21 Απρ 2018

Δικτατορία '67 - '74: Ενα αστικό καθεστώς «ειδικού σκοπού» και η στάση του ΚΚΕ





Τρικ που κυκλοφόρησε η ΚΝΕ την Πρωτομαγιά του 1969
Τρικ που κυκλοφόρησε η ΚΝΕ την Πρωτομαγιά του 1969
Το γεγονός γνωστό: Στις 21 Απρίλη 1967, με βάση το σχέδιο «Προμηθεύς», έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα υπό τους Γ. Παπαδόπουλο, Στ. Παττακό και Ν. Μακαρέζο. Ο στρατός κατέλαβε μια σειρά καίρια σημεία της πρωτεύουσας (κυβερνητικά κτίρια, ΟΤΕ, ΕΙΡ κ.ά.), βασικά άρθρα του Συντάγματος αναστάλθηκαν και η χώρα κηρύχθηκε σε «κατάσταση πολιορκίας».
Καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας, διενεργήθηκαν χιλιάδες συλλήψεις μελών και στελεχών του ΚΚΕ, της ΕΔΑ, της ΔΝΛ και του συνδικαλιστικού κινήματος, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν μαζικά στον ιππόδρομο του Φαλήρου, καθώς και στα γήπεδα του Απόλλωνα, της ΑΕΚ και του Ολυμπιακού. Συνελήφθησαν, επίσης, ορισμένα ηγετικά στελέχη των αστικών πολιτικών κομμάτων.
Την ίδια μέρα, σημειώθηκαν οι τρεις πρώτες δολοφονίες της χούντας: Του 15χρονου Βασίλη Πεσλή και της 25χρονης Μαρίας Καλαβρού στην Αθήνα και του ΕΔΑΐτη Βασίλη Μπεκροδημήτρη στη Θεσσαλονίκη. Τις πρώτες μέρες του πραξικοπήματος (21 του Απρίλη - 8 του Μάη) σκοτώθηκαν επίσης 7 στρατιωτικοί, ενώ άλλοι 10 τραυματίστηκαν, έχοντας εναντιωθεί στη χούντα. Τα στοιχεία αυτά δόθηκαν από τον υπουργό Αμυνας, Ε. Αβέρωφ, την 1η Δεκέμβρη 1975, απαντώντας σε σχετική Ερώτηση στη Βουλή («Ριζοσπάστης», Μάρτης του 1969, 25 Μάη 1976).
Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, σε προκήρυξή του προς τον ελληνικό λαό, που μεταδόθηκε την ίδια μέρα από το ραδιοφωνικό σταθμό «Φωνή της Αλήθειας», κατήγγειλε τους πραξικοπηματίες καλώντας λαό και στρατό σε αντίσταση: «Τα στρατευμένα παιδιά του λαού και οι πατριώτες αξιωματικοί καλούνται ν' αρνηθούν να γίνουν ανδράποδα της χούντας και δήμιοι των γονιών, των αδελφών και των παιδιών τους. Κάθε πόλη και χωριό, κάθε εργοστάσιο και γραφείο πρέπει να γίνει μετερίζι δημοκρατικής αντίστασης». Ταυτόχρονα, το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ κατήγγειλε την εμπλοκή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στο πραξικόπημα, προειδοποιώντας για την «άμεση σοβαρότατη απειλή» που διαμορφωνόταν για την Κύπρο.

Η συνέχεια επίσης γνωστή: Νέοι τόποι μαρτυρίου δίπλα στους παλιούς: Στρατόπεδο πεζοναυτών στον Διόνυσο, Στρατιωτικές φυλακές στο Μπογιάτι, ΕΑΤ ΕΣΑ στην Αθήνα, Μπουμπουλίνας, Γιούρα, Λέρος, Σαμοθράκη, Σπάρτη, Κύθηρα, Αβέρωφ, Κορυδαλλός, Ωρωπός, Αίγινα, Γεντί Κουλέ, Αλικαρνασσός κ.ά. Κατά το «κάθε πόλη και γήπεδο», κάθε φυλακή και κολαστήριο.
***
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, με αφορμή την επέτειο από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 21ης του Απρίλη, το αστικό πολιτικό προσωπικό συνηθίζει να δίνει όρκους στη δημοκρατία γενικώς. Και σαν ο διάολος το λιβάνι, σβήνει το επίθετο που χαρακτηρίζει αυτήν τη δημοκρατία: Αστική, απ' την κορφή έως τα νύχια, απ' την πλουμιστή φορεσιά έως μέσα στο μεδούλι της.
Χρόνια τώρα, με αφορμή τις αναφορές στις επετείους από τη δικτατορία του '67, η αστική τάξη κάνει μια πολύπλευρη ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση για την υπεράσπιση και προβολή των καλών της αστικής δημοκρατίας. Με στόχο τη θωράκιση της αστικής δημοκρατίας και του αστικού κράτους, μέσω του συνταγματικού και άλλου θεσμικού εκσυγχρονισμού, όπως και την ανανέωση - αναδόμηση του αστικού πολιτικού συστήματος. Σκοπός είναι να εξασφαλίζεται αποτελεσματικότερα η απρόσκοπτη λειτουργία του αστικού κοινοβουλευτισμού, να στηρίζονται πιο σταθερές αστικές κυβερνήσεις, να εφαρμόζεται πιο απρόσκοπτα η αντεργατική - αντιλαϊκή πολιτική.

«Πλήρης τάξις και ασφάλεια επικρατεί εις ολόκληρον την χώραν» πληροφορούσε ένας από τους τίτλους στα «ΝΕΑ» μια βδομάδα μετά το πραξικόπημα
«Πλήρης τάξις και ασφάλεια επικρατεί εις ολόκληρον την χώραν» πληροφορούσε ένας από τους τίτλους στα «ΝΕΑ» μια βδομάδα μετά το πραξικόπημα
Η 21η του Απρίλη και η εφτάχρονη διάρκεια της δικτατορίας αξιοποιούνται, παράλληλα, στη στρατηγική της αντικομμουνιστικής και της αντισοσιαλιστικής εκστρατείας, σε μια περίοδο, μάλιστα, που ο καπιταλισμός, κυριαρχώντας παγκόσμια, έχει αναδείξει όλα τα σύμφυτα αντιδραστικά ταξικά χαρακτηριστικά του και τις αξεπέραστες αντιφάσεις του, τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.
Διαφορές που δεν αναιρούν τον χαρακτήρα
Τι ήταν, όμως, η στρατιωτική δικτατορία (21 Απρίλη 1967 - 23 Ιούλη 1974) και ποια η διαφορά της από την αστική δημοκρατία με την κοινοβουλευτική της μορφή;
Ηταν μία μορφή της δικτατορίας του κεφαλαίου, μία άλλη μορφή άσκησης της καπιταλιστικής εξουσίας σε σχέση με τη μορφή που αντικατέστησε και τη μορφή που την διαδέχτηκε - αυτήν της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Ασφαλώς και ανάμεσα σε αυτές, τις προ και μετά από τη δικτατορία μορφές κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, υπάρχουν αισθητές διαφορές, από τις οποίες οι σημαντικότερες είναι:
α) Η αστική νομοθεσία σε σχέση με την ύπαρξη και τη λειτουργία του ΚΚΕ (καθεστώς παρανομίας και διώξεων με βάση τους νόμους 375/1936 και 509/1947 στην προ της δικτατορίας περίοδο, καθεστώς νομιμότητας και κατάργηση του 509 στις 23 Σεπτέμβρη 1974 και του 375 στις 4 Οκτώβρη 1982, σταδιακή άρση του καθεστώτος παρανομίας για τους πολιτικούς πρόσφυγες κ.λπ.).

β) Βασιλευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία πριν τη δικτατορία, προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία μετά από τη δικτατορία. Η σημαντική διαφορά σε σχέση με την κατάργηση του βασιλικού θεσμού αποτυπώθηκε και στο νέο Σύνταγμα (1975).
Σε κάθε περίπτωση - πριν, μετά και κατά τη δικτατορία - η ιδεολογία του καθεστώτος ήταν η ιδεολογία της καπιταλιστικής τάξης ως τάξης εξουσίας. Βέβαια, όπως στο νομικό και στο πολιτικό εποικοδόμημα της καπιταλιστικής εξουσίας στην ιστορική τους εξέλιξη συναντάμε διαφορές, έτσι και στην ιδεολογία της συναντάμε διαφοροποιήσεις, που, ωστόσο, δεν αναιρούν τον χαρακτήρα της.
Η στρατιωτική δικτατορία 1967-1974 υπήρξε ένα αστικό καθεστώς «ειδικού σκοπού» ή «έκτακτης ανάγκης», μία προσπάθεια λύσης των συσσωρευμένων αντιθέσεων στο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας και με προορισμό την απρόσκοπτη συνέχιση της εξυπηρέτησης των αναγκών της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, της διατήρησης του ελέγχου επί της εργατικής τάξης και του λαού της χώρας και την ισχυροποίηση και την αναβάθμιση, εντέλει, της ελληνικής αστικής τάξης μέσα στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και ιδιαίτερα στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.
Εκφραση της όξυνσης των αντιθέσεων
Αναφερόμενοι στα γεγονότα εκείνης της εποχής, είμαστε υποχρεωμένοι να εντοπίσουμε ότι η προσέγγισή τους από τα επιτελεία του αστικού «δημοκρατικού τόξου» διακρίνεται από απουσία αντικειμενικότητας και επιφανειακή παρουσίαση, που διαπερνά τις περισσότερες σχετικές αναλύσεις.
Πρώτον, ως προς τον ταξικό χαρακτήρα της χούντας, τη στάση σειράς αστικών πολιτικών δυνάμεων πριν το 1967 απέναντι στο ενδεχόμενο δικτατορίας, καθώς και το ρόλο τους στην πολιτική εναλλαγή του 1974.
Τη δεκαετία του 1950 - και περισσότερο του 1960 - μέσα στους κόλπους της αστικής τάξης και των αστικών πολιτικών δυνάμεων αναπτύσσονταν τάσεις υπέρ του εκσυγχρονισμού του αστικού πολιτικού συστήματος, ενώ, ταυτόχρονα, η Ελλάδα προετοιμαζόταν για την ένταξη στην ΕΟΚ.
Αναδείχτηκαν αντιθέσεις - ορισμένες από τις οποίες προϋπήρχαν σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα - που αφορούσαν το ρόλο και τις εξουσίες του θρόνου, καθώς και τον έλεγχο στο στρατό. Οξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων εκφραζόταν και στο Κυπριακό, που διαπλεκόταν με τις διεθνείς εξελίξεις και αντιθέσεις λόγω της σημασίας της Κύπρου για τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Τα «Ιουλιανά» και οι τριγμοί που υπέστη το αστικό πολιτικό σύστημα καλλιέργησαν το έδαφος για τη δικτατορία, δεν αποτελούσαν, όμως, τη γενεσιουργό αιτία της. Οι βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στη στρατιωτική δικτατορία βρίσκονταν στις ενδοαστικές αντιθέσεις σε ολόκληρο το πλέγμα του αστικού κράτους, όπως θεμελιώθηκε με τη Συμφωνία της Βάρκιζας και κυρίως από το 1946. Εκδηλώνονταν σε συνθήκες αλληλεπίδρασης της διαπάλης ανάμεσα στο σοσιαλιστικό και στο καπιταλιστικό σύστημα, τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που οξύνονταν.
Το 1967 οι συνταγματάρχες ενήργησαν έχοντας τουλάχιστον την ανοχή, αν όχι και τη στήριξη, μηχανισμών των ΗΠΑ, οι οποίες, αν και καθυστέρησαν την επίσημη αναγνώριση της χουντικής κυβέρνησης για 9 μήνες μετά από την επιβολή της, την στήριξαν ολόπλευρα σε όλη τη διάρκεια της επταετίας. Στο πλαίσιο της επιθετικής πολιτικής τους κατά της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, εξυπηρετούνταν από το γεγονός ότι η χούντα είχε σταθερές φιλοαμερικανικές, ΝΑΤΟικές και αντικομμουνιστικές θέσεις. Βέβαια, η χούντα έκανε και επιμέρους επιλογές που διαφοροποιούνταν από την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ, δίχως, φυσικά, να βγαίνει από το γενικό πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής ΝΑΤΟικής συμμαχίας ή να το αμφισβητεί. Συνέχισε τη γραμμή των προηγούμενων αστικών κυβερνήσεων ως προς τη μη αναγνώριση του Ισραήλ. Στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967 είχε δεχτεί να χρησιμοποιηθούν από τις ΗΠΑ οι βάσεις τους στην Ελλάδα, ενώ κατά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973 αρνήθηκε, τουλάχιστον επίσημα, να χρησιμοποιηθούν. Ομως, τελικά, η χουντική κυβέρνηση δεν αντέδρασε όταν οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τη Σούδα στον πόλεμο υπέρ του Ισραήλ.
Το «υπέρτατο αγαθό»
Ενα δεύτερο ζήτημα προκύπτει από το γεγονός ότι με αφορμή τις αναφορές στη χούντα, οι αστοί πολιτικοί χαρακτηρίζουν τη δημοκρατία των τελευταίων 43 χρόνων ως την καλύτερη και τη μακροβιότερη από τη σύσταση του ελληνικού κράτους.
Πρόκειται για την ακριβόλογη ταξική τοποθέτηση που χρησιμοποιείται προπαγανδιστικά, για να ενισχύεται η ευρύτερη αποδοχή της δημοκρατίας με το «υπερταξικό» της προπέτασμα καπνού.
Το κρίσιμο συμπέρασμα που προκύπτει από τα τελευταία 44 χρόνια λειτουργίας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όσον αφορά τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, είναι ότι σε αυτήν την περίοδο σταθεροποιήθηκε και ισχυροποιήθηκε παραπέρα η θέση του ελληνικού καπιταλισμού. Επιπλέον, η ανάπτυξή του επέτρεψε μία πιο ουσιαστική ενσωμάτωσή του στο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κέντρο, όπως διαμορφώθηκε με την ωρίμανση της ΕΟΚ σε ΕΕ.
Καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία με τη μορφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας - αυτές είναι η πεμπτουσία της αστικής τάξης και των κομμάτων της, αυτές περιφρουρούν και θωρακίζουν.
Αναγορεύοντας την αστική δημοκρατία σε υπέρτατο αγαθό, θέλουν να συγκαλύψουν την ταξική εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Εξωραΐζουν την ΕΕ, που εξισώνει το φασισμό με τον κομμουνισμό (θεωρία των «δύο άκρων»), ως υπόδειγμα υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας και της ευημερίας, αποσιωπώντας το χαρακτήρα της ως ένωσης ιμπεριαλιστικής. Επιμελημένα συγκαλύπτουν το φόβο που καλλιεργούν (άμεσα και έμμεσα) οι κεφαλαιοκράτες σε κάθε τόπο δουλειάς, τους εκβιασμούς που ασκούν στους εργατοϋπαλλήλους, τις προβοκάτσιες, τους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς που στήνουν, την εξαγορασμένη εργατική αριστοκρατία που πρακτορεύει τα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα. θέλουν να μην αντιληφθούν οι μισθωτοί εργαζόμενοι τη βαθύτερη αιτία της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, την αιτία των ιμπεριαλιστικών πολέμων γενικά, αυτών που μαίνονται κοντά μας (Συρία κ.α.) και εκείνων που προετοιμάζονται. Συγκαλύπτουν το ρόλο που έπαιξε και παίζει το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος στην πραγματοποίηση σημαντικών ιμπεριαλιστικών στρατιωτικών επιχειρήσεων (Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ κ.α.) και στην ιμπεριαλιστική ειρήνη «με το πιστόλι στον κρόταφο των λαών».
Για όλα αυτά, ισοδυναμεί με εμπαιγμό ο ισχυρισμός ότι η αρχή της «λαϊκής κυριαρχίας» υλοποιείται και επισφραγίζεται μέσα από τη διεξαγωγή των εκλογών, αφού ο λαός καλείται με αυτές να επιλέξει ποιο αστικό κόμμα θα τον ποδοπατάει. Κι αυτό, γιατί την ίδια στιγμή ο «κυρίαρχος λαός» μαστίζεται από την ανεργία, την εξαθλίωση, την ανασφάλεια, την έλλειψη κοινωνικών υποδομών και γενικά όλα τα αποτελέσματα που φέρνει η καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Ο εμπαιγμός γίνεται οξύτερος όταν επικαλούνται τη λαϊκή κυριαρχία, στο όνομα, μάλιστα, της Αριστεράς και του σοσιαλισμού, στη δεκαετία του 1980 κυρίως από το ΠΑΣΟΚ, σήμερα από τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο.
Πρόκειται για δυνάμεις που η πολιτική τους βρίσκεται σε αντίθεση με τους λαϊκούς αγώνες ενάντια στις ΗΠΑ, στην ΕΟΚ και στο ΝΑΤΟ, αγώνες για το μισθό, για τα εργατικά - συνδικαλιστικά δικαιώματα κ.λπ.
Η ψήφος της πλειοψηφίας
Πώς αντιλαμβάνονται τη «λαϊκή κυριαρχία» οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, το έχουν ομολογήσει εξέχοντες αστοί πολιτικοί και πριν τη δικτατορία. Μιλώντας στο Συμβούλιο του Στέμματος, το 1965, ο αρχηγός της Ενωσης Κέντρου, Γεώργιος Παπανδρέου, είπε:
«...αι εκλογαί είναι ιδεώδης ευκαιρία αντιμετωπίσεως των μαζών (...) είναι τόσον ισχυρόν σήμερα το κράτος, ώστε ουδείς δύναται να διαταράξη την δημοσίαν τάξιν... Αντιθέτως υποστηρίζω, ότι μόλις προκηρυχθούν εκλογαί θα επέλθη αυτομάτως εκτόνωσις (...) αλλάσσουν μέτωπον αι μάζαι, στρέφονται εναντίον αλλήλων (...) αι εκλογαί είναι καταπραϋντικόν, είναι βότανον της εκτονώσεως» (Τάσος Βουρνάς, «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», σελ. 374, 375-376, εκδ. Αφών Τολίδη, Αθήνα, 1980).
Ο ταξικά σκεπτόμενος και δρων Γεώργιος Παπανδρέου, ο αδιάλλακτα τοποθετημένος υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αντιμετώπιζε με αυτόν τον τρόπο τις λαϊκές μάζες που συνέχιζαν ηρωικά τον λεγόμενο «ανένδοτο αγώνα», μπλεγμένες, ωστόσο, στα γρανάζια του «114», δηλαδή, δίχως να το συνειδητοποιούν, στην υπεράσπιση ενός καπιταλιστικού και άρα αντιλαϊκού Συντάγματος.
Οτι η αστική κοινοβουλευτική μορφή διακυβέρνησης έχει ταξικό, συγκαλυμμένα δικτατορικό χαρακτήρα, το διακήρυξε με τον τρόπο του ο δημοσιογράφος Σάββας Κωνσταντόπουλος. Το 1966 είπε σε διάλεξή του:
«Υπόθεση: Το Κομμουνιστικό Κόμμα παίρνει περισσότερο από 50% των ψήφων (...) Θα του δοθεί η Εξουσία;... (...) Ο κανόνας, ότι η πλειοψηφία κυβερνά, έχει αξία μέσα στον κύκλο της Δημοκρατίας και ποτέ εναντίον και επί ζημία της Δημοκρατίας (...) Η Δημοκρατία στην περίπτωσι αυτή έχει το καθήκον να θεωρήση την ψήφο της πλειοψηφίας (...) σαν παράνομη και απαράδεκτη» (Σάββας Κωνσταντόπουλος, «Ο φόβος της δικτατορίας», σελ. 124, 125, 128, Αθήναι, 1966).
Ο χαρακτήρας του κράτους
Η αντιπαράθεση για τη δικτατορία 1967-1974 καθώς και οι ιδεολογικές συγκρούσεις μετά από το 1974 (η ονομαζόμενη «περίοδος της Μεταπολίτευσης», όρος που δεν είναι επιστημονικά δόκιμος) εκ των πραγμάτων θέτουν στο επίκεντρο το ζήτημα του χαρακτήρα του κράτους, το οποίο από τη δεκαετία του 1950 τα «μη δεξιά» κόμματα χαρακτήριζαν ως «κράτος της Δεξιάς». Ακολούθησε η ΝΔ, η οποία μετά από το 1981 έκανε λόγο για «ΠΑΣΟΚικό κράτος». Ο ενδοαστικός καβγάς συνεχίζεται με παραλλαγές. Σήμερα, που κυβερνά ο ΣΥΡΙΖΑ, από μια σειρά αστικές πολιτικές δυνάμεις ακούγονται ξανά τα περί κομματικοποίησης του κράτους (περί «αριστερού» ή ακόμα και «κομμουνιστικού» δήθεν κράτους).
Ο ιδεολογικός - πολιτικός χαρακτηρισμός για το «κράτος της Δεξιάς», ουσιαστικά, συγκάλυπτε τον πραγματικό ταξικό διαχωρισμό στην κοινωνία και έδινε τη δυνατότητα στην αστική πολιτική να ενσωματώνει τις εργατικές και λαϊκές μάζες σε άλλες αστικές εναλλακτικές γραμμές, όπως του «Κέντρου», που τασσόταν υπέρ του λεγόμενου «κράτους δικαίου» και της «ισονομίας». Η αντιπολιτευτική επιχειρηματολογία ενάντια στο «κράτος της Δεξιάς» εμφάνιζε το αστικό κράτος ως τη συνισταμένη των επιμέρους κοινωνικών συμφερόντων και όχι ως όργανο της αστικής ταξικής κυριαρχίας, όπως στην πραγματικότητα είναι.
Αδιαμφισβήτητο γεγονός, βέβαια, αποτελεί ότι μέχρι το 1974 στους πιο δυναμικούς κρατικούς μηχανισμούς και στη δημόσια διοίκηση προσλαμβάνονταν άτομα «εγνωσμένης εθνικοφροσύνης».
Μετά από μερικά χρόνια, όταν στη διακυβέρνηση βρισκόταν η Νέα Δημοκρατία, οι νέες ανάγκες που γεννούσε η καπιταλιστική ανάπτυξη επέβαλαν να πραγματοποιηθεί η ενσωμάτωση των λαϊκών δυνάμεων και μέσω μίας πιο διευρυμένης λειτουργίας του κράτους.
Ο περιορισμός των διακρίσεων, κατά κανόνα στους χώρους της εκπαίδευσης και της δημόσιας διοίκησης, προχώρησε περισσότερο όταν έγινε κυβερνητικό κόμμα το ΠΑΣΟΚ, με στόχο τη διεύρυνση των συμμαχιών της αστικής τάξης και την εξασφάλιση μίας μονιμότερα ελεγχόμενης εκλογικής βάσης.
Η διαμάχη για το «κράτος της Δεξιάς» ή το «ΠΑΣΟΚικό» ή άλλο εντασσόταν και εντάσσεται στην ενδοαστική σύγκρουση για το ποιο κόμμα του κεφαλαίου θα έχει το πάνω χέρι στη διαχείριση του συστήματος, οργανώνοντας αυτό τις αστικές συμμαχίες με τα εργατικά - λαϊκά στρώματα.
Υπερταξικός χαρακτηρίζεται και ο στρατός. Στην πραγματικότητα, ο στρατός, γενικότερα οι Ενοπλες Δυνάμεις μπορεί να αποτελούνται από σύνολο ξεχωριστών ατόμων, όμως, αυτά είναι ιεραρχικά τοποθετημένα και συγκροτούν έναν ενιαίο μηχανισμό, που κινείται σύμφωνα με καθορισμένη κατεύθυνση, ως μηχανισμός της αστικής εξουσίας. Και αυτό, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα άτομα που βρίσκονται στο στρατό είναι διαφορετικών ιδεολογικών και πολιτικών αντιλήψεων. Ο στρατός (στο όνομα του «έθνους») κινείται και δρα ταξικά, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι οι δυνάμεις που τον συναποτελούν είναι όλες σύμφωνες με την αποστολή του ως δύναμης ΝΑΤΟικής και καταστολής του εργατικού - λαϊκού κινήματος.
Είναι υποχρέωση του εργατικού - λαϊκού κινήματος, του κομμουνιστικού κινήματος να παρεμβαίνει στη συνείδηση και στη στάση των εφέδρων στρατευμένων παιδιών του λαού, ακόμα και των μόνιμων αξιωματικών και υπαξιωματικών, ιδιαίτερα σε συνθήκες πανεθνικής κρίσης, πολέμου κ.λπ.
Η κατάσταση του ΚΚΕ
Η δικτατορία της 21ης του Απρίλη βρήκε το ΚΚΕ εκτός νόμου από το 1947 και, μάλιστα, χωρίς Κομματικές Οργανώσεις στην Ελλάδα επί 10 χρόνια, μετά από την Απόφαση της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ του '58 (5-10 Γενάρη 1958) να τις διαλύσει. Συνιστούσε ωρίμανση της γραμμής του οπορτουνισμού στο Κόμμα με τη μορφή και του οργανωτικού οπορτουνισμού, του λικβινταρισμού, που επικυρώθηκε στη συνέχεια από το 8ο Συνέδριό του (1961) («Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Β' τόμος 1949 - 1968», σελ. 417-426, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011).
Τότε, το Κόμμα βρισκόταν κάτω από την επίδραση της επιθετικής επιδίωξης της οπορτουνιστικής ομάδας που δρούσε στην ΚΕ και στο ΠΓ και στο Κλιμάκιο της ΚΕ (που βρισκόταν μέσα στην Ελλάδα πολλά χρόνια πριν το απριλιανό πραξικόπημα).
Το κρίσιμο πρόβλημα της ανασυγκρότησης των Κομματικών Οργανώσεων εμφανίστηκε ακόμα πιο οξυμένο, αφού από τις πρώτες μέρες της δικτατορίας εκατοντάδες στελέχη που είχαν αποφυλακιστεί ένα και δύο χρόνια πριν τη δικτατορία (ορισμένα είχαν αρχίσει να ανησυχούν για την κατάσταση που επικρατούσε στην ΕΔΑ και προβληματίζονταν), βρέθηκαν «εν μία νυκτί» στα Γιούρα και στη συνέχεια στο Παρθένι και στο Λακκί της Λέρου, εξόριστα μαζί με χιλιάδες άλλους κομμουνιστές και «φακελωμένους» αγωνιστές.
Το Κλιμάκιο της ΚΕ που δρούσε μέσα στην Ελλάδα, με τα μέλη του ενταγμένα στα κεντρικά όργανα της ΕΔΑ, ενημέρωνε ή λογοδοτούσε με διάφορους τρόπους στην καθοδήγηση που ήταν στο εξωτερικό, δεν ελεγχόταν από μέλη του Κόμματος στην Ελλάδα, αφού δεν υπήρχαν Κομματικές Οργανώσεις Βάσης (ΚΟΒ). Αρα, η ΚΕ του ΚΚΕ δεν είχε πλήρη δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου των πληροφοριών και των εκτιμήσεων που μεταβίβαζε το κομματικό Κλιμάκιο από την Ελλάδα.
Παρ' όλα αυτά, το Κόμμα, αν και βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση, ίσως στη χειρότερη όλης της ιστορικής πορείας του από την ίδρυσή του το 1918, από την πρώτη στιγμή επιβολής της δικτατορίας αναμετρήθηκε με την ευθύνη εναντίωσης, πάλης με στόχο την ανατροπή της.
Το ΚΚΕ είχε βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία - και δεν μπορούσε να τις χάσει ούτε εξαιτίας των δικών του λαθεμένων αποφάσεων, ούτε πολύ περισσότερο λόγω διώξεων, εκτελέσεων, δολοφονιών, τρομοκρατίας. Τον Απρίλη του 1967, διέθετε αντανακλαστικά που είχαν ριζώσει μέσα στην αγωνιστική δράση του και τις αμέτρητες θυσίες, που το είχαν καταξιώσει σ' ένα σημαντικό μέρος του λαού και διεθνώς. Παρέμενε ως παρακαταθήκη η μακρόχρονη προσφορά του σε μισονόμιμες, μη νόμιμες συνθήκες, στις συνθήκες της Κατοχής και κατά τη διάρκεια της ηρωικής ταξικής αναμέτρησης των 33 ημερών του Δεκέμβρη του 1944, του τρίχρονου ταξικού αγώνα του ΔΣΕ (1946 - 1949). Διέθετε αντανακλαστικά που οφείλονταν, επίσης, στην αναγνώριση του μαρξισμού - λενινισμού, του προλεταριακού διεθνισμού, της αναγκαιότητας πάλης για το σοσιαλισμό, στην επιμονή του στη συνεπή υπεράσπιση του σοσιαλιστικού συστήματος κατά τη διαπάλη του με το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα.
Αυτά τα αντανακλαστικά εκδηλώθηκαν από την πρώτη στιγμή, με την απόφασή του να διαθέσει στον αγώνα, με κάθε θυσία, όσες δυνάμεις διέθετε στο εσωτερικό, να στρατολογήσει νέες, αλλά και με αποστολές στελεχών από το εξωτερικό, προκειμένου άμεσα να ξεκινούσε η μαζική δράση για την ανατροπή της δικτατορίας.
Ηταν το μοναδικό κόμμα που δεν ανέθετε την ανατροπή της χούντας στον ιμπεριαλιστικό παράγοντα, ευρωπαϊκό ή αμερικανοΝΑΤΟικό, γενικότερα δεν την ανέθετε αποκλειστικά σε αστικές δυνάμεις. Προειδοποιούσε το λαό ότι τα αστικά κόμματα, οι ηγέτες τους έκαναν συνεννοήσεις πίσω από την πλάτη του με παράγοντες της χούντας, των ΗΠΑ και άλλους Ευρωπαίους αστούς ηγέτες, για να γίνει αλλαγή σκυτάλης, ώστε να χειραγωγηθεί και να ελεγχθεί ο λαϊκός παράγοντας. Η αστική τάξη και οι πολιτικοί ηγέτες της, όπως και οι οπορτουνιστές, φοβόντουσαν ενδεχόμενη λαϊκή εξέγερση, δηλώνοντάς το καθαρά από την αρχή ή στην πράξη με τη γενικότερη πολιτική τους γραμμή. Χαρακτηριστική ήταν η θετική στάση τους απέναντι στην προσπάθεια της χούντας να πάρει μέτρα «φιλελευθεροποίησης» της δικτατορίας, ώστε να δώσει δυνατότητα επανεκκίνησης της αστικής δημοκρατίας, ζήτημα που το χρησιμοποιούσε προκειμένου να καθησυχάζει την αντίθεση και την ανησυχία του ελληνικού λαού.
Ανασυγκρότηση και οργάνωση της αντίστασης
Με την επιβολή της δικτατορίας, το ΚΚΕ ήταν υποχρεωμένο να ιδρύσει Κομματικές Οργανώσεις μέσα στην Ελλάδα. Στηρίχτηκε στα κομματικά στελέχη που στη συνέχεια υπεράσπισαν τις Αποφάσεις της 12ης Πλατιάς Ολομέλειας (5-15 Φλεβάρη 1968) και δεν είχαν συλληφθεί.
Συνέβαλε, βέβαια, και η πλειοψηφία των εξόριστων κομμουνιστών και κομμουνιστριών, που έγγραφα και επώνυμα δημοσιοποίησαν τη στήριξή τους στην Ολομέλεια. Σε όλη τη διάρκεια της επταετίας, το ζήτημα της στρατολόγησης και ανάδειξης στελεχών σε παράνομες συνθήκες γινόταν πιο επιτακτικό, εξαιτίας και των συλλήψεων μελών της ΚΕ και άλλων στελεχών που έμπαιναν παράνομα στην Ελλάδα.
Από τα πιο σοβαρά προβλήματα αποτέλεσε η διαμόρφωση νέου Κλιμακίου στο εσωτερικό (αφού το κέντρο βάρους του αγώνα αντικειμενικά ήταν μέσα στην Ελλάδα), που ανασυγκροτήθηκε στα τέλη του 1968.
Πραγματοποιήθηκε, έτσι, το πρώτο βήμα για την ενίσχυση της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας και των άλλων Κομματικών Οργανώσεων στις βασικές περιοχές και σε νησιά, ενώ μεγάλης σημασίας γεγονός αποτέλεσε η δημιουργία της ΚΝΕ.
Η περίοδος 1968-1971 αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολη για την ανασυγκρότηση του Κόμματος, όχι μόνο εξαιτίας των συνεπειών της διάσπασης, αλλά και γιατί η Ασφάλεια κατάφερνε να συλλαμβάνει μέλη του Κλιμακίου και άλλων Οργάνων, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται έως ένα βαθμό η παραπέρα ανάπτυξη της δουλειάς του Κόμματος. Οι διαδοχικές συλλήψεις στελεχών που είχαν καθοδηγητικό ρόλο στην ανασυγκρότηση των Κομματικών Οργανώσεων σε όλη τη διάρκεια της επταετίας οφείλονταν - πέρα από τη δράση των επιτελείων και των μηχανισμών της χούντας, της Ασφάλειας - στην έλλειψη προετοιμασίας, στην απουσία μηχανισμού υποστήριξης, αλλά και στις σοβαρές παραβιάσεις των συνωμοτικών κανόνων από καθοδηγητικά στελέχη (εξαιτίας των συνεπειών ένταξής τους στην ΕΔΑ, στην υποχώρηση της μαρξιστικής - λενινιστικής διαπαιδαγώγησης). Οπωσδήποτε, οφείλονταν και στα λάθη και στις σοβαρές αδυναμίες που παρουσίασε το ΠΓ στην οργάνωση και καθοδήγηση της παράνομης δουλειάς. Παρά τις δυσκολίες, τα εμπόδια και τις αντιφάσεις, ήταν ανοδική η γενική πορεία και δράση του ΚΚΕ στις δοσμένες συνθήκες.
Το ΚΚΕ και δίπλα του η ΚΝΕ αποτέλεσαν την ψυχή της αντιδικτατορικής πάλης. Τάχτηκαν υπέρ της δράσης με κάθε μορφή για την ανατροπή της δικτατορίας, μην αποκλείοντας και την ένοπλη πάλη. Το Κόμμα είχε εκφράσει επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα της πάλης με τη μορφή βομβιστικών ενεργειών, στο βαθμό που αυτές εμφανίζονταν ως οι πιο σημαντικές και έβαζαν σε δεύτερη μοίρα την οργάνωση των μαζών σε ένα ισχυρό αντιδικτατορικό κίνημα (Αρχείο ΚΚΕ, Εγγραφο 2715, «Απομαγνητοφωνημένα Πρακτικά 15ης Ολομέλειας της ΚΕ», σελ. 19).
Το ΚΚΕ, από την αρχή και σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, έριξε βάρος στον οργανωμένο αγώνα με αφετηρία και πεδίο δράσης τα εργατικά - λαϊκά αιτήματα και με στόχο να εξελιχτούν οι αγώνες σε μαζικές πολιτικές εκδηλώσεις κατά της χούντας. Πρόβαλε αιτήματα για την απελευθέρωση των κρατουμένων, τη χορήγηση γενικής αμνηστίας.
Οπως προκύπτει από τα ντοκουμέντα των Ολομελειών της ΚΕ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και τα ντοκουμέντα του 9ου Συνεδρίου, η εργατική τάξη - αλλού αυθόρμητα (κάτω από την πίεση των προβλημάτων και τη σχεδόν καθολική αντίθεσή της στη χούντα), αλλού με την ώθηση των κομμουνιστών - χρησιμοποιούσε ως μορφές πάλης διαμαρτυρίες, ακόμα και μικροαπεργίες, που σε ορισμένες περιπτώσεις αποσπούσαν παραχωρήσεις ή απέκρουαν νέους αντιλαϊκούς σχεδιασμούς της χούντας. Το μεγαλύτερο βάρος της πολιτικοποίησης, σε συνδυασμό με τη μαζικότητα, ανέδειξαν οι αγώνες της σπουδαστικής και φοιτητικής νεολαίας το 1972-1973, για τις ακαδημαϊκές και συνδικαλιστικές ελευθερίες, για την ανατροπή της χούντας, που στηρίχτηκαν ενεργά από εργατικές - λαϊκές μάζες, με αποκορύφωμα το Πολυτεχνείο.

Ι. Τ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ