Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 20ης Σεπτέμβρη μας δείχνει πως η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, που λαμβάνει χώρα τα τελευταία πέντε χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης, συνεχίζεται. Η διαδικασία της αναμόρφωσης αυτής γίνεται στο πλαίσιο της προσπάθειας της ντόπιας αστικής τάξης να βγει με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες απ” την κρίση, έχοντας φορτώσει ένα τρίτο κατα σειρά αντιλαϊκό μνημόνιο στις πλάτες του λαού και με ένα εκλογικό σώμα απογοητευμένο, σαστισμένο και κουρασμένο απ” τις κάλπες των τελευταίων ετών.
Σε αυτό το περιβάλλον, λοιπόν, οφείλουμε να εξετάσουμε τα αποτελέσματα των εκλογών της περασμένης Κυριακής όπου, μεταξύ άλλων, παρατηρούμε:
  • Την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ με διαφορά 7 ποσοστιαίων μονάδων από τη Νέα Δημοκρατία. Η επικράτηση αυτή του ΣΥΡΙΖΑ μας δείχνει δύο πράγματα: Πρώτον, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, υπό την ηγεσία Τσίπρα, αποτελεί πλέον την πολιτική ναυαρχίδα της αστικής τάξης (ενός μεγάλου τμήματος της σε Ελλάδα και Ευρώπη) για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Η σχετική εκλογική απαξίωση των δύο άλλοτε κραταιών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) και η μείωση της επιρροής τους σε λαϊκά στρώματα ανέδειξε τον (μνημονιακό πλέον) ΣΥΡΙΖΑ σε ατμομηχανή της προσπάθειας τμήματος του εγχώριου και ευρωπαϊκού κεφαλαίου να αναμορφωθεί, προς όφελος των συμφερόντων τους, το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Κατά, δεύτερον, είναι αξιοπρόσεκτη η ταχύτητα της σοσιαλδημοκρατικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα τους τελευταίους επτά μήνες όπου ουσιαστικά ολοκληρώθηκε η μετάλλαξη του από υβρίδιο της ριζοσπαστικής αριστεράς σε νέο πυλώνα της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας, σε νέο ΠΑΣΟΚ.
  • Την επικράτηση της λογικής του μικρότερου κακού. Σε αυτό το ζήτημα ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ, με την συμβολή των ΑΝΕΛ, στην εξαπάτηση μεγάλου μέρους των λαϊκών στρωμάτων υπήρξε καθοριστικός. Η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα του «σκισίματος των μνημονίων» στο κόμμα που έφερε το 3ο μνημόνιο έγινε με τέτοιον τρόπο ώστε κατάφερε να ενσταλάξει σε μεγάλη μερίδα του λαού την ηττοπαθή πεποίθηση πως «τίποτα δεν αλλάζει» και πως το μνημόνιο, παρά την «σκληρή διαπραγμάτευση», είναι εν τέλει «αναγκαίο κακό». Σε αυτό οφείλεται εν μέρει και το υψηλό ποσοστό αποχής από τις εκλογές, ως αντανάκλαση της καλλιέργιας μειωμένων προσδοκιών, της απογοήτευσης και της λογικής πως «όλοι ίδιοι είναι».
Αναφέρει σχετικά η πρόσφατη ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ για το αποτέλεσμα των εκλογών: «Ο ΣΥΡΙΖΑ όλα αυτά τα χρόνια πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο σύστημα. Σε πρώτη φάση, αξιοποίησε τη δυσαρέσκεια του λαού για τα αντιλαϊκά μέτρα, στοχοποιώντας αποκλειστικά την κυβερνητική διαχείριση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, τα μνημόνια, συσκοτίζοντας τον πραγματικό τους χαρακτήρα, ως πολιτική στήριξης του κεφαλαίου στη φάση της οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, που είναι αναπόφευκτο φαινόμενο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Προσπάθησε να εξαπατήσει εργατικές – λαϊκές δυνάμεις ότι η δική του πολιτική πρόταση θα είχε δήθεν φιλολαϊκό – «αντιμνημονιακό» προσανατολισμό, ότι είναι δυνατό, χωρίς ρήξη και ανατροπή, χωρίς λαϊκές θυσίες στον αγώνα, να επιτευχθεί η λαϊκή ευημερία, γιατί είναι δήθεν ζήτημα διαπραγμάτευσης, τιμιότητας, ικανότητας, εξυπνάδας».
Αφού λοιπόν καπηλεύτηκε την έννοια της «Αριστεράς» – την οποία ανέμισε σαν κουρελιασμένο πανί στον καπιταλιστικό ευρωμονόδρομο – ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να ενσωματώσει εργατικές-λαϊκές συνειδήσεις σε μια ψευδεπίγραφη λογική «φιλολαϊκής διαχείρισης» της καπιταλιστικής κρίσης με ένα δήθεν «ηπιότερο» τρόπο εφαρμογής των μνημονίων. Προς αυτήν την κατεύθυνση χρησιμοποίησε και το “ΌΧΙ” του δημοψηφίσματος για να εκτονώσει τη λαϊκή αντίδραση και να το μετατρέψει σύντομα σε ένα ηχηρό «Ναι» υπέρ του 3ου μνημονίου! Σε αυτό το πλαίσιο των αυταπατών και προβάλοντας τον κίνδυνο να είναι η κυβέρνηση Τσίπρα μια «αριστερή παρένθεση» ο ΣΥΡΙΖΑ συσπείρωσε γύρω του ριζοσπαστικές-προοδευτικές μάζες που τον ψήφισαν ακριβώς βασιζόμενοι στη λογική του μικρότερου κακού.
  • Την σταθερή πολιτική επιρροή της ναζιστικής Χρυσής Αυγής. Η τερατογέννεση του ναζισμού που εκπροσωπεί η εγκληματική Χρυσή Αυγή εντάσσεται και αυτή στο πλαίσιο ενός αστικού πολιτικού συστήματος που διάγει κρίση και βρίσκεται υπό αναμόρφωση. Η Χρυσή Αυγή, γέννημα-θρέμα του καπιταλιστικού εκμεταλλευτικού συστήματος, είναι το τοξικό απόβλητο ενός σάπιου κατεστημένου το οποίο προσπαθεί να ανασυσταθεί. Έλεγε με την κοφτερή σκέψη που τον διέκρινε ο Μάνος Χατζιδάκις: «Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του».
Η εκλογική επιρροή της ναζιστικής οργάνωσης – μιας συμμορίας που αποδεδειγμένα αποτελεί φορέα πολιτικού εγκλήματος επειδή ακριβώς είναι ναζιστική – δεν ήρθε ουρανοκατέβατη. Καλλιεργήθηκε επί χρόνια στους κόλπους του αστικού πολιτικού συστήματος με την ανοχή αστικών κομμάτων και μέσων ενημέρωσης, χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται κατά κόρον ως μέσο τρομοκράτησης της εργατικής πρωτοπορίας χάρην των συμφερόντων της εγχώριας μεγαλοεργοδοσίας. Το ΚΚΕ σήκωσε, σηκώνει και θα συνεχίζει να σηκώνει την σημαία ενάντια στο φασισμό-ναζισμό, ενάντια στην εγκληματική Χρυσή Αυγή, ο αγώνας για την απομόνωση και το κοινωνικοπολιτικό της τσάκισμα πρέπει να συνδιαστεί απαρέγκλητα με τον αγώνα ενάντια στο σάπιο σύστημα που την εκτρέφει και την ενδυναμώνει.
  • Τη δημιουργία συστημικών αναχωμάτων απορρόφησης της λαϊκής δυσαρέσκειας. Πρόκειται για κόμματα που δημιουργήθηκαν και προωθήθηκαν με σκοπό την «απορρόφηση» των κραδασμών απ” τις αλλαγές που συντελούνται στο πολιτικό σύστημα. Σε αυτά ανήκουν το μνημονιακό «Ποτάμι» (σταθερά υπέρ της Ε.Ε. και του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης αποτελεί κόμμα-πασπαρτού για κάθε μνημονιακή κυβέρνηση), η πρόσφατα ανανήψασα απ” τα αζήτητα του πολιτικού περιθωρίου «Ένωση Κεντρώων» και ο νεοσύστατος ΣΥΡΙΖΑ Νο2, η «Λαϊκή Ενότητα». Οι συγκεκριμένοι πολιτικοί σχηματισμοί, παρά τις υπαρκτές διαφορές τους στον τρόπο της πολιτικής διαχείρησης, ή ακόμη και σε στρατηγικούς τομείς της πολιτικής, έχουν ένα κοινό γνώρισμα: Δεν αμφισβητούν ούτε κατά το ελάχιστο τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης και την Ε.Ε.. Ουσιαστικά αποτελούν τα κατάλληλα αναχώματα για τον εγκλωβισμό τμημάτων του λαού σε πολιτικές διαχείρησης του συστήματος, είτε αυτές φορούν τον μανδύα «αντιδιαπλοκής», «μεταρρυθμίσεων» ή της επιστροφής σε «εθνικό νόμισμα».
  • Την θέση και στάση του ΚΚΕ απέναντι στα νέα δεδομένα που δημιούργησαν οι εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη. Το ΚΚΕ έδωσε τη μάχη των εκλογών απέναντι σε ένα εξαιρετικά δυσμενές πολιτικό περιβάλλον. Ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε ο αξιωματικός λόγος του «καπιταλιστικού μόνοδρομου», της λογικής δηλαδή πως η πάλη για μια άλλη οικονομία όπου τα μέσα παραγωγής θα είναι κοινωνικοποιημένα αποτελεί κάτι το «ανέφικτο», το «ανεδαφικό», το «ουτοπικό». Η όλη προεκλογική δημόσια συζήτηση διεξήχθηκε σε αυτό το αυστηρό πλαίσιο όπου η αντίθεση, ή προσπάθεια παρέκλισσης, απ” την σταθερά του συστήματος αντιμετωπίζονταν ως (δήθεν) ανεδαφικός, ξύλινος λόγος. Με αυτά δεδομένα το ΚΚΕ, με συνεπή στάση και ξεκάθαρη εναλλακτική πρόταση εξουσίας, έδωσε άλλη μια μάχη στην οποία κατάφερε να κρατηθεί όρθιο.
Το αποτέλεσμα των εκλογών λοιπόν, πέραν της αποτύπωσης των αλλαγών που συντελούνται στο αστικό πολιτικό σκηνικό, αποτυπώνει και τους αρνητικούς συσχετισμούς των αλλαγών αυτών για τα εργατικά-λαϊκά στρώμματα. Η υψηλή αποχή, αν και εκφράζει δυσαρέσκεια απέναντι στο κατεστημένο πολιτικό σύστημα, ουσιαστικά αποτελεί όπλο στα χέρια του ίδιου του συστήματος, ώστε να παγιωθεί η εγκατάλειψη του αγώνα από μερίδα απογοητευμένων λαϊκών μαζών, να εγκαθυδριθεί ένα είδος κοινωνικής παθητικότητας απέναντι στις εξελίξεις και να παρεμποδιστεί πιθανή ριζοσπαστικοποίηση εργατικών-λαϊκών στρωμάτων. Συμπέρασμα; Το πολιτικό σύστημα της αστικής δημοκρατίας διαθέτει ακόμη ισχυρότατες αντιστάσεις, δημιουργεί αναχώματα και καταφέρνει να απορροφά τους κοινωνικούς κραδασμούς. Καταφέρνει, επιπλέον, χρησιμοποιώντας τους «Τσίπρες» της πολιτικής να μετατρέπει το 62% του «ΌΧΙ» στο δημοψήφισμα σε 85% μνημονιακή ψήφο, επιχειρώντας να νομιμοποιήσει εκλογικά και κατά συνέπεια πολιτικά τον επερχόμενο αρμαγεδώνα των αντιλαϊκών μέτρων που περιλαμβάνει το μνημόνιο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Αντίδοτο σε αυτό είναι η συνεχής δουλειά των κομμουνιστών, η ακατάπαυστη σύγκρουση του ταξικού κινήματος με το αστικό οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο, μέσα κι” έξω από τη Βουλή. Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται μεταξύ άλλων στην πρόσφατη ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπή του ΚΚΕ, «το κίνημα πρέπει με την παρέμβασή του να δυσκολεύει τη λήψη μέτρων και στην εξέλιξη της ταξικής πάλης να μπορεί να δυσκολεύει τη «σταθερότητα» του αστικού πολιτικού συστήματος, την ικανότητά του να βρίσκει εναλλακτικές, να φτιάχνει και ν” αξιοποιεί άλλα αναχώματα, να κουράζει, να εξαντλεί το λαό, να τον απογοητεύει και να τον οδηγεί σέρνοντας εκεί που θέλει. Το ΚΚΕ θα αγωνίζεται για την πολιτική χειραφέτηση εργατικών – λαϊκών δυνάμεων στην κατεύθυνση της ταξικής πάλης για την ανατροπή».