19 Ιουλ 2017

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ




Απορρίφτηκε από το Εφετείο Αναστολών το αίτημα αποφυλάκισης της Ηριάννας Β.Λ  και του Περικλή και ο υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ Σ. Κοντονής από το βήμα της Βουλής χαρακτήρισε την απόφαση «δυσάρεστη έκπληξη» δικαιολογώντας τους δικαστές για την απόφασή τους, γιατί είναι κι αυτοί άνθρωποι και «ως άνθρωποι κάνουν λάθη», ενώ το τμήμα δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, του κόμματος που περιστασιακά ξεχνά  πως βρίσκεται στην κυβέρνηση, σε ανακοίνωσή του καταφέρεται εναντίον της απόφασης του δικαστηρίου, υπενθυμίζοντάς μας πως «η δικαιοσύνη  δεν είναι ουδέτερη» αλλά έχει «τη δική της μεροληπτική κοινωνική και ταξική ματιά» και διαβεβαιώνοντας «πως μια μάχη χάσαμε» αλλά « έρχονται άλλες, θα τις κερδίσουμε».
               Σίγουρα θα την  κερδίσει την επόμενη μάχη  ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε μέσα από παρέμβαση του ίδιου του υπουργείου δικαιοσύνης είτε μέσα από απόφαση του Εφετείου Αναστολών με άλλη σύνθεση στην επόμενη αίτηση της Ηριάννας Β.Λ. Κι έτσι θα δικαιώσει τα ad hoc «κινήματα», τόσο δίνοντας σ’ αυτά, αλλά και γενικότερα,  την ψευδαίσθηση μιας δυναμικής που αυτά δεν έχουν  όσο και καλλιεργώντας την εντύπωση ενός συστήματος που αφουγκράζεται κοινωνικές ανησυχίες. Προσωπικά βέβαια για την Ηριάννα Β.Λ η αίσια έκβαση της οδυνηρής της περιπέτειας θα είναι ευεργετική για τη ζωή της και σίγουρα σημαντική η συμβολή γι’ αυτό  του κινήματος  αλληλεγγύης που οργανώθηκε για να την υποστηρίξει. Μόνο που θα συνεχίσει να ισχύει ο τρομονόμος, οι  δικαστικές αποφάσεις να στηρίζονται σε επιστημονικά πορίσματα ερμηνευόμενα αυθαιρέτως από τους δικαστές, οι προβληματισμοί να εστιάζονται στις αποφάσεις του ενός ή άλλου δικαστή για να μπορεί η κυβέρνηση, είτε της αριστεράς ή της δεξιάς να επιδεικνύει ένα φιλολαϊκό ή σκληρό προφίλ, αναλόγως συνθηκών ή σκοπιμοτήτων.
               Η υπόθεση της Ηριάννας Β.Λ αν αφορά γενικά την κοινωνία είναι γιατί  θέτει επί τάπητος  και πάλι σχεδόν όλα τα ζητήματα για τη λειτουργία της δικαιοσύνης στο αστικό κράτος. Είναι από τη μια, για άλλη μια φορά, η εφαρμογή της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, η οποία στο άρθρο 187Α  βαφτίζει σαν “τρομοκρατική ενέργεια” ακόμα και μια διαδήλωση ή απεργία αν αυτή κρίνεται ιδιαίτερα βλαπτική για το κράτος ή τους διεθνείς οργανισμούς, που μπορεί να καταδικαστεί κάποιος  ακόμα και αν τύχει να έχει προσωπικές σχέσεις και «παρέχει κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία …ανεξάρτητα από τη διάπραξη οποιουδήποτε εγκλήματος» με άτομα που θεωρούνται τρομοκράτες, που επιτρέπεται  η συγκρότηση δικτύου κοινωνικής παρακολούθησης και καταγραφής κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Με τους αντιτρομοκρατικούς νόμους ανά την  Ευρώπη εξοπλίζεται η αστική δικαιοσύνη για να πολεμηθούν όσοι βαφτίζονται  εχθροί της δημόσιας ασφάλειας, πάει να πει και όσοι στρέφονται εναντίον της αστικής εξουσίας. Τέτοιες δίκες εφαρμογής τρομοκρατικής νομοθεσίας τροφοδοτούν  την αμφισβήτηση για την  ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και στους πιο καλοπροαίρετους θιασώτες της,  αποδεικνύοντας πως εφόσον  η κρατική εξουσία  στην ταξική κοινωνία ανήκει στην κυρίαρχη τάξη είναι επόμενο το δημιουργούμενο ή επικυρούμενο από την εξουσία δίκαιο να έχει κι αυτό ταξικό χαρακτήρα και να ευνοεί την κυρίαρχη τάξη.
               Το καινούργιο σ’ αυτήν τη δίκη είναι ο προβληματισμός για τη χρήση, ως ισχυρού αποδεικτικού στοιχείου ενοχής, γενετικού υλικού και γενικότερα για τον  τρόπο που χρησιμοποιούνται ή  ερμηνεύονται επιστημονικά πορίσματα από δικαστικές αρχές και όχι μόνον.
 Η επιστημονική δραστηριότητα δίνει  νέες γνώσεις, δηλ. μπορεί να οδηγήσει σε ριζική αλλαγή σε όλους του τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, κι αυτή όμως θα εξαρτάται από την κατεύθυνση και το είδος της σχέσης της με την πρακτική που αναπτύσσεται στη συγκεκριμένη κοινωνία. Η  εφαρμογή των επιτευγμάτων της επιστήμης δεν οδηγεί σε λύση μόνο των γνωστικών  αλλά και των κοινωνικών-πρακτικών προβλημάτων. Κι αν οι επιστήμες έχουν με τον ένα ή άλλο τρόπο τις ιστορικές ρίζες τους στην πρακτική εμπειρία, στην πορεία της ανάπτυξής τους  αποσπώνται από την εμπειρική βάση τους, αναπτύσσονται θεωρητικά, αλλά επανέρχονται στην εμπειρία στη σφαίρα της πρακτικής τους εφαρμογής. Γι’ αυτό και η κάθε επιστήμη συνδέεται  με τους κοινωνικούς θεσμούς, διεισδύοντας στη βιομηχανία, την αγροτική οικονομία, στην πολιτική και στρατιωτική σφαίρα. Επομένως στον καπιταλισμό, στις συνθήκες  των ανταγωνιστικών  κοινωνικών σχέσεων και της επιδίωξης κέρδους, οι επιτεύξεις της επιστήμης χρησιμοποιούνται τόσο  για την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων όσο και για την απόσπαση  υπερκέρδους από τους καπιταλιστές. Γιατί το βάθεμα  των δεσμών της επιστήμης   με όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής  και η  ενίσχυση του κοινωνικού της ρόλου την αναδεικνύουν σπουδαιότατο στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας και κινητήρια δύναμη της εξέλιξής της, αφού παίζει αποφασιστικό ρόλο  στη δημιουργία της υλικοτεχνικής βάσης αλλά και στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρητικής αξιολόγησης.
Ενδεικτικό παράδειγμα της χρησιμοποίησης του επιστημονικού λόγου για δικαίωση κοινωνικών επιλογών της άρχουσας τάξης είναι οι αντιλήψεις περί  ομοφυλοφυλίας  στα χρόνια της αυστηρής οικογενειακής ηθικής που ενίσχυαν το αστικό καθεστώς, αποτρέποντας οποιαδήποτε ελάχιστη κριτική του. Σε βιβλίο χαρακτηριζόμενο «σύγχρονος οικογενειακός σύμβουλος», στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 μπορούσε κανείς να διαβάσει συμβουλές γιατρού, που υπέγραφε με το όνομά του, σε έφηβο, τον οποίο κατατρόμαζε για τις ολέθριες συνέπειες του αυνανισμού, πάντα επιστημονικά μιλώντας.
            Αν λοιπόν σε δικαστικές αποφάσεις, τα επιστημονικά πορίσματα μπορούν να τις δώσουν κύρος και αντικειμενικότητα μπορούν όμως και να χρησιμοποιηθούν, όπως στη δίκη της Ηριάννας Β.Λ., για να καλύψουν ανεπάρκειες της δικαστικής εξουσίας ή καταφανείς σκοπιμότητες. Κι είναι αυτός ένας ορατός κίνδυνος που ανέδειξε η δίκη της Ηριάννας Β.Λ. ανεξάρτητα από την τελική έκβαση του αιτήματός της.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ