Η «ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»*
των Ρότζερ Κίραν και Τόμας Κένυ
«Η σκιώδης οικονομία της ΕΣΣΔ και ο λοιπός της υπόκοσμος -καταχρήσεις, διαφθορά, οργανωμένο έγκλημα- συνέβαλαν εν τέλει στην κατάρρευση του συστήματος… κατέληξε στο χρηματισμό μεγάλου μέρους του επίσημου μηχανισμού εξουσίας και ελέγχου στα πλαίσια της κομματικής - κρατικής ιεραρχίας και στο σπάσιμο ή τη φθορά των κάθετων γραμμών επικοινωνίας και εξουσίας, καθώς αναπροσανατόλισε τα ιδιωτικά (ή ομαδικά) συμφέροντα και συμμαχίες της νομενκλατούρας προς την κατεύθυνση των νέων, ανεπίσημων πηγών πλούτου και εξουσίας - με ολέθριες συνέπειες για την “αυτοκρατορία”, την ένωση, το σύστημα και την οικονομία»[1].
«Η εμφάνιση και ραγδαία ανάπτυξη της δεύτερης οικονομίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 συνέβαλε στην οξυνόμενη οικονομική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στην τελική αποσύνθεση της Σοβιετικής οικονομίας»[2].
«Η σκιώδης οικονομία μετριάζει τις ελλείψεις στις καταναλωτικές αγορές και ταυτόχρονα προκαλεί τη διόγκωσή τους… Η ύπαρξη ελλείψεων προκαλεί την ανάπτυξη οργανωμένων εγκληματικών οικονομικών ομάδων και οι τελευταίες οδηγούν στην κοινωνικοοικονομική και πολιτική αποσταθεροποίηση της κοινωνίας»[3].
Τι ευθύνεται για τη διατήρηση δύο πολιτικών τάσεων μέσα στο ΚΚΣΕ; Σε ένα βαθμό βεβαίως οι ιδέες έχουν δική τους ζωή και εξαιτίας των παραδόσεων και των συναισθημάτων παραμένουν και πέραν της εξάλειψης του αρχικού σκοπού τους. Πιο συγκεκριμένα, όσο ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός συνυπήρχαν δίπλα-δίπλα, ήταν αναπόφευκτο να παρεισφρέουν ιδέες από το ένα σύστημα στο άλλο. Κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980 οι ακραίες ιδέες της ελεύθερης αγοράς του Μίλτον Φρίντμαν του πανεπιστημίου του Σικάγο και του Τζέφρεϋ Σάκς του Χάρβαρντ παρουσίασαν έξαρση παγκοσμίως και ηγέτες πολύ διαφορετικών κρατών, όπως της Χιλής, της Βολιβίας, της Αργεντινής, της Βρετανίας και της Πολωνίας τις υιοθέτησαν ως μια πανάκεια για τον πληθωρισμό και τη στασιμότητα. Την ίδια περίοδο, οι ιδέες αυτές άρχισαν να ελκύουν και ορισμένους στη Σοβιετική Ενωση. Τέτοιες σκέψεις περί ελεύθερης αγοράς μέσα στη Σοβιετική Ενωση ήρθαν σε αρμονία και συμβάδισαν με τη σοσιαλδημοκρατική τάση που προϋπήρχε προ πολλού.
Προκειμένου τέτοιες ιδέες να συνεχίζουν να υπάρχουν στη Σοβιετική κοινωνία και μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, θα πρέπει να λειτούργησαν και άλλοι παράγοντες πέραν της παράδοσης, των αντιλήψεων και των εξωγενών δυνάμεων. Ενα τμήμα ή στρώμα της Σοβιετικής κοινωνίας είχε κάτι παραπάνω από ένα απλά πνευματικό διακύβευμα σε αυτές τις ιδέες. Κατά τις πρώιμες δεκαετίες της Σοβιετικής Ιστορίας η τάξη με ένα τέτοιο διακύβευμα ήταν η αγροτιά, με την προσθήκη εκείνων που είχαν αγροτική καταγωγή ή ήταν πρώην κεφαλαιοκράτες, των λεγόμενων ΝΕΠμεν, οι οποίοι ήλπιζαν σε μια ανάκτηση της προεπαναστατικής τους θέσης. Καθώς η Σοβιετική Ενωση μετέτρεψε τους αγρότες σε εργάτες γης, σε κρατικά και συλλογικά αγροκτήματα και δημιούργησε μια τεράστια εργατική τάξη μέσω της εκβιομηχάνισης, η αγροτική βάση για τις μισο-καπιταλιστικές αυτές ιδέες υποχώρησε. Τα ακόλουθα στοιχεία αντικατοπτρίζουν αυτές τις αλλαγές: η αγροτιά αντιπροσώπευε το 83% του πληθυσμού το 1926, αλλά μόνο το 20% το 1975. Οι εργάτες στη βιομηχανία, τις κατασκευές και τις μεταφορές ήταν 5 εκατομμύρια το 1926 και 62 εκατομμύρια το 1975.[4]
Μετά το 1953 μια νέα οικονομική βάση για τις αστικές ιδέες άρχισε να αναπτύσσεται μέσα στο σοσιαλισμό. Αυτή τη βάση αποτέλεσε ο πληθυσμός που ασχολούνταν με ιδιωτικές οικονομικές δραστηριότητες για προσωπικό όφελος, σε μια λεγόμενη δεύτερη οικονομία, η οποία υπήρξε δίπλα στην πρώτη, σοσιαλιστική οικονομία. Στην αρχή η ίδια η ύπαρξη μιας δεύτερης οικονομίας ήταν καμουφλαρισμένη από την αλληλοδιασύνδεσή της με την πρώτη, την κοινωνικοποιημένη οικονομία. Η δεύτερη οικονομία συνήθως δεν αφορούσε μια ιδιαίτερη τάξη ανθρώπων, αλλά μάλλον εργάτες και αγρότες στην κυρίαρχη οικονομία που έβγαζαν χρήματα από παράπλευρες νόμιμες ή παράνομες ιδιωτικές δραστηριότητες. Με αυξητικούς ρυθμούς όμως, κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, η δεύτερη οικονομία αγκάλιαζε όλο και περισσότερους ανθρώπους και αποτελούσε ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του εισοδήματός τους, επαναδημιουργώντας συνεπώς ένα μικροαστικό στρώμα. Το πιο διαβρωτικό προϊόν των περιόδων Χρουστσιόφ και Μπρέζνιεφ υπήρξε ακριβώς αυτή η δεύτερη, ιδιωτική οικονομία και το στρώμα που επωφελήθηκε από αυτή. Η Ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα ουδέποτε εξαλείφθηκε πλήρως στο σοσιαλισμό, όμως αφού περιορίστηκε επί Στάλιν, αναβίωσε με μια νέα ζωτικότητα επί Χρουστσιόφ, γνώρισε άνθηση επί Μπρέζνιεφ και από πολλές απόψεις αντικατέστησε την κυρίαρχη σοσιαλιστική οικονομία επί Γκορμπατσόφ και Γέλτσιν. Η δεύτερη οικονομία είχε σημαντικές και εκτενείς αρνητικές συνέπειες στο σοβιετικό σοσιαλισμό. Δημιούργησε -ή ξανα-δημιούργησε- ιδιωτικές πηγές εισοδήματος και συστήματα διανομής και παραγωγής. Οδήγησε σε εκτεταμένη διαφθορά και παρανομία. Καλλιέργησε ιδέες και αντιλήψεις που δικαιολογούσαν την ύπαρξη ιδιωτικών επιχειρήσεων. Εγινε πηγή χρηματοδότησης για επικριτές και αντιπάλους του συστήματος. Προσέφερε την υλική βάση για σοσιαλδημοκρατικές ιδέες.
Προτού παρουσιάσουμε με περισσότερες λεπτομέρειες τις συνέπειες της δεύτερης οικονομίας, θα πρέπει πρώτα να την ορίσουμε, να συζητήσουμε την αντιμετώπισή της από τη σοσιαλιστική βιβλιογραφία, να περιγράψουμε τις διάφορες μορφές της, να αφηγηθούμε την ιστορία της και να προσδιορίσουμε το μέγεθός της.
Με τον όρο δεύτερη οικονομία εννοούμε την οικονομική δραστηριότητα για ιδιωτικό όφελος, είτε νόμιμη είτε παράνομη. Υπάρχουν δύο καλοί λόγοι για να συμπεριλάβουμε τόσο τη νόμιμη όσο και την παράνομη ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα. Πρώτα απ’ όλα, αυτός είναι ο ορισμός που χρησιμοποιείται από τον Γκρέγκορι Γκρόσμαν και άλλους ερευνητές της δεύτερης οικονομίας και επομένως η χρήση ενός κοινού ορισμού θα περιορίσει τυχόν συγχύσεις όταν αναφερόμαστε στις μελέτες τους.[5] Κατά δεύτερον, η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα εκκολάπτει σχέσεις, αξίες και ιδέες διαφορετικές από τη συλλογική οικονομική δραστηριότητα. Ως τέτοια δύναται να αποτελέσει απειλή για το σοσιαλισμό. Οι Σοβιετικοί αναγνώρισαν αυτό τον κίνδυνο κατά τη διάρκεια της περιόδου της ΝΕΠ, όπως συνέβη και με τους Κουβανούς αναφορικά με τις ξένες επενδύσεις και την ιδιωτική δραστηριότητα που επετράπη κατά τη λεγόμενη Ειδική Περίοδο. Γι’ αυτό το λόγο η εκτενής ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα, είτε νόμιμη είτε παράνομη, μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στο σοσιαλισμό.
Ωστόσο, συμπεριλαμβάνοντας τη νόμιμη με την παράνομη δραστηριότητα σε αυτό τον ορισμό, δεν υπονοείται πως είναι το ίδιο επικίνδυνες. Επειδή ο κοινωνικοποιημένος τομέας δε θα μπορούσε ρεαλιστικά ν’ αναλάβει την ευθύνη για κάθε μικρή επισκευή, υπηρεσία και μικρή ανταλλαγή αγαθών, η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα έλαβε χώρα σε όλες τις σοσιαλιστικές χώρες. Περιοριζόμενη και οριοθετημένη, η ιδιωτική δραστηριότητα καταλάμβανε μια φυσική και μη-απειλητική θέση. Αυτός ήταν και ο κανόνας για το μεγαλύτερο μέρος της νόμιμης οικονομικής δραστηριότητας στη Σοβιετική Ενωση. Μεταξύ 1950 και 1985 η νόμιμη ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα παρουσίασε στην πραγματικότητα μείωση σε σχέση με τον κοινωνικοποιημένο τομέα. Το αντίθετο όμως συνέβη με την παράνομη δραστηριότητα. Οπως θα δούμε, διέβρωσε το σοσιαλισμό με διάφορους τρόπους, ένας από τους οποίους -όχι ο λιγότερο σημαντικός- ήταν ότι συχνά δυσφήμιζε τη νόμιμη δραστηριότητα. Την περίοδο από το 1950 ως το 1980 η παράνομη ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα επεκτάθηκε σημαντικά.
Η παράνομη πλευρά της δεύτερης οικονομίας -ή μαύρη αγορά- δεν υπήρξε βέβαια αποκλειστικά φαινόμενο που έλαβε χώρα στις σοσιαλιστικές χώρες. Στον καπιταλισμό η παράνομη οικονομική δραστηριότητα πήρε τέτοιες μορφές, όπως η πορνεία, η φοροδιαφυγή μέσω της παραποιημένης λογιστικής καταγραφής, το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών και αλκοόλ. Κατά τη διάρκεια της Ποτοαπαγόρευσης η αμερικάνικη μαύρη αγορά έλαβε τεράστιες διαστάσεις με την παράνομη πώληση αλκοόλ και στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την παράνομη πώληση ελαστικών, ζάχαρης και άλλων προϊόντων που αγοράζονταν με δελτίο. Επειδή ο σοσιαλισμός απαγόρευσε ένα ευρύτερο φάσμα ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με τον καπιταλισμό, η μαυραγορίτικη δραστηριότητα αντιπροσώπευε ένα μεγαλύτερο ενδεχόμενο πρόβλημα. Ακόμα, εφόσον οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις πραγματοποιήθηκαν σε οικονομικά αναπτυσσόμενες χώρες, όπου οι ανάγκες για επενδύσεις κεφαλαίων και εθνικής ασφάλειας απαιτούσαν τον περιορισμό επενδύσεων σε καταναλωτικά αγαθά, η ζήτηση για κάποια καταναλωτικά αγαθά αντικειμενικά ξεπερνούσε την προσφορά. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε ένα σύστημα διανομής που απαιτούσε ουρές ή και κουπόνια. Οσο μεγαλύτερος ο αριθμός των απαγορευμένων οικονομικών δραστηριοτήτων και όσο μεγαλύτερες οι ελλείψεις σε καταναλωτικά αγαθά, τόσο μεγαλύτερος και ο πειρασμός να παρακαμφθεί ο νόμος. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτός ο πειρασμός, οι σοσιαλιστικές κοινωνίες χρησιμοποίησαν δραστήριες εκπαιδευτικές καμπάνιες και αυστηρή εφαρμογή των νόμων.
Παρότι οι μαύρες αγορές υπήρξαν ενδημικές στο μη-ανεπτυγμένο σοσιαλισμό, η ύπαρξη και διόγκωση μιας δεύτερης οικονομίας στη Σοβιετική Ενωση μπορεί να αποτελεί έκπληξη για μαρξιστές και άλλους. Στην περίπτωση αυτή, η έκπληξη μπορεί να οφείλεται στην αποτυχία των οικονομολόγων να προσδώσουν στη δεύτερη οικονομία την πρέπουσα αναγνώριση. Δημοφιλείς επεξεργασίες σχετικά με τη Σοβιετική οικονομία από πλευράς μαρξιστών δεν περιλάμβαναν σχεδόν καμία συζήτηση για τη δεύτερη οικονομία. Στο έργο «Σοβιετική Οικονομική Ανάπτυξη από το 1917», που δημοσιεύτηκε το 1948 και ξαναδημοσιεύτηκε εκτενέστερο και αναθεωρημένο το 1966, ο Βρετανός μαρξιστής Μορίς Ντομπ δεν ανέφερε τίποτε σχετικά με τη νόμιμη ή παράνομη ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα, πλην δύο αναφορών για τη μαύρη αγορά κατά τη δεκαετία του 1920.[6] Ως το 1980, με την εξαίρεση της Σοβιετικής οικονομολόγου, Τ. Ι. Κοριάγκινα, οι περισσότεροι Σοβιετικοί οικονομολόγοι παρέβλεπαν τη δεύτερη οικονομία.[7]
Καμιά συζήτηση γύρω από αυτή δεν περιλαμβανόταν σε βασικά έργα, όπως του Λ. Λεόντιεφ «Πολιτική Οικονομία: Μια συμπυκνωμένη διδασκαλία», του Γκ. A. Kοζλόφ (επ.) «Πολιτική Οικονομία: Σοσιαλισμός», του Γκ. Σ. Σάρκισιαντς (επ.) «Σοβιετική Οικονομία: αποτελέσματα και προοπτικές», του Π. Ι. Νικίτιν «Οι Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας» και του Γιούρι Ποπόφ «Δοκίμια στην Πολιτική Οικονομία».[8] Στην τελευταία του μελέτη πάνω στα οικονομικά προβλήματα της ΕΣΣΔ, που δημοσιεύτηκε το 1952, ο Ιωσήφ Στάλιν αναφέρθηκε στην επιμονή της ιδιωτικής εμπορευματικής παραγωγής στην ύπαιθρο, αλλά δε μίλησε για τον κίνδυνο της παράνομης, ιδιωτικής δραστηριότητας (ενδεχομένως λόγω του ασήμαντου μεγέθους της κατά την εν λόγω περίοδο).[9] Ομοίως, σε μια μπροσούρα για τη Σοβιετική οικονομία που δημοσιεύτηκε το 1961, ο Αμερικανός μαρξιστής οικονομολόγος Βίκτορ Πέρλο αφιέρωσε ένα μικρό τμήμα στη μαύρη αγορά ξένου συναλλάγματος, αλλά σαφώς το είδε ως ένα προσωρινό και περιορισμένο φαινόμενο. Ο Πέρλο παρέθεσε τα λόγια του Αναστάς Μικογιάν, πρώτου αναπληρωτή Πρωθυπουργού, ο οποίος χαρακτήρισε τη μαύρη αγορά «μια χούφτα αθλίων στην επιφάνεια της κοινωνίας μας», οι οποίοι δεν αντιπροσώπευαν «κάποια τάση ανάμεσα στον πληθυσμό μας».[10]
Ακόμα και το 1980, σε ένα βιβλίο για τη Σοβιετική οικονομία με ειλικρινή και κατατοπιστική συζήτηση των προβλημάτων της, ο Βίκτορ και η Ελεν Πέρλο δεν έθιξαν το ζήτημα μιας δεύτερης οικονομίας.[11]
Παρότι οι περισσότεροι Μαρξιστές οικονομολόγοι, καθώς και οι περισσότεροι αστοί οικονομολόγοι, αγνοούσαν την ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα μέσα στο σοσιαλισμό, κάποιοι Αμερικανοί, Δυτικοευρωπαίοι και Σοβιετικοί επιστήμονες, όπως και η CIA, πρόσεξαν αυτό το φαινόμενο κατά τη δεκαετία του 1970 και το μελέτησαν από τότε. Πράγματι, η σοβιετική δεύτερη οικονομία προκάλεσε μια βιομηχανία ακαδημαϊκής δουλειάς στις ΗΠΑ. Το 1985 ο Γκρέγκορι Γκρόσμαν του πανεπιστημίου Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας και ο Βλαντιμίρ Τρεμλ του πανεπιστημίου του Ντιούκ άρχισαν να εκδίδουν μια σειρά μελετών σχετικά με τη δεύτερη οικονομία της ΕΣΣΔ. Μεταξύ 1985 και 1993 το πρόγραμμα αυτό των δύο πανεπιστημίων δημοσίευσε 51 εργασίες από 26 συγγραφείς γι’ αυτό το θέμα. Πάνω από τις μισές εξ αυτών ασχολήθηκαν με την περίοδο Μπρέζνιεφ και πολλές βασίστηκαν σε έρευνες που διενεργήθηκαν σε 1.061 νοικοκυριά που είχαν φύγει από τη Σοβιετική Ενωση μεταξύ 1971 και 1982.[12] Επίσης, το πρόγραμμα των Μπέρκλεϋ και Ντιούκ συγκέντρωσε μια βιβλιογραφία 269 μελετών στις βασικές δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες πάνω στη δεύτερη οικονομία στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη.[13] Για κάποιους επιστήμονες η δεύτερη οικονομία φαινόταν να έχει τεράστιες διαστάσεις.
Από τη σκοπιά του νόμου, ο σοβιετικός σοσιαλισμός απαγόρευε το μεγαλύτερο μέρος της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας. Ο νόμος απαγόρευε την απασχόληση προσωπικού (με εξαίρεση για βοήθεια στο σπίτι), την πώληση ή επαναπώληση αγαθών για κέρδος, το εμπόριο με ξένους, την κατοχή ξένου συναλλάγματος και την εξάσκηση οποιασδήποτε τέχνης και εμπορικής συναλλαγής με σκοπό το ιδιωτικό κέρδος. Επομένως δεν υπήρχε νόμιμη εκμετάλλευση εργασίας. Ωστόσο, μέσα σε πολύ αυστηρά νομικά πλαίσια, ο Σοβιετικός σοσιαλισμός επέτρεπε ορισμένες μορφές ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας. Ενα σημαντικό τμήμα της ιδιωτικής κερδοφόρας εργασίας παρέμενε νόμιμη, παρότι σε ορισμένες περιπτώσεις εκτεινόταν και σε παράνομες δραστηριότητες. Ο Σοβιετικός νόμος επέτρεπε ιδιωτικά αγροτεμάχια περιοριζόμενα σε τρία τέταρτα του εκταρίου γι’ αυτούς που εργάζονταν σε συλλογικά ή κρατικά αγροκτήματα, ακόμα και για ορισμένους ανθρώπους που δεν εργάζονταν με αυτό τον τρόπο. Το 1974, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, τα ιδιωτικά αγροτεμάχια απορροφούσαν σχεδόν το ένα τρίτο του συνόλου των εργατοωρών στην αγροτική οικονομία και περίπου το ένα δέκατο του συνόλου των εργατοωρών σε ολόκληρη την οικονομία. Από τα ιδιωτικά αγροτεμάχια προέρχονταν επίσης περισσότερο από το ένα τέταρτο της Σοβιετικής αγροτικής παραγωγής. Για να πωλούνται τα προϊόντα των ιδιωτικών αγροτεμαχίων, δημιουργήθηκαν οι λεγόμενες κολχόζνικες αγορές. Παρότι νόμιμη, αυτή η διογκούμενη αγοραπωλησία προκάλεσε παράνομες καταχρήσεις, όπως τη διοχέτευση - εκτροπή κοινωνικοποιημένης περιουσίας (σπόροι, λιπάσματα, νερό, ζωοτροφές, εξοπλισμός και μεταφορικά μέσα) στη στήριξη των ιδιωτικών αγροτεμαχίων και στη μεταφορά του προϊόντος τους στην αγορά.[14]
Ο σοβιετικός νόμος επέτρεπε επίσης την ιδιωτική κατοικία. Σύμφωνα με τον Γκρόσμαν, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο μισός σοβιετικός πληθυσμός -και ένα τέταρτο του αστικού πληθυσμού- έμενε ακόμα σε ιδιωτικές κατοικίες. Η νόμιμη ιδιωτική κατοικία περιλάμβανε συχνά ένα βαθμό παρανομίας, με την επινοικίαση για παράνομο νοίκι, τη μίσθωση παράνομων κατασκευαστικών ή επιδιορθωτικών υπηρεσιών, την εκτροπή κατασκευαστικών υλικών από τον κοινωνικοποιημένο τομέα, το χρηματισμό αξιωματούχων κλπ. Σε άλλους τομείς, επαγγελματίες, όπως γιατροί, οδοντίατροι, δάσκαλοι, μπορούσαν να πουλήσουν τις υπηρεσίες τους νόμιμα. Τεχνίτες μπορούσαν να κάνουν επιδιορθώσεις σπιτιών σε περιοχές της υπαίθρου και ορισμένοι τεχνίτες μπορούσαν να εργαστούν σε περιορισμένα και επουσιώδη επαγγέλματα. Ιδιώτες είχαν τη δυνατότητα να κάνουν εξόρυξη, αρκεί να πωλούσαν το μετάλλευμα που παρήγαν στο κράτος. Ο νόμος επίσης επέτρεπε την πώληση μεταχειρισμένων προσωπικών αντικειμένων.[15] Αυτή καθαυτή η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα δεν αποτελούσε ένα σημαντικό πρόβλημα. Μειωνόταν σταθερά ως ποσοστό επί του ΑΕΠ μέχρι και την περίοδο Γκορμπατσόφ. Ο Γκρόσμαν εκτιμά ότι αντιπροσώπευε το 22% του ΑΕΠ το 1950 και το 10% το 1977. Φυσικά το σοβιετικό ΑΕΠ είχε αυξηθεί σημαντικά μεταξύ του 1950 και του 1977, οπότε η νόμιμη ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα παρέμενε σημαντική.[16]
Μετά το 1953 η παράνομη κερδοσκοπία αναδείχτηκε σε πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ ό,τι η νόμιμη δραστηριότητα. Η παράνομη δραστηριότητα εν τέλει εξέλαβε μια εκπληκτική ποικιλία μορφών, παρεισφρέοντας εν τέλει σε όλες τις πλευρές της σοβιετικής ζωής, περιοριζόμενη μόνο από τα όρια της ανθρώπινης εφευρετικότητας. Η πιο κοινή μορφή εγκληματικής οικονομικής δραστηριότητας υπήρξε η υπεξαίρεση σε βάρος του κράτους, δηλαδή από τους χώρους εργασίας και τους δημόσιους οργανισμούς. Ο Γκρόσμαν αναφέρει ότι «Ο αγρότης κλέβει ζωοτροφή από το κολχόζ για να συντηρεί τα ζώα του, ο εργάτης κλέβει υλικά και εργαλεία για το επάγγελμα που εξασκεί “στο πλάι”, ο γιατρός κλέβει φάρμακα, ο οδηγός κλέβει βενζίνη και χρησιμοποιεί το επίσημο αυτοκίνητο για να λειτουργήσει ένα ανεπίσημο ταξί»[17]. Παραλλαγή αυτού του σκηνικού υπήρξε η διοχέτευση αγαθών προς την ιδιωτική αγορά από οδηγούς φορτηγών και η χρήση κρατικών μέσων για την οικοδόμηση μιας θερινής κατοικίας, ανακαίνιση ενός διαμερίσματος ή την επιδιόρθωση ενός αυτοκινήτου.
Σε κάποιες περιπτώσεις η υπεξαίρεση σε βάρος του κράτους συνέβαινε κατά γενικευμένο και συστηματικό τρόπο. Αυτό περιλάμβανε «καλά οργανωμένες συμμορίες εγκληματιών ικανών να διεκπεραιώνουν τολμηρά και μεγάλης έκτασης σχέδια». Περιλάμβανε πρακτικές όπως το να αναφέρουν οι διευθυντές απώλεια ή καταστροφή αγαθών προκειμένου να τα προωθήσουν στη μαύρη αγορά. Περιέκλειε μια διαδεδομένη πρακτική στα κρατικά καταστήματα, κατά την οποία πωλητές και διευθυντές έβαζαν στην άκρη αγαθά σε έλλειψη, ώστε να εξασφαλίσουν φιλοδωρήματα από ευνοούμενους πελάτες ή για να τα πουλήσουν στη μαύρη αγορά. Καταναλωτικά αγαθά όπως τα αυτοκίνητα, για τα οποία υπήρχαν λίστες αναμονής, παρουσίαζαν «σημαντικές ευκαιρίες για χρηματισμό», καθώς και για «κερδοσκοπία», δηλαδή για επαναπώληση σε υψηλότερες τιμές.[18]
Επιδιορθώσεις, υπηρεσίες, ακόμα και η παραγωγή, αποτελούσαν επιπρόσθετες οδούς παράνομου κέρδους. Αυτό περιλάμβανε επιδιορθώσεις νοικοκυριών, αυτοκινήτων, τις εργασίες ραπτικής, μεταφορές επίπλων και τη κατασκευή ιδιωτικών κατοικιών. Αυτή η εργασία, παράνομη η ίδια, περιλάμβανε συχνά υλικά και χρόνο που υπεξαιρούνταν από την κανονική εργασία. Η ιδιωτική παραγωγή πήρε ακόμα και τη μορφή πλήρως ανεπτυγμένων παράνομων καπιταλιστών με το πλήρες νόημα της λέξης - επένδυση κεφαλαίου, οργάνωση παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα, μίσθωση και εκμετάλλευση εργατών, και πώληση εμπορευμάτων στη μαύρη αγορά. Σύμφωνα με τον Γκρόσμαν, τα προϊόντα ήταν συνήθως καταναλωτικά αγαθά - «είδη ρουχισμού, υπόδησης, οικιακά είδη, άλλα αντικείμενα κλπ.». Ακόμα, «μεγάλης κλίμακας ιδιωτικές δραστηριότητες σαν και αυτές συνήθως λάμβαναν χώρα πίσω από την προστατευτική βιτρίνα ενός κρατικού εργοστασίου ή ενός συλλογικού αγροκτήματος - φυσικά, με τις απαραίτητες δωροδοκίες προς εκείνους που προσέφεραν τη βιτρίνα»[19]. Ο Κονσταντίν Σίμις, ένας εξέχων Σοβιετικός δικηγόρος, ο οποίος υπεράσπισε πολλούς παράνομους επιχειρηματίες τη δεκαετία του 1970, περιέγραψε αργότερα την εμπειρία του σε ένα βιβλίο με τίτλο: «Ο Μυστικός κόσμος του Σοβιετικού Καπιταλισμού». Ο Σίμις ανέφερε πως «ένα δίκτυο ιδιωτικών εργοστασίων εκτείνεται απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας», δεκάδες χιλιάδες απ’ αυτά, που κατασκευάζουν «μάλλινα, υποδήματα, γυαλιά ηλίου, ηχογραφήσεις Δυτικής δημοφιλούς μουσικής, τσάντες και πολλά άλλα αγαθά». Οι ιδιοκτήτες ποίκιλαν από ιδιοκτήτες «ενός και μόνο εργαστηρίου» μέχρι «πολυεκατομμυριούχες οικογενειακές φατρίες με ντουζίνες εργοστάσια».[20]
Συνολικά, μια σειρά μονογραφιών προσέφεραν μια καλειδοσκοπική ματιά στη δεύτερη οικονομία κατά την περίοδο Μπρέζνιεφ. Ιδιωτικοί πωλητές τροφίμων πωλούσαν αγαθά αξίας 35,5 δισ. ρουβλιών το χρόνο.[21] Οι Σοβιετικοί κουρείς σε κρατικά κουρεία ελάμβαναν παραδοσιακά «πολύ υψηλά» φιλοδωρήματα «στην ουσία μεταφέροντας τη συναλλαγή αυτή στη δεύτερη οικονομία»[22]. Η οικιακή παραγωγή κρασιού και μπύρας, η παράνομη επαναπώληση κρατικών ποτών και η πώληση κλεμμένης αιθανόλης υπολογιζόταν ότι φτάνει μέχρι και το 2,2% του ΑΕΠ το 1979.[23]
Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970 η πώληση βενζίνης στη μαύρη αγορά από οδηγούς κρατικών οχημάτων και φορτηγών υπολογιζόταν μεταξύ του 33% έως 65% του συνόλου της βενζίνης που πωλούνταν στα αστικά κέντρα.[24] Η ιδιωτική ενοικίαση οικιών απέδιδε στους παράνομους ιδιοκτήτες περίπου 1,5 εκατομμύρια ρούβλια το 1977.[25] Τα φιλοδωρήματα, οι δωροδοκίες και οι πληρωμές για ιδιωτικές υπηρεσίες (όπως θρησκευτικές τελετές) που σχετίζονταν με κηδείες αποτελούσαν πάνω από το τετραπλάσιο των χρημάτων που ξοδεύονταν σε επίσημες κηδείες.[26] Η πορνεία και η παράνομη πώληση ναρκωτικών αποτέλεσαν επίσης μέρος της δεύτερης οικονομίας.[27]
Η ερευνήτρια Μαρίνα Κούρκτσιγιαν προσέφερε μια λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η δεύτερη οικονομία λειτουργούσε στο σύστημα μεταφορών στη Σοβιετική Αρμενία, τον οποίο χαρακτήρισε ως «τυπικό». Παρότι ένας οδηγός λεωφορείου ελάμβανε πάνω από το μέσο μισθό, έβγαζε περισσότερα από τους πελάτες του απ’ ό,τι από τον κρατικό μισθό του. Ο οδηγός έκοβε απευθείας τα εισιτήρια στους πελάτες, αλλά επέστρεφε μόνο μέρος των αποδείξεων στο κράτος. Ο οδηγός πλήρωνε για τον καθαρισμό, τα ανταλλακτικά, τη συντήρηση και τα καύσιμα από την τσέπη του. Τελικά, το συνολικό εισόδημα ενός οδηγού λεωφορείου, μετά τα έξοδα, υπολογιζόταν σε δύο με τρεις φορές τον επίσημο μισθό που έπαιρνε από το κράτος. Η Κούρκτσιγιαν συμπεραίνει πως ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, εν μέρει ως αποτέλεσμα των πολιτικών του Γκορμπατσόφ και των οικονομικών δυσκολιών, «όλοι» δραστηριοποιούνταν στη δεύτερη οικονομία, η οποία είχε γίνει «η κυρίαρχη δύναμη στην κατανομή αγαθών και υπηρεσιών».[28]
Πόσο μεγάλη ήταν η δεύτερη οικονομία; Ολων των ειδών τα μεθοδολογικά προβλήματα περιπλέκουν μια προσπάθεια να μετρηθεί το μέγεθος και η ανάπτυξή της. Οι ειδικοί έχουν αμφισβητήσει τα ευρήματα ο ένας του άλλου, όπως επίσης και τα επίσημα σοβιετικά στοιχεία που εκδόθηκαν μετά το 1989. Ωστόσο όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι για πάνω από 30 χρόνια η δεύτερη οικονομία αναπτυσσόταν με αυξανόμενο ρυθμό. Οι Βλαντιμίρ Γκ. Τρεμλ και Μίχαελ Αλεξέεφ ανέλυσαν τη σχέση μεταξύ του νόμιμου εισοδήματος από τη μία και των χρημάτων που ξοδεύτηκαν σε αγαθά και υπηρεσίες ή αποταμιεύθηκαν από την άλλη, σε μια σειρά περιοχών της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Ανακάλυψαν ότι μεταξύ του 1965 και 1989 η αντιστοιχία εισοδήματος και εξόδων - αποταμιεύσεων αδυνάτιζε όλο και περισσότερο μέχρι που εξαφανίστηκε. Με άλλα λόγια, το σύνολο των χρημάτων που ξοδεύτηκαν ή αποταμιεύθηκαν σταδιακά ξεπέρασε το νόμιμα κερδισμένο εισόδημα. Υπέθεσαν ότι το παράνομο εισόδημα ήταν υπεύθυνο για τη διαφορά. Δεν έδωσαν στοιχεία για το μέγεθος και την ανάπτυξη της δεύτερης οικονομίας, αλλά συμπέραναν πως «η δεύτερη οικονομία αναπτύσσονταν ραγδαία μεταξύ του 1965 και 1985»[29]. Ενας άλλος ερευνητής, ο Μπιουνγκ Γεόν Κιμ, βάσει των σοβιετικών στατιστικών που έγιναν προσβάσιμες μετά το 1991, κατέληξε παρομοίως πως «Το απόλυτο μέγεθος της ανεπίσημης οικονομίας πράγματι αυξήθηκε από το 1969 ως το 1990»[30].
Η κορυφαία Σοβιετική ειδικός πάνω στη δεύτερη οικονομία, Τ. Ι. Κοριάγκινα, του Οικονομικού Ερευνητικού Ινστιτούτου της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού της ΕΣΣΔ (που ήταν υπέρ της νομιμοποίησης τουλάχιστον ενός μέρους της δεύτερης οικονομίας), επίσης επιχείρησε να μετρήσει την ανάπτυξη της δεύτερης οικονομίας. Σε μια μελέτη της η Κοριάγκινα χρησιμοποίησε μια μεθοδολογία παρόμοια με εκείνη των Τρεμλ και Αλεξέεφ. Συνέκρινε το μέγεθος του νόμιμα κερδισμένου μηνιαίου εισοδήματος με το συνολικό ποσό που ξοδευόταν και αποταμιεύονταν. Τα στοιχεία της φανέρωναν όχι μόνο το μεγάλο μέγεθος της δεύτερης οικονομίας, αλλά και τη σταθερή της επέκταση. Στον Πίνακα 1 καταγράφεται η αύξηση των μηνιαίων μισθών των εργατών σε σύγκριση με την αύξηση του συνολικού όγκου των χρημάτων που ξοδεύτηκαν σε αγαθά και υπηρεσίες και αποταμιεύθηκαν σε Τράπεζες αποταμίευσης.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Ετος | 1960 | 1970 | 1975 | 1980 | 1985 | 1988 |
Μηνιαίος μισθός σε δισ. ρούβλια | 80,6 | 122,0 | 145,8 | 168,9 | 190,1 | 219,8 |
Ποσοστό ως προς το 1960 | | 152,0 | 180,0 | 210,0 | 236,0 | 273,0 |
Σύνολο ξοδευμένων και αποταμιευθέντων σε δισ. ρούβλια | 103,2 | 223,2 | 329,9 | 464,6 | 590,0 | 718,4 |
% ως προς το 1960 | | 216,0 | 320,0 | 450,0 | 572,0 | 696,0 |
Πηγή: Τατιάνα Κοριάγκινα: «Η σκιώδης οικονομία στην ΕΣΣΔ», Izd-vo Pravda 3 (1990),
σελ. 113 (στα ρώσικα).
Αξιοποιώντας στατιστικές για το σύνολο της σοβιετικής οικονομίας, η Κοριάγκινα υπολόγισε πως η δεύτερη οικονομία μεγάλωνε με ακόμα μεγαλύτερους ρυθμούς απ’ ό,τι στις προαναφερόμενες επιλεχθείσες περιοχές (σ.μ: εννοεί τις περιοχές Ουκρανίας και Ρωσίας). Ακόμα, η δεύτερη οικονομία μεγάλωνε με ρυθμούς μεγαλύτερους απ’ ό,τι η πρώτη οικονομία. Σύμφωνα με την Κοριάγκινα, το επίσημο εθνικό εισόδημα και η αξία των καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκε κατά 4 με 5 φορές από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ενώ η δεύτερη οικονομία αυξήθηκε 18 φορές.[31]
Παρότι η δεύτερη οικονομία μεγάλωνε, το ακριβές της μέγεθος είναι δύσκολο να μετρηθεί. Τόσο Αμερικανοί όσο και Σοβιετικοί οικονομολόγοι όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων παραδέχονται ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το μέγεθος της δεύτερης οικονομίας στην ΕΣΣΔ σε σχέση με την οικονομία της συνολικά. Μια δυσκολία έχει να κάνει με την ύπαρξη ποικίλων ορισμών για την «ανεπίσημη οικονομία», «σκιώδη οικονομία», «δεύτερη οικονομία», «υπόγεια οικονομία», «μαύρη οικονομία» κλπ. Για ορισμένους μελετητές το σημαντικό μέτρο είναι η νόμιμη και η παράνομη ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα, ενώ άλλοι επικεντρώνονται αποκλειστικά στην παράνομη δραστηριότητα. Ακόμα και στην περίπτωση που θα υπήρχε κάποια συμφωνία ως προς τον ορισμό, όλες οι εκτιμήσεις περικλείουν υποθέσεις που μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ρεαλιστικές. Ενας οικονομολόγος παρομοίασε τη μέτρηση της σοβιετικής δεύτερης οικονομίας με την εξακρίβωση από πλευράς φυσικών της τροχιάς του Πλούτωνα απλά από τη μελέτη της ταλάντωσης των γειτονικών του πλανητών. Θέτοντας τους παραπάνω περιορισμούς στην άκρη, οι εκτιμήσεις είναι παρόλα αυτά αποκαλυπτικές.
Βασιζόμενη σε μακροοικονομικά στοιχεία, η Κοριάγκινα υπολόγισε πως η ετήσια αξία των παράνομων αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκε από 5 δισ. ρούβλια περίπου στις αρχές της δεκαετίας του 1960 σε 90 δισ. ρούβλια στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Αν η αξία του σοβιετικού εθνικού εισοδήματος (καθαρό υλικό προϊόν) σε σημερινές τιμές ήταν 145 δισ. ρούβλια το 1960, 422 δισ. το 1988 και 701 δισ. το 1990, τότε η αξία της δεύτερης οικονομίας υπήρξε περίπου το 3,4% του εθνικού εισοδήματος το 1960, 20% το 1988 και 12,8% το 1990.[32] (Το 1990 πλέον, ορισμένες παράνομες ως τότε δραστηριότητες είχαν νομιμοποιηθεί). Το 1988 η Κοριάγκινα εκτίμησε πως το σύνολο του παράνομα συσσωρευμένου προσωπικού πλούτου έφτανε τα 200-240 δισ. ρούβλια ή το 20-25% όλου του ατομικού πλούτου.[33]
Τα στοιχεία της Κοριάγκινα αντιπροσώπευαν μόνο το εισόδημα που προερχόταν από την παράνομη οικονομική δραστηριότητα. Για να σχηματίσει κανείς μια εικόνα του συνολικού μεγέθους της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας θα πρέπει να προσθέσει στα δεδομένα της και τα μεγέθη της νόμιμης ιδιωτικής δραστηριότητας. Με άλλα λόγια, το μέγεθος της συνολικής ιδιωτικής δραστηριότητας υπήρξε ενδεχομένως τουλάχιστον 10% υψηλότερο, αγγίζοντας εν συνόλω ένα 30% το 1988 ή το 30-35% του συσσωρευμένου προσωπικού πλούτου για το ίδιο έτος.
Επαναπροσδιορίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τα στοιχεία της Κοριάγκινα, μπορούν να συγκριθούν με τα αντίστοιχα του κορυφαίου στον τομέα Αμερικανού Γκρέγκορι Γκρόσμαν, του οποίου οι εκτιμήσεις προήλθαν από μικροοικονομικά δεδομένα που συνέλεξε μέσω συνεντεύξεων με πάνω από χίλιους Σοβιετικούς μετανάστες. Ο Γκρόσμαν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο αστικός πληθυσμός (ο οποίος αποτελούσε το 62% του συνολικού πληθυσμού) κέρδιζε περίπου το 30% του συνολικού εισοδήματός του από ανεπίσημες πηγές, δηλαδή είτε από νόμιμη είτε παράνομη ιδιωτική δραστηριότητα.[34]
Ερευνες πάνω στα σοβιετικά αρχεία μετά το 1991 ενίσχυσαν τις εκτιμήσεις αυτές γύρω από το μέγεθος της δεύτερης οικονομίας. Το 2003 ο Μπιούνγκ Γεόν Κιμ, οικονομολόγος από το Πανεπιστήμιο του Γόργουικ της Αγγλίας, υπολόγισε το μέγεθος της δεύτερης οικονομίας βάσει των επίσημων Ερευνητικών Δεδομένων για τον Προϋπολογισμό της Σοβιετικής Οικογένειας (FBSD). Μεταξύ του 1969 και 1990 η σοβιετική κυβέρνηση συνέλεγε δεδομένα από ένα δείγμα 62.000 με 90.000 οικογενειών σχετικά με το εισόδημα και τα έξοδά τους. Οι ερωτώμενοι ανέφεραν τόσο το επίσημο, όσο και το «ανεπίσημο» εισόδημα και έξοδά τους, δηλαδή το εισόδημα (όχι απαραίτητα παράνομο) που προερχόταν από ιδιωτική δραστηριότητα και τα έξοδα σε προσωπικές συναλλαγές. Τέτοιο ανεπίσημο εισόδημα συμπεριλάμβανε εισόδημα σε είδος, εισόδημα από την πώληση αγροτικών ζώων και προϊόντων, και εισόδημα από ιδιώτες. Ανεπίσημα έξοδα περιελάμβαναν την κατανάλωση προϊόντων που παρήγαν οι ίδιοι και χρήματα που δίνονταν σε ιδιώτες για αγορά αγαθών. Ο Kιμ παρατηρεί πως πρέπει να αναμένει κανείς ότι οι ερωτώμενοι θα είναι λιγότερο πρόθυμοι να αποκαλύψουν εισοδήματα και έξοδα που σχετίζονται με παράνομες δραστηριότητες απ’ ό,τι οι ερωτώμενοι μετανάστες που χρησιμοποίησε ο Γκρόσμαν στη δική του έρευνα. Ταυτόχρονα είναι πιθανό ότι οι συμμετέχοντες στο δείγμα του Γκρόσμαν υπήρξαν πιο δυσαρεστημένοι από το σοσιαλισμό και επομένως περισσότερο αναμιγμένοι σε ιδιωτικές δραστηριότητες, καθώς και πιο επιρρεπείς στο να υπερβάλλουν τη σημασία αυτών των δραστηριοτήτων απ’ ό,τι οι Σοβιετικοί πολίτες που δε μετανάστευσαν. Εν πάση περιπτώσει, κάποιος θα περίμενε πως οι εκτιμήσεις για τη δεύτερη οικονομία βάσει των δεδομένων του Κιμ θα ήταν μικρότερες από ό,τι του Γκρόσμαν. Και πράγματι έτσι έγινε. Ο Κιμ υπολόγισε το συνολικό εισόδημα από τη δεύτερη οικονομία σε 16%, ενώ ο Γκρόσμαν υπολόγισε το συνολικό εισόδημα από τη δεύτερη οικονομία σε 28-33%. Διορθώνοντας στοιχεία προκατάληψης των ερωτώμενων και από τις δύο πλευρές σημαίνει πως το πραγματικό νούμερο βρίσκεται ενδεχομένως κάπου στη μέση.[35] Σε μια άλλη μελέτη του, ο Γκρόσμαν βρήκε πως η δεύτερη οικονομία έλαβε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις σε περιοχές της περιφέρειας της Σοβιετικής Ενωσης απ’ ό,τι στη Ρωσία[36]. Στον Πίνακα 2 παραθέτονται οι εκτιμήσεις του Γκρόσμαν για το μέγεθος της σοβιετικής δεύτερης οικονομίας σε σχέση με την πρώτη οικονομία περίοδος Μπρέζνιεφ (1977).
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Ρωσία (ΡΟΣΣΔ) | 29,6% |
Λευκορωσία, Μολδαβία και Ουκρανία | 40,2% |
Αρμενία (μόνο Αρμένιοι) | 64,1% |
«Ευρωπαίοι» κατοικούντες στην Υπερκαυκασία ή στην Κεντρική Ασία | 49,7% |
O Γκρόσμαν σημείωσε πως ενώ το 30% του εισοδήματος στις πόλεις προερχόταν από τη δεύτερη οικονομία ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η δεύτερη οικονομία παρουσίαζε σχετικά μεγαλύτερη δύναμη στο Νότο (τις περιοχές του Βορείου Καυκάσου και τις Υπερκαυκασιανές δημοκρατίες της Γεωργίας, της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, καθώς και στην Κεντρική Ασία) απ’ ό,τι στο Βορρά (κεντρική Ρωσία, Βαλτική, και Σιβηρία). Εμφανίζεται επίσης μεγάλη σε ορισμένες συνοριακές περιοχές, όπως η Οδησσός, καθώς και σε περιοχές που εισήλθαν στην ΕΣΣΔ μετά το 1917, όπως η Μολδαβία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία. Λόγω των γεωγραφικών και εθνικών διαφοροποιήσεων, σε ορισμένες περιοχές το εισόδημα του κόσμου από παράνομες ιδιωτικές δραστηριότητες ήταν κατά μέσο όρο ίσο με εκείνο που προερχόταν από την κανονική, νόμιμη εργασία. Σε ορισμένες περιοχές το εισόδημα από παράνομες πηγές υπήρξε κατά μέσο όρο ακόμα και διπλάσιο απ’ ό,τι από νόμιμες.[37]
Η έρευνα του Κιμ, βασιζόμενη στα ερευνητικά δεδομένα για τον προϋπολογισμό της σοβιετικής οικογένειας, επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα του Γκρόσμαν και άλλων, πως η δεύτερη οικονομία ήταν μικρότερη στη Ρωσία, την Εσθονία, και τη Λιθουανία, ενώ ήταν μεγαλύτερη στο Ουζμπεκιστάν, τη Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν, το Κιργιστάν, το Τατζικιστάν και την Αρμενία.[38]
Πόσο κόσμο περιλάμβανε η δεύτερη οικονομία; Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι ως τη δεκαετία του 1980 η δεύτερη οικονομία είχε τρυπώσει σε κάθε γωνιά της κοινωνίας επηρεάζοντας σχεδόν όλους. Αναφερόμενος στην ιδιωτική κερδοσκοπία ο ίδιος ο Μπρέζνιεφ υπογράμμισε πως «κανείς δε ζει αποκλειστικά από τους μισθούς»[39]. Αυτό όμως που ήταν σημαντικό δεν ήταν η μικροκλεψιά ή η αγορά προϊόντων από τη μαύρη αγορά, αλλά η ανάδειξη ενός στρώματος ανθρώπων που εξαρτιόταν από την ιδιωτική δραστηριότητα για το σύνολο ή για ένα σημαντικό μέρος του εισοδήματός τους. Ορισμένα άτομα έγιναν ιδιαίτερα πλούσιοι και έλαβαν το όνομα «οι νεόπλουτοι του Μπρέζνιεφ»[40]. Τέτοιοι άνθρωποι θα μπορούσαν σωστά να θεωρηθούν ως μια αναδυόμενη τάξη μικροαστών.
Ορισμένοι μελετητές επιχείρησαν να αποδώσουν με έναν αριθμό ή ποσοστό εκείνους που σχετίζονταν με τη δεύτερη οικονομία, ιδιαίτερα εκείνους που αποσπούσαν ένα σημαντικό εισόδημα από παράνομες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με το Βλαντιμίρ Τρεμλ, η υπόγεια ή παράνομη οικονομία στα τέλη της δεκαετίας του 1970 περιλάμβανε το 10-12% του εργατικού δυναμικού.[41] Η Κοριάγκινα υπολόγισε πως ο αριθμός των ατόμων που μετείχαν σε παράνομες πτυχές της δεύτερης οικονομίας από κάτι λιγότερο από 8 εκατομμύρια που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 έφτασε στα 17-20 εκατομμύρια (6 με 7,6%) το 1974, ενώ ανήλθε σε περίπου 30 εκατομμύρια (περίπου 12% του πληθυσμού) το 1989.[42] Ο Γκρόσμαν συνόψισε την έκταση που είχε λάβει η δεύτερη οικονομία στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ως εξής:
«Και έτσι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών της σοβιετικής εποχής, η παράνομη οικονομική δραστηριότητα εισχώρησε σε κάθε τομέα και ρωγμή της οικονομίας. Ελαβε κάθε πιθανό σχήμα και μορφή. Και δραστηριοποιήθηκε σε μια κλίμακα που εκτεινόταν από το ελάχιστο ή ταπεινό για τη μάζα ως το πολύ σημαντικό για τους πολλούς, ως το πληθωρικό και γιγάντιο, καθώς και στο πολύ καλά οργανωμένο, για ορισμένους»[43].
Ο μεγάλος όγκος αυτού του είδους των συναλλαγών που πραγματοποιούνταν έξω από την επίσημη κοινωνικοποιημένη οικονομία συνέδραμε σημαντικά στην πτώση της ΕΣΣΔ. Πρώτα απ’ όλα δημιούργησε ή όξυνε τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η Σοβιετική Ενωση στη δεκαετία του 1980, τα οποία ανέδειξαν την ανάγκη για μεταρρύθμιση. Κατά δεύτερον προσέφερε μια οικονομική βάση για τις ιδέες και τις πολιτικές που τελικά υιοθετήθηκαν από το Γκορμπατσόφ, αποβαίνοντας μοιραίες για το Σοβιετικό σοσιαλισμό.
Επιφανειακά μπορεί να φαινόταν πως η δεύτερη οικονομία εξυπηρετούσε μια θετική, ως και σταθεροποιητική, λειτουργία. Η δεύτερη οικονομία ικανοποιούσε ορισμένες καταναλωτικές επιθυμίες που δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν από την πρώτη οικονομία και επομένως απορροφούσε ένα μέρος της δυσφορίας που υπήρχε γύρω από την ποσότητα και την ποιότητα των σοσιαλιστικών αγαθών. Επίσης πρόσφερε μια προσοδοφόρα διέξοδο για ατομική πρωτοβουλία που σε άλλη περίπτωση ενδεχομένως να στρεφόταν ευθέως ενάντια στο σύστημα.
Ισως τέτοιες απόψεις να ευθύνονταν για την αποτυχία των σοβιετικών αρχών να δώσουν τη δέουσα προσοχή στη δεύτερη οικονομία και να καταστείλουν τα εγκλήματά της. Οπως ειπώθηκε νωρίτερα, τα σοβιετικά οικονομικά εγχειρίδια παρέβλεπαν τη δεύτερη οικονομία. Ο Βαλερί Ρουντγκάιζερ, που υπήρξε επικεφαλής του Επιστημονικού και Ερευνητικού Οικονομικού Ινστιτούτου του Γκόσπλαν (όπου η Κοριάγκινα έκανε τις μελέτες της), ανέφερε πως οι πρώτες δημοσιεύσεις για τη δεύτερη οικονομία στη Σοβιετική Ενωση εμφανίστηκαν μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1980.[44] Ακόμα πιο σημαντικό, οι Σοβιετικές αρχές δεν έκαναν καμιά συντονισμένη προσπάθεια ώστε να την καταστείλουν. Ο Γκρόσμαν αναφέρει:
«Ως το 1960 η Σοβιετική σκιώδης οικονομία υπήρξε ήδη θεσμικά ώριμη και με αξιοσημείωτη έκταση και μέγεθος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 υπήρξε ο στόχος μιας λυσσώδους εκστρατείας από τον Χρουστσιόφ, σε σημείο όπου επαναφέρθηκε η θανατική ποινή. Ουσιαστικά αυτή η εκστρατεία, όπως και όλες οι άλλες ενάντια στο “οικονομικό έγκλημα” πριν και μετά, κατάφερε λίγα στην αντιμετώπιση μιας σταθερής, ραγδαίας ανάπτυξης της παράνομης δραστηριότητας. Αντιθέτως, η σκιώδης οικονομία εξαπλώθηκε, διογκώθηκε και γνώρισε άνθηση-επί Μπρέζνιεφ (1964-1982) εξαιτίας μιας καλοκάγαθης αδιαφορίας αν όχι εξαιτίας της σιωπηλής ενθάρρυνσης»[45].
Μια ένδειξη αυτής της «καλοκάγαθης» αδιαφορίας εμφανίστηκε στη σχεδόν ολοκληρωτική απουσία διώξεων καθαρά εγκληματικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τα εγκλήματα που είχαν να κάνουν με κερδοσκοπία (με την αγορά για επαναπώληση σε υψηλότερη τιμή) αποτελούσαν μόλις το 2% του συνόλου των αναφερθέντων εγκλημάτων. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, το πραγματικό μέγεθος της κερδοσκοπίας ήταν εκατό φορές μεγαλύτερο.[46] Βλέποντας αναδρομικά, υπήρξαν λίγα μόνο λάθη της σοβιετικής ηγεσίας που έκαναν τόση ζημιά όσο η αδιαφορία έναντι της παράνομης οικονομικής δραστηριότητας.
Οποιαδήποτε μικρά ή προσωρινά οφέλη μπορεί να άδραξε η σοβιετική κοινωνία από τη δεύτερη οικονομία, οι συνέπειές της τα ξεπέρασαν κατά πολύ. Ακόμα πιο σημαντικό ήταν ότι η δεύτερη οικονομία ζημίωσε την πρώτη οικονομία. Αν η δεύτερη οικονομία ικανοποιούσε ορισμένες καταναλωτικές επιθυμίες και απορροφούσε κάποια δυσφορία, ταυτόχρονα ενθάρρυνε αυτές τις επιθυμίες και μεγάλωνε τη δυσφορία. Η Κοριάγκινα ισχυρίζεται ότι «η δεύτερη οικονομία απαλύνει τις ελλείψεις στις καταναλωτικές αγορές και ταυτόχρονα προκαλεί την όξυνσή τους». Στη συνέχεια, οι ελλείψεις ενθάρρυναν ακόμα περισσότερες εγκληματικές οικονομικές δραστηριότητες, οδηγώντας στην «κοινωνικοοικονομική και πολιτική αποσταθεροποίηση της κοινωνίας»[47]. Επιπλέον, όσο μεγαλύτερη γινόταν η παράνομη οικονομία, τόσο περισσότερο επενέβαινε στη λειτουργία της νόμιμης οικονομίας. Εφόσον η δεύτερη οικονομία προϋπέθετε την υπεξαίρεση εργάσιμου χρόνου και υλικών από το σοσιαλιστικό τομέα, υπονόμευε την αποτελεσματικότητα του σοσιαλισμού. Ο Αλεξέεφ ανέφερε πως «η εκτροπή εισροών και εκροών στην μαύρη αγορά πρέπει να υποβάθμισε την επίσημη αποτελεσματικότητα τουλάχιστον ορισμένων επιχειρήσεων»[48]. Επίσης, η δεύτερη οικονομία υπονόμευε τον οικονομικό σχεδιασμό. Αν μια επιχείρηση αντιστάθμιζε τη λανθασμένη (σ.μ υπόγεια) κατανομή των πόρων καταφεύγοντας σε ανεπίσημες αγορές ή εμπορικές πράξεις, οι υπεύθυνοι για το σχεδιασμό δεν είχαν λόγο να διορθώσουν την εν λόγω κατανομή για το μέλλον. Αδυνατίζοντας ή καταστρέφοντας τον μηχανισμό πληροφόρησης, η δεύτερη οικονομία ανάγκασε τους υπεύθυνους για το σχεδιασμό να «διευθύνουν τη σοβιετική οικονομία βάσει ενός ιδιαίτερα αλλοιωμένου χάρτη αναφορικά με την οικονομική κατάσταση»[49]. Τέλος, η ιδιωτική κερδοφορία όξυνε τις εισοδηματικές ανισότητες, καθώς και το φθόνο και τις δυσαρέσκειες που τις συνοδεύουν. Με όλους αυτούς τους τρόπους η δεύτερη οικονομία είτε δημιούργησε είτε όξυνε τα οικονομικά προβλήματα της Σοβιετικής Ενωσης.
Πώς επηρέασε το Κομμουνιστικό Κόμμα η δεύτερη οικονομία; Με μια λέξη η απάντηση είναι: Διαφθορά. Η διαφθορά ορισμένων στελεχών εξηγεί όσο τίποτε άλλο γιατί το Κόμμα, το οποίο απέρριψε τους Μπουχάριν και Χρουστσιόφ (αν και όχι χωρίς κάποια ζημιά), δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τον Γκορμπατσόφ. Η αγροτιά, η οποία αποτέλεσε μια ταξική βάση για τις ιδέες του Μπουχάριν, δε χρειάστηκε τη διαφθορά του Κόμματος για την ύπαρξή της, αλλά οι επιχειρηματίες της δεύτερης οικονομίας τη χρειάστηκαν. Θέτοντάς το απλά, για να υπάρξει και ν’ ανθίσει η παράνομη παραγωγή και πώληση, απαιτούσε τη δωροδοκία ορισμένων κομματικών και κρατικών αξιωματούχων, και όσο πιο οργανωμένη και εκτεταμένη γινόταν αυτή η παραγωγή και πώληση, τόσο περισσότερη η διαφθορά που απαιτούνταν. Ο Σίμις υποστηρίζει πως «καμιά παράνομη επιχείρηση δε θα μπορούσε να στηθεί χωρίς την εξαγορά κάποιων μέσα στον κρατικό μηχανισμό. Δε θα κρατούσε ούτε μήνα»[50].
Το 1979 ο Γκρόσμαν ανέφερε πως η διαφθορά, δηλαδή η δωροδοκία Σοβιετικών αξιωματούχων, ήταν «ιδιαίτερα εκτεταμένη», αγγίζοντας «πάνω και κάτω σχεδόν όλα τα επίπεδα της επίσημης ιεραρχίας». Στο κατώτερο επίπεδο, σε μια πραγματική υπόθεση που αναφέρθηκε από ένα Σοβιετικό εισαγγελέα, μπορεί να είχε να κάνει με το διευθυντή μιας αποθήκης λαχανικών, ο οποίος αναγκάστηκε «υπό την απειλή της απόλυσης να πληρώνει τακτικά μίζες σε μια σειρά κομματικών και κυβερνητικών αρχηγών της δεδομένης περιοχής»[51]. Στα υψηλότερα επίπεδα οδήγησε σε σκάνδαλα, όπως η λεγόμενη απάτη του βαμβακιού στη δεκαετία του 1970 και αρχές του 1980, κατά την οποία υψηλοί κομματικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι στο Ουζμπεκιστάν και αλλού «τολμηρά και περίτεχνα φούσκωσαν» τον όγκο της σοδειάς του βαμβακιού, ώστε να «συλλέξουν» δισεκατομμύρια ρούβλια. Κατά τη διαδικασία «χιλιάδες δωροδοκήθηκαν», συμπεριλαμβανομένου του γαμπρού του Μπρέζνιεφ.[52] Οι κομπίνες διέφεραν από περιοχή σε περιοχή. Στο Αζερμπαϊτζάν το χαβιάρι, στη Γεωργία τα κρασιά και οι πολύτιμοι λίθοι, στη Βαλτική το ψάρι, στην Κιργισία το κρέας, όλα είχαν κάτι κοινό: Απαιτούσαν τη διαφθορά του Κόμματος.[53]
Η δωροληψία άγγιξε τα υψηλότερα επίπεδα του Κόμματος. Ο Φρολ Κοζλόβ, το δεξί χέρι του Χρουστσιόφ, αναπληρωτής πρωθυπουργός και Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής, αποσύρθηκε εξευτελιστικά όταν οι αρχές άνοιξαν το χρηματοκιβώτιο ενός αποθανόντα αξιωματούχου του Λένινγκραντ και ανακάλυψαν πακέτα που ανήκαν στον Κοζλόβ και περιείχαν πολύτιμα κοσμήματα και σωρούς χρημάτων. Αυτά αποτελούσαν εν μέρει εξαγορασμούς που δέχτηκε ο Κοζλόβ για την άσκηση της επιρροής του προκειμένου να αποφύγουν τη δίωξη ορισμένοι παράνομοι επιχειρηματίες.[54] Στο τέλος η διαφθορά έφτασε στην κορυφή. Μετά το θάνατο του Τσερνιένκο το 1985, αξιωματούχοι της Κεντρικής Επιτροπής βρήκαν «συρτάρια γραφείων γεμάτα χαρτονομίσματα. Χαρτονομίσματα επίσης είχαν γεμίσει το μισό μυστικό χρηματοκιβώτιο του προσωπικού γραφείου του Γενικού Γραμματέα»[55].
Ο Αλεξάντερ Γκούροβ, ένας ανώτατος αξιωματούχος της αστυνομίας της ΕΣΣΔ, συνέδεσε άμεσα την ανάπτυξη της διαφθοράς μέσα στο Κόμμα από την εποχή του Χρουστσιόφ ως την εποχή του Γκορμπατσόφ με την ανάπτυξη της παράνομης οικονομίας και το οργανωμένο έγκλημα:
«Ηταν αναπόφευκτο να λάβει χώρα (σ.σ. το οργανωμένο έγκλημα) από την στιγμή που το σύστημά μας έκανε ανοίγματα και αυτό συνέβη κατά τη δεκαετία του 1960, όταν στην εξουσία βρισκόταν ο Νικήτα Χρουστσιόφ… Ηταν αδύνατο να διανοηθεί κανείς ισχυρές ομάδες οργανωμένου εγκλήματος επί Στάλιν… Αυτό που είχαμε μετά από αυτό στη χώρα μας ήταν ο ηθικός κώδικας του πλιατσικολόγου. Και φυσικά λειτουργούσε ολοκληρωτικά προς το συμφέρον της (σ.σ. κομματικής) γραφειοκρατίας. Για παράδειγμα, είχαμε μια λεγόμενη εμπορική μαφία στη Μόσχα με εκπροσώπους σε ανώτατα κομματικά σώματα από το 1974 κιόλας. Αν εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος προσπαθούσε να προειδοποιήσει τον κόσμο για τον κίνδυνο της σκιώδους οικονομίας, τότε οι φιλελεύθεροι θα γελούσαν και η κυβέρνηση θα μας έλεγε τρελούς. Αλλά έτσι ξεκίνησε. Και η κυβέρνηση το άφησε να συμβεί, για λόγους που θα πρέπει να μας βάλουν σε σκέψεις. Ξεκίνησε επί Χρουστσιόφ και αναπτύχθηκε επί Μπρέζνιεφ. Αλλά η περίοδος Γκορμπατσόφ ήταν η περίοδος όπου το οργανωμένο έγκλημα έγινε πραγματικά ισχυρό στη χώρα μας»[56].
Τα πολιτικά προβλήματα του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν στενά συνδεδεμένα με τη διαφθορά. Ακόμα και αν η αιτία και το αποτέλεσμα δε βρίσκονταν προς μία και μόνο κατεύθυνση, τα χαμηλά κομματικά στάνταρ, οι ιδεολογικές αδυναμίες, ο φορμαλισμός, ο κυνισμός και άλλες πολιτικές αδυναμίες διαπλέκονταν με τη διαφθορά. Η διαφθορά προσέδωσε σε ορισμένους αξιωματούχους του Κομμουνιστικού Κόμματος και του κράτους ένα υλικό συμφέρον στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αυτοί οι αξιωματούχοι μπορεί να μη μετείχαν άμεσα στο ιδιωτικό εμπόριο ή την παραγωγή, αλλά δραστηριοποιούνταν στην πραγματικότητα σε μια δική τους μορφή παράνομης χρηματικής δραστηριότητας.
Αν η δεύτερη οικονομία συνέβαλε σημαντικά στα προβλήματα του σοβιετικού σοσιαλισμού, είχε ένα εξίσου διαβρωτικό αποτέλεσμα πάνω σε οποιεσδήποτε προσπάθειες να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα. Οσο μεγάλα και αν υπήρξαν αυτά τα προβλήματα, δεν ήταν αυτά που ανέτρεψαν το σοσιαλισμό. Ηταν ο Γκορμπατσόφ που το έπραξε αυτό και οι απόψεις του αντανακλούσαν όλο και περισσότερο τα συμφέροντα των επιχειρηματιών της δεύτερης οικονομίας. Η πορεία που ακολούθησε ο Γκορμπατσόφ μετά το 1986 πήγαζε άμεσα από τη δεύτερη οικονομία με δύο τρόπους.
Πρώτα απ’ όλα, εξαιτίας όλων αυτών που παραθέσαμε παραπάνω, η δεύτερη οικονομία είχε δημιουργήσει και συντηρούσε έναν απίστευτο κυνισμό αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του σοσιαλισμού, τη λειτουργικότητα του σχεδιασμού και την ακεραιότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Γκορμπατσόφ όλο και περισσότερο εκμεταλλευόταν, ακόμα και ενίσχυε, αυτό τον κυνισμό, ώσπου ξέφυγε εκτός ελέγχου.
Κατά δεύτερον, δημιουργώντας μια ανερχόμενη μικροαστική τάξη, η δεύτερη οικονομία είχε δημιουργήσει ένα στρώμα μέσα στο σοσιαλισμό, του οποίου τα προσωπικά συμφέροντα βρίσκονταν έξω από το σοσιαλισμό. Λειτούργησε ως μια έτοιμη ομάδα υποστήριξης για τις πολιτικές του Γκορμπατσόφ που ευνοούσαν την αγορά και την ιδιωτική ιδιοκτησία.
Τα ηγετικά στελέχη του Κόμματος υποτίμησαν συχνά τον ιδεολογικό κίνδυνο αυτού του στρώματος. Ορισμένα μάλιστα αρνήθηκαν πως υπήρχε ένας τέτοιος κίνδυνος. Από αυτή την άποψη η προαναφερόμενη περίπτωση του Φρολ Κοζλόβ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την αυτάρεσκη υποκρισία. Την ίδια περίοδο που ο Κοζλόβ γέμιζε κρυφά τις τσέπες του προστατεύοντας μελλοντικούς καπιταλιστές, διαβεβαίωνε χωρίς ντροπή το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ πως «μέσα στη Σοβιετική κοινωνία δεν υπάρχει πλέον η κοινωνική βάση για να ευδοκιμήσουν οποιεσδήποτε οπορτουνιστικές τάσεις στο Κόμμα»[57].
Γενικά στην κοινωνία, το παράνομο ιδιωτικό κέρδος προωθούσε μικροαστικές αξίες και υπονόμευε τη σοσιαλιστική νομιμότητα. Από τη μια μεριά η υπόγεια οικονομία λειτούργησε ως ένα σχολείο για την εκπαίδευση επιχειρηματιών, διαμόρφωσε μια συνείδηση ευνοϊκή στην αποδοχή της αγοράς και «βοήθησε να δημιουργηθεί μια συναίνεση για μεταρρυθμίσεις της αγοράς»[58]. Από την άλλη μεριά η υπόγεια οικονομία και όλα όσα αυτή συμπεριλάμβανε, δημιούργησε αυτό που ορισμένοι αποκάλεσαν «κρίση αποθάρρυνσης». Η συχνότητα των παράνομων δραστηριοτήτων, του κλεψίματος, της υπεξαίρεσης εργάσιμου χρόνου, της δωροδοκίας και της διαφθοράς, το πανταχού παρόν ρουσφέτι ή η «οικονομία της εύνοιας»[59] και η αυξανόμενη ανισότητα υπονόμευσε την πίστη πολλών ανθρώπων αναφορικά με την υπέρτατη δικαιοσύνη του συστήματος. Η διοχέτευση των προϊόντων καλύτερης ποιότητας στη μαύρη αγορά και οι ελλείψεις που οξύνονταν λόγω της μαύρης αγοράς δημιούργησαν αμφιβολίες γύρω από την αποτελεσματικότητα του συστήματος. Η δεύτερη οικονομία λοιπόν λειτουργούσε σε δύο κατευθύνσεις: μείωνε την αξία του σοσιαλισμού, ενώ την ίδια στιγμή προωθούσε τη δίψα για χρήμα. Ο Γκρόσμαν ισχυρίστηκε ότι «η συχνότητα της οικονομικής παρανομίας και διαφθοράς δημιουργεί αμφιβολίες γύρω από την ικανότητα του σοβιετικού συστήματος να προσφέρει τα στοιχειώδη οικονομικά οφέλη στον πληθυσμό του ή να διαχειριστεί την ίδια τη σοσιαλιστική του οικονομία σύμφωνα με τις δικές του αρχές και κανόνες». Ταυτόχρονα «ανυψώνει την εξουσία του χρήματος στην κοινωνία», αντιπαλεύοντας αυτή του κυβερνώντος Κόμματος.[60]
Ορισμένοι κομμουνιστές, οι οποίοι πρόσεξαν την ανάπτυξη αντι-σοσιαλιστικών ιδεών και αξιών μέσα στο σοσιαλισμό, δεν προχώρησαν ιδιαίτερα στη διάγνωση των αιτιών ή στην πρόταση λύσεων. Ο Γκεόργκι Σακχναζάροβ, εν συνεχεία βοηθός-κλειδί του Γκορμπατσόφ, έγραψε μια μελλοντολογική εργασία το 1978, στην οποία προειδοποιούσε για την αναδυόμενη «φιλισταιϊκή, μικροαστική νοοτροπία», πραγματική πηγή της οποίας υπήρξε «ο αγώνας για πλούτη και τα πλεονεκτήματα που τα ακολουθούσαν». Ο Σακχναζάροβ επεσήμανε ότι η ανισότητα και οι τάξεις υπήρχαν ακόμα και «όσο το πρόβλημα (των τάξεων) δε λύνεται ριζοσπαστικά, θα υπάρχουν πιθανότητες για οπισθοδρομήσεις σε μικροαστικές νοοτροπίες. Και οπισθοδρομήσεις σημαίνει επιδημίες, όχι μεμονωμένα περιστατικά της αρρώστιας, επηρεάζοντας συχνά ολόκληρες κοινωνικές ομάδες»[61].
Αν ο Σακχναζάροβ μπορούσε να υποδείξει μια μικροαστική νοοτροπία στη δεκαετία του 1970, ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980 αυτή η νοοτροπία αποκρυσταλλωνόταν σε ομάδες συμφερόντων που διέθεταν τη δική τους ατζέντα. Με άλλα λόγια η δεύτερη οικονομία άρχισε να λειτουργεί ως υλική βάση για κοινωνικές δομές και ιδεολογίες που έρχονταν σε αντίθεση με το σοσιαλισμό. Μία ήταν ο κόσμος του οργανωμένου εγκλήματος. Μία άλλη υπήρξε ο κόσμος «των πολιτικών αντιφρονούντων, των εθνικιστικών και θρησκευτικών ακτιβιστών, των αντιρρησιών, των υποχωρούντων, των μη-κομφορμιστών συγγραφέων και καλλιτεχνών και των samizdat (σ.σ. “ανεξάρτητων”) εκδοτών». Η δεύτερη οικονομία και η Δύση προσέφεραν σε αυτές τις εναλλακτικές κοινωνικές δομές «μεγάλη υλική στήριξη, ιδιαίτερα στα χρόνια πριν τον Γκορμπατσόφ.» Στις σημαίες τους ήταν γραμμένο το μικροαστικό σλόγκαν - ελευθερία: ελευθερία για θρησκευτική προπαγάνδα, για μετανάστευση, ελευθερία να μη δουλεύει κανείς, ελευθερία να βγάζει χρήματα, ελευθερία να εκμεταλλεύεται άλλους, ελευθερία να γράφει και να εκδίδει οτιδήποτε. Ο ιστορικός Σ. Φρέντερικ Σταρ αναφέρει: «Ανεπίσημες ομάδες και δίκτυα ξεφύτρωναν χωρίς έγκριση σε πολλούς τομείς. Δεκάδες χιλιάδες εξ αυτών υπήρχαν ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980, με άλλους να ιδρύονται προκειμένου να προσφέρουν εθελοντικά υπηρεσίες και άλλους προκειμένου να επηρεάσουν τη δημόσια πολιτική». Αυτές οι ομάδες δεν εμφανίστηκαν ώστε να προωθήσουν την ταξική πάλη, τη θυσία, την αξία του πολίτη ή τη διεθνιστική αλληλεγγύη της εργατικής τάξης. Αντιθέτως, προωθούσαν την ελευθερία, τον ατομικισμό, την απληστία και όπως σημείωσε και ο Σταρ «όλη αυτή η ζύμωση ξεκίνησε πριν την άνοδο του Γκορμπατσόφ στην εξουσία το 1985»[62].
Τρανταχτό παράδειγμα αποτελούσε η οργάνωση «Για την Υπεράσπιση της Οικονομικής Ελευθερίας», που δημιουργήθηκε το 1981 υπό την ηγεσία του Β. Σοκίρκο. Η οργάνωση «Για την Υπεράσπιση της Οικονομικής Ελευθερίας» διεξήγε μια ανοιχτή εκστρατεία για τη νομιμοποίηση της δεύτερης οικονομίας. Συγκεκριμένα, προπαγάνδιζε την αλλαγή του άρθρου 153 του Ρωσικού Σοβιετικού Ποινικού Κώδικα, ο οποίος έθετε εκτός νόμου την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα. Η εν λόγω ομάδα απευθύνθηκε στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, προκειμένου να καταργηθεί το συγκεκριμένο άρθρο. Η οργάνωση συγκέντρωσε τα πρακτικά νομικών υποθέσεων που εντάσσονταν σε αυτό το άρθρο και εξέδωσε ένα περιοδικό όπου αποκαλύπτονταν αυτό που οι συντάκτες του θεωρούσαν άδικες καταδίκες. Η ομάδα επίσης διενήργησε δημόσιες «εικονικές δίκες», βασιζόμενες σε πραγματικές υποθέσεις, όπου οι ένορκοι συνήθως απάλλασσαν αυτούς τους οποίους οι αρχές είχαν καταδικάσει. Σύμφωνα με το Βαλερί Ρουντγκάιζερ του Γκόσπλαν, η καμπάνια της οργάνωσης «Για την Υπεράσπιση της Οικονομικής Ελευθερίας», «κατάφερε να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα δημόσιας αποδοκιμασίας για το άρθρο 153», σε σημείο όπου σταματούσαν σχετικές διώξεις.[63]
Η ιδεολογική επιρροή της δεύτερης οικονομίας στο Κομμουνιστικό Κόμμα και τη σοβιετική κυβέρνηση είχε γίνει εμφανής πριν την άνοδο του Γκορμπατσόφ στην εξουσία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχαν αναπτυχθεί δύο διαφορετικές προσεγγίσεις αναφορικά με τη δεύτερη οικονομία. Η μία εξ αυτών υπήρξε κυρίαρχη στα δύο ερευνητικά ινστιτούτα που είχε στήσει ο Αντρόποφ με σκοπό τη μελέτη της δεύτερης οικονομίας - ένα ινστιτούτο στο Γραφείο του Εισαγγελέα της ΕΣΣΔ και ένα στο Υπουργείο των Εσωτερικών της ΕΣΣΔ. Γι’ αυτά τα δύο ινστιτούτα η ιδιωτική εργασιακή δραστηριότητα ενέπιπτε σε μια από τις δύο κατηγορίες: σε αυτή που ήταν νόμιμη και προσέφερε στην κοινωνία και σε αυτή που ήταν παράνομη και είχε ως αποτέλεσμα το μη-κερδισμένο νόμιμα, το παράνομο εισόδημα. Και τα δύο ινστιτούτα έβλεπαν τη δεύτερη, τη «σκιώδη οικονομία», ως ασύμβατη με το σοσιαλισμό. Η ανάπτυξή της υπήρξε απόρροια «νομικής ανεπάρκειας» - της αποτυχίας να εφαρμοστεί ο νόμος. Χρειαζόταν να καταπολεμηθεί με «την αύξηση του ελέγχου και της παρακολούθησης της ιδιωτικής εργασιακής δραστηριότητας»[64].
Η άλλη προσέγγιση βρήκε έκφραση στο Επιστημονικό και Ερευνητικό Οικονομικό Ινστιτούτο του Γκόσπλαν, με επικεφαλής το Βαλερί Ρουντγκάιζερ. Η προσέγγιση αυτή, την οποία εν τέλει υιοθέτησε ο Γκορμπατσόφ, θεωρούσε τη σκιώδη οικονομία ως επί το πλείστον νόμιμη και χρήσιμη. Αυτό το ινστιτούτο στόχευε στη «μεταμόρφωση του οικονομικού συστήματος» ώστε να νομιμοποιηθεί μεγάλο μέρος της μέχρι πρότινος παράνομης ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας. Στην αρχή τα μέλη αυτού του ινστιτούτου υποστήριξαν τη χρήση συμφωνιών ενοικίασης και συνεργασίας προκειμένου να νομιμοποιήσουν τμήματα της δεύτερης οικονομίας, πράγμα που έγινε πράξη από τον Γκορμπατσόφ στη συνέχεια. Αυτές οι συμφωνίες έγιναν ένας ενδιάμεσος σταθμός στο δρόμο για την ιδιωτικοποίηση και την αγορά.[65]
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όπως και σε άλλες περιόδους στο παρελθόν, το Κομμουνιστικό Κόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με μια σειρά προβλημάτων γύρω από την οικονομία, την πολιτική και την εξωτερική πολιτική. Οπως και στο παρελθόν, ορισμένοι είδαν τη διέξοδο προς τα εμπρός σε μια μορφή συμβιβασμού με τον καπιταλισμό ή σε μια ενσωμάτωση καπιταλιστικών ιδεών. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, ωστόσο, αυτή η προσέγγιση είχε αποκτήσει κρυφές εφεδρείες. Αυτές οι εφεδρείες στηρίζονταν στην παρασκηνιακή ανάπτυξη ενός μικροαστικού στρώματος και ενός διεφθαρμένου τμήματος του Κόμματος και του κράτους, που ευνοούσαν μια μετατόπιση προς τον καπιταλισμό, προς τις ελεύθερες αγορές, προς την ιδιωτική ιδιοκτησία, την ελεύθερη επιχειρηματικότητα, και άλλες αστικές «ελευθερίες». Με αυτή την έννοια, η μετατόπιση του Γκορμπατσόφ προς τα δεξιά το 1987 και το ξήλωμα του σοβιετικού σοσιαλισμού που ακολούθησε, θα μπορούσαν να γίνουν καλύτερα κατανοητά ως το προϊόν ενός συνδυασμού μεταξύ της ιστορικής παράδοσης των Μπουχάριν - Χρουστσιόφ και μιας αναδυόμενης μικροαστικής τάξης της δεύτερης οικονομίας.
Οσο σημαντική και αν ήταν η δεύτερη οικονομία στο να παρέχει μια βάση για αστικές ιδέες, το στρώμα αυτό δεν υπήρξε απομονωμένο. Επέπλεε σε μια πλατύτερη θάλασσα ενδεχόμενης δυσφορίας. Η ίδια η επιτυχία του σοσιαλισμού είχε δημιουργήσει μια τεράστια μορφωμένη «διανόηση» στις πόλεις, με τη σοβιετική έννοια του υπαλλήλου, του μη-χειρώνακτα εργάτη. Ενα τμήμα αυτής της «διανόησης» ένιωσε ότι βρίσκεται σε μειονεκτική θέση λόγω του εξισωτισμού των μισθών, ο οποίος έλαβε χώρα από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα. Για παράδειγμα, οι γιατροί, οι δάσκαλοι, οι μηχανικοί και οι διευθυντές κέρδιζαν σε γενικές γραμμές λιγότερα από ό,τι οι ειδικευμένοι εργάτες. Επιπλέον, τα αυξανόμενα ταξίδια και οι επικοινωνίες έφεραν εις γνώσιν της «διανόησης» ότι απολάμβανε ένα χαμηλότερο επίπεδο ζωής απ’ ό,τι οι συνάδελφοί τους στη Δύση. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 αυτή η «διανόηση» διέθετε μια δυσανάλογη επιρροή στις κορυφές. Τουλάχιστον τα μισά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος και ένα ακόμα μεγαλύτερο τμήμα της ηγεσίας, προέρχονταν από αυτή την κατηγορία.[66]
Το 2001 ένα μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΚΚΡΟ), ο Βίκτορ Τρουτσκόβ, έκανε μια ανάλυση της σοβιετικής κατάρρευσης, η οποία συμπληρώνει αυτή που γίνεται εδώ. Ο Τρουτσκόβ είπε πως η παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ενωση παρέμενε ένας κίνδυνος όσο συνέχιζαν να υπάρχουν «εκμεταλλευτές σε παγκόσμιο επίπεδο», αλλά η «εξωτερική πίεση» έγινε θανατηφόρα απειλή μόνο όταν αναπτύχθηκαν δυνάμεις «στο εσωτερικό του σοσιαλιστικού συστήματος» με «συμφέρον στην παλινόρθωση του καπιταλισμού». Προκειμένου να κατανοήσει κανείς πώς τέτοιες δυνάμεις μπόρεσαν να αναπτυχθούν, είπε ο Τρουτσκόβ, θα πρέπει να εκτιμήσει πως «η εικόνα της σοβιετικής κοινωνίας ως μιας αταξικής κοινωνίας στη δεκαετία του 1980» ήταν «εξαιρετικά εκτός πραγματικότητας».
Ο Τρουτσκόβ υπέδειξε την ανάπτυξη δύο ημι-αστικών στρωμάτων. Στην πρώτη περίπτωση αναδείχτηκε «ένα σύστημα λιανικού εμπορίου μικρής κλίμακας». Αυτό το εμπόριο βρισκόταν «στα όρια της νομιμότητας» και εξαρτιόταν από την κακή χρήση πλουτοπαραγωγικών πηγών που ανήκαν στο κράτος. Ωστόσο, «υπολογίζοντας τους χτίστες που εργάζονταν σε δυο δουλειές, τους ταξιτζήδες και τις πωλήσεις των προϊόντων των μικρο-εκμεταλλεύσεων, επρόκειτο για ένα σχετικά σημαντικό λιανικό εμπόριο». Στη δεύτερη περίπτωση αναδείχτηκε «ένα ιδιωτικό εμπόριο χοντρικής, το οποίο υπήρξε με τη μορφή μιας παράλληλης οικονομίας». «Η οικονομική του δύναμη ήταν μεγαλύτερη (σ.σ. από αυτή του λιανικού εμπορίου)… Ορισμένοι μελετητές δηλώνουν πως ο τζίρος του ήταν συγκρίσιμος με αυτόν του κράτους». Το 1987-1988, όταν ο Γκορμπατσόφ άρχισε να νομιμοποιεί αυτό το λιανικό και χοντρικό εμπόριο, εκείνοι που δραστηριοποιούνταν σε αυτούς τους τομείς αναζήτησαν «πολιτικά μέσα ώστε να προστατεύουν τα συμφέροντά τους», με συνέπεια την πίεση για ακόμα περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και ανοίγματα στην αγορά. Αυτές οι κινήσεις με τη σειρά τους άρχισαν να διαβρώνουν τον κρατικό τομέα. «Οταν το δίδυμο των Γκορμπατσόφ και Γιάκοβλεφ ξεκίνησε να εισάγει το αστικό σύστημα», λέει ο Τρουτσκόβ, «ένα σημαντικό τμήμα του (σ.σ. κρατικού) μηχανισμού ανακάλυψε πως διέθετε ανταγωνιστές σε εκείνους που δραστηριοποιούνταν στις ήδη υπάρχουσες μορφές ιδιωτικής περιουσίας και εξέφρασε την επιθυμία να διατηρήσει την προνομιακή του θέση (τα προνόμια της εξουσίας) ιδιοποιούμενο το ίδιο κρατική περιουσία»[67]. Με αυτούς τους τρόπους η δεύτερη οικονομία και οι μεταρρυθμίσεις Γκορμπατσόφ πυροδότησαν μια διαλεκτική προδοσίας του σοσιαλισμού.
* Τίτλος πρωτότυπου: Κεφάλαιο 3 «The Second Economy» («Η Δεύτερη Οικονομία»), στο Keeran R & Kenny T (2004) «Socialism Betrayed: Behind the Collapse of the Soviet Union» («Ο προδομένος σοσιαλισμός, πίσω από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης» ) New York: International Publishers, σελ.51-71
[1] Gregory Grossman «Subverted Sovereignty: Historical Role of the Soviet Underground», in Stephen S Cohen, et al, eds. «The Tunnel at the End of the Light» (Berkeley: University of California, 1998), 24-25.
[2] Vladimir G Treml and Michael Alexeev, «The Growth of the Second Economy in the Soviet Union and its Impact on the System», in Robert W Campbell, ed., «The Postcommunist Economic Transformation», (Boulder, San Francisco and Oxford: Westview Press, 1994), σελ. 222.
[3] Οπως παρατίθεται στο Τρεμλ και Αλεξέεφ, σελ. 238.
[4] Moshe Lewin, «Political Undercurrents in Soviet Economic Debates», from Bukharin to the Modern Reformers (Princeton: Princeton University Press, 1975), σελ. 254.
[5] Gregory Grossman, «The “Second Economy” of the USSR » Problems of Communism, (September-October, 1977), σελ. 25.
[6] Maurice Dobb, «Soviet Economic Development Since 1917», New York : International Publishers, 1966.
[7] Σύμφωνα με τον Anders Aslund στο έργο «Gorbachev’s Struggle for Economic Reform», Ithaka, New York: Cornell University Press, 1989, 5, στη δεκαετία του 1960 τρία από τα τέσσερα κορυφαία ακαδημαϊκά οικονομικά ινστιτούτα κυριαρχούνταν από οικονομολόγους που υποστήριζαν «χρηματικές εμπορευματικές σχέσεις» ή απλά «σχέσεις αγοράς». Η Koriagina, η οποία υπήρξε η κορυφαία Σοβιετική ειδικός πάνω στη δεύτερη οικονομία, ανήκε στο Ινστιτούτο Οικονομική Ερευνας, του οποίου επικεφαλής μέχρι το 1986 ήταν ο πολέμιος της οικονομίας της αγοράς οικονομολόγος Tigran Khachaturov. Gregory Grossman «Subverted Sovereignty: Historical Role of the Soviet Underground», in Stephen S Cohen, et al, eds. «The Tunnel at the End of the Light», Berkeley: University of California , 1998, σελ. 36.
[8] G. A. Kozlov (επ.) Political Economy: «Socialism», Moscow : Progress Publishers, 1977, L. Leontyev, Political Economy: «A Condensed Course», New York : International, 1974, P. I. Nikitin, «The Fundamentals of Political Economy», (Moscow: Progress Publishers, 1983), G. S. Sarkisyants (επ.) Soviet Economy: «Results and Prospects» Moscow : Progress Publishers, 1977, Yuri Popov, «Essays in Political Economy», Moscow : Progress Publishers, 1985.
[9] Josef Stalin, «Economic Problems of Socialism in the USSR », in Bruce Franklin: «The Essential Stalin», (New York : Anchor Books, 1972, σελ. 445-481.
[11] Victor and Helen Perlo, «Dynamic Society: The Soviet Economy Today», Moscow : Progress Publishers, 1980.
[12] «List of Berkeley-Duke Occasional Papers in the Second Economy of the USSR with Abstracts and Notes», @ Berkeley-Duke Home Page.
[13] Gregory Grossman, «The Second Economy in the USSR and Eastern Europe»: A Bibliography», Berkeley-Duke Occasional Papers on the Second Economy of the USSR , July 1990.
[20] Konstantin Simis, «USSR: The Corrupt Society: The Secret World of Soviet Capitalism», New York : Simon and Schuster, 1982, σελ. 145-147.
[21] Vladimir G Treml, «Purchase of Food from Private Sources in Soviet Urban Areas», Berkeley-Duke Occasional Paper, September 1985.
[22] Gregory Grossman, «A Tonsorial View of the Soviet Second Economy», Berkeley-Duke Occasional Paper, December 1985.
[23] Vladimir G Treml, «Alcohol in the Soviet Underground Economy», (Berkeley-Duke Occasional Paper, December 1985.
[24] Michael V. Alexeev, «The Underground Market for Gasoline in the USSR », Berkeley-Duke Occasional Paper, April 1987.
[25] Michael V. Alexeev, «Expenditures on Privately Rented Housing and Imputed Rents in the USSR », Berkeley-Duke Occasional Paper, November 1991.
[26] Kimberly C. Neuhauser, «The Second Economy in Funeral Services», Berkeley-Duke Occasional Paper, February 1992.
[27] Clifford G. Gaddy, «The Size of the Prostitution Market in the USSR », Berkeley-Duke Occasional Paper, November 1989, and Kimberly C. Neuhauser, «The Market for Illegal Drugs in the Soviet Union in the Late 1980s», Berkeley-Duke Occasional Paper, November 1990.
[28] Marina Kurkchiyan, «The Transformation of the Second Economy in the Informal Economy», in Alena V. Ledeneva and Marina Kurkchiyan, eds. «Economic Crime in Russia », (The Hague , London , and Boston : Kluwer Law International, 2000), σελ. 86-87.
[30] Byung-Yeon Kim, «Informal Economy Activities of Soviet Households: Size and Dynamics», PERSA Working Paper No.26, University of Warwick , 29 January 2003 , σελ. 9.
[31] Gregory Grossman, «Subverted Sovereignty: Historic Role of the Soviet Underground», in Stephen S Cohen et al., «The Tunnel at the end of the Light», Berkeley : University of California , 1998, σελ. 36.
[33] Gregory Grossman, «Sub-Rosa Privatization and Marketization in the USSR », Annals, ASPSS, January, 1990, σελ. 49.
[34] Gregory Grossman, «Sub-Rosa Privatization and Marketization in the USSR », Annals, ASPSS, January, 1990, σελ. 49.
[36] Οι εκτιμήσεις έγιναν από τον Gregory Grossman, στο «The Second Economy: Boom or Bane for Reform of the First Economy?», in «Economic Reforms in the Socialist World», Stanislaw Gomulka et al., London : MacMillan, 1989, 94.
Σύμφωνα με τον Grossman «Μια κάποια ιδέα για το μέγεθος του ανεπίσημου (ή ιδιωτικού) εισοδήματος στην ΕΣΣΔ μπορεί να σχηματισθεί από την έρευνα με ερωτηματολόγιο που διενεργήθηκε σε δείγμα 1.000 πρόσφατα μεταναστεύσαντες Σοβιετικούς στις ΗΠΑ, που διενεργήθηκε από τον καθηγητή V. G. Treml και το συγγραφέα [Gregory Grossman]. Τα δεδομένα επικεντρώνονται στο 1977 και αναφέρονται μόνο σε αστικές περιοχές. Τα δεδομένα που παρουσιάζονται αναφέρονται μόνο σε οικογένειες στις οποίες και ο άντρας και η γυναίκα ήταν παρόντες και όπου τουλάχιστον ένας εξ αυτών εργάζονταν επισήμως την εν λόγω περίοδο.» Κατά την άποψη του Grossman η δεύτερη οικονομία συνέχισε να μεγαλώνει μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ο πίνακας υποδεικνύει ότι κατά τα τέλη της περιόδου Μπρέζνιεφ, η δεύτερη οικονομία ήταν περίπου 30% στη μεγαλύτερη δημοκρατία, την Ρωσία, και περίπου 40% στις υπόλοιπες μεγάλες Σλαβικές δημοκρατίες, Ουκρανία και Λευκορωσία. Σε άλλα μέρη της ΕΣΣΔ για τα οποία διέθετε στοιχεία, η δεύτερη οικονομία ήταν ακόμα μεγαλύτερη, σχεδόν ισοφαρίζοντας ή και υποσκελίζοντας την πρώτη - τη σχεδιασμένη, υπό κρατική ιδιοκτησία- οικονομία..
[39] Μπρέζνιεφ, όπως παρατίθεται στο David Pryce-Jones, «The Strange Death of the Soviet Empire», New York: Henry Holt, 1995, σελ. 53.
[40] Gregory Grossman, «Inflationary, Political, and Social Implications of the Current Economic Showdown», in Hans-Herman Hoehmann, Alex Nove, and Heinrich Vogel, «Economics and Politics in the USSR», Boulder and London : Westview Press, 1986, σελ. 192.
[41] Michael Alexeev, «The Russian Underground Economy in Transition», in Michael Walker, ed. «The Underground Economy: Global Evidence of its Size and Impact», Vancouver , Canada : Fraser Institute, 1977, σελ. 259.
[42] Treml and Alexeev, 225, Valery M. Rutgaizer, «The Shadow Economy in the USSR », (Berkeley-Duke Occasional Papers on the Second Economy in the USSR , No.34, February 1992, σελ. 41.
[46] Αλεξέεφ: σελ. 255-256.
[47] Τρεμλ και Αλεξέεφ, σελ. 238.
[51] Congress, Joint Economic Committee, «Soviet Economy in a Time of Change», report entitled «Notes on the ιlΙegal Private Economy and Corruption» by Gregory Grossman, 96th Congress Session, 1979, Committee Print, pp, σελ. 840-841.
[56] Stephen Handelman, «Comrade Criminal: Russia’s New Mafiya», New Haven : Yale University Press, 1995, σελ. 56.
[57] Kozlov όπως παρατίθεται στο John and Margrit Pittman, «Peaceful Coexistence: Its Theory and Practice in the Soviet Union», New York : International Publishers, 1964, σελ. 69.
[60] Gregory Grossman, «The Second Economy of the USSR », «Problems of Communism Vol. XXVI», No.5, September-October, 1977.
[61] Georgy Shakhnazarov, «The Destiny of the World», Moscow : Progress Publishers, 1978, σελ. 121-122.
[62] S. Frederic Star, «A Usable Past», in Alexander Dallin and Gail W. Lapidus, eds. «The Soviet System from Crisis to Collapse», (Boulder: Westview Press, 1995, σελ. 14-15.
[66] John Gooding, «Socialism in Russia : Lenin and his Legacy», 1890-1991, New York : Palgrave, 2002, σελ. 208.
[67] Victor Trushkov, «The Place of the Restoration of Capitalism in the Historic Process», International Correspondence (English language edition), 2 (2000), σελ. 33-34.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου