31 Ιαν 2014

Τι είναι και τι δεν είναι η υπεραξία; (I)

 Τι είναι και τι δεν είναι η υπεραξία; (I)

Friedrich Engels
Σύνοψη του "Κεφαλαίου"
Μετάφραση: Γ. Ιωαννίδης
Επίμετρο: Θ. Γκιόκας
Εκδόσεις Αλήστου Μνήμης, 2008 (περιλαμβάνει CD)

[...]

τα εμπορεύματα μπορούν να πουληθούν σε τιμές διαφορετικές από την αξία τους αλλά αυτό θα σήμαινε μια παραβίαση του νόμου της εμπορευματικής ανταλλαγής. Στην ιδανική μορφή της, είναι μια ανταλλαγή ισοδύναμων κι επομένως δεν αποτελεί μέσο για να πλουτίσει κανείς (σ. 171).

Από εδώ προκύπτει το λάθος όλων εκείνων που προσπαθούν να παραστήσουν την κυκλοφορία εμπορευμάτων σαν πηγή υπεραξίας. Condillac (σ.171), Newman (σ. 172).


Ας υποθέσουμε όμως πως η ανταλλαγή δεν εκτυλίσσεται στην ιδανική μορφή της, δηλαδή ότι δεν ανταλάσσονται ισοδύναμα. Ας υποθέσουμε πως ο κάθε πωλητής πουλάει το εμπόρευμά του κατά 10% πάνω από την αξία του. Τίποτε δεν αλλάζει. Εκείνο που ο καθένας κερδίζει ως πωλητής, το χάνει στη συνέχεια ως αγοραστής. Είναι σαν να άλλαξε απλώς η αξία του χρήματος κατά 10%, δηλαδή σαν οι αγοραστές ν' αγόραζαν τα πάντα κατά 10% κάτω από την αξία τους (σ. 173, Torrens σ. 174).

Ο ισχυρισμός πως η υπεραξία γεννιέται από μια άνοδο των τιμών, προϋποθέτει πως υπάρχει μια τάξη που αγοράζει αλλά δεν πουλάει, δηλαδή που καταναλώνει αλλά δεν παράγει, μια τάξη που της παρέχεται ασταμάτητα δωρεάν χρήμα. Το να πουλάει κανείς εμπορεύματα πάνω από την αξία τους σ' αυτή την τάξη, σημαίνει ότι παίρνει πίσω με απατεωνιά ένα μέρος του χρήματος που της έχει δοθεί δωρεάν. (Μικρά Ασία και Ρώμη). Κι όμως, εξαπατημένος παραμένει πάντοτε ο πωλητής και δεν μπορεί να πλουτίσει περισσότερο, δηλαδή δεν μπορεί ν' αποσπάσει υπεραξία.

Ας πάρουμε την περίπτωση της εξαπάτησης. Ο Α πουλάει στον Β κρασί αξίας 40 λιρών, με αντάλλαγμα στάρι αξίας 50 λιρών. Ο Α κέρδισε 10 λίρες. Όμως ο Α και ο Β μαζί έχουν μόνον 90 λίρες. Ο Α έχει 50 κι ο Β μόνο 40. Αξία μεταβιβάστηκε, αλλά δεν δημιουργήθηκε. Δεν μπορεί λοιπόν η κεφαλαιοκρατική τάξη, ως σύνολο, σε κάποια χώρα, να εξαπατά τον εαυτό της (σ. 176).

Επομένως: αν έχουμε ανταλλαγή ισοδυνάμων, τότε δεν προκύπτει καμία υπεραξία. Κι αν δεν ανταλλάσσονται ισοδύναμα, πάλι δεν προκύπτει υπεραξία. Η εμπορευματική κυκλοφορία δεν δημιουργεί καμία καινούργια αξία.

Γι' αυτό το λόγο δεν εξετάζουμε εδώ τις παλιότερες και πιο γνωστές μορφές κεφαλαίου, το εμπορικό και το τοκογλυφικό κεφάλαιο. Αν και η ανάπτυξη του εμπορικού κεφαλαίου δεν εξηγείται με την απλή εξαπάτηση, μας λείπουν πολλοί ενδιάμεσοι κρίκοι που απαιτούνται για την ερμηνεία της. Το ίδιο ακόμα περισσότερο ισχύει για το τοκογλυφικό και το τοκοφόρο κεφάλαιο. Θα δούμε αργότερα πως τόσο το εμπορικό όσο και το τοκοφόρο κεφάλαιο είναι παράγωγες μορφές, και θα εξετάσουμε γιατί εμφανίζονται ιστορικά πριν από το σύγχρονο κεφάλαιο.

Δείξαμε πως η υπεραξία δεν μπορεί να πηγάζει από την κυκλοφορία. Μήπως όμως πηγάζει από κάπου αλλού έξω από αυτήν; Έξω από την κυκλοφορία, ο κάτοχος εμπορεύματος είναι ο απλός παραγωγός του και η αξία του εμπορεύματός του εξαρτάται από την ποσότητα της δικής του εργασίας, που εμπεριέχεται σ' αυτό και η οποία μετριέται σύμφωνα μ' ένα καθορισμένο κοινωνικό νόμο. Αυτή η αξία εκφράζεται με το υπολογιστικό χρήμα, π.χ. με μια τιμή 10 λιρών. Όμως η αξία αυτή δεν είναι ταυτόχρονα μια αξία 11 λιρών. Η εργασία του δημιουργεί αξίες, αλλά όχι αξίες που αυτοεπαυξάνονται. Μπορεί να προσθέσει περισσότερη αξία στην ήδη υπάρχουσα, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο μέσα από την πρόσθεση περισσότερης εργασίας. Επομένως ο εμπορευματοπαραγωγός δεν μπορεί να παράξει υπεραξία έξω από τη σφαίρα της κυκλοφορίας, χωρίς να έρθει σ' επαφή με άλλους κατόχους εμπορευμάτων.

Το κεφάλαιο πρέπει λοιπόν να γεννιέται από το εμπόρευμα, αλλά όχι μέσα στο εμπόρευμα (σ. 178).

Άρα: η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο πρέπει να εξηγηθεί με βάση τους εσώτερους νόμους της ανταλλαγής εμπορευμάτων, με την ανταλλαγή ισοδυνάμων να χρησιμεύει σαν αφετηρία. Οι νόμοι του χρήματος που υπάρχουν ακόμα μόνο σαν εκκολαπτόμενοι κεφαλαιοκράτες, είναι αναγκασμένοι ν' αγοράζουν τα εμπορεύματά τους στην αξία τους, να τα πωλούν στην αξία τους κι όμως στο τέλος της διαδικασίας να έχουν αποσπάσει περισσότερη αξία από όση έχουν επενδύσει. Η μεταμόρφωσή τους από χρυσαλίδες σε πεταλούδες πρέπει να συντελεστεί στη σφαίρα της κυκλοφορίας, αλλά όχι μέσα σε αυτήν. Αυτοί είναι οι όροι του προβλήματος. Hic Rhodus, hic salta! [Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα] (σ. 178-179).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ