29 Σεπ 2012

Ιστορία του ΔΣΕ, μέρος 61: Η προσέγγιση της Γιουγκοσλαβίας με τη Δύση και οι συνέπειες στον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού


Ιστορία του ΔΣΕ, μέρος 61: Η προσέγγιση της Γιουγκοσλαβίας με τη Δύση και οι συνέπειες στον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού

ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ 1948 – ’49
Η βήμα – βήμα στροφή προς τη Δύση
Οι συνέπειες της στροφής αυτής στη στάση της Γιουγκοσλαβίας,
απέναντι στον αγώνα του ΔΣΕ

Meros68_Photo1_small.jpg
Η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό) έγινε επίσημα στις 28 Ιουνίου του 1948. Δύο μέρες μετά, οι Γιουγκοσλάβοι άρχισαν τις ανεπίσημες επαφές με τους Αμερικάνους διπλωμάτες στο Βελιγράδι. Οι Αμερικανοί ενημέρωσαν γι’ αυτό τους Βρετανούς και, όπως προκύπτει από τα αρχεία του Φόρεϊν Οφις, αυτή η ιστορία των επαφών έχει ως εξής: Ενα άτομο, ονόματι Dragnic, εμφανιζόμενος με πειστήρια ως φίλος του Τζίλας – και έχοντας έγκυρη κυβερνητική εξουσιοδότηση της χώρας του – βολιδοσκόπησε την αμερικάνικη πρεσβεία, για το αν υπήρχε η δυνατότητα να πάρει η Γιουγκοσλαβία κάποια βοήθεια από το σχέδιο Μάρσαλ. Ακόμη, ξεκαθάρισε στους Αμερικάνους συνομιλητές του “πως η Γιουγκοσλαβία αδημονούσε εξαιρετικά για το ταχύτερο ξεκαθάρισμα της ελληνικής κατάστασης, ενόψει του βάρους που πρόσθεταν οι Ελληνες πρόσφυγες στη γιουγκοσλαβική οικονομία, προσθέτοντας πως ένιωθε σίγουρος για το ότι η Σοβιετική Ενωση δεν ενδιαφερόταν τώρα ιδιαίτερα, για την Ελλάδα, και επιμένοντας στο ότι η Γιουγκοσλαβία δε θα έδινε καμιά βοήθεια στους Ελληνες αντάρτες” (Elisabeth Barker: “Η γιουγκοσλαβική πολιτική προς την Ελλάδα στα 1947 – 1949″ και J. Pirjevec: “Η ρήξη Τίτο – Στάλιν και το τέλος του Εμφυλίου στην Ελλάδα”. Βλέπε: “Μελέτες για τον Εμφύλιο Πόλεμο 1945 – 1949″, εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, σελ. 304 και 332).
Αργά, αλλά σίγουρα…
Τότε, τα πράγματα ήταν ακόμη πρώιμα για ανοιχτή ανάπτυξη θερμών σχέσεων μεταξύ των Γιουγκοσλάβων και των Δυτικών. Οι Δυτικοί συνέχισαν να ενθαρρύνουν τη Γιουγκοσλαβία στην πορεία της προς τη Δύση, αλλά είχαν κάθε λόγο, να μην βιάζονται για γρήγορα και τρανταχτά αποτελέσματα. Κατ’ αρχήν, φοβούνταν τις εξελίξεις που μπορούσε να επιφέρει στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας ένα γρήγορο και ανοιχτό σφιχταγκάλιασμα με τον Τίτο. Φοβούνταν τις αντιδράσεις, που θα προκαλούσε μέσα στο ΚΚΓ και στον γιουγκοσλάβικο λαό η αποκάλυψη της προδοσίας. Επιθυμούσαν συνεπώς την ισχυροποίηση του Τίτο και το ξεκαθάρισμα οποιασδήποτε εσωτερικής αντιπολίτευσης, ώστε τα βήματα που θα γίνονταν να είναι σίγουρα και σταθερά. Ηθελαν να είναι σίγουροι πως κάθε βήμα του Τίτο προς τη Δύση θα ήταν χωρίς επιστροφή. Τέλος, δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση να δώσουν αφορμές, ώστε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και το Ινφορμπιρό να φανούν δικαιωμένοι, για τη στάση τους απέναντι στο ΚΚΓ. Ο George Kennan είχε εκφράσει ωμά και κατηγορηματικά την άποψη πως οι Δυτικοί δεν ήταν διατεθειμένοι να καταστρέψουν την προοπτική μιας σοβαρής ρωγμής στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, με μια εσπευσμένη και υπερβολικά φιλική πολιτική, που θα μπορούσε να την εκμεταλλευτεί η ΕΣΣΔ, “για να προκαλέσει αισθήματα αηδίας και αποστροφής μέσα σε ολόκληρο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και ανάμεσα στους ίδιους τους οπαδούς του Τίτο” (στο ίδιο, σελ. 332). Με αυτές τις εκτιμήσεις των Αμερικάνων συμφωνούσε και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Μπέβιν, ο οποίος έλεγε στον πρεσβευτή των ΗΠΑ στο Λονδίνο: “Αν βγαίναμε να υποστηρίξουμε το στρατάρχη Τίτο τώρα, θα δημιουργούσαμε μια κατάσταση, στην οποία ο λαός του θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι συμπράττει με τις δυτικές δυνάμεις” (στο ίδιο, σελ. 302 – 303). Αλλά και ο ίδιος ο Τίτο δεν επιθυμούσε τα αποκαλυπτήρια της στροφής του προς τη Δύση. Γι’ αυτό, πέραν των άλλων, συνέχιζε – αν και με μειωμένους αισθητά ρυθμούς – να βοηθάει τον ΔΣΕ.
Η στροφή επιταχύνεται

Meros68_Photo2_small.jpg
Οι Αγγλοαμερικάνοι άρχισαν να σιγουρεύονται πως το καθεστώς του Τίτο σταθεροποιείται στη Γιουγκοσλαβία και πως δεν υπήρχαν περιθώρια επιστροφής του ΚΚΓ στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, γύρω στο φθινόπωρο του 1948. Εκείνη την περίοδο, και συγκεκριμένα τον Οκτώβρη του 1948, κορυφαίος αξιωματούχος του Φόρεϊν Οφις έγραφε πως δε φαινόταν δυνατή καμιά συμφιλίωση ανάμεσα στον Στάλιν και τον Τίτο και πρόσθετε: “Καθώς πρέπει να είναι προς όφελός μας, όταν βλέπουμε μια συνέχιση της τεταμένης κατάστασης πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, δε θα πρέπει να αποκλείσουμε την ευκταία επιθυμία ενίσχυσης της γιουγκοσλάβικης διοίκησης, στο βαθμό που θα της επιτρέπει μετά βίας να συνεχίσει να υπάρχει, αλλά κάθε πολιτική συναλλαγή θα ήταν επικίνδυνη”. Συμπλήρωνε, επίσης, ότι “οι πρόσφατες επιχειρήσεις εναντίον του Μάρκου δεν είχαν αποφασιστικό αποτέλεσμα, κατά μεγάλο μέρος λόγω της αλβανικής βοήθειας. Οι εκθέσεις της Ειδικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια επιβεβαιώνουν ότι η βοήθεια προς τους αντάρτες του Μάρκου συνεχίζεται από την Αλβανία, τη Βουλγαρία και, σε μικρότερο βαθμό, από τη Γιουγκοσλαβία” (στο ίδιο, σελ. 305).
Ετσι, κατά τη φθινοπωρινή Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ της εποχής εκείνης, τα πράγματα πήραν μια νέα τροπή. Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, Ales Bebler, δήλωνε στους Βρετανούς και συγκεκριμένα στον υφυπουργό Εξωτερικών, Μακ Νιλ, πως η Γιουγκοσλαβία χρειαζόταν επειγόντως τη δυτική βοήθεια για να επιβιώσει. Η απάντηση του Μπέβιν, για το τι έπρεπε να γίνει σε σχέση με τη γιουγκοσλάβικη έκκληση, ήταν σαφής και επιγραμματική: “Κρατήστε τους στην επιφάνεια”. Ετσι, ως αποτέλεσμα αυτής της εντολής Μπέβιν, υπογράφηκε εμπορική συμφωνία Βρετανίας – Γιουγκοσλαβίας με διάρκεια ενός μόνο έτους.
Στην ίδια Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο πρόεδρός της dr Evatt προσπάθησε να προωθήσει μια προσέγγιση Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας. Η τελευταία, όμως, δεν ήταν ακόμη έτοιμη για κάτι τέτοιο. Αν και είχε αρχίσει να περιορίζει τη βοήθεια προς τον Δημοκρατικό Στρατό, δεν μπορούσε και να τη διακόψει οριστικά. Επίσης, μια συμφωνία με το καθεστώς των Αθηνών, που η ίδια αποκαλούσε μοναρχοφασιστικό, ήταν αρκετή για να αποκαλύψει τη στροφή που είχε γίνει προς τη Δύση, τη συνδιαλλαγή με τον ιμπεριαλισμό και να δημιουργήσει έντονα εσωτερικά προβλήματα, ιδιαίτερα στο χώρο της ΛΔ της Μακεδονίας, όπου δεν ήταν λίγοι οι Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες από την Ελλάδα, καθώς κι αυτοί που είχαν δικούς τους ανθρώπους – φίλους, συγγενείς, γνωστούς – που πολεμούσαν στον ΔΣΕ. Εξηγώντας, στον Βρετανό πρεσβευτή στο Βελιγράδι, την απροθυμία της χώρας του, για προσέγγιση με την Ελλάδα, ο Bebler επικαλούνταν εμπόδια προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά εξέφραζε τη θέση πως, αν ήταν δυνατό να επιτευχθεί ένας διακανονισμός με την Ελλάδα, αυτό θα ήταν εξαιρετικά επωφελές για τη Γιουγκοσλαβία. Πρόσθετε δε – σύμφωνα πάντα με τις βρετανικές επίσημες πηγές – πως η κυβέρνησή του “έχει απαυδήσει και έχει κουραστεί να ενισχύει ένα συρφετό από Ελληνες πρόσφυγες, για τους οποίους το μόνο που αδημονούσαν οι Γιουγκοσλάβοι ήταν να απαλλαγούν απ’ αυτούς” (στο ίδιο, σελ. 307). Και ο Βρετανός πρεσβευτής τηλεγραφούσε στο Φόρεϊν Οφις στα τέλη Ιανουαρίου του 1949: “Αν ο Τίτο έμελλε να κάνει βήματα για να πετύχει μια ανεξάρτητη συμφωνία με την Ελλάδα, αυτό θα τον εξέθετε, όχι μόνο σ’ ένα ξέσπασμα από τις χειρότερες ύβρεις, και ίσως και σε χειρότερα, από μέρους των δυνάμεων της Κομινφόρμ, αλλά στις παρούσες συνθήκες και σε πολλές επικρίσεις από μη ευκαταφρόνητο τμήμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας” (στο ίδιο, σελ. 308).
Στις 17 Φλεβάρη του 1949, οι Αμερικανοί έκαναν ένα ακόμη βήμα για την οικονομική ενίσχυση της Γιουγκοσλαβίας και για την ακόμη ισχυρότερη πρόσδεσή της με τη Δύση. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ και ο πρόεδρος Τρούμαν υιοθέτησαν πρόταση για χαλάρωση των αμερικανικών ελέγχων στην απαγόρευση των εξαγωγών προς τη Γιουγκοσλαβία, ώστε να δοθεί επιτάχυνση “στις δυνάμεις οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής έλξης, που ωθούν αναπόδραστα τον Τίτο προς τη Δύση σε τόσο βαθμό, ώστε να είναι δυνατό να πειστεί ο Τίτο να σταματήσει τη βοήθειά του προς τους Ελληνες αντάρτες”.
Προς την ολοκλήρωση της στροφής
Η σταδιακή, βήμα – βήμα προσέγγιση της Γιουγκοσλαβίας με τους Αγγλοαμερικάνους και η πρόσδεσή της όλο και περισσότερο σ’ αυτούς, άρχισε κάποια στιγμή, να αποδίδει καρπούς και στο ζήτημα της προσέγγισης Αθήνας – Βελιγραδίου. Στις 18 Μάρτη του 1949, ο Πιπινέλης πληροφορούσε τον Βρετανό πρεσβευτή στην Ελλάδα ότι η γιουγκοσλάβικη κυβέρνηση, τηρώντας άκρα μυστικότητα, πρότεινε στην κυβέρνηση των Αθηνών, τη συνάντηση ενός Ελληνα και ενός Γιουγκοσλάβου εκπροσώπου, κατά προτίμηση στο Βελιγράδι, για να συζητηθεί το θέμα της συνεννόησης των δύο χωρών. Η γιουγκοσλάβικη αυτή πρωτοβουλία δεν έμελλε να έχει τύχη, γιατί διέρρευσε στον Τύπο με ελληνική ευθύνη. Συγκεκριμένα στις 31 Μαρτίου η λονδρέζικη εφημερίδα “Daily Mail” δημοσίευσε μια συνέντευξη του αντιπροέδρου της ελληνικής κυβέρνησης και υπουργού Εξωτερικών Ντ. Τσαλδάρη, ο οποίος δήλωνε ότι ενδέχεται μέσα σ’ ένα χρόνο η Ελλάδα να είναι σύμμαχος του Τίτο. Κατά πάσα πιθανότητα, η διαρροή αυτή δεν έγινε από λάθος του Τσαλδάρη. Προφανώς έγινε σκόπιμα, για να σφυγμομετρηθούν οι αντιδράσεις ή να εκβιαστεί η παραπέρα εξέλιξη της υπόθεσης και για να υπάρχει η δυνατότητα σε ευθετότερο χρόνο να κυλήσει περισσότερο ανεμπόδιστα η ελληνογιουγκοσλαβική προσέγγιση. Ετσι, στις 4 Απριλίου, ο Τσαλδάρης με μια υποτονική – και καθόλου πειστική – δήλωση διέψευσε όσα ο ίδιος είχε αφήσει να διαρρεύσουν. Το ίδιο έκαναν και οι Γιουγκοσλάβοι, τέσσερις μέρες αργότερα. Μάλιστα, οι τελευταίοι δεν προέβησαν σε επίσημη κυβερνητική διάψευση. Τη διάψευση έκανε ο διπλωματικός συντάκτης του πρακτορείου ειδήσεων Τανγιούγκ. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι Γιουγκοσλάβοι ξεπέρασαν κάθε όριο υποκρισίας γύρω από το θέμα αυτό, αφού σε επίσημες επαφές που είχαν με το ΚΚΕ κατηγόρησαν το τελευταίο ότι αναπαραγάγει τις μυθοπλασίες και τις συκοφαντίες του Τσαλδάρη κατά της Γιουγκοσλαβίας, πριν οι ίδιοι έστω και μ’ αυτόν τον ανεπίσημο τρόπο διαψεύσουν τα περί επαφών τους με την Αθήνα. Κι όλα αυτά, γιατί ο ραδιοσταθμός “Ελεύθερη Ελλάδα” μετέδωσε και σχολίασε όσα ο Τσαλδάρης είπε στην αγγλική εφημερίδα.
… και η ολοκλήρωσή της
Στις αρχές Μάη του 1949, το Βελιγράδι επισκέφθηκε ο Fitzrori Maclean, επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στη Γιουγκοσλαβία στα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και προσωπικός φίλος του Τίτο. Ο Βρετανός αξιωματούχος είχε ως αποστολή να πάρει από τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη εγγυήσεις, για μια αποφασιστική στροφή της Γιουγκοσλαβίας πάνω στο ελληνικό ζήτημα, με αντάλλαγμα την παροχή οικονομικών πλεονεκτημάτων από τη δύση. Στις 5 Μάη ο Maclean συναντήθηκε με τον Τίτο, γευμάτισαν, και του εξέθεσε τα καθέκαστα. Ο Τίτο δεν αρνήθηκε ότι η χώρα του βοήθησε το ΔΣΕ στο παρελθόν, τονίζοντας όμως ότι η κατάσταση πλέον είχε αλλάξει. Επισήμανε στο Βρετανό συνομιλητή του, ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί τη χορήγηση ασύλου στους πρόσφυγες από την Ελλάδα, υπογραμμίζοντας ότι δεν τους επιτρεπόταν πια (δηλαδή στους πρόσφυγες) να επιστρέψουν πίσω στο ΔΣΕ. Επίσης, ανέλαβε τη δέσμευση, πως και στο μέλλον δε θα επιτρεπόταν στους πρόσφυγες να γυρίσουν πίσω, ούτε και θα δινόταν άλλη βοήθεια στους αντάρτες. Τέλος, ο Τίτο ζήτησε από τον συνομιλητή του να μη γίνει γνωστή, για κανένα λόγο, αυτή του η δέσμευση, γιατί αυτό θα τον έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση. Ο Maclean υποσχέθηκε εχεμύθεια (στο ίδιο, σελ. 313 – 314 και 336 – 337). Οι Βρετανοί γνωστοποίησαν τις δεσμεύσεις του Τίτο μόνο στους Αμερικάνους, ούτως ώστε να υπάρξει συντονισμός στην παροχή πιστώσεων προς τη Γιουγκοσλαβία, αλλά και στους πολεμικούς σχεδιασμούς τους στην Ελλάδα.
Οι Γιουγκοσλάβοι τήρησαν τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο Αμερικανός πρεσβευτής στο Βελιγράδι έγραφε, στις 26/5/49, στην αναφορά του προς την Ουάσιγκτον, ότι η γιουγκοσλαβική βοήθεια προς τους αντάρτες στερεύει, “ακόμη και η ηθική, ανθρωπιστική”. Για την αποφασιστική αυτή της στροφή, η Γιουγκοσλαβία ενημέρωσε και την Αθήνα. Στα τέλη Μάη, ο Πιπινέλης γνωστοποιούσε στην αμερικανική πρεσβεία, πως κάποιος Γιουγκοσλάβος, ονόματι Μαρτίνοβιτς, ο οποίος κρατούσε τις μυστικές επαφές Αθηνών – Βελιγραδίου, ενημέρωσε Ελληνα αξιωματικό της ΚΥΠ, πως σύντομα η ελληνική κυβέρνηση θα άκουγε καλά νέα. Τα νέα αυτά δεν άργησαν να έρθουν. Στις 11 Ιουλίου 1949, ο Τίτο, μιλώντας στην πόλη Πόλα της Ιστρίας, ανακοίνωσε το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων. Βρήκε μάλιστα γι’ αυτό μια πολύ υποκριτική δικαιολογία. Αξιοποιώντας τις καταγγελίες του ΔΣΕ, ότι στις 5 Ιουλίου 1949 κυβερνητικά στρατεύματα πέρασαν από το γιουγκοσλαβικό έδαφος και χτύπησαν πισώπλατα τους αντάρτες στο Καϊμακτσαλάν, εμφάνισε το κλείσιμο των συνόρων ούτε λίγο – ούτε πολύ ως αναγκαία ενέργεια για να προστατευτεί η Γιουγκοσλαβία από συκοφαντίες. Ισχυρίστηκε, μάλιστα, ότι την ιστορία του πισώπλατου χτυπήματος “δεν την είχαν σκαρφιστεί οι Ελληνες σύντροφοι, αλλά τη μηχανεύτηκαν κάπου αλλού”, υπονοώντας προφανώς την Κομινφόρμ και την ΕΣΣΔ. Αναμφίβολα επρόκειτο για μακιαβελισμό χωρίς προηγούμενο.
Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του “Ρ”
Περιεχόμενα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ