7 Δεκ 2011

Γιατροί και νοσοκομεία στο Βυζάντιο

"Ολη η Ιστορία είναι σύγχρονη Ιστορία" (Wallage Stevens)
Η κοινωνική πολιτική στο Βυζάντιο ασκήθηκε από την Εκκλησία, την κοσμική εξουσία, τους ιδιώτες και τα μοναστήρια.
Από την οργάνωση των νοσοκομείων, το επίπεδο της ιατρικής και τη λειτουργία των κοινωφελών ιδρυμάτων, φαίνεται καθαρά ότι η οργανωμένη φιλανθρωπία - παρά τις αντιφάσεις της εποχής της - είχε ως κύρια φροντίδα την περίθαλψη των ασθενών, των πτωχών και γενικά των ατόμων με ειδικές ανάγκες, που δεν μπορούσαν, εξαιτίας της κατάστασής τους, να συντηρηθούν. Η βυζαντινή έννοια της φιλανθρωπίας ως πολιτική ιδιότητα κληρονομήθηκε από τον κόσμο της ελληνιστικής σκέψης.
Στα μεγάλα αστικά και μοναστικά κέντρα της αυτοκρατορίας ιδρύονται "ξενώνες" για τη νοσηλεία ασθενών, που - κατά κανόνα - ανήκαν στα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Σε κάθε μικρό ή μεγάλο βυζαντινό μοναστήρι, έβρισκαν καταφύγιο και περίθαλψη οι ταξιδιώτες, οι πτωχοί και οι άρρωστοι. Σε όλες τις πόλεις του βυζαντινού κράτους υπήρχαν νοσοκομεία που φρόντιζαν για την ανακούφιση και τη θεραπεία των ασθενών, ανεξάρτητα από επάγγελμα, εθνότητα ή φύλο. Αναμφίβολα, λοιπόν, τα νοσοκομεία ήταν βασικό στοιχείο του κοινωνικού βίου στο Βυζάντιο και μια από τις σημαντικές εξυπηρετήσεις των πόλεων, που εξασφάλιζαν την αποκατάσταση της υγείας και την ανακούφιση των ασθενών κατοίκων τους, αλλά και των "ξένων".
Στα νοσοκομεία του Βυζαντίου, άνδρες, γυναίκες και παιδιά μπορούσαν να νοσηλευτούν δωρεάν ή έναντι κάποιας αμοιβής, ανάλογα με τη σοβαρότητα της ασθένειας, την παροχή των υπηρεσιών και τον κανονισμό του ιδρύματος. Σ' αυτά τα υποτυπώδη - με τα σημερινά κριτήρια - νοσοκομεία, ασκήθηκε η επίσημη ιατρική, που, όπως ήταν φυσικό, στηρίχτηκε στην αρχαία ελληνορωμαϊκή ιατρική παράδοση. Γιατροί, όπως ο Ορειβάσιος ο Περγαμηνός, ο Αέτιος Αμιδηνός και ο Παύλος Αιγινίτης, δεν περιορίστηκαν μόνο στις αρχαίες θεραπευτικές μεθόδους, αλλά ανέπτυξαν νέες, πρωτότυπες ιδέες, που επηρέασαν σημαντικά την εξέλιξη της Ιατρικής.
Ακολουθώντας την κοινωνική εξέλιξη του βυζαντινού κράτους κατά τη χιλιετή πορεία του, η Ιατρική βρήκε το δρόμο για την ανάπτυξή της. Η βαθμιαία εξέλιξη των βυζαντινών νοσοκομείων συνδέεται άμεσα με την πρόοδο της ιατρικής επιστήμης.
Οι πρώτες πληροφορίες που φανερώνουν ότι τα χριστιανικά φιλανθρωπικά ιδρύματα έπαιρναν ειδικά μέτρα για να βοηθήσουν τους ασθενείς εμφανίζονται σε κείμενα του τέλους του 4ου μ.Χ αι.
Σε μια επιστολή του, ο Μέγας Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας τότε, προς τον κυβερνήτη της περιοχής του, αναφέρει ότι για τις ανάγκες των πτωχών που περιέθαλπε στη Βασιλειάδα είχε προσλάβει νοσοκόμους και γιατρούς. Λίγα χρόνια αργότερα, κατά τα τέλη του 4ου μ.Χ αι., ο Ιωάννης Χρυσόστομος ίδρυσε παρόμοιους ξενώνες στην Κωνσταντινούπολη, για τη λειτουργία των οποίων προσέλαβε δύο κληρικούς ως διευθυντές, γιατρούς, μαγείρους και υπηρέτες.
Τα αγιολογικά κείμενα και ιδιαίτερα η "Διήγησις των θαυμάτων του Αγίου Αρτεμίου", ένα παράξενο κείμενο που γράφτηκε λίγο μετά το έτος 659, είναι πολύτιμη πηγή για τη μελέτη της βυζαντινής Ιατρικής κατά τον 6ο και 7ο αιώνα και μας παρέχουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα νοσοκομεία της εποχής. Στα κείμενα συναντά κανείς μία εχθρότητα προς το ιατρικό κατεστημένο της εποχής, γεγονός που οφείλεται, πιθανότατα, στις εξωφρενικές τιμές που ζητούσαν για την παροχή των υπηρεσιών τους. Σε αντίθεση με τους κοινούς γιατρούς, οι ιαματικοί άγιοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους χωρίς χρήματα, "άνευ αργύρου", γι' αυτό και ονομάζονται Αγιοι Ανάργυροι.
Κατά την Πρωτοβυζαντινή Περίοδο, όπως προκύπτει από τις σχετικές πηγές, οι "αρχίατροι" των νοσοκομείων επιβλέπουν τη θεραπεία των ασθενών τους, βοηθούμενοι από τους "υπουργούς" και τους υπηρέτες. Οι "υπουργοί" ανήκουν στο βοηθητικό νοσηλευτικό προσωπικό και ήταν μέλη συντεχνίας. Οι διοικητικοί διευθυντές των ξενώνων της εποχής ήταν συνήθως μέλη του κλήρου, διάκονοι ή ιερείς, που οι πηγές τούς αποκαλούν "ξενοδόχους". Ο ξενοδόχος ορίζεται διευθυντής του ξενώνα, μερικές φορές από τον ιδρυτή του ιδρύματος, άλλοτε από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και πιο συχνά από τον τυπικό επίσκοπο.Το αξίωμα του ξενοδόχου υπήρχε ήδη από τον 3ο αι. μ.Χ. Στους αιώνες που ακολούθησαν όμως, έγινε πιο σπουδαίο και αρκετοί ξενοδόχοι κατείχαν σημαντική θέση στη βυζαντινή κοινωνία. Τον 9ο αι., πάντως, όπως μας πληροφορεί το Κλητορολόγιον του Φιλοθέου, οι ξενοδόχοι έφεραν το βαθμό του σπαθαρίου.
Στους ξενώνες του 7ου αι., υπάρχουν χειρουργοί, οφθαλμίατροι, γυναικολόγοι, ιατρομαίες, γενικά, γιατροί και νοσοκόμοι. Σε σύγκριση με τους ξενώνες του 4ου και 5ου αι. μ.Χ, οι υπηρεσίες τους είναι πολύ πιο βελτιωμένες. Μετά από μία περίοδο στασιμότητας, τον 10ο αι. και ιδιαίτερα τον 11ο αι., οι γιατροί αποκτούν έναν κυρίαρχο ρόλο στη λειτουργία των νοσοκομείων. Το 12ο αι. πια, φαίνεται ότι τα νοσοκομεία ήταν ο φυσικός χώρος άσκησης της Ιατρικής. Οι πηγές μάς πληροφορούν ότι την εποχή αυτή γιατροί με το αξίωμα του Ακτουάριου υπηρετούσαν στο παλάτι. Συγκεκριμένα, ο ιστορικός Ζωναράς λέει ότι, όταν ο αυτοκράτωρ Αλέξιος Κομνηνός αρρώστησε βαριά, ο Ακτουάριος, βοηθούμενος και από δύο άλλους γιατρούς, τον μετέφερε από το παλιό παλάτι στην περιοχή των Μαγγάνων της Κωνσταντινούπολης, για να νοσηλευτεί στο εκεί ευρισκόμενο νοσοκομείο.
Το όνομα του Ιωάννη Κομνηνού Β' συνδέεται με ένα από τα πιο σημαντικά νοσηλευτικά ιδρύματα του Βυζαντίου. Το έτος 1136, ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Κομνηνός και η σύζυγός του Ειρήνη ίδρυσαν στην Κωνσταντινούπολη τη μεγάλη Μονή του Παντοκράτορος, που περιλάμβανε ένα νοσοκομείο, καθώς και άλλα παρεμφερή ιδρύματα. Η σπουδαιότητα του νοσοκομείου αυτού βρισκόταν στο γεγονός ότι ήταν ουσιαστικά ένα ιατρικό κέντρο, με τη σημερινή έννοια του όρου. Οι κανονισμοί του, όπως φαίνεται από το Τυπικό της Μονής, τιμούν το Βυζάντιο του 12ου αι. Το νοσοκομείο αυτό διέθετε συνολικά 50 κρεβάτια, κλινικές ειδικοτήτων, όπως: χειρουργική, οφθαλμολογική, γυναικολογική, εξωτερικά ιατρεία και ένα φαρμακείο. Ο ξενώνας του νοσοκομείου του Παντοκράτορος απασχολούσε ακόμη: 11 υπηρέτες, 5 πλύστρες ("σαπωνίστρες"), 2 μαγείρους, 2 αρτοποιούς, 1 ιπποκόμο για τα άλογα των γιατρών, 4 τραυματιοφορείς, 1 χαλκωματά, 1 μυλωνά, 1 ακονιστή ιατρικών εργαλείων ("μυλοχαράκτη") και 1 καθαριστή αποχωρητηρίων.
Οι γιατροί στο Βυζάντιο αμείβονταν για τις υπηρεσίες του είτε από τους ασθενείς τους, είτε - εάν υπηρετούσαν σε νοσοκομεία - από το κράτος, την κοινότητα ή το ευαγές ίδρυμα. Οι γιατροί των κοινοτήτων και ιδρυμάτων έπαιρναν χρηματική αμοιβή - ρόγα - καθώς και τρόφιμα (αννόνα). Επίσης, έπαιρναν φιλοδωρήματα από τους ασθενείς τους, που τα έλεγαν "αγάπες". Στο Τυπικό της Μονής του Παντοκράτορος, ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Κομνηνός ορίζει με πολλές λεπτομέρειες τις αμοιβές, σε χρήματα και σε είδος, των γιατρών και του βοηθητικού προσωπικού των νοσοκομείων.
Τη λαμπρή νοσοκομειακή παράδοση των Κομνηνών συνέχισαν αργότερα και οι Παλαιολόγοι.
Οι χειρουργοί των νοσοκομείων του βυζαντινού κράτους επιχειρούσαν λεπτές και δύσκολες εγχειρήσεις. Ο Λέων ο Γραμματικός αναφέρει ότι το 10 αι. οι χειρουργοί της Κωνσταντινούπολης προσπάθησαν να χωρίσουν δύο σιαμαία παιδιά από την Αρμενία. Οταν το ένα από τα Σιαμαία πέθανε, οι γιατροί απέκοψαν το σημείο συνένωσής τους, ελπίζοντας ότι το άλλο θα επιζούσε. Δυστυχώς, όμως, πέθανε κι αυτό τρεις μέρες μετά την επέμβαση. Στο ιστορημένο χειρόγραφο της χρονογραφίας του Σκυλίτζη, σώζεται μία μικρογραφία που παριστάνει αυτήν ακριβώς την εγχείρηση.
Κάθε πόλη της βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε ανάγκη - ανάλογα με τις ανάγκες που πληθυσμού - τα απαραίτητα ευαγή ιδρύματα και τους γιατρούς της. Η πολιτεία αναγνώριζε το πολύμοχθο έργο και την κοινωνική προσφορά των γιατρών και τους παραχωρούσε αξιώματα και προνόμια.
Η Βυζαντινή Νομοθεσία, παράλληλα, καθόριζε την ποινική ευθύνη των γιατρών, ανδρών και γυναικών, χωρίς διάκριση φύλου.
Οι ποινές ποικίλλουν και εξαρτώνται από τη βλάβη που προξενήθηκε στο θύμα, την ύπαρξη δόλου ή μη και την κοινωνική θέση του γιατρού ή του θύματος. Η ευθύνη των γιατρών αποδεικνυόταν με ιατροδικαστική έρευνα και, ανάλογα, τους επιβάλλονταν ποινές, όπως: πρόστιμα, μερική ή ολική δήμευση της περιουσίας, διαπόμπευση, όπου ο τιμώμενος γιατρός αναγκαζόταν κατά τη διαδικασία της περιαγωγής να κρατάει στα χέρια του ένα ουροδοχείο και να δέχεται τους ονειδισμούς του όχλου, μεταλλισμός, δηλαδή ισόβια καταναγκαστική εργασία στα μεταλλεία ή και - σπανίως - "διά ξίφους" θάνατος.
Ερευνώντας κανείς τις πηγές της βυζαντινής Ιστορίας, ιδιαίτερα τα νομικά κείμενα, τα Τυπικά των μονών, βρίσκει αξιόλογες ειδήσεις για τη σύσταση, την εσωτερική οργάνωση, τους κανονισμούς, το προσωπικό και γενικά τη λειτουργία των ευαγών ιδρυμάτων στο Βυζάντιο, όπου άνδρες και γυναίκες είχαν τα δυνατότητα να ασκήσουν το ιατρικό επάγγελμα.
Ιδρύματα για πτωχούς γέρους, λεπρούς, τυφλούς, ορφανά, χήρες, πρόσφυγες, ναυαγούς και οδοιπόρους, υπήρχαν σε όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας, στις πόλεις, στην ύπαιθρο και - κυρίως - μέσα στα μοναστήρια. Κάθε πόλη της βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε - ανάλογα με τις ανάγκες του πληθυσμού - τα απαραίτητα ευαγή ιδρύματα και τους γιατρούς της.
Αφέντρα ΜΟΥΤΖΑΛΗ, αρχαιολόγος, βυζαντινολόγος
Βιβλιογραφία:
"Μέριμνα για τους ασθενείς και τα άτομα με ειδικές ανάγκες στο Βυζάντιο", περιοδικό Μ (ateria) M (edica) G (reca), τομ. 18, τεύχ. 3 (Μάιος - Ιούνιος 1990), σελ. 240 - 248.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ