Μάιος 1919. Κάπου στο κέντρο του Βόλου, στην πλατεία Αγίου Νικολάου και,
συγκεκριμένα, στο νούμερο 174 της οδού Ερμού (αργότερα θα αλλάξει η
αρίθμηση και το 174 θα γίνει 186), ο 27χρονος Στέφανος Μιλάνος ανοίγει
ένα καπηλειό. Καπηλειό παναπεί ότι το μαγαζί βάζει το κρασί και ο
πελάτης φέρνει μαζί του τον μεζέ που γουστάρει, από ντομάτα, φέτα κι
ελιές μέχρι λακέρδα και σκουράντζο.
Ο Στέφανος κάνει το κέφι του. Όχι πως με την δουλειά δεν τρέφει την οικογένειά του αλλά έχει και την άνεση να κάθεται σε μια γωνιά και να γρατζουνάει το μπουζουκάκι του. Με τον καιρό, έβαλε το χεράκι της κι η γυναίκα του, η Σουλτάνα με το όνομα και το καπηλειό εξελίχθηκε σε ταβερνάκι. Ένα μικρό ταβερνάκι, που σιγά-σιγά έγινε στέκι των εργατών κι όσων δούλευαν πιο κάτω, στο λιμάνι. Στέκι όχι μόνο για τα φαΐ και το πιοτί μα, κυρίως, για το μπουζούκι τού Στέφανου. Ώσπου άρχισαν οι θαμώνες να ξεθαρρεύουν και κάποιοι απ' αυτούς να κουβάλανε τα βράδυα τα δικά τους οργανάκια και το ταβερνάκι να γίνεται μουσικός παράδεισος.
Σαν ήρθε η μεταξική δικτατορία, βρήκε φιρμάνι να κρεμάσουν όλα τα μαγαζιά απ' έξω μια ταμπέλα που να λέει τι είδους μαγαζί ήταν αυτό και ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης. Έτσι, λοιπόν, στα 1936 το μαγαζί του Στέφανου βαφτίστηκε κι έγινε "Σκάλα", επειδή όποιος πέρναγε απ' αυτό μια φορά, κόλλαγε, "σκάλωνε" και ξαναρχόταν. Αυτό ήταν. Ο Βόλος είχε αποκτήσει πλέον την δική του "Σκάλα του Μιλάνου".
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα. Και με την απελευθέρωση έγιναν δυσκολώτερα, λόγω της κομμουνιστικής ιδεολογίας τόσο του Μιλάνου όσο και των περισσότερων πελατών του. Το μαγαζί δέχτηκε επανειλημμένες επιδρομές ταγματασφαλιτών αλλά ο Στέφανος δεν τους έκανε την χάρη να τον πιάσουν. Έφυγε και κρυβόταν για καιρό στο Πήλιο, ώσπου να ηρεμήσουν κάπως τα πράγματα.
Όταν τέλειωσε ο εμφύλιος, τα πράγματα πήραν την σειρά τους. Στο μαγαζί άρχισαν να μπαίνουν σιγά-σιγά τα παιδιά τού Στέφανου, ο Κάρολος κι ο Νίκος (και κάπου-κάπου κι ο Στάθης, ο μικρότερος), που είχανε μάθει το μπουζούκι στα μικράτα τους από τον πατέρα τους. Όλη την ημέρα οι Μιλάνοι σερβίριζαν τους πελάτες με το χαμόγελο και την καλή τους την κουβέντα. Μα σαν έφτανε εννιά το βράδυ, τα πιάτα μαζεύονταν κι απάνω στα τραπέζια απόμεναν μόνο τα κανάτια με το κρασί, τα ποτήρια και τα τασάκια. Ήταν η ώρα που στη μέση άνοιγε χώρος, μπαίναν τρεις καρέκλες, ο Στέφανος κι οι γιοι του πιάναν τα μπουζούκια τους κι έπαιζαν ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς. Δίχως παρτιτούρες και δίχως φιοριτούρες.
Από την "Σκάλα" πέρασαν πολλοί, είτε για να ακούσουν τους Μιλάνους είτε για να παίξουν μαζί τους. Ανάμεσά τους ο Βαμβακάρης, ο Γαβαλάς, ο Ζαγοραίος, ο Καλδάρας, ο Λεμονόπουλος, ο Μπιθικώτσης, ο Παγιουμτζής, ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης... Ο τελευταίος, μιλώντας σε τοπικό δημοσιογράφο, δεν δίστασε να δηλώσει ότι "έρχομαι εδώ, στην Σκάλα του Μιλάνου, για ν' ακούσω πόσο όμορφα παίζονται τα λαϊκά τραγούδια". Ο Τσιτσάνης είχε δίκιο γιατί οι Μιλάνοι παίζανε με την ψυχή τους, το όργανο γινόταν η προέκταση του χεριού τους κι ο ήχος του συνταίριαζε με την ανάσα τους, σάμπως το μπουζούκι να ήταν συστατικό τής ύπαρξής τους.
Αξίζει τον κόπο να κάνουμε εδώ μια παρένθεση. Ο Στάθης βαφτίστηκε το 1947, σε ηλικία έξι ετών. Βαφτίστηκε μεγάλος, μιας κι ως τότε ο νονός του βρισκόταν πρώτα στο βουνό και μετά στις εξορίες. Στα βαφτίσια του διασκέδασε τους καλεσμένους παίζοντας μπουζούκι ο ίδιος. Κλείνουμε την παρένθεση και συνεχίζουμε.
Εδώ, πριν τον πόλεμο, ήρθε κι ένας δεκαπεντάχρονος πιτσιρικάς για να μάθει μπουζούκι, ένα προσφυγόπουλο από την Πόλη, ο Γιώργος, ο γιος του Στέφανου του Μητσάκη, του ψαρά από την Άφυσσο. Σαν ήρθε ο καιρός, ο Μιλάνος έδωσε του μικρού Μητσάκη 150 δραχμές για να αγοράσει το δικό του μπουζούκι. Ο Γιωργάκης δίστασε. "Δανεικά στα δίνω, μικρέ", είπε σοβαρά ο ταβερνιάρης. Και για να δείξει στον μικρό ότι εννοούσε αυτό που έλεγε, πήγε στον μαυροπίνακα που είχε στον τοίχο για να γράφει τα χρωστούμενα των πελατών, πήρε την κιμωλία κι έγραψε καθαρά "Γιώργος Μητσάκης 150". Εννοείται ότι μετά τό 'σβησε.
Ο μικρός πήρε το μπουζούκι και λίγο αργότερα την κοπάνησε για Θεσσαλονίκη, κρυφά από τον πατέρα του που ήθελε να τον κάνει ψαρά. Έγινε μεγάλος και τρανός μα ούτε ξαναπάτησε το πόδι του στην "Σκάλα" ούτε μίλησε ποτέ γι' αυτή. Ο Μιλάνος καπρίτσωσε. Πήγε στον μαυροπίνακα, έγραψε με την κιμωλία πάνω-πάνω "Αχάριστος κόσμος" κι από κάτω "Γιωρ. Μητσάκης, μπουζουκτσής Αθηνών: 150". Το όνομα του κακοπληρωτή Γιώργου Μητσάκη θα έμενε στον μαυροπίνακα ίσαμε το 1965. Θα έμενε για πάντα εκεί αλλά τότε σε μια συνέντευξή του ο Μητσάκης έσωσε και δήλωσε ότι "μπουζούκι μού έμαθε ο γερο-Στέφανος Μιλάνος στον Βόλο", οπότε ο Μιλάνος είπε χαλάλι, του έδωσε άφεση και τον έσβησε.
Οι Μιλάνοι δεν είχαν καλή σχέση με τα λεφτά. Δεν τα λιμπίστηκαν ποτέ. Γι' αυτό και ποτέ δεν πήγαν σε άλλο μέρος για να παίξουν, εκτός από τον Κάρολο, που στο φανταρηλίκι του έπαιξε σε κάποια μαγαζιά της Λάρισας και της Καρδίτσας. Το παίξιμό τους έγινε θρυλικό επειδή έπαιζαν τα πάντα από μνήμης, πράγμα που τους οδηγούσε αναπόφευκτα σε εντυπωσιακούς αυτοσχεδιασμούς και ανεπανάληπτα σολαρίσματα.
Το 1970, ο Στέφανος Μιλάνος φεύγει από την ζωή σε ηλικία 78 ετών. Η "Σκάλα" μένει στα χέρια τού Κάρολου και του Νίκου. Στις 29 Νοεμβρίου 1978, το ταβερνάκι μετακομίζει σε έναν κάπως μεγαλύτερο χώρο, στην οδό Ιωλκού αριθμός 83, κρατώντας πιστά την ίδια σειρά: κάθε βράδυ στις εννιά, ο Κάρολος με τον Νίκο και τον Στέφανο τζούνιορ έπιαναν τα μπουζούκια τους. Σκέτα, όπως πάντα, δίχως ενισχυτές και μεγάφωνα.
Στις 4 Ιουνίου 2004, οι φίλοι των Μιλάνων διοργανώνουν προς τιμή τους μια συναυλία στον Βόλο. Την παρουσιάζει ο Πάνος Γεραμάνης και συμμετέχουν οι Kώστας Καλαφάτης, Δημήτρης Κοντογιάννης, Χρήστος Μητρέντζης, Γιώργος Ξηντάρης, Νίκος Παπάζογλου, Τόλης Χάρμας κ.α. Δυο χρόνια μετά, στις 20 Απριλίου 2006 (ημέρες Πασχαλιάς), ο Νίκος φεύγει για να συναντήσει τον πατέρα του. Το φευγιό του σημαίνει και το τέλος τής "Σκάλας", μετά από 87 χρόνια ζωής. Την επόμενη χρονιά, στις 4 Μαΐου 2007 (πάλι ημέρες Πασχαλιάς), θα φύγει και ο Κάρολος, κλείνοντας οριστικά μια από τις πολλές όμορφες σελίδες της λαϊκής μουσικής μας ιστορίας.
Ο Στέφανος κάνει το κέφι του. Όχι πως με την δουλειά δεν τρέφει την οικογένειά του αλλά έχει και την άνεση να κάθεται σε μια γωνιά και να γρατζουνάει το μπουζουκάκι του. Με τον καιρό, έβαλε το χεράκι της κι η γυναίκα του, η Σουλτάνα με το όνομα και το καπηλειό εξελίχθηκε σε ταβερνάκι. Ένα μικρό ταβερνάκι, που σιγά-σιγά έγινε στέκι των εργατών κι όσων δούλευαν πιο κάτω, στο λιμάνι. Στέκι όχι μόνο για τα φαΐ και το πιοτί μα, κυρίως, για το μπουζούκι τού Στέφανου. Ώσπου άρχισαν οι θαμώνες να ξεθαρρεύουν και κάποιοι απ' αυτούς να κουβάλανε τα βράδυα τα δικά τους οργανάκια και το ταβερνάκι να γίνεται μουσικός παράδεισος.
Σαν ήρθε η μεταξική δικτατορία, βρήκε φιρμάνι να κρεμάσουν όλα τα μαγαζιά απ' έξω μια ταμπέλα που να λέει τι είδους μαγαζί ήταν αυτό και ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης. Έτσι, λοιπόν, στα 1936 το μαγαζί του Στέφανου βαφτίστηκε κι έγινε "Σκάλα", επειδή όποιος πέρναγε απ' αυτό μια φορά, κόλλαγε, "σκάλωνε" και ξαναρχόταν. Αυτό ήταν. Ο Βόλος είχε αποκτήσει πλέον την δική του "Σκάλα του Μιλάνου".
Η "Σκάλα του Μιλάνου" επί της οδού Ερμού. Στην πόρτα ο Κάρολος Μιλάνος. |
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα. Και με την απελευθέρωση έγιναν δυσκολώτερα, λόγω της κομμουνιστικής ιδεολογίας τόσο του Μιλάνου όσο και των περισσότερων πελατών του. Το μαγαζί δέχτηκε επανειλημμένες επιδρομές ταγματασφαλιτών αλλά ο Στέφανος δεν τους έκανε την χάρη να τον πιάσουν. Έφυγε και κρυβόταν για καιρό στο Πήλιο, ώσπου να ηρεμήσουν κάπως τα πράγματα.
Όταν τέλειωσε ο εμφύλιος, τα πράγματα πήραν την σειρά τους. Στο μαγαζί άρχισαν να μπαίνουν σιγά-σιγά τα παιδιά τού Στέφανου, ο Κάρολος κι ο Νίκος (και κάπου-κάπου κι ο Στάθης, ο μικρότερος), που είχανε μάθει το μπουζούκι στα μικράτα τους από τον πατέρα τους. Όλη την ημέρα οι Μιλάνοι σερβίριζαν τους πελάτες με το χαμόγελο και την καλή τους την κουβέντα. Μα σαν έφτανε εννιά το βράδυ, τα πιάτα μαζεύονταν κι απάνω στα τραπέζια απόμεναν μόνο τα κανάτια με το κρασί, τα ποτήρια και τα τασάκια. Ήταν η ώρα που στη μέση άνοιγε χώρος, μπαίναν τρεις καρέκλες, ο Στέφανος κι οι γιοι του πιάναν τα μπουζούκια τους κι έπαιζαν ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς. Δίχως παρτιτούρες και δίχως φιοριτούρες.
Από την "Σκάλα" πέρασαν πολλοί, είτε για να ακούσουν τους Μιλάνους είτε για να παίξουν μαζί τους. Ανάμεσά τους ο Βαμβακάρης, ο Γαβαλάς, ο Ζαγοραίος, ο Καλδάρας, ο Λεμονόπουλος, ο Μπιθικώτσης, ο Παγιουμτζής, ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης... Ο τελευταίος, μιλώντας σε τοπικό δημοσιογράφο, δεν δίστασε να δηλώσει ότι "έρχομαι εδώ, στην Σκάλα του Μιλάνου, για ν' ακούσω πόσο όμορφα παίζονται τα λαϊκά τραγούδια". Ο Τσιτσάνης είχε δίκιο γιατί οι Μιλάνοι παίζανε με την ψυχή τους, το όργανο γινόταν η προέκταση του χεριού τους κι ο ήχος του συνταίριαζε με την ανάσα τους, σάμπως το μπουζούκι να ήταν συστατικό τής ύπαρξής τους.
Αξίζει τον κόπο να κάνουμε εδώ μια παρένθεση. Ο Στάθης βαφτίστηκε το 1947, σε ηλικία έξι ετών. Βαφτίστηκε μεγάλος, μιας κι ως τότε ο νονός του βρισκόταν πρώτα στο βουνό και μετά στις εξορίες. Στα βαφτίσια του διασκέδασε τους καλεσμένους παίζοντας μπουζούκι ο ίδιος. Κλείνουμε την παρένθεση και συνεχίζουμε.
Εδώ, πριν τον πόλεμο, ήρθε κι ένας δεκαπεντάχρονος πιτσιρικάς για να μάθει μπουζούκι, ένα προσφυγόπουλο από την Πόλη, ο Γιώργος, ο γιος του Στέφανου του Μητσάκη, του ψαρά από την Άφυσσο. Σαν ήρθε ο καιρός, ο Μιλάνος έδωσε του μικρού Μητσάκη 150 δραχμές για να αγοράσει το δικό του μπουζούκι. Ο Γιωργάκης δίστασε. "Δανεικά στα δίνω, μικρέ", είπε σοβαρά ο ταβερνιάρης. Και για να δείξει στον μικρό ότι εννοούσε αυτό που έλεγε, πήγε στον μαυροπίνακα που είχε στον τοίχο για να γράφει τα χρωστούμενα των πελατών, πήρε την κιμωλία κι έγραψε καθαρά "Γιώργος Μητσάκης 150". Εννοείται ότι μετά τό 'σβησε.
Ο μικρός πήρε το μπουζούκι και λίγο αργότερα την κοπάνησε για Θεσσαλονίκη, κρυφά από τον πατέρα του που ήθελε να τον κάνει ψαρά. Έγινε μεγάλος και τρανός μα ούτε ξαναπάτησε το πόδι του στην "Σκάλα" ούτε μίλησε ποτέ γι' αυτή. Ο Μιλάνος καπρίτσωσε. Πήγε στον μαυροπίνακα, έγραψε με την κιμωλία πάνω-πάνω "Αχάριστος κόσμος" κι από κάτω "Γιωρ. Μητσάκης, μπουζουκτσής Αθηνών: 150". Το όνομα του κακοπληρωτή Γιώργου Μητσάκη θα έμενε στον μαυροπίνακα ίσαμε το 1965. Θα έμενε για πάντα εκεί αλλά τότε σε μια συνέντευξή του ο Μητσάκης έσωσε και δήλωσε ότι "μπουζούκι μού έμαθε ο γερο-Στέφανος Μιλάνος στον Βόλο", οπότε ο Μιλάνος είπε χαλάλι, του έδωσε άφεση και τον έσβησε.
Οι Μιλάνοι δεν είχαν καλή σχέση με τα λεφτά. Δεν τα λιμπίστηκαν ποτέ. Γι' αυτό και ποτέ δεν πήγαν σε άλλο μέρος για να παίξουν, εκτός από τον Κάρολο, που στο φανταρηλίκι του έπαιξε σε κάποια μαγαζιά της Λάρισας και της Καρδίτσας. Το παίξιμό τους έγινε θρυλικό επειδή έπαιζαν τα πάντα από μνήμης, πράγμα που τους οδηγούσε αναπόφευκτα σε εντυπωσιακούς αυτοσχεδιασμούς και ανεπανάληπτα σολαρίσματα.
Σκάλα του Μιλάνου, 22/12/1959. Ο Στέφανος Μιλάνος με τους τρεις γιους του. Με το καπέλλο, ο ηθοποιός Πέτρος Γιαννακός (Κοκοβιός). Πίσω, ο μαυροπίνακας με το όνομα του Μητσάκη πρώτο-πρώτο. |
Το 1970, ο Στέφανος Μιλάνος φεύγει από την ζωή σε ηλικία 78 ετών. Η "Σκάλα" μένει στα χέρια τού Κάρολου και του Νίκου. Στις 29 Νοεμβρίου 1978, το ταβερνάκι μετακομίζει σε έναν κάπως μεγαλύτερο χώρο, στην οδό Ιωλκού αριθμός 83, κρατώντας πιστά την ίδια σειρά: κάθε βράδυ στις εννιά, ο Κάρολος με τον Νίκο και τον Στέφανο τζούνιορ έπιαναν τα μπουζούκια τους. Σκέτα, όπως πάντα, δίχως ενισχυτές και μεγάφωνα.
Στις 4 Ιουνίου 2004, οι φίλοι των Μιλάνων διοργανώνουν προς τιμή τους μια συναυλία στον Βόλο. Την παρουσιάζει ο Πάνος Γεραμάνης και συμμετέχουν οι Kώστας Καλαφάτης, Δημήτρης Κοντογιάννης, Χρήστος Μητρέντζης, Γιώργος Ξηντάρης, Νίκος Παπάζογλου, Τόλης Χάρμας κ.α. Δυο χρόνια μετά, στις 20 Απριλίου 2006 (ημέρες Πασχαλιάς), ο Νίκος φεύγει για να συναντήσει τον πατέρα του. Το φευγιό του σημαίνει και το τέλος τής "Σκάλας", μετά από 87 χρόνια ζωής. Την επόμενη χρονιά, στις 4 Μαΐου 2007 (πάλι ημέρες Πασχαλιάς), θα φύγει και ο Κάρολος, κλείνοντας οριστικά μια από τις πολλές όμορφες σελίδες της λαϊκής μουσικής μας ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου