11 Οκτ 2018

Αλληθωρίζοντας δεξιά- Η ιστορία της Υπηρεσίας συνταγματικής προστασίας στη Γερμανία

Σαν χθες συμπληρώθηκαν 56 χρόνια από το ξέσπασμα της υπόθεσης “Σπίγκελ” όταν το γνωστό γερμανικό περιοδικό δημοσίευσε άρθρο σύμφωνα με το οποίο ο δυτικογερμανικός στρατός σύμφωνα με εκτιμήσεις νατοϊκών αξιωματούχων δεν ήταν πλήρως αξιόμαχος για την απόκρουση του “κομμουνιστικού κινδύνου”. Παρά την εμφανώς αντιδραστική σκοπιά του άρθρου, ο τότε υπουργός Άμυνας Φραντς Γιόζεφ Στράους κατηγόρησε το περιοδικό για “προδοσία”, και η αστυνομία συνέλαβε τον εκδότη και τους αρχισυντάκτες του περιοδικού, πραγματοποιώντας έφοδο στα γραφεία του, τα οποία και κατέλαβε για εβδομάδες. Τελικά η υπόθεση έληξε δικαστικά το 1966 με μια απόφαση-σταθμό που δικαίωνε το περιοδικό και θεωρείται σημείο καμπής για την ελευθερία του τύπου στην ΟΔΓ. Λιγότερος γνωστός είναι ο σκοτεινός ρόλος της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος (Bundesverfassungsschutz), όχι μόνο σε αυτή, αλλά και σε άλλες υποθέσεις. Η συζήτηση για το ρόλο της έχει αναζωπυρωθεί τελευταία, με αφορμή τόσο για την “ανικανότητα” της να συλλάβει τους τρομοκράτες της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης NSU, με ανθρώπους της να εμπλέκονται στην υπόθεση, όσο και στη στάση του τωρινού (από το 2012) προέδρου της υπηρεσίας, Χανς – Γκέοργκ Μάασεν, έναντι της ανόδου της ακροδεξιάς στη Γερμανία, με επίκεντρο επεισόδια ρατσιστικής βίας και διαδηλώσεων σε πόλεις όπως το Κέμνιτς. Υπό αυτό το πρίσμα, αποκτά επικαιρότητα ένα παλιότερο άρθρο του ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, με τίτλο, “Ποιος προστατεύει το σύνταγμα από την Υπηρεσία Συνταγματικής Προστασίας; Ένα κατηγορώ”. Σε αυτό γίνεται ανασκόπηση στα σκάνδαλα της υπηρεσίας και το διαχρονικό αλληθώρισμά της προς τα δεξιά. Προφανώς το κείμενο γράφεται από αστική σκοπιά, θεωρώντας πχ. δεδομένο ότι υπήρχε “κομμουνιστική απειλή” από τη ΓΛΔ και την ΕΣΣΔ, ενώ και οι λύσεις που προτείνει δεν ξεφεύγουν από αυταπάτες περί “δημοκρατικού ελέγχου” της καρδιάς του κράτους από το ίδιο το κράτος. Παρά τις συγκεκριμένες επιφυλάξεις, τα στοιχεία που προσφέρει είναι χρήσιμα, και γι’αυτό κρίθηκε σκόπιμη η μετάφραση κι η αναπαραγωγή του.
Όταν ένας ατομικός αντιδραστήρας βγαίνει εκτός ελέγχου, στα γερμανικά λέγεται GAU, δηλαδή μέγιστη υπόθεση πιθανού ατυχήματος. Όταν ο κρατικός μηχανισμός ασφάλειας βγαίνει εκτός ελέγχου, μιλάμε για GAU στο κράτος δικαίου. Πώς μπορεί να αποφευχθεί αυτό; Τι γίνεται, όταν συμβεί; Πρέπει να ελέγξουμε προσεχτικά το μηχανισμό ασφαλείας. Και στην έσχατη περίπτωση πρέπει και πάλι να τεθεί σε δημοκρατικό έλεγχο ενός κράτους δικαίου. Αν δε γίνεται, ο μηχανισμός πρέπει να παροπλιστεί.
Η αστυνομία και η δικαιοσύνη είναι υπό δημόσιο έλεγχο. Αυτό αποτελεί ουσία της δημοκρατίας. Η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος δεν είναι υπό δημόσιο έλεγχο, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε να εκτελέσει τη μυστική του αποστολή. Αυτό κανονικά αντίκεται στην ουσία της δημοκρατίας, που ζει από τη διαφάνει και τον καλό έλεγχο της κρατικής εξουσίας. Μια μυστική υπηρεσία προστασίας του πολιτεύματος, “μια μυστική δημοκρατική υπηρεσία”, είναι λοιπόν κάτι σαν στρόγγυλο τρίγωνο, δηλαδή αντίφαση εν τοις όροις. Η γερμανική δημοκρατία προσπαθεί να εξισορροπήσει αυτή την αντίφαση, γιατί πιστεύει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα δίχως τις επιτυχίες αυτής της υπηρεσίας. Η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος θεωρείται ως διαρκής αναγκαστική άμυνα του κράτους κατά τους εχθρούς του συντάγματος, οι επιτυχίες της δικαιολογούν την ύπαρξή της. Ακολουθεί το “success story” της υπηερεσία στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, σε πέντε μέρη.
Πρώτον: Όταν πριν 50 χρόνια έγινε έρευνα και κατάληψη στα γραφεία σύνταξης του περιοδικού Der Spiegel από την αστυνομία,που είχε εντολή να συλλάβει τον εκδότη Άουγκσταιν, η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος το απέτρεψε, η ελευθερία του τύπου είναι τμήμα του συντάγματος, που στόχο έχει να προστατεύσει
Δεύτερον: Όταν πριν 40 χρόνια οι υποθέσεις διαφθοράς στο Βερολίνο ακολουθούσαν η μία την άλλη και πολιτικοί, τραπεζίτες και επιχειρηματίες οικονομούσαν αισχρά σε βάρος του Βερολίνου, ήταν η υπηρεσία αυτή που βοήθησε στο να καθαριστεί ο βάλτος, αφού το σύνταγμα που προστατεύει απειλείται από και από τέτοιες μαφιόζικες δομές.
Τρίτο: Όταν, πάλι πριν από σαράντα χρόνια, η ΓΛΔ προσπάθησε να εγκαταστήσει έναν κατάσκοπο ως προσωπικό σύμβουλο αναφοράς του καγκελαρίου Βίλι Μπραντ, η υπηρεσία το ματαίωσε.
Τέταρτο: Όταν πριν από τριάντα χρόνια αποκαλύφθηκε η υπόθεση Φλικ, επρόκειτο για επίτευγμα μιας υπηρεσίας που ήξερε πως στην προστασία του συντάγματος περιλαμβάνεται η μη εξαγορά του κράτους από τους πλούσιους. Κορυφαίοι πολιτικοί των χριστιανοδημοκρατών, των χριστιανοκοινωνιστών, των φιλελευθέρω και των σοσιαλδημοκρατών είχαν πάρει λεφτά από τον Φλικ και η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος είχε μπει με επιτυχία στα ίχνη τους.
Πέμπτο: Στο Ρόστοκ-Λίχτενγχαγκεν η υπηρεσία μπόρεσε να αποτρέψει το 1992 ένα πογκρόμ νεοναζί κατά αλλοδαπών. 115 Βιετναμέζοι σώθηκαν. Κι ούτω καθεξής, κι ούτω καθεξής. Αυτή είναι η ιστορία επιτυχιών της υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Τίποτε απ’όλα αυτά δεν ισχύει. Ισχύει το αντίθετο. Για την υπόθεση Spiegel η υπηρεσία ευθύνεται εν μέρει η ίδια. Και δεύτερον, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο; Δεν ανακάλυψε τις μαφιόζιες δομές, δεν κατάλαβε τη διαφθορά, ούτε το σκάνδαλο της κομματικής χρηματοδότησης; Άφησε τον ανατολικογερμανό κατάσκοπος στο περιβάλλον του καγκελαρίου, και τα μεγαλύτερα ξενοφοβικά επεισόδια της μεταπολεμικής ιστορίας στο Ρόστοκ, όπου πάνω από 100 πολιορκημένοι από τον όχλο άνθρωποι παρά τρίχα γλίτωσαν τον εμπρησμό, τη βρήκαν απροετοίμαστη. Κι ούτω καθεξής, κι ούτω καθεξής. Και τελευταία η υπηρεσία επί μια δεκαετία δεν αντιλήφθηκε ότι μια ξενοφοβική νεοναζιστική συμμορία δολοφόνησε δέκα ανθρώπους. Και οι ακροδεξιοί που έψαχνε η δικαοσύνη μπορούσαν άθικτοι να παρελαύνουν σε ακροδεξιές διαδηλώσεις και να επισκέπτονται νεοναζιστικές συναυλίες- στις οποίες νεοναζί συγκροτήματα υμνούσαν νεοναζιστικές δολοφονίες. Έτσι προστάτευσε η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος το σύνταγμα.

Από τότε που έγινε γνωστό ότι μια νεοναζιστική συμμορία απρόσκοπτη και ακαταδίωκτη μπορούσε να διασχίζει τη Γερμανία, από τότε που έγινε καθαρό ότι συνεπώς οι αναφορές της υπηρεσίας ήταν λάθος, από τότε που οι πολιτικοί στο εσωτερικό αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι τα συμπεράσματα που έβγαλαν σε αυτή τη βάση, δεν είναι βάσιμα, από τότε που κάθε μέρα γίνονται γνωστοί νέοι εσφαλμένοι χειρισμοί της υπηρεσίες και ολοένα περισσότερες λεπτομέρειες για την εγγύτητα μελών της υπηρεσίας και ακροδεξιών, από τότε μπορεί κανείς να αναρωτηθεί απεγνωσμένα αν τυχόν δεν πρέπει να απαγορευτεί μόνο το NPD, αλλά και η υπηρεσία συνταγματικής προστασίας.
Μια τέτοια απόγνωση δεν είναι μεν καλός σύμβουλος, είναι όμως κατανοητή. Οι τωρινές ειδήσεις δεν αφορούν μόνο μια νέα διάσταση του τρόμου, αλλά και μια νέα διάσταση της αποτυχίας των υπηρεσιών ασφαλείας. Γεμάτα σακιά με ερωτηματικά περιφέρονται από και προς τα υπουργεία, μεταξύ Βερολίνου, τοπικών πρωτευουσών και Καρλσρούης (σ.τ.Μ έδρα του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου): Αφορούν τους δράστες, αφορούν τις πράξεις, αφορούν τα λάθη των υπηρεσιών που μοιάζουν τρελά. Ασφαλώς: Η κρατική εισαγγελία της Καρλσρούης δεν ερευνά “κρατική κρίση” αλλά “σχηματισμό τρομοκρατικών ενώσεων” – αλλά έτσι εμμέσως και κατά της κρατικής αποτυχίας, καθώς οι αρμόδιες υπηρεσίες προφανώς δεν πήραν είδηση το παραμικρό από αυτό την τρομοκρατική ένωση.
Είναι ώρα για μια εκτίμηση της κατάστασης. Σε ποιο σύνταγμα είναι η συνταγματική υπηρεσία προστασία; Σχεδόν 150 άνθρωποι μετά την επανένωση της Γερμανίας έχουν καεί, χτυπηθεί, μαχαιρωθεί ή δολοφονηθεί με άλλο τρόπο από ξενοφοβία. Η υπηρεσία δεν ήταν εκεί και δεν ήταν εκεί που τη χρειάζονταν. Τι έκανε; Χρηματοδοτούσε εκατοντάδες πληροφοριοδότες στους κύκλους των νεοναζί για να μάθει τι γινόταν εκεί. Φαίνεται πως ελάχιστα έμαθε. Αυτό είναι ήδη πολύ άσχημο. Ακόμα χειρότερα θα ήταν να είχε μάθε μεν κάτι, αλλά να μην έκανε τίποτε. Αυτό θα ήταν σχεδόν ένα είδος συνέργειας, και κανείς αντιστέκεται στην ιδέα να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος, η μυστική εξουσία του κράτους, μπορεί να χρησιμοποιήσει μια τεράστια γκάμα μέσων παρακολούθησης: μπορεί να παρακολουθεί και να κρυφακούει, να δελεάζει και να μεταμφιέζει και να εξαπατά. Μπορεί να κάνει κι όλ’αυτά που δεν επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται ακόμα στην αστυνομία. Κι όμως: Αν δεν τα καταφέρνει η μυστική υπηρεσία να έχει υπό έλεγχο τους ακροδεξιούς πληροφοριοδότες της, μπορεί τότε να του δίνουμε στο χέρι μεθόδους μυστικών υπηρεσιών, δηλαδή μεθόδους που παραβιάζουν βασικά δικαιώματα; Παραχωρήθηκαν μέσω των αντιτρομοκρατικών νόμων, που πρόσφατα πάλι παρατάθηκαν,ακόμα περισσότερες μυστικές δυνατότητες στην υπηρεσία πέρα από τον έλεγχο της δικαιοσύνης.  Είναι λογική η υποψία, πως αυτές οι αρμοδιότητες δε θα χρησιμοποιηθούν με τον κατάλληλο τρόπο.
Η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος έχει τη δική της ιστορία. Στα πρώτα της χρόνια παρακολουθούσε τον δικηγόρο Γκούσταβ Χάινεμαν, μετέπειτα πρόεδρο της ΟΔΓ. Οι κλήσεις του παρακολουθούνταν, θεωρούνταν φίλος των κομμουνιστών. Η Κλάρα Μαρία Φασμπίντερ, καθολική πασιφίστρια, εκδιώχθηκε από την Ανώτατη Σχολή της Βόννης με τη βοήθεια της υπηρεσίας και εξετάστηκε για την ψυχική της υγεία, επειδή καταπολεμούσε την πολιτική εξοπλισμών του Αντενάουερ. Ο Βίκτορ Άγκαρτς, οικονομολόγος και κορυφαίος θεωρητικός της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ένωσης, παρακολοθούνταν και τα αποτελέσματα της παρακολούθησης κατέληξαν σε μήνυση για προδοσία. Έτσι ήταν τα πρώτα χρόνια. Και δεν άλλαξαν όλα τα επόμενα χρόνια. Ο δικηγόρος, ακτιβιστής των πολιτικών δικαιωμάτων και αναπληρωτής συνταγματικός δικαστής Ρόλφ Γκέσνερ παρακολουθούνταν, όπως διαπιστώθηκε πριν λίγες βδομάδες από το διοικητικό δικαστήριο του Ντίσελντορφ, σχεδόν σαράντα χρόνια άδικα από την υπηρεσία. Υπήρξε επίσης μια ορκωμοσία νεοσυλλέκτων στον Ομοσπονδιακό στρατό, όπου πληροφοριοδότες της υπηρεσίες εντοπίστηκαν να πετούν πέτρες.
Αλλά δεν πρέπει να είμαστε άδικοι. Η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος ήταν ένα παιδί της εποχής της, ένα ιδιαίτερα επιθετικό παιδί ασφαλώς. Για να παρακινηθεί ο κόσμος πέντε μόλις χρόνια μετά την άνευ όρων συνθηκολόγηση σε επανεξοπλισμό, η ΟΔΓ χρειαζόταν ένα εχθρικό σύμβολο: Τους κομμουνιστές. Και στο δικαιολογημένο φόβο της μπροστά στον κομμουνισμό της ΕΣΣΔ η νεαρή δημοκρατία ποινικοποίησε οτιδήποτε φερόταν ή έμοιαζε να είναι κομμουνιστικό. Κι όταν το 1956 το ΚΚΓ απαγορεύτηκε από το συνταγματικό δικαστήριο, άρχισε η “άγρια εποχή” της υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος: Μέλη του ΚΚ που είχαν πάει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, εγκλωβίζονταν από προστάτες του συντάγματος, που είχαν υπάρξει ναζί. Κι από εκεί καταλαβαίνει κανείς, τι ήταν (και κάποιες φορές φαίνεται να είναι ακόμα) η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος: Μια πολιτική υπηρεσία της εκάστοτε κυβέρνησης με ένα όνομα που καμουφλάρει αυτή της τη λειτουργία.
Η ανοχή έναντι του ακροδεξιού εξτρεμισμού και η μη ανοχή κατά του αριστερού εξτρεμισμού είχε κι έχει να κάνει με τον Ψυχρό Πόλεμο, στον οποίο μεγάλωσε ένα μέρος των προστατών του Συντάγματος. Σαράντα χρόνια κοίταζε προσηλωμένη και οπλισμένη μετά όπλα της αξιόμαχης δημοκρατίας στην ανατολή. Όταν ξεθώριασε η εικόνα του κομμουνιστή εχθρού, τα εγκλήματα της RAF συνδέθηκαν συνειρμικά με εκείνα της παλιάς εθχρικής εικόνας. Κι όταν διαλύθηκε η RAF, αντικαταστάθηκε από την ισλαμική τρομοκρατία. Ο νομοθέτης παρήγαγε μεν σε γραμμή παραγωγής νόμος περί ασφαλείας-εφαρμόστηκαν όμως μόνο κατά αριστερών εξτρεμιστών και ισλαμιστών.
Έτσι κατάφερε η ακροδεξιά ήδη πριν τη γερμανική ενοποίηση να αφήσει την παλιά του σφαίρα επιρροής. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 κατάφερε να υπερπηδήσει το γενεαλογικό χάσμα από το γκέτο των συνδέσμων γερόντων, χωρίς να χτυπήσει δημοκρατικός συναγερμός. Έγινε ένα ξανανιωμένο κίνημα, αλλά τα δημοκρατικά κόμματα δεν το κατάλαβαν ή το κατάλαβαν αργά- η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος δεν σήμανε συναγερμό. Από την όψιμη “εξέγερση των φρονίμων”, μετά από μια σειρά ακροδεξιών βίαιων επιθέσεων το καλοκαίρι του 2000, έγινε η εξέγερση των ανίκανων – όταν η πρόταση απαγόρευσης του NPD απέτυχε ενώπιον του Ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου λόγω κακής αιτιολόγησης.
Από το 1972 η υπηρεσία προστασίας ήταν απασχολημένοι να εκτελεί το “Διάταγμα περί ριζοσπαστών” της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και να λάβει γι’αυτό τα απαραίτητα μέτρα. Για δεκαπέντε χρόνια ήταν και παρέμεινε ως εξής: Είτε ταχυδρόμος, δασκάλα, διευθυντής φυλακών ή σιδηροδρομικός, αν υπήρχε από την υπηρεσία προστασίας αμφιβολία για την πίστη στο κράτος, υπήρχε απόρριψη και άρνηση πρόσληψης στο δημόσιο. Η υπηρεσίας προστασίας ήταν επίσης εκεί, όταν έπρεπε να προστατεύσει το κράτος από τους διαδηλωτές του Μπρόκντορφ και του Βάκερσντορφ, κατά των αντιπάλων της απογραφής, κατά των καθιστικά διαμαρτυρόμενων μπροστά από αποθήκες δηλητηρίων και πυραύλων. Αφού όλοι αυτοί βρίσκονταν υπό την υπόνοια πως υπηρετούν συνειδητά ή μη την υπόθεση της “άλλης πλευράς”. Η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος ήταν κάτι σαν προκεχωρημένος παρατηρητής στον Ψυχρό Πόλεμο. Η επιικριτική για το σύστημα στράτευση ήταν απεχθής για το κράτος, και οι διαννοούμενοι που βρίσκονταν πίσω της ήταν ύποπτοι ως κομμουνιστές κι εξτρεμιστές. Οι ακροδεξιοί ασφαλώς αγγίζονταν στην καλύτερη περίπτωση ακροθιγώς από την οργή της αξιόμαχης δημοκρατίας. Αντ’αυτού η υπηρεσία στη δεκαετία του εβδομήντα και του ογδόντα ήλεγχε τακτικά χιλιάδες επιχειρησιακά συμβούλια σε μεγάλες εταιρείες με μεγάλη λεπτομέρεια. Από τη διαρκή κατάσταση αναγκαστικής άμυνες έγινε μια μόνιμη κατάσταση δυνάμει αμυντικής υπερβολής.
Aσφαλώς, η υπηρεσία έκανε κι άλλα πράγματα. Προσπάθησε να καταπολεμήσει την αριστερή τρομοκρατία και τη RAF. Το 1978 οι ολλανδικές μυστικές υπηρεσίες σε συνεννόηση με τον πρωθυπουργό άνοιξαν με εκρηκτικά μια τρύπα στον τοίχο της φυλακής της Celle και απέδωσαν την τεχνητή ενέργεια σε άλλους, για να αποδείξουν στους εκλογείς “αποτελεσματική αντιμετώπιση της τρομοκρατίας”. Θύμα έπεσε και η αστυνομία, που πίστεψε τα περί τρομοκρατικής ενέργειας, κορόιδο πιάστηκε και η ολλανδική βουλή, στην οποία σέρβιραν ψέματα και παραμύθια.

Και στο Βερολίνο η εκεί υπηρεσία προσπάθησε να κοροϊδέψει τη δικαιοσύνη. Μέχρι σήμερα παραμένει ασαφές, αν ο τρομοκράτης και πληροφοριοδότης Ούλριχ Σμίκερ, πληροφοριοδότης της Βερολινέζικης υπηρεσίας προστασίας συντάγματος δολοφονήθηκε στις 5 Ιούνη εν γνώσει, με την ανοχή, ή με τη συμμετοχή της υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος. Την ευθύνη γι’αυτό φέρει η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος. Όταν το 1991 μετά από 16 χρόνια δίκης ανεστάλη η δίκη κατά έξι πιθανών τρομοκρατών, διαπιστώθηκε ένας άλλος ένοχος: Η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος. Είχε παρεμποδίσει την διαλεύκανση της δολοφονίας. Οι δικαστές δεν ήξεραν τι άλλο να κάνω από το να αναστείλουν τη δίκη-τη μεγαλύτερη στην ιστορία της ΟΔΓ.
H δικαστική απόφαση αναστολής διατυπώνει ένα κατηγορώ κατά της ανεξέλεγκτης μυστικής υπηρεσίας: Προσπάθησε μα κάθε τρόπο να αποτρέψει την αποκάλυψη της αλήθειας, και τα κατάφερε: το όπλο του εγκλήματος αποκρύφτηκε από τους δικαστές σε θωρακισμένο ντουλάπι της υπηρεσίας, σε μάρτυρες απαγορεύτηκε να καταθέσουν, αρχεία παρακρατήθηκαν, η υπεράσπιση έπεσε θύμα παρακολούθησης. Όλα αυτά ακούγονται απίστευτα. Είναι απίστευτα. Η δίκη του Βερολίνου έδωσε μια αίσθηση αυτού που μπορεί να συμβεί, όταν το κράτος ποντάρει όλο και περισσότερο σε μεθόδους μυστικών υπηρεσιών. Τότε οι μυστικές υπηρεσίες καθορίζουν, τι μπορεί να διαλευκανθεί από το δικαστήριο και τι όχι.
Υπάρχει μια επιχείρηση των μυστικών υπηρεσιών που δείχνει παραδειγματικά πόσο σημαντικός είναι ο έλεγχος: Η επιχείρηση Πλουτώνιο το 1994. Δεν πρόκειται για επιχείρηση της υπηρεσίας προστασίας του συντάγματος, αλλά για μια επιχείρηση της μυστικής υπηρεσίας BND. Αλλά οι μέθοδοι, τα ρίσκα και οι συνέπειες των μυστικών υπηρεσιών εσωτερικού και εξωτερικού είναι παρόμοιες και παρόμοια επικίνδυνες. Το λοιπόν: Η γερμανική μυστική υπηρεσία αυτοπροσώπως είχε αγοράσει 363,4 γραμμάρια πλουτωνίου, το οποίο, με υψηλότατο ρίσκο, έφτασε με πτήση στο Μόναχο, όπου και εντοπίστηκε σε μια θεαματικά σκηνοθετημένη ενέργεια. Με αυτή την ενέργεια λαθρεμπορίας η BND επεδίωκε να βρει τα ίχνη πυρηνικών λαθρεμπόρων. Γερμανοί πληροφοριοδότες ανέμιζαν πολλά χρήματα για καιρό, μέχρι να μπουν στο κόλπο του ατομικού λαθρεμπορία και “κανονικοί” εγκληματίες. Τους έφεραν το πλουτώνιο κατάμουτρα και η αγορά που υποτίθεται πως έπρεπε να καταπολεμηθεί με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε εξ αρχής. Συμμορίες εμπορεύονται πυρηνικό υλικό – από αυτό τον αφηρημένο κίνδυνο η μυστική υπηρεσία έφτιαξε μια συγκεκριμένη απειλή και έβαλα σε σημαντικό κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια.

Θα μπορούσε να δει κανείς το επικίνδυνο λαθρεμπόριο πλουτωνίου ως μια από τις πολλές κορυφαίες στιγμές μιας αλυσίδας σκανδάλων των μυστικών υπηρεσιών, που δεν είναι και λίγα στην ΟΔΓ. Η Δημοκρατία επέζησε αυτών των σκανδάλων, Αν διαβάσει κανείς προσεχτικά τη χρονολογία κοντά εξήντα κοινοβουλευτικών εξεταστικών επιτροπών θα διαπιστώσει: Οι μισές είχαν να κάνουν με υποθέσεις των μυστικών υπηρεσιών.
Όμως από το 1994, ακριβώς από τη χρονιά του σκανδάλου με το Πλουτώνιο, δεν ισχύει πλέον ένας θεμελιώδης νόμος της ομοσπονδιακής δημοκρατίας, ο θεμελιώδης νόμος του αυστηρού διαχωρισμού αστυνομίας και μυστικών υπηρεσιών. Ο ίδιος ο νομοθέτης τον χαλάρωσε. Ο BND (Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών, σ.τ.Μ) μέσω του νόμου αντιμετώπισης του εγκλήματος το 1994 έλαβε βοηθητικές αρμοδιότητες στην καταπολέμηση του κοινού εγκλήματος (επιτρέπεται να καταγράφει συνομιλίες στο διεθνές τηλεφωνικό δίκτυο, αν ακούσε συγκεκριμένες λέξεις κλειδιά, όχι βέβαια για την προστασία της δημοκρατικής τάξης, αλλά για την καταπολέμηση του εγκλήματος). Το σκάνδαλο με το πλουτώνιο απέδειξε πως η μυστική υπηρεσία δεν αρκούνταν σε τέτοιες βοηθητικές αρμοδιότητες. Δεν ήθελε και δε θέλει να εκτελεί επικουρικές εργασίες, αλλά όλοι οι άλλοι – αστυνομία και κρατική εισαγγελία- οφείλουν να προσφέρουν σε αυτή τις βοηθητικές τους υπηρεσίες. Όχι η αστυνομία, όχι η κρατική εισαγγελία είχαν τον πρώτο λόγω στο λαθρεμπόριο, παρότι θεωρητικά ζήτημα ήταν η καταπολέμηση και δίωξη της πυρηνικής εγκληματικότητας. Κύριος της διαδικασίας ήταν η μυστική υπηρεσία, δηλαδή ένας θεσμός, που δεν υφίσταται την αρχή της νομιμότητας, και η εξεταστική επιτροπή της βουλής ερευνούσε πίσω της ασθμαίνοντας.
Ο νομοθέτης θα έπρεπε και θα μπορούσε να έχει πάρει το μάθημά του: Αν δώσεις στη μυστική υπηρεσία το μικρό δάχτυλο, θα σου φάει όλο το χέρι. Το σκάνδαλο του πλουτωνίου θα μπορούσε να βγει και σε καλό γιατί απέδειξε με δραστικό τρόπο, που οδηγεί η ανάμειξη και η σύγχυση αρμοδιοτήτων. Κι όμως: Πολιτικοί και νομοθεσία έδιναν και δίνουν στις μυστικές υπηρεσίες έναν ολοένα μεγαλύτερο ρόλο στην εγκαθίδρυση της εσωτερικής ασφάλειας. Οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι μετά την 11η Σεπτέμβρη 2001 είναι νόμοι ενίσχυσης των μυστικών υπηρεσιών, ουσιατικά αποτελούνται από νέες αρμοδιότητες των μυστικών κρατικών εξουσιών.
Κάθε χρόνο υπάρχει αναφορά της Υπηρεσίας. Στην επόμενη αναφορά θα ψάξει κανείς για εξηγήσεις γιατί η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος δεν ήξερε τίποτε για την τρομοκρατική νεοναζιστική οργάνωση- γιατί έπεσε – αν είναι αλήθεια, στα τέλη του φθινοπώρου 2011 από τα σύννεφα από άγνοια. Πώς δουλεύει η υπηρεσία προστασίας, με ποια μέσα και μεθόδους- αυτό δεν ήταν ως τώρα αντικείμενο των αναφορών, αλλά διαρκώς αντικείμενο σκανδάλων. Μετά το τελευταίο σκάνδαλο, το σκάνδαλο των νεοναζί, πρέπει η υπηρεσία να θέσει εαυτόν στο επίκεντρο της αναφοράς του. Και το ερώτημα πιος προστατεύει το σύνταγμα από τους προστάτες του, είναι μεν δηκτικό, αλλά σημαντικό. Υπάρχουν οι ελεγκτές των μυστικών υπηρεσιών της ομοσπονδιακής βουλής και των τοπικών βουλών.  Είναι καλοπροαίρετοι και επιμελείς, αλλά με υπερβολικό φόρτο εργασίας. Αν μια μυστική υπηρεσία, δηλαδή για παράδειγμα η υπηρεσία προστασίας του συντάγματος ως εσωτερική μυστική υπηρεσία, αναλαμβάνει ολοένα περισσότερες αστυνομικές αρμοδιότητες – τότε πρέπει είτε να ενσωματωθεί στην αστυνομία είτε να ελέγχεται όπως εκείνη: μέσω της δικαιοσύνης.
Η ιστορία της Υπηρεσίας Προστασίας Συντάγματος στη Γερμανία είναι σε σημαντικό βαθμό μια σκανδαλώδης ιστορία. Η ζημιά που έχει προκαλέσει η υπηρεσία προστασίας, ήταν πιθανότατα πολύ μεγαλύτερη από το όφελος που έφερε. Άραγε έπεισε τους αμφισβητίες για την αναγκαιότητα του συντάγματος ή μήπως ενίσχυσε τις αμφιβολίες τους; Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε η υπηρεσία δεν ήταν και δεν είναι διαφήμιση για το σύνταγμα, τα λάθη που έκανε και τα σκάνδαλα που δημιούργησε επίσης δεν είναι. Ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ είχε πει κάποτε πως δε χρειάστηκε ποτέ τις μυστικές υπηρεσίες. Αυτή η άποψη μπορεί να γενικευτεί. Στ’αλήθεια δεν είδε και δεν άκουσε τίποτε η υπηρεσία για τους νεοναζιστικούς φόνους; Τότε είναι περιττή, όπως δίκαια λέει ο Βερολινέζος δημοσιογράφος Κρίστιαν Μπομάριους. Και αν δεν ήθελε ν’ακούσει ή να δει τίποτε; Τότε είναι, κι αυτό ισχύει, κίνδυνος για το σύνταγμα. Μια περιττή υπηρεσία προστασίας συντάγματος είναι υπερβολικά ακριβή. Κι αν είναι κι επικίνδυνη, δεν πρέπει να καταργήσουμε μόνο τους πληροφοριοδότες της, αλλά και την ίδια την υπηρεσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ