Αιτίες για την επιβολή της δικτατορίας
Οι εξελίξεις των χρόνων 1965 - 1966 είχαν ανοίξει (στρώσει) το δρόμο για την επιβολή της δικτατορίας. Οι 4 διαλέξεις του Σάββα Κωνσταντόπουλου, διακεκριμένου θεωρητικού της, το Μάρτη 1966, την είχαν προαναγγείλει. Ηταν σαφέστατες ως προς αυτό που ετοιμαζόταν και επρόκειτο να ακολουθήσει. Και βεβαίως τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως «προφήτεψε» ο θεωρητικός της χούντας, ο οποίος, κλείνοντας την 4η διάλεξή του, έλεγε: «Είναι η στιγμή να αναλάβη ο καθένας την ευθύνη του. Αν πέση η Δημοκρατία, δεν θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι. Θα είμαστε όλοι ηττημένοι. Θα έχουμε αποδείξει, λαός και πολιτικοί ηγέτες, ότι δεν είμαστε άξιοι και ώριμοι για Δημοκρατία» (Σ. Κωνσταντόπουλου, «Ο φόβος της δικτατορίας», σελ. 149, Αθήναι 1966).
Γιατί επιβλήθηκε η δικτατορία της 21ης Απρίλη 1967;
H απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, όπως έχει διαφανεί με σαφήνεια από τα ίδια τα γεγονότα. Από την άλλη, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι επιφανειακή και προπαγανδιστικού τύπου η άποψη που έχει υποστηριχτεί και συνεχίζει να υπογραμμίζεται ότι η αιτία για την επιβολή της δικτατορίας ήταν η ματαίωση της ανόδου της Ενωσης Κέντρου στην κυβερνητική εξουσία, όταν πια τα άλλα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν («αποστασία») δεν είχαν μπορέσει να ανακόψουν το λαϊκό ρεύμα υπέρ της Ενωσης Κέντρου. Αυτή την άποψη προσπαθούν να την ενισχύσουν με την πρόβλεψη για την πιθανότατη (αν όχι σίγουρη) νίκη της στις εκλογές, που επρόκειτο να γίνουν στις 28 του Μάη 1967.
Τα πράγματα, βεβαίως, δεν είναι καθόλου έτσι. Γιατί, κι αν προς στιγμή δεχτούμε αυτόν το συλλογισμό, αμέσως μετά θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα άλλο πρόβλημα, το οποίο τον ανατρέπει. Τίθεται, δηλαδή, το εξής ερώτημα: Ποιοι είχαν λόγο να φοβούνται από την άνοδο της Ενωσης Κέντρου στην κυβέρνηση; Είναι φανερό ότι τέτοιο λόγο είχε, πρώτα απ' όλους, το Παλάτι, αφού το νόημα της λαϊκής ψήφου προς την Ενωση Κέντρου θα ήταν ταυτόχρονα, σε μεγάλο βαθμό, και ψήφος κατά της Μοναρχίας, μετά τα όσα είχαν συμβεί από το 1965. Σε συνέχεια, λόγο για να αποτρέψει την άνοδο της Ενωσης Κέντρου στην κυβέρνηση είχε και η ΕΡΕ.
Με βάση τα παραπάνω, μπορεί να εξηγηθεί και ο σχεδιασμός της Μοναρχίας να επιβάλει η ίδια τη δικτατορία της, μέσω της «χούντας των στρατηγών». Και, απ' ό,τι διαφαινόταν, θα είχε ίσως και την υποστήριξη φιλοδικτατορικών κύκλων της ΕΡΕ (Κ. Ροδόπουλος κ.ά.).
Τα γεγονότα, ωστόσο, εξελίχθηκαν διαφορετικά. Και το αποτέλεσμα ήταν να διωχτούν από τη δικτατορία, τόσο η ΕΡΕ, όσο και το Παλάτι, δηλαδή οι κατ' εξοχήν ζημιωμένοι από το προβάδισμα της Ενωσης Κέντρου. Και η μεν ΕΡΕ δεν μπορούσε παρά να διωχτεί, από τη στιγμή που η δικτατορία κατάργησε τον κοινοβουλευτισμό. Το Παλάτι, όμως; Πώς εξηγείται ότι βρέθηκε «υπό», όντας ο βασικός ενδιαφερόμενος για τη μη άνοδο της Ενωσης Κέντρου στην κυβερνητική εξουσία; Πώς εξηγείται ότι βρέθηκε «υπό», από μια στρατιωτική δικτατορία, που υποτίθεται ότι στρεφόταν κατά της Ενωσης Κέντρου, τη στιγμή που και το ίδιο επίσης σχεδίαζε να κάνει στρατιωτική δικτατορία, λόγω της αντιπαράθεσής του με την Ενωση Κέντρου;
Ισως προβληθεί ότι, εκτός απ' το Παλάτι και την ΕΡΕ, υπήρχαν οι ΗΠΑ και η εγχώρια πλουτοκρατία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ και η εγχώρια πλουτοκρατία βρίσκονταν πίσω από το πραξικόπημα. Αλλά γιατί χρειάστηκαν να βάλουν στην άκρη και το Παλάτι; Και - πολύ περισσότερο - γιατί αργότερα χρειάστηκαν (ή επέτρεψαν) να εκδιωχτεί η Μοναρχία, και μάλιστα κακήν κακώς; (Δεκέμβρης 1967).
Από τα γεγονότα, όπως διαδραματίστηκαν, γίνεται φανερό ότι οι ΗΠΑ και η εγχώρια πλουτοκρατία δεν έβαλαν τυχαία σε ενέργεια τη χούντα των συνταγματαρχών, παραμερίζοντας τη χούντα των στρατηγών (Παλατιού). Καταλάβαιναν πολύ καλά ότι η δικτατορία που θα προερχόταν από το Παλάτι, όχι μόνο δε θα τους έλυνε, αλλά θα περιέπλεκε σε επικίνδυνο βαθμό τα προβλήματα που ήθελαν να λύσουν.
Τι συνέβη, λοιπόν;
Οι ίδιοι οι δικτάτορες στήριξαν την ανάγκη επιβολής της δικτατορίας στον «κομμουνιστικό κίνδυνο», που, όπως υποστήριζαν σε κάθε στιγμή, απειλούσε την Ελλάδα. Ενώ ο Κ. Μητσοτάκης, μιλώντας στη ΝΕΤ, σε συνέντευξή του στις 31/1/2000, είπε για τους λόγους που οδήγησαν στη δικτατορία: «Πιστεύω ότι στη δικτατορία οδήγησε η αδυναμία του πολιτικού κόσμου να δώσουμε λύση στα προβλήματα» (εννοώντας, όχι τα λαϊκά, αλλά αυτά του αστικού πολιτικού κόσμου).
Σε αυτά τα δύο βρίσκεται η ουσία του ζητήματος, με τις εξής έννοιες:
1. Κομμουνιστικός κίνδυνος φυσικά και δεν υπήρχε τότε για την εγχώρια πλουτοκρατία και τους ξένους συμμάχους της. Κι όχι μόνο δεν υπήρχε τέτοιος άμεσος κίνδυνος, αλλά εκείνη την περίοδο το ΚΚΕ και η ΕΔΑ έδειξαν αδυναμία να προετοιμάσουν την εργατική τάξη και τους άλλους εργαζόμενους, ακόμη και για να αντισταθούν στο πραξικόπημα. Κάτι περισσότερο: Δεν είχαν συνειδητοποιήσει σε βάθος ότι η δικτατορία ήταν επί θύραις.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη σκόπιμη υπερβολή, που ασφαλώς υπήρχε στη φράση τους, οι δικτάτορες ομολογούσαν μια πραγματικότητα, όταν έκαναν λόγο για «τον κομμουνιστικό κίνδυνο». Γιατί το λαϊκό κίνημα της εποχής, αν και σημαδευόταν αρνητικά από τον πολιτικό προσανατολισμό που είχε το ίδιο και τα πολιτικά του υποκείμενα (ΚΚΕ - ΕΔΑ), είχε σημειώσει μια ανοδική πορεία, που δυσκόλευε τις «κινήσεις» των αστικών κομμάτων, όξυνε τις αντιθέσεις του αστικού πολιτικού κόσμου και, κυρίως, υπήρχαν οι δυνατότητες, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να γίνει στην πορεία επικίνδυνο.
2. Ταυτόχρονα, η άρχουσα τάξη, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δεν μπορούσε εκείνο το διάστημα να οδηγήσει στον εκσυγχρονισμό του πολιτικού της συστήματος με ομαλές ή με σχετικά ομαλές διαδικασίες, για να το αντιστοιχήσει στις απαιτήσεις και στις ανάγκες της καπιταλιστικής εξέλιξης. Και δεν μπορούσε, για τους εξής λόγους:
Για να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ και σε συνέχεια το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, η άρχουσα τάξη, έχοντας μετά την Κατοχή έναν σμπαραλιασμένο κρατικό μηχανισμό κι ένα ασταθές πολιτικό σύστημα (λόγω της βαθιάς κρίσης των αστικών κομμάτων), πήρε εξοντωτικά μέτρα για να καταστείλει το λαϊκό κίνημα. Τα μέτρα αυτά τα συνέχισε και μετά τη νίκη της το 1949. Ενίσχυσε στο έπακρο τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και έκανε τον αντικομμουνισμό, την «εθνικοφροσύνη» και τον «από βορρά κίνδυνο», τα κύρια ιδεολογικά όπλα της. Παράλληλα, η Μοναρχία, που για ιστορικούς λόγους είχε επιβιώσει δίχως να είναι καρπός της καπιταλιστικής εξέλιξης, ήταν γερά γαντζωμένη στο αστικό πολιτικό σύστημα, είχε παίξει σημαντικό ρόλο ως το «πρώτο οχυρό κατά του κομμουνισμού» και συνέχιζε να κατέχει μερίδιο στην άσκηση της εξουσίας.
Ομως, 10 - 15 χρόνια μετά τον Εμφύλιο, προέκυπτε το εξής ζήτημα: Για πόσα χρόνια ακόμη θα μπορούσε η άρχουσα τάξη να ασκεί την εξουσία της με «εργαλεία» που διαρκώς πάλιωναν όλο και περισσότερο, δηλαδή με τις ίδιες δομές που χρησιμοποίησε στα χρόνια της ένοπλης αντιπαράθεσης; Μέχρι πότε θα μπορούσε να κυριαρχεί πάνω στην εργατική τάξη με την πιο ωμή τρομοκρατία; Και μέχρι πότε θα επένδυε στο ρόλο των Ανακτόρων ως «πρώτου οχυρού κατά του κομμουνισμού», που σήμαινε ότι στην άσκηση της ενιαίας αστικής εξουσίας η Μοναρχία θα συνέχιζε να κατέχει μερίδιο από το φυσικό φορέα της, που ήταν η κυβέρνηση, και μάλιστα να διεκδικεί το πάνω χέρι, βάζοντας έτσι φρένο στον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό, που απαιτούσε και προϋπέθετε πιο «ευέλικτες» και όχι ωμές μεθόδους καταστολής του λαϊκού κινήματος; Η άρχουσα τάξη κατανοούσε θαυμάσια ότι η ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων δεν μπορούσε να γίνεται στο διηνεκές μόνο με το χωροφύλακα.
Αυτό το είδαν οι ρεαλιστές αστοί πολιτικοί (Καραμανλής, Παπανδρέου κ.ά.). Και επιχείρησαν εκσυγχρονισμούς. Ομως, τότε ακριβώς συγκρούστηκαν με το Παλάτι, το οποίο χρειαζόταν τις πιο ξεπερασμένες κατασταλτικές μεθόδους για να τα βγάλει πέρα, δηλαδή για να διατηρεί τον αυξημένο ρόλο του. Αυτές οι αντιθέσεις, που οδηγούσαν σε συγκρούσεις («Ιουλιανά», αποχώρηση Καραμανλή από την πολιτική), μπορούσαν να αποβούν επικίνδυνες, αφού έθεταν το ζήτημα «ποιος κυβερνά».
Ταυτόχρονα, οι αντιθέσεις κυβερνήσεων - Ανακτόρων οξύνονταν και από τη λαϊκή πάλη. Στα 1965 - 1967, η αγανάκτηση του λαού κατά του Στέμματος ήταν η μεγαλύτερη από το 1950. Στην πραγματικότητα, τα Ανάκτορα δεν μπορούσαν να «σταθούν»... Αυτός ήταν ένας πολύ βασικός παράγοντας, τον οποίο τα αστικά κόμματα επίσης δεν μπορούσαν να αγνοήσουν, δίχως κινδύνους για τα ίδια. Ιδιαίτερα δεν μπορούσε να τον αγνοήσει η Ενωση Κέντρου, που η συντριπτικά μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων της ήταν αντιβασιλικοί.
Από την άλλη, όμως, αποδείχτηκε και το εξής: Πως ναι μεν τα αστικά κόμματα (για την ακρίβεια μεγάλο μέρος της ηγεσίας τους) έβλεπαν την ανάγκη εκσυγχρονιστικών μέτρων, από την άλλη, όμως, δεν είχαν την ικανότητα (και επειδή δεν είχαν «ανανεωθεί» και επειδή φοβούνταν το λαό) να γίνουν συνεπείς φορείς των «νέων» μέτρων αντιστοίχισης με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και να τα επιβάλουν. Αυτό επιβεβαιώθηκε με την ΕΡΕ, αλλά κυρίως με την Ενωση Κέντρου. Τα βασικά αστικά κόμματα της εποχής (ΕΡΕ - Ενωση Κέντρου) βρέθηκαν πίσω από τις ανάγκες ανταπόκρισης στον αστικό εκσυγχρονισμό του καιρού τους. Και στο σημείο αυτό - και με αυτήν την έννοια - έχει δίκιο ο Κ. Μητσοτάκης όταν λέει ότι «ο πολιτικός κόσμος δεν μπόρεσε να δώσει λύση στα προβλήματα».
Ετσι, τα πράγματα έφτασαν στο εξής σημείο: Το μεν Παλάτι να μη θέλει να κάνει πίσω, ο δε αστικός κόσμος να μην μπορεί, ούτε να θέλει να κάνει μπροστά. Γι' αυτούς τους λόγους, το τμήμα της άρχουσας τάξης, που είχε δύναμη στον πιο ισχυρό μηχανισμό του κράτους, στο στρατό, έδωσε τη λύση (δίκην γόρδιου δεσμού) μέσω της δικτατορίας. Με αυτό τον τρόπο, επέβαλε τους αναγκαίους εκσυγχρονισμούς, διακόπτοντας πάνω από 7 χρόνια την κοινοβουλευτική δικτατορία της. Οταν αυτή η φάση έκλεισε το 1974, άνοιξε μια άλλη στην κυριαρχία της, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
(Αναδημοσίευση από τον «Ριζοσπάστη» 6 Φλεβάρη 2000.)
Του
Μάκη ΜΑΪΛΗ
Μάκη ΜΑΪΛΗ
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Σελίδα 12
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου