Οι τυμπανοκρουσίες για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης είναι δύσκολο να κρύψουν τους υπόκωφους τριγμούς στο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Διευρύνεται η αντίθεση μεταξύ της πολιτικής του «Διευθυντηρίου» της ΕΕ και των λαών και εντείνονται οι εσωτερικές μεταξύ κρατών-μελών αντιθέσεις σε συνδυασμό με την καθολική επίθεση κατά των λαών. Αυτή είναι η κατάσταση της καπιταλιστικής Ευρωπαϊκής Ενωσης σήμερα. Ενός εγχειρήματος που ξεκίνησε πριν από μισό αιώνα.
Πώς ξεκίνησε
Η ιδέα για τη δημιουργία μιας Ενωσης των καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης αναζωπυρώθηκε μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Το σοσιαλιστικό σύστημα - τα σύνορα του οποίου με τον καπιταλισμό βρίσκονταν στο έδαφος της Ευρώπης και, μάλιστα, στη Γερμανία (ήταν τα σύνορα μεταξύ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας και Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας) - βρίσκεται εκείνη την περίοδο σε άνοδο. Το αμερικάνικο κεφάλαιο έχει διεισδύσει στην Ευρώπη με το Σχέδιο Μάρσαλ, προκειμένου να ισχυροποιήσει τον καπιταλισμό, που ήταν τσακισμένος οικονομικά από τον πόλεμο και να εμποδίσει την εξάπλωση του σοσιαλισμού, αφού το λαϊκό-επαναστατικό κίνημα, λόγω του πολέμου και της αίγλης του σοσιαλισμού, ήταν σε ανοδική πορεία. Οι ισχυρές καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης συνειδητοποιούν την ανάγκη συνένωσης των δυνάμεών τους στις συγκεκριμένες τότε συνθήκες της εποχής του ιμπεριαλισμού. Ως ανάγκη που προκύπτει και από την καπιταλιστική διεθνοποίηση και το διεθνή ανταγωνισμό, για να αναπτυχθούν οι οικονομίες τους, διεκδικώντας όσο γίνεται μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, τα όρια της οποίας μετά την εξάπλωση του σοσιαλισμού στένευαν, και να αντιμετωπίσουν επίσης την άνοδο του σοσιαλισμού στην Ευρώπη.
Ετσι, με την ενεργό συμμετοχή των ΗΠΑ στις εξελίξεις, στις 18 Απρίλη του 1951 υπογράφεται στο Παρίσι η ιδρυτική Συνθήκη της «Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακος και Χάλυβος» (ΕΚΑΧ) από τα έξι ιδρυτικά της μέλη - τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Ακολούθησε η Συνθήκη της Ρώμης (25 Μάρτη του 1957) για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) απ' αυτά τα έξι κράτη-μέλη και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (EURATOM), των προγόνων της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η Ενιαία Πράξη
Από τότε κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι. Στις 2 Δεκέμβρη του 1985 πραγματοποιήθηκε στο Λουξεμβούργο η Σύνοδος Κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία συζήτησε και κατέληξε στο σχέδιο της Ενιαίας Πράξης, δηλαδή στη δημιουργία μιας «ενιαίας αγοράς». Η Σύνοδος αυτή θεωρείται κομβικό σημείο στην πορεία της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Η Ενιαία Πράξη σηματοδοτεί το πέρασμα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στη δεύτερη, μετά τη Συνθήκη της Ρώμης, περίοδό του.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για την καθιέρωση των «τεσσάρων ελευθεριών». Της ελευθερίας στην κίνηση των κεφαλαίων, της ελευθερίας στην κίνηση των εμπορευμάτων, της ελευθερίας στην κίνηση των υπηρεσιών και της ελευθερίας στην κίνηση του εργατικού δυναμικού. Από την άποψη αυτή, η Ενιαία Πράξη είναι η μεγαλύτερη προσφορά στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και το μεγάλο κεφάλαιο, αφού καταργεί σειρά «εμποδίων» στην απρόσκοπτη και χωρίς όρια κερδοσκοπία τους και ταυτοχρόνως δημιουργεί το πλαίσιο για την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Η Ενιαία Πράξη άρχισε να εφαρμόζεται το 1992 και πάνω σ' αυτήν στηρίχτηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Φλεβάρης 1992).
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ
Η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση περνούσε σε μια ανώτερη ποιοτικά βαθμίδα και πάνω στους λαούς υψωνόταν νέος, πιο βαρύς ζυγός από το μεγάλο κεφάλαιο - των 12 τότε κρατών της ΕΟΚ, ανάμεσά τους και της Ελλάδας, η οποία εντάχθηκε το 1980 από την τότε κυβέρνηση της ΝΔ - προκειμένου να μπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες αναπαραγωγής και συσσώρευσής του, με ολοένα αυξανόμενη την ένταση της εκμετάλλευσης και πιο αποτελεσματικά να αντεπεξέρχεται στις ανάγκες του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού για το μοίρασμα αγορών, σφαιρών επιρροής ανάμεσα στα τρία ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ - Ιαπωνία - ΕΕ).
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ αποτελεί το θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Απ' αυτήν απορρέουν και οι κατευθύνσεις της ΕΕ, όπως εξειδικεύονται, συμπληρώνονται και αναπτύσσονται στην πορεία από τις Συνόδους Κορυφής, τα Συμβούλια Υπουργών της Κομισιόν, δηλαδή συνδιαμορφώνονται από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών για κάθε κράτος-μέλος και εφαρμόζονται υποχρεωτικά σε κάθε κράτος-μέλος, από την κυβέρνησή του. Σύμφωνα με το άρθρο 73β της Συνθήκης του Μάαστριχτ, «απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων» και με το άρθρο 102α υιοθετείται η «αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό».
Κεντρικός άξονας της Συνθήκης είναι η Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ). Από αυτήν απορρέουν όλες οι πολιτικές για τη «μείωση του εργατικού κόστους», όρο τον οποίο χρησιμοποιούν οι θιασώτες της Συνθήκης για να συγκαλύψουν την άγρια επίθεση των μονοπωλίων και των κυβερνήσεων κατά του εισοδήματος και των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Λιτότητα χωρίς ημερομηνία λήξης, κατεδάφιση των συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης, κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, προκειμένου να αυξάνεται ο βαθμός εκμετάλλευσης των εργατών και τα κέρδη του κεφαλαίου.
Το «Ευρωσύνταγμα»
Η καθιέρωση του κοινού νομίσματος, του ευρώ, η εμπέδωση των «τεσσάρων ελευθεριών», σε συνδυασμό με τη διεύρυνση του 2004 (την ένταξη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, της Κύπρου και της Μάλτας) οδηγούσαν τους ιθύνοντες κύκλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο επόμενο βήμα, την «πολιτική ενοποίηση». Στοιχείο αυτής της ενοποίησης ήταν η δημιουργία του λεγόμενου Ευρωσυντάγματος, ενός κειμένου που επιχειρούσε να θέσει τις βάσεις για τη δημιουργία κοινών πολιτικών θεσμών με τελικό σκοπό τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής Ευρωπαϊκής Ενωσης, σύμφωνα με τα γαλλογερμανικά σχέδια.
Το «Ευρωσύνταγμα», αφού συντάχθηκε από τη Διακυβερνητική Επιτροπή της ΕΕ, τέθηκε στην έγκριση των κρατών-μελών το 2005. Ομως το ηχηρό ΟΧΙ στα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, το Μάη του 2005, οδήγησε τους ηγέτες της ΕΕ σε αναδίπλωση μπροστά στις λαϊκές αντιδράσεις και τον κίνδυνο να απορριφθεί το «Ευρωσύνταγμα» και σε άλλα προγραμματισμένα δημοψηφίσματα.
Ηταν μια κορυφαία στιγμή στην πάλη των λαών κατά των επιλογών του κεφαλαίου. Οπως προκύπτει από την ανάλυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των αποτελεσμάτων των δύο δημοψηφισμάτων, δεν ήταν μόνον ένα ΟΧΙ στο συγκεκριμένο κείμενο, ήταν ένα ΟΧΙ στις θεμελιώδεις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Πενήντα χρόνια μετά
Πενήντα χρόνια μετά τη Συνθήκη της Ρώμης επιβεβαιώνεται η φύση και ο χαρακτήρας της ΕΕ ως ιμπεριαλιστικής διακρατικής ένωσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Οι κοινωνικές ανισότητες οξύνονται, η φτώχεια αυξάνεται, η αγροτιά ξεκληρίζεται και τα εργατικά, μισθολογικά και κοινωνικά δικαιώματα συρρικνώνονται. Η συμμετοχή, μαζί με τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ, στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους διευρύνεται. Η στρατιωτικοποίηση και ο αυταρχισμός εντείνονται.
Στο επίκεντρο της ΕΕ, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, βρίσκεται σήμερα η στρατηγική της Λισαβόνας, που αποφάσισαν οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ, στη Σύνοδο Κορυφής το 2000 στην ισπανική αυτή πόλη, με επίκεντρό της την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας του ευρωενωσιακού κεφαλαίου, ως στρατηγικό στόχο, για την υλοποίηση του οποίου κατέληξαν σε μια σειρά μέτρα τα οποία προωθούν με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Μέτρα, όπως η κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου και οι ελαστικές μορφές εργασίας, η παράδοση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στο κεφάλαιο, η εμπορευματοποίηση των τομέων Υγείας, Παιδείας, Πρόνοιας, οι αντιδραστικές αλλαγές που προωθεί σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ με τη συναίνεση του ΠΑΣΟΚ ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, για παραγωγή φτηνού καταρτίσιμου εργατικού δυναμικού για τις επιχειρήσεις, η ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας, ιδιαίτερα αυτών που έχουν στρατηγική σημασία, όπως πχ τηλεπικοινωνίες, ενέργεια κλπ. Ταυτόχρονα, η εφαρμογή αυτών των πολιτικών σε κάθε κράτος-μέλος η οποία ελέγχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τις Εαρινές Συνόδους Κορυφής, ωθεί στην ακόμη μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, δηλαδή στην ενίσχυση των μονοπωλιακών ομίλων και σε διακρατικό επίπεδο. Και την ίδια ώρα αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων, μειώνει το λαϊκό εισόδημα και τις συντάξεις, αυξάνει τον εργάσιμο βίο ως το... θάνατο.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτά. Οι κατά καιρούς Κοινές Αγροτικές Πολιτικές (ΚΑΠ), μειώνουν το εισόδημα των φτωχών αγροτών, τους διώχνουν από τη γη τους, η οποία συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια καπιταλιστών, καταδικάζοντάς τους στην ανεργία και ενισχύουν τα μονοπώλια στη διατροφική αλυσίδα, προωθώντας μεταλλαγμένα τρόφιμα σε βάρος της υγείας των λαών.
Ακόμη, η ΕΕ με τη Συνθήκη Σένγκεν και το άλλοθι της τρομοκρατίας επιτίθεται στις δημοκρατικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες, ενισχύει τη δίωξη και την καταστολή των αγώνων των εργαζομένων.
Παρά τις φιέστες και τους πανηγυρισμούς για τα 50χρονα, δεν μπορεί να κρυφτεί η πραγματικότητα της στυγνής εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τη δικτατορία του κεφαλαίου. Γι' αυτό, το όραμα της ΕΕ θολώνει, αυξάνεται η αμφισβήτηση, εργαζόμενοι και νεολαία κινητοποιούνται ενάντια στις κοινοτικές επιλογές και τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών που τις συναποφασίζουν και τις εφαρμόζουν.
Η πάλη κατά της ΕΕ του κεφαλαίου, του πολέμου, ο αγώνας και για την Ευρώπη του σοσιαλισμού συνεχίζεται. Μόνο που απαιτεί αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή πάλη κάθε λαού ενάντια στην εξουσία της χώρας του, ώσπου να την ανατρέψει, μαζί με τους κοινούς αγώνες.
Δ. Π.
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
17/5/2009
-- Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης
17/4/2009
-- ΑΤΙΤΛΟ
2/5/2004
-- Η Συνθήκη του Μάαστριχτ
22/6/2003
-- Η μεγάλη διεθνιστική λαοθάλασσα στη Θεσσαλονίκη
2/12/2000
-- 1985: Ψηφίζεται η Ενιαία Πράξη στο Λουξεμβούργο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου