέα υπέγραψε το σύμφωνο μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων (Non-Proliferation Treaty ή ΝΡΤ), το οποίο σκοπεύει στην αποτροπή της διάδοσης των πυρηνικών όπλων, δεσμεύεται για την καταστροφή τους και προωθεί τη συνεργασία μεταξύ των χωρών για την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Καθυστέρησε, όμως, πέντε χρόνια να υπογράψει τη συμφωνία με την Υπηρεσία Διεθνούς Ατομικής Ενέργειας για έλεγχο των πυρηνικών της εγκαταστάσεων. Όταν το 1993 οι επιθεωρητές ζήτησαν να προχωρήσουν σε ελέγχους των αποθεμάτων πλουτωνίου στο πυρηνικό εργοστάσιο Yongbyon, η χώρα απείλησε με αποχώρηση από το Σύμφωνο. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 90′ υπήρξαν περιθώρια συνεννόησης, με αντάλλαγμα καλύτερες σχέσεις με τις ΗΠΑ που θα εξουδετέρωναν και τις όποιες απειλές.
Το 1993 η Κορέα και το Ισραήλ είχαν προχωρήσει σε εμπορικές και διπλωματικές συμφωνίες, βάσει των οποίων το Ισραήλ θα αναγνώριζε διπλωματικά τη Βόρεια Κορέα και θα προχωρούσε σε επενδύσεις, και η Κορέα με τη σειρά της θα σταματούσε κάθε πώληση όπλων στη Μέση Ανατολή -και στο Ιράν- παράλληλα με το πάγωμα του πυρηνικού της προγράμματος. Όπως ανέφεραν τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης, η Πιονγκ Γιανγκ θα πωλούσε ένα ορυχείο χρυσού στο Ισραήλ, το οποίο θα προχωρούσε σε επένδυση ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων από δωρεές εβραίων της διασποράς. Για το Ισραήλ ήταν μια ευκαιρία να σταματήσει η πώληση πυραύλων Skud-D από την Κορέα στη Συρία, το Ιράκ, αλλά κυρίως το Ιράν αποκόπτοντας έτσι τις χώρες αυτές από μία σημαντική πηγή εξοπλισμού. Η συμφωνία όμως δεν πρόλαβε ποτέ να γίνει πράξη, καθώς, όπως ανακοίνωσε εκπρόσωπος του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών, ύστερα από αμερικανικές πιέσεις, το Ισραήλ αποχώρησε, σεβόμενο τη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ για τις επαφές αυτές. Ως αντίποινα, η Πιονγκ Γιανγκ προχώρησε σε εκτόξευση πυραύλων.
Ακολούθησε ένας ακόμα γύρος διαπραγματεύσεων, που οδήγησε στην υπογραφή συμφώνου συνεργασίας το 1994, βάσει του οποίου η Βόρεια Κορέα θα σταματούσε το πυρηνικό πρόγραμμα και οι ΗΠΑ θα προμήθευαν τη χώρα με καύσιμα αλλά και με τεχνολογία, ώστε να αναπτύξει πυρηνική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς.
Τα γεγονότα όμως του Ιράκ και η εκλογή George W. Bush, ο οποίος τοποθέτησε τη Βόρεια Κορέα στον “άξονα του κακού”, άλλαξαν τα δεδομένα και η συμφωνία κατέρρευσαν στα τέλη του 2002. Το 2003 η χώρα αποχωρεί από το σύμφωνο μη διάδοσης πυρηνικών, εν μέσω κατηγοριών ότι χρησιμοποίησε τη συμφωνία για συνεργασία στην ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας για να αποκτήσει πρόσβαση σε εμπλυτισμένο ουράνιο με σκοπό την κατασκευή όπλων.
Ακολουθούν νέες διαπραγματεύσεις το 2005 με την Πιονγκ Γιανγκ να συμφωνεί στο πάγωμα των πυρηνικών και τις ΗΠΑ να δεσμεύονται για ανθρωπιστική βοήθεια στη χώρα, αλλά και παροχή καυσίμων: 50.000 τόνοι το 2005 και 900.000 τόνοι το 2007. Για άλλη μια φορά οι διαπραγματεύσεις αποτυγχάνουν. Ο Bush δηλώνει ότι, παρά τις συμφωνίες, οι κυρώσεις εναντίον της Κορέας θα παραμείνουν, ενώ η Ουάσιγκτον απορρίπτει την έκθεση 60 σελίδων που παραδίδει η χώρα σχετικά με το πυρηνικό της πρόγραμμα, ως ανακριβή. Οι ΗΠΑ -υπό την επιρροή και της σκληροπυρηνικής πτέρυγας των Cheney και Bolton- αρνούνται να τηρήσουν τη συμφωνία και δεν παραδίδουν ένα μέρος των καυσίμων. Το Σεπτέμβριο του 2007 το Ισραήλ, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης Ορχιδέα, βοβμαρδίζει τη θέση Al Kibar στη Συρία και δέκα Βορειοκορεάτες εργάτες χάνουν τη ζωή τους. Αν και δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς έκαναν εκεί, τα στοιχεία δείχνουν ότι εργάζονταν στην κατασκευή πυρηνικού αντιδραστήρια στο συριακό έδαφος. Η συριακή κυβέρνηση αρνήθηκε τις κατηγορίες αυτές, ενώ υπήρξε μια γενική σιωπή στη διεθνή διπλωματία γύρω από το βομβαρδισμό. Χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια και να φτάσουμε το 2011 για να επιβεβαιώσει ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας, ο οποίος συνέλεξε δείγματα χώματος από το σημείο, ότι επρόκειτο για πυρηνικό αντιδραστήρα. Όπως και να έχει, όμως, η Βόρεια Κορέα αν και δεν έδωσε καμία επίσημη εξήγηση για το τι έκαναν εκεί οι πολίτες της, άρχισε να σκληραίνει πάλι τη στάση της μετά από αυτά τα επεισόδια. Στα μέσα Αυγούστου του 2008 διώχνει τους επιθεωρητές ατομικής ενέργειας και απειλεί να συνεχίσει το πυρηνικό της πρόγραμμα.
Η επέμβαση στη Λιβύη το 2011 και ο θάνατος του Καντάφι, οκτώ χρόνια αφότου είχε παραδώσει το οπλοστάσιό του, έκανε την Πιονγκ Γιανγκ να εντείνει το πυρηνικό της πρόγραμμα και να αρχίσδι την ενεργή ανάπτυξή του. Η χώρα προσπαθεί να αποκομίσει πολιτικά οφέλη και η ρητορική που ακολουθεί, θυμίζει την αντίστοιχη πολιτική των ΗΠΑ και της Ρωσίας, κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, με εκατέρωθεν απειλές για αντίποινα και επιδείξεις ισχύος. Φαίνεται πως η Πιονγκ Γιανγκ εφαρμόζει πολιτική αποτροπής (deterrence) και θέλει να πείσει ότι η ικανότητά της για αντίποινα είναι πραγματική και ότι διαθέτει την αντίστοιχη πυρηνική δύναμη για να τα πραγματοποιήσει. Με άλλα λόγια, προειδοποιεί τις ΗΠΑ και τη Νότια Κορέα για σοβαρά αντίποινα, χάρη στα πυρηνικά όπλα που διαθέτει, και τις αποτρέπει έτσι από το να της επιτεθούν.
Αυτή η αμυντική γραμμή απαιτεί να ενσωματώσει τα πυρηνικά όπλα στο ευρύτερο στρατιωτικό της δόγμα, κάτι που σταδιακά ήδη συμβαίνει. Απαιτεί παράλληλα και αποκέντρωση, καθώς θα πρέπει να δοθεί και κάποια δυνατότητα αποφάσεων σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους ειδικευμένους στο θέμα των πυρηνικών. Αυτό ακόμα η ηγεσία δε φαίνεται έτοιμη να το πράξει. Η στάση των ΗΠΑ μέχρι σήμερα είναι να αγνοούν την Πιονγκ Γιανγκ, όσο η τελευταία δεν παραδίδει το πυρηνικό της οπλοστάσιο. Παράλληλα, η επιβολή κυρώσεων (στο φαντασιακό της Ουάσιγκτον) θα γονάτιζε την οικονομία της χώρας, η οποία θα αναγκαζόταν έτσι να προχωρήσει σε συμφωνία, αποδεχόμενη όλους τους όρους που θα θέσουν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της. Αυτή η στάση είχε κάποια λογική μέχρι το 2006, όταν η Βόρεια Κορέα ζητούσε πολιτικές και οικονομικές παραχωρήσεις από τη Δύση και ήταν πρόθυμη να συζητήσει μια συμφωνία τερματισμού του πυρηνικού της προγράμματος. Σε αυτό ευνοούσε και η λεγόμενη “ηλιόλουστη πολιτική” (sunshine policy) της Νότιας Κορέας που διήρκεσε από το 1998 μέχρι τις αρχές του 2007. Η πολιτική αυτή αναγνώριζε ότι, παρόλα τα προβλήματα του Βορρά, το καθεστώς δε θα καταρρεύσει και η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών είναι μονόδρομος. Έτσι, ο νότος διαχώρισε την πολιτική από την οικονομία, διευκόλυνε τις επενδύσεις ιδιωτών στο βορρά και αύξησε την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας χωρίς προαπαιτούμενα. Οι συντηρητικοί κύκλοι όμως μες στη Νότια Κορέα και κυρίως οι ΗΠΑ δεν είδαν ποτέ με καλό μάτι την προσέγγιση αυτή, η οποία έληξε άδοξα με τις εκλογές του 2007 και τη νέα κυβέρνηση στη Νότια Κορέα.
Σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει πολύ από τότε. Η Βόρεια Κορέα ξεκαθάρισε ότι δεν εγκαταλείπει το πυρηνικό της πρόγραμμα και το 2012, με άρθρο στο Σύνταγμα, επικύρωσε τη θέση της ως “πυρηνικής δύναμης”. Παρόλα αυτά φαίνεται πρόθυμη να συζητήσει το πάγωμα μελλοντικών δραστηριοτήτων -διατηρώντας όμως ανέπαφο το υπάρχον οπλοστάσιο- με αντάλλαγμα οικονομική βοήθεια και διεθνή αναγνώριση. Οι ΗΠΑ αρνούνται να συζητήσουν αυτό το ενδεχόμενο και απαιτούν πλήρη καταστροφή, κάτι που φυσικά η Πιονγκ Γιανγκ δε δέχεται κι έτσι οι συζητήσεις δεν καταλήγουν πουθενά. Ή μάλον δεν αρχίζουν καν.
Οι ΗΠΑ δεν εμπιστεύονται τη Βόρεια Κορέα λόγω και της προηγούμενης αποχώρησης από το Σύμφωνο χωρίς να τηρήσει καμία υποχρέωση. Από την άλλη, το κόστος μιας τέτοιας συμφωνίας ισοδυναμεί με πολιτική αυτοκτονία, για όποιον Αμερικανό πρόεδρο ή έστω διπλωμάτη την επιχειρήσει. Θα είναι πρακτικά αδύνατο να εξηγήσει και να κερδίσει τη στήριξη της Γερουσίας και της κοινής γνώμης, ένας πολιτικός που θα δώσει στη Βόρεια Κορέα όσα ζητάει και θα πάρει ως αντάλλαγμα μόνο μια υπόσχεση για το πάγωμα των μελλοντικών της δραστηριοτήτων. Το ερώτημα που τίθεται από τη δυτική διπλωματία είναι αν και πόσο μπορεί η Δύση να εμπιστευετεί μια απρόβλεπτη βορειοκορεατική κυβέρνηση, τη στιγμή μάλιστα που θα έχει κι ανεπτυγμένο πυρηνικό πρόγραμμα.
Καθώς λύση δε φαίνεται να υπάρχει, η κατάσταση είναι πλέον αδιέξοδη. Ο χρόνος όμως κυλάει τελικά υπέρ του νεαρού Kim, ο οποίος αναπτύσσει ταχύτατα το πρόγραμμά του και η κατάσταση σε πέντε χρόνια από τώρα σίγουρα θα είναι πολύ πιο κρίσιμη. Η Δύση καλείται να διαλέξει είτε να προχωρήσει σε μια γενναία συζήτηση τώρα, με ειλικρινές πνεύμα διαπραγματεύσεων, είτε να έχει να αντιμετωπίσει ένα πολύ πιο εξελιγμένο πρόγραμμα σε λίγα χρόνια. Για την επιτυχία όμως κάθε διαπραγμάτευσης απαιτείται αμοιβαία εμπιστοσύνη, και αυτή δεν πρόκειται να υπάρξει όσο συνεχίζεται η γελοιοποίηση της βορειοκορεατικής ηγεσίας και εντείνονται συνεχώς οι κυρώσεις που αποδεδειγμένα δε φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Από την πλευρά της η ηγεσία της Βόρειας Κορέας, αν επιθυμεί την οικονομική βοήθεια, που έχει ανάγκη, οφείλει να προσέλθει στις διαπραγματεύσεις χωρίς απρόβλεπτες αντιδράσεις.
(…)
Η Δύση εδώ και 70 χρόνια περιμένει την πτώση των Kim. Όπως φαίνεται, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί στο άμεσο μέλλον. Η αμφισβήτηση στο εσωτερικό της χώρας παραμένει ανύπαρκτη. Και το τελευταίο “ξεκαθάρισμα λογαριασμών” με την εκτέλεση ή απομάκρυνση αξιωματούχων και υπουργών, μάλλον δηλώνει ότι ο νεαρός Kim εδραιώνει την εξουσία του, σχηματίζοντας το δικό του κύκλο εμπίστων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου