«Το βασικό σημείο σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς είναι ότι δεν αναγνωρίζει το άτομο, ως δρώντα της Ιστορίας (...) το άτομο υποτάσσεται σε μια συλλογικότητα (...) το προλεταριάτο στην περίπτωση των κομμουνιστικών καθεστώτων».62
Μάλιστα, ακολουθώντας τα διεθνή πρότυπα63, ο Θ. Διαμαντόπουλος πρόσθεσε:
«Τα προπλάσματα, ως απόπειρα ολοκληρωτισμού, είναι πολύ πιο παλιά. Δηλαδή, ήταν στη Γαλλική Επανάσταση ο Γράκχος Μπαμπέφ. Μιλάει για πλήρη κατάργηση κάθε ιδιοκτησιακής σχέσης. Χωρίς τη δυνατότητα του ανθρώπου να συσχετίζεται με το προϊόν της εργασίας του, υπάρχει ένα στοιχείο ολοκληρωτισμού».64
Δεν θέλουν καν να σκεφτούν ότι την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας την επιτάσσει ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας. Επίσης, ότι την κατάργηση της δυνατότητας του ανθρώπου να συσχετίζεται με το προϊόν της εργασίας του την επέφερε ο καπιταλισμός, δηλαδή η καπιταλιστική βιομηχανική υπεροχή επί της ατομικής, οικοτεχνικής, βιοτεχνικής εργασίας. Αλλωστε, η μετοχική καπιταλιστική ιδιοκτησία είναι εν μέρει η άρνηση της καθαρά ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αν και διατηρεί βέβαια τη δυνατότητα ιδιοποίησης ξένης εργασίας και μάλιστα συγκεντρωμένης σε μεγάλο βαθμό.
Φυσικά, ο καθηγητής θεωρεί συνώνυμη του ολοκληρωτισμού την αναγκαία για την εργατική τάξη και τα μεσαία λαϊκά στρώματα απαλλοτρίωση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας:
«Το σοβιετικό καθεστώς δεν μπορεί να αποδεχθεί τη διαδικασία από τα κάτω. Ποια είναι η σημαντικότερη διαδικασία από κάτω; Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης».65
Εδώ κι αν γίνεται λαθροχειρία, αφού σε μια οικονομική λειτουργία ο ανθρώπινος παράγοντας μπορεί να παρέμβει μόνο αλλάζοντας τους αντικειμενικούς όρους πραγματοποίησής της. Αλλωστε, ο ίδιος ο καπιταλισμός, διαθέτοντας ισχυρότερα εργαλεία από το νόμο προσφοράς - ζήτησης (π.χ. μονοπωλιακές τιμές, συμφωνίες κ.ά.), συχνά τον αναιρεί.
Παρ' όλα αυτά, αντιμετωπίζουν το νόμο προσφοράς - ζήτησης ως διαχρονικά φυσική λειτουργία, προκειμένου να κηρύξουν ως ουτοπική όχι μόνο την υπεροχή του κεντρικού σχεδιασμού των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής, αλλά και τη δυνατότητά του να ικανοποιεί τις αυξανόμενες λαϊκές ανάγκες, σε αντιπαράθεση με το κυνήγι του κέρδους. Γι' αυτό και παρουσιάζουν την υιοθέτηση της οικονομίας της αγοράς από τα σοσιαλιστικά κράτη ως αναπότρεπτη «δημοκρατική» απάντηση στα αδιέξοδα που δήθεν υπήρχαν στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και όχι ως παρέκκλιση από την τελευταία, όπως και ήταν. Είπαν:
«Το ζήτημα που θέτει ο Χρουστσόφ είναι ένα ζήτημα, ένα ερώτημα που θα απασχολήσει πολύ τη δεκαετία του '50 και του '60 όλη την ευρύτερη περιοχή του κομμουνιστικού χώρου (και αφορά το) αν μεταρρυθμίζεται ο κομμουνισμός. (...) Αυτό θα είναι και το ερώτημα του Γκορμπατσόφ, και της Πράγας, και της Ουγγαρίας του '56 (...). Το ερώτημα αυτό οι Σοβιετικοί θα επιχειρήσουν να το απαντήσουν θετικά. (...) Η ανοιχτή αγορά και η ελεύθερη οικονομία με το μυαλό των Σοβιετικών συμβαδίζει με τον εκδημοκρατισμό».66
Είναι παλιά υπόθεση η αναγνώριση των Αποφάσεων του 20ού Συνεδρίου (1956) και γενικότερα της περιόδου Χρουστσόφ από όλους τους υποστηρικτές του ιδεολογήματος των δύο ολοκληρωτισμών και η χρησιμοποίησή τους για μεγαλύτερη επίθεση στο κομμουνιστικό κίνημα.67
Επειδή όμως οι καθηγητές αντιλαμβάνονται ότι τα επιχειρήματά τους για την «ελεύθερη οικονομία» είναι διάτρητα και στέκονται σε τεντωμένο σχοινί, προσπαθούν να θωρακίσουν τις αντιεπιστημονικές θεωρήσεις τους με (τι άλλο;) τα «εγκλήματα του κομμουνισμού». Και εδώ ξεκινά η γνωστή παράθεση των θυμάτων του λιμού της Ουκρανίας68, του Κατίν69, οι δίκες της Μόσχας κ.λπ.
Ομως, ούτε και με αυτά μπορούν να απαντήσουν: Γιατί η Σοβιετική Ενωση μπόρεσε μέσα σε λίγα χρόνια να ανυψωθεί σε μία από τις πιο ισχυρές βιομηχανικές χώρες στον κόσμο, ενώ βρισκόταν πολύ κάτω από τα πιο ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη; Γιατί εκατοντάδες εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο συναρπάστηκαν από τα επιτεύγματα του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους και επιχείρησαν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο; Γι' αυτό καταφεύγουν σε γελοιότητες. Ετσι, αναδεικνύουν ως κύριο χαρακτηριστικό του «κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού» την επιδεξιότητα στο ψέμα! Για παράδειγμα, ο Μαραντζίδης εξηγεί τη στήριξη των Δυτικών διανοούμενων στη Σοβιετική Ενωση ως αποτέλεσμα του... χρηματισμού τους και της φιλοξενίας τους σε μια πλαστή πόλη70! Και προσθέτει:
«Ολοι έλεγαν ψέματα σε όλους. Αυτό μπορεί να το δει κανείς στον τρόπο που οι διάφορες υπηρεσίες του σοβιετικού κράτους καταγράφουν τα διάφορα στατιστικά αποτελέσματα, τους στόχους....».71
«Στις αρχές της δεκαετίας του '80, ο καθηγητής μου στη Γαλλία (...) μου είχε πει το εξής: Το ψέμα θα οδηγήσει στην κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος, διότι δεν επιτρέπει να χρησιμοποιηθούν οι υπολογιστές, που είναι η νέα τεχνολογία. (...) Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τροφοδοτούμενοι με ψευδή στοιχεία, είχαν αποδιοργανώσει πλήρως και τη στρατιωτική και τη βιομηχανική δύναμη της Σοβιετικής Ενωσης».72
Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει γιατί το ψέμα που δεν καταγραφόταν στους υπολογιστές ήταν περισσότερο ακίνδυνο. Μάλλον, η ουσία κρύβεται στην παρέμβαση του Ε. Χατζηβασιλείου:
«Αν ελέγξω όλα τα μέσα, θα μπορώ να σας λέω ψέματα (...) και εσείς δε θα μπορείτε να τα διαψεύσετε».73
Εξ ιδίων κρίνουν τα αλλότρια. Αυτή είναι η πρακτική των σύγχρονων αντικομμουνιστών, υποστηρικτών της αστικής εξουσίας. Αραδιάζουν ψέματα και ανακρίβειες, ευελπιστώντας ότι η συνεχής επανάληψη ανιστόρητων ακροβασιών θα μπορέσει να πείσει την εργατική τάξη και το φτωχό λαό ότι έξω από τα τείχη του επίπεδου αστικού ορθολογισμού και του καπιταλισμού υπάρχουν μόνο τέρατα και ποτάμια λάβας.
Το παραμύθι, παρά τους δράκους, εξακολουθεί να είναι κακό.
Αντί επιλόγου
Οι
συνεχείς διαστρεβλωτικές επιθέσεις εναντίον της Ιστορίας και των
ιδεολογικών πολιτικών αρχών του κομμουνιστικού κινήματος προσφέρονται
για την άντληση χρήσιμων συμπερασμάτων. Καταρχάς, η κατάντια των
επιχειρημάτων και η αντιεπιστημονική προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων
φανερώνουν το τέλμα της αστικής ιδεολογίας και τη συνολική σήψη της
καπιταλιστικής εξουσίας, αποτελούν απόδειξη ότι έχει προ πολλού παρέλθει
ανεπιστρεπτί η περίοδος προσφοράς της στην ανθρωπότητα. Ομως, το
σημαντικότερο είναι ότι για τους αστούς ιστοριογράφους, παρά τις
θεωρητικές τους διαβεβαιώσεις, η πάλη εναντίον του κομμουνισμού δεν
είναι ένα ιστορικό ζήτημα ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, αλλά αναπόσπαστο
κομμάτι της σύγχρονης προπαγάνδας τους. Τα αδιέξοδα του σύγχρονου
καπιταλισμού (η διεθνής καπιταλιστική οικονομική κρίση, η ένταση των
ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και η εκδήλωση ενδοϊμπεριαλιστικών
συγκρούσεων) διαμορφώνουν το αντικειμενικό υπόστρωμα για νέα ανάταση του
κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό φοβίζει και τους ταγούς της
καπιταλιστικής εξουσίας. Και με αυτήν την έννοια, η πάλη για την
προάσπιση της Ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος και η εξαγωγή
συμπερασμάτων που θωρακίζουν την ταξική πάλη σήμερα, δεν έρχονται από το
παρελθόν. Αποτελούν χρέος απέναντι στο μέλλον, απαραίτητη προϋπόθεση
για την ανασύνταξη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου