25 Ιουλ 2016

Η Ευρωπαϊκή Ενωση μετά το Brexit

Η Ευρωπαϊκή Ενωση μετά το Brexit



Το κουβάρι των ενδοαστικών αντιθέσεων δεν μπορεί να κρύψει τη στρατηγική συμφωνία όλων των πλευρών για κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης (φωτ. από την πρόσφατη συνάντηση της Α. Μέρκελ με την Τ. Μέι)
Το κουβάρι των ενδοαστικών αντιθέσεων δεν μπορεί να κρύψει τη στρατηγική συμφωνία όλων των πλευρών για κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης (φωτ. από την πρόσφατη συνάντηση της Α. Μέρκελ με την Τ. Μέι)
Η ανησυχία για τη διατήρηση και τη συνοχή της Ευρωζώνης και της ΕΕ εκφράστηκε με ένα πλήθος αστικών αναλύσεων μετά το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος.
Η πρόσφατη συνάντηση στο Βερολίνο της Γερμανίδας καγκελαρίου, Αγκελα Μέρκελ, με τη νέα πρωθυπουργό της Βρετανίας, Τερέζα Μέι, έδωσε ορισμένα πρώτα σημάδια για την κατεύθυνση των σχετικών διαπραγματεύσεων. Η Βρετανία παραιτήθηκε απ' την ανάληψη της εξαμηνιαίας προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το δεύτερο εξάμηνου του 2017. Ταυτόχρονα, η Βρετανίδα πρωθυπουργός επιβεβαίωσε στην πράξη ότι δεν βιάζεται να ξεκινήσει τη διαπραγμάτευση της διαδικασίας εξόδου της Βρετανίας απ' την ΕΕ, αφού απέφευγε επιμελώς να προσδιορίσει χρονικά την υποβολή αιτήματος ενεργοποίησης του σχετικού άρθρου 50 της συνθήκης της Λισαβόνας. Εκτός της πίστωσης χρόνου, η Τ. Μέι διατύπωσε την πρόθεσή της να διασφαλίσει την «κατάλληλη συμφωνία στο εμπόριο, στα αγαθά και στις υπηρεσίες», στην κατεύθυνση μιας στενής ειδικής σχέσης της Βρετανίας με την ΕΕ. Απ' την άλλη, επανέλαβε τη θέση της ότι «Brexit σημαίνει Brexit» και ανέδειξε ως σημαντικό ζήτημα διαπραγμάτευσης τον έλεγχο στην κίνηση εργαζομένων και γενικότερα ανθρώπων απ' την ΕΕ.
Ωστόσο, για να κατανοήσουμε τη μεγάλη εικόνα και να προβλέψουμε τη δυναμική των εξελίξεων στην ΕΕ, πρέπει να αναζητήσουμε τις αντικειμενικές συγκλίσεις και αποκλίσεις οικονομικών συμφερόντων των αστικών τάξεων που συγκροτούν τη συγκεκριμένη ιμπεριαλιστική συμμαχία.
Οξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στην ΕΕ
Στην ΕΕ, η εκδήλωση της διεθνούς κρίσης 2008-2009 όξυνε την ανισόμετρη ανάπτυξη μεταξύ των κρατών - μελών της. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο συσχετισμός μεταβλήθηκε και μέσα στον ηγετικό πυρήνα της ΕΕ, υπέρ της Γερμανίας και σε βάρος της Γαλλίας και της Ιταλίας. Η αλλαγή συσχετισμού αντανακλάται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στη δημοσιονομική κατάσταση των συγκεκριμένων κρατών.
Οι αστικές τάξεις της Γαλλίας και της Ιταλίας απαιτούν αλλαγές στη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, προκειμένου να θωρακίσουν την ανταγωνιστικότητα των μονοπωλιακών ομίλων τους.
Εκτός όμως απ' την αύξηση της ανισομετρίας, εμφανίζεται η γενικότερη δυσκολία της Ευρωζώνης και της ΕΕ να διασφαλίσουν μια αποτελεσματική ελεγχόμενη απαξίωση του κεφαλαίου που έχει υπερσυσσωρευθεί, ώστε να δώσουν μια ισχυρή ώθηση στο ρυθμό καπιταλιστικής ανάπτυξης της ΕΕ. Για το 2016 προβλέπεται αργή και αναιμική ανάπτυξη της ΕΕ και συγκριτικά χαμηλή παραγωγικότητα σε σχέση με τις ΗΠΑ.
Εμφανίζεται ένα κοινό πρόβλημα για όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα στις σημερινές συνθήκες. Το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο που δεν μπορεί να επενδυθεί με ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους στην παραγωγή διογκώνεται. Η ελεγχόμενη χρεοκοπία υπερχρεωμένων κρατών και μεγάλων διεθνών τραπεζικών ομίλων δεν είναι εύκολη υπόθεση για καμιά αστική τάξη.
Θεαματική είναι, επίσης, η αύξηση του ποσοστού των κρατικών χρεών ως προς το ΑΕΠ την περίοδο 2007 - 2014 (έκθεση McKinsey 2015). Συνολικά, απ' το 2007 μέχρι σήμερα, το συνολικό παγκόσμιο κρατικό χρέος αυξήθηκε κατά 27 τρισ. δολάρια, αυξάνοντας το ποσοστό του ως προς το Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν κατά 20,8%.
Σημαντική πτώση της τιμής των μετοχών και ζημιές καταγράφονται στην πορεία μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζικών ομίλων (Deutsche Bank, Credit Suisse, Barclays, RBS, Monte dei Paschi di Siena κ.ά.). Η DB, η μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα, ανακοίνωσε ζημιές 6,8 δισ. ευρώ και έχει έκθεση σε παράγωγα ύψους 55 τρισ. ευρώ. Στην Ιταλία, ο τραπεζικός τομέας βαρύνεται από μη εξυπηρετούμενα «κόκκινα» δάνεια που ανέρχονται σε 360 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 16,7% του συνόλου των δανείων.
Στο επίπεδο της οικονομίας οξύνεται ο ανταγωνισμός ΗΠΑ - Κίνας. Οι ΗΠΑ, παράλληλα με την πρωτοκαθεδρία τους στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα, αναπτύσσουν δύο σημαντικές πρωτοβουλίες: Την πρόταση Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορίου και Επενδύσεων με την ΕΕ (ΤΤΙΡ) και την πρόταση Συνεργασίας των δύο πλευρών του Ειρηνικού (ΤΡΡ), απ' την οποία αποκλείουν την Κίνα. Η αμερικανική πρόταση για την ΤΤΙΡ έχει εύστοχα χαρακτηριστεί ως πρόταση δημιουργίας ενός «οικονομικού ΝΑΤΟ». Αν υλοποιηθεί, εξέλιξη στην οποία ήδη εκδηλώνονται αντιδράσεις, εκτιμάται ότι θα καλύψει το 50% της παγκόσμιας παραγωγής, το 30% του παγκόσμιου εμπορίου και το 20% των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων διεθνώς. Τμήμα της γερμανικής και της γαλλικής αστικής τάξης εκτιμά ότι η αμερικανική πρόταση αποτελεί στην ουσία το «δούρειο ίππο» για τη διασφάλιση της αμερικανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη. Οι διαπραγματεύσεις προχωρούν βασανιστικά από το 2013, με χαρακτηριστικές τις αντιδράσεις του Γάλλου προέδρου Ολάντ, του Γερμανού αντικαγκελάριου Γκάμπριελ και διάφορων ηγετών του ευρωσκεπτικιστικού ρεύματος (π.χ. Λεπέν).
Πάνω σ' αυτό το οικονομικό υπόβαθρο οξύνονται οι αντιθέσεις μέσα και έξω απ' την ΕΕ. Το 2015 κατατέθηκε η πρόταση των 5 προέδρων (Κομισιόν, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Eurogroup) ως πλαίσιο διαπραγμάτευσης για την «Ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης της Ευρώπης», η οποία εστιάζει στο ζήτημα της Χρηματοοικονομικής Ενωσης, της Δημοσιονομικής Ενωσης και της εμβάθυνσης με στόχο την Πολιτική Ενωση.
Το ειδικό βάρος του Brexit
Οι προτάσεις της έκθεσης των 5 προέδρων συνάντησαν γενικά την επιφυλακτική έως αρνητική στάση της βρετανικής αστικής πολιτικής (ιδιαίτερα οι θέσεις για Χρηματοπιστωτική Ενωση, Δημοσιονομική Ενωση, Πολιτική Ενωση). Η συγκεκριμένη στάση έχει ιστορικό βάθος. Οι δυσκολίες, οι αντιθέσεις, οι σκληρές διαπραγματεύσεις σχετικά με την ενσωμάτωση της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα χαρακτηρίζουν όλη την περίοδο απ' την ίδρυση της ΕΟΚ μέχρι τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τα επόμενα χρόνια.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αντανακλά τουλάχιστον τους ακόλουθους παράγοντες:
α) Τη δεσπόζουσα αρνητική στάση της αστικής τάξης της Βρετανίας απέναντι στην προοπτική εμβάθυνσης - ενοποίησης της ΕΕ (ενιαία οικονομική διακυβέρνηση, κοινό νόμισμα, πολιτική ενοποίηση κ.λπ.), καθώς και τη σταθερή σύμπλευσή της με τις ΗΠΑ στον ανταγωνισμό με τη Γερμανία. Ετσι, ακόμα και το ισχυρό τμήμα του βρετανικού κεφαλαίου που επιθυμούσε την παραμονή στην ΕΕ, θεωρούσε αξιοποιήσιμο διαπραγματευτικά ένα ισχυρό μειοψηφικό ρεύμα υπέρ του Brexit.
β) Την ύπαρξη ενός τμήματος του βρετανικού και του αμερικανικού κεφαλαίου που στην ουσία στήριζε την επιλογή του Brexit. Με βάση σχετική έκθεση της «Υπηρεσίας Ερευνών του Αμερικανικού Κογκρέσου», η διμερής επενδυτική σχέση ΗΠΑ - Βρετανίας είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο.
γ) Τον εγκλωβισμό μεγάλου μέρους της εργατικής - λαϊκής δυσαρέσκειας κάτω απ' τη σημαία του αστικού ευρωσκεπτικισμού.
Μια απλή ματιά σε βασικά μεγέθη της βρετανικής οικονομίας βοηθά να γίνουν αντιληπτές οι οικονομικές συνέπειες του Brexit.
Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η 5η μεγαλύτερη οικονομία παγκόσμια σε όρους ΑΕΠ (η 2η μεγαλύτερη στην ΕΕ) και η 9η μεγαλύτερη παγκόσμια σε όρους αγοραστικής δύναμης (η 2η μεγαλύτερη στην ΕΕ). Αποτελεί την ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στους G7 για τα 4 τελευταία χρόνια. Το 2014, ήταν ο 9ος μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο και ο 5ος μεγαλύτερος εισαγωγέας. Ηταν 2η παγκόσμια σε εισερχόμενες και εξερχόμενες ΑΞΕ.
Ο τομέας των υπηρεσιών απαρτίζει το 78% του ΑΕΠ. Είναι γνωστός ο ρόλος του Σίτι του Λονδίνου ως μεγάλο χρηματοπιστωτικό κέντρο παγκοσμίως. Η βρετανική αεροναυπηγική βιομηχανία είναι η 3η παγκοσμίως. Η φαρμακευτική βιομηχανία παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία της χώρας και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι 3ο στην παγκόσμια κατάταξη σε δαπάνες φαρμακευτικής έρευνας (παραγωγή πρωτότυπων φαρμάκων). Η Βρετανία καλύπτει έως σήμερα το 20% των εσόδων του κοινοτικού προϋπολογισμού. Το 45% των σημερινών βρετανικών εξαγωγών κατευθύνεται στην ΕΕ και ταυτόχρονα το 53% των εισαγωγών εμπορευμάτων και υπηρεσιών προέρχεται απ' την ΕΕ. Οι γερμανικές εξαγωγές στη Βρετανία φτάνουν τα 84 δισ. ευρώ.
Το ΔΝΤ αναθεώρησε ήδη σε αρνητική κατεύθυνση τις προβλέψεις του για την πορεία της διεθνούς οικονομίας, της ΕΕ και ιδιαίτερα της Βρετανίας.
Η διαπάλη για το μέλλον της ΕΕ
Πάνω σ' αυτό το έδαφος περιπλέκονται τα διλήμματα της αστικής πολιτικής στη Γερμανία και στα υπόλοιπα κράτη - μέλη της ΕΕ.
Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας ζητούν χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να ενισχύσουν τους μονοπωλιακούς ομίλους τους και πορεία εμβάθυνσης της ενοποίησης της Ευρωζώνης (κοινοβούλιο και ενιαίος προϋπολογισμός Ευρωζώνης, ενιαία διακυβέρνηση κ.ά.) ώστε να αναλάβει η Γερμανία στην πράξη ρόλο εγγυητή για τα υπερχρεωμένα κράτη και τις προβληματικές μεγάλες τράπεζες της ΕΕ. Παράλληλα, στη Γαλλία και την Ιταλία δυναμώνει το ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα της αντιπολίτευσης.
Κράτη - μέλη που διατηρούν στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ, όπως η ομάδα του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία), καθώς και οι Σουηδία και Δανία, ζητούν διατήρηση του διακυβερνητικού - διακρατικού χαρακτήρα και ενίσχυση της αυτοτέλειας των εθνικών πολιτικών σε διάφορα θέματα (π.χ. Μεταναστευτικό - Προσφυγικό).
Στη Γερμανία κυριαρχεί η γραμμή Σόιμπλε για αυστηρή εφαρμογή της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, που επιβεβαιώνεται και με την πρόσφατη επιβολή κυρώσεων σε Ισπανία και Ιταλία, για παράβαση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας.
Η κυρίαρχη γραμμή της γερμανικής αστικής τάξης κινείται ανάμεσα στη διατήρηση του διακυβερνητικού χαρακτήρα των αποφάσεων της ΕΕ και στην επιβολή στην πράξη της ΕΕ των πολλών ταχυτήτων, των πολλών ομόκεντρων κύκλων, με εφαρμογή αυστηρών κανόνων στη δημοσιονομική πολιτική. Ωστόσο, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία συμπλέει σε μεγάλο βαθμό με τις προτάσεις εμβάθυνσης της Γαλλίας και της Ιταλίας. Τις συγκεκριμένες διαφορετικές προσεγγίσεις εκφράζουν με τις αποκλίνουσες δηλώσεις τους απ' τη μία ο Σόιμπλε και απ' την άλλη ο Γιούνκερ, ο Γκάμπριελ και ο Ολάντ την περίοδο μετά το Brexit.
Οι ΗΠΑ στηρίζουν τις Ιταλία και Γαλλία στο ζήτημα της χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και την ομάδα του Βίσεγκραντ και τις σκανδιναβικές χώρες για την ανακοπή της πορείας εμβάθυνσης της ενοποίησης της ΕΕ.
Επίσης, οι ΗΠΑ κλιμακώνουν ενέργειες οικονομικού πολέμου προς τη Γερμανία (π.χ. με την ανάδειξη των υποθέσεων - σκανδάλων στη «Siemens», στη Volkswagen και στη Deutsche Bank). Παράλληλα, οι ΗΠΑ στηρίζουν τις δυνάμεις που επιθυμούν την παράταση των οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας (Βρετανία, Πολωνία, Σουηδία), η οποία πλήττει ιδιαίτερα τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας.
Φυσικά και η αμερικανική αστική πολιτική δεν έχει ενιαία κατεύθυνση στα συγκεκριμένα θέματα. Η νέα ηγεσία των Ρεπουμπλικάνων υποστηρίζει το ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα στη Βρετανία και δηλώνει ότι θα επανεξετάσει τους όρους αποπληρωμής του αμερικανικού κρατικού εξωτερικού χρέους καθώς και τη σχέση ΗΠΑ - ΝΑΤΟ.
Στη βρετανική κυβέρνηση κυριαρχεί η γραμμή της διαπραγμάτευσης μιας στενής ειδικής σχέσης με την ΕΕ, η οποία θα επιτρέψει στη Βρετανία να παίξει ένα διακριτό ρόλο στην προώθηση της ευρωατλαντικής οικονομικής συνεργασίας, ως μοχλός πίεσης και ως «ενδιάμεσος» μεταξύ ΗΠΑ - Γερμανίας για την επικύρωση της Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων (ΤΤΙΡ).
Οι προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις στη Γαλλία και τη Γερμανία, καθώς και το δημοψήφισμα στην Ιταλία και πιθανά στην Ουγγαρία, μπορούν να μεταβάλουν γρήγορα τα σημερινά δεδομένα. Η συνοχή και η σταθερότητα της ΕΕ δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη. Η πορεία εμβάθυνσης της ενοποίησης έχει ανακοπεί.
Η επίθεση του κεφαλαίου
Το κουβάρι των ενδοαστικών αντιθέσεων δεν μπορεί να κρύψει τη στρατηγική συμφωνία όλων των πλευρών για κλιμάκωση της επίθεσης στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρωματά. Πρόκειται για ενιαίες κατευθύνσεις, που έχουν αποτυπωθεί σε κοινοτικά ντοκουμέντα όπως η «Στρατηγική Ευρώπη 2020» και εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη - μέλη.
Η ανυποχώρητη στάση σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων όπως της Γαλλίας και της Ιταλίας στην προώθηση των αντιλαϊκών μέτρων, παρά τις απεργίες και τη λαϊκή διαμαρτυρία, υπογραμμίζει την προσήλωσή τους στο στόχο να διασφαλιστεί φτηνή εργατική δύναμη και νέα πεδία κερδοφορίας του κεφαλαίου. Η όξυνση του ανταγωνισμού στην Ευρώπη (π.χ. με τις βρετανικές εξαγγελίες για μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων) θα φορτώσει νέα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων και θα εντείνει την κατασταλτική λειτουργία του αστικού κράτους.
Το σύνολο των προαναφερόμενων εξελίξεων ενισχύει την αβεβαιότητα σχετικά με τις αστικές προβλέψεις γρήγορης εξόδου απ' τη φάση της κρίσης και ισχυρής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Μια επιδείνωση σε σχέση με τις προβλέψεις εξέλιξης στους ρυθμούς ανάπτυξης της Βρετανίας και της Ευρωζώνης θα επιδράσει αρνητικά στην πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Οργάνωση της λαϊκής αντεπίθεσης
Το κύριο, όμως, είναι ότι η αστική πολιτική εξόδου απ' την κρίση όχι μόνο δεν θα οδηγήσει στην ανάκτηση των μεγάλων απωλειών των λαϊκών στρωμάτων, αλλά θα απαιτήσει νέες λαϊκές θυσίες στο βωμό της ανάκαμψης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Οι πρόσφατες δηλώσεις του κοινοτικού επίτροπου Μοσκοβισί για επιτάχυνση της εφαρμογής του αντιλαϊκού προγράμματος, οι θέσεις του ΔΝΤ για τα εργασιακά δικαιώματα, οι νέες απαιτήσεις του ΣΕΒ για φοροελάφρυνση του κεφαλαίου και μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους», δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας.
Το σκληρό αντεργατικό πρόσημο της κυβερνητικής πολιτικής δεν μπορεί επίσης να κρυφτεί πίσω από κανένα προπαγανδιστικό αφήγημα. Πίσω απ' τις φανφάρες για «δίκαιη ανάπτυξη» προβάλλουν οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων, οι κατώτατοι μισθοί πείνας, η διατήρηση του ΕΝΦΙΑ, το κόψιμο των συντάξεων, ο αναπτυξιακός νόμος υπέρ του κεφαλαίου, η επερχόμενη επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα.
Επομένως, η λαϊκή διαμαρτυρία και κυρίως το εργατικό κίνημα πρέπει να σημαδέψει τον πραγματικό αντίπαλο στο σύνολό του, την εξουσία του εγχώριου κεφαλαίου και την ΕΕ που τη στηρίζει. Να μη στοιχηθεί πίσω από καμιά ξένη αστική σημαία, είτε του ευρωμονόδρομου είτε του αστικού ευρωσκεπτικισμού. Να κατανοηθεί ότι η ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου είναι αναγκαίος όρος για να λειτουργήσει η αποδέσμευση απ' την ΕΕ υπέρ του λαού. Να διαλυθεί η αυταπάτη ότι μια καπιταλιστική χώρα εκτός Ευρωζώνης και ΕΕ μπορεί να διασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία.
Το ΚΚΕ πιο ώριμο, διδαγμένο απ' την ιστορική του πείρα, συμβάλλει αποφασιστικά για να επικρατήσει ο αντιμονοπωλιακός αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός στο εργατικό κίνημα.

Του Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής και του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ