Και μια που αύριο είναι η επέτειος της ελληνικής επανάστασης
του 1821 και οι προβληματισμοί με το
παρελθόν έχουν ουσιαστικά τις ρίζες τους
στο εκάστοτε παρόν, ένα κείμενο, που γράφτηκε πριν 61 χρόνια, του Κ. Βάρναλη για τους εθνικούς αγωνιστές, μοιάζει
να μην έχει χάσει την επικαιρότητά του.
Ίσως γιατί τα προβλήματα που θέτει η εποχή μας φαίνονται να είναι προέκταση των προβλημάτων της εποχής του Βάρναλη, ακόμα
κι αν φαντάζουν πιο περίπλοκα, κι ίσως γιατί δεν έχει αλλάξει και πολύ ο τρόπος
που ο κυρίαρχος λόγος θέλει να ανακατασκευάζει το παρελθόν για να ελέγχει το παρόν.
« Αυτές οι γιορτές (οι κατ’ ανάγκην του
ημερολογίου!) για τα 200 χρόνια του Ρήγα και τα εκατό του Σολωμού θέλ’ η δημοκρατία της Ολιγαρχίας να τις περιορίσει
σε δυο άτομα και με «βαλτούς» ρήτορες να
τους «αποχρωματίσει», μα είναι αδύνατο
να το πετύχει. Οι γιορτές αυτές για τον πρόδρομο και πρωτομάρτυρα της Ελευθερίας
και για το βάρδο της Επανάστασης δεν μπορεί να κλειστούνε μέσα στα στενά
φράγματα δυο βιογραφιών. Φουντώνουνε, σπάζουνε τα φράγματα και ξεχύνονται σ’
όλην την Ελλάδα. Αγκαλιάζουνε τις δυο εθνεγερσίες του Εικοσιένα και του
Σαρανταένα και ξεσηκώνουν όλο το Έθνος όρθιο να συνεχίσει τον Αγώνα.
Έτσι δίπλα με τη σκιά του Ρήγα και τη σκιά του
Σολωμού, ανασταίνονται οι σκιές όλων των αγωνιστών–ηρώων της Επανάστασης
εναντίον των Τούρκων και της Εθνικής Αντίστασης εναντίον των Ναζήδων.
Πώς θα τα βολέψει το κράτος της εθνικής
αξιοπρέπειας να τα βγάλει πέρα με τόσους
νεκρούς; Τους ζωντανούς ξέρει να τους βολεύει· μα τους νεκρούς, όσο και
να ξέρει δεν μπορεί. Γιατί οι νεκροί είναι ανίκητοι. Δεν τους πιάνει σφαίρα,
δεν τους πνίγει κρεμάλα, δεν τους κλείνει
σιδερένιο κλουβί· δεν τους εξοντώνει πείνα κι αρρώστεια.
Απ’ όσα κάνουνε και λέγουν ως σήμερα οι πολιτικοί
και πνευματικοί δεσμώτες του έθνους, γίνεται φανερό, τι θα κάνουνε και θα πούνε
και τώρα. Κι αυτά τους τα έργα και τα λόγια δεν προορίζονται, βέβαια, για τους πεθαμένους,
παρά για τους ζωντανούς. Ποιους ζωντανούς; Το λαό! Ποιο λαό; Ο λαός ξέρει την
Αλήθεια κι ούτε πιστεύει κι ούτε ακολουθεί τους Ψεύτες. Το λαό θα το κρατήσουνε
μακριά. Θα τα πούνε «συναμεταξύ τους». Θα τα πουν οι βαλτοί ρήτορες σε κείνους,
που θα τους βάλουνε να ρητορέψουν.
Αλλά τότε θα χυμήξουν μέσα στην
αίθουσα οι σκιές των αγωνιστών του λαού που δώσανε τόσες φορές ως τώρα τη ζωή τους
για το σάρωμα των ξένων καταχτητών απ’ τα’ άγια χώματα της Πατρίδας. Θα χυμήξουν
(και κανένας δε θα μπορέσει να τις συγκρατήσει), οι σκιές των εθνικών αγωνιστών
–τα θύματα της ντόπιας Αντίδρασης και της ξένης Προστασίας: των «χριστιανών
πασάδων» και των Εγγλέζων, που οργανώσανε τότε τον εμφύλιο πόλεμο, για να
θάψουνε την ελευθερία του λαού.
Και πρώτη πρώτ’ η σκιά του
μεγαλύτερου παληκαριού της Ρούμελης, του Δυσσέα, μ’ ένα σκοινί στο λαιμό (το
σκοινί που τον έπνιξε) και μ’ ένα χαρτί στο χέρι (την πρώτη ιατροδικαστική
έκθεση του ελληνικού κράτους και πρώτο ψεύτικο έγγραφο, αυτού του είδους!).
Ύστερα η σκιά του Καραϊσκάκη με την τεράστια πληγήν αίματος στην πλάτη
(ελληνικό πιστόλι, ξενικό το χέρι !)˙ ύστερα η σκιά του Γέρου του
Μοριά, με την καταδίκη του σε θάνατο «επί προδοσία», η τυφλή σκιά του Νοταρά με
το δίσκο του ζητιάνου στο χέρι! Και χιλιάδες σκιές των αγωνιστών της ελευθερίας
από το Εικοσιένα ως τα σήμερα –σκιές σκοτωμένων, κρεμασμένων, ψημένων στο
φούρνο, σκιές προδομένου λαού.
-Τι την κάνατε την ελευθερία, που
γι’ αυτήν δώσαμε (ή μας πήρατε) τη ζωή μας; Πώς τιμωρήσατε του Νενέκους του
έθνους και τους ξένους «βοηθούς»; Ποιοι είσαστε σεις που φλυαρείτε ώρες εις
βάρος μας, προσπαθώντας να μας παραστήσετε γι’
αγωνιστές δικούς σας;
-Δεν σας γνωρίζουμε. Και δεν
συζητάμε με… αγνώστους!»
(Κ. Βάρναλης: Σολωμικά, εκδ.
Κέδρος, 1957)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου