3 Ιουλ 2012

Για τις κατακτήσεις στον καπιταλισμό


Για τις κατακτήσεις στον καπιταλισμό 







Μια εναλλακτική εκδοχή του γνωστού αρκτικόλεξου PIGS είναι αυτή με την ιταλία στη θέση της ιρλανδίας, η οποία μας δίνει έναν ενιαίο και συνασπισμένο ευρωπαϊκό νότο, έτοιμο για όλα. Μια εκδοχή με ποδοσφαιρική σημειολογία και πολιτικές προεκτάσεις εντός της εε. Η νασιοναλ μανσαφτ της μερκέλ μπορεί αρχικά να τα κατάφερε απέναντι στην πορτογαλία στους ομίλους και την ελλάδα, που δέχτηκαν το μνημόνιο και έμειναν εκτός Euro, αλλά έφαγε τα μούτρα της με τους ιταλούς και τους είδε χτες να διεκδικούν τον ευρωπαϊκό θρόνο στη σύνοδο κορυφής του κιέβου με τους ισπανούς.


Οι ισπανοί ήθελαν να γίνουν οι απόλυτοι κονκισταδόρες του σύγχρονου ποδοσφαίρου με τρεις σερί κατακτήσεις μεγάλων διοργανώσεων και τα κατάφεραν. Την ίδια στιγμή στην ελλάδα κάποιοι προβάλλουν ως ανάγκη των καιρών το αντικονκισταδορικό μέτωπο ενάντια στην κατοχή της τρόικα κι επαινούν το ραχόι για την κρατικοποίηση των τραπεζών που κινδύνευαν με πτώχευση και την «πολιτική κατάκτηση» της ισπανικής κυβέρνησης για την «εξασφάλιση δανείων χωρίς μνημόνιο». Παράλληλα, βάλλουν κατά όσων έχουν «ιδιοκτησιακή αντίληψη» για το κίνημα, αλλά οι ίδιοι φιλοδοξούν να κάνουν το δικό τους «αριστερό» πόλο μονοπώλιο και ονειρεύονται πολλές μικρές νίκες εντός του συστήματος (από το ευρωομόλογο μέχρι τις κρατικοποιήσεις που λέγαμε), πετώντας από κορυφή σε κορυφή, μέχρι την έφοδο στον ουρανό και την κατάκτηση του ολύμπου.


Υπάρχει όμως δυνατότητα να αποσπάσει σήμερα κατακτήσεις το κίνημα, εντός του συστήματος, χωρίς να έχει τεθεί στην «ημερήσια διάταξη» από τη ζωή το θέμα της εξουσίας; Και γιατί λένε οι κομμουνιστές ότι ο καπιταλισμός δεν έχει πλέον περιθώρια για παραχωρήσεις, όπως παλιότερα, σε άλλες δεκαετίες; Μήπως αυτό είναι σημάδι μοιρολατρίας και ηττοπάθειας;


Κατά πρώτον, ηττοπαθείς εξ ορισμού είναι εκείνες οι αναλύσεις που απαρνούνται εξ αρχής ως ενδεχόμενο την επανάσταση και τη δυνατότητά της να νικήσει, παραπέμποντας αυτή τη νίκη στη δευτέρα παρουσία. Κατά δεύτερον, η εκτίμηση ότι ο καπιταλισμός δεν είναι σε θέση να κάνει παραχωρήσεις, επειδή βαθαίνει η κρίση του, είναι συγκεκριμένη ανάλυση της πραγματικότητας κι όχι ηττοπάθεια. Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει λιγότερα περιθώρια για παροχές, γι’ αυτό και σπάει παραδοσιακές συμμαχίες του με μεσαία και προνομιούχα στρώματα, διακινδυνεύοντας τη συστημική του σταθερότητα. Η εκτίμηση αυτή δε μπαίνει από θέση αρχής, ως άρνηση γενικά κάθε δυνατότητας επιμέρους κατακτήσεων, αλλά ως εκτίμηση για την τρέχουσα συγκυρία, ανιχνεύει τη γενική τάση και δεν αναιρείται από εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.


Πότε μπορεί να προχωρήσει σε παραχωρήσεις το σύστημα; Όταν νιώσει να απειλείται η ύπαρξή του και η επιθανάτια αγωνία του το μετατρέψει σε «ηθικό και φιλεύσπλαχνο» για να αναχαιτίσει τις ριζοσπαστικές διαθέσεις, έως ότου αναλάβει, μπουκώνοντας στόματα και συνειδήσεις με υλικά αγαθά και προνόμια. Το κεφάλαιο μπορεί να κάνει παραχωρήσεις όταν βρεθεί με το πιστόλι στον κρόταφο και φοβηθεί ότι μπορεί να χάσει τα πάντα.
Αλλά αν βρεθούμε στο σημείο να μπορούμε να το «εκβιάζουμε» και να αποσπάμε κατακτήσεις, γιατί να μείνουμε εκεί και να μην το σκοτώσουμε; Διαφορετικά, θα πάρει πίσω σε πρώτη ευκαιρία ό,τι μας έδωσε και εμείς θα μείνουμε με το πιστόλι στο χέρι να μας σημαδεύει, εν είδει πολιτικής αυτοκτονίας.


Αυτή είναι η κριτική αποτίμηση που γίνεται και στο αργεντινάσο –που πριν από μερικούς μήνες είχε τη δέκατη επέτειό του. Ναι μεν είχε τη δύναμη να ρίχνει τις αστικές κυβερνήσεις τη μία μετά την άλλη, αλλά έμεινε χωρίς στόχευση και με άσφαιρα πυρά. Και θα είναι «έγκλημα ασυγχώρητο» για την επαναστατική υπόθεση να φτάσουμε στην πηγή, αλλά να μην απλώσουμε το χέρι για να πιούμε νερό. Να έχουμε δύναμη, να την επιβάλουμε στην τάξη των αστών, αλλά να μην την καταστήσουμε εξουσία, δηλαδή ισχύ κατοχυρωμένη.


Από αυτή την άποψη οι αγώνες και τα «κινήματα» που αναπτύχθηκαν στην ελλάδα το τελευταίο διάστημα δεν ήταν μάταιοι ή χαμένοι από χέρι, αλλά αποδείχτηκαν ανεπαρκείς, καταλήγοντας να επαναδιαπραγματεύονται (βλέπε παζαρεύουν) την ελάφρυνση των συνεπειών του μνημονίου και πόσα θα χάσουμε. Και το βασικό ζητούμενο που τους έλειψε ήταν η πολιτική στόχευση.


Κάποιοι λένε βέβαια ότι η ταξική πάλη έχει διακριτά βάθρα, με σχετική αυτονομία το καθένα, και συνάγουν από τα παραπάνω ότι είναι λάθος να υποτιμάμε τη σημασία του οικονομικού αγώνα και να προβάλλουμε μονότονα κι «αντιδιαλεκτικά» το στόχο της πολιτικοποίησης του κινήματος. Δεν υπάρχει όμως κάποια σοβαρή οργανωμένη πολιτική δύναμη που να αποκηρύσσει τον οικονομικό αγώνα. Ίσα-ίσα που στο κόμμα έχει ασκηθεί κατά καιρούς κριτική από διάφορους χώρους –που δεν είναι ακριβώς σοβαροί, ούτε οργανωμένοι, πόσο μάλλον δύναμη- ότι μένει στάσιμο στα ρηχά νερά του «οικονομισμού» και των μισθολογικών διεκδικήσεων, χωρίς να ζυμώνει πολιτικά, μεταβατικά, δημοκρατικά αιτήματα – το κάθε επίθετο ανάλογα με τον χώρο προέλευσης της εκάστοτε κριτικής.


Το πρόβλημα ωστόσο δεν είναι η αναγνώριση της σημασίας οικονομικής πάλης, αλλά το πώς αυτή υποτάσσεται στην πολιτική πάλη. Το ζήτημα δεν είναι αυτά καθαυτά τα τακτικά αιτήματα, αλλά σε ποια στρατηγική εντάσσονται και πώς θα την υπηρετούν. Κανένας δεν υποτιμά τη σημασία των οικονομικών κατακτήσεων. Οι μικρές νίκες είναι ευπρόσδεκτες, δείχνουν το δρόμο της διεκδίκησης και τονώνουν την ταξική αυτοπεποίθηση των εργαζομένων. Πρέπει όμως να τις διασφαλίσουμε με συνολικές νίκες για να μη σκορπίσουμε απογοήτευση σε βάθος χρόνου. Κι αυτό δεν είναι κήρυγμα ηττοπάθειας, αλλά μια υπεύθυνη προειδοποίηση ουσίας, ότι ο αγώνας θα είναι μακρόχρονος και δύσκολος, ότι δεν υπάρχουν εύκολες, μαγικές λύσεις –και σίγουρα όχι εντός του συστήματος.


Σήμερα η συγκυρία απαιτεί συνολικές λύσεις και ζητά απάντηση στο ερώτημα: πώς θα μπορούσαν να κυλήσουν αλλιώς τα πράγματα στην παραγωγή και την οικονομία; Ποια εναλλακτική πρόταση έχετε; Ο σοσιαλισμός μπαίνει στην ημερήσια διάταξη όχι βάση κάποιων δικών μας επαναστατικών ονειρώξεων, αλλά αντικειμενικά, ως μοναδική διέξοδος απ’ την κρίση, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει καμία άλλη λύση υπέρ του λαού στα πλαίσια του καπιταλισμού όπου η αστική τάξη μετακυλύει το κόστος της κρίσης στους εργαζόμενους.


Αυτά δε λέγονται για να επικρατήσει ηττοπάθεια και να μη δοθούν οικονομικοί αγώνες. Ίσα-ίσα που τώρα όλο το βάρος δίνεται στη μάχη για να υπογραφούν ευνοϊκές συλλογικές συμβάσεις, να μην περάσει η τρομοκρατία των επιχειρησιακών και των ατομικών συμβάσεων, η κατάργηση της μετενέργειας κλπ.  Το γενικό αναδεικνύεται από το επιμέρους αλλά δεν μπορεί και δεν πρέπει να κρύβεται πίσω απ’ αυτό. Η τακτική πρέπει να ευνοεί τη στρατηγική και η τελευταία να ζυμώνεται στις μάζες και να κερδίζει συνεχώς έδαφος στο εργατικό κίνημα. Κι αυτός πρέπει να είναι ο ρόλος της πρωτοπορίας, για να μη μείνουν στη μέση του δρόμου οι αγώνες και οι λαϊκές συνειδήσεις που αρχίζουν να ριζοσπαστικοποιούνται.


Και μια τελευταία σημείωση για τη σύνδεση υποκειμενικού κι αντικειμενικού παράγοντα.
Υπάρχει μια αντίληψη που απολυτοποιεί τον υποκειμενικό παράγοντα, το πεδίο δράσης του και τις δυνατότητες που έχει. Οι μισθοί, λέει, δεν κόβονται εξαιτίας της κρίσης αλλά εξαιτίας του χαμηλού επιπέδου των αντιστάσεων. Με άλλα λόγια οι καπιταλιστές βρίσκουν και κάνουν. Κάτι που ισχύει κατά βάση, αλλά αντιστρέφει τη σχέση αιτίου- αιτιατού. Ή ακόμα χειρότερα, η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, που ισχυρίζεται πως η κρίση προκαλείται ακριβώς εξαιτίας των διάφορων εργατικών αντιστάσεων και των μικρών «σαμποτάζ» όσων αντιστέκονται στο χώρο παραγωγής –φτύνοντας πχ στον καφέ του αφεντικού του με μίσος ταξικό, ή δουλεύοντας παθητικά, κτλ.


Αυτό που αγνοούν οι παραπάνω αναλύσεις είναι η αντικειμενική συγκυρία, οι δυσμενείς συνθήκες σε παγκόσμιο επίπεδο κι οι αρνητικοί διεθνείς συσχετισμοί που διαμορφώθηκαν αντικειμενικά την τελευταία εικοσαετία μετά τις ανατροπές στο ανατολικό μπλοκ. Το κοινωνικό κράτος των δυτικών κοινωνιών ήταν ουσιαστικά η απάντηση στο αντίπαλο δέος και την ελκτική δύναμη της χώρας του οκτώβρη. Από τη στιγμή που εξέλιψε όμως αυτό το δέος, άρχισαν να ξηλώνονται κι οι κατακτήσεις του κοινωνικού κράτους σε όλη την ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα. Κι όποιος τυφλώνεται από αντισοβιετισμό κι αρνείται να τη δει ή θέλει σώνει και καλά να επιρρίψει τη βασική ευθύνη στον υποκειμενικό παράγοντα (κόμματα, συνδικάτα, κτλ) για τη σημερινή κατάσταση, πάσχει από πολιτική μυωπία κι είναι άξιος της μοίρας του.
 Προβοκάτσια από  Μπρεζνιεφικό απολίθωμ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ