4 Ιουλ 2012

ΣΗΜΕΙΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ


ΣΗΜΕΙΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ
ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ  
της Ελένης Κατροδαύλη

«Ενα φάντασμα πλανιέται στην Ευρώπη:
 Το φάντασμα του κομμουνισμού»[1].



Εκατον-πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πρώτη έκδοση (1848) του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το πρώτο σε επιστημονική βάση στηριγμένο «θεωρητικό και πρακτικό πρόγραμμα»[2] εργατικής επαναστατικής οργάνωσης της «Ενωσης των Κομμουνιστών», σηματοδότησε με τον πιο έγκυρο τρόπο τη συνένωση του εργατικού κινήματος με τον επιστημονικό κομμουνισμό.
150 χρόνια σκληρών ταξικών αγώνων, επαναστάσεων, νικών και ηττών μας χωρίζουν και μας ενώνουν με εκείνη την εποχή. Ολα φαίνονται να είναι εντελώς διαφορετικά. Ομως είναι; Αν ακόμη και σήμερα, μετά την προσωρινή ήττα του επαναστατικού κινήματος, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο μας φαίνεται να μην έχει καθόλου χάσει τη λαμπερή φρεσκάδα του, είναι γιατί οι θεμελιακές ιδέες που διατυπώνονται σε αυτό, οι νόμοι της κοινωνικής κίνησης που αναδείχνονται με την κοφτερή γλώσσα και τη βαθιά διεισδυτικότητα των συγγραφέων, επιβεβαιώνονται στην εικόνα του σύγχρονου κόσμου. Ετσι, το ανατρεπτικό του μήνυμα, η στρατηγική πολιτική σύλληψη παραμένει επίκαιρη και ζωντανή, μια αναγκαιότητα της εποχής μας, του σύγχρονου κόσμου.
Οι εξελίξεις στο καπιταλιστικό σύστημα, οι διακυμάνσεις της ταξικής πάλης και οι αλλαγές στο συσχετισμό των δυνάμεων των δυο εχθρικών τάξεων - «αστοί και προλετάριοι»[3] - που αντιπαρατίθενται παγκόσμια, έθεσαν ξανά και ξανά στην ιστορία του επαναστατικού εργατικού κινήματος το ερώτημα της ισχύος των θεμελιακών μαρξιστικών ιδεών. Κατά το μεταίχμιο του 19ου προς τον 20ό αιώνα, το πέρασμα του καπιταλισμού στο τελευταίο του στάδιο - τον ιμπεριαλισμό  - από τη μια σήμανε την ολοκλήρωση της ανάπτυξής του από ιστορική άποψη, γεγονός που αναλύθηκε θεωρητικά από τον Λένιν και σηματοδοτήθηκε πρακτικά κοινωνικά κατ’ αρχήν από την Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, από την άλλη όμως γονιμοποίησε το κοινωνικό έδαφος για μια μόνιμη, και μόνιμα αβάσιμη, αμφισβήτηση αυτών των ιδεών. Μονιμοποιήθηκε μέσα στο εργατικό κίνημα, μια «λερναία ύδρα», μια εστία ευάλωτη στην αστική ιδεολογία και πολιτική, ένας μοχλός διάσπασης και αποδυνάμωσης της εργατικής τάξης, ένας μόνιμος-στρατηγικός σύμμαχος του κεφαλαίου, o αναθεωρητισμός στην ιδεολογία, ο οπορτουνισμός στην πολιτική, συνήθως υπό το ένδυμα του «δημιουργικού μαρξισμού».
Η πορεία της σοσιαλδημοκρατίας κατά τον 20ό αιώνα είναι αποκαλυπτική. Αφετηριακά στηρίχθηκε στην αποδοχή του αστικού κοινοβουλευτισμού, των αστικών ελευθεριών και της συνταγματικής τάξης σαν το πιο κατάλληλο πεδίο για την έκφραση της πάλης των τάξεων. Αυτά τα πλαίσια έπρεπε να καθορίζουν και την ανάπτυξή της.  Οι ταξικοί ανταγωνισμοί όφειλαν να «διευθετούνται» στους θεσμούς της αστικής κοινωνίας. Ετσι η σοσιαλδημοκρατία εξελίχθηκε, με τη στήριξη της αστικής τάξης, σε ένα «αριστερό» αντιπολιτευτικό πόλο ωφέλιμο για το σύστημα μιας και χειραγωγούσε την εργατική τάξη ώστε να περιορίζει σε «ανεκτά» όρια την πάλη της, δηλ. στο επίπεδο της οικονομικής πάλης[4]. Αργότερα σε έναν απολύτως αξιόπιστο και αποτελεσματικό συμπαίκτη στο αστικό δικομματικό-διπολικό σύστημα εναλλαγής στην διακυβέρνηση, ώστε η «εξουσία να κρατιέται πιο γερά περνώντας από το ένα χέρι στο άλλο».
Ξανά και ξανά, λοιπόν, τίθενται από τότε οι παλιές αμφισβητήσεις με νέα μορφή. Ξανά και ξανά η επαναστατική τάση υποχρεώθηκε να δώσει την ιδεολογική μάχη, σε νέες κάθε φορά συνθήκες που απαιτούσαν ανάλυση, γενίκευση, ανάπτυξη της θεωρίας, αλλά και αδιαλλαξία στην υπεράσπιση των αρχών, απέναντι στον οπορτουνισμό που ενισχυόταν πολύμορφα, απροκάλυπτα ή συγκεκαλυμμένα, από ισχυρότατα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Δεν υποτιμάμε την επίδραση αυτής της στήριξης, ούτε τις αυταπάτες που δημιουργούσαν στην εργατική τάξη τα διαλείμματα σχετικά υψηλής καπιταλιστικής συγκυρίας, όπως μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Τελικά, όμως,  ήταν η ικανότητα και η αδιαλλαξία της επαναστατικής πτέρυγας που έκρινε σε πολλές περιπτώσεις τη μάχη της επικράτησης. Είναι ίσως το «τυχαίο» της ιδεολογικοπολιτικής και ηθικοπολιτικής στάθμης και ικανότητας των «επικεφαλής του κινήματος» που επιβραδύνει ή επιταχύνει τη νομοτελειακή εξέλιξη. Ενα «τυχαίο» που με τη σειρά του εκτοπίζεται από το ιστορικό πεδίο, όσο μεγαλώνει η ιστορική εμπειρία και ωριμότητα του επαναστατικού υποκειμένου[5].

ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΚΑΘΗΚΟΝ

Η αντεπανάσταση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες διεύρυνε καταπληκτικά το πεδίο για κάθε είδους άρνηση των επαναστατικών αρχών και κάθε είδους αξίωση για «ιστορική δικαίωση» αναθεωρητικών-οπορτουνιστικών απόψεων. Με την κορύφωση της κρίσης που σιγόκαιγε στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα για δεκαετίες, αυτό βρέθηκε ιδεολογικά, πολιτικά κατακερματισμένο και αποδυναμωμένο. Οι ιδεολογικές διαφορές που υπήρχαν μετατράπηκαν, σε πολλές περιπτώσεις, σε χάσματα αγεφύρωτα με την ολοκλήρωση της μετάλλαξης κομμουνιστικών κομμάτων σε σοσιαλδημοκρατικά στο χαρακτήρα και τον τίτλο.  Αλλα κράτησαν τον τίτλο για να πετάξουν την ουσία. Σε άλλα επικράτησε τόση ιδεολογική σύγχυση και ανακατωσούρα που είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις μια επικρατούσα άποψη. Και, τέλος, υπήρξαν και κόμματα που κράτησαν στα ιδεολογικά ζητήματα μια στάση αρχών από τη σκοπιά του μαρξισμού - λενινισμού.
Ο χρόνος που κύλησε από τότε, φέρνοντας τις πικρές εμπειρίες της «νέας τάξης» του ιμπεριαλισμού, έφερε και κάποια θετικά βήματα, κάποια πρόοδο χωρίς ωστόσο να μπορούμε να μιλάμε για ξεπέρασμα της κρίσης. Η εξασφάλιση της ιδεολογικής ενότητας, της στρατηγικής συναντίληψης και της ενιαία κατευθυνόμενης δράσης ενάντια στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, η ικανοποίηση με άλλα λόγια της τελικής προτροπής του Κομμουνιστικού Μανιφέστου «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!», φαίνεται πως θα είναι υπόθεση πιο μακρόχρονη. Ενα καθήκον που απαιτεί επίπονη και επίμονη δραστηριότητα μελέτης και γενίκευσης, διαλόγου, κοινών πρακτικών ενεργειών, συντονισμού δράσης σε όλο και ανώτερο επίπεδο των δυνάμεων που κρατάνε στον ένα ή άλλο βαθμό την κομμουνιστική ταυτότητα.
Το Κόμμα μας, στο 15ο Συνέδριό του (Μάης 1996), διέγραψε τις γενικές προϋποθέσεις και τα καθήκοντα, επαναλαμβάνοντας τη θέληση και την ετοιμότητά του για δράση στην προοπτική αυτή: «Η ανασυγκρότηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και η έξοδος από τη σημερινή κατάσταση της κρίσης και της υποχώρησης, η αποκατάσταση της ενότητάς του, στη βάση του μαρξισμού-λενινισμού, του προλεταριακού διεθνισμού και της ενιαίας στρατηγικής, όπως και η συγκεκριμένη έκφρασή της, είναι το επείγον καθήκον που απαιτούν οι σημερινές συνθήκες της πάλης, ενάντια στη διεθνή ενότητα του κεφαλαίου. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί και πρέπει να προχωρήσει αποφασιστικά ο συντονισμός και η κοινή δράση, ο διάλογος και η συζήτηση, για την ιδεολογική του ταυτότητα, τη στρατηγική του σύγχρονου αντιιμπεριαλιστικού και επαναστατικού αγώνα. Διαδικασία η οποία είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την
αποφασιστική πάλη και αντίκρουση των ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων, των διαφόρων θεωριών, που στοχεύουν στην ενσωμάτωση και τη χειραγώγηση της εργατικής τάξης»[6].
Μια σειρά ζητήματα από τα πεδία της φιλοσοφίας, της οικονομίας και της πολιτικής, ζωτικά για το χαρακτήρα και για την πορεία της οικοδόμησης της ιδεολογικής ενότητας του κινήματός μας, αναδείχνονται για πολλοστή φορά στο κέντρο των προβληματισμών, όπως οι εκτιμήσεις για την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη, η σύγχρονη εργατική τάξη και ο ρόλος της, η κομμουνιστική ταυτότητα σήμερα, ο χαρακτήρας του σύγχρονου καπιταλισμού, ο δρόμος προς το σοσιαλισμό κ.ά. Σε τούτο το άρθρο αναφέρονται ακροθιγώς δύο από αυτά.

ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ

Εκ των πραγμάτων, σε κεντρικό σημείο αναδείχνεται η αντίληψη για την πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα. Σε αυτό το θέμα κατεξοχήν δοκιμάζεται η ταξική προσέγγιση, η ικανότητα θεωρητικής γενίκευσης, η χρήση της μαρξιστικής μεθοδολογίας.
Δεν αναφερόμαστε σε μια γενική προσθαφαιρετική τοποθέτηση και αποτίμηση της προσφοράς των σοσιαλιστικών καθεστώτων - «είχε θετικές, είχε και αρνητικές πλευρές» - εξάλλου θετικά στοιχεία αναγνωρίζουν και αστοί αναλυτές, αλλά την απάντηση κατ' αρχήν στο ερώτημα για τη φύση αυτών των κοινωνιών: Οικοδομείτο πράγματι ο σοσιαλισμός; Με τί κριτήρια μπορούν να απαντήσουν οι κομμουνιστικές δυνάμεις σε ένα τέτιο ερώτημα χωρίς αφοριστικές απορρίψεις και επιζήμιες εξιδανικεύσεις;
Αν και η ενσωμάτωση κριτηρίων του αστικού φιλελευθερισμού, η τάση απεμπόλησης των δοκιμασμένων μαρξιστικών αναλυτικών-θεωρητικών εργαλείων έχει αποδειχθεί η πιο ολέθρια παγίδα για μια πραγματικά επιστημονική-ταξική προσέγγιση των κοινωνικών ζητημάτων, φαίνεται ότι αυτή η αρρώστια δεν εξαλείφθηκε.
Ετσι, μερικές δυνάμεις βιάστηκαν να εναρμονιστούν με την αντικομμουνιστική πολεμική των αντιπάλων περί «ολοκληρωτικών», «τυραννικών» ή και «εγκληματικών» καθεστώτων και μάλιστα σε όλους τους τόνους διακήρυξαν ότι είναι «αθώες του αίματος τούτου» γιατί έγκαιρα είχαν τοποθετηθεί «κριτικά». Κάνουν λόγο για «νέου τύπου εκμεταλλευτικά καθεστώτα», όπου η «γραφειοκρατία» αποτελούσε τη νέα κυρίαρχη τάξη, αναπαράγοντας έτσι τις κατηγορίες που εκτόξευσαν ενάντια στην Οχτωβριανή Επανάσταση πρώτοι οι μενσεβίκοι, ο Κάουτσκι, αργότερα ο Τρότσκι και στη συνέχεια αδιαλείπτως διάφοροι αστοί και μικροαστοί διανοούμενοι.
Αλλες δυνάμεις χωρίς να αρνούνται καθ΄ ολοκληρία τη σοσιαλιστική φύση των καθεστώτων μιλάνε για αναπόφευκτη κατάρρευση εξαιτίας της χαμηλής κοινωνικοοικονομικής αφετηρίας της οικοδόμησης του σοσιαλισμού ή για την επιλογή ενός «μοντέλου» αποτυχημένου.
Αν και, ασφαλώς, υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών των τοποθετήσεων, κατά τη γνώμη μας, υπάρχει κάποιος κοινός παρανομαστής. Πρόκειται για την άρνηση της φύσης της σοσιαλιστικής κοινωνίας ως μεταβατικής, ως πρώτης, κατώτερης, φάσης του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού, όπου αναδιοργανώνονται ριζικά όλες οι κοινωνικές σχέσεις. Η ταξική πάλη συνεχίζεται μέσα σε διαφορετικά πλαίσια, με διαφορετικές μορφές και μεθόδους. Οπλο της εργατικής τάξης τώρα πια είναι η εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου με καθοδηγητικό πυρήνα το κομμουνιστικό κόμμα.
Το υποκειμενικό στοιχείο, η πολιτική παίζει πρωταρχικό ρόλο, χωρίς αυτό να σημαίνει βολονταρισμό, εφόσον υφίσταται ένα μίνιμουμ προϋποθέσεων της σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης. Ποιό είναι αυτό το μίνιμουμ, που στην περίπτωση της ΕΣΣΔ, από ορισμένους αμφισβητείται; Μια σαφή απάντηση δίνει ο Μαρξ στο έργο του πολεμικής κατά των μικροαστικών αντιλήψεων του Προυντόν: «Ο ζωτικός όρος για κάθε κοινωνία θεμελιωμένη πάνω στον ταξικό ανταγωνισμό, είναι μια καταπιεζόμενη τάξη. Η απελευθέρωση της καταπιεζόμενης τάξης επιβάλλει, λοιπόν, απαραίτητα τη δημιουργία μιας καινούργιας κοινωνίας. Για να μπορέσει ν΄ απελευθερωθεί η καταπιεζόμενη τάξη, πρέπει να μην μπορούν πια να σταθούν πλάι-πλάι οι παραγωγικές δυνάμεις που αποχτηθήκανε και οι κοινωνικές σχέσεις που υπάρχουνε τώρα να μη μπορούν να συνυπάρξουν. Απ΄ όλα τα μέσα παραγωγής η μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη είναι η ίδια η επαναστατική τάξη. Η οργάνωση των επαναστατικών στοιχείων σε τάξη υποθέτει πως υπάρχουν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορούσαν να γεννηθούν μέσα στα σπλάχνα της παλιάς κοινωνίας»[7]. Μήπως ήταν και ο Κ. Μαρξ βολονταριστής;
Κλείνει τα μάτια μπροστά στην αλήθεια όποιος δεν βλέπει και δεν αναγνωρίζει ότι τα τεράστια οικονομικά και επιστημονικά επιτεύγματα πχ. της ΕΣΣΔ, δεν πραγματοποιήθηκαν διαφορετικά παρά μόνο στη βάση της μεγάλης συγκεντρωμένης-κοινωνικοποιημένης παραγωγής.
Oταν ο Β. Ι. Λένιν διακήρυσσε πως «κανείς δεν πρόκειται να μας ανατρέψει αν δεν κάνουμε καμιά υπερφυσική ανοησία» δεν εξαπέλυε ένα μαζικό προπαγανδιστικό ουτοπικό σύνθημα. Εξαπέλυε ένα προειδοποιητικό σήμα για μέγιστη προσοχή στην πολιτική και ταυτόχρονα μήνυμα ιστορικής αισιοδοξίας για τη δυνατότητα του υποκειμενικού παράγοντα να επιδράσει θετικά στην ταχύτητα κοινωνικής κίνησης, προς την κατεύθυνση που νομοτελειακά είναι καθορισμένη. Αναδείκνυε τη «δυνατότητα» να αποφευχθούν τέτια ιστορικά πισωγυρίσματα που θα ξανάφερναν το παλιό. Αν η δυνατότητα δεν υλοποιήθηκε σε σταθερή πραγματικότητα, αυτό δεν σημαίνει ανυπαρξία της, αλλά αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα να την αξιοποιήσει. Οι κομμουνιστές, αντίθετα απ΄ ό,τι μας κατηγορούν, δεν είμαστε μοιρολάτρες.
Η ανικανότητα να διαγνωστούν οι πραγματικές αντιθέσεις και η πάλη των τάξεων, διεθνής και εσωτερική σαν ενότητα, πίσω από τα φαινόμενα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας ή η άρνηση να αναγνωριστεί η πολυμορφία, η ιδιαιτερότητα και η αναγκαιότητα της ταξικής πάλης οδηγεί είτε στην ιδεαλιστική αντίληψη του «μοντέλου», ενός εκ των προτέρων ιδεατού κοινωνικού «διαγράμματος», καλής ή κακής κατασκευής, στο οποίο «προσαρμόζουν» οι επαναστατικές δυνάμεις την κοινωνία είτε στη μοιρολατρική αποδοχή του αναπόφευκτου της «κατάρρευσης» που διαγράφει το επαναστατικό υποκείμενο από την ιστορία είτε σε αστήρικτους επιστημονικά ακροβατισμούς περί νέας άρχουσας τάξης εκμεταλλευτών. Ακόμη, σε καταδίκη της επαναστατικής βίας, η οποία είναι ιστορικό γέννημα της όξυνσης της ταξικής πάλης σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές δηλαδή τελικά σε απολογητική της αντεπαναστατικής βίας.
Μόνο μια προσέγγιση της εμπειρίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που ξεκινά από την πραγματική «φύση» της σοσιαλιστικής κοινωνίας όπως εκτέθηκε παραπάνω, αποδεχόμενη όχι μια προκατασκευή αλλά τις ήδη ανακαλυφθείσες από τους κλασικούς νομοτέλειές της - κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, σχεδιασμός και δικτατορία του προλεταριάτου - μπορεί να αποφύγει το σκόπελο της απομάκρυνσης από το μαρξισμό, με μαρξιστική φρασεολογία.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και το σχεδιασμό σαν αρχές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως όχι λίγες δυνάμεις κομμουνιστικού προσανατολισμού, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, με τον ένα ή άλλο τρόπο, έχουν απομακρυνθεί.  Δεν αναφερόμαστε σε διαφορές που σχετίζονται με τους ρυθμούς της κοινωνικοποίησης, αλλά σε εκείνες που, με το πρόσχημα των ρυθμών, ουσιαστικά αρνούνται αυτή καθεαυτή την ουσία της κοινωνικοποίησης. Ισχυρή επίδραση εξακολουθούν να ασκούν οι ιδέες περί «σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς» με
ανταγωνιζόμενους παραγωγούς ή περί «μικτής» οικονομίας που «ρυθμίζεται» με ενδεικτικό κρατικό σχεδιασμό με μοχλό το πιστωτικό και φορολογικό σύστημα. Οι αντιλήψεις για την πλήρη δράση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων σε μια σοσιαλιστική οικονομία. Η αντίληψη ότι σχέδιο και αγορά εναρμονίζονται πλήρως.
Ιδέες, δηλαδή, που πρακτικά εφαρμόστηκαν και αποδιάρθρωσαν τις σοσιαλιστικές οικονομίες, πισωγύρισαν τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής διαβρώνοντας ταυτόχρονα τη συνείδηση των εργαζομένων.
Για την εγκατάλειψη της αρχής της δικτατορίας του προλεταριάτου ως το νομοτελειακά αναγκαίο πολιτικό εποικοδόμημα στο σοσιαλισμό, πίεση πάνω στο κίνημά μας ασκούσαν ανέκαθεν οι κυρίαρχες τάξεις, με τις περί δημοκρατίας ιδεοληψίες του αστικού φιλελευθερισμού. Οι αστικές δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα και οι αστικές δημοκρατίες ιδιαίτερα των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών, υμνολογούνται από τους απολογητές διανοουμένους, τους πολιτικούς και τα πολύμορφα προπαγανδιστικά μέσα του ιμπεριαλισμού, με πονηρή τέχνη αποσυνδεμένες από την εγκληματική δράση του κατά της ανθρωπότητας. Προσπαθούν να αποκρύψουν, από τη μια, πόσο τραγικά περιορισμένες ή τυπικές είναι αυτές οι ελευθερίες για τις πλατιές λαϊκές μάζες και, από την άλλη, να σβήσουν από την ιστορική μνήμη το γεγονός ότι τα όποια περιορισμένα δικαιώματα είναι καρπός σκληρών αγώνων και υφίστανται όσο δεν κινδυνεύει η αστική εξουσία.
Μέσα σε αυτό το εντατικά καλλιεργημένο από τον ιμπεριαλισμό κλίμα «υπεροχής» της αστικής δημοκρατίας, με αντικειμενικό υπόβαθρο τις αυταπάτες που καλλιέργησε στην εργατική τάξη η μεταπολεμική υψηλή συγκυρία του καπιταλισμού στις αναπτυγμένες χώρες, ορισμένα κόμματα αποκήρυξαν τη δικτατορία του προλεταριάτου πολύ πριν τις ανατροπές. Αλλες δυνάμεις ακολούθησαν αυτό το δρόμο μετά την αντεπανάσταση στην Ευρώπη, πραγματοποιώντας ταυτόχρονα μια συνολική στρατηγική στροφή από την επανάσταση στη μεταρρύθμιση. Σε αρκετές περιπτώσεις αυτή η στροφή στηρίχθηκε θεωρητικά με επεξεργασίες για το σύγχρονο καπιταλισμό που απορρίπτουν τόσο τη λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, όσο και το χαρακτήρα της εποχής σαν εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΣΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
Η στρατηγική ενότητα του κινήματος ενάντια στο διεθνή καπιταλισμό, δεν μπορεί να εδραιώνεται έξω από μια συναντίληψη για τη σημερινή φάση ανάπτυξής του. Οι εξελίξεις, στο σύνολό τους παρμένες θέτουν ένα ερώτημα: Είναι ο θεωρητικός εξοπλισμός μας με τη λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό επαρκές αναλυτικό εργαλείο για το σύγχρονο κόσμο;
Σε πολύ αδρές γραμμές οι εξελίξεις αυτές είναι: Η εντεινόμενη διεθνοποίηση. Η σε τεράστια κλίμακα συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου.  Οι αναδιαρθρώσεις που προωθούνται με τις πολιτικές των διακρατικών κέντρων του καπιταλισμού όπως η «απελευθέρωση» της κίνησης εμπορευμάτων, κεφαλαίων, οι ιδιωτικοποιήσεις, οι αντιδραστικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις κλπ., οι οποίες συνιστούν μια εντατική προσπάθεια, στις σημερινές συνθήκες συσσώρευσης του κεφαλαίου, για συγκράτηση της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους και άνοδο των μονοπωλιακού υπερκέρδους. Η εφαρμογή όλο και ανώτερων επιστημονικών-τεχνολογικών επιτευγμάτων στην παραγωγή και οι επιπτώσεις στις κοινωνίες και το περιβάλλον. Η έκρηξη της ανεργίας, της φτώχειας και όλων των άλλων κοινωνικών προβλημάτων. Ο πολλαπλασιασμός των εστιών πολέμου, οι συστηματικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Η εντατική αναπροσαρμογή των στρατιωτικών οργανισμών του  καπιταλισμού, κυρίως του ΝΑΤΟ, στις ανάγκες μιας άμεσης αντεπαναστατικής ενέργειας και κατάπνιξης λαϊκών κινημάτων. Η οικοδόμηση πιο αποτελεσματικών δικτύων διακρατικής αστυνόμευσης και καταστολής, όπως η Σένγκεν.
Ολα τα παραπάνω και πολλά άλλα στοιχεία που παραλείπονται για λόγους συντομίας του κειμένου, επιβεβαιώνουν, κατά την άποψη του κόμματός μας, ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιό του, το ιμπεριαλιστικό. Είναι ο καπιταλισμός που σαπίζει και πεθαίνει, ο καπιταλισμός στη φάση της γενικής του κρίσης. Οι αντεπαναστατικές αλλαγές στην Ευρώπη όχι μόνο δεν αλλάζουν τη φύση του σύγχρονου καπιταλισμού, αλλά κάνουν πιο εμφανή τη βαρβαρότητά του και τους κινδύνους από την παράταση της ζωής του.
Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ σημειώνονται όχι μόνο οι βασικές εκφράσεις της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, αλλά και η διέξοδος για την εργατική τάξη και όλους τους καταπιεζόμενους:
«Από όλη τη σύγχρονη πραγματικότητα αναδείχνεται η ανάγκη να απαντήσουν οι εργαζόμενοι σε ένα δίλημμα πιο πιεστικό από κάθε άλλη φορά: Να πουν «ναι» στην υποταγή, στη συνεχή επιδείνωση της ζωής τους, στην οπισθοδρόμηση και το σκοταδισμό ή να πουν «ναι» στο δρόμο της αντίστασης ενάντια στις κυρίαρχες επιλογές του κεφαλαίου, ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τα μονοπώλια, με στόχο την ανατροπή της κυριαρχίας κι εξουσίας τους και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού». Για τους Ελληνες κομμουνιστές, η αντιιμπεριαλιστική πάλη, ο αγώνας ενάντια στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τις καπιταλιστικές ενώσεις και τους διάφορους μηχανισμούς τους, η πάλη ενάντια στην ιμπεριαλιστική «νέα τάξη» και τους εκφραστές της αποτελεί σήμερα το βασικό κρίκο της επαναστατικής διαδικασίας σε διεθνές επίπεδο, συνδέεται αδιάρρηκτα και φέρνει στην ημερήσια διάταξη την ανάγκη της σοσιαλιστικής αλλαγής[8].
Μια σειρά δυνάμεις, σιωπηρά είτε ανοιχτά απορρίπτοντας τη θεωρία για τον ιμπεριαλισμό, σε κάθε περίπτωση χωρίς πειστική επιστημονική στήριξη, ισχυρίζονται ότι ο καπιταλισμός διανύει ένα νέο στάδιο ανάπτυξης που σηματοδοτείται από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και απαιτεί νέες στρατηγικές επεξεργασίες προσαρμοσμένες σε αυτό. Στα πλαίσια αυτής της ανάλυσης, παλιές αποτυχημένες στην πράξη σοσιαλδημοκρατικές ιδέες της κοινωνικής μεταρρύθμισης ενάντια στην κοινωνική επανάσταση, επανέρχονται σαν νέες ιδέες και συνταγές, για να πούμε την αλήθεια στην πολύ πιο μετριοπαθή έκδοση της πολιτικής ενός «αντινεοφιλελεύθερου πόλου». Η επανάσταση διαγράφεται ή παραπέμπεται στις καλένδες μέσω της πλήρους αυτονόμησης της τακτικής από τον επαναστατικό σκοπό (στο βαθμό που αυτός εξακολουθεί να καταγράφεται, τουλάχιστον στα χαρτιά). Τη θέση της παίρνουν στην αρχή οι «δομικές αλλαγές» και κατόπιν το «εφικτό και ρεαλιστικό» της διατήρησης μέρους των εργατικών κατακτήσεων. Οι υπόλοιπες παζαρεύονται στο όνομα των καταναγκασμών της «παγκοσμιοποίησης» και της εξασφάλισης «ανταγωνιστικότητας» της εθνικής οικονομίας, δηλ. των κερδών των «δικών μας» καπιταλιστών.
Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής γραμμής, το κομμουνιστικό κόμμα δεν κατευθύνεται στο να οξύνει την κρίση του συστήματος με την άνοδο της ταξικής πάλης, αλλά να μετριάσει τους κινδύνους από την καπιταλιστική κρίση για την καπιταλιστική τάξη, μετέχοντας σε «αριστερές» κυβερνήσεις με βασικό εταίρο τη σοσιαλδημοκρατία. Η παρέμβαση περιορίζεται στο να διεκδικεί κάπως πιο χαλαρούς ρυθμούς στην προώθηση των αναδιαρθρώσεων και μεθόδους πιο ευέλικτες και, υποτίθεται, πιο ανεκτές για τους εργαζόμενους που υποφέρουν.
Ανάλογα εγχειρήματα στο παρελθόν οδήγησαν σε πολιτική χρεοκοπία. Δεν νομίζουμε ότι θα έχουν καλύτερη τύχη στο παρόν και το μέλλον.  Η διέξοδος δεν βρίσκεται στη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης μέσω «κεντροαριστερών» κυβερνήσεων. Η απάντηση στη νεοφιλελεύθερη πολιτική δεν δίνεται με τα γιατροσόφια «αναδιανομής» της κλασικής και νεόκοπης σοσιαλδημοκρατίας. Η πολιτική της λεγόμενης αναδιανομής έχει δείξει τον ταξικό χαρακτήρα της και τα απολύτως περιορισμένα όρια της. Είναι οι σχέσεις παραγωγής που καθορίζουν τις σχέσεις διανομής και συνεπώς τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που θα ιδιοποιηθεί ο εργάτης. Είναι οι ανάγκες συσσώρευσης του κεφαλαίου που τελικά θα βάλουν τη σφραγίδα τους στο επίπεδο της ζωής της εργατικής τάξης.  Γι΄ αυτό εδώ και κάμποσα χρόνια με την αλλαγή των συνθηκών συσσώρευσης του κεφαλαίου - όξυνση της κρίσης, αλλαγή της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, ένταση του ανταγωνισμού και αρνητική αλλαγή του παγκόσμιου συσχετισμού των δυνάμεων - οι κατακτημένες θέσεις δεν μπορούν πλέον να κρατηθούν. Γίνεται πολύ προφανής και στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η γενική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Συγκέντρωση πλούτου από τη μια, εξαθλίωση από την άλλη.
Μόνο μια γραμμή πάλης που επιδιώκει ρήξεις με τα βάθρα του καπιταλιστικού συστήματος, μόνο ο αγώνας ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό που θέτει στην προοπτική του το ζήτημα της εξουσίας μπορεί να αναχαιτίσει τη βιαιότητα της επίθεσης του κεφαλαίου σήμερα, να δώσει πραγματική διέξοδο, την επανάσταση και το σοσιαλισμό, αύριο.


  Η Ελένη Κατροδαύλη είναι μέλος της ΚΕ, μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
[1] Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς: Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1994, σελ. 23.
[2] Στο ίδιο, σελ. 7.
[3] Στο ίδιο, κεφ. I.
[4]  «Στην καπιταλιστική κοινωνία, και η εργατική τάξη μπορεί να ασκεί αστική πολιτική, αν ξεχάσει τους απελευθερωτικούς της σκοπούς, συμβιβάζεται με τη μισθωτή δουλεία και περιορίζεται στο να φροντίζει για συμμαχίες πότε με το ένα και πότε με το άλλο αστικό κόμμα, για χάρη δήθεν «βελτιώσεων» της δουλικής της κατάστασης» (Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 22, σελ. 241-242).
[5]  «Η παγκόσμια ιστορία θα μπορούσε να γίνεται βέβαια πολύ πιο άνετα, αν τον αγώνα τον αναλάβαιναν μόνον με τον όρο αλάθευτων ευνοϊκών πιθανοτήτων επιτυχίας. Θα ήταν εξάλλου πολύ μυστηριώδης η φύση της αν δεν έπαιζαν κανένα ρόλο οι «συμπτώσεις». Κι αυτές οι ίδιες οι συμπτώσεις ανήκουν φυσικά στη γενική πορεία της ανάπτυξης και ισοφαρίζονται πάλι από άλλες συμπτώσεις. Ομως η επιτάχυνση και η επιβράδυνση εξαρτιέται σε μεγάλο βαθμό από τέτιες «συμπτώσεις», που ανάμεσά τους φιγουράρει και η «σύμπτωση» του χαρακτήρα των ανθρώπων, που πρώτοι βρίσκονται επικεφαλής του κινήματος». (Ο Μαρξ στον Κούγκελμαν - 17/4/1871 - Διαλεχτά Εργα, τ. ΙΙ, σελ.544).
[6] Πρόγραμμα του ΚΚΕ, εκδ. ΚΕ, σελ.17.
[7] Κ. Μαρξ, «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας», εκδ. Αναγνωστίδη, σελ.173.
[8] Πρόγραμμα του ΚΚΕ, εκδ. ΚΕ, σελ.16-17.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ