Η ΔΙΧΟΓΝΩΜΙΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ - ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
ΣΕ ΠΟΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΨΟΣ ΕΙΧΕ ΦΤΑΣΕΙ Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ - ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ;
Θα ξεκινήσω με το πιο σημαντικό: η σοβιετική οικονομική σχολή του κομμουνισμού έχει λύσει επαρκώς το βασικό καθήκον της, δηλαδή το πώς πρέπει να εμφανίζεται στην πράξη η οικονομία της κομμουνιστικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια: Τα 70 χρόνια ρωσικής σοσιαλιστικής επανάστασης ήταν επαρκή για τον καθορισμό της οικονομίας του κομμουνισμού, δε χρειάζεται να αναζητούμε, μπορούμε να διδαχτούμε. Από κοινωνική άποψη μπορούμε να εκπροσωπούμε αυτή την αντίληψη ανεξάρτητα από το λεγόμενο τέλος[1] του κομμουνισμού (ή και παραίτηση από αυτόν) στη Σοβιετική Ενωση. Επομένως ο κομμουνισμός έχει προσεγγιστεί γνωσιολογικά από οικονομική άποψη. Αυτό ξεπερνάει κατά πολύ τους Μαρξ - Ενγκελς, είναι κάτι παραπάνω από αυτό που μπόρεσε να διατυπώσει και ο Λένιν για τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική πράξη, διότι η ουσιαστική δουλιά έγινε μετά το θάνατό του, όταν άρχισε να εφαρμόζεται η σχεδιασμένη οικονομία. Δηλαδή, σε ό,τι αφορά την κομμουνιστική κοινωνική εφαρμογή, αυτή πέρασε από ένα θεωρητικό όραμα (και ας ήταν επιστημονικά θεμελιωμένο το όραμα αυτό) στην έμπρακτη πραγματικότητα. Ο επιστημονικός κομμουνισμός είναι σήμερα η θεωρία μιας πράξης, επομένως επιστημονικός με την αληθινή έννοια. Πέρασε η εποχή που σκεφτόμασταν ή και φανταζόμασταν (με βάση τις αντιθέσεις του καπιταλισμού) τι θα ήταν ένας κομμουνισμός ή πώς θα έπρεπε να ήταν. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος έπαινος που μπορεί να απονεμηθεί στη σοβιετική σχολή του κομμουνισμού. Πρέπει ωστόσο να προσθέσουμε εδώ ότι δεν μπορούμε να έχουμε αυτή την καλή γνώμη για τη Σοβιετική Ενωση, την οικονομική της επιστήμη ή τους οικονομολόγους της, χωρίς να έρθουμε σε διαφωνία με τη σοβιετική οικονομική επιστήμη. Εχουμε δηλαδή μια καλύτερη γνώμη γι’ αυτή απ’ ό,τι η ίδια η σοβιετική επιστήμη έχει για τον εαυτό της.
Η ίδια η σοβιετική επιστήμη δεν έχει σε καμιά περίπτωση την άποψη ότι έχει τοποθετηθεί επαρκώς για την οικονομία του κομμουνισμού. Είχε μεν μια δική της οικονομική πράξη, αλλά ποτέ, σε καμιά χρονική περίοδο δεν είχε τη γνώμη ότι αυτή ήταν ήδη η σωστή. Η θεωρία του κομμουνισμού ποτέ δεν συνόδευε την πράξη του κομμουνισμού με το ίδιο ενιαίο πνεύμα, με τον ίδιο σεβασμό, με τον οποίο αυτή προχωρούσε. Υπάρχουν όμως δύο περίοδοι για τον καθορισμό της απόκλισης μεταξύ θεωρίας και πράξης. Μετά την Επανάσταση, αλλά πριν ακόμα από την εφαρμογή της σχεδιασμένης οικονομίας, η «θεωρία» του κομμουνισμού προηγούνταν της πράξης του κομμουνισμού, η θεωρία προωθούσε την πράξη ή η πράξη αποτελούσε την αμφισβήτηση της θεωρίας[2] (δηλαδή η θεωρία έπρεπε να επιβεβαιώνεται από τον ίδιο τον εαυτό της). Μετά από την εφαρμογή της σχεδιασμένης οικονομίας όμως αντιστράφηκε η σχέση, η επαναστατική πράξη προηγούνταν της θεωρίας και η θεωρία φρέναρε (!) την πράξη. Η θεωρία διατύπωνε μια «πράξη», η οποία δεν ήταν η πραγματική, δεν ήταν η άμεση συνέχιση της (μέχρι τότε) πράξης, δηλαδή η θεωρία δεν αναγόταν στη δική της πράξη. Αυτό πάει να πει ότι η θεωρία του σοσιαλισμού εξέφραζε λιγότερο το σοσιαλισμό απ’ ό,τι η ίδια η πράξη του σοσιαλισμού[3]. Επομένως, εξακολουθεί να ισχύει το ότι πρώτα έρχεται η σοβιετική πράξη και μετά της παρέχεται η θεωρία. Το ότι τώρα μόλις έρχεται η θεωρία του κομμουνισμού είναι... εντελώς φυσιολογικό.
Σίγουρα πρόκειται για μια περίεργη αντίθεση που διακατείχε τότε τον υπαρκτό σοσιαλισμό (στη Σοβιετική Ενωση). Η πράξη ήταν «απέριττη» και ιστορικά ωρίμαζε ολοένα, ενώ η θεωρία ήταν πιο «πλούσια» και ταυτόχρονα και πιο «πίσω». Δηλαδή η θεωρία κυοφορούσε κάποιες προϋποθέσεις, αλλά και σχέδια, τα οποία σε περίπτωση που πραγματοποιούνταν, θα σήμαιναν μια διόρθωση της «απέριττης» πράξης και μάλιστα με αρκετά θεμελιακό τρόπο[4]. Η σοβιετική οικονομική επιστήμη προσομοιάζει στα πρόσωπα του Ιανού. Κάνει σωστές διατυπώσεις, από τις οποίες όμως άλλες δικές της επίσης διατυπώσεις τραβάνε το χαλί κάτω από τα πόδια. Για να ξεπεραστεί επί τέλους το διπλό πρόσωπο της σοβιετικής οικονομικής θεωρίας -από τη μία το πρόσωπο της θεωρητικής οικονομίας που ανταποκρίνεται στην πράξη και από την άλλη το πρόσωπο που δυσφημεί την πράξη- πρέπει να διασπάσουμε τη σοβιετική επιστήμη, δηλαδή να την αποσυνθέσουμε στο μέρος, που πρέπει να διατηρηθεί και στο μέρος που μπορούμε με ήσυχη τη συνείδηση να το πετάξουμε στον orcus (λατινικά: ο Αδης, τα Τάρταρα - σημ. μετάφρασης) της Ιστορίας.
Βρισκόμαστε πλέον στην περίεργη περίσταση, όπου το τέλος του σοσιαλισμού σημαίνει και το τέλος εκείνων των Σοβιετικών επιστημόνων, οι οποίοι θεωρούσαν τον κομμουνισμό επαρκώς νοητό (σ.μ.: γνωσιολογικά) και επαρκώς εφαρμοσμένο. Γεγονός είναι ότι εξαφανίστηκαν με το τέλος της Σοβιετικής Ενωσης. Δεν ξέρω κανένα γνωστό σοσιαλιστή οικονομολόγο, ο οποίος να υπερασπίζεται ακόμα το σοσιαλισμό, όπως καθορίστηκε «επίσημα». Είτε σώπασαν είτε «πέρασαν» στο στρατόπεδο των πρώην αντιπάλων τους. Από την άλλη, οι τότε αντίπαλοι του επίσημου κομμουνισμού έχουν καταλάβει το προσκήνιο τόσο του προφορικού, όσο και του γραπτού λόγου. Η παλαιότερη κριτική τους προς τον υπαρκτό σοσιαλισμό ότι ο κομμουνισμός, όπως είχε πραγματοποιηθεί, δεν μπορεί να είναι βιώσιμος, φαίνεται να έχει επιβεβαιωθεί ακριβώς από το τέλος μιας κοινωνίας. Παλαιότερα, δηλαδή μέσα στον υπαρκτό σοσιαλισμό ακόμα, αυτό φαινόταν μέσα από την κριτική τους προς την πραγματικότητά του. Σήμερα αυτό φαίνεται απλώς από το ότι έχουμε να κάνουμε ξανά μόνο με την καπιταλιστική κοινωνία. (Πρέπει οπωσδήποτε στην περίπτωση του σημερινού ρώσικου καπιταλισμού να μιλάμε για έναν ιδιαίτερο καπιταλισμό. Εκφράζεται μέσω του κράτους πολύ εντονότερα απ’ ό,τι οποιοσδήποτε άλλος καπιταλισμός στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, αλλά και εντονότερα από εκείνον τον καπιταλισμό που είχαν «σχεδιάσει» για τη φάση της παλινόρθωσης στη Ρωσία. Η πράξη της παλινόρθωσης στη Ρωσία υπολείπεται της θεωρίας της παλινόρθωσης στη Ρωσία).
Προτείνω να αρνηθούμε να ακολουθήσουμε αυτή τη λογική, η οποία εξαναγκάζει κομμουνιστές να αποκηρύξουν την επανάσταση (μετά από την επανάσταση) και να αποδεχθούν το ρεφορμισμό, η οποία λογική επομένως τους υποχρεώνει από την αρχή να κάνουν μια πολιτική επανάσταση μονάχα για τον οικονομικό ρεφορμισμό. Να την αρνηθούμε παρά το επώδυνο τέλος του σοσιαλισμού, παρόλο που σίγησαν οι οικονομολόγοι του σε πείσμα της όλης ιστορίας. Δεν αποδεχόμαστε το τέλος του σοσιαλισμού, τελεία και παύλα.
Σε αυτή την περίπτωση όμως πρέπει οπωσδήποτε να κυριαρχήσουμε στη θεωρία. Κατά πρώτον πρέπει να φροντίσουμε να είναι ξεκάθαρη η γλώσσα μας και κατά δεύτερον πρέπει να προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε μια σωστή ιστορική κατανόηση των σταδίων, της μετάβασης, των φάσεων της μετάβασης κλπ., επομένως των περιόδων του κομμουνισμού.
Επομένως θέλουμε να ασχοληθούμε με αυτή την περίεργη αντίφαση της σοβιετικής οικονομικής επιστήμης επίσης, που υπήρξε (σ.μ.: από τη μια) μια ρυθμισμένη πράξη -η οποία άλλωστε στην ουσία όσο και στη μορφή της ίσχυε ανελλιπώς μέχρι το 1990- και (σ.μ.: από την άλλη) μια μη ρυθμισμένη θεωρία, κάτι που συνεχίζει να παραμένει έτσι.
Για τα κομμουνιστικά κόμματα προκύπτει σήμερα και αύριο το ερώτημα, ποιος θα είναι ο προσανατολισμός τους. Θα εξακολουθήσουν να προσανατολίζονται προς τους λεγόμενους ορθόδοξους ή προς τους πολλούς επικριτές τους όλων των πιθανών «γωνιών» της σοσιαλιστικής κοινωνίας; Οι μεν ήταν της πράξης και είχαν την εξουσία, ήταν δηλαδή οι έμπρακτοι διαμορφωτές του σοσιαλισμού, αλλά που στο τέλος όμως δεν επιβεβαιώθηκαν «μέσω της ιστορίας», αν θέλουμε να αξιολογήσουμε τα χρόνια μετά το 1989 σαν το τέλος του σοσιαλισμού. Οι δε ήταν «αδύναμοι», αλλά στο τέλος «επιβεβαιώθηκαν», έστω και αν όχι στην πράξη. Δηλαδή η εσωτερική κριτική του σοσιαλισμού δεν οδηγεί σε κανέναν άλλο πρακτικό σοσιαλισμό. Οι μεταρρυθμιστές εξακολουθούν να είναι αυτοί που -παρά την «επιβεβαίωσή» τους από την Ιστορία- προβάλλουν μονάχα θεωρητικά τις ιδέες τους και η μεταρρύθμιση εξακολουθεί να είναι μονάχα ένα σχέδιο του μυαλού τους. Ο σοσιαλισμός της μεταρρύθμισης απλώς δεν υπάρχει.
Πρέπει να καταπιαστούμε με το ζήτημα μιας επανάληψης του σοσιαλισμού με την εξής έννοια: Επιστρέφουμε σε αυτό που υπήρχε στην πράξη ή πρέπει να περάσουμε σε αυτό που ήθελαν οι μεταρρυθμιστές-κριτικοί του υπαρκτού σοσιαλισμού; Πρέπει -θα μπορούσαμε να το πούμε κι έτσι- να ταχθούμε ξανά με την επανάσταση ή πρέπει εκ των προτέρων να ταχθούμε με τη μεταρρύθμιση - το ρεφορμισμό; Μην ξεχνάμε: Η επανάσταση (η ανάληψη της κρατικής εξουσίας), ο «σκληρός δρόμος» οδηγεί στην οικονομική επανάσταση (με απλά λόγια σημαίνει επιστροφή και στο Στάλιν). Ο «μαλακός» δρόμος, ο ρεφορμισμός, θα άφηνε την υπόθεση του σοσιαλισμού να τελματώσει σε μια σχεδόν αιώνια συζήτηση, χωρίς να μπορεί να εφαρμοστεί πρακτικά. Ο ρεφορμισμός κυοφορεί πάντα την παλινόρθωση. Μόλις ο ρεφορμισμός επιστρέψει στη σκέψη και στη δράση, ψάχνει αδιάκοπα το μετριοπαθές πολιτικό εποικοδόμημα της οικονομικής του μεταρρύθμισης[5]. Η πραγματικότητα του ρεφορμισμού συνίστατο μόνο στο ότι διατυπώθηκε υπό τον όρο μιας υπαρκτής επανάστασης. Εξω από αυτή την υπαρκτή σοσιαλιστική εξουσία, δηλαδή από σήμερα, κάτω από καπιταλιστικούς όρους, η μεταρρύθμιση, ο μεταρρυθμισμένος σοσιαλισμός δεν παραμένει παρά μονάχα ένα προπαγανδιστικό πρόγραμμα, ένα κόκαλο, το οποίο θα το γλύφουμε αιωνίως.
«Πραγματικά» μεταρρυθμιστικά οικονομικά προγράμματα προϋποθέτουν τον κομμουνισμό που κατέχει κρατική εξουσία, προϋποθέτουν εν πάση περιπτώσει την ύπαρξη επαναστατικής, αντικαπιταλιστικής πτέρυγας του εργατικού κινήματος που θα έχει την κρατική εξουσία στα χέρια της. Αναρωτιέται όμως κανείς, από τη στιγμή που θα έχει επανακτηθεί η εξουσία, θα έπρεπε η επανάσταση να επιτρέψει στον εαυτό της την «αδυναμία» να συνεχίζει την πορεία της μεταρρυθμιστικά; Δηλαδή, αυτό που καταδίκαζε πριν από την επανάσταση, να το φορέσει μετά (σ.μ. αυτό που καταδίκαζε πολιτικά να το ενστερνιστεί οικονομικά); Αυτό όμως θα έπρεπε να είναι «δίδαγμα από το πραγματικό τέλος του σοσιαλισμού». Οχι ο οποιοσδήποτε σοσιαλισμός, αλλά ο επαναστατικός σοσιαλισμός δε θα έπρεπε να είναι βιώσιμος. Είναι σωστό αυτό;
Ο σοσιαλισμός είναι σχεδιασμένη οικονομία, αλλά είναι όμως «συμπληρωματικά», «πέρα από αυτό», «από μέσα» και εμπορευματική παραγωγή; Αυτό ήταν το ζήτημα. Διέσπασε αυτό που έμοιαζε ενωμένο, σε μια αντίφαση, η οποία ωστόσο παρουσίαζε τον εαυτό της ως ενότητα. Δηλαδή, και στις δύο μορφές εμφάνισης ήθελε να υπηρετήσει το ίδιο, το σοσιαλισμό. Από τη μία ο σοσιαλισμός ήταν πράξη, στην προκειμένη περίπτωση σχεδιασμένη οικονομία, από την άλλη όμως ήταν και πρόθεση μεταρρύθμισης αυτής της πράξης και ως εκ τούτου εμπορευματική οικονομία. Η κατάσταση στη σοβιετική οικονομική επιστήμη ήταν τέτοια, που η ίδια είχε ένα παρόν, αλλά επίσης έμοιαζε να είχε μια άμεση υποχρέωση απέναντι σε ένα μέλλον που έδειχνε πέρα από το παρόν και αυτό το μέλλον είχε καταληφθεί από την εμπορευματική οικονομική μεταρρύθμιση! Παρόλο που οι μεταρρυθμιστές της εμπορευματικής οικονομίας δεν είχαν αποδείξει τίποτα, τους οικονομολόγους της σχεδιασμένης οικονομίας τους είχε καταλάβει η αμφιβολία σχετικά με το ποια ιστορική κατεύθυνση έπρεπε να ακολουθήσουν. Πολύ πιο ουσιώδες όμως ήταν το γεγονός ότι η μεταρρύθμιση δεν είχε κανέναν αντίπαλο, μέχρι σήμερα άλλωστε. Παντού συναντούμε τον πιστό στα εμπορεύματα κομμουνισμό, στο πρόσωπο του κομμουνιστή-μαρξιστή. Ο κομμουνισμός-μαρξισμός δε διακατέχεται ακόμα από την αμφιβολία, μήπως αυτό είναι λάθος. Η εμπορευματική παραγωγή έμοιαζε να είναι η ανώτερη εξέλιξη της σχεδιασμένης οικονομίας. Και αυτό -κατά τη γνώμη τους- δεν ήταν φαύλος κύκλος. Η σχεδιασμένη οικονομία, όπως πραγματοποιούνταν, δεν έμοιαζε να είναι έργο μεγάλης διάρκειας. Αυτό ήταν και αναλογικά εξακολουθεί να είναι μια πολύ περίεργη αντίφαση: να ανακαλύπτεις στο παρόν, το παρελθόν ως μέλλον.
Η αντίφαση στη θεωρητική εμφάνιση της σοβιετικής οικονομικής σχολής δεν μπορούσε παρά να κάνει τον καθένα, που ήταν πεισμένος για τον κομμουνισμό, να χάσει την ορμή του.
Η σοβιετική «συζήτηση» καθεαυτή ήταν «αιώνια». Δηλαδή ξεκίνησε με την εμφάνιση της Σοβιετικής Ενωσης, συνοδεύει το σοσιαλισμό από τη γέννησή του. Και όμως σε μια συγκεκριμένη στιγμή αυτή επικεντρώθηκε στον Ι. Β. Στάλιν. Γιατί αυτή η ξαφνική προσωποποίηση της συζήτησης και γιατί αυτό το πολιτικό επίπεδο, αφού πριν δεν είχε απασχολήσει παρά τους επιστήμονες; Πολύ απλά, επειδή αυτή έγινε πολιτικό ζήτημα, ζήτημα της πολιτικής μορφής της επανάστασης! Από τη στιγμή που έγινε κατορθωτή, η σχεδιασμένη οικονομία έγινε εναλλακτική πρόταση μιας θεωρίας που έμοιαζε με πληγή που πυορροεί. Το πρόβλημα ήταν ότι ο Στάλιν επέμεινε «ξαφνικά» σε μια συνέχεια, η οποία καθεαυτή δεν έμοιαζε να ήταν προϋπόθεση. Υπάρχει απλώς στον προσδιορισμό της λαϊκής ιδιοκτησίας, που βρίσκεται σε αντίθεση προς την αστική ιδιοκτησία ή τις αστικές σχέσεις παραγωγής. Η σχεδιασμένη οικονομία είναι σχέση παραγωγής! Στη δεκαετία του ’20 μπορούσε κανείς να σχηματίσει τη μία ή την άλλη γνώμη: Τη μια επρόκειτο για εμπόρευμα και ήταν εμπορευματική παραγωγή, την άλλη δεν ήταν εμπόρευμα και δεν επρόκειτο για εμπορευματική παραγωγή. Ομως η αξίωση του Στάλιν ότι η λαϊκή ιδιοκτησία δεν είναι εμπορευματική παραγωγή -διότι το τόνιζε αυτό για τη λαϊκή ιδιοκτησία, για τα μέσα παραγωγής της- επέφερε ξαφνικά τη συνέχεια στο παρελθόν και μάλιστα για την κομμουνιστική πολιτική, η οποία μόλις τότε προσδιορίστηκε με σαφήνεια. Μόνο στην οικονομική μορφή μπορεί να προσδιοριστεί με σαφήνεια μια πολιτική. Δηλαδή μόνο στη «δεύτερη» φάση της οικοδόμησης του κομμουνισμού μπορεί να προσδιοριστεί με σαφήνεια η «πρώτη» φάση του κομμουνισμού, αυτή της «απλής» κομμουνιστικής εξουσίας.
Ξαφνικά έγινε ξεκάθαρο -και σε αυτό συνηγορεί και το κύρος που διέθετε ο Στάλιν (η αυθεντία του σοσιαλισμού τάχθηκε ξεκάθαρα!)- ότι βασικά επρόκειτο πάντα για μια «μη εμπορευματική οικονομία», στο βαθμό που επρόκειτο για λαϊκή ιδιοκτησία.[6]
Ξαφνικά το θέμα ήταν η ενότητα, έπρεπε όλοι να έχουν την «ίδια γνώμη». (Το εννοώ με την αντικειμενική, πραγματολογική έννοια, όπως ο Μαρξ το είχε διατυπώσει κάποτε: «Η σκέψη, που κατανοεί, δεν μπορεί παρά να είναι ίδια»). Στάλιν σήμαινε τον αποχωρισμό επιτέλους από μια περιττή συζήτηση, από το περιττό καθεαυτό αντικείμενό της, σήμαινε τουλάχιστον, τώρα να αναδειχθεί αυτή η συζήτηση ως άνευ περιεχομένου (με αυτό τον τρόπο της αντιπαράθεσης) και τη στροφή στο νέο αντικείμενο, τον πραγματικό σοσιαλισμό. Δηλαδή η επανάσταση ήταν πάντα διαχωρισμός από τον αστικό τρόπο παραγωγής. Αυτό είναι το νόημα λοιπόν του αποφθέγματος του Στάλιν, αυτό γίνεται τώρα πιο σαφές από ποτέ. Δεν υπέβαλε με κανέναν τρόπο μια έτοιμη θεωρία, αλλά αυτή η θεωρία θα έπρεπε τώρα να δημιουργηθεί. Η οικονομική διδασκαλία έπρεπε -ή θα έπρεπε- να τοποθετηθεί τώρα (επιτέλους) χωρίς εξαιρέσεις πάνω στο έδαφος της σχεδιασμένης οικονομίας, θα έπρεπε να είχε επεξεργαστεί τα εκάστοτε στάδια, τις μορφές, τους «νόμους», με τους οποίους είχε επιβληθεί ο «μη εμπορευματικός χαρακτήρας»[7] της λαϊκής ιδιοκτησίας, στη Σοβιετική Ενωση. Τι ήταν το πρώτο στάδιο, τι το δεύτερο, σε ποιο στάδιο βρισκόταν τώρα; Για όλους τους αναγνώστες ισχύει η υπόδειξη ότι περί αυτής της συνέχειας πρόκειται, αν ενδιαφέρονται πραγματικά για την άλλη κοινωνική οργάνωση. Μου φαίνεται όμως ότι ένας τέτοιος κομμουνιστής με μια τέτοια συνέχεια πρέπει να αναζητηθεί ακόμα.
Η σοβιετική οικονομική σχολή βρισκόταν το 1952 (θα μπορούσε να ήταν και το 1939-‘40, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30) στο κατώφλι του περάσματος στο συνειδητό (πιο συνειδητό) κομμουνισμό. Ο προσδιορισμός του Στάλιν ήταν η αρχή αυτής της συνείδησης[8]. Ακόμα πιο ιστορικό: προσδενόταν με την πνευματική κληρονομιά των Μαρξ-Ενγκελς. Η «απλή» θεωρία είχε επιβεβαιωθεί! Για την ακρίβεια: δεν ήταν ο Στάλιν αυτός καθαυτός το σημείο μεταστροφής, αλλά η λαϊκή ιδιοκτησία που είχε καταλήξει στη σχεδιασμένη οικονομία της. Ηταν η λαϊκή ιδιοκτησία της ενεργής σχεδιασμένης οικονομίας. Η ρήση σχετικά με τη λαϊκή ιδιοκτησία και με τη σχέση της λαϊκής ιδιοκτησίας προς την εμπορευματική παραγωγή αντίστοιχα, ξαφνικά δεν είχε πια μόνο τη θεωρητική αξία, όπως π.χ. οι ρήσεις του Μαρξ, 70 χρόνια νωρίτερα γι’ αυτό το θέμα, αλλά είχε άμεσα μια πρακτική επίδραση. Απαιτούσε και άλλες (!) «σχέσεις εμπορεύματος-χρήματος» (άλλες εξελίξεις μέσα σε αυτές τις σχέσεις), από εκείνες που ίσχυαν στη Σοβιετική Ενωση τη δεκαετία του ’20, πριν ξεκινήσει η σχεδιασμένη οικονομία.
Επομένως, το θέμα δεν ήταν οι διαφορετικές από τον καπιταλισμό σχέσεις εμπορεύματος-χρήματος στο σοσιαλισμό, αλλά οι διαφορές τους σε σχέση με την πρώτη περίοδο της Σοβιετικής Ενωσης! Προστρίβονταν απλώς δύο εποχές του σοσιαλισμού μεταξύ τους: μια καινούργια και με αυτή την έννοια μια εποχή που ανήκει στη λαϊκή ιδιοκτησία, η εποχή του σοσιαλισμού στην καθαρή του μορφή, είχε ξεκινήσει. Επρεπε να τη θέλει κανείς ή να μην τη θέλει. Οποιος δεν την ήθελε, κατάλαβε ξαφνικά ότι επρόκειτο για μια υπόσταση, για τη δική του υπόσταση. Αυτό πρέπει να κατανοηθεί τώρα πολιτικά. Ηταν ζήτημα κοινωνικό. Επρόκειτο για τούτο ή τον άλλο μελλοντικό δρόμο της Σοβιετικής Ενωσης.
Το τι ξεκίνησε όμως στη Σοβιετική Ενωση, στον τομέα της θεωρίας, μετά το 1952 είναι δύσκολο να καταλάβουμε. Για κάποιο λόγο -και ο λόγος αυτός δεν είναι ο Στάλιν- η σοβιετική επιστήμη ερωτεύθηκε την εμπορευματική παραγωγή. «Ανακάλυψε» ξαφνικά (ήταν μια ανακάλυψη εκ του πνεύματος, διότι τίποτα δεν είχε αλλάξει στην πράξη) ότι στο σοσιαλισμό, στην πρώτη φάση του κομμουνισμού, γίνεται ακόμα λόγος για «πραγματική εμπορευματική παραγωγή» και η αναγκαιότητά της δήθεν απορρέει από τα έσω της λαϊκής ιδιοκτησίας, του σοσιαλισμού. Ξαφνικά η εμπορευματική παραγωγή δεν ήταν πια αστικό κατάλοιπο, αλλά ούτε καν ένα αντικείμενο που πάνω του έπρεπε να κυριαρχούν το κράτος και ο σχεδιασμός, αλλά ένα αντικείμενο που έπρεπε να...απελευθερωθεί! Η αντίθεση ανάμεσα στις δύο αντιλήψεις δεν μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη και δεν μπορούσε παρά να γίνει τόσο αποφασιστική, ώστε η μία από τις δύο να υποχωρήσει. Αφού δεν μπορούσε να ήταν ο σοσιαλισμός καθαυτός που θα υποχωρούσε -η κοινωνία ήταν ακόμα πολύ ισχυρή- έπρεπε να ήταν ο Στάλιν, η -νέα ή όχι νέα- θεωρία του Στάλιν. Οπως και να το δούμε το πράγμα, μαζί με το Στάλιν ο σοσιαλισμός έπεσε ως υποκείμενο. Η πτώση του Στάλιν -με τη θεωρητική του έκφραση για την εμπορευματική οικονομία στο σοσιαλισμό ή μάλλον σωστότερα, για τη λαϊκή ιδιοκτησία και τη σχέση της προς την εμπορευματική παραγωγή- είχε την έννοια της πτώσης του σοσιαλισμού. Δηλαδή με την πτώση του Στάλιν αναγγέλθηκε η πτώση του σοσιαλισμού.
Βασικά ο Στάλιν κατάφερε να δώσει μόνο τον οριστικό καθορισμό του σοσιαλισμού ή της λαϊκής ιδιοκτησίας ως αντίθεση στην αστική οικονομική κοινωνία. Βεβαίως αυτό δεν ήταν σε καμιά περίπτωση τίποτα το συγκλονιστικό, παρά μια φυσική διαπίστωση για το σοσιαλισμό. Το να οικοδομήσεις μια άλλη, διαφορετική από την εμπορευματική, οικονομία αποτελεί τη φυσική έκφραση του εργατικού κινήματος στο σύνολό του (ή η ξεχωριστή, δική σου κοινωνία ή οι κομμουνιστές δεν είναι απαραίτητοι). Συσχετίζοντας τη ρήση του Στάλιν με το Μαρξ, μπορεί να γίνεται λόγος μόνο για συνέχεια, όχι για ρήξη. Νέο στοιχείο σε διάκριση από έναν θεωρητικό μπορεί να είναι μόνο ένας πρακτικός του σοσιαλισμού (σ.μ.: που εφαρμόζει το σοσιαλισμό στην πράξη). Αυτό όμως είναι μια εξέλιξη και όχι ρήξη.
Φαινόταν ωστόσο στις απαρχές της Σοβιετικής Ενωσης να υπήρχε κάποια ρήξη της πράξης με τη θεωρία. Ο προσδιορισμός όμως του Στάλιν για τη μορφή ιδιοκτησίας ξεκαθάρισε με αυτή την επίφαση της ρήξης. Το ερώτημα είναι όμως αν σε σχέση με την ιστορική αρχή της Σοβιετικής Ενωσης -σε σχέση με τον προσδιορισμό του Στάλιν της λαϊκής ιδιοκτησίας, που έδωσε μόλις το 1952- μπορεί να γίνεται λόγος για συνέχεια. Συνειδητοποιούμε εδώ το λογικό προσδιορισμό του Στάλιν, την ιστορική σημασία του, που ξεπερνάει τη χρονική περίοδο για την οποία διατυπώθηκε.
Ακριβολογώντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι δε θα έπρεπε να υπήρχε η πρώτη περίοδος της Σοβιετικής Ενωσης, η δεκαετία του ’20, ώστε αναφερόμενοι στο Στάλιν να μιλάμε μόνο για μια συνέχεια του κομμουνιστικού κινήματος. Γιατί ο Στάλιν -ή η κατοπινή δεύτερη περίοδος της Σοβιετικής Ενωσης- ταιριάζει ακριβώς στο Μαρξ, στο μαρξισμό.
Για να γίνει λόγος για ρήξη, για το Στάλιν (ουσιαστικά για τη σχεδιασμένη οικονομία) ως ρήξη, πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως μέτρο η «πρώτη περίοδος» του «σοσιαλισμού». Απέναντι σε αυτή όντως δημιουργείται η «ρήξη», αλλά να προσθέσουμε εδώ: μόνο η επίφαση της ρήξης. Η δεκαετία του ’20 πρέπει επίσης να ερμηνευτεί.[9]
Η αντίφαση της σοβιετικής οικονομίας δε διέφυγε από τους παρατηρητές. Υπήρξε μάλιστα μια αντανάκλαση σε διεθνές επίπεδο και ακόμα μερικοί τη συμμερίστηκαν. Δηλαδή δημιουργήθηκε μια αντίφαση του κομμουνισμού γενικά, που αφορούσε ουσιαστικά την ύπαρξή του. Και αν ρωτήσει κάποιος, τι απέμεινε από τη σοβιετική οικονομική σχολή στην εποχή μας, στα σημερινά κομμουνιστικά κόμματα, πρέπει να του απαντηθεί νηφάλια: περισσότερο η θεωρία, μερικά οικονομικά προγράμματα που έχουν συζητηθεί, λιγότερο η τότε πράξη. Οι σημερινοί κομμουνιστές ξέρουν λιγότερα για τη σχεδιασμένη οικονομία στην πραγματική της διάσταση απ’ ό,τι για τα προγράμματα της οικονομικής μεταρρύθμισης σαν όραμα, απ’ ό,τι δηλαδή για την εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό. Στο ειδικό θέμα της σοβιετικής επιστήμης δινόταν -και δίνεται- περισσότερη προσοχή απ’ ό,τι στο γενικό. Το στοιχείο διατήρησης της παλαιάς οικονομίας της αγοράς χαίρει μεγαλύτερης προσοχής απ’ ό,τι το στοιχείο της νέας σχεδιασμένης οικονομίας. Θέλουμε να δώσουμε από τη σκοπιά της εσωτερικής του αντίφασης μια μικρή ανασκόπηση του θέματος, για το οποίο η σοβιετική οικονομία ποτέ δεν απόκτησε ενιαία αντίληψη και για το οποίο τελικά διασπάστηκε σε δύο αντίθετα στρατόπεδα. Το ουσιαστικό είναι να δοθούν οι ίδιες οι αντίθετες απόψεις, ώστε οι μαρξιστές να μπορέσουν να προσανατολιστούν. Είναι σχεδόν αδύνατο να προσανατολιστεί κανείς, για δύο τουλάχιστον λόγους: 1) Κανείς δεν γνωρίζει λεπτομερώς τις συζητήσεις, σχεδόν κανείς δεν έχει τη σχετική φιλολογία στη διάθεσή του, για να μην μιλήσουμε για τη μεγάλη ποικιλία της και προπαντός για το διαδικαστικό της χαρακτήρα. 2) Η κρίση σχηματίζεται κάτω από τις εντυπώσεις όσων πληροφοριών έχουν επιβιώσει του σοσιαλισμού, όσων απέμειναν στη μνήμη και αυτές είναι οι μεταρρυθμίσεις. Αυτές όμως, δεν αποτελούν παρά μονάχα το ένα μέρος της σοβιετικής οικονομικής σχολής και όπως προαναφέραμε, δεν ήταν το μέρος που κυριαρχούσε στην πράξη. Αυτό που «κυριαρχεί» σήμερα και που ξεκίνησε ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, είναι αποκλειστικά θεωρητικής φύσης. Αυτή την κυριαρχία θέλουμε να σπάσουμε. [Σε ό,τι αφορά το πρόσωπό μου, αντιπαλεύω την αντίθετη πλευρά ήδη εδώ και 4 δεκαετίες σχεδόν και όταν με ρωτούν: Αλλά γιατί με τόση λίγη επιτυχία; Απαντώ: Εξαιτίας των σχέσεων κυριαρχίας στη θεωρία, οι οποίες ήταν διαφορετικές από τις σχέσεις στην πράξη (εδώ ακριβώς βρίσκεται η αντίφαση των δύο σχολών, είναι η αντίφαση της πρακτικής κυριαρχίας των «ορθόδοξων» -ή και οπαδών του Στάλιν- και της θεωρητικής κυριαρχίας των μη ορθόδοξων, των επικριτών του Στάλιν ή ακόμα και μεταρρυθμιστών). Η κυριαρχία[10] των μη ορθόδοξων στη θεωρία (μέχρι σήμερα άλλωστε) αποτέλεσε εμπόδιο για την κριτική να καταπιαστεί με τη θεωρία. Ο κομμουνισμός ήταν θεωρητικά μπλοκαρισμένος από τις μεταρρυθμίσεις - τους μεταρρυθμιστές. Επομένως πολλά είναι διαφορετικά απ’ ό,τι πιστεύεται].
Παρακάτω θα πραγματευτούμε το ιστορικό και το λογικό πρόβλημα της σοβιετικής οικονομικής επιστήμης. Ιστορικής φύσης είναι η διαδοχική σειρά, με την οποία στη σοβιετική ιστορία γεννιέται και εξελίσσεται το οικονομικό σύστημα του σχεδιασμού. Στη λογική το κύριο είναι να κατανοηθούν οι σχέσεις του, σε συνάρτηση μεταξύ τους, να κατανοηθεί η ενότητα του προεπαναστατικού με τον επαναστατικό μαρξισμό. Αλλά πρώτα μια υπόδειξη επί της ουσίας.
Δυστυχώς δεν είμαστε πληροφορημένοι σχετικά με την όλη πορεία της συστηματικής σοβιετικής οικονομικής συζήτησης, η οποία ξεκίνησε πριν ακόμα από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο στη Σοβιετική Ενωση, επανήλθε το 1951-‘52 και έφτασε στην πρώτη της γενικά εγκεκριμένη διδακτική μορφή το 1954, με το πρώτο διδακτικό βιβλίο. Αυτό πάει να πει ότι η γνώση μας περιορίζεται στη συζήτηση, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο βιβλίο αυτό, περιορίζεται και στις παρατηρήσεις του Στάλιν επ’ αυτού, οι οποίες έγιναν το μήλο της έριδος. Με άλλα λόγια δεν υπάρχουν πρακτικά της ίδιας της συζήτησης. Ακόμα λιγότερα ξέρουμε για τις συζητήσεις αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, στη δεκαετία του ’20 - συνήθως γνωρίζουμε ό,τι αντικατοπτρίζεται στα ιστορικά αποσπάσματα.[11] Δεν μπορέσαμε να κοιτάξουμε τα πρωτότυπα. Στο βαθμό που αυτά έχουν διατηρηθεί, δεν έχουν σχεδόν καθόλου μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες. Οπωσδήποτε η συζήτηση για την οικονομία του σοσιαλισμού από το 1941 και μετά ξεχωρίζει από τις μέχρι τότε συζητήσεις, στο βαθμό που μόνο τότε αποκτάει την ιστορική διάσταση που της αξίζει. Επιτέλους οικοδομεί πάνω στη βάση μιας υπαρκτής σχεδιασμένης οικονομίας. Δηλαδή η σχεδιασμένη οικονομία, η πράξη καθεαυτή, δίνει στην οικονομία το αντικείμενό της. Αυτό δε σημαίνει άρνηση της αξίας των συζητήσεων, που διεξάγονταν στη Σοβιετική Ενωση ήδη από την αρχή της Επανάστασης ή από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 αντιστοίχως, ούτε άρνηση της συμβολής τους στη συστηματική της θεωρίας, αλλά από τη δεκαετία του ’30 ξεκινάει η σχεδιασμένη οικονομία της πραγματικότητας και στη συζήτηση από το 1941 το θέμα ήταν η επεξεργασία αυτής της πραγματικότητας.
Πρέπει να το πούμε και ας μας είναι δύσκολο: Ο κομμουνισμός και ο κομμουνιστής δεν επιβεβαιώνεται στον τεράστιο πολιτικό αγώνα του, στις αμέτρητες θυσίες του, αλλά με βάση το αποτέλεσμα του αγώνα. Πρέπει πράγματι να προελάσει πρώτα κανείς στην ίδια την (σ.μ.: νέα) κοινωνία του, προτού μπορέσει να ισχυριστεί ότι η κομμουνιστική πολιτική είναι ιστορική.
Πρέπει να προσεχτεί αυτή η αντιστροφή στη σχέση υποκείμενου-αντικείμενου ή κομμουνιστή-κομμουνισμού, η οποία άρχισε με το ξεκίνημα της σχεδιασμένης οικονομίας. Αποτελεί κριτήριο για τις συζητήσεις που ακολούθησαν, για τις θεωρίες και τις αντιλήψεις που εκφράστηκαν σε αυτές. Μπορεί να ανταποκρίνονται στο αντικείμενο ή να το αντικρούουν. Ετσι κι αλλιώς δεν επιτρέπεται πια το καθετί στις γνώμες, αλλά εάν κάποιος επιτρέψει στον εαυτό του το καθετί στη θεωρία, τότε αυτό ήδη αποτελεί μια παραβίαση της αντικειμενικότητας. Λυπάμαι που το λέω έτσι, αλλά εξισώνοντας την αρχή της σχεδιασμένης οικονομίας με την αρχή της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας, τελειώνει ο «πλουραλισμός» (σ.μ.: πολυαρχία) της άμεσης μετα-επαναστατικής περιόδου. Αποτελεί όμως παραβίαση της λογικής της Ιστορίας το να νομιστεί ότι ο πλουραλισμός αυτός ξεκινάει μόλις τώρα ή ότι οδηγείται μάλιστα σε μια ανώτερη μορφή. Οχι, ξεκινάει η «μονο-μορφία» (σ.μ.: ενιαία μορφή) μιας κοινωνίας που δεν μπορεί παρά να είναι μόνο κομμουνιστική (ή δεν είναι κομμουνιστική και δε θα γίνει ποτέ).
Το ιστορικό πρόβλημα -ήδη λαϊκές επιχειρήσεις, αλλά ακόμα ατομική ιδιοκτησία (με την ευρεία έννοια)- είναι σημαντικό για τη σοβιετική ή σοσιαλιστική οικονομία γενικά, φαίνεται να δίνει αέρα στα πανιά του εμπορευματικού μέρους της σοβιετικής οικονομίας (ή των οικονομολόγων). Πριν μας απασχολήσει η σχεδιασμένη οικονομία, έχουμε να κάνουμε με την εμπορευματική οικονομία (ακόμα έχουμε να κάνουμε με την παλαιά οικονομία, με την αστική συμπεριφορά στην οικονομία), το κατά τα φαινόμενα πρώτο οικονομικό πρόγραμμα -ή οικονομική σχέση- του σοσιαλισμού. Αν αξιολογήσουμε ως σοσιαλισμό όλα όσα ξεκινούν μετά την Επανάσταση, τότε η εμπορευματική οικονομία μέσα από το σοσιαλισμό φαίνεται να προηγείται της σχεδιασμένης οικονομίας του σοσιαλισμού. Η εμπορευματική οικονομία στο «σοσιαλισμό» φαίνεται να είναι πιο παλαιά, προγενέστερη από τη σχεδιασμένη οικονομία του σοσιαλισμού.
Προσδιορίζουμε βέβαια τη σοσιαλιστική οικονομία ως οικονομία του σχεδιασμού. Η σχεδιασμένη οικονομία πρέπει να είναι προϋπόθεση για να μπορούμε να μιλάμε για μια οικονομία του σοσιαλισμού σύμφωνα με την πραγματικότητα.[12] Ομως το πρόβλημα της ιστορίας της γέννησης του σοσιαλισμού συνίσταται στο ότι αυτός πρέπει να περάσει ένα κατώφλι, που προηγείται της πρώτης φάσης του κομμουνισμού (που γενικά χαρακτηρίζεται ως σοσιαλισμός), για να μπει σε αυτή τη «φάση». Και σε αυτό το κατώφλι, που είναι ως εκ τούτου το στάδιο πριν τη σχεδιασμένη οικονομία, καθορίζονται ή φαίνεται να καθορίζονται σχέσεις ήδη με προλεταριακό (σοσιαλιστικό) τρόπο, αλλά συχνά ιδιόρρυθμα και σε σύνδεση με άλλες σχέσεις, π.χ. αυτές που καθορίζονται ακόμα από την ατομική ιδιοκτησία. Αυτό το κατώφλι πριν από την πραγματική δράση είναι μια εποχή πολλών συμβιβασμών. Πριν καν μπούμε στην πρώτη φάση του κομμουνισμού και μαζί με αυτή στην απελευθερωμένη επαναστατική σχέση, μιλάμε ήδη για πολιτική του σοσιαλισμού. Πολλοί τη θεωρούν φάση συμπαγή και μεγάλης διάρκειας. Για παράδειγμα η Κίνα παραμένει σε αυτό το στάδιο πριν από την πρώτη φάση του κομμουνισμού και φαίνεται πρώτη αυτή να δίνει τη θεωρία για αυτή την περίοδο, αφού είναι η πραγματική, δηλαδή η παρατεταμένη πράξη. Στη Σοβιετική Ενωση όμως διήρκεσε μόνο λίγο. Στη ΓΛΔ (και την Ανατολική Ευρώπη) επίσης.
Είναι ωστόσο σωστό- και εδώ είναι ο συμβιβασμός- ότι σε αυτή την ιστορική περίοδο πρέπει να μιλάμε για λαϊκή ιδιοκτησία (που ήδη υπάρχει σε κάποιες πρώτες ποσότητες) ως ιδιοκτησία τόσο, όσο υπάρχει ακόμα ατομική ιδιοκτησία μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση. Η λαϊκή ιδιοκτησία κάτω από αυτές τις συνθήκες της ποικιλίας στις μορφές ιδιοκτησίας πρέπει να κάνει κάτι το άπρεπο: πρέπει να οριοθετηθεί. Πρέπει να υπάρχουν σε χρήμα όσα υπάρχουν σε εργασία. Εχει αναγνωριστεί γενικά ότι αυτό ισχύει προς τα έξω, προς τις καπιταλιστικές χώρες (ή χώρες με εμπορευματική οικονομία) που εξακολουθούν να υπάρχουν. Ομως μένει ακόμα να αναγνωριστεί ότι αυτό ισχύει και προς τα μέσα. Τότε επομένως υπάρχει μια αστική μορφή καθορισμού της λαϊκής ιδιοκτησίας ως «εμπόρευμα» και το εμπόρευμα ως μορφή αξίας, ως μέγεθος αξίας. Εδώ η σχέση είναι τέτοια, που η λαϊκή ιδιοκτησία δεν κυριαρχεί ακόμα μέσα από την κυριαρχία της στις σχέσεις, αλλά η κοινωνική μορφή κυκλοφορίας καθορίζεται ακόμα από τις άλλες μορφές ιδιοκτησίας και η λαϊκή ιδιοκτησία μπορεί να είναι καθοριστική μόνο εφόσον υιοθετήσει αυτές τις μορφές. Επομένως μπορεί να είναι καθοριστική μονάχα με την αστική μορφή. Η λαϊκή ιδιοκτησία πρέπει να είναι η καλύτερη μορφή αξίας (εμπορευματική παραγωγή), η μορφή που θέτει το μέτρο.[13] Αυτή η περίεργη αντίφαση είναι χαρακτηριστική για το κατώφλι του σοσιαλισμού πριν από το σοσιαλισμό. Καθορίζει μια πρώτη θεώρηση της λαϊκής ιδιοκτησίας και το αποτέλεσμα είναι μια συμπεριφορά της λαϊκής ιδιοκτησίας ως εμπορευματικής οικονομίας ή οικονομίας της αξίας. Λογικά δε συμπεριφέρεται ως πλήρης λαϊκή ιδιοκτησία, αλλά σε ορισμένα μέρη της ως τέτοια. Δηλαδή οι επιχειρήσεις της λαϊκής ιδιοκτησίας χωριστά, παρουσιάζονται οικονομικά ως μεγέθη που πρέπει να καθοριστούν. Ολα αυτά μπορούμε να τα διαβάσουμε στο Λένιν και ισχύουν έως το 1928-‘29 περίπου. Ολες οι θεωρίες για την εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό, στις οποίες γίνεται λόγος για την εσωτερική της αναγκαιότητα, έχουν την προέλευσή τους σε αυτό τον ιδιαίτερο («πολλαπλό») ιστορισμό, όχι της πρώτης φάσης του κομμουνισμού, αλλά στο κατώφλι προς την πρώτη φάση. Αυτή η μεταβατική φάση πριν από την πρώτη φάση είναι η πιο αδύνατη του κομμουνισμού από οικονομική άποψη, αλλά η πιο δυνατή από οικονομική άποψη για μια εμπορευματική οικονομία στο σοσιαλισμό (ή στην περαιτέρω εξέλιξή του).[14]
Καθόλου περίεργο ότι η θεωρία της μεταρρύθμισης επιμένει σε αυτή την «περίοδο» και δεν αναγνωρίζει ως ιστορική καμία άλλη, που να την ξεπερνάει και που θα μπορούσε να σημαίνει κάτι άλλο. Ετσι ο ουσιαστικός, θεμελιωμένος ιστορισμός της Σοβιετικής Ενωσης, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, έληξε με τη ΝΕΠ και μετά -λένε- άρχισε ο υποκειμενισμός. Ας το δούμε συγκεκριμένα: (Δεν έχω υπόψη μου να αναζητήθηκε μια ιστορική αιτιολόγηση της επιχειρηματολογίας του Στάλιν. Ο Στάλιν παραμένει μόνο ως μια άποψη, που πρώτα εγκρίθηκε και έπειτα αποκηρύχθηκε. Αν τον ερμήνευαν όμως ιστορικά, μέσα από την άποψή του - αλλά πώς; Με ποιο μέσο; Αφού υπάρχει μόνο η εμφάνιση της λαϊκής ιδιοκτησίας, της σχεδιασμένης οικονομίας αντίστοιχα. Τότε πρέπει να προσδιοριστεί αλλιώς η σχέση σοσιαλισμού - εμπορευματικής παραγωγής απ’ ό,τι στην προηγούμενη περίοδο. Δηλαδή πρέπει μέσα από τη συνέχεια της σχέσης αυτής να περάσουμε σε μια νέα ποιότητα). Το ότι ο πλουραλισμός του «λενινισμού» ή η ελευθερία της δεκαετίας του ’20 περιορίζεται με την ενότητα του «σταλινισμού» ή τη «μονοτονία» της δεκαετίας του ’30 είναι φυσικό. Στο κάτω-κάτω η πολυμορφία είχε περιοριστεί στην τελευταία των δυνατοτήτων της, αυτής των δύο μορφών, της λαϊκής ιδιοκτησίας και του συνεταιρισμού. Το ζήτημα εξακολούθησε να υπάρχει μονάχα σε αυτή την απλή αντιπαράθεση. Και έτσι το έθεσε ο Στάλιν. Η εποχή του κατωφλιού τελειώνει. Το ότι τελειώνει σημαίνει ότι τελειώνει η σχέση του πρώτου βαθμού. Τέλος σημαίνει ότι η ατομική ιδιοκτησία διαλύεται ή εξαφανίζεται πράγματι, επομένως απαλλοτριώνεται ή περνάει σε συνεταιριστική θέση. Τότε δημιουργείται μια νέα σύνδεση ανάμεσα στη λαϊκή ιδιοκτησία και το (πλέον από εδώ και πέρα) συνεταιρισμό και η λαϊκή ιδιοκτησία αποκτάει την ανοιχτή, ελεύθερη εμφάνισή της! Αυτό είναι το νόημα του ρήγματος που επιτυγχάνει από εδώ και πέρα ο Στάλιν στη θεωρία. Η λαϊκή ιδιοκτησία μπορεί, μέσα από τις μορφές της, να πει τι επιτέλους είναι. Δεν είναι εμπορευματική οικονομία. Αυτό λέει ο Στάλιν. Τώρα πρέπει να το πει πρακτικά. Πριν, ο ίδιος ή η σοβιετική επιστήμη μπορούσε να το πει μόνο θεωρητικά. Για πολλούς η λαϊκή ιδιοκτησία αρχίζει μόλις τώρα. Αυτό όμως θα ήταν λάθος. Σε αυτά τα λόγια του Στάλιν -για την οικονομία του λαού (που τα παραγωγικά μέσα της είναι ήδη υπαρκτά) ως μη εμπορευματική οικονομία- η λαϊκή ιδιοκτησία είναι θεμελιώδης, αναγνωρίζεται ως ο πράγματι ξεχωριστός, άλλος από τον αστικό, κοινωνικός σχηματισμός. Η λαϊκή ιδιοκτησία δεν είναι εμπορευματική παραγωγή. Το ερώτημα, πώς έχουν τα πράγματα με την εμπορευματική παραγωγή και τη λαϊκή ιδιοκτησία, έχει επομένως πολύ μεγάλη σημασία για τον επιστημονικό χαρακτήρα μιας διδασκαλίας του κομμουνισμού-σοσιαλισμού, για το ζήτημα της περιοδολόγησής του. Η περιοδολόγηση γίνεται ζήτημα ειδικής πολιτικής.
Ο Στάλιν όμως πρόσφερε έναν προσδιορισμό της ανώτερης φάσης, της πρώτης φάσης του κομμουνισμού. Αυτός εμφανίζεται στον προσδιορισμό της λαϊκής ιδιοκτησίας (ως μη εμπορευματικής παραγωγής), αλλά τον πρότεινε ξεχωριστά, σε μια μικτή μορφή που ταίριαζε μόνο για τη λαϊκή ιδιοκτησία. Διάλεξε μια διπλή μορφή διατύπωσης, σύνδεσε τον αναγκαίο για τη λαϊκή ιδιοκτησία ορισμό με έναν ορισμό, που έπρεπε να βρεθεί για το συνεταιρισμό.[15] Βρήκε το σωστό (!) προσδιορισμό για τη λαϊκή ιδιοκτησία. Πριν δεν ήταν ιστορικά δυνατό, καθώς η λαϊκή ιδιοκτησία, από τη φύση της μη εμπορευματική οικονομία έπρεπε να κρύβεται κάτω από τη μορφή αξίας.[16] Το πρόβλημά του δεν είναι, αν ο συνεταιρισμός είναι ήδη λαϊκή ιδιοκτησία, αλλά αν εξακολουθεί να είναι ατομική ιδιοκτησία. Ο Στάλιν ήταν καταφατικός ως προς το συνεταιρισμό ως ιδιοκτησία, με την έννοια ότι έλεγε γι’ αυτόν ότι αντάλλασσε τα προϊόντα του σαν εμπορεύματα με την κοινωνική βιομηχανία. («Μια άλλη μορφή δεν ήταν δυνατόν να έχει»). Επομένως συνέχισε σε σχέση με το συνεταιρισμό αυτό που είτε εκείνος είτε το στάδιο πριν από το σοσιαλισμό είχε παραχωρήσει στην ατομική ιδιοκτησία: να μπορεί να δίνει τα προϊόντα του μόνο σαν εμπορεύματα. [Δηλαδή πρέπει να διαθέτουν τη μορφή αξίας, να υποτάσσονται στους νόμους του καθορισμού των μεγεθών της αξίας. Μέσα στα μεγέθη αξίας αυτοκαθορίζονται οι οικονομικοί κύκλοι, σε αυτά επικεντρώνεται η κοινωνική κίνηση, αυτή πρέπει να περάσει από την αξία (των εμπορευμάτων). Οι αξίες είναι πανοπλία].
Επομένως ο Στάλιν εξίσωνε τη θέση της ατομικής ιδιοκτησίας και του συνεταιρισμού, δεν έβλεπε εδώ καμιά πρόοδο με βάση την οικονομική σχέση. Από την άλλη όμως έβλεπε την πρόοδο της βιομηχανίας, μιλούσε εδώ για μια νέα σχέση (η οποία δε θα ήταν της εμπορευματικής ή αξιακής μορφής των προϊόντων), δεν το έβλεπε όμως σαν κάτι που θα μετατοπιζόταν ή θα μεταφερόταν στο συνεταιρισμό. Ετσι οδηγήθηκε στο περίεργο κατασκεύασμα του τύπου «στην ουσία όχι εμπόρευμα», αλλά εφοδιασμένο με το «περίβλημα ενός εμπορεύματος»[17].
Η πρώτη κριτική στο Στάλιν ήταν, λογικά, ότι η θεωρία του δεν είχε ενότητα (απ’ ό,τι ξέρω, εκφράστηκε αυτή για πρώτη φορά επίσημα στα δύο άρθρα των W. Batyrjow και J. Slawny στο «Κομμουνίστ», τεύχος 1/1954: μια κριτική του βιβλίου «Χρήμα και πιστωτικό σύστημα στην ΕΣΣΔ», ομάδας συγγραφέων με επικεφαλής τον W.W. Ikonnikow)[18]. Η κοινωνία-οικονομία ήταν (από τη σχεδιασμένη οικονομία και μετά) μια πρακτική ενότητα, ακόμα και ο συνεταιρισμός ήταν υποταγμένος σε αυτή. Η θεωρία έπρεπε να ανταποκρίνεται σε αυτή την πρακτική ενότητα. Ηταν λοιπόν δυνατό να επικρίνει κανείς το Στάλιν και μάλιστα από δυο πλευρές. Είτε θα μπορούσε να πει κανείς ότι επεξεργάστηκε ανεπαρκώς το κομμουνιστικό στοιχείο είτε επεξεργάστηκε ανεπαρκώς το εμπορευματικό και αξιακό οικονομικό στοιχείο του σοβιετικού σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής.
Η κριτική ξεκίνησε διατυπώνοντας την ενότητα της οικονομίας. Η κριτική είχε την ευκαιρία να αναζητήσει την ενότητα -που κατά τα φαινόμενα δεν υπήρχε θεωρητικά στον προσδιορισμό του Στάλιν- και μάλιστα μέσα από δύο δρόμους (ο προσδιορισμός του Στάλιν έδινε την αφορμή για δύο δρόμους): 1. Στη βάση της λαϊκής ιδιοκτησίας (που δεν ήταν εμπόρευμα), στην οποία προσχώρησε ο συνεταιρισμός. 2. Στη βάση της σχέσης της λαϊκής ιδιοκτησίας προς το συνεταιρισμό - σαν εμπορευματική παραγωγή, στην οποία «προσχώρησε» η λαϊκή ιδιοκτησία. Ή η λαϊκή ιδιοκτησία ενσωμάτωσε το συνεταιρισμό ή αντίστροφα ο συνεταιρισμός τη λαϊκή ιδιοκτησία. Στη μία σχέση έχουμε διεύρυνση της μη εμπορευματικής παραγωγής, στην άλλη διεύρυνση της εμπορευματικής παραγωγής. Στη μία έχουμε διεύρυνση της έννοιας της λαϊκής ιδιοκτησίας αναφορικά με το συνεταιρισμό, στην άλλη τη διεύρυνση της έννοιας του συνεταιρισμού σε σχέση με τη λαϊκή ιδιοκτησία. Επομένως έχουμε είτε μια γενίκευση του χαρακτήρα της λαϊκής ιδιοκτησίας είτε γενίκευση του συνεταιριστικού χαρακτήρα. Το τελευταίο δε γίνεται χωρίς να διαλύσουμε την οικονομία ως πρακτική ενότητα, σαν οικονομία που πρέπει να τη χειριστούμε ενιαία.[19]
Η επικρατέστερη κριτική, που παρουσιαζόταν σε πρώτο πλάνο και γινόταν όλο και περισσότερο το μέτρο για όλη την κριτική, ήταν αυτή που διάλεξε το δεύτερο δρόμο. Αποδεσμεύτηκε από την «πρώτη επιστημονική υπόθεση» του Στάλιν[20], σύμφωνα με την οποία το λαϊκό παραγόμενο προϊόν «δεν ήταν πια εμπόρευμα με την έννοια της πολιτικής οικονομίας» (ο Λένιν και τώρα και ο Στάλιν, αλλά περισσότερο ο Στάλιν: «Οχι εμπόρευμα ουσιαστικά, αλλά με περίβλημα εμπορεύματος»), παραχωρώντας τον (γνήσιο, πραγματικό) εμπορευματικό χαρακτήρα και στο λαϊκό προϊόν. Ακολουθούμε και υποδεικνύουμε αντίστοιχα το διαχωρισμό, κατά το Στάλιν, στις σχετικοποιήσεις που επιδέχεται ο ορισμός της λαϊκής ιδιοκτησίας. Παράλληλα και ο δεύτερος γενικός ορισμός στα πλαίσια των σχέσεων παραγωγής στο σύνολό τους, ο χαρακτήρας της εργασίας, υπέστη μια διαφοροποίηση: ναι μεν δεν προσδιορίζεται πια σαν μη άμεσα κοινωνική εργασία -αυτό γίνεται πάντα, όταν πρόκειται για κάτι που βγαίνει από το σχεδιασμό της εργασίας (τότε καθορίζεται άμεσα κοινωνικά)- αλλά τώρα παρουσιάζονται ξαφνικά επιπρόσθετοι ορισμοί, οι οποίοι οδηγούν προς έναν άλλο προσδιορισμό του χαρακτήρα της εργασίας, όπως αυτός (σ.μ. ο προσδιορισμός) προκύπτει από την εμπορευματική οικονομία. Επομένως μόνο έμμεσα κοινωνική εργασία, εργασία η οποία χρειάζεται πρώτα μια κοινωνική διαμεσολάβηση, χρειάζεται δηλαδή τη μορφή της αξίας. Είναι εντελώς αναπόφευκτο όλοι οι συλλογισμοί που πάνε στην κατεύθυνση της μορφής αξίας των εμπορευμάτων να κυοφορούν μια διάσπαση της ενιαίας μορφής μισθού στο σοσιαλισμό, μια διπλή αιτιολόγηση της μορφής του μισθού.
Στις αντιφάσεις της θέσης του Στάλιν για το διπλό κοινωνικό χαρακτήρα των σχέσεων παραγωγής στο σοσιαλισμό ανήκει και το ότι -ακόμα και πριν το θάνατό του- παρουσιάζονται οι διαφοροποιήσεις οι οποίες υφίσταται ο προσδιορισμός[21] του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας. Επομένως έπρεπε να τις έβλεπε σαν παραδεκτές, καθώς δεν τις επικρίνει, δηλαδή τις παραβλέπει (παρόλο που εκεί δεν έπρεπε να παραβλεφθούν). Αυτό όμως είναι ακριβώς το πρόβλημα: ότι πρέπει να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε αλλιώς, ακριβώς από τη στιγμή που ξεκινάει η σχεδιασμένη οικονομία. Τότε έχουμε να κάνουμε με έναν άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας, παρά το γεγονός ότι διατηρείται η χρηματική μορφή, δηλαδή έχουμε να κάνουμε με ένα χαρακτήρα της εργασίας που είναι διαμετρικά αντίθετος της εμπορευματικής ή αστικής οικονομίας. Δεν έχει πια ανάγκη τη μορφή αξίας της εργασίας. Σχηματικά αυτό γίνεται καθώς η μορφή αξίας των εμπορευμάτων, ξεκινώντας από την πρώτη εμφάνισή της, την τιμή, ακινητοποιείται. Οι τιμές γίνονται πάγιες, σταθερές. Το ότι η χρηματική μορφή από τη στιγμή που έχουμε σχεδιασμένη οικονομία δεν είναι πια μορφή αξίας, σημαίνει ότι το χρήμα δεν μπορεί πια να καθοριστεί ως αξία ανταλλαγής (η αξία πάνω στην οποία γίνεται η ανταλλαγή) της αξίας (του εμπορεύματος). Το περιεχόμενο του χρήματος αλλάζει, επομένως δεν έχουμε άλλη μία μορφή αξίας που τώρα υπηρετεί τη σχεδιασμένη οικονομία, αλλά έχουμε χρήμα της σχεδιασμένης οικονομίας που υπηρετεί το αντικείμενο της σχεδιασμένης οικονομίας, την αξία χρήσης.[22] [Οπως έχω προαναφέρει, αυτή η αλλαγή από την αξία ως αντικείμενο στην αξία χρήσης ως αντικείμενο, στο βαθμό που πρέπει να εκφραστεί με μια δεύτερη μορφή («χρήμα»), αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω μιας σταθερής σχέσης αξίας χρήσης-τιμής, επομένως δεν είναι δυνατό να εκφραστεί μέσα από την αλλαγή της σχέσης της ποσότητας της αξίας χρήσης με την ποσότητα του χρήματος (εκτός βέβαια μέσα από την ίδια την ποσότητα της αξίας χρήσης ][23].
Μπορούμε να το καταλάβουμε καλύτερα, αν κατανοήσουμε την πρώτη περίοδο του σοσιαλισμού μετά την επανάσταση, την περίοδο της μετάβασης από την καθαρή (σ.μ. σκέτη) ανάληψη της εξουσίας από τους εργάτες και το κόμμα τους προς την πραγματική κυρίευση της κοινωνίας. Σε αυτή την περίοδο ξεκινάει η κοινωνικοποίηση της εργασίας, όμως στην πραγματικότητα η πραγματική διάθεση της εργασίας μοιράζεται ακόμα από κοινού με τα κατάλοιπα της αστικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων που δεν κοινωνικοποιούνται. Επομένως η παραγωγή είναι εδώ ακόμα απαραίτητη ως παραγωγή εμπορευμάτων. Δηλαδή εδώ η οικονομία κινείται σχετικά ανεξάρτητα από την κρατική πολιτική. Σε αυτή τη φάση πρέπει να εκτιμήσουμε δύο πράγματα: 1) Την -ήδη- κρατική πολιτική και 2) Την -ακόμα- «ελεύθερη» («ελεύθερη» από το κράτος) οικονομική κίνηση.
Από αυτή την πράξη προέρχεται η σχεδιασμένη οικονομία, όταν αρχίζει το δικό της τρόπο παραγωγής. Ξεκινάει τη δική της ζωή νεκρώνοντας τις μορφές της εμπορευματικής παραγωγής. Επομένως παραλύει την ουσία της εμπορευματικής παραγωγής, αλλά αξιοποιεί το περίβλημα, δηλαδή τη χρηματική μορφή. Ομως δεν το κάνει τώρα για να εξακολουθήσει να εκφράζει «την ουσία του χρήματος» -την αξία ανταλλαγής για την αξία- αλλά για να αξιοποιήσει το χρήμα ως περίβλημα, για να εμφανίσει το δικό της αντικείμενο της οικονομίας.
Αυτό είναι το νόημα της παρατήρησης ότι στις σχέσεις εμπορεύματος-χρήματος δεν καθορίζει πια το εμπόρευμα την ουσία του τρόπου παραγωγής του σοσιαλισμού, αλλά το περιεχόμενο είναι άλλο (και δη σοσιαλιστικό) και γι’ αυτό το σκοπό χρησιμοποιείται το περίβλημα του εμπορεύματος, δηλαδή το χρήμα (ως εξωτερική μορφή του εμπορεύματος).
Η σχολή της εμπορευματικής οικονομίας γίνεται ακόμα πιο αμφισβητήσιμη, όταν «στο όνομα του σοσιαλισμού της πρώτης περιόδου» θέλει να εμποδίσει τις τιμές που απαιτεί η σχεδιασμένη οικονομία και να επιμείνει στις «πρώτες» τιμές. Με αυτό τον τρόπο δημιουργεί μια τροχοπέδη, ένα εμπόδιο για την περαιτέρω ανάπτυξη και προσανατολίζει προς τα πίσω, προς τη διατήρηση καπιταλιστικών στοιχείων, αντί να βαδίζει μπροστά προς μια νέα οικονομία του σχεδιασμού, που θα στηρίζεται στον εαυτό της.
[1]Αυτό το τέλος μπορεί να έχει μια εντελώς διαφορετική αιτία και πράγματι την έχει, εφόσον δεν υπήρξε καν η λεγόμενη κατάρρευση του σοσιαλισμού, αλλά πολύ πιθανόν μια πολιτική, που την προκάλεσε. Τότε υπάρχει αυτή η εντελώς συγκεκριμένη επιδίωξη και μαζί μ’ αυτήν και η πολιτική της κατάρρευσης, αλλά όχι η ίδια η κατάρρευση.
[2] Στην ουσία ο Λένιν (το επαναστατικό τμήμα των Μπολσεβίκων), δηλαδή η θεωρία, «έσπρωχνε» τη Ρωσία «μπροστά». Η πίστη στην ικανότητα της Ρωσίας ήταν ουσιαστικά θεωρητική, αλλά η πράξη, η «πραγματική Ρωσία» καθήλωνε τη Ρωσία στο ίδιο σημείο και εξαντλήθηκε (σ.μ.: περιορίστηκε) ουσιαστικά στο ερώτημα, αν η Ρωσία ήταν ή δεν ήταν ικανή να κάνει μια επανάσταση, πόσο μάλλον μια κομμουνιστική, δηλαδή μια επανάσταση που θα οδηγούσε πέρα από τον καπιταλισμό. Ομως όχι η θεωρία, αλλά μονάχα η πράξη θα μπορούσε να αποτελεί την οριστική απόδειξη για το τι ήταν πράγματι σωστό: ο «Λένιν» και η θεωρία ή οι... (εδώ υπάρχουν πολλά ονόματα - και γίνονται όλο και περισσότερα) και η πράξη. Και όταν η απόδειξη πια υπήρχε, είτε δεν αναγνωρίστηκε είτε την έσβησαν με τα λόγια.
[3] Βλέπε Χέρμαν Γιάκομπς: «Η αποδοκιμασία του Στάλιν», στο Offensiv Ιουλίου/Αυγούστου 2003, αλλά και Χάρπαλ Μπραρ: «Περεστρόικα», ο οποίος ξεκινάει από την ίδια αφετηρία την κριτική του στη σοβιετική οικονομική σχολή: Η σοβιετική πράξη της λαϊκής ιδιοκτησίας ή της σχεδιασμένης οικονομίας, ως μη εμπορευματική παραγωγή από τη μία και από την άλλη η σοβιετική θεωρία της διπλής μορφής, αυτή της εμπορευματικής και μη εμπορευματικής παραγωγής, μας υποχρεώνει να μιλάμε για μια αντίθεση στη σοβιετική πράξη και θεωρία, την οποία οφείλουμε να επεξεργαστούμε μαρξιστικά.
[4] Αυτό το σημείο το προσεγγίζουμε με αφετηρία την άποψη ότι τα γεγονότα από το 1989/’90 και μετά, δηλαδή η «Ρωσική Αλλαγή», δεν μπορούν να έχουν καμία σχέση με τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις του σοσιαλισμού, δηλαδή άλλοι λόγοι ήταν καθοριστικοί για τη μεταστροφή. Οι μεταρρυθμίσεις όμως ψυχολογικά, φυσικά και έλυσαν τα χέρια της αλλαγής (μεταστροφής): αφαίρεσαν από όσους αποδέχονταν το σοσιαλισμό, με τη μορφή που αυτός υπήρχε, το νεύρο να τον υπερασπιστούν άνευ όρων, δηλαδή να τον υπερασπιστούν στη μορφή που είχε. Με την πίστη ότι η κατάσταση έβαινε προς τη μεταρρύθμιση, δεν ήταν δυνατό να κατανοηθεί η αλήθεια, ότι η κατάσταση έβαινε προς τον καπιταλισμό. Για να γίνει κατανοητό αυτό, θα χρειαζόταν ανώτερη θεωρητική γνώση.
[5] Η υπαρκτή μεταστροφή (στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και στη Σοβιετική Ενωση) δείχνει μάλιστα ότι αυτή θα μπορούσε να έχει παραιτηθεί από τη φαινομενικά λογική σειρά - πρώτα οικονομική μεταρρύθμιση και μετά πολιτική μεταρρύθμιση. Πράγματι: από τη στιγμή, που «αρρώστησαν» στα λόγια την επαναστατική οικονομία, αυτή δεν υπερασπίστηκε πια ούτε στο πολιτικό επίπεδο και μπορούν -ή μπόρεσαν- να περάσουν αμέσως στην πολιτικά παλινορθωτική μεταρρύθμιση, σαν πρώτο βήμα. Ετσι η «οικονομική μεταρρύθμιση» έπαιξε μεν το λειτουργικό της ρόλο (της απόκλισης), αλλά δε χρειάστηκε καν να γίνει πρακτική. Μόνο οι αιθεροβάμονες της μεταρρύθμισης την παρουσιάζουν ως μια άλλη πράξη για τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Ετσι διευκρινίζουμε ποια είναι η πραγματική κατάσταση των πραγμάτων. Οι πρωταγωνιστές της οικονομικής μεταρρύθμισης του σοσιαλισμού εξασφαλίζουν τον εαυτό τους με μια τέτοια πολιτική μεταρρύθμιση, ώστε να μην μπορέσουν καν να βρεθούν στη θέση να δρομολογήσουν μια οικονομική μεταρρύθμιση. Δηλαδή, μέσω ενός «πολιτικού πλουραλισμού» εξασφαλίζουν τον εαυτό τους απέναντι σε μια μορφή εξουσίας, στην οποία θα ήταν υποχρεωμένοι να εμφανιστούν πολιτικά αυτοτελώς.
[6] Σε αυτό το σημείο βλέπουμε, πόσο σημαντικό ήταν στην αντι-θεωρία να απαιτήσει για τη λαϊκή ιδιοκτησία τον εμπορευματικό χαρακτήρα. Εκ των υστέρων, οικονομολόγοι (όπως και πολιτικοί) του κομμουνισμού θα έπρεπε να ελέγξουν τον εαυτό τους, από πότε κατέληξαν στην «πεποίθηση» ότι «ακριβώς η λαϊκή ιδιοκτησία» απαιτούσε την οικονομία του εμπορεύματος. Επρεπε να διεισδύσει στο νέο ιερόν (σ.μ.: της λαϊκής ιδιοκτησίας) -και πού αλλού άλλωστε; - αλλιώς η αντεπανάσταση αυτόματα θα αντιπαραθέτονταν ανοιχτά στον κομμουνισμό, θα είχε αναγνωριστεί ως εξωτερική θεωρία. Με αυτό τον τρόπο ήταν θεωρία του κομμουνισμού.
[7] Ο μη εμπορευματικός χαρακτήρας μπορεί να υποστηριχτεί φυσικά και με έναν θετικό όρο, με αυτόν που αντιστοιχεί στο σχεδιασμό.
[8] Ο Στάλιν («Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ») λέγοντας αυτό, δε διατύπωσε τίποτα, το οποίο δε θα μπορούσε και να είχε διατυπώσει ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’30.
[9] Ισως πρέπει να αποφασίσουμε να μη μιλάμε για μια πρώτη περίοδο μιας σοσιαλιστικής χώρας, στην οποία δεν μπορεί να υπάρχει ακόμα σχεδιασμένη οικονομία και δεν αποτελεί αυτή ακόμα σχέση παραγωγής, σαν μια περίοδο, φάση ή κάτι τέτοιο, που μπορεί να καταταχθεί σε κάποια κοινωνία ή σε κάποιο τρόπο παραγωγής. Ο, τι είναι σοσιαλιστικό είναι μια εξουσία, δηλαδή ένα υποκείμενο, που έχει έρθει σε ρήξη με μια κοινωνία, αλλά δεν έχει ξεκινήσει ακόμα μια καινούργια. Επομένως μπορεί κανείς να κατατάξει μόνο τους ανθρώπους είτε στη μία είτε στην άλλη κοινωνία, ως μια πρόθεση. Η πρώτη κοινωνία του κομμουνισμού διασπάται στην πολιτική, διασπάται από πολιτική άποψη.
[10] Η κυριαρχία των μη ορθόδοξων -κατά τη γνώμη μου- συνίσταται στο ότι απλούστατα δεν συζητούν. Δε θέλουν καθόλου πια να μιλήσουν για την «ορθοδοξία», τη θεωρούν ιστορικά τελειωμένη. Στην πραγματικότητα, στη σιωπή των άλλων βρίσκεται η δύναμή τους, όχι στο πρακτικό δίκιο τους. Η πράξη είναι αυτό ακριβώς που δε διαθέτουν.
[11] Παραπέμπω εδώ, ανάμεσα σε άλλα, και στο βιβλίο «Ιστορία της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού - Βασικές κατευθύνσεις», μια συλλογική ανασκόπηση συγγραφέων του Πανεπιστημίου Α. Α. Ζντάνοφ του Λένινγκραντ (επικεφαλής της ομάδας οι D. K. Trifonow - I. D. Schirokorad), στα Ρώσικα, 1972. Μεταφράστηκε στα γερμανικά από τις εκδόσεις Die Wirtschaft, «Η οικονομία», Βερολίνο 1973. Το βιβλίο εμπεριέχει πολλές παραπομπές στις περιπέτειες της σοβιετικής επιστήμης που δεν είχαν δοθεί ποτέ στη διεθνή δημοσιότητα.
[12] Πρόκειται για ένα βασικά διαφορετικό τρόπο εισδοχής στην κατανόηση της σοβιετικής οικονομικής σχολής, επειδή η αντίθετη γνώμη τοποθετεί αλλιώς τη συνέχεια: Ξεκινάει -επειδή καθορίζεται από την εμπορευματική οικονομία- «με το Λένιν», δηλαδή με προτίμηση για τη ΝΕΠ του Λένιν, επειδή θέλει να αρχίσει με την εμπορευματική οικονομία, ώστε έτσι να βλέπει την εμπορευματική οικονομία στη σοβιετική συνέχεια. Εμείς όμως ξεκινάμε με τη σχεδιασμένη οικονομία. Δηλαδή εμείς ξεκινάμε προλεταριακά. Και γι’ αυτό ποτέ δεν πρέπει, ακόμα και στην πρώτη περίοδο, να ξεκινήσουμε με το προλεταριάτο, αλλά με το συμβιβασμό - τους συμβιβασμούς του, τους οποίους είναι αναγκασμένη να κάνει η σχεδιασμένη οικονομία στην αρχή της σοσιαλιστικής περιόδου. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο συμβιβασμός της εμπορευματικής οικονομίας. Ωστόσο πρέπει πάντα να ρωτάμε, σε ποιο βαθμό το προλεταριάτο (ή το προλεταριακό συμφέρον) ήδη εμφανίζεται μέσα στους συμβιβασμούς. Πρώτα περιοριζόμαστε πράγματι στον πολιτικό κομμουνισμό.
[13] Εφόσον μπορεί να αποδειχτεί πρακτικά, το επιχείρημα ότι η λαϊκή ιδιοκτησία θα μπορούσε να δημιουργήσει και την εμπορευματική παραγωγή, τότε μονάχα θα ίσχυε σε αυτή την πρώτη-πρώτη φάση του κομμουνισμού. Το επιχείρημα της εμπορευματικής οικονομικής λαϊκής ιδιοκτησίας φαίνεται να ισχύει εδώ και φαίνεται να είναι μόνο λάθος να το υιοθετήσουμε για τη δεύτερη φάση.
[14] Το βρίσκουμε σε διατυπώσεις, όπως «ο Λένιν έκανε...», «ο Λένιν αναγνώρισε..», «ο Λένιν απόδειξε...», κλπ. (ενώ ο Στάλιν πάντα ερχόταν σε ρήξη). Ιδιαίτερα σε περιόδους δόξας της μεταρρύθμισης αυξάνονταν οι επικλήσεις στο Λένιν ή σε αυτήν την περίοδο της Σοβιετικής Ενωσης. Η αποστροφή από το Στάλιν σήμαινε πρώτα στροφή προς το Λένιν, μέχρι να γίνει σαφές ότι ο «Λένιν» δεν ήταν παρά ψευδώνυμο για τον καπιταλισμό.
[15] Και εδώ δεν μπορεί να διαψευσθεί ότι ο ορισμός, στο βαθμό που αυτός είχε σχηματιστεί, δανείστηκε ως όρος και για τον προσδιορισμό της σχέσης της λαϊκής ιδιοκτησίας στην περίοδο του κατωφλιού.
[16] Σε αυτή την περίσταση η λαϊκή ιδιοκτησία, η οποία δημιουργείται αμέσως μετά την πολιτική επανάσταση, δεν είναι σε θέση να δρα ανοιχτά οικονομικά, δηλαδή δεν μπορεί να παρουσιαστεί μέσα από τις σχέσεις της, αλλά (για να επιβληθεί ενάντια στην υπαρκτή, όχι ακόμα απαλλοτριωμένη ατομική ιδιοκτησία) είναι αναγκασμένη να υιοθετήσει τη μορφή της αξίας για τα προϊόντα της. Σε αυτό βλέπω το πραγματικό πρόβλημα για έναν άψογο προσδιορισμό της λαϊκής ιδιοκτησίας (καθώς και όλων των μεταβάσεων προς αυτή), ως μη εμπορευματικής οικονομίας ή και αντίστοιχα για έναν προσδιορισμό της λαϊκής ιδιοκτησίας στη μετάβαση προς το σοσιαλισμό. Ξεκινώντας από αυτή την ιδιαιτερότητα φτάνουμε εύκολα στην άποψη ότι αυτό θα έπρεπε να συνεχιστεί έτσι αιωνίως. Αυτή η επίφαση, μιας δήθεν πραγματικής διπλής μορφής, μπροστά στην οποία η λαϊκή (!) ιδιοκτησία θα έπρεπε να υποκλιθεί, δημιουργεί το διπλοπρόσωπο (σαν του Ιανού) χαρακτήρα του σοσιαλισμού ή τη μετατρέπουν σε διπλοπρόσωπο στοιχείο της σοσιαλιστικής φάσης του κομμουνισμού. Αυτά όμως τα πρόσωπα του Ιανού δεν είναι παρά μια επίφαση, η οποία διαλύεται με τον σωστότερο, δηλαδή πληρέστερο προσδιορισμό της σχεδιασμένης οικονομίας.
[17] Για έναν πραγματικό προσδιορισμό του εμπορεύματος αυτό πρέπει να ακούγεται ελλιπές, ακόμα και αβοήθητο (άπειρο), αλλά εδώ να μαρτυρήσω ένα μυστικό: είναι σωστός, αν λέγοντας «περίβλημα» εννοούμε το μισθό. Οι μισθοί, που είναι χρηματικής μορφής, ενσωματώνονται στην τιμή, αλλά η τιμή σαν μορφή δεν είναι πια στην ουσία μορφή αξίας, αν εννοείται μια σταθερή τιμή, μια τιμή που δεν αντιδρά πια στην αξία. Με την ενσωμάτωση του μισθού στην τιμή προκύπτει ένα «εσωτερικό» πρόβλημα αξίας για τη σταθερή τιμή, η τιμή μπαίνει στην κριτική του «αυξανόμενου» κόστους. Αν έβγαινε ο μισθός από την τιμή, τότε αυτή η κριτική των τιμών λόγω του κόστους δεν μπορεί να υπάρχει! Η σοβιετική οικονομία δεν είχε προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε να κατανέμει τους μισθολογικούς κοινωνικούς πόρους - Fonds- δίπλα στα Fonds τιμών και έτσι η εξέλιξη αυτή δεν μπορούσε να ήταν αντικείμενο της θεωρίας του Στάλιν.
[18] Πρέπει, ωστόσο, να κυκλοφορούσε εσωτερικά αμέσως μετά τη δημοσίευση της αντίληψης του Ι. Β. Στάλιν για την οικονομία του σοσιαλισμού. Το αποκλείω μια τόσο θεμελιωμένη κριτική να μπορούσε να είχε σχηματιστεί και εμφανιστεί ως δια μαγείας μόλις λίγους μήνες μετά το θάνατο του Στάλιν.
[19] Εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα: οι συνεταιρισμοί ήταν αυτοδιαχειριζόμενες οικονομικές μονάδες, τα έξοδά τους απορρέανε από τα έσοδά τους. Αυτό όμως δεν ίσχυε και για τις σοσιαλιστικές επιχειρήσεις. Αυτές είχαν κοινωνικοποιηθεί με την έννοια του όλου της κοινωνίας, ενώ οι συνεταιρισμοί κοινωνικοποιήθηκαν με τη συνεταιριστική έννοια. Φαίνονταν έτσι, ότι υπήρχαν δύο βαθμοί κοινωνικοποίησης. Αυτό είχε, για παράδειγμα, σαν αποτέλεσμα ότι ένας κοινωνικός καθορισμός των μισθών στους συνεταιρισμούς δεν μπορούσε να ξεπεράσει το πλαίσιο των συνεταιρισμών. Η περίσταση αυτή προκάλεσε συζητήσεις για την τροποποίηση της αξίας για να μπορέσουν να εγγυηθούν ανάλογους (σ.μ.: σωστούς) μισθούς! Στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, η αξία έπρεπε να καθορίζεται από τη χαμηλότερη παραγωγική δύναμη. Δηλαδή η ατομικά ανώτερη αξία έπρεπε να καθορίζει την αξία στη «συνεταιριστική εμπορευματική παραγωγή». Ετσι, μέσω των συνεταιρισμών παγιώθηκε κάτι το οποίο θα μπορούσε εύκολα να είχε ανατραπεί, μέσω ενός άλλου προσδιορισμού του συνεταιρισμού. Δηλαδή, έπρεπε να είχαν ξεκινήσει με έναν κοινωνικό ορισμό των μισθών ακόμα και στους συνεταιρισμούς και μάλιστα κατά το ξεκίνημα του συνεταιρισμού.
[21] Ο πρώτος «προσδιορισμός» αυτού του είδους, που γνωρίζω, στο βαθμό που εμπίπτει στην εποχή της σχεδιασμένης οικονομίας (και που γι’ αυτό πρέπει να το μεταχειριστούμε ως αντίθεση στο σοσιαλισμό) προέρχεται από τον Ν. Wossnesenski: «Οσο θα έχουμε διαφορές στην εργασία, στις κρατικές επιχειρήσεις και τις συνεταιριστικές οικονομίες (κολεκτίβες), ανάμεσα στην περίπλοκη και την απλή εργασία, καθώς και ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία, όσο τα προϊόντα καταμερίζονται ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα της παρεχόμενης εργασίας, είναι αναγκαίο τα διάφορα είδη εργασίας να εκφραστούν με ενιαίο κριτήριο, δηλαδή με την αξία, η οποία καθορίζεται από την κοινωνικά αναγκαία εργασία». Στο «Η πολεμική οικονομία της ΕΣΣΔ στην περίοδο του πατριωτικού πολέμου», Μόσχα 1947, σελ. 145-46). Αν δεν είχε γράψει αξία, αλλά μισθό, όλα θα ήταν σωστά.
[22] Οχι οποιοσδήποτε, αλλά ακόμα και ο ίδιος ο Fritz Behrens αναγνωρίζει αυτή την ενδεχόμενη μετεξέλιξη του χρήματος: «Ανεξάρτητα από αυτό (δηλαδή από μια ιστορική εξέλιξη, στην οποία η αξία γίνεται «χωρίς αξία», όπως λέει ο Μπέρενς) μπορεί και πρέπει να ερευνηθεί, σε ποιο βαθμό και σε ποια έκταση η εμπορευματική παραγωγή και οι κατηγορίες αξίας αλλάζουν το χαρακτήρα τους ... σε ποιο βαθμό χάνει το χρήμα τη λειτουργία του ως μέτρο των αξιών και ως κριτήριο των τιμών και μετατρέπεται σε μια απλή λογιστική μονάδα, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μονάχα μια ένδειξη κοινωνικών Fonds.» Στο: «Αποχαιρετισμός από την κοινωνική ουτοπία», Akademie Verlag, Βερολίνο 1992, σελ. 138. Ολα καλά και ωραία, μόνο που, ήδη από την εμφάνιση του μισθού, το χρήμα λειτουργεί σαν απλή ένδειξη κοινωνικών κεφαλαίων αγαθών. Οποιος δεν έχει εμπορεύματα για πώληση, δεν μπορεί να αναγκαστεί να πραγματοποιήσει σχέσεις αξίας. Αν παρ’ όλ’ αυτά αποκτήσει χρήμα, αυτό μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων ως μορφή αξίας, αλλά όχι από τον ίδιο. Στο βαθμό που το θέμα είναι μονάχα η αγορά (σ.μ.: και όχι η πώληση), το χρήμα παραμένει επίσης μονάχα για ένδειξη κοινωνικού κεφαλαίου αγαθών. Η εποχή, για την οποία μιλάει ο Φριτς Μπέρενς, έχει μπει από καιρό στην εμπορευματική παραγωγή.
[23] Εδώ δεν επινοήθηκε τίποτα, αλλά όλα αυτά είναι οι προσδιορισμοί του συστήματος σταθερών τιμών, το οποίο χαρακτήριζε το σοσιαλισμό στο πρακτικό επίπεδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου