Διεργασίες στα ιμπεριαλιστικά επιτελεία
Φυσικά, δε λείπουν οι σαφείς παροτρύνσεις προς τα ιμπεριαλιστικά επιτελεία να επιβληθούν έναντι των ανταγωνιστών τους. Ετσι οι «Τάιμς» του Λονδίνου πριν από λίγες μέρες φιλοξενούσαν άρθρο με τίτλο: «Η Ευρώπη έχει την ευκαιρία μιας ζωής να επενδύσει στη διάδοση των δημοκρατικών αξιών προς την ανατολή», του οποίου ο αρθρογράφος στη συνέχεια υπογράμμιζε: «Η Δύση πρέπει να βοηθήσει στο σχηματισμό μιας καπιταλιστικής δημοκρατίας εκεί (σ.σ. στην Ουκρανία), όχι ως ένδειξη φιλανθρωπίας αλλά για να βεβαιώσει μια απλή, βασική αρχή: ότι τα σύνορα της Ευρώπης δε θα έπρεπε να καθοριστούν από τον Βλαντιμίρ Πούτιν».
Την ίδια στιγμή, όμως, οι εξελίξεις στην Ουκρανία δίνουν αφορμή για μια αρθρογραφία που έρχεται να υποδείξει πως οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί αναγκαστικά πρέπει να συνυπάρχουν με συμβιβασμούς, στο έδαφος της όλο και πιο στενής αλληλεξάρτησης των καπιταλιστικών οικονομιών: «Με την έναρξη της ουκρανικής κρίσης, πολλαπλασιάστηκαν οι αναλύσεις ότι ζούμε ένα νέο ψυχρό πόλεμο. Αλλά αυτή η εικόνα είναι ακατάλληλη και επιπλέον επικίνδυνη... Εκείνη η εποχή πέρασε», σημειώνει η γαλλική «Λε Μοντ». «Η αντιπαράθεση οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας είναι πολύ ανώτερη από ό,τι ήταν τότε και η διανομή του πλανήτη πολύ πιο ασαφής: ανήκουμε, κατ' επιλογή, σε έναν κόσμο πολυπολικό ή χωρίς κανέναν πόλο. Ολες οι μεγάλες δυνάμεις ανήκουν σε ένα ολόκληρο δίκτυο συνεργασιών: Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, Συμβούλιο της Ευρώπης, Συμβούλιο ΝΑΤΟ - Ρωσίας, Συνεταιρισμός για την Ειρήνη...».
«Δε νομίζω ότι επέστρεψε ο ψυχρός πόλεμος: η σημερινή γεωπολιτική αντιπαράθεση είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τότε», διαπίστωνε την Παρασκευή αρθρογράφος στην αμερικανική «Ιντερνάσιοναλ Νιου Γιορκ Ταιμς». Και συνεχίζει «εκείνο το παιχνίδι τελείωσε. Κερδίσαμε. Αυτό που έχουμε σήμερα είναι ένας συνδυασμός ενός παλιότερου και ενός νεότερου παιχνιδιού».
Το σύνθετο χαρακτήρα των ενδοϊμπεριαλιστικών σχέσεων καταγράφει και η ισπανική «Ελ Μούντο», εκφράζοντας βέβαια και την ενδοαστική αντιπαράθεση για το ποιος θα πρωτοεξασφαλίσει προνομιακή θέση στην Ουκρανία της «επόμενης μέρας»: «Ουάσιγκτον και ΕΕ άφησαν την πρωτοβουλία των διπλωματικών κινήσεων στο Κίεβο και τα αγόρια της Μέρκελ (σ.σ. λίγο πριν ξεσπάσουν οι βίαιες συμπλοκές της περασμένης βδομάδας οι ηγέτες της ουκρανικής αντιπολίτευσης είχαν πάει στο Βερολίνο) και όλοι πληρώνουμε τις συνέπειες».
Χρήσιμη για την εξαγωγή συμπερασμάτων είναι η εκτίμηση του διευθυντή της ρωσικής εφημερίδας «Η Ρωσία στις διεθνείς σχέσεις»: «Αν δε δεχτεί πρόκληση, η Ρωσία πιθανώς θα συνεργαστεί με τη Δύση στην επίλυση αυτής της κρίσης, ή τουλάχιστον στο να μην ενταθεί. Κάθε νέα προσπάθεια για να τεθεί στην Ουκρανία μια αντι-ρωσική ατζέντα... θα προκαλέσει ένα άμεσο εμπορικό εμπάργκο». Ετσι, η εφημερίδα καταλήγει ότι «μέσα σε αυτές τις συνθήκες μόνο μια γέφυρα όπως αυτή του Βερολίνου το 1948 - 1949 θα μπορούσε να αποτρέψει την κατάρρευση της νέας κυβέρνησης και είναι προφανές πως ούτε ο Ομπάμα ούτε η Μέρκελ είναι σήμερα σε θέση να οικοδομήσουν τέτοιες γέφυρες. Είναι πολύ ακριβές και επικίνδυνες».
Προβληματισμός για τον «ανασχεδιασμό του αμερικανικού στρατού»
Ενα
άλλο θέμα που παρ' όλο που πέρασε στα ψιλά στην Ευρώπη αλλά στις ΗΠΑ
προκάλεσε συζητήσεις είναι η πρόταση του Αμερικανού υπουργού Αμυνας Τσακ Χέιγκελ
στις αρχές της βδομάδας για συρρίκνωση των αμερικανικών Ενόπλων
Δυνάμεων στα χαμηλότερα επίπεδα από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου,
που έχει σχέση με ανασχεδιασμό των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων με «εξυπνα
όπλα».Οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης», με κεντρικό άρθρο στις 25/2/14 που τιτλοφορείται «Στρατιωτικός Προϋπολογισμός ταιριαστός με τους Καιρούς» επικροτεί ως αναγκαίες τη μείωση των Ενόπλων Δυνάμεων στις ΗΠΑ, θεωρώντας πως οι προτάσεις του Χέιγκελ για τον αμυντικό προϋπολογισμό του 2015 αντανακλούν «έναν απαραίτητο και πιο συνετό ρεαλισμό καθώς η Αμερική βρίσκεται στο τέλος μίας 13ετούς περιόδου σε πόλεμο».
Σημειώνει, έτσι, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η αλήθεια είναι πως οι ΗΠΑ δεν μπορούν και δε χρειάζεται να έχουν τη δυνατότητα να είναι επ' αόριστον μεγάλη στρατιωτική δύναμη . Η χώρα έχει κουραστεί από τις επιχειρήσεις κατοχής μεγάλης κλίμακας σε ξένες χώρες, και σε, κάθε περίπτωση, οι σχεδιαστές του Πενταγώνου δεν αναμένουν πως αυτές θα είναι απαραίτητες στο άμεσο μέλλον. Ακόμη και με έναν μικρό στρατό, οι άμυνες της Αμερικής θα παραμείνουν οι τρομερότερες του κόσμου, ιδιαίτερα εάν υπολογίσει κανείς την πρόταση του κυρίου Χέιγκελ για αύξηση των επενδύσεων στις επιχειρήσεις των ειδικών δυνάμεων, του κυβερνοπολέμου και της "επανεξισορρόπησης" της αμερικάνικης παρουσίας στην Ασία».
Η «Ουάσιγκτον Ποστ» στις 27/2/14 με κεντρικό άρθρο που φέρει τίτλο «Ο νέος αμυντικός προϋπολογισμός μπορεί να αλλάξει λιγότερα από όσα νομίζετε», φαίνεται να «κριτικάρει» την πρόταση Χέιγκελ για τον ανασχεδιασμό των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, υποστηρίζοντας από την αρχή του άρθρου πως «ο μειωμένος αριθμητικά στρατός θα πρέπει να είναι ετοιμοπόλεμος για έναν συμβατικό πόλεμο, αλλά δεν θα είναι αρκετά μεγάλος για να αναλάβει μία μακροπρόθεσμη κατοχή ή αποστολές σταθεροποίησης σε πολέμους όπως αυτοί σε Ιράκ και Αφγανιστάν». Ο αρθρογράφος, ομολογώντας πως μπαίνει στον πειρασμό να δει την πρόταση στο πλαίσιο των μέτρων μείωσης του κόστους, σημειώνει, την επόμενη στιγμή, πως ήταν και αναμενόμενη και συνειδητή επιλογή «αφού οι ΗΠΑ αντιδρούν όπως οι περισσότερες χώρες που πολέμησαν δύσκολες αντεξεγέρσεις στο εξωτερικό». Ακολούθως, βέβαια, αναρωτιέται «εάν αυτές οι αλλαγές θα έχουν νόημα», υπογραμμίζοντας ότι οι «μηχανοκίνητοι στρατοί, αυτοί δηλαδή που στηρίζονται περισσότερο σε τεθωρακισμένα οχήματα, είναι καλοί κυρίως για συμβατικούς πολέμους, αλλά λιγότερο αποτελεσματικοί για "αντεξεγέρσεις" (όπως αυτές σε Ιράκ και Αφγανιστάν, όπου δεν υπάρχει ούτε ξεκάθαρη νίκη, ούτε ξεκάθαρη ήττα) όπου χρειάζεται περισσότερο το έμψυχο δυναμικό».
Εν κατακλείδι, η «Ουάσιγκτον Ποστ» βλέπει την ακόλουθη «ειρωνεία»: «Ο νέος αμυντικός προϋπολογισμός εμφανίζει τις ΗΠΑ σαν να βγαίνουν από τις μπίζνες των αντεξεγέρσεων και να προσανατολίζονται σε εν δυνάμει αντιπάλους όπως η Κίνα και το Ιράν. Αλλά η ιστορία δείχνει, ξανά και ξανά, πως οι Πρόεδροι των ΗΠΑ συχνά ζητούν αποστολές αντίθετες με τον αμυντικό προϋπολογισμό. Επομένως, παραμένει ασαφές εάν η μείωση των Ενόπλων Δυνάμεων θα «δέσει πραγματικά τα χέρια» των ηγετών που ίσως θέλουν να προχωρήσουν σε μία επέμβαση μεγάλης κλίμακας, ακόμη και εάν τέτοιες επεμβάσεις είναι «κακή ιδέα». Και ο αρθρογράφος καταλήγει με τη φράση: «Μην εκπλαγείς, εάν καταλήξουμε να ξαναπάμε σε πόλεμο με το στρατό που έχουμε»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου