27 Δεκ 2011

Η οικονομική κρίση, η κοινωνική παραγωγή και η κατανάλωση



Eurokinissi
Η παραγωγή στον καπιταλισμό είναι διαρθρωμένη σε χιλιάδες ξεχωριστές επιχειρήσεις και ομίλους, ιδιοκτησίας διαφορετικών καπιταλιστών που αποτελούν τους κρίκους της συνολικής παραγωγής στην κοινωνία. Ταυτόχρονα όμως, οι ξεχωριστοί καπιταλιστές ή ομάδες καπιταλιστών δεν παράγουν, γιατί κίνητρο και σκοπός τους είναι η κάλυψη των αναγκών της κοινωνίας σε εμπορεύματα, αλλά παράγουν με κίνητρο και σκοπό το κέρδος. Γι' αυτό και επενδύουν τα κεφάλαιά τους σε τομείς και κλάδους που μπορούν να τους φέρουν εύκολο και γρήγορο κέρδος. Το οποίο με τη σειρά του σημαίνει ότι οι καπιταλιστές μιας χώρας δεν παράγουν πάντα σε κλάδους όπου υπάρχουν λαϊκές ανάγκες, αλλά και δυνατότητες ανάπτυξής τους, αλλά σε κλάδους που μπορούν να αποκομίσουν εύκολα και μεγάλα κέρδη. Ετσι αναπτύσσουν κάποιους κλάδους της παραγωγής σε βάρος άλλων και στην πορεία βεβαίως μπορούν και να αλλάζουν τους κλάδους στους οποίους επενδύουν. Γι ΄αυτό και δημιουργούνται οι δυσαναλογίες ανάμεσα στους κλάδους της παραγωγής. Αυτή η τάση, να αλλάζουν κλάδους δραστηριοποίησης, εξηγεί γιατί στην Ελλάδα παραδοσιακοί κλάδοι οικονομίας, με δυνατότητες καθετοποιημένης παραγωγής, φθίνουν ή κλείνουν και αναπτύσσονται άλλοι. Για παράδειγμα, ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας. Που και πρώτη ύλη υπήρχε άφθονη, (βαμβάκι) και τεχνογνωσία. Σήμερα ο κλάδος φθίνει, οι δε ιδιοκτήτες του επενδύουν αλλού τα κεφάλαιά τους. 'Η ο κλάδος του μετάλλου, όπου π.χ. στις 10ετίες '60 - '70 στο Βόλο υπήρχε εργοστάσιο παραγωγής μηχανών θαλάσσης,(ΜΑΛΚΟΤΣΗΣ). Σήμερα δεν υπάρχει. 'Η υπήρχε ανεπτυγμένη ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία. Τώρα φθίνει. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τον κλάδο του Δέρματος - Ιματισμού, για τη μεταποιητική βιομηχανία αγροτικών προϊόντων κλπ. Στο σοσιαλισμό αυτό θα αλλάξει. Θα αναπτύσσονται όλοι οι κλάδοι, αφού όλοι είναι αναγκαίοι, με βάση τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ελλάδας, ακόμη και αν ένας κλάδος είναι π.χ. με καπιταλιστικά κριτήρια αυτό που λένε ζημιογόνος.
Οι καπιταλιστές λοιπόν ενδιαφέρονται και παράγουν εμπορεύματα, με βάση τα ατομικά τους συμφέροντα, κυνηγώντας μεγαλύτερα κέρδη, γι' αυτό και αυξάνουν τις διαστάσεις της παραγωγής και του κεφαλαίου τους, δηλαδή αναπαράγουν το κεφάλαιό τους διευρυμένα. Ετσι όμως δεν μπορεί να υπάρχει πάντα αντιστοιχία ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή συνολικά με τις δυνατότητες της κοινωνίας για κατανάλωση. Η κάθε ξεχωριστή επιχείρηση παράγει προκειμένου να βγάλει περισσότερα κέρδη, επομένως επιδιώκει να διευρύνει την παραγωγή της συνεχώς. Αλλωστε υπάρχει ο μεταξύ τους ανταγωνισμός για την εξασφάλιση μεγαλύτερου μεριδίου στην αγορά. Γι' αυτό λέμε ότι η παραγωγή γίνεται άναρχα. Επομένως δεν υπάρχει αυτή η αντιστοιχία, όπως δεν υπάρχει και αναλογία ανάμεσα στους κλάδους. Για παράδειγμα, μπορεί να παράγονται περισσότερες πρώτες ύλες από τις δυνατότητες κατανάλωσής τους στους κλάδους που τις χρειάζονται. Ετσι εμφανίζεται υπερπαραγωγή. Η κάθε επιχείρηση δε μπορεί να ξέρει ακριβώς τις δυνατότητες της αγοράς. 'Η ακόμη και αν ήξερε πάλι το κυνήγι του κέρδους θα την υποχρέωνε, μαζί με την τάση για αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργατών, να τείνει να διευρύνει την παραγωγή της. Είναι αναπόφευκτο.
Ας πάρουμε τον κλάδο παραγωγής μετάλλου. Εχει μια σειρά εφαρμογές. Οικοδομή, αυτοκινητοβιομηχανία, ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία, είδη πλατιάς κατανάλωσης (είδη νοικοκυριού, ακόμη και στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές). Παράγουν οι χαλυβουργίες για όλους αυτούς τους κλάδους, αλλά με την προσδοκία να υπάρχει κατανάλωση όλης της παραγωγής των εμπορευμάτων τους, την οποία συνεχώς διευρύνουν, απ' όλους αυτούς τους κλάδους. Ποιος όμως το εγγυάται; Ποιος εγγυάται ότι μπορεί να υπάρχει συνεχώς κατανάλωση οικιακών συσκευών; 'Η συνεχής ανάπτυξη των οικοδομών; Μόνο η αγορά. Επομένως δεν υπάρχει πάντα δυνατότητα να πουληθούν όλα τα εμπορεύματα της παραγωγής.
Αυτή η κατάσταση οδηγεί στη μείωση ή και στη διακοπή σε ορισμένες επιχειρήσεις της παραγωγής, αφού υπάρχει πληθώρα απούλητων εμπορευμάτων στην αγορά και αδυναμία της κοινωνίας να τα καταναλώσει. Αυτό οδηγεί και στη διακοπή της διευρυμένης αναπαραγωγής και εκδηλώνεται η κρίση, λόγω υπερπαραγωγής εμπορευμάτων, που είναι μορφή κεφαλαίου. Αρα η κρίση είναι κρίση υπερπαραγωγής - υπερσυσσώρευσης.
Η αντίθεση παραγωγής - κατανάλωσης
Εδώ εμφανίζεται μια αντίθεση ανάμεσα στη συνεχώς διευρυνόμενη παραγωγή εμπορευμάτων και στην αδυναμία, σε μια δοσμένη φάση εξέλιξης του καπιταλισμού, να καταναλώνεται η παραγωγή. Πρώτα απ' όλα να καταναλώνει απεριόριστα η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα.
Η κατανάλωση από την εργατική τάξη κυμαίνεται στα πλαίσια της αξίας της εργατικής δύναμης, δεν μπορεί να ξεπεράσει το όριό της. Η αξία της εργατικής δύναμης είναι η αξία όλων εκείνων των εμπορευμάτων και υπηρεσιών που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή της, για την εξασφάλιση δηλαδή της πλήρους ικανότητας του εργάτη για δουλειά. Και εκφράζεται γενικά με την τιμή της εργατικής δύναμης, που μετριέται με το μισθό ή το μεροκάματο.
Ταυτόχρονα, στον καπιταλισμό υπάρχει η τάση να μειώνουν οι καπιταλιστές την τιμή που αγοράζουν την εργατική δύναμη, δηλαδή να μειώνουν μισθούς και μεροκάματα, αλλά υπάρχει και η τάση αύξησης των τιμών των εμπορευμάτων. Αυτή η πραγματικότητα οδηγεί στη μείωση της αγοραστικής δύναμης της εργατικής τάξης. Επίσης, η άνοδος της παραγωγικότητας οδηγεί στη σχετική άνοδο της ανεργίας.
Επομένως έρχονται κάποιες περίοδοι στον καπιταλισμό, που η εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα δε μπορούν να καταναλώνουν ούτε σύμφωνα με τις στοιχειώδεις ανάγκες για την αναπαραγωγή της εργατικής τους δύναμης, ή να καλύπτουν τις στοιχειώδεις ανάγκες της οικογένειας (αυτό δεν γίνεται συνέχεια, δεν υπο-καταναλώνουν συνέχεια).
Ο Κέυνς και η σωτηρία του συστήματος
Πάνω σ' αυτή τη βάση, δηλαδή ότι σε κάποια περίοδο δε μπορούν οι λαϊκές δυνάμεις να καταναλώνουν, εμφανίζονται και οι διάφορες αστικές πολιτικές για διαφορετικές μορφές διαχείρισης του καπιταλισμού στο όνομα αντιμετώπισης των οικονομικών κρίσεων. Θέτουν το ερώτημα: Γιατί να μη δημιουργήσουμε συνθήκες ώστε η κοινωνία να καταναλώνει ό,τι παράγει και να συνεχίζεται η διευρυμένη αναπαραγωγή; Φαίνεται λογικοφανές. Αλλά δεν είναι. Οπως δεν είναι και καινούργιες αυτές οι απόψεις.
Είναι η κεϋνσιανή θεωρία των κρατικών παροχών σε κοινωνικούς τομείς, επανακρατικοποίησης ορισμένων τομέων οικονομίας και της δημιουργίας συνθηκών αύξησης της ζήτησης από τα λαϊκά στρώματα με αυξήσεις μισθών, ή με μεγάλη μείωση τιμών. Αυτό θεωρητικά μπορεί να γίνει. Στην πράξη έγινε πριν τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και αμέσως μετά. Αλλά δεν απαλλάσσει την κοινωνία από τις κρίσεις, γιατί συνεχίζει να υπάρχει καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, επομένως και ο ανταγωνισμός των καπιταλιστών και η τάση της διευρυνόμενης παραγωγής με επιδίωξη την αύξηση των κερδών, και η αναρχία στην παραγωγή και οι δυσαναλογίες ανάμεσα στους κλάδους της παραγωγής. Επομένως πάλι θα παράγονται εμπορεύματα για να πουληθούν στην αγορά, άρα δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορούν να πουληθούν όλα, ότι δε θα υπάρξει ξανά υπερπαραγωγή, ενώ η τάση να μειώνονται οι μισθοί, να αυξάνονται οι τιμές των εμπορευμάτων είναι σύμφυτη με τον καπιταλισμό, επομένως θα ξαναεμφανιστεί η αδυναμία κατανάλωσης. Γι' αυτό μετά την άνοδο στη 10ετία του '60 ήρθε η κρίση στη 10ετία του '70. Βεβαίως, στις τωρινές συνθήκες απελευθέρωσης τέτοια μέτρα δε μπορούν, ή ελάχιστα και προσωρινά μόνο μπορούν, να εφαρμοστούν. Πιο σωστά θα αναγκαστούν να εφαρμόσουν οι κυβερνήσεις, ανάλογα με την ένταση, τη διάρκεια και το βάθος της κρίσης, προκειμένου να υπάρξουν λιγότερες συνέπειες από την κρίση στο κεφάλαιο, μικρότερη καταστροφή του.
Οι παραπάνω πολιτικές, που εκφράζονται, με ελάχιστες παραλλαγές, από το ΠΑΣΟΚ και το ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, με προτάσεις για μερική κρατικοποίηση τραπεζών και άλλων κλάδων της οικονομίας, ή με γενναίες δημόσιες επενδύσεις, ακόμη και αν εφαρμοστούν, θα είναι προσωρινές. Μετά το πέρασμα της κρίσης θα ξανα-ιδιωτικοποιηθούν. Γενικά αυτή η πολιτική διαχείρισης, ως δυνατότητα εφαρμογής με γενικευμένο τρόπο, προσκρούει στο γεγονός της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και ότι τους καπιταλιστές τους ενδιαφέρει να παράγουν μόνο για το κέρδος τους. Να γιατί η κρίση εκτός του ότι αποκαλύπτει τη σύμφυτη με τον καπιταλισμό αδυναμία συνεχούς ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής, αποκαλύπτει και τα όριά του. Οτι είναι ξεπερασμένα, ότι χρειάζεται κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, επομένως η αντικατάστασή του με το σοσιαλισμό
Εχουμε λοιπόν υπερπαραγωγή εμπορευμάτων, υπερπληθώρα παραγωγής, στα τρόφιμα, στα ρούχα, στα υποδήματα, σε άλλα είδη λαϊκής κατανάλωσης, αλλά ανθρώπους που υποσιτίζονται ή που αδυνατούν να αντικαταστήσουν φθαρμένα είδη πλατιάς κατανάλωσης, φτώχεια δηλαδή, ή ακόμα υπερπληθώρα σπιτιών και ταυτόχρονα άστεγους...
Η επικίνδυνη θεωρία της υποκατανάλωσης
Η εκδήλωση της συγκεκριμένης αντίθεσης ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση επιδρά στη δημιουργία των οικονομικών κρίσεων, αλλά δεν είναι η αιτία της. Δεν είναι μοναδική αιτία η υποκατανάλωση. Γιατί τότε δε θα μπορούσε να υπάρξει η διευρυμένη αναπαραγωγή. Ο Κάουτσκι είχε αναπτύξει τη θεωρία της υποκατανάλωσης ως αυτοτελούς αιτίας για τη δημιουργία της οικονομικής κρίσης. Αυτή η θεωρία αντικειμενικά οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι κρίσεις έχουν αδιάκοπο χαρακτήρα. Μ' αυτή τη θεωρία δεν εξηγείται επίσης το γεγονός ότι αυτές εμφανίζονται μετά από χρονική περίοδο ανόδου, ούτε το γεγονός ότι υπάρχουν χρονικές περίοδοι που η κατανάλωση από την εργατική τάξη μπορεί και να αυξάνεται. Ταυτόχρονα είναι γνωστό ότι το χαμηλό επίπεδο κατανάλωσης των λαϊκών μαζών υπήρχε και στην απλή εμπορευματική παραγωγή και στην εποχή της μανιφακτούρας, αλλά δεν υπήρχαν τότε οικονομικές κρίσεις. Η θεωρία της υποκατανάλωσης του Κάουτσκι, από την οποία οδηγείται κανείς στην υπόθεση του αδιάκοπου της οικονομικής κρίσης, εύκολα μπορεί να φτάσει στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός υπονομεύεται συνεχώς από την κρίση του, έτσι που κάποτε θα καταρρεύσει. Αλλά αυτό ουσιαστικά συντελεί στην παραίτηση της εργατικής τάξης από την ταξική πάλη, η οποία πρέπει να κατευθύνεται στην επαναστατική ανατροπή της εξουσίας της αστικής τάξης, για να ανατραπεί ο καπιταλισμός.
Η συνεχώς διευρυνόμενη καπιταλιστική παραγωγή από τις ξεχωριστές επιχειρήσεις και η τάση για την αποκόμιση ολοένα και μεγαλύτερων κερδών οδηγεί στην αναρχία της παραγωγής, στη δυσαναλογία ανάμεσα στους διάφορους κλάδους, στην υπερπαραγωγή. Οφείλεται στο γεγονός ότι η παραγωγή είναι κοινωνική, αλλά η ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της δεν είναι κοινωνική, είναι ατομική - καπιταλιστική. Τα αποτελέσματά της τα καρπώνονται οι καπιταλιστές. Αυτή είναι βασική αντίθεση του καπιταλισμού και αιτία της κρίσης.
Τα εμπορεύματα, η παραγωγή των οποίων συνεχώς αυξάνεται, δεν μπορούν συνεχώς να πουλιούνται όλα, ή γιατί υπάρχει προσφορά πάνω από τις κοινωνικές ανάγκες στη δοσμένη στιγμή, δηλαδή πάνω από τις δυνατότητες κατανάλωσης, ή γιατί δεν υπάρχει οικονομική δυνατότητα από τους καταναλωτές να αγοράζουν. Αυτό ισχύει και στην παραγωγή μέσων παραγωγής και στην παραγωγή μέσων κατανάλωσης.

Σ. Λ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ