31 Αυγ 2017

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

 

ΤΟ ΚΥΡΙΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ

 Οι κομμουνιστές και οι φίλοι τους, συμμετέχοντας και παλεύοντας στην πρώτη γραμμή μέσα στα συνδικάτα και στους καθημερινούς εργατικούς συνδικαλιστικούς αγώνες, έχουν ως κύριο καθήκον να βοηθάνε στην πολιτικοποίηση της δράσης των συνδικάτων και των αγώνων, με στόχο να συνειδητοποιούν οι εργάτες ότι ο τελικός σκοπός της πάλης δεν μπορεί να είναι άλλος από την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, την ανάγκη να συσπειρώνονται και να οργανώνονται στο ΚΚΕ.
Για το πώς θα υλοποιούμε αυτό το καθήκον, μας βοηθά η Απόφαση της Ευρείας Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, με θέμα «Η πορεία ανασύνταξης του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήματος και της ανάπτυξης της κομματικής οικοδόμησης στην εργατική τάξη», όπου μεταξύ άλλων αναφέρει: «Ανάπτυξη της πολιτικής ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης μόνο το Κόμμα μπορεί να πετύχει, με την αυτοτελή δουλειά του, παράλληλα και σε συνδυασμό με τους οικονομικούς αγώνες, επιδρώντας στον προσανατολισμό και στη διεξαγωγή τους, ώστε να συνδέονται όλο και περισσότερο με το πολιτικό ζήτημα, το ζήτημα της εξουσίας. Η κατάκτηση, όμως, αυτού του στόχου προϋποθέτει και αυτοτελή κομματική δράση. Όσο η αυτοτελής κομματική δράση θα δυναμώνει, θα δημιουργούνται και καλύτερες συνθήκες για ανάπτυξη και του ταξικού προσανατολισμού του συνδικαλιστικού κινήματος». Επίσης τονίζει ότι: «Αυτοτελής όμως δουλειά δεν είναι μόνο η ξεχωριστή εμφάνιση του Κόμματος, της ΚΟΒ, αλλά και η δράση των μελών του Κόμματος μέσα στο μαζικό κίνημα με την προσωπική τους δουλειά και στάση. Είναι πρωτοπόροι στη δράση των Σωματείων, αλλά είναι ταυτόχρονα και πόλος συσπείρωσης οπαδών και φίλων του ΚΚΕ, διευρύνουν τον κύκλο αυτό, αξιοποιούν κάθε δραστήριο εργάτη κι εργάτρια στους καθημερινούς ταξικούς αγώνες με προοπτική να ενταχθεί στο Κόμμα, να στηρίξει το Κόμμα, όχι απλά ως ένας ψηφοφόρος, αλλά ως μαχητής των εργατικών, κομμουνιστικών ιδεών και στόχων».
Η υλοποίηση των παραπάνω, δηλαδή ο σωστός συνδυασμός της απαραίτητης διάδοσης της θεωρίας μας, του Προγράμματός μας και της ισχυροποίησης της εργατικής κομμουνιστικής πρωτοπορίας σε κάθε κλάδο και χώρο δουλειάς, μαζί με την απαραίτητη οργάνωση της καθημερινής πρακτικής δουλειάς της ταξικής πάλης, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Χρειάζεται να είναι συνεχώς στο κέντρο της προσοχής των καθοδηγητικών οργάνων, των ΚΟΒ και των ΚΟ, να συγκεντρώνεται η πείρα, να αξιολογείται σταθερά και συλλογικά και να αξιοποιείται. Το ζήτημα αυτό έχει πολλές πλευρές, γι’ αυτό εδώ θα σταθούμε σε ορισμένες πλευρές της δουλειάς μας που έχουν σχέση με την πολιτικοποίηση της δράσης των συνδικάτων και της συνδικαλιστικής πάλης γενικότερα.

ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥΣ

 Με βάση τη θεωρία μας και τα κομματικά μας ντοκουμέντα, «τα συνδικάτα, ως μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης, αποτελούν οργανώσεις της οικονομικής πάλης της εργατικής τάξης. Στα συνδικάτα λοιπόν, σε αντίθεση με το ΚΚ, συμμετέχουν εργατικές μάζες με διαφορετικό επίπεδο συνείδησης και προφανώς με διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές επιρροές-αντιλήψεις. Μέσα σε αυτά εντάθηκε η επιρροή της αστικής πολιτικής ιδιαίτερα από την εποχή που τα παλιά εργατικά κόμματα (σοσιαλδημοκρατικά) αστικοποιήθηκαν. Αν και τα συνδικάτα από τη φύση τους δεν μπορούν να χαράσσουν αυτοτελώς πολιτική, η δράση τους αντικειμενικά έχει πολιτικά χαρακτηριστικά. Ανάλογα με το συσχετισμό κυριαρχεί σε αυτά είτε η αστική πολιτική είτε η εργατική»1.
Για εμάς, η δραστήρια συμμετοχή και παρέμβαση όλων των δυνάμεων στη ζωή και δράση των συνδικάτων είναι πρώτιστο και βασικό καταστατικό καθήκον. Όπως αναφέρεται και στην Απόφαση της Ευρείας Ολομέλειας: «Είναι θέμα καταστατικής αρχής και πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα η δραστήρια και πρωτοπόρα δράση των μελών του Κόμματος στα Συνδικάτα. Στην πράξη, έχουμε πολλά προβλήματα, από την τυπική συμμετοχή, μέχρι το αν είναι ουσιαστική η δουλειά που κάνουν και πώς ελέγχονται, ώστε να διευρύνουν συνεχώς, να αναπτύσσουν και να διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με εργατικές μάζες, αφού η κατάλληλη προσωπική, ιδεολογική και οργανωτική δουλειά των μελών του Κόμματος αποτελεί στοιχειώδη προϋπόθεση για τον ταξικό προσανατολισμό των Σωματείων και την αύξηση της επιρροής και δύναμης του Κόμματος».
Στα συνδικάτα δε συμμετέχουν και δεν κάνουν δουλειά μόνο οι κομμουνιστές. Ακόμα και σε αυτά που οι κομμουνιστές έχουν αναδειχτεί σε πλειοψηφία στο ΔΣ τους, η βάση τους δεν είναι κομμουνιστική, πολλοί από τους εργάτες που μας ψηφίζουν είναι μέλη και ψηφοφόροι άλλων κομμάτων. Στα συνδικάτα συμμετέχουν και δρουν όλες οι δυνάμεις με όλες τις μορφές, άμεσα και μέσω των συνδικαλιστικών τους παρατάξεων, μέσω των μελών τους που είναι και μέλη των συνδικάτων. Ακόμα και αυτές που δε διαθέτουν οργανωμένες δυνάμεις παρεμβαίνουν με τις γενικές θέσεις και προτάσεις τους. Όλες τους προσπαθούν να υποτάξουν πολιτικά το εργατικό και το λαϊκό κίνημα και τους αγώνες με βάση τα ταξικά συμφέροντα που υπηρετούν.
Για το Κόμμα μας, η οργανωτική αυτοτέλεια και λειτουργία των σωματείων είναι σεβαστές, δεν είναι τυπικό ζήτημα και την υπερασπιζόμαστε και απέναντι στην εργοδοσία, το κράτος, τους μηχανισμούς, τα άλλα κόμματα.
Ο Λένιν, εξηγώντας τη σχέση κομμουνιστικών κομμάτων και συνδικάτων, υπογραμμίζει το γεγονός ότι τα συνδικάτα ήταν μια γιγάντια πρόοδος της εργατικής τάξης στο αρχικό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, συνέβαλαν στο ξεπέρασμα του κατακερματισμού των εργατών και στη δημιουργία πρώτων στοιχείων ταξικής συνένωσης. Όταν όμως άρχισε να αναπτύσσεται η ανώτατη μορφή ταξικής οργάνωσης εργατών, το Κόμμα, τα συνδικάτα άρχισαν να δείχνουν αναπόφευκτα «…μερικά αντιδραστικά σημάδια, κάποια συντεχνιακή στενότητα, κάποια τάση προς την άρνηση της πολιτικής, κάποιο πνεύμα ρουτίνας κτλ.». Συμπλήρωνε ότι: «Πουθενά όμως στον κόσμο η ανάπτυξη του προλεταριάτου δεν έγινε και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, παρά μόνο μέσω των συνδικάτων, με την αλληλεπίδραση των συνδικάτων και του Κόμματος της εργατικής τάξης».2
«Οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες οφείλουν να δουλεύουν στα συνδικάτα με σκοπό η οικονομική πάλη των εργατών να συμβάλλει και στην πολιτική ωρίμανσή τους, στη μαχητικοποίησή τους απέναντι στην τάξη των κεφαλαιοκρατών και της εξουσίας τους. Στα καθήκοντα της δράσης των κομμουνιστών συνδικαλιστών είναι και η ιδεολογική-πολιτική ζύμωση για την ανάγκη ανάπτυξης και οργάνωσης της πάλης με στόχο την εξουσία»3.
«Η οργανωμένη, συστηματική δράση και πολιτική ζύμωση των κομμουνιστών εκεί που συσπειρώνονται οι μάζες (νεολαιίστικες, γυναικείες οργανώσεις, πολιτιστικοί σύλλογοι κ.α.), και πρώτα απ’ όλα στα συνδικάτα, είναι βασικό καθήκον του Κομμουνιστικού Κόμματος για τη σύνδεση με τις μάζες, για τη διαπαιδαγώγησή τους στον πολιτικό αγώνα, στην πάλη για την εξουσία»4.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ

 Ο Λένιν τόνιζε χαρακτηριστικά: «“Κάθε ταξική πάλη είναι πάλη πολιτική”. Είναι γνωστό πως αυτά τα βαθυστόχαστα λόγια του Μαρξ οι οπορτουνιστές, σκλάβοι των ιδεών του φιλελευθερισμού, τα καταλαβαίνουν ανάποδα και προσπαθούσαν να τα ερμηνεύσουν διαστρεβλωμένα [...] Οι “οικονομιστές” νόμιζαν πως κάθε σύγκρουση ανάμεσα στις τάξεις είναι κιόλας πολιτική πάλη. Γι’ αυτό οι “οικονομιστές” θεωρούσαν “ταξική πάλη” την πάλη για πενταροδεκάρες και δεν ήθελαν να δουν την ανώτερη, την πιο αναπτυγμένη, την πανεθνική ταξική πάλη σαν πολιτική. [...]
Δεν αρκεί το ότι η ταξική πάλη γίνεται πραγματική, συνεπής, αναπτυγμένη, μόνο τότε, όταν αγκαλιάζει τον τομέα της πολιτικής. Και στην πολιτική μπορεί κανείς να περιοριστεί σε μικροπράγματα, μπορεί να προχωρήσει και βαθύτερα, μέχρι το βασικό. Ο μαρξισμός αναγνωρίζει την ταξική πάλη ολοκληρωτικά αναπτυγμένη, “πανεθνική” μόνο τότε, όταν αυτή δεν αγκαλιάζει μόνο την πολιτική, μα και από την πολιτική παίρνει το πιο βασικό: Την οργάνωση της κρατικής εξουσίας»5.
Σήμερα, παίρνοντας υπόψη το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, τη ραγδαία όξυνση της βασικής αντίθεσής του, επιβάλλεται ακόμα περισσότερο να μην ξεκόβεται ο οικονομικός αγώνας από τον πολιτικό και να βαθαίνει η ιδεολογική και πολιτική πάλη μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Η ίδια η αντικειμενική κατάσταση, που έχει κάνει πιο αργή και βασανιστική τη διαδικασία ταξικής πολιτικής συνειδητοποίησης, κάνει πιο αναγκαία και απαιτητική την πολιτικοποίηση του εργατικού κινήματος για την αφύπνιση των συνειδήσεων. Στο βιβλίο «Θεωρητικά ζητήματα στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ» τονίζεται:
«Για να μπορεί η εργατική τάξη όχι μόνο να παλεύει με συνέπεια και αποτελεσματικότητα για τα οικονομικά της αιτήματα, αλλά –και το σπουδαιότερο– για να πραγματοποιήσει τους μεγάλους τελικούς σκοπούς της, πρέπει να διεξάγει ολοκληρωμένο ιδεολογικοπολιτικό αγώνα που μόνο το ΚΚ μπορεί να οργανώνει, να προσανατολίζει, να διευθύνει. Αυτό πραγματοποιείται μέσω της αυτοτελούς δράσης του Κόμματος, αλλά και από τη δράση των μελών του ΚΚ μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Είναι δε μοναδικός αυτός ο ρόλος για τα μέλη του ΚΚ, ανεξάρτητα από τη δομή και το συσχετισμό δυνάμεων στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα»6. Επίσης ότι: «Η δράση των αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα της εργατικής τάξης συνιστά πολιτικό ρεύμα με στόχο τη χειραγώγηση της συνείδησης και στάσης της εργατικής τάξης. Είναι το κύριο εμπόδιο για να μαζικοποιηθεί το συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα, για να δυναμώσει ο μαχητικός πόλος στις γραμμές του και να απομονωθεί ο κυβερνητικός-εργοδοτικός συνδικαλισμός»7.
Η αστική τάξη, μέσω των κομμάτων της και των συνδικαλιστικών της παρατάξεων πάντα παρεμβαίνει, ανοιχτά και συγκαλυμμένα και με όλους τους τρόπους, ώστε να πολιτικοποιεί τη δράση των συνδικάτων και τους αγώνες τους με βάση τους δικούς της στόχους, τους οποίους συνήθως βαφτίζει «εθνικούς». Σήμερα η ίδια η εργοδοσία κάνει πιο έντονη, μελετημένη, ανοιχτή και πολύπλευρη ιδεολογική δουλειά, η οποία ασκεί σοβαρή επίδραση στους εργάτες. Έτσι ο εργάτης θεωρεί ότι «ο εργοδότης τού δίνει δουλειά για να ζήσει», γι’ αυτό το συμφέρον του είναι «να πάει καλά η επιχείρηση, να αντέξει στην κρίση και να μην την φάνε οι ανταγωνιστές της», ταυτίζει το συμφέρον του με αυτό του εργοδότη, βλέπει ως εχθρό μόνο την εκάστοτε κυβέρνηση.
Μέσα σε μεγάλες επιχειρήσεις έχει συγκροτηθεί ένας πολύμορφος ιδεολογικός προπαγανδιστικός μηχανισμός για τη διάδοση της αστικής ιδεολογίας, που παρεμβαίνει με πολλούς τρόπους και μέσα. Οργανώνουν για τους εργαζόμενους «πολιτιστικές και κοινωνικές εκδηλώσεις», σε αρκετές περιπτώσεις με τα εργοδοτικά σωματεία, όπου προβάλλεται «η επιχείρηση οικογένεια» και «το κοινωνικό πρόσωπο του εργοδότη». Οργανώνουν διαλέξεις με διάφορα θέματα, την «επιχειρηματικότητα», την «ανταγωνιστικότητα», την «κερδοφορία», τον «κοινωνικό εταιρισμό» κ.ά. Εκδίδουν και μοιράζουν δωρεάν διάφορα έντυπα και εφημερίδες, που προβάλλουν το «ανθρωπιστικό τους έργο», όλη την αστική ιδεολογική σαβούρα. Κινητοποιούν τους εργαζόμενους των επιχειρήσεών τους κάτω από τη δική τους σημαία, όπως έκαναν την εποχή των «πλατειών», όπως έκανε ο Αγγελόπουλος, ο Μάνεσης και άλλοι σιδηροβιομήχανοι για να πιέσουν να πάρουν φτηνό ρεύμα, ο Ταβουλάρης για να πάρει και άλλα εκατομμύρια από την κυβέρνηση, ο Λαναράς για να πάρει δάνεια από τις τράπεζες, ο Γιαννακόπουλος και άλλοι καπιταλιστές για τα δικά τους συμφέροντα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.
Για να εγκλωβιστεί το εργατικό κίνημα στους στόχους της αστικής τάξης, δουλεύουν μια σειρά οργανισμοί, ινστιτούτα, ΜΚΟ, προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και μαθητείας, συνολικά η εκπαίδευση. Οργανώνουν ημερίδες, μελέτες, σεμινάρια, καμπάνιες, στα οποία ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός συμμετέχει ενεργά σε όλα. Εγκλωβίζουν τους εργάτες στους στόχους της αστικής τάξης, όπως «την ανάπτυξη της οικονομίας», «την ανάπτυξη της κερδοφορίας των επιχειρήσεων», «την ανταγωνιστικότητα», «την ταξική συνεργασία», «το μονόδρομο της ΕΕ», «την αξιοποίηση της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας», δηλαδή δουλεύουν υπέρ της αστικής εξουσίας. Η ΓΣΕΕ και τα Εργατικά Κέντρα που πλειοψηφούν οι δυνάμεις του ευρωμονόδρομου έχουν πάψει εδώ και καιρό να αποτελούν όργανα πάλης των εργατών, έχουν μετατραπεί σε οργανισμούς ενσωμάτωσης και καθυπόταξης του εργατικού κινήματος. Για την ανάδειξη και εκπαίδευση των ίδιων των εργοδοτικών κυβερνητικών συνδικαλιστικών στελεχών, υπάρχουν μια σειρά σχολές, εκδίδονται μια σειρά «βοηθήματα».
Σήμερα υπάρχουν επιχειρήσεις όπου, σε συνεργασία με τα αστικά κόμματα, τη φασιστική «Χρυσή Αυγή», την Εκκλησία, τις δημοτικές αρχές, προσλαμβάνουν εργαζόμενους με βάση τα «κοινωνικά φρονήματα», την «εντοπιότητα». Με αυτόν τον τρόπο, από τη μία προσπαθούν να τους έχουν «δεμένους», να δημιουργούν επιπλέον δυσκολίες στη συνδικαλιστική δράση, στον προσανατολισμό και την οργάνωση της πάλης, από την άλλη να εξασφαλίζουν την «έξωθεν καλή μαρτυρία» του λαού της περιοχής που δραστηριοποιούνται, την ταξική συνεργασία.
Για την υποταγή του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην αστική τάξη δουλεύουν όλες οι αστικές πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις του ευρωμονόδρομου και όλες οι δυνάμεις του οπορτουνισμού. Οι τελευταίες, παρά τις διαφορές μεταξύ τους, από τη μια μιλάνε «για την ανάγκη ενότητας του εργατικού κινήματος», καταγγέλλουν τον εργοδοτικό κυβερνητικό συνδικαλισμό και από την άλλη κάνουν έντονο ανοιχτό και καμουφλαρισμένο αντικομμουνισμό, στρέφουν τα βέλη τους κυρίως ενάντια στο ΠΑΜΕ. Από τη μια χρησιμοποιούν αντικαπιταλιστική ρητορική και από την άλλη επικαλούνται τον αρνητικό συσχετισμό για να αποσπάνε τον καθημερινό ταξικό αγώνα από την πάλη για την εργατική εξουσία και τη σοσιαλιστική κοινωνία, συμβάλλοντας έτσι στη διαιώνιση του καπιταλισμού.
Αστοί και οπορτουνιστές θεωρούν «κομματικοποίηση» την πάλη που δεν κινείται εντός των καπιταλιστικών τειχών, ενώ «αδέσμευτο και ακομμάτιστο» ό,τι αποδέχεται τους στόχους του κεφαλαίου, κινείται στη λογική «των άμεσων λύσεων», των «αναγκαίων μεταρρυθμίσεων», της «διαχείρισης» γενικά. Έτσι εγκλωβίζουν τους εργάτες και τις εργάτριες, τους υπαλλήλους, στη λογική των κυβερνητικών εναλλαγών, της διάκρισης μεταξύ «δεξιών» και «αριστερών» κυβερνήσεων, ως πιο ωφέλιμες για τους εργαζόμενους αυτές των «αριστερών». Συκοφαντούν την ταξική γραμμή πάλης που δένει τον καθημερινό διεκδικητικό αγώνα με τον αγώνα για την ανατροπή της εξουσίας της αστικής τάξης, για την Εργατική Εξουσία, ως γραμμή που παραπέμπει την επίλυση των προβλημάτων «στη Δευτέρα Παρουσία», ως «γραμμή διασπαστική, που οδηγεί στην απομόνωση».
Επομένως η πολιτικοποίηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος αντικειμενικά υπάρχει, αφού η οικονομική πάλη αντικειμενικά δε διαχωρίζεται από την πολιτική πάλη, ο ιδεολογικός και πολιτικός αγώνας αντικειμενικά οξύνεται. Κάθε προσπάθεια οργάνωσης των εργατών σε ένα χώρο ή κλάδο, κάθε αγώνας και κάθε διεκδίκηση αντικειμενικά έχει στοιχεία ιδεολογικού αγώνα, ο οποίος συνεχώς οξύνεται. Δεν υπάρχουν ούτε αγώνες ταξικά ουδέτεροι, ούτε συνδικάτα ταξικά ουδέτερα. Τα διάφορα κινήματα που παρουσιάζονται κατά καιρούς με τον τίτλο του «αυτόνομου», του «ακηδεμόνευτου», του «μακριά από τα κόμματα», όπως ήταν το «κίνημα των αγανακτισμένων», «των πλατειών», «των αντιμνημονιακών», «των εθνικών ζητημάτων», όπως και τα πρόσφατα διαδικτυακά καλέσματα του τύπου «Αρκετά» ή το «Δίχως κόμματα, χρώματα και συνδικάτα», είναι αστικά και οπορτουνιστικά.
Το ζήτημα είναι το ποιο περιεχόμενο και στόχο δίνει ο καθένας στην έννοια της πολιτικοποίησης και αυτά καθορίζονται από τους σκοπούς για τους οποίους παλεύει. Οι δύο γραμμές που υπάρχουν και συγκρούονται στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δε διαφέρουν γιατί η δική μας εμπεριέχει μόνο καλύτερα αιτήματα ως προς τους μισθούς, τις συνθήκες δουλειάς, την υγεία, την παιδεία και χρησιμοποιεί για τη διεκδίκησή τους αγώνες και ανεβασμένες μορφές πάλης, αλλά στο ότι είναι δύο ριζικά αντίθετες γραμμές ως προς το στόχο και το σκοπό, στο ότι υπηρετούν δύο ριζικά διαφορετικούς δρόμους ανάπτυξης, δύο αντίπαλες τάξεις, την εργατική και αστική.
Μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα διεξάγεται σκληρός ιδεολογικός - πολιτικός αγώνας, στον οποίο πρωτοστατούν οι κομμουνιστές και αυτοί που συμπορεύονται μαζί τους, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την πραγματική αλλαγή των συσχετισμών, τη μαζικοποίηση και ισχυροποίηση των συνδικάτων και τη διεύρυνση του ΠΑΜΕ σε κάθε κλάδο και με νέες δυνάμεις. Αυτό είναι που φοβίζει την αστική τάξη και γίνεται προσπάθεια να χτυπηθεί με κάθε τρόπο απ’ όλες τις αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, από τις οργανωμένες εκφράσεις τους στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και απ’ όλους τους μηχανισμούς του κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ως προς αυτό ένα απόσπασμα από το εισηγητικό κείμενο μιας πρόσφατης δικογραφίας ενάντια σε συνδικαλιστές του Συνδικάτου Μετάλλου, όπου ανάμεσα στα άλλα λέει το εξής: «Οι μηνυόμενοι φέρονται ως μέλη του Συνδικάτου Εμποροϋπαλλήλων Μετάλλου Πειραιά Ν. Αττικής και Νήσων. Τα τελευταία χρόνια, όπως είναι γνωστό, το ως άνω Συνδικάτο αναπτύσσει τη συνδικαλιστική του δράση, κατευθυνόμενο απροκάλυπτα από συγκεκριμένη πολιτική παράταξη, με αποτέλεσμα να μετέρχεται πολλές φορές μεθόδους και πρακτικές που αναμφισβήτητα νοθεύουν την έννοια της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης και την μετατρέπουν σε μακρύ και ευέλικτο βραχίονα πολιτικών επιδιώξεων, εναρμονισμένων με τη φιλοσοφία και την ιδεολογία μιας άλλης πολιτικής και ιδεολογικής κοσμοθεωρίας».
Πριν μερικούς μήνες, ενόψει και της προσπάθειας που κάνει η εργοδοσία και η κυβέρνηση να προετοιμάσει το έδαφος για νέες αντιδραστικές αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο και για περισσότερα εμπόδια στο δικαίωμα της απεργίας, γράφτηκε ένα χαρακτηριστικό άρθρο στην «αριστερή» «Αυγή», όπου αναφέρεται στο ποιες απεργίες μπορούν να γίνονται αποδεκτές. Σε αυτό μεταξύ άλλων αναφέρει ότι δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές οι απεργίες που θα προβάλλουν και θα διεκδικούν αιτήματα που η κυβέρνηση θεωρεί «ότι δεν μπορούν να ικανοποιηθούν», απεργίες που στρέφονται «ενάντια σε συμφωνίες που έχουν ψηφιστεί». Ότι απεργίες μπορούν να γίνονται «μόνο πριν την ψήφιση των νόμων», μετά ό,τι ψηφίστηκε - ψηφίστηκε, ό,τι υπογράφτηκε - υπογράφτηκε. Ότι οι απεργίες που γίνονται μετά την ψήφιση των νόμων «δεν είναι συνδικαλιστικός αγώνας, αλλά πολιτικός». Με δυο λόγια, η απεργία που κινείται εντός των πλαισίων της ΕΕ, της κυβερνητικής πολιτικής, είναι συνδικαλιστικός αγώνας και είναι αποδεκτός, γιατί αυτός ο αγώνας είναι ακίνδυνος και εύκολα χειραγωγείται, χρησιμοποιείται και ξεφουσκώνει, ενώ οι απεργίες που αμφισβητούν τις βασικές και κύριες αποφάσεις της εργοδοσίας, της κυβέρνησης και της ΕΕ, είναι πολιτικός αγώνας και δεν είναι αποδεκτός, γιατί αμφισβητεί τα ιερά και τα όσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τις αποφάσεις του κοινοβουλίου, το «νόμο και την τάξη».
Επομένως η εργατική συνδικαλιστική πάλη έξω από τη γραμμή πολιτικοποίησης που οδηγεί στην ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, όσο επεξεργασμένη και μαζική και αν είναι, με όποιες δυναμικές μορφές και αν γίνεται, άσχετα από προθέσεις, είναι «πάλη στα τυφλά, στο κενό», δε συμβάλλει στη διαμόρφωση ταξικών κριτηρίων, ταξικής πολιτικής συνείδησης, εύκολα χειραγωγείται και αξιοποιείται από τον ταξικό αντίπαλο και εντάσσεται στο πλαίσιο της ενδοαστικής διαπάλης, εύκολα ενσωματώνεται στη λογική της αστικής διαχείρισης από τον οπορτουνισμό. Το γεγονός ότι οι χτεσινοί «αντιμνημονιακοί» σήμερα ψηφίζουν και υλοποιούν καλύτερα από τους προηγούμενους τα μνημόνια, προκαλώντας γι’ αυτή τους την ικανότητα το θαυμασμό του ΣΕΒ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, το επιβεβαιώνει.

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΝΙΣΧΥΘΕΙ Ο ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

 Η βάση για την οργάνωση των εργατών και της πάλης σε κάθε εργοστάσιο και κλάδο είναι τα προβλήματα, η διαμόρφωση των κατάλληλων αιτημάτων και επιχειρημάτων γι’ αυτά, η επιλογή των κατάλληλων μορφών, δηλαδή όλα όσα χρειάζονται για να τραβηχτούν στην πάλη οι εργάτες με διαφορετικό βαθμό ταξικής πολιτικής συνειδητοποίησης και πείρας. Όλα αυτά απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, γιατί εμείς «δεν πρέπει να κρίνουμε το επίπεδο της συνείδησης των εργαζόμενων ενός κλάδου από την πρωτοπορία του, αλλά πρέπει να παίρνουμε υπόψη τις εργατικές μάζες που δε μετέχουν, είναι απαθείς, απογοητευμένες, κλεισμένες στην ατομική λύση. Χρειάζεται βασανιστική δουλειά για να μη μεταφέρονται αυτούσιες, ανεπεξέργαστες οι θέσεις μας στο μαζικό χώρο, τουναντίον, η επεξεργασία τους σημαίνει προώθησή τους και με κατάλληλη κλιμάκωση»8.
Αυτό στην πράξη είναι ένα δύσκολο ζήτημα, στο οποίο θα πρέπει να συνυπολογίζονται και να παίρνονται υπόψη πολλοί παράγοντες. Από τη μία να διαμορφώνονται κατάλληλα αιτήματα που θα βοηθούν στο να τραβιούνται στην πάλη εργάτες με διαφορετικές απόψεις και επίπεδο συνείδησης, αλλά ταυτόχρονα αυτό να λειτουργεί ως «σχολείο» για το ανέβασμα της πολιτικής συνείδησης και όχι ως αυτοσκοπός. «Σήμερα, δεν αρκεί το κίνημα να έχει απλά κάποιους θετικούς επιμέρους στόχους. Αυτό που καθορίζει την αποτελεσματικότητα του κινήματος, το ρόλο του στη θετική προοπτική, είναι ποιο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο στηρίζει τους στόχους πάλης. Δεν αρκεί η “ενότητα στο πρόβλημα” ή η “πάλη για τα προβλήματα” γενικά, σημασία έχει σε ποιο πολιτικό πλαίσιο εντάσσονται τα αιτήματα, ποιες ιδεολογικές θέσεις τα διέπουν, ο σκοπός του αγώνα. Το εργατικό κίνημα, από τις ίδιες τις απαιτήσεις της πάλης, πρέπει να κατακτά αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, να αναπτύσσει μέτωπο αντιπαράθεσης με τις αστικές αντιλήψεις και τα ιδεολογήματα, με το ρεφορμισμό και οπορτουνισμό, με βάση την πείρα που διαμορφώνει στην ταξική πάλη, στους μαζικούς αγώνες. Ο ιδεολογικός, πολιτικός και οικονομικός αγώνας διεξάγεται ενιαία, δε διαχωρίζεται με στεγανά [...]
…το συνδικαλιστικό κίνημα είναι σχολείο, μόνο που τα μαθήματα τώρα πρέπει να είναι πιο προωθημένα σε σχέση με την αρχική περίοδο δράσης των σωματείων. Αν την αρχική περίοδο ήταν δημοτικό σχολείο, τώρα πρέπει να είναι τουλάχιστον Λύκειο. Ο ερασιτεχνισμός δε σε πάει μακριά»9.
Το πώς όμως θα δένεται η πάλη για τα προβλήματα του κάθε χώρου με την πάλη για τα γενικότερα και την πραγματική διέξοδο, η οποία δεν είναι άλλη από την κατάκτηση της Εργατικής Εξουσίας, το πώς θα λειτουργεί ως «σχολείο» για το ανέβασμα της πολιτικής συνείδησης, δε λύνεται με συνταγές, δεν είναι τυφλοσούρτης. Χρειάζεται η γραμμή μας σε σχέση με την ανασύνταξη, συγκεκριμένη επεξεργασία κατά χώρο και κλάδο, ώστε να αποφεύγονται λάθη τα οποία μπορεί να οδηγούν είτε στην απόσπαση από το βαθμό συνειδητοποίησης και πείρας των εργαζόμενων είτε στο συμβιβασμό με τις χαμηλές διαθέσεις και απαιτήσεις που οδηγεί στην ενσωμάτωση.
Εμείς λέμε ότι: «Δεν είναι δυνατό να απαιτήσουμε σήμερα από την εργατική τάξη, το τμήμα της που μετέχει στον αγώνα, να συμφωνήσει μαζί μας στην εργατική λαϊκή εξουσία. Είναι ανάγκη να συμφωνήσει, αλλά αυτό δε γίνεται με μηχανιστικό ή “βίαιο” τρόπο “από τα πάνω” και μόνο». Ταυτόχρονα λέμε ότι: «Αυτό δε σημαίνει ότι θα παραιτηθούμε από την ευθύνη και την υποχρέωση να προωθούμε ορισμένες θέσεις, συνθήματα και κατευθύνσεις που είναι απολύτως αναγκαίες σήμερα ώστε το κίνημα να ασκεί σοβαρή πολιτική πίεση, να κατανοείται η πραγματική διαχωριστική κοινωνικοπολιτική γραμμή, να αδυνατίζουν οι προσπάθειες πόλωσης και στοίχισης του κινήματος πίσω από τους δύο πόλους του συστήματος oι οποίοι συγκροτούνται με πυρήνες τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ στη βάση των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, στη βάση των αντιθέσεων για την καλύτερη διαχείριση της καπιταλιστικής εξόδου από την κρίση. Για παράδειγμα, το σύνθημα της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, της μονομερούς διαγραφής του χρέους, της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων, είναι για άμεση δράση στο κίνημα, που τεκμηριώνονται όμως μέσα από τα συγκεκριμένα προβλήματα του χώρου, την παλαιότερη και πρόσφατη πείρα».10
Με δυο λόγια λέμε πως: «Όλο το πρόβλημα είναι να ξέρεις να εφαρμόζεις αυτήν την τακτική έτσι, που να ανεβάζεις και όχι να χαμηλώνεις το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας και της ικανότητας για τον αγώνα και τη νίκη»11.
Θα πρέπει να έχουμε καθαρό πως έξω από την πάλη δεν υπάρχει ανασύνταξη, αλλά και η ανασύνταξη δεν μπορεί να έρθει μόνο με τους αγώνες. Προϋποθέτει την ενίσχυση και διεύρυνση των δυνάμεων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ σε κάθε κλάδο και χώρο δουλειάς, την ενίσχυση της ιδεολογικής τους παρέμβασης στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και στους αγώνες. Η διαμόρφωση ταξικής πολιτικής συνείδησης και η αλλαγή των συσχετισμών απαιτεί πιο σύνθετη κομματική, οργανωτική και ιδεολογική δουλειά, όξυνση της ιδεολογικής δουλειάς μέσα στους αγώνες, υπολογίζοντας όλους τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες που επιδρούν στη συνείδηση των εργαζομένων. Εμείς μέσα από την αναγκαία εξειδίκευση της πολιτικής μας σε κάθε κλάδο ή χώρο, με βάση τα προβλήματα του χώρου δουλειάς και του κλάδου, θα πρέπει να βοηθάμε στο να φωτίζονται περισσότερο οι αιτίες τους, οι προϋποθέσεις για την οριστική λύση τους, που θα έρθει με την αλλαγή τάξης στην εξουσία, καθώς και ο δρόμος για την υλοποίησή της.

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΡΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

 Αυτή την περίοδο έκλεισαν αρκετά εργοστάσια, άλλα γιατί ο καπιταλιστής χρεοκόπησε από την κρίση, δεν άντεξε τον ανταγωνισμό, και άλλα γιατί επέλεξε να επενδύσει σε άλλο τομέα, που του αβγατίζει τα κέρδη. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα ΔΣ των συνδικάτων που πλειοψηφούν οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ οργάνωσαν πολύμορφους αγώνες με καλή συμμετοχή, σε ορισμένες περιπτώσεις πολυήμερους ή πολύμηνους. Ανέδειξαν το δικαίωμα στη δουλειά, τις ευθύνες της κυβέρνησης και των άλλων κομμάτων, πρωτοστάτησαν για να μη χάσουν τίποτα από μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα οι εργάτες. Αυτά τα ζητήματα βοηθούσαν στην αγωνιστική συσπείρωση όλων των εργατών του συγκεκριμένου εργοστασίου, άσχετα από ιδεολογικές και πολιτικές απόψεις.
Αν όμως οι δυνάμεις του ΚΚΕ που είναι μέλη του ΔΣ και απλά μέλη του συνδικάτου μένουν μόνο σε αυτά και δεν αναδείξουν ότι το κλείσιμο του εργοστασίου και το πέταγμα των εργατών στο δρόμο είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ιδιαίτερα την περίοδο της κρίσης, ότι αυτό οφείλεται σε αντικειμενικούς λόγους και δεν εξαρτάται από τη θέληση του κάθε καπιταλιστή, δε βοηθάνε τους εργάτες που συμμετέχουν στον αγώνα να δουν τον πραγματικό αντίπαλο, που είναι η αστική τάξη συνολικά και όχι ο κάθε καπιταλιστής ξεχωριστά. Χωρίς αυτόν τον απαιτητικό ιδεολογικοπολιτικό αγώνα, θα ενισχύονται οι αυταπάτες, ότι μπορεί με τον αγώνα να μην κλείσει το εργοστάσιο, δηλαδή να μπει ο καπιταλισμός σε τάξη και να πάψει η αναρχία στην παραγωγή. Επειδή όμως αυτό δε γίνεται, ο κίνδυνος της απογοήτευσης και αποστράτευσης σε ένα μεγάλο τμήμα εργατών μετά από έναν τέτοιο αγώνα είναι πολύ πιθανός και τέτοια παραδείγματα υπάρχουν.
Επομένως, αν μέσα στον αγώνα που γίνεται με αφορμή το κλείσιμο του εργοστασίου, οι κομμουνιστές του συνδικάτου δεν αξιοποιήσουν και αυτήν την «ευκαιρία», για να βοηθήσουν τον εργάτη να καταλάβει για ποιο λόγο το εργοστάσιο κλείνει, ότι τα εργοστάσια θα πάψουν να κλείνουν όταν φύγουν οι καπιταλιστές από τη μέση, δηλαδή στην Εργατική Εξουσία, όσο και αν το ΔΣ του σωματείου οξύνει την αντιεργοδοτική και αντικυβερνητική ρητορική του και τις μορφές πάλης, μετά τη λήξη του αγώνα τα βήματα στη συνείδηση θα είναι μικρά ή ανύπαρκτα ή θα υπάρχουν βήματα υποχώρησής της.
Την ίδια περίοδο, σε αρκετά εργοστάσια οι καπιταλιστές προχώρησαν σε συρρίκνωση του προσωπικού, είτε γιατί είχαν μείωση της παραγωγής λόγω της κρίσης είτε αξιοποίησαν την κρίση για να έχουν φθηνότερο εργατικό δυναμικό. Τα ΔΣ των συνδικάτων ανέδειξαν το σκληρό πρόσωπο της εργοδοσίας, οργάνωσαν και εδώ αγώνες για να αποτρέψουν τις απολύσεις και, σε περίπτωση που δεν μπορούσαν να τις αποτρέψουν, για να πάρουν κανονικά τους μισθούς, τις αποζημιώσεις κ.ά. Ορισμένες φορές, σε επιχειρήσεις που παρουσίαζαν κέρδη, προκειμένου να τραβήξουν όλους τους εργάτες στην πάλη, το αξιοποιούσαν λέγοντας ότι «η επιχείρηση είχε κέρδη, άρα κακώς μειώνει το προσωπικό». Αυτό βοηθούσε στο να τραβηχτούν οι εργαζόμενοι στην πάλη, από μόνο του όμως δε διαμορφώνει ταξική πολιτική συνείδηση, γιατί δεν αναδεικνύει το πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός. Χρειάζεται να συνδεθεί καλύτερα και με άλλα ζητήματα, όπως με το ωράριο εργασίας, το ύψος των μισθών, τις συνθήκες δουλειάς και άλλα. Διαφορετικά, θα καλλιεργείται η αυταπάτη πως, όταν η επιχείρηση βγάζει κέρδη, οι εργάτες θα έχουν σίγουρη δουλειά και θα αυξάνεται το κομμάτι που θα παίρνουν από την πίτα ή, όταν δεν έχει κέρδη, να κατανοείται ως φυσιολογική η απόλυση και η μείωση του μισθού. Οι δυνάμεις του ΚΚΕ που είναι στα αντίστοιχα συνδικάτα θα πρέπει να οξύνουν τη διαπάλη μέσα στον αγώνα με τις άλλες δυνάμεις, να αποκαλύπτουν ότι ο εργοδότης πάντα θα χρησιμοποιεί τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες σε βάρος των εργαζομένων, θα αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης για τους λιγότερους εργάτες που θα χρησιμοποιεί, θα κυνηγάει το πρόσθετο κέρδος, μεγαλύτερο μερίδιο στην καπιταλιστική αγορά. Ότι τα κέρδη προέρχονται από τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων, από τη συρρίκνωση εργατικών δικαιωμάτων, «πατάνε» πάνω στην ανεργία. Αυτή η απαραίτητη ιδεολογική παρέμβαση είναι δύσκολη, θα πρέπει να γίνεται απλά και κατανοητά, να αξιοποιεί την πείρα των εργαζομένων από τον ίδιο χώρο δουλειάς και τον κλάδο, να τους βοηθά να διαμορφώνουν και να αναπτύσσουν ταξικό πολιτικό κριτήριο.
Σε ορισμένες από τις συναντήσεις του ΔΣ του σωματείου της ΣΟΦΤΕΞ με τον εκπρόσωπο του υπουργείου Εργασίας με αφορμή τη δήλωση της εργοδοσίας ότι «θα κλείσει το εργοστάσιο», τους έλεγε: «Γιατί δεν το παίρνετε εσείς το εργοστάσιο, να το δουλέψετε 2-3 χρόνια, να πληρώσετε τα χρέη και μετά να παίρνετε εσείς τα κέρδη». Αυτό σε ορισμένους εργαζόμενους «ακούγεται ωραία στ’ αφτιά» και δε διακρίνουν την παγίδα. Νομίζουν ότι θα γίνουν αφεντικά, το ταυτίζουν με αυτό που παλεύει το ΚΚΕ και διεκδικεί με το δικό του τρόπο το ταξικά προσανατολισμένο συνδικαλιστικό κίνημα, δηλαδή «να πάρουν οι εργάτες τα εργοστάσια στα χέρια τους, να τα βάλουν να δουλέψουν σχεδιασμένα με κριτήριο τις ανάγκες των εργατών και όχι το κέρδος των καπιταλιστών».
Το υπουργείο Εργασίας, μαζί με τις άλλες δυνάμεις, στήνουν τέτοιες παγίδες και σε εργαζόμενους άλλων εργοστασίων που πάνε για κλείσιμο. Αν τα ΔΣ των σωματείων δεν απαντήσουν σε αυτό, μένοντας μόνο στο βασικό αίτημα της «επαναλειτουργίας της επιχείρησης» και στον καθορισμό διάφορων αγωνιστικών ενεργειών, αν δεν εξηγήσουν ότι για να δουλέψει ένα εργοστάσιο υπέρ των συμφερόντων των εργατών προϋποθέτει την κατάκτηση από την εργατική τάξη της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας συνολικά, ότι η «αυτοδιαχείριση» και όλες οι μορφές της «Κοινωνικής Οικονομίας» είναι και αυτές μορφές καπιταλιστικής διαχείρισης, ότι οι αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις θα ξανάρθουν στα χέρια των καπιταλιστών και του κράτους τους, οι εργάτες θα παγιδεύονται στις διαχειριστικές λογικές. Αν οι κομμουνιστές που είναι στα ΔΣ δεν αρπάξουν την ευκαιρία για να αναδείξουν ορισμένες βασικές πλευρές για το πώς μπορεί να υλοποιηθεί το σύνθημα που πολλοί εργάτες ασπάζονται, «εργάτη, μπορείς χωρίς αφεντικά», αν συνολικά οι δυνάμεις του ΚΚΕ στους αντίστοιχους χώρους δεν αρπάξουν την ευκαιρία να αναδείξουν την ανάγκη συνολικής ανατροπής της αστικής τάξης, θα αφήσουν ελεύθερο έδαφος για να προχωράει η λογική της «αυτοδιαχείρισης», δηλαδή της ενσωμάτωσης, να γίνεται αίτημα πάλης των εργατών με τη χρησιμοποίηση ακόμα και ανεβασμένων μορφών πάλης, όπως, για παράδειγμα, η κατάληψη.
Μέσα στη συνολική άσχημη κατάσταση που υπάρχει σε όλους τους κλάδους, υπάρχουν χώροι με πιο οξυμμένα προβλήματα, είτε γιατί ο εργοδότης τους έχει μήνες απλήρωτους είτε γιατί τους μείωσε και άλλο τους μισθούς είτε γιατί τους βάζει να δουλεύουν παραπάνω ώρες χωρίς αμοιβή. Τα ΔΣ των συνδικάτων σωστά προσπάθησαν και συνεχίζουν να προσπαθούν με βάση τα οξυμμένα προβλήματα του κάθε χώρου να οργανώσουν την πάλη, βρίσκοντας τον κατάλληλο κρίκο και διαμορφώνοντας το κατάλληλο αίτημα. Αυτό βοηθάει στο να υπάρχει μαζική συμμετοχή άσχετα από διαφορετικές αντιλήψεις και απόψεις που υπάρχουν ανάμεσα στους εργάτες. Αν όμως οι κομμουνιστές μέσα σε αυτήν την πάλη δεν αναδεικνύουν ότι η πραγματικότητα του κάθε χώρου είναι μέρος της συνολικής καπιταλιστικής πραγματικότητας που πρέπει να ανατραπεί, όσο και αν καταγγέλλεται ο εργοδότης και η κυβέρνηση, δεν οδηγεί σε αντίστοιχα βήματα στην ιδεολογική και οργανωτική ανασύνταξη του εργατικού κινήματος. Χωρίς να επιδιώκεται, καλλιεργείται συντεχνιασμός, δημιουργείται η αντίληψη του «κακού εργοδότη» και της «κακής κυβέρνησης», του «εφικτού», του «να εξαιρεθούμε εμείς», δε διαμορφώνεται ταξική πολιτική συνείδηση.
Εμείς θα πρέπει συνεχώς να αναδεικνύουμε και να τεκμηριώνουμε την ανάγκη οι αγώνες ξεχωριστών χώρων δουλειάς να παίρνουν κλαδική διάσταση και οι κλαδικοί και πανεργατικοί αγώνες να στηρίζονται απ’ όλους τους χώρους των κλάδων, ιδιαίτερα των στρατηγικής σημασίας, γνωρίζοντας ότι αυτό στις σημερινές συνθήκες είναι πολύ δύσκολο, ότι στον καπιταλισμό η συντεχνιακή αντίληψη δεν μπορεί να εκλείψει πλήρως. Η πείρα έχει δείξει πως η αστική τάξη δε φοβάται την επιμέρους αντιπαράθεση και την αποσπασματικότητα της πάλης, το αν κάποιο μέλος της «κακοχαρακτηριστεί», και «θυσιαστεί», γιατί αυτήν την πάλη μπορεί να την ενσωματώσει. Ακόμα και αν κάποιος εργοδότης αναγκαστεί να υλοποιήσει κάποια από τα αιτήματα του αγώνα, έχει πολλές πιθανότητες να το παρουσιάσει στη συνέχεια ως δική του παραχώρηση. Αυτό που φοβάται είναι την εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεση, η οποία την εκθέτει συνολικά ως τάξη και κάνει πιο καθαρή την ανάγκη ανατροπής της. Αυτός ο αγώνας δημιουργεί προϋποθέσεις για να εξασφαλίζεται η συνέχεια, να αντιμετωπίζεται ο εφησυχασμός μετά την ικανοποίηση ορισμένων αιτημάτων, η απογοήτευση και η κούραση αν δεν κερδίζεται τίποτα.
Πέρα όμως από τους χώρους όπου οι μισθοί και το μεροκάματο έπεσαν πολύ χαμηλά και οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν οξυμμένα προβλήματα, υπάρχουν και χώροι που κρατήθηκαν σε ένα σχετικά καλύτερο επίπεδο, όπως στα ΕΛΠΕ, στη ΔΕΗ, στην ΕΥΔΑΠ, σε χώρους της Φαρμακοβιομηχανίας, των Ποτών κ.α. Πρόκειται για μεγάλους χώρους δουλειάς και σε κλάδους στρατηγικής σημασίας, με χιλιάδες εργαζόμενους. Οι εργαζόμενοι αυτών των χώρων, βλέποντας και την πολύ άσχημη κατάσταση των εργαζόμενων στους άλλους χώρους, τις στρατιές των ανέργων, παρά τις όποιες απώλειες είχαν και αυτοί την περίοδο της κρίσης, αισθάνονται «τυχεροί», πιο δύσκολα συμμετέχουν στον αγώνα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει αγώνας, γιατί μην ξεχνάμε ότι σε ορισμένους από αυτούς τους χώρους, ακόμα και σε περιόδους που δεν υπήρχε γενικότερη αγωνιστική κινητικότητα, έγιναν κινητοποιήσεις για τις συμβάσεις και τους μισθούς.
Αν εδώ οι δυνάμεις του ΚΚΕ που είναι στα επιχειρησιακά σωματεία αυτών των χώρων, και τα οποία ελέγχονται από τον εργοδοτικό κυβερνητικό συνδικαλισμό και την εργατική αριστοκρατία, ψάχνουν μόνο να βρουν «τα οξυμμένα προβλήματα του χώρου» και δεν ανοίξουν τη συζήτηση με βάση τις σύγχρονες ανάγκες, και όχι με το τι θεωρούν οι αστοί και οι δυνάμεις του καπιταλιστικού μονόδρομου οξυμμένο πρόβλημα και με το ποιον θεωρούν σήμερα φτωχό, παραβλέποντας τις σημερινές δυνατότητες της παραγωγής, της τεχνικής και της επιστήμης, δύσκολα θα προχωρήσει η οργάνωση της πάλης. Αν δε διευρύνουν το περιεχόμενο της διαπάλης και αντιπαράθεσης μέσα σε αυτά τα συνδικάτα με τα γενικότερα ζητήματα και αιτήματα πέρα από τους μισθούς, αν δεν ανεβάσουν το επίπεδο της ιδεολογικής διαπάλης και δεν οξύνουν το μέτωπο και με την εργατική αριστοκρατία που, παρά την όποια συρρίκνωσή της, σε αυτούς τους χώρους συνεχίζει να παραμένει ισχυρή, δεν πρόκειται να υπάρξει ανασύνταξη του κινήματος σε αυτούς τους χώρους.
Σε αυτούς τους χώρους, για παράδειγμα, μπορεί σήμερα να είναι δύσκολη η οργάνωση αγώνων, γιατί οι εργαζόμενοι παίρνουν καλύτερους μισθούς σε σχέση με άλλους, έχουν ακόμα ορισμένες άλλες εργοδοτικές παροχές, αυτό όμως δε σημαίνει ότι και το επόμενο διάστημα θα παραμείνει η ίδια κατάσταση, γιατί και εδώ προετοιμάζονται δυσμενείς αλλαγές. Η διοίκηση των ΕΛΠΕ, για παράδειγμα, έχει αρχίσει να προετοιμάζει το έδαφος για μειώσεις λέγοντας ότι «υπάρχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας με τα διυλιστήρια που βρίσκονται εκτός ΕΕ», ενώ ταυτόχρονα διεκδικεί από την κυβέρνηση «να αλλάξει το νομικό καθεστώς για την προστασία του περιβάλλοντος, γιατί κοστίζει, δυσκολεύει τον ανταγωνισμό».
Ταυτόχρονα, δε σημαίνει ότι και τώρα οι εργαζόμενοι του χώρου δεν αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα σε σχέση με τα ωράρια εργασίας, με την εντατικοποίηση της δουλειάς, με τις ανθυγιεινές και επικίνδυνες συνθήκες όπου τα εργατικά ατυχήματα είναι συχνά και σοβαρά, έξαρση των επαγγελματικών ασθενειών κ.ά.
Γι’ αυτό σε κάθε χώρο και κλάδο θα πρέπει να δουλεύουμε συγκεκριμένα με βάση τα δικά του χαρακτηριστικά και συνθήκες, χωρίς γενικότητες και αντιγραφές από χώρους που οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Σε αυτούς τους χώρους υπάρχουν και χαμηλόμισθα τμήματα εργαζόμενων, εργολαβικοί, που πρέπει στη δουλειά μας να ιεραρχηθούν και υπάρχουν μεγαλύτερες δυνατότητες. Σε αυτούς τους χώρους όπου η επιχείρηση είναι πιο οργανωμένη, που υπάρχουν εργαζόμενοι με ένα καλύτερο επίπεδο μόρφωσης και ειδίκευσης, μπορούν να κατανοήσουν καλύτερα πλευρές που έχουν σχέση με τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, με την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, το ίδιο και τους όρους για την κατάργησή της. Μπορούν να δουν καλύτερα το πώς αυτοί οι τομείς στο πλαίσιο της Εργατικής Εξουσίας θα μπορέσουν να δουλέψουν για την ικανοποίηση των εργατικών, λαϊκών αναγκών και όχι για τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων, όπως γίνεται τώρα.
Επομένως, χρειάζεται από τις δυνάμεις μας που δρουν στο αντίστοιχο συνδικάτο ανάλογη ιδεολογική και πολιτική δουλειά και όχι μόνο «να κυνηγάμε το πρόβλημα», άσχετα αν ακόμα δεν έχουν αποφασίσει να παλέψουν, να συγκρουστούν. Έτσι, θα μπορέσουν να διευρύνουν και να ισχυροποιήσουν σε αυτούς τους χώρους το τμήμα των πρωτοπόρων ταξικών δυνάμενων, ώστε, όταν υπάρξουν και οι κατάλληλες αντικειμενικές συνθήκες, να μπορέσουν να μπούνε μπροστά και να επιδράσουν στην οργάνωση και στην πολιτικοποίηση της πάλης. Επομένως, και εδώ υπάρχουν δυνατότητες να γίνουν βήματα στην ανασύνταξη, γιατί εμείς, όταν μιλάμε για το κίνημα, σε καμία περίπτωση δεν το ταυτίζουμε με έναν αγώνα ή μία κινητοποίηση ανάλογα με το ξέσπασμα του ενός ή του άλλου προβλήματος στο εργοστάσιο, στον κλάδο, που εξαντλείται στη συμμετοχή στις αρχαιρεσίες ή και σε κάποιες απεργίες, κινητοποιήσεις.
Στα χρόνια της κρίσης προχώρησε πιο γρήγορα η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, που συνοδεύτηκε με κλείσιμο εργοστασίων, με εξαγορές και συγχωνεύσεις, με μείωση του προσωπικού και απολύσεις, με χειροτέρεμα των εργασιακών συνθηκών και αμοιβών. Τα αντίστοιχα ΔΣ των συνδικάτων με ανακοινώσεις τους προειδοποίησαν έγκαιρα για τις συνέπειες, κάλεσαν τους εργαζόμενους να οργανωθούν και να παλέψουν στις νέες συνθήκες. Στις περισσότερες περιπτώσεις διαμόρφωσαν τα αντίστοιχα αιτήματα να μη γίνουν απολύσεις, μειώσεις μισθών για την προστασία αυτών που απολύθηκαν, οργάνωσαν αγώνες με διάφορες μορφές, με διάρκεια, με σχεδόν καθολική συμμετοχή των εργαζόμενων κ.ά.
Το φαινόμενο όμως της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, της συγχώνευσης και εξαγοράς επιχειρήσεων, που συνοδεύεται με κλεισίματα, απολύσεις κ.ά., είναι σύμφυτο με την καπιταλιστική κρίση, με τους στόχους της ανταγωνιστικότητας, της καπιταλιστικής ανάπτυξης, των επενδύσεων, με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής γενικότερα. Δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιό του, παρά μόνο όταν η Εργατική Τάξη πάρει από τα χέρια των καπιταλιστών τα εργοστάσια, όλα τα κλειδιά της οικονομίας και την πολιτική εξουσία. Αυτήν την αλήθεια οι κομμουνιστές που είναι στα ΔΣ θα πρέπει με ανάλογο τρόπο να την αναδεικνύουν, να την τεκμηριώνουν με παραδείγματα από τον ίδιο τον κλάδο. Ταυτόχρονα, όλες μας οι δυνάμεις θα πρέπει μέσα στον αγώνα να αναδεικνύουν ότι, για να μην κλείνουν τα εργοστάσια, για να υπάρχει κεντρικό σχέδιο για το τι θα παράγεται και πού θα παράγεται με κριτήριο τις σύγχρονες ανάγκες των εργατών, χρειάζεται να αλλάξει χέρια η εξουσία και όχι η κυβερνητική διαχείριση. Αν αυτό δε γίνεται, ο αγώνας δε θα παίρνει εκείνα τα πολιτικά χαρακτηριστικά που θα βοηθούν στη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης, οι εργάτες μετά από τη λήξη του θα απογοητεύονται, θα «αποστρατεύονται», θα επιδρά πιο εύκολα η λογική της «αναποτελεσματικότητας» των αγώνων, της «λαθολογίας», ακόμα και η αντιδραστική αντίληψη ότι «οι αγώνες κλείνουν τα εργοστάσια».
Αυτήν την περίοδο, λόγω και της κρίσης, ορισμένα μόνιμα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού πήραν μεγαλύτερες διαστάσεις, όπως, για παράδειγμα, αυτό της ανεργίας. Τα ΔΣ των συνδικάτων σωστά έριξαν βάρος στην αλληλεγγύη για τους ανέργους και διαμόρφωσαν μια σειρά αιτήματα για την επιβίωση και την ανακούφισή τους, για την προστασία της υγείας τους. Με βάση αυτά, προσπάθησαν να οργανώσουν την πάλη τους, γεγονός που πάντα είχε και έχει τις δικές του ιδιαίτερες δυσκολίες, γιατί εκεί που μπορεί να προχωράει πιο σταθερά και στέρεα η οργάνωση, ο αγώνας και η αλληλεγγύη, που υπάρχουν καλύτερες προϋποθέσεις για να υπάρχει συνέχεια, είναι ο χώρος δουλειάς. Αν όμως οι κομμουνιστές μέσα από την αγωνιστική δράση για την ανακούφιση των ανέργων και τα επιδόματα ανεργίας, δεν προβάλλουμε στόχους πάλης που αφορούν τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, την απαίτηση για ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και για ταυτόχρονη μείωση του ημερήσιου και εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, αιτήματα που βρίσκονται σε αντιπαράθεση με το στόχο αύξησης των κερδών του κεφαλαίου, αν ταυτόχρονα μέσα από αυτήν την πάλη δεν αναδεικνύουμε το κύριο, δηλαδή ότι η εξασφάλιση μόνιμης και σταθερής δουλειάς με δικαιώματα, ότι η ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας μόνο στο πλαίσιο της Εργατικής Εξουσίας μπορεί να υπάρξει, δεν μπορεί η πάλη κατά της ανεργίας να γίνει υπόθεση του εργατικού κινήματος, να είναι συνεχής και να συσπειρώνει και τους ίδιους τους ανέργους, να παίρνει σωστά πολιτικά χαρακτηριστικά. Θα κυριαρχεί η αντίληψη των μειωμένων απαιτήσεων, της προσωρινής διεξόδου μέσω της ανακύκλωσης του προβλήματος με τα διάφορα επιδοτούμενα προγράμματα, του μικρότερου κακού. Ο αντίπαλος, μέσα από τους περισσότερους, πολυποίκιλους και πιο οργανωμένους μηχανισμούς διαχείρισης της ανεργίας που διαθέτει ιδιαίτερα σήμερα, θα εξαγοράζει και θα ενσωματώνει τους ανέργους μέσα από φιλανθρωπίες, συσσίτια, κουπόνια, από το μοίρασμα μιας θέσης εργασίας σε περισσότερους ανέργους.
Αυτήν την περίοδο, ένα από τα ζητήματα που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας είναι το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα. Τα ΔΣ των συνδικάτων καθημερινά μέσα στους χώρους δουλειάς αναδεικνύουν τις αιτίες του προβλήματος και μέσα από την ανάπτυξη της αλληλεγγύης προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την άσχημη κατάσταση που βιώνουν οι πρόσφυγες και μετανάστες. Ταυτόχρονα, γύρω από αυτό το ζήτημα δραστηριοποιούνται και άλλες δυνάμεις, μιλάνε για το δράμα των προσφύγων, αναγνωρίζουν ότι είναι θύματα του πολέμου, διαμορφώνουν ανάλογα αιτήματα, προσφέρουν και υλική αλληλεγγύη. Σε πολλές επιχειρήσεις η ίδια η εργοδοσία οργανώνει εκδηλώσεις, συγκεντρώνει υλική βοήθεια προσπαθώντας να ξεπλύνει τη βαρβαρότητά της, να παρουσιάσει «ανθρώπινο πρόσωπο». Μέσα απ’ όλη αυτήν τη δραστηριότητα έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα αλληλεγγύης που ανακουφίζει τον πόνο των προσφύγων και ταυτόχρονα δυσκολεύει τη δράση των φασιστικών και αντιδραστικών δυνάμεων.
Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος όμως με τις σύγχρονες μορφές του συνεχίζεται, το προσφυγικό-μεταναστευτικό οξύνεται και αυτό συνεχώς, αξιοποιείται για να καλλιεργούνται φασιστικές και αντιδραστικές αντιλήψεις. Ήδη την ώρα που οι ιμπεριαλιστές συζητούν το σταμάτημα του πολέμου στη Συρία, έχουν ανοίξει τη συζήτηση για την ανάγκη νέας ιμπεριαλιστικής επέμβασης στη Λιβύη. Ενισχύουν τη δολοφονική πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ και προετοιμάζουν το έδαφος για νέες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και σε άλλες χώρες, δημιουργούνται προϋποθέσεις για γενικότερη πολεμική ανάφλεξη στην περιοχή και με τη συμμετοχή της Ελλάδας, αλλά και για απευθείας σύγκρουση ανάμεσα σε ηγετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Γι’ αυτό η αναγκαία υλική αλληλεγγύη των συνδικάτων προς τους πρόσφυγες θα πρέπει να συνδυάζεται με ένταση της ιδεολογικής δουλειάς γύρω από το σύγχρονο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ότι το προσφυγικό-μεταναστευτικό δεν πρόκειται να πάψει να υπάρχει αν δεν πάψει να υπάρχει καπιταλισμός, που γεννά τους πολέμους και την εκμετάλλευση, την προσφυγιά και την ξενιτιά. Επομένως, η πάλη για την αντιμετώπιση των οξυμμένων προβλημάτων των προσφύγων θα πρέπει να δένεται με την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, να διαμορφώνει κριτήρια για τη στάση που πρέπει να κρατάει η εργατική τάξη απέναντι σε αυτόν, να αναδεικνύει γιατί η εργατική, λαϊκή πάλη σε όλες τις χώρες πρέπει να στοχεύει στην ανατροπή του καπιταλισμού. Κάθε προσπάθεια έξω από αυτήν τη γραμμή είναι αδιέξοδη, οδηγεί στη διαχείριση του προβλήματος υπέρ των συμφερόντων αυτών που το δημιούργησαν, δε διαμορφώνει αντικαπιταλιστική συνείδηση, αφήνει έδαφος στην κυβέρνηση να καπηλεύεται την εργατική, λαϊκή αλληλεγγύη και ταυτόχρονα να φορτώνει στους πρόσφυγες την ευθύνη για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες εργάτες.
Ως Κόμμα, στο πλαίσιο της συνολικής μας πρότασης έχουμε διαμορφώσει και τις επιμέρους προτάσεις μας για μια σειρά κλάδους και τομείς, όπως, για παράδειγμα, συγκρότηση «Ενιαίου Κρατικού Φορέα Ναυπηγικής Βιομηχανίας», «Ενιαίου Κρατικού Φορέα Ενέργειας», «Ενιαίου Κρατικού Φορέα παραγωγής-διακίνησης, εισαγωγής και έρευνας για το Φάρμακο» κ.ά. Αυτές όμως οι σωστές κομματικές προτάσεις, που η υλοποίησή τους μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο της Εργατικής Εξουσίας, όταν μπαίνουν από τα αντίστοιχα ΔΣ των συνδικάτων ξεκομμένα από τις κυρίαρχες σχέσεις ιδιοκτησίας, δε συμβάλλουν στη σωστή πολιτικοποίηση της πάλης, στη δημιουργία αντικαπιταλιστικής συνείδησης. Αντίθετα, δημιουργούν συγχύσεις και αυταπάτες, ότι μπορεί στο πλαίσιο του καπιταλισμού να λειτουργήσουν κρατικά μονοπώλια και κρατικοί οργανισμοί προς όφελος των εργατών, του λαού γενικότερα. Έτσι, χωρίς να το θέλουν, ρίχνουν νερό στο μύλο διάφορων ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων, που προτείνουν ένα άλλο μίγμα διαχείρισης εξόδου από την κρίση, με μεγαλύτερο μερίδιο του αστικού κράτους σε αυτές τις επιχειρήσεις, στη διοίκηση των οργανισμών ή και αποκλειστικά κάποια κρατικά μονοπώλια, με την ενίσχυση του Δημόσιου Τομέα γενικότερα. Αντί τέτοιες προτάσεις να αξιοποιούνται για να δείχνουν πιο καθαρά την ανάγκη ανατροπής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δημιουργούν αυταπάτες ότι μέσω της δημιουργίας κρατικών επιχειρήσεων μπορεί να αλλάξει ο εκμεταλλευτικός τους χαρακτήρας.
Γι’ αυτό, οι κομμουνιστές που είναι στα ΔΣ και μέλη αυτών των συνδικάτων θα πρέπει να αντιπαλεύουν ολοκληρωμένα αυτά τα ζητήματα, που έχουν σχέση είτε με την περισσότερη παρέμβαση του κράτους είτε με την παραπέρα ιδιωτικοποίηση, στην κατεύθυνση που φωτίζουν τα υλικά της διημερίδας της ΚΕ.
«…δεν αντιπαλεύουμε τις ιδιωτικοποιήσεις υψώνοντας τη σημαία του χτες, ζητώντας δηλαδή την επιστροφή στις παλιές κρατικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αλλά με τη σημαία του αύριο για επιχειρήσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας της εργατικής εξουσίας, με τη σημαία της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών. Αυτό δε σημαίνει ότι αδιαφορούμε σήμερα για τις άμεσες συνέπειες των ιδιωτικοποιήσεων στις εργασιακές σχέσεις και στους μισθούς των εργαζόμενων σ’ αυτές τις επιχειρήσεις, για τις νέες επιβαρύνσεις της λαϊκής οικογένειας, για την προστασία του περιβάλλοντος. Πρωταγωνιστούμε στην πάλη για όλα αυτά, αλλά δε χωρίζουμε, δεν αποκόπτουμε τις σημερινές μάχες από τη διέξοδο που προτείνουμε, από τον ταξικό πόλεμο που θέλουμε να κερδίσουμε»12.
Το γεγονός ότι οι εργατικοί συνδικαλιστικοί αγώνες, που έγιναν την περίοδο της κρίσης, δεν έφεραν τα αναμενόμενα άμεσα αποτελέσματα, δεν απέτρεψαν την ιδεολογική και οργανωτική υποχώρηση του εργατικού κινήματος, σε ένα τμήμα εργατών που συμμετείχε σε αυτούς τους αγώνες έχει φέρει κούραση και απογοήτευση που ο αντίπαλος προσπαθεί να εκμεταλλευτεί. Για να μπουν αυτοί οι εργάτες και άλλοι που αισθάνονται έτσι στον αγώνα, να αποκτήσουν σταθερότητα, αντοχή και να αντέξουν το μακρόχρονο της πάλης, να υποστούν τις θυσίες που απαιτούνται, χρειάζεται ένταση της αυτοτελούς κομματικής δουλειάς με όλες τις μορφές, που θα βοηθά τους εργάτες να βλέπουν πού βρίσκεται η προοπτική και να πείθονται ότι υπάρχει πραγματικά ξέφωτο.
Ταυτόχρονα όμως οι κομμουνιστές θα πρέπει να συμβάλλουν ώστε και τα ΔΣ των συνδικάτων να ανεβάζουν το επίπεδο της ιδεολογικής τους παρέμβασης, να αναλαμβάνουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για να περάσει το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα σε οργανωμένη μαζική αντεπίθεση με ιδεολογικές και πολιτικές στοχεύσεις. Να βοηθήσουν τα ΔΣ μέσα από τις ανακοινώσεις τους, πέρα από τα καλύτερα και περισσότερα αιτήματα, να ανοίγουν γενικότερα ζητήματα, για το τι έδωσαν οι αγώνες που έγιναν, γιατί δεν μπόρεσαν να δώσουν παραπάνω, το τι εργατικό κίνημα χρειάζεται. Να ανοίγουν ιδεολογικό μέτωπο με το χαμήλωμα του πήχη των απαιτήσεων, τη λογική του μικρότερου κακού, με τις εκλογικές αυταπάτες, με το φόβο της σύγκρουσης. Να αναδεικνύουν το σύγχρονο περιεχόμενο της φτώχειας με βάση τις σημερινές δυνατότητες και ανάγκες, να διευρύνουν το περιεχόμενο της παρέμβασής τους με όλα τα ζητήματα που αφορούν την εργατική, λαϊκή οικογένεια, να εμπλουτίσουν τις μορφές δράσης τους. «Είναι ζήτημα προσανατολισμού και πρόβλεψης, προετοιμασίας, όπου ο αγώνας λήξει, και μάλιστα χωρίς στοιχειώδη ικανοποίηση των αιτημάτων του, να μη θεωρηθεί αποτυχία του αγώνα, αλλά κραυγαλέα απόδειξη για την ανάγκη αντεπίθεσης, ρήξης και ανατροπής. Στο επίπεδο της εξουσίας, κραυγαλέα απόδειξη για το πόσο στενός κορσές αποτελούν για τα δικαιώματα των εργαζόμενων οι αναγκαιότητες της καπιταλιστικής παραγωγής»13. Αλλιώς, όσο καλά και αν περιγράφουν την άσχημη κατάσταση, όσο και καλά αν εξηγούν γιατί στο μέλλον τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα, όσο κι αν δυναμώνει η δυσαρέσκεια και η αγανάκτηση, όλα αυτά δεν αντιμετωπίζουν την κούραση και την απογοήτευση, δεν ξεσηκώνουν από μόνα τους αν δε δεθούν με τις βασικές μας ιδέες. Ακόμα κι αν ξεσηκώσουν, αυτό θα είναι προσωρινό, γρήγορα θα ξεφουσκώσουν.
Σήμερα όλες οι συνδικαλιστικές δυνάμεις προτείνουν διάφορες «φιλολαϊκές συνταγές εξόδου από την κρίση», είναι υπέρ της ανάπτυξης,  της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», της «εθνικής παραγωγής», «των επενδύσεων», της «μεγαλύτερης παρέμβασης του κράτους», της «εξόδου από το ευρώ», «το χτύπημα της διαφθοράς και της διαπλοκής», κ.ά. Όλες αυτές οι «συνταγές», που είναι δοκιμασμένες και αποτελούν στόχους της αστικής τάξης, κρύβουν την αλήθεια, δηλαδή ότι δεν υπάρχει φιλολαϊκή διέξοδος από την κρίση, και επιδρούν στη συνείδηση των εργατών.
Γι’ αυτό εμείς λέμε ότι η παρέμβαση των κομμουνιστών στο συνδικαλιστικό κίνημα «δεν πρέπει να περιορίζεται στην παρουσίαση των προβλημάτων ή στην καταγγελία των αντιπάλων ή στην προβολή ορισμένων αιτημάτων και προτάσεων για τα προβλήματα των εργαζόμενων. Χρειάζεται να αποκαλύπτει στους εργαζόμενους το μηχανισμό της εκμετάλλευσης, της παραγωγής υπεραξίας, να διαπαιδαγωγεί την εργατική τάξη στην ασυμφιλίωτη πάλη με το κεφάλαιο, με αυτήν την κατεύθυνση να διαμορφώνει τα αιτήματά της. Να αποκαλύπτει ότι η καπιταλιστική κρίση είναι προϊόν υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Να ανοίγει σφοδρό μέτωπο με την αστική διαχείριση σε όλες τις παραλλαγές της, την κλασική νεοφιλελεύθερη ή τη σοσιαλδημοκρατική, στην Ευρωζώνη και στην υπόλοιπη ΕΕ, που είναι ιμπεριαλιστικές ενώσεις συνυπεύθυνες για τη νέα αύξηση της φτώχειας και της εξαθλίωσης, για την ένταση της κρατικής βίας και της καταστολής. Να προβάλλονται αιτήματα που συγκρούονται με την καπιταλιστική κερδοφορία»14. Αν αυτό δε γίνεται, δε θα κατανοείται ότι η ανάπτυξη έφερε την κρίση, ότι είναι μόνιμο χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και η δυσαρέσκεια και η αγανάκτηση θα στρέφεται ενάντια στα «ανίκανα κόμματα», στους «πολιτικούς που τα τρώνε», δηλαδή στο να αλλάζουν οι διαχειριστές και να μένει στο απυρόβλητο η εργοδοσία, η αστική τάξη συνολικότερα. Δε θα κατανοείται ότι η «φιλολαϊκή διέξοδος», που όλοι τους επικαλούνται, δένεται με την πάλη για την αλλαγή τάξης στην εξουσία και θα αφήνεται έδαφος για καλλιέργεια αυταπατών, συγχύσεων, κοινοβουλευτικών αυταπατών, οι εργάτες θα ασπάζονται τους στόχους της αστικής τάξης.
Αυτό το διάστημα, η κυβέρνηση και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, μέσα από τους σκυλοκαβγάδες τους, προετοιμάζουν το έδαφος για τα νέα αντεργατικά μέτρα στις εργασιακές σχέσεις, στο συνδικαλιστικό νόμο, που είναι και προαπαιτούμενα για τη νέα αξιολόγηση. Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει, όπως και με τα προηγούμενα μέτρα, να εμφανίσει το άσπρο μαύρο, ότι «δίνει μάχες» για να επαναλειτουργήσει «το θεσμό των Συλλογικών Συμβάσεων», «να βάλει τάξη στην εργασιακή ζούγκλα», κρύβοντας ότι έχει στόχο να μονιμοποιήσει την εργασιακή ζούγκλα μέσα από την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων μέσα από «ελεύθερες διαπραγματεύσεις», ώστε να το επικαλείται όπως τώρα επικαλείται το αποτέλεσμα των εκλογών, λέγοντας «ότι ο λαός έχει εγκρίνει την πολιτική μας». Η ύπαρξη Συλλογικών Συμβάσεων είναι σημαντικό ζήτημα που το ταξικό εργατικό κίνημα δεν πρέπει να παραβλέπει, δεν είναι όμως αυτοσκοπός και γι’ αυτό δε θα πρέπει με πρόσχημα την υπεράσπιση του θεσμού να υπογράφονται μισθοί και μεροκάματα πείνας, να νομιμοποιείται η διασπαστική πολιτική του κεφαλαίου, ο διαχωρισμός των εργατών ενός χώρου και κλάδου με βάση την ηλικία, το αν είναι μόνιμος ή εργολαβικός. Η μάχη για την υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων είναι μια ιδεολογική και οργανωτική μάχη για την ανασύνταξη και όχι μόνο συναντήσεις και διαπραγματεύσεις με την εργοδοσία. Είναι σύγκρουση με την καπιταλιστική ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία, με τις μειωμένες απαιτήσεις και τη λογική του μικρότερου κακού, του «ρεαλισμού». Είναι μάχη με τις δυνάμεις του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού που στο όνομα της υπεράσπισης του θεσμού, το να υπάρχει συλλογική σύμβαση, προβάλλουν τη λογική να υπογράψουμε ότι να ’ναι και όχι να παλέψουμε για την κάλυψη των απωλειών που είχαν οι εργαζόμενοι από το 2010 μέχρι σήμερα, που για τις ταξικές δυνάμεις δεν είναι το ιδανικό, αλλά το λιγότερο που σήμερα πρέπει να διεκδικήσουν ως απάντηση σε αυτά που λέει η κυβέρνηση περί «δίκαιης ανάπτυξης, ότι έρχονται επενδύσεις, ότι γυρίζουμε σελίδα». Είναι μάχη που απαιτεί αντοχή, υπομονή, δουλειά με προοπτική. Έτσι θα συμβάλλει στην πολιτικοποίηση του εργατικού κινήματος, στην πραγματική αλλαγή των συσχετισμών και στη δημιουργία προϋποθέσεων για υπογραφή συμβάσεων που θα καλύπτουν τις απώλειες. Αλλιώς, με όσο καλό και επεξεργασμένο σχέδιο σύμβασης και να πας στους εργοδότες, αν δε νιώθουν την ανάσα του εργατικού κινήματος στο σβέρκο τους, αν δε νιώσουν ότι αμφισβητούνται τα ιερά και τα όσιά τους, θα συνεχίσουν να ακολουθούν παρελκυστική τακτική, στο όνομα της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας θα προτείνουν πιο χαμηλούς μισθούς και μεροκάματα, θα διευρύνουν το «διαίρει και βασίλευε» χωρίζοντας τους εργάτες σε κατηγορίες.

 Ο ΣΩΣΤΟΣ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΚΟΜΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

 Από τα παραπάνω παραδείγματα φαίνεται η προτεραιότητα και σταθερότητα που πρέπει να έχει η καθημερινή αυτοτελής κομματική παρέμβαση για την προβολή του Προγράμματός μας, αλλά και η παρέμβαση των κομμουνιστών μέσα στα συνδικάτα, στην προετοιμασία ενός αγώνα, κατά τη διεξαγωγή του και μετά από τη λήξη του. Η παρέμβασή μας αυτή δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τη δουλειά του συνδικάτου, όσο καλά και σωστά πολιτικοποιημένη κι αν είναι η δράση, ακόμα και του πιο ισχυρού συνδικάτου. Είναι όμως καθοριστικής σημασίας ζήτημα το να διευρυνθεί και να ανέβει το ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο της λειτουργίας και δράσης των συνδικάτων, των αγώνων, να βοηθά τον εργάτη και την εργάτρια να βλέπουν ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν είναι μονόδρομος, ότι υπάρχει και άλλος τρόπος παραγωγής, χωρίς αφεντικά και εκμετάλλευση, να του δείχνει τον τρόπο για να το πετύχει.
Η κατανόηση του ζητήματος, της πολύπλευρης ιδεολογικής δουλειάς των κομμουνιστών στα ΔΣ και στα μέλη των συνδικάτων, μέσα από μαζικές διαδικασίες και όχι μόνο μέσα από τις ανακοινώσεις, όπου εκεί θα γίνεται ουσιαστική συζήτηση με τους εργάτες και διαπάλη με τις άλλες δυνάμεις, για να χωνεύονται όλα τα ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα της πάλης που αναφέραμε και να κατανοείται γιατί ο αγώνας του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος θα πρέπει να φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της εξουσίας, είναι καθοριστικής σημασίας για την ιδεολογική και οργανωτική ανασύνταξη, για τον απεγκλωβισμό δυνάμεων και τη διεύρυνση των δυνάμεων που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ. Εμείς δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι ιδέες και οι θέσεις μας για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, και γενικότερα, αποκτούν υλική δύναμη όταν υιοθετούνται και αποτελούν αντικείμενο πάλης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, όταν δουλεύει σωστά «ο ιμάντας μεταβίβασης», αλλιώς, όσο καλά και αν δουλεύει η μηχανή, αν δε βάζει σε κίνηση τους τροχούς, αν αυτά δεν πατάνε σε στέρεο έδαφος, κίνηση δεν υπάρχει.
Για εμάς, κριτήριο αξιολόγησης των καθημερινών αγώνων για άμεσες διεκδικήσεις είναι το κατά πόσο βοηθάνε στην πρόοδο της πολιτικής συνείδησης. Σε αυτό θα πρέπει να υπάρχει ενιαία αντίληψη και στάση. «Το ΚΚΕ δε βάζει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο μαζικό και πολιτικό κίνημα. Το μαζικό κίνημα πρέπει συνεχώς να ανεβαίνει τις βαθμίδες της πολιτικοποίησης, ώστε πράγματι το εργατικό κίνημα να γίνει το κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο της ανατρεπτικής πάλης, με την καθοδήγηση του Κόμματος, με την αποδοχή από μια κρίσιμη μάζα του Προγράμματός του. Το Κόμμα δε βλέπει το μαζικό εργατικό κίνημα ως παράγοντα διεκδίκησης από μία κυβέρνηση, από το κοινοβούλιο, αλλά ως παράγοντα ανατροπής για την εργατική, λαϊκή εξουσία»15.
Είναι μεγάλη και σημαντική κατάκτηση ότι μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες το ΠΑΜΕ συσπειρώνει και κινητοποιεί ένα πρωτοπόρο τμήμα εργατών που πιστεύει στη γραμμή και στον προσανατολισμό της πάλης του. Υπάρχει και ένα άλλο τμήμα σε κάθε κλάδο και χώρο που αναγνωρίζει το ΠΑΜΕ για τους αγώνες και τη στάση του, το βλέπει ως αποκούμπι στα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Για να θωρακίσει, να ατσαλώσει και να διευρύνει το τμήμα που έχει συσπειρώσει με τη γραμμή του και να κερδίσει και το άλλο που το συμπαθεί για τη στάση του, χρειάζεται, πέρα από τη βελτίωση της οργανωτικής δουλειάς, της πρωτοβουλίας, να ισχυροποιηθεί και να βελτιωθεί παραπέρα το περιεχόμενο και ο προσανατολισμός της πάλης, η διαπάλη με τις αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, μέσα από την καθημερινή πάλη να αναδεικνύεται το χρέος της εργατικής τάξης, που δεν είναι άλλο από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. «Από τη στιγμή που η κοινωνική εξέλιξη καθορίζεται από την πρόοδο της ταξικής πάλης, από τη στιγμή που ο λαός είναι ο καθοριστικός παράγοντας των θετικών εξελίξεων, το ερώτημα αν το εργατικό, λαϊκό κίνημα, αν μια συνδικαλιστική οργάνωση της εργατικής τάξης έχει δικαίωμα να πάρει θέση για την ανατροπή μιας κυβέρνησης, αν έχει δικαίωμα να χαράξει αγωνιστική γραμμή με πολιτική κατεύθυνση και όχι μόνο με κάποια άμεσα αιτήματα, η απάντησή μας είναι κατηγορηματικά θετική. Η πολιτική πάλη δε διαχωρίζεται με στεγανά από την οικονομική, η οικονομική είναι κατώτερη μορφή της πολιτικής πάλης»16.
«Για εμάς, η άποψη που υπαγορεύει η αστική και οπορτουνιστική αντίληψη ότι το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, γενικότερα το λαϊκό κίνημα, δεν πρέπει να παίρνει θέση στο ζήτημα της διακυβέρνησης, της εξουσίας, είναι λαθεμένη. Το εργατικό κίνημα αντικειμενικά παίρνει θέση στο ζήτημα της εξουσίας, είτε αυτό γίνεται συνειδητά είτε όχι. Στο βαθμό που δεν αμφισβητεί το εκμεταλλευτικό σύστημα, μετατρέπεται σε στυλοβάτη της εξουσίας του κεφαλαίου και όσο περισσότερο γίνεται αυτό τόσο περισσότερο πυκνώνουν οι φωνές περί ουδετερότητάς του. Η ουδετερότητα που επικαλούνται δεν είναι τίποτα άλλο από το καμουφλάρισμα της ταξικής συνεργασίας, του κοινωνικού εταιρισμού, της αναγνώρισης της προτεραιότητας των συμφερόντων του κεφαλαίου έναντι εκείνων της εργατικής τάξης, της λογικής του ευρωενωσιακού μονόδρομου. Οι καπιταλιστές, οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι, οι τεχνοκράτες τους κατηγορούν τους αγώνες ως πολιτικά υποκινούμενους και επικίνδυνους, διασπαστικούς, γιατί δήθεν δεν παίρνουν υπόψη ότι οι εργαζόμενοι ανήκουν σε πολλά ή και σε όλα τα κόμματα. Ωστόσο, το περιεχόμενο της έννοιας “πολιτικοποίηση” καθορίζεται από το σκοπό της, ο οποίος για την εργατική τάξη δεν μπορεί να είναι άλλος από την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου»17. Εξάλλου τα ίδια τα καταστατικά πολλών σωματείων, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, βάζουν το ζήτημα της κατάργησης της εκμετάλλευσης, κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Στο καταστατικό της Πανελλαδικής Ένωσης Λιθογράφων, για παράδειγμα, που ψηφίστηκε στις 30.3.1912, ανάμεσα στους σκοπούς της δράσης της αναφέρεται ότι είναι «η πάλη για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης από τον κεφαλαιοκρατικό ζυγό, με την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο». Οι αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις πάντα χρησιμοποιούν και αξιοποιούν το εργατικό κίνημα για την επίτευξη των πολιτικών τους επιδιώξεων, όπως έκαναν, για παράδειγμα, με τον αγώνα των εργαζόμενων στην ΕΡΤ.
Το πώς όμως τα συνδικάτα θα παίρνουν θέση στο ζήτημα της εξουσίας, χωρίς να γίνονται λάθη και να ταυτίζονται με το Κόμμα, στην πράξη ήταν πάντα και συνεχίζει να παραμένει ένα δύσκολο και σύνθετο ζήτημα. Γι’ αυτό, στην Απόφαση της Ευρείας Ολομέλειας τονίζεται ότι «οι σχέσεις Κόμματος - Συνδικάτων και ιστορικά δεν ήταν ποτέ ένα απλό και εύκολο ζήτημα και δεν είναι σωστό ούτε να απλοποιούνται τα ζητήματα που προκύπτουν, ούτε να απολυτοποιούνται και να τα προσεγγίζουμε στατικά και έξω από την εξέλιξή τους και τη διαλεκτική τους σχέση». Ως Κόμμα λέμε πως το καθήκον της εργατικής τάξης είναι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, της επαναστατικής εργατικής εξουσίας. Ότι αυτό «θα είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης», που θα το υλοποιήσει μέσα από σκληρή αναμέτρηση με την αστική τάξη και με την καθοδήγηση του Κόμματός της, του ΚΚΕ. Γι’ αυτό, εμείς θα πρέπει με τη δουλειά μας να βοηθάμε ώστε η καθημερινή εργατική συνδικαλιστική πάλη να αποκτά αντικαπιταλιστικό - αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό.
Για να πείθονται όμως οι εργάτες γι’ αυτήν την ανάγκη, θα πρέπει να βλέπουν και το «έπαθλο» της αντιμονοπωλιακής αντικαπιταλιστικής πάλης, που δεν είναι άλλο από την κατάκτηση της εξουσίας. Αν δε γίνεται αυτό, θα αφήνεται έδαφος για να μπερδεύουν και να αποπροσανατολίζουν τους εργάτες οι δυνάμεις που σήμερα χρησιμοποιούν αντικαπιταλιστική ρητορεία και συνθήματα, χωρίς να θέτουν ζήτημα εργατικής εξουσίας, αλλά διάφορα μεταβατικά προγράμματα και στάδια για να προχωράει η λογική της κυβερνητικής εναλλαγής. Η αναγκαία προσπάθεια όμως να αποκτά η εργατική πάλη αντιμονοπωλιακή και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση δε σημαίνει «ταύτιση με το Πρόγραμμα του ΚΚΕ και ισοπέδωση ή επικάλυψη της αποστολής του Κόμματος και αυτής των Συνδικάτων που, ανεξάρτητα από το επίπεδο και την κατεύθυνση και την πολιτικοποίησή τους, παραμένουν μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης»18. Εμείς θα πρέπει με την καθοδήγησή μας στο εργατικό κίνημα να το βοηθάμε ώστε οι στόχοι του «να πλησιάζουν όσο γίνεται προς την κατεύθυνση των στόχων του Κόμματος».
Το Κόμμα, όπως αναφέρεται και στο Καταστατικό μας, «είναι το Κόμμα της εργατικής τάξης, η συνειδητή οργανωμένη ιδεολογική, πολιτική πρωτοπορία της, η ανώτατη μορφή οργάνωσής της». Το Κόμμα αποτελείται από ομοϊδεάτες εθελοντές, γι’ αυτό δεν ταυτίζεται με τα συνδικάτα που συγκροτούνται από εργάτες με διαφορετικές ιδεολογικές αντιλήψεις και πιστεύω. Με τη σωστή όμως καθοδήγησή τους και την ολοκληρωμένη δουλειά των κομμουνιστών μέσα σε αυτά, μπορούν «να γίνουν ένας πολύ σπουδαίος βοηθός της πολιτικής ζύμωσης και της επαναστατικής οργάνωσης». Για να το πετυχαίνουμε αυτό, οι κομμουνιστές πρέπει να δρούμε φανερά, να μην κρύβουμε τις απόψεις μας μέσα στα συνδικάτα και το εργατικό κίνημα και ταυτόχρονα να έχουμε την ικανότητα διαμόρφωσης πλαισίου πάλης και διεκδικήσεων που θα διευκολύνει τη συσπείρωση και θα εμποδίζει τη χειραγώγηση και την ενσωμάτωση. Η σωστή τήρηση αυτής της σχέσης, το να προβάλλουμε ανοιχτά το Πρόγραμμα του Κόμματος χωρίς η συμφωνία με αυτό να αποτελεί κριτήριο για τη συμμετοχή και δράση των εργατών στο συνδικάτο, ήταν και παραμένει ένα δύσκολο ζήτημα και γίνεται ακόμα πιο δύσκολο στους κλάδους και στα εργοστάσια που υπάρχουν μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην πορεία της κομματικής οικοδόμησης και ανασύνταξης. Όταν όμως πετυχαίνουμε αυτόν το συνδυασμό, τότε συμβάλλουμε ώστε γύρω από το Κόμμα να συγκροτείται και να διευρύνεται μια ισχυρή μαχητική πρωτοπορία, χειραφετημένη από τις αστικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις, που θα μας ακολουθεί ως επαναστατική δύναμη για την κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς και όχι ως κοινοβουλευτική και συνδικαλιστική για τον εξωραϊσμό της.
Ο καθένας μας γνωρίζει από την πείρα της δουλειάς του στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις ότι η συνδικαλιστική με την κομματική δουλειά δε διαχωρίζεται με «σινικά τείχη». Με την ανακοίνωση του Κόμματος και το «Ριζοσπάστη» να κάνεις δουλειά, η συζήτηση αντικειμενικά πηγαίνει στην ανάγκη ανασύνταξης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, της οργάνωσης της εργατικής τάξης και στο πώς αυτό θα γίνει σε κάθε κλάδο και χώρο, στις προϋποθέσεις που χρειάζονται για να γίνει, για το ΠΑΜΕ. Με την ανακοίνωση του συνδικάτου να κάνεις δουλειά και να καλείς τους εργάτες να οργανωθούν στο συνδικάτο τους, να πάρουν μέρος στη συνέλευση, στις αρχαιρεσίες, στην απεργία, η συζήτηση αντικειμενικά θα έρθει για την κρίση, για την ΕΕ και το ρόλο της, για την κυβέρνηση, για τα κόμματα, για το τι μπορούν να πετύχουν οι αγώνες, για το ποια είναι η «διέξοδος», για το σοσιαλισμό που ανατράπηκε, για το ρόλο του ΚΚΕ, στο «τι προτείνετε εσείς», «ότι είναι σωστά, αλλά όχι ρεαλιστικά». Μέσα στα συνδικάτα και στους χώρους δουλειάς οι εργάτες γνωρίζουν την «κομματική μας ταυτότητα», γνωρίζουν ποιοι είμαστε όταν μας ψηφίζουν στα ΔΣ και μας εμπιστεύονται γι’ αυτό που είμαστε. Γνωρίζουν ότι ως Κόμμα πρωτοστατήσαμε και στηρίζουμε το ΠΑΜΕ, ότι η γραμμή πάλης και οι στόχοι του ΠΑΜΕ είναι αυτά που εμείς παλεύουμε στο εργατικό κίνημα.
Επομένως, όποιος «διαχωρίζει με τοίχο» τη συνδικαλιστική από την κομμουνιστική δουλειά, δηλαδή από την ανάγκη το εργατικό κίνημα να καθοδηγείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα, να συζητά και να μπολιάζεται από τα κύρια και βασικά ζητήματα της θεωρίας και του Προγράμματός μας, στο όνομα της «πλατύτητας» και του φόβου μη μας κατηγορήσουν ότι «κομματικοποιούμε τους αγώνες», χωρίς να το θέλει, εμποδίζει την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης, την πολιτικοποίηση της πάλης, την απόσπαση και συσπείρωση νέων δυνάμεων. Την ίδια ζημιά προκαλεί και αυτός που ταυτίζει το Κόμμα με το συνδικάτο. Εμείς θα πρέπει να δουλεύουμε έχοντας καθαρό ότι τα συνδικάτα δεν ταυτίζονται με το Κόμμα, αλλά και ότι θα πρέπει όλο και πιο στενά να προσεγγίζουν το Κόμμα στον τομέα της πολιτικής και των καθηκόντων της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Οι κομμουνιστές, συμμετέχοντας και πρωτοστατώντας στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και στους αγώνες, θα πρέπει να σπέρνουν σταθερά τις βασικές ιδέες του προγράμματός τους, να εκθέτουν το Πρόγραμμα του Κόμματος, την ανάγκη ανατροπής του καπιταλισμού και τις προϋποθέσεις που χρειάζονται για να μπορέσει να γίνει. Να μεριμνούν ώστε να ισχυροποιείται συνεχώς η ταξική αντίληψη, να μπολιάζουν το συνδικαλιστικό κίνημα με τους στόχους της αντιμονοπωλιακής αντικαπιταλιστικής πάλης, να δυναμώνει οργανωτικά, ιδεολογικά το ΚΚΕ. Αυτή είναι βασική προϋπόθεση για να αντιμετωπίζεται η προπαγάνδα της κυβέρνησης «ότι τα δύσκολα τελείωσαν, ότι δημιουργείται μια νέα Ελλάδα με δίκαιη ανάπτυξη». Οι κομμουνιστές μέσα από τα συνδικάτα θα πρέπει να αναδείξουν ότι ούτε τα δύσκολα τέλειωσαν, ούτε δίκαιη ανάπτυξη μπορεί να υπάρξει, ούτε νέα Ελλάδα μπορεί να φτιαχτεί, με αυτή ή με άλλη κυβέρνηση, με αυτό ή άλλο εκλογικό σύστημα, με αυτό ή με άλλο αστικό Σύνταγμα, με μνημόνια ή χωρίς μνημόνια, με ευρώ ή χωρίς ευρώ, μέσα ή έξω από την ΕΕ, όσο την εξουσία την έχει η αστική τάξη. Νέα Ελλάδα θα είναι μόνο η Σοσιαλιστική Ελλάδα και σε αυτό θα πρέπει να στοχεύει η πάλη των εργατών. Αυτό είναι που μπορεί να βοηθήσει στο να αντιμετωπίζονται οι σημερινές μεγάλες δυσκολίες που συναντάμε στην οργάνωση της πάλης, η άποψη του «όλοι μαζί», «να αφήσουμε αυτά που μας χωρίζουν και να πάμε με αυτά που μας ενώνουν για να αντιμετωπίσουμε από κοινού τους εθνικούς κινδύνους», να αξιοποιούνται οι νέες δυνατότητες που παρουσιάζονται, να κλιμακώνεται και να μαζικοποιείται η πάλη.
Το πώς όμως ένας κομμουνιστής συνδικαλιστής και κάθε μέλος του Κόμματος θα δένει σωστά την καθημερινή παρέμβασή του μέσα στο χώρο δουλειάς και στο συνδικαλιστικό αγώνα που γίνεται για το μεροκάματο, τα δεδουλευμένα, τις συνθήκες δουλειάς, το Ασφαλιστικό, την απεργία, όπου συμμετέχουν εργάτες με διαφορετικό επίπεδο συνείδησης και διαφορετικές αντιλήψεις, με την προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού, δε λύνεται με γενικές οδηγίες και με τον ίδιο τρόπο παντού.
Για να γίνεται σωστά, προϋποθέτει την αφομοίωση του Προγράμματος και των θέσεων του Κόμματος για τις τρέχουσες εξελίξεις, γνώση της συλλογικά επεξεργασμένης πείρας για την ιστορία του Κόμματος και του εργατικού κινήματος, την κατάσταση του χώρου που απευθυνόμαστε και των ζητημάτων που βάζουν οι άλλες δυνάμεις. Να παίρνουμε υπόψη τις διαθέσεις των εργαζομένων χωρίς όμως να υποκύπτουμε σε αυτές. Να δουλεύουμε με τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς να βάζουμε τους εργάτες απέναντι λόγω των χαμηλών διαθέσεων και των αστικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων που ασπάζονται, να μην κάνουμε σκόντο απέναντι στην αστική ιδεολογία και πολιτική, στα μονοπώλια και στον οπορτουνισμό.
Σήμερα, παρά τις δυσκολίες, γεννιούνται νέες δυνατότητες που μπορούμε να τις αξιοποιήσουμε, να αποκτήσει νέα δυναμική το ΠΑΜΕ, ως συσπείρωση συνδικαλιστικών οργανώσεων και δυνάμεων, να ηγηθεί με μεγαλύτερη ικανότητα και αποτελεσματικότητα της προσπάθειας για τη συγκρότηση της Κοινωνικής Συμμαχίας. Να δουλέψει για την κατανόηση του στρατηγικού χαρακτήρα της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα, της κοινωνικής συμμαχίας αλλά και της συνθετότητας και δυσκολίας του συγκεκριμένου καθήκοντος. Να συμβάλει, αξιοποιώντας τη θετική και αρνητική πείρα που έχει συσσωρευτεί, στην επικαιροποίηση του κοινού πλαισίου πάλης στην κατεύθυνση εδραίωσης και εμβάθυνσης των αντικαπιταλιστικών, αντιμονοπωλιακών στόχων της.
Σήμερα, το επίπεδο των διαθέσεων των εργατών μπορεί να είναι αναντίστοιχο με την επίθεση που δέχονται, υπάρχει όμως καλύτερο έδαφος για τη συζήτηση βασικών πλευρών του Προγράμματός μας, η αναγκαία πολιτικοποίηση της πάλης μπορεί να γίνει πιο εύκολα αποδεκτή από τμήματα εργαζόμενων, απ’ ότι στο παρελθόν, γιατί και η σαπίλα και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού είναι πιο κραυγαλέα και ορατά, ενώ ο ίδιος δυσκολεύεται πιο πολύ σε σχέση με το παρελθόν να κάνει παραχωρήσεις που τις χρησιμοποιούσε για να εξαγοράζει και να ενσωματώνει.
Επομένως, χωρίς να χάνεται πολύτιμος χρόνος, το βασικό καθήκον για τους κομμουνιστές και τις πρωτοπόρες δυνάμεις αυτή την περίοδο είναι να πρωτοστατήσουν σε κάθε χώρο δουλειάς και κάθε λαϊκή γειτονιά, για να γίνει ουσιαστική συζήτηση για τις εξελίξεις στην Ελλάδα, στην ΕΕ και διεθνώς, για τον ταξικό τους χαρακτήρα, για την ανάδειξη των βασικών συμπερασμάτων από τους αγώνες της προηγούμενης περιόδου, για την ανάγκη να οργανωθεί η εργατική, λαϊκή πάλη και να δυναμώσει ο αντικαπιταλιστικός της προσανατολισμός, για τα καθήκοντα που προκύπτουν, για να ανασυνταχτεί το εργατικό κίνημα και να ισχυροποιηθεί το ΚΚΕ.
Σήμερα έχουμε όλα τα δεδομένα γι’ αυτό. Έχουμε την πείρα και τα αποτελέσματα από την ανάπτυξη και την κρίση, από τα τρία μνημόνια, από το ποιον ωφελεί η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία. Έχουμε την πείρα από το αποτέλεσμα της εναλλαγής πολλών διαχειριστών στην κυβερνητική διαχείριση, μεταξύ αυτών και της λεγόμενης «Αριστεράς». Έχουμε την πείρα από το αποτέλεσμα των σκυλοκαβγάδων στο εσωτερικό της ΕΕ και ανάμεσα στα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Έχουμε την πείρα από τους αγώνες και από τη στάση όλων των πολιτικών δυνάμεων. Σήμερα περισσότεροι εργάτες, από την ίδια τους την πείρα στην περίοδο της κρίσης, μπορούν να διακρίνουν καλύτερα ότι η λογική «όσο λιγότερα ζητάς κάτι θα πάρεις» δε σου δίνει τίποτα, αντίθετα, η αστική τάξη αναγκάζεται να σου δώσει κάτι όπου βλέπει ότι ο αγώνας βαδίζει για να την ανατρέψει. Τώρα, λόγω και της χρονικής απόστασης από την αντεπανάσταση στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, ο κάθε εργάτης μπορεί να δει πιο καθαρά και αντικειμενικά τη μεγάλη προσφορά του σοσιαλισμού, την ανωτερότητά του, να κάνει τις συγκρίσεις με αυτά που ο ίδιος σήμερα ζει. Όλα αυτά και άλλα και με τη δική μας παρέμβαση μπορούν να βοηθήσουν ώστε να μπορέσει να βγάλει τα σωστά πολιτικά συμπεράσματα, ώστε να μην ξανακάνει τα ίδια λάθη, να μην παγιδευτεί σε νέα διλήμματα και δόκανα που του στήνουν, να δει πού βρίσκεται η πραγματική διέξοδος, το δρόμο και τη δυνατότητα για να την επιβάλει. Να μπορέσει, μελετώντας και την πείρα από την πορεία και την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, να κατανοήσει τη μεγάλη ζημιά που κάνει ο οπορτουνισμός στο εργατικό κίνημα. Να συνειδητοποιήσει την ανάγκη να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τη σημερινή προσπάθεια των διάφορων οπορτουνιστικών σχημάτων, καθώς και την ύπουλη τακτική που ακολουθούν απέναντι στο ΠΑΜΕ, έχοντας υπόψη του το πώς περιέγραψε ο Λένιν τα χαρακτηριστικά του οπορτουνισμού και των οπορτουνιστών. «Όταν γίνεται λόγος για πάλη κατά του οπορτουνισμού, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ το χαρακτηριστικό γνώρισμα όλου του σύγχρονου οπορτουνισμού σ’ όλους τους τομείς: Την αοριστία του, την ασάφειά του, το ασύλληπτό του. Ο οπορτουνισμός, από την ίδια του τη φύση, αποφεύγει πάντα να θέτει ένα ζήτημα συγκεκριμένα και σταράτα, αναζητά τη συνισταμένη, στριφογυρίζει σαν φίδι ανάμεσα σε δύο απόψεις που αλληλοαποκλείονται, προσπαθώντας “να είναι σύμφωνος” και με τις δύο, τις διαφωνίες του τις συνοψίζει σε μικροτροποποιήσεις, αμφιβολίες, αθώους και ευσεβείς πόθους κτλ. κτλ.»19.
Βασική προϋπόθεση και πρωταρχική ανάγκη για να μπορούν να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οι δυσκολίες, να αξιοποιούνται οι νέες δυνατότητες, να προχωράει η ανασύνταξη, να προετοιμάζεται και να αναπτύσσεται το εργατικό κίνημα, να αποκτά την ικανότητα να αντιπαρατίθεται με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα και σε συμμαχία με τα λαϊκά στρώματα των αυτοαπασχολούμενων και αγροτών στην ενιαία στρατηγική του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής εξουσίας, είναι η συγκρότηση γερών Κομματικών Οργανώσεων στα εργοστάσια, στις επιχειρήσεις, στους κλάδους στρατηγικής σημασίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

 Ο Γιάννης Μερεντίτης είναι μέλος του Γραφείου Περιοχής της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ.
1. «Θεωρητικά ζητήματα στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 221.
2. Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 41, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 33-34.
3. «Θεωρητικά ζητήματα στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 222.
4. Ό.π., σελ. 217.
5. Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 23, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 239-240.
6. «Θεωρητικά ζητήματα στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 220-221.
7. Ό.π., σελ. 222.
8. «Κόμμα “παντός καιρού”. Ιδεολογική - πολιτική και οργανωτική ισχυροποίηση του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 41.
9. «Θεωρητικά ζητήματα στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 225-227.
10. «Κόμμα “παντός καιρού”. Ιδεολογική - πολιτική και οργανωτική ισχυροποίηση του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 41-42.
11. «Θεωρητικά ζητήματα στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 228.
12. «Διημερίδα της ΚΕ του ΚΚΕ. Η εμφάνιση της εργατικής τάξης, ο ρόλος της στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες στον 20ό αιώνα και η στρατηγική του ΚΚΕ», σελ. 83.
13. «Κόμμα “παντός καιρού”. Ιδεολογική - πολιτική και οργανωτική ισχυροποίηση του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 87.
14. «Θεωρητικά ζητήματα στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 223-224.
15. «Κόμμα “παντός καιρού”. Ιδεολογική - πολιτική και οργανωτική ισχυροποίηση του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 58.
16. «Κόμμα “παντός καιρού”. Ιδεολογική - πολιτική και οργανωτική ισχυροποίηση του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 36-37.
17. Ό.π., σελ. 36.
18. «Κόμμα “παντός καιρού”. Ιδεολογική - πολιτική και οργανωτική ισχυροποίηση του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 59.
19. Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 8, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 403.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ