4 Ιαν 2012

ΤΟ «ΣΧΕΔΙΟ MARSCHALL»


 ΤΟ «ΣΧΕΔΙΟ MARSCHALL»
της Ελένης Μπέλλου

ΟΙ ΑΣΤΙΚΕΣ ΕΠΕΤΕΙΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στις 5 Ιουνίου συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από την ημέρα εξαγγελίας του «Σχεδίου Marschall» (Σ.Μ.) από τον ομώνυμο τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Από τις μάλλον περιορισμένης έκτασης αναφορές και τη σχεδόν κλειστή εκδήλωση μνημόνευσης στην Ελλάδα των 60 χρόνων του «Σχεδίου Marschall» ξεχωρίζουμε δυο παρεμβάσεις:
α) Τη συνέντευξη στην εφημερίδα «Καθημερινή» του 80χρονου σήμερα Τζέιμς Γουόρεν, τότε ηγετικού στελέχους της αμερικανικής οικονομικής αποστολής που υλοποίησε το «Σχέδιο Marschall» στην Ελλάδα.
β) Την ομιλία του πρώην πρωθυπουργού κ. Κωνστ. Μητσοτάκη στην κλειστή εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα.
Και οι δυο παρεμβάσεις ξεχωρίζουν για την καθαρότητα της ταξικότητάς τους: το διεθνισμό του κεφαλαίου απέναντι στον ταξικό του εχθρό, την εργατική τάξη, ανεξάρτητα από την εθνική υπόστασή της.
Αυτή η καθαρότητα διαφαίνεται με την υπερίσχυση του μακροπρόθεσμου διεθνικού κεφαλαιοκρατικού συμφέροντος πάνω στο στενό μικροαστικό και «εθνικό» συμφέρον.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο υπέργηρος Αμερικανός, αναφερόμενος σε ορισμένες αντιδράσεις εκ μέρους τμήματος της ελληνικής αστικής τάξης, αναφέρει για την ουσία του «Σχεδίου Marschall»:
«Οταν ήρθε η αμερικάνικη αποστολή […] κατέληξαν με την κυβέρνηση Τσαλδάρη σε μια πολύ αυστηρή συμφωνία, πολλές πτυχές της οποίας αποτελούσαν σαφή παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας. Μπορεί κάλλιστα να πει κανείς ότι επρόκειτο όχι για απλή παρέμβαση, αλλά για επέμβαση στην εθνική κυριαρχία της χώρας. Προσωπικά πιστεύω ότι επρόκειτο για μια πολύ έξυπνη και επιτυχή κίνηση από την πλευρά των Ελλήνων ιθυνόντων. Ηταν μια μικρή ομάδα Ελλήνων πατριωτών -και δεν χρησιμοποιώ τη λέξη τυχαία- που τόλμησαν να κάνουν βήματα που θα απέτρεπαν την καταστροφή της χώρας τους, η οποία κινδύνευε να εξελιχθεί σε Αλβανία ή Βουλγαρία. Η επιτυχία ήταν ότι έφεραν τους Αμερικανούς, όχι απλά ως συμβούλους, αλλά ως ελεγκτές και υπεύθυνους των αποφάσεων. Για τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα έπρεπε να καταπιεί την περηφάνια της και να αποδεχθεί ευρείες παρεμβάσεις. Αυτό ήταν το πνεύμα της συμφωνίας μεταξύ των δυο χωρών. […] Γιατί η Ελλάδα βρισκόταν σε ένα στρατηγικό σημείο. Και παρέμεινε στρατηγικά σημαντική έως το 1989 όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ενωση»[1].
Αναφερόμενος σε ορισμένες αντιδράσεις που προκάλεσε η υλοποίηση του «Σχεδίου Marschall» στην Ελλάδα, διευκρινίζει ότι:
 «Υπήρχε ένας Αμερικανός και ένας Ελληνας ειδικός στον κάθε τομέα, όπως π.χ. στη γεωργία, την ύδρευση κ.ά. Ο Αμερικανός, που είχε και τα χρήματα, θεωρούσε ότι έπρεπε να υλοποιηθεί ένα έργο, αλλά μερικές φορές ο Ελληνας δεν μπορούσε να πάρει το «πράσινο φως» από το υπουργείο του λόγω της γραφειοκρατικής κωλυσιεργίας. Τελικά, η απόφαση υλοποιείτο μετά την παρέμβαση του Αμερικανού αξιωματούχου. Μερικές φορές γινόταν και το αντίθετο». Και παραδέχεται ότι οι Αμερικανοί έμειναν περισσότερο και έκαναν «επεμβάσεις, όχι απλά παρεμβάσεις», ότι «αρκετές φορές λειτουργούσαν ως ταύροι εν υαλοπωλείω», αλλά τελικά μετρούν τα αποτελέσματα.
Ο κ. Κ. Μητσοτάκης, που ως πολιτικός υπηρέτησε με συνέπεια το καπιταλιστικό σύστημα ανεξάρτητα από την εκάστοτε θέση του στο αστικό πολιτικό σύστημα, θεωρεί ως «βέβαιο ότι αν η Ελλάδα δεν είχε τη βοήθεια του «Σχεδίου Marschall» και του δόγματος Τρούμαν ο εμφύλιος πόλεμος θα είχε χαθεί» γι’ αυτό η Ελλάδα χρωστά δυο φορές την (καπιταλιστική) σωτηρία της στις ΗΠΑ. Ισχυρίζεται ότι όσοι έζησαν την εποχή εκείνη γνωρίζουν ότι «η βεβαιότητα του αποτελέσματος ήταν κάθε άλλο παρά δεδομένη. Υπήρξαν στιγμές στη διάρκεια του εμφυλίου που το κράτος κλονίστηκε, πολλοί λιποψύχησαν και ήσαν έτοιμοι να εγκαταλείψουν τον αγώνα».
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η σχετική αρθρογραφία του τελευταίου πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Charles Ries, ο οποίος δήλωσε ότι: «Πολλοί Ελληνες σήμερα περιγράφουν τον Αμερικανό πρέσβη Τζον Ε. Πιουριφόυ (1950-1953) ως ένα είδος Ρωμαίου πραίτωρα», ενώ στην πραγματικότητα ενδιαφερόταν «να διασφαλίσει ότι τα χρήματα των Αμερικανών φορολογουμένων θα έπιαναν τόπο»[2]. Υποστήριξε ακόμη ότι χάρη στο «Σχέδιο Marschall» η βιομηχανική παραγωγή της Ελλάδας εκτινάχθηκε στα ύψη μετά τον πόλεμο, ότι γι’ αυτή την εκτίναξη χρειάστηκαν μόνο λίγα χρόνια και όχι δεκαετίες.
Από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των λαϊκών συμφερόντων στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε άλλο καπιταλιστικό κράτος, έχει σημασία η αντικειμενική ιστορική προσέγγιση και ερμηνεία των στόχων του «Σχεδίου Marschall», των αποτελεσμάτων του, η εκτίμηση των σύγχρονων ιμπεριαλιστικών οικονομικών σχεδιασμών και παρεμβάσεων, όπως της ΕΕ, του ΟΟΣΑ, του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, καθώς και της σημερινής συζήτησης περί «κρατισμού» ή «απελευθέρωσης των αγορών», περί δοσολογίας μεταξύ κρατικής παρέμβασης και αγοράς.
Πρόσφατα, σημαντικό τμήμα των αστικών δυνάμεων ανέβασε τους τόνους περί κρατισμού, μιλώντας για αναποτελεσματικότητα του ελληνικού κράτους και ανάγκης αναδόμησής του, εξαιτίας της μη ανταπόκρισής του στη διαχείριση της κρίσης που προκάλεσαν οι πυρκαγιές. Αυτοί που θέλησαν να κρατήσουν περίπου ίσες αποστάσεις τόσο από τις σημερινές κυβερνητικές ευθύνες της ΝΔ όσο και από τις παρελθούσες του ΠΑΣΟΚ, συγκέντρωσαν την προσοχή τους ακριβώς στην προστασία των συμφερόντων, η εξυπηρέτηση των οποίων οδήγησε σε αυτό το πρωτοφανές και αποτρόπαιο πολιτικό-οικονομικό και οικολογικό έγκλημα σε βάρος του λαού. Προστάτευσαν και προστατεύουν την πολιτική περαιτέρω ιδιωτικοποίησης - εμπορευματοποίησης της γης, των κυοφορούμενων αλλαγών στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και στη χρήση ορεινών όγκων, δασών, καλλιεργήσιμης γης, οικιστικών χώρων, παράλιων εκτάσεων με κίνητρο το κεφαλαιακό κέρδος. Ανάλογοι σχεδιασμοί υπάρχουν, έχουν προηγηθεί, όπως αυτά που έχει εκπονήσει το Ινστιτούτο Ανάπτυξης Δυτικής Ελλάδος (ΙΝΑΔΕ). Για τέτοια σχέδια και στόχους χρειάζονται και οι πλέον εκσυγχρονισμένοι τοπικοί, περιφερειακοί, κεντρικοί κρατικοί μηχανισμοί, διασυνδεμένοι σε ευρωενωσιακό επίπεδο ή και με άλλες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες. Για την ικανοποίηση τέτοιων συμφερόντων και σχεδιασμών κάνει λόγο το ΙΝΑΔΕ, αναδεικνύοντας ως «πλέον επείγουσα ανάγκη από την εφαρμογή ενός σχεδίου ανοικοδομήσεως και μελλοντικής αναπτύξεως, τύπου “Σχεδίου Μάρσαλλ”[3]».
Το εργατικό κίνημα με τους συμμάχους του μπορεί και πρέπει να αναγνωρίζει και ν’ αντιδρά στην εφαρμογή τέτοιων αντιλαϊκών σχεδιασμών, να μην παγιδεύεται στα παραπλανητικά συνθήματα περί «εθνικής ομοψυχίας» και «εθνικής οικονομικής ανασυγκρότησης». Να μπορεί να διαμορφώνει τις προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν στην εργατική εξουσία, στον κρατικό σχεδιασμό και την οικονομική ανάπτυξη από τους εργαζόμενους και για τους εργαζόμενους, τη λαϊκή πλειοψηφία.
Με αυτό το σκοπό και με αφορμή τα 60 χρόνια από την εξαγγελία του «Σχεδίου Marschall», ακολουθεί η σχετική ιστορική προσέγγιση.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΜΑΡΣΑΛΛ

Η κατευθυντήρια γραμμή του «Σχεδίου Marschall» εκφωνήθηκε από τον στρατηγό και Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ George Marschall στις 5 Ιουνίου 1947. Αφορούσε το διακανονισμό προμήθειας από τις δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες αμερικανικών εμπορευμάτων, αναγκαίων για την ανασυγκρότησή τους (οικονομική και στρατιωτική) σε χρονική περίοδο έλλειψης δολλαρίων για την αγορά τους. Ο Marschall υποστήριζε ότι: «Κύριοι, δεν είναι ανάγκη να σας το πω. Η παγκόσμια κατάσταση είναι πάρα πολύ σοβαρή, κρίσιμη θα έλεγα. […] Η Ευρώπη βρίσκεται σε τραγική οικονομική και ψυχολογική κατάσταση. […] Στο έδαφός της παρατηρείται πλήρης ρήξη των συναλλαγών, ελλείψει υποδομών και εμπιστοσύνης. […] Οι αγρότες αδυνατούν να ανταλλάξουν τα προϊόντα που παράγουν με τους κατοίκους των πόλεων. Ετσι αυτή η κατανομή της εργασίας, η οποία αποτελεί τη βάση του σύγχρονου πολιτισμού, απειλείται με πλήρη κατάρρευση. Από την άλλη μεριά στην Ευρώπη δεν υπάρχει χρήμα. […] Συνεπώς οι Ευρωπαίοι αδυνατούν να αγοράσουν από το εξωτερικό, και ιδιαιτέρως από την Αμερική, είδη πρώτης ανάγκης, κυρίως διατροφής, τα οποία τους είναι απαραίτητα. […] Είναι λοιπόν καθήκον της πλούσιας σε κεφάλαια Αμερικής να συμβάλει στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης. Διότι έτσι θα προστατεύσει και μια μορφή πολιτισμού που μας είναι κοινή»[4].
Ακολούθησε στις 12 Ιουλίου 1947 η ειδική διάσκεψη (συγκλήθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία) του Παρισιού, στην οποία πήραν μέρος 16 ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Στη διάσκεψη ιδρύθηκε η Επιτροπή Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, που αργότερα εξελίχθηκε σε μόνιμο οργανισμό με την επωνυμία Οργανισμός Οικονομικής Ευρωπαϊκής Συνεργασίας (OEEC). Το Μάρτιο του 1948 ψηφίστηκε στις ΗΠΑ ο νόμος Περί εξωτερικής βοήθειας, ο οποίος προέβλεπε 4ετές πρόγραμμα βοήθειας προς τις παραπάνω Ευρωπαϊκές χώρες. Για τη διαχείριση του προγράμματος ιδρύθηκε η Διοίκηση Οικονομικής Συνεργασίας - ΔΟΣ (Economic Cooperation Administration - ECA). Επικεφαλής της ΔΟΣ διορίστηκε ο Paul Hoffman, ο οποίος προσδιόρισε την ουσία του «Σχεδίου Marschall» ως εξής: Το έργο μας είναι η αποκατάσταση. Το μυστικό της ανόρθωσης της Ευρώπης είναι αυτό τούτο το μυστικό της οικονομικής υγείας των ΗΠΑ, δηλαδή η αύξηση της παραγωγής, γεωργικής και βιομηχανικής, με την αύξηση της παραγωγικότητας κάθε ατόμου.
Στις 16 Οκτωβρίου 1948 υπογράφτηκε από όλα τα κράτη μέλη της Οικονομικής Ευρωπαϊκής Συνεργασίας η Συμφωνία πληρωμών και συμψηφισμών (είχε ξεκινήσει από το 1947). Βάσει του «Σχεδίου Marschall», το σύστημα των πολυμερών συμψηφισμών επεκτεινόταν και στο δολάριο. Η «αμερικανική βοήθεια» προς τις χώρες της Ευρώπης θα χωριζόταν σε δυο τμήματα: την άμεση και την έμμεση βοήθεια. Η άμεση βοήθεια θα δινόταν σε δολάρια που θα χρησίμευαν για την αγορά προϊόντων, κατ’ αρχήν από την περιοχή του δολαρίου. Η έμμεση βοήθεια ήταν τα λεγόμενα τραβηκτικά δικαιώματα ή δικαιώματα αναλήψεως (drawing rights), που θα χρησιμοποιούνταν για τις ανταλλαγές προϊόντων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών που μετείχαν στο Σχέδιο. Η έμμεση βοήθεια προϋπέθετε ότι τα ευρωπαϊκά κράτη θα υπέγραφαν μεταξύ τους διμερείς συμφωνίες που θα καθόριζαν ποια είδη εμπορευμάτων θα εισάγονταν και θα εξάγονταν ανάμεσα στα συμβαλλόμενα κράτη. Το έλλειμμα των ανταλλαγών τακτοποιόταν με τα δικαιώματα αναλήψεως. Ετσι η έμμεση βοήθεια χρησίμευε για να καλύπτονται τα παθητικά υπόλοιπα των εμπορικών ισοζυγίων των διαφόρων χωρών προς τις άλλες χώρες του προγράμματος ευρωπαϊκής οικονομικής συνεργασίας, ενώ η άμεση βοήθεια προοριζόταν για την αντιμετώπιση της έλλειψης δολλαρίων.
Κατά το οικονομικό έτος 1951-52, κατά τη διάρκεια του αμερικανικού ιμπεριαλιστικού πολέμου εναντίον της Κορέας, αναπροσαρμόστηκαν οι στόχοι της «αμερικανικής βοήθειας» στην Ευρώπη, με σχεδόν αποκλειστικό στόχο το στρατιωτικό τομέα[5].
Εκείνη την περίοδο υπήρξε αποκαλυπτική, ως προς τους στόχους του «Σχεδίου Marschall», η τοποθέτηση του τότε καθηγητή Αγγελου Αγγελόπουλου[6]:
«Οι βαθύτεροι λόγοι της βοήθειας αυτής είναι οικονομικοί. Είναι η διατήρηση του σημερινού επιπέδου της απασχολήσεως, είναι η επέκταση της οικονομικής ισχύος της Αμερικής, είναι η αποφυγή της οικονομικής κρίσεως. Υπό τις σημερινές συνθήκες η αμερικανική βοήθεια για την Ευρώπη αποτελεί ζωτική ανάγκη για την αμερικανική οικονομία. Δίχως αυτήν η οικονομική κρίση είναι αναπόφευκτη... Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Αμερική προέρχεται σήμερα από το ενδεχόμενο σταμάτημα των εξαγωγών της προς την Ευρώπη». Στη συνέχεια, αναφερόμενος στους πολιτικούς λόγους της αμερικανικής βοήθειας προς την Ευρώπη, αναφέρει το φόβο των ΗΠΑ για εξάπλωση του κομμουνισμού στην Ευρώπη.
Αξιοσημείωτη είναι και η μεταγενέστερη εκτίμηση του Γ. Μίρκου, επίτιμου διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας:
«Το Σχέδιο (Marschall) από πλευράς «στόχων» και «τεχνικής λειτουργίας» ήταν τέλειο. Κατ’ αρχήν λειτουργούσε με ενιαίο τρόπο και κάλυπτε τρεις στόχους. Βοηθούσε σημαντικά την οικονομία των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα προωθούσε προς την ανασυγκρότηση την ευρωπαϊκή οικονομία. Πάνω σ’ αυτή την οικονομική ανάπτυξη του Δυτικού Κόσμου στήριζαν οι ΗΠΑ την εξωτερική, κυρίως αντικομμουνιστική, πολιτική τους. Η Ελλάδα τοποθετούμενη στον ευαίσθητο γεωπολιτικό χώρο της αμυντικής γραμμής των Δυτικών επωφελήθηκε αναμφισβήτητα από την οικονομική βοήθεια του Σχεδίου, άσχετα αν δεν αξιοποίησε πλήρως τη βοήθεια που έλαβε»[7].

ΤΑ ΚΟΝΔΥΛΙΑ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΜΑΡΣΑΛΛ ΣΤΗΝ ΑΛΥΣΙΔΑ
ΤΗΣ «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Το τετραετές «Σχέδιο Marschall» (Απρίλιος του 1948 - Απρίλιος του 1952) για την Ελλάδα παρατάθηκε περιορισμένα και για το οικονομικό έτος 1952-53. Του «Σχεδίου Marschall» είχε προηγηθεί το πρόγραμμα του «Δόγματος Truman», ενώ πιστώσεις των ΗΠΑ προς την Ελλάδα συνεχίστηκαν σε όλη τη δεκαετία του 1950, κυρίως μέσω του προγράμματος του Οργανισμού Αμοιβαίας Ασφάλειας (Mutual Security Agency - MSA), το οποίο ήταν προσανατολισμένο σε στρατιωτικές δαπάνες. Το σύνολο των κεφαλαίων που εισέρευσαν, είτε με τη μορφή της δωρεάν οικονομικής βοήθειας είτε με τη μορφή των πιστώσεων, ήταν πολύ μεγάλο ακόμα και αναλογικά προς το ύψος του συνολικού αμερικανικού προγράμματος για τα ευρωπαϊκά κράτη.
Σύμφωνα με υπολογισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος, για τα έτη 1948-1953, η συνολική βοήθεια προς την Ευρώπη ανήλθε σε 13.404 εκατ. δολάρια, η βοήθεια προς την Ελλάδα σε 946.4 εκατ. δολάρια, ποσοστό 7,1% της συνολικής[8].
Η διασταύρωση στοιχείων από διαφορετικές πηγές ξεφεύγει από τις δυνατότητες του παρόντος άρθρου. Παρατίθεται η εξέλιξη των κονδυλίων κατά τη δεκαετία του 1950 με βάση υπολογισμούς επίσημων πηγών:
Στις δηλώσεις του Πιουριφόυ, πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ελλάδα, στις 22 Δεκεμβρίου του 1951, δίνονται τα εξής στοιχεία:
 «Αι προς αυτήν δοθείσαι εγκριτικαί άδειαι αγορών, βάσει του “Σχεδίου Marschall” και μόνον, υπερέβησαν τα 515.000.000 δολάρια. Το ποσόν τούτο προστιθέμενον εις τα άλλα ήδη βοηθείας, περιλαμβανομένης και της βοηθείας της AMAG, της UNRRA καθώς και της βοηθείας δια στρατιωτικάς δαπάνας, αναβιβάζει το σύνολον εξωτερικής βοήθειας που παρεσχέθη εις την Ελλάδα από του τέλους του Β΄ παγκοσμίου πολέμου εις πλέον των 2.000.000.000 δολλαρίων». Κατατάσσει δε την Ελλάδα στην έβδομη θέση στον πίνακα των δεκαεπτά χωρών της Διοίκησης Οικονομικής Συνεργασίας (ΔΟΣ) που έλαβαν από τις ΗΠΑ βοήθεια μέσω του “Σχεδίου Marschall”» [9].
Ο καθηγητής Κ. Δρακάτος υπολογίζει τη συνολική «αμερικανική βοήθεια προς την Ελλάδα (χωρίς δάνεια)»[10] για την περίοδο 1944-1953 σε 1.176,2 εκατ. δολλάρια, ποσοστό 8,4% του ΑΕΠ.
Η Τράπεζα της Ελλάδος[11] δίνει τον εξής αναλυτικό υπολογισμό της συνολικής αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα (εκτός της στρατιωτικής βοήθειας) για τα έτη 1944-1953 (Πίνακας 1).



ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
(σε εκατομμύρια δολάρια)

Οκτ. 1944 - Ιουν. 1947

1947 – 48
1948 - 49
1949 - 50
1950 - 51
1951 – 52
1952 - 53
ΣΥΝΟΛΟ
Οικονομική βοήθεια και βοήθεια περιθάλψεως Δόγματος Truman (AMAG)

---

112,6

6,5

---

---

---

---

119,1
Μεταουνρική βοήθεια (post - UNRRA)
28,8
---
---
---
---
---
---
28,8
Βοήθεια αμερικανικών φιλανθρωπικών οργανώσεων

6,0

1,0

2,4

2,8

1,0

0,3

---

13,5
Σχεδίου Marshall (ECA) και MSA
---
---
212,8
263,6
206,8
182,0
81,2
946,4
Ειδική βοήθεια σε δάνεια
Δάνειο πλεονάζοντος συμμαχικού υλικού

22,3

22,4

9,1

---

---

---

---

53,8
Δάνειο της Exprot-Import Bank
6,0
6,6
2,0
---
---
---
---
14,6









Σύνολο
63,1
142,6
232,8
266,4
207,8
182,3
81,2
1.176,2

Στα παραπάνω ποσά δεν περιλαμβάνεται η καθαρά στρατιωτική βοήθεια (πολεμικό υλικό και είδη συντήρησης του στρατού, τα λεγόμενα «κοινόχρηστα είδη εξωτερικού»). Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, η βοήθεια της κατηγορίας αυτής από την απελευθέρωση ως τα μέσα του 1951 έφτανε συνολικά τα 500 εκατ. δολάρια. Ενώ για την περίοδο 1944-1962 υπολογίζεται ότι το ύψος της έφτασε τα 1.600,5 εκατ. δολάρια[12].
Ο Φ. Μεταλληνός[13], στηριζόμενος σε στοιχεία του απολογισμού της ΔΟΣ, που εκδόθηκε μετά το πέρας του «Σχεδίου Marschall», δίνει τα εξής:
 «Ο απολογισμός της ΔΟΣ ανεβάζει το σύνολο της στρατιωτικής βοήθειας στην Ελλάδα από τον Οκτώβριο του 1944 μέχρι το Δεκέμβριο του 1951 (προ και κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του Σχεδίου Marshall) στο συνολικό ποσό των 559,4 εκατ. δολαρίων. Το συνολικό ύψος της αμερικανικής βοήθειας στο ίδιο χρονικό διάστημα ανέρχεται σε 1.922.700.000 δολάρια, που με την προσθήκη της άμεσης στρατιωτικής βοήθειας (Ιούλιος 1950-Δεκέμβριος 1951) ξεπερνά τα 2 δισ. δολάρια. Εξ αυτών, το συνολικό ύψος της στρατιωτικής βοήθειας από αμερικανικές και άλλες πηγές υπολογίζεται σε 711,4 εκατ. δολάρια. Εξ αυτών, τα 559,4 εκατ. δολάρια (το λιγότερο και ελλείψει ακριβών στοιχείων) διετέθησαν από τις ΗΠΑ».
Το περιοδικό «Νέα Οικονομία»[14], στηριζόμενο σε στοιχεία του οργάνου της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών «Αμερικανική Επιθεώρηση», δίνει τον παρακάτω υπολογισμό (Πίνακας 2).

ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
συμπεριλαμβανομένου και του 1957 (σε εκατομμύρια δολάρια)

Α. Βοήθεια υπό μορφήν δωρεών
1. Οικονομική βοήθεια

Αμερικανικές συνεισφορές στην UNRRA
349,6
Νόμος 15 - AMAG (Δόγμα Τρούμαν)
119,1
Ενδοευρωπαϊκό Εμπόριο
206,2
Ευρωπαϊκή Ενωση πληρωμών
267,7
Βοήθεια σε είδη 1948-51 (ECA/FOA/MSA/ICA)
694,5
Νόμος 480

Κεφ. I
 19,7
Κεφ. II
   1,1
Κεφ. III
 41,7
Τεχνική βοήθεια
   9,9
Βοήθεια Οργανώσεων Περιθάλψεως
 13,5

_________ 1723,0
Β. Βοήθεια υπό μορφήν δανείων
Κονδύλια ICA (Νομ. 665 Παρ. 402)
35,0
Νόμος 480 (Κεφ. I)
26,5
Δάνεια (Ιδιοκτησία πολεμικών πλεονασμάτων και Τραπέζης Εισαγωγών - Εξαγωγών)

68,4

_________   129,9
2. Στρατιωτική βοήθεια (περιλαμβάνει και αγορές από το εξωτερικό)

 1.125,0

____________________
Γενικό σύνολο
 2.977,9

Στην πρόσφατη συνέντευξή[15]  του, ο επιτελάρχης των ΗΠΑ Τζέιμς Γουόρεν αναφέρει ότι τα ποσά του «Σχεδίου Marschall» για την Ελλάδα προσαρμοσμένα σε σημερινές τιμές ήταν ύψους 20 δισ. δολαρίων (από τα 130 δισ. δολάρια που αφορούσαν συνολικά τα 16 κράτη της Ευρώπης).
Η αστική τάξη της Ελλάδας αρχικά στήριξε υπέρ του δέοντος τις ελπίδες της σε αυτά τα κονδύλια για την αναβάθμιση της καπιταλιστικής Ελλάδας στην καπιταλιστική Ευρώπη.
Τμήμα των αστικών δυνάμεων θεωρούσε ότι η εκβιομηχάνιση στην Ελλάδα ήταν δυνατή μέσω του ξένου κεφαλαίου, με πλέον χαρακτηριστικό εκπρόσωπό του τον Ξ. Ζολώτα, ο οποίος θεωρούσε ως «ΜΟΝΑΔΙΚΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑΝ» (το «Σχέδιο Marschall») για να γίνει η Ελλάδα βιώσιμος[16].

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΕΚΒΑΣΗΣ
ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΜΑΡΣΑΛΛ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Από το χειμώνα του 1950 οι ΗΠΑ προχώρησαν σε αναθεώρηση του «Σχεδίου Marschall». Η αμερικανική πολιτική προσανατολίστηκε στην περικοπή της οικονομικής και στην ενίσχυση της στρατιωτικής βοήθειας, στο λεγόμενο Πρόγραμμα Κοινής Ασφάλειας (λόγω της επέμβασης στην Κορέα και του γενικότερου προσανατολισμού για προσεταιρισμό κρατών της Ασίας, της Μέσης Ανατολής και Β. Αφρικής). Και ενώ στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη που συμμετείχαν στο Πρόγραμμα «Σχεδίου Marschall» ουσιαστικά είχε επιτευχθεί η μεταπολεμική βιομηχανική ανασυγκρότηση, στην Ελλάδα η άρχουσα τάξη έδινε τη μάχη για τη διατήρηση της εξουσίας της που κινδύνευε από την πάλη του ΔΣΕ. Το όποιο πρόγραμμα εκβιομηχάνισης δεν πραγματοποιήθηκε, όχι μόνο μέχρι το 1950, αλλά και μετά την ήττα του ΔΣΕ, και το 1953, μετά τη λήξη του «Σχεδίου Marschall», το οποίο παρατάθηκε στην Ελλάδα, αν και μειωμένο από το αρχικό.
Η αναγγελία της απότομης μεγάλης περικοπής της «αμερικανικής βοήθειας» για το οικονομικό έτος 1952-1953 (από 182 εκατ. δολάρια το προηγούμενο έτος, σε 81,2 εκατ. δολάρια)[17] προκάλεσε έντονη συζήτηση και αντιπαράθεση στους αστικούς κύκλους ως προς την εξέλιξη της συμβολής αυτών των εισροών στην οικονομική ανασυγκρότηση και την εκβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας.
Η απότομη περικοπή των αμερικανικών κονδυλίων οδήγησε σε μεγάλη περικοπή των δημοσίων επενδύσεων και περιορισμό της πιστοδότησης των ιδιωτικών, αφού δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμη μηχανισμοί και δεν είχε προωθηθεί πολιτική ταχείας εσωτερικής συσσώρευσης. Σε αυτές τις συνθήκες οξύνθηκε η συζήτηση ακόμη και η αστική διαπάλη για το ρόλο της αμερικανικής οικονομικής και πολιτικής παρέμβασης στην Ελλάδα, τη θετική ή αρνητική επίδρασή της στην πορεία εκβιομηχάνισής της.
Σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, το 62% των εγκριθέντων βιομηχανικών δανείων που διατέθηκαν κατά την τριετία 1948-1950 του «Σχεδίου Marschall» αφορούσε μικρές βιομηχανίες, με ελληνικά βεβαίως κριτήρια[18]. Μόλις την τελευταία χρονιά πραγματοποιήθηκαν κάποιες επενδύσεις στην ηλεκτρική ενέργεια και στη βιομηχανία, πολύ πίσω από τους σχεδιασμούς του τετραετούς προγράμματος (1948-1952) για τη δημιουργία βιομηχανικών μονάδων που θα συμβάλλανε στην εκβιομηχάνιση.
Στη διετία περικοπής έως και τη λήξη του «Σχεδίου Marschall» για την Ελλάδα, γινόταν όλο και πιο αυστηρή από τους αξιωματούχους των ΗΠΑ η επιβολή όρων και η επιτήρηση χρήσης της αμερικανικής βοήθειας, ενώ εντεινόταν η θεωρητική και πολιτική διαμάχη για τις αιτίες καθυστέρησης της βιομηχανικής ανάπτυξης.
Οξύνθηκε η συζήτηση για τα αίτια της καθυστέρησης του προγράμματος ανασυγκρότησης. Η άμεση ανάμιξη των αξιωματούχων των ΗΠΑ -συμβούλων, εμπειρογνωμόνων, επιτηρητών- στα οικονομικά επιτελεία τροφοδοτούσε το γενικό κλίμα απόδοσης άμεσων πολιτικών ευθυνών στις ΗΠΑ για την πορεία ανασυγκρότησης στην Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα η κατάσταση ήταν πιο σύνθετη. Οσον αφορούσε το σκέλος της «βοήθειας» για την οικονομική ανασυγκρότηση, αρχικά οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ εμφανίστηκαν υπέρ του προσανατολισμού τους προς επενδυτικά έργα αναπτυξιακής υποδομής και λιγότερο σε έργα οικισμού - στέγασης και βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης. Στη συνέχεια, ιδίως από το 1950 και ύστερα, η Αμερικανική Αποστολή που χειριζόταν τη βοήθεια του «Σχεδίου Marschall» (ECA) φρόντιζε να διατηρεί αδιάθετο μεγάλο μέρος των δραχμών της βοήθειας. Ετσι, δε μεταφέρονταν στον προϋπολογισμό σημαντικά ποσά από τις δραχμές αυτές. Το αδιάθετο ποσό προοριζόταν σε σημαντική έκταση για να καλύψει μελλοντικά το άνοιγμα των λογαριασμών του Δημοσίου στην Τράπεζα της Ελλάδας και να αποφευχθεί η πληθωριστική έκδοση χαρτονομίσματος[19].
Διακεκριμένοι Ελληνες αστοί οικονομολόγοι άσκησαν δριμύτατη κριτική στον τρόπο χρησιμοποίησης της αμερικανικής βοήθειας.
Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Ξ. Ζολώτα: «...Πλησιάζομεν τα δυο έτη από τότε που ήρχισεν η Αμερικανική βοήθεια βάσει του δόγματος Τρούμαν και συνεχίσθη βάσει του «Σχεδίου Marschall». Πώς είναι ο απολογισμός της περιόδου αυτής ως προς την Ανασυγκρότησιν; Πενιχρότατος. [...] ΠΡΩΤΟΝ. Το προβλεφθέν ποσόν δραχμών δια την κάλυψιν των επιτοπίων εξόδων Ανασυγκροτήσεως αποδεκατίζεται λόγω της προϊούσης αυξήσεως του ελλείμματος του Προϋπολογισμού, οφειλομένης εις την επέκτασιν των στρατιωτικών και προσφυγικών δαπανών. [...] ΤΡΙΤΟΝ. Ανηγγέλθη ότι γίνεται σκέψις το ήμισυ περίπου της εις δολλάρια πιστώσεως δια την προμήθεια κεφαλαιουχικών αγαθών θα διατεθή δια την αγοράν καταναλωτικών ειδών, ίνα εκ του προϊόντος των καλυφθή αντίστοιχον έλλειμμα του Προϋπολογισμού. [...] Εκ παραλλήλου τα δολλάρια Ανασυγκροτήσεως επ’ ουδενί λόγω πρέπει να επιτραπή να διατίθενται δι’ άλλους σκοπούς -ως κάλυψιν ελλειμμάτων του Προϋπολογισμού- εκτός από την Ανασυγκρότησιν. Τα δολλάρια αυτά αποτελούν το κεφάλαιον βιωσιμότητος της Ελλάδος και πρέπει να τα διαφυλάξωμεν ως κόρην οφθαλμού»[20].
Σύμφωνα με παρατηρήσεις οικονομολόγων, όπως οι καθηγητές Ξ. Ζολώτας και Αγ. Αγγελόπουλος, το κυβερνητικό σχέδιο βιομηχανικής ανασυγκρότησης δε στηρίχτηκε σε αναλόγων απαιτήσεων τεχνικό κρατικό πρόγραμμα και λειτουργικές προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί η κύρια επιδίωξη του προγράμματος ανασυγκρότησης, δηλαδή η δημιουργία των βασικών βιομηχανιών που προέβλεπε.
Η σύνταξη του περιοδικού «Νέα Οικονομία» (ιδρυτής Αγγ. Αγγελόπουλος) υποστήριζε ότι «στην πραγματικότητα το κριτήριο που επικράτησε κατά τα πρώτα χρόνια κατά την επιλογή των έργων ήταν η μεγαλύτερη ευκολία πραγματοποίησης, που στην ουσία σήμαινε να δαπανάται η βοήθεια οπωσδήποτε για να μην μείνει αχρησιμοποίητη»[21]. Χαρακτήριζε δε την οικονομική άνθηση των τριών πρώτων χρόνων του «Σχεδίου Marschall» (που βελτίωνε προσωρινά την κατάσταση από την άποψη της απασχόλησης, χωρίς όμως να συμβάλλει ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη) ως προϊόν μιας σπατάλης πόρων, από την οποία επωφελήθηκαν ορισμένες τάξεις και όχι η εθνική οικονομία ως σύνολο.
Αλλά και αστοί οικονομολόγοι μεταγενέστερης περιόδου είχαν κριτική τοποθέτηση για τον τρόπο αξιοποίησης του «Σχεδίου Marschall».
Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε έκδοσή της αφιερωμένη στα πενήντα χρόνια της, αναφέρει: «Η ξένη βοήθεια που δόθηκε στην Ελλάδα ήταν, όπως δείχνουν οι παραπάνω αριθμοί, σημαντική. Στη διαδικασία όμως παραλαβής των εφοδίων που χορηγήθηκαν και της διαχειρίσεώς τους από τον κρατικό μηχανισμό, σημειώθηκαν σοβαρές αδυναμίες που δεν επέτρεψαν πλήρη αξιοποίηση της βοήθειας. Μεγάλα αποθέματα εφοδίων έμειναν αχρησιμοποίητα στις αποθήκες για πολύν καιρό και έπαθαν σημαντικές φθορές. Εξάλλου και τα αγαθά που διατέθηκαν στον πληθυσμό, επιβαρύνθηκαν με σχετικά υψηλά έξοδα διαχειρίσεως και διακινήσεως, με αποτέλεσμα τα καθαρά έσοδα του προϋπολογισμού από την πώληση των ειδών αυτών να μην είναι τόσο σημαντικά» [22].
Ο Γεώργιος Μίρκος, επίτιμος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, αναφέρει ότι η Ελλάδα τοποθετούμενη στον ευαίσθητο γεωπολιτικό χώρο της αμυντικής γραμμής των Δυτικών επωφελήθηκε αναμφισβήτητα από την οικονομική βοήθεια του «Σχεδίου Marschall», άσχετα αν δεν αξιοποίησε πλήρως τη βοήθεια που έλαβε.[23]
Σημειώνουμε ακόμη ότι, κατά τα δυο πρώτα χρόνια του «Σχεδίου Marschall» (1948-1949) και από την αδυναμία του αστικού «Εθνικού Στρατού» να αντιμετωπίσει νικηφόρα το «Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας» (ΔΣΕ), οι ελληνικές κυβερνήσεις προσανατολίζονταν όλο και περισσότερο στις δαπάνες για αύξηση της «οροφής» του στρατεύματος, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις έως και αντιρρήσεις των ΗΠΑ.[24]
Στα ελληνικά κυβερνητικά επιτελεία αλλά και στις ΗΠΑ υπήρχε έντονη ανησυχία για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί η νομισματική σταθεροποίηση μέχρι το 1952, παρά τα αλλεπάλληλα μέτρα και την αμερικανική βοήθεια. Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού και της μεγάλης κερδοσκοπίας για τα λαϊκά στρώματα (μισθωτούς και αγρότες) ήταν τόσο μεγάλες που προκαλούσαν ανησυχία σε τμήμα των αστικών πολιτικών δυνάμεων για την προοπτική επίτευξης οικονομικής και πολιτικής σταθεροποίησης.
Σε αυτό το έδαφος αναπτύχθηκε η αστική θεωρητική και πολιτική διαμάχη για τις αναλογίες μεταξύ σταθεροποίησης και ανάπτυξης, γεωργίας και βιομηχανίας, εκσυγχρονισμού και επέκτασης παλαιών βιομηχανικών μονάδων και δημιουργίας νέων μονάδων, παραδοσιακών κλάδων της μεταποίησης και νέων βιομηχανικών κλάδων με αξιοποίηση εγχώριων πρώτων υλών κλπ.
Η διαπάλη οξύνθηκε με την Εκθεση[25] που υπέβαλε ο καθηγητής (και τέως διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος) Κυριάκος Βαρβαρέσος στην κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα, στις αρχές του 1952.
Ο Κ. Βαρβαρέσος τάχθηκε με άκρα επιφύλαξη «εις την χρηματοδότησιν νέων επενδύσεων εις την βιομηχανίαν». Τάχθηκε υπέρ της ανάγκης να υποβληθεί κάθε πρόταση και κάθε σχέδιο σε ενδελεχή και εξονυχιστική έρευνα.
Η άποψή του για το πρόγραμμα βιομηχανικής ανάπτυξης έτεινε προς τον αποκλεισμό της κρατικής παρέμβασης για την παραγωγή αλουμινίου, αζώτου ή σιδήρου, παρά την ύπαρξη ορυκτού και εργατικού δυναμικού, γιατί θεωρούσε ότι η στενότητα της εσωτερικής αγοράς, θα καθιστούσε μη συμφέρουσα οικονομικώς την παραγωγή. Ακόμα υποστήριξε ότι το κράτος έπρεπε να προσανατολιστεί στην αποκατάσταση της νομισματικής και οικονομικής σταθερότητας και να αφήσει στο ιδιωτικό κεφάλαιο την εκδήλωση ενδιαφέροντος για ανάλογες βιομηχανίες. Θεωρούσε ότι η ανάπτυξη της γεωργίας έπρεπε να αποτελέσει την κύρια επιδίωξη ενός προγράμματος ανασυγκρότησης. Ακόμα προέτρεπε στη χρηματοδότηση ανταγωνιστικών επιχειρήσεων βιομηχανικής παραγωγής ειδών ευρείας κατανάλωσης, επιχειρήσεων που θα συμμετείχαν δι’ ιδίων κεφαλαίων στην αύξηση της παραγωγής τους, υπέρ φορολογικών διευκολύνσεων σε βιομηχανίες των οποίων θα κρινόταν συμφέρουσα η ίδρυση.
Η Εκθεση συνάντησε έντονη κριτική[26] και σε ορισμένες περιπτώσεις χαρακτηρίστηκε και ως παρέμβαση των ΗΠΑ.
Μια προσεκτική μελέτη της Εκθεσης του Κ. Βαρβαρέσου και των προηγούμενων προτάσεών του, αποφορτισμένη από το κλίμα της πολιτικής αντιπαράθεσης της εποχής, δίνει τη δυνατότητα να κατανοηθεί καλύτερα το σκεπτικό, η αφετηρία των προτάσεων του συγγραφέα της, αλλά και της αστικής αντιπαράθεσης εκείνης της εποχής.
Ο Κ. Βαρβαρέσος, ως αστός οικονομολόγος, έδινε προτεραιότητα στο στόχο της σταθεροποίησης έναντι εκείνου της βιομηχανικής ανάπτυξης, θεωρώντας την πρωταρχικής σημασίας για την πραγματοποίηση οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας. Το ιστορικό πλαίσιο το οποίο κυριαρχούσε στον προβληματισμό του ήταν η βαθιά νομισματική κρίση που υπήρχε από την Κατοχή και η εξαθλίωση μεγάλου μέρους του αγροτικού πληθυσμού. Η νομισματική ισορροπία δεν είχε πραγματοποιηθεί ούτε με την εισαγωγή της τότε «νέας δραχμής» επί κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η οποία τελικά έχασε τα δυο τρίτα (2/3) της ισοδυναμίας της έναντι της αγγλικής λίρας σε διάστημα έξη μηνών.
Ο Κ. Βαρβαρέσος πίστευε ότι ο έλεγχος της κατάστασης, η πραγματοποίηση οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, μπορούσε να επιτευχθεί μεσοπρόθεσμα μόνο με ενίσχυση της γεωργικής και οικοδομικής παραγωγής και με την πάταξη της παράνομης κερδοσκοπίας και της δημοσιονομικής ελλειμματικότητας. Θεωρούσε ως πηγή της νομισματικής ανισορροπίας (πληθωρισμός, μαύρη αγορά) την ανισορροπία μεταξύ Δημοσιονομικής - Πιστωτικής - Τιμολογιακής πολιτικής, που οδηγούσε σε μεγάλα δημόσια ελλείμματα, φοροδιαφυγή και αισχροκέρδεια. Και από αυτή την οπτική, ο δηλωμένος αντικομμουνιστής, έκανε κριτική τόσο στην πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, όσο και στη βρετανική παρέμβαση, ότι όξυναν τις κοινωνικές αντιθέσεις. Στην ίδια κατεύθυνση άσκησε κριτική και στην αμερικανική παρέμβαση (στην έκθεση Πόρτερ)[27]. Αυτή τη λογική υπηρετούσαν οι προτάσεις του για φορολόγηση αυτών που πλούτισαν στη διάρκεια της Κατοχής, οι προτάσεις του για αποτελεσματικότερη διανομή της βοήθειας της UNRA, για επαναφορά των διατιμήσεων, για σταθερότητα μισθών-ημερομισθίων[28]. Οι προσεγγίσεις του στις αρχές του 1952 ήταν συνεπείς με τις προσεγγίσεις του σε όλη την περίοδο μετά την απελευθέρωση και στο σύντομο διάστημα που διετέλεσε υπουργός Εφοδιασμού.
Ο Βαρβαρέσος είχε στενούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, όπως και με το Ην. Βασίλειο, οι οποίοι ενισχύθηκαν όντας αντιπρόσωπος της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς. Κατοικούσε μόνιμα στις ΗΠΑ, όταν η κυβέρνηση Πλαστήρα του ζήτησε Εκθεση επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδας. Ο ίδιος υπήρξε πηγή πληροφοριών των ΗΠΑ σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και στήριγμά τους, όχι όμως με τη λογική της «εθνικής μειοδοσίας». Είχε ιστορικό διαπραγμάτευσης των «ελληνικών» συμφερόντων στις διεθνείς οικονομικές ενώσεις, όπως στην UNRA και τη Διεθνή Τράπεζα.
Η Εκθεση Βαρβαρέσου πυροδότησε την αντίληψη για τις πρωταρχικές ευθύνες του ξένου παράγοντα στη βιομηχανική καθυστέρηση της Ελλάδας. Η Εκθεση Βαρβαρέσου δέχθηκε ισχυρή κριτική από τμήμα των αστικών δυνάμεων, μεταξύ των οποίων και ο Χρ. Ευελπίδης, ο οποίος διετέλεσε υπουργός:
«Φρονώ ότι αι βασικαί βιομηχανίαι μόνον ως εθνικά παραγωγικά μονοπώλια δύνανται να λειτουργήσουν επωφελώς δια το κοινωνικόν σύνολον. Τα ιδιωτικά μονοπώλια, εκφεύγοντα τον κοινωνικόν έλεγχον και χρησιμοποιούντα δυναμικάς μεθόδους πραγματοποιήσεως κέρδους, αντίκεινται εις την οργανικής φύσιν και τον ρυθμόν της ελευθέρας οικονομίας. Αι δευτερεύουσαι βιομηχανίαι πρέπει να παραμείνουν εις ιδιωτικάς χείρας και να υποβοηθηθή η ανάπτυξίς των. Εν τούτοις έγινε μεγάλη διασπάθισις κεφαλαίων εις δάνεια προς ιδιωτικάς επιχειρήσεις άνευ ελέγχου και διετέθησαν ολίγα εις έργα κοινής ωφελείας ως τα εγγειοβελτιωτικά και τα υδροηλεκτρικά, που αποτελούν την βάσιν της αναπτύξεως της γεωργίας και της βιομηχανίας μας»[29].
Τελικά από τις απόψεις του Κ. Βαρβαρέσου υλοποιήθηκαν οι σχετικές με τη νομισματική μεταρρύθμιση.
Στην όλη αστική διαπάλη περιπλέχθηκαν οι αντιπαραθέσεις σε σχέση με το ρόλο της αστικής οικονομικής κρατικής παρέμβασης, την έκταση των κρατικών μονοπωλίων, τη διαπλοκή με το ξένο κεφάλαιο. Είναι χαρακτηριστική η άποψη του Ξ. Ζολώτα:
«Αυτή (σ.σ. η επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του κράτους) δεν αποτελεί φαινόμενο της πολεμικής και μεταπολεμικής περιόδου, καθ’ όσον είχε προηγηθή κατά πολλάς δεκαετηρίδας. Η διαφορά είναι ότι κατά την πολεμικήν περίοδον, εις τας χώρας της Δυτικής Ευρώπης, αυτή διηυρύνθη σημαντικώτατα και κατέκτησεν ορισμένους βασικούς τομείς της οικονομίας.
Προπολεμικώς η δημόσια επιχείρησις ήτο περιωρισμένη εις τους τομείς εκείνους ένθα αποκλείεται ή υφίσταται περιορισμένος ανταγωνισμός ή δεν επιδεικνύει ενδιαφέρον η ιδιωτική πρωτοβουλία ή είναι αναγκαία η παρουσία του Κράτους προς αποσόβησιν εκμεταλλεύσεως του κοινού. Μεταπολεμικώς όμως συνέβαλαν ουσιωδώς δυο περαιτέρω λόγοι εις την επέκτασιν της δημοσίας επιχειρήσεως: η μεγαλυτέρα επικράτησις των σοσιαλιστικών αντιλήψεων και ο οικονομικός σχεδιασμός.
Ούτω εις την Γαλλίαν, κυρίως από το 1944, εθνικοποιήθησαν αι μεγάλαι Τράπεζαι, αι ασφαλιστικαί Εταιρείαι, οι Σιδηρόδρομοι, αι μεγάλαι επιχειρήσεις ηλεκτρισμού και φωταερίου, η Air France, τα εργοστάσια Renault, τα ανθρακωρυχεία, τα εργοστάσια αεροπλάνων κλπ. Εξ άλλου εις την Μεγάλην Βρεταννίαν εθνικοποιήθησαν ο άνθραξ, αι μεταφοραί, η ηλεκτρική ενέργεια, αι τηλεπικοινωνίαι, η Κεντρική Τράπεζα και ο χάλυψ. Ανάλογα συνέβησαν και εις άλλας χώρας της Δυτικής Ευρώπης.
Βασικήν σημασίαν εις τας εθνικοποιήσεις αυτάς έχουν αι μεταφοραί, η ηλεκτρική ενέργεια, ο άνθραξ και ο χάλυψ. Η κατάκτησις των τομέων αυτών υπό της δημοσίας επιχειρήσεως δημιουργεί όλως ιδιάζουσαν θέσιν του Κράτους εις την οικονομίαν καθόσον τούτο γίνεται κυρίαρχον των οικονομικών κλάδων από τους οποίους εξαρτώνται οι λοιποί κλάδοι, οι ευρισκόμενοι εις τας χείρας ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ούτω το Κράτος δύναται να επηρεάση ισχυρώς την ιδιωτικήν οικονομίαν δια μέσου της πολιτικής των τιμών και κατανομών των προϊόντων και υπηρεσιών των δημοσίων επιχειρήσεων.
Πρέπει όμως να σημειωθή ότι ενώ δια των εθνικοποιήσεων αυτών αι Δυτικαί Οικονομίαι επραγματοποίησαν μέγα βήμα προς τον σοσιαλισμόν, εν τούτοις δεν επροχώρησαν περισσότερον προς αυτόν. Το αποτέλεσμα πάντως είναι ότι δια των βασικών αυτών εθνικοποιήσεων επήλθε ετέρα ουσιώδης αλλοίωσις της κεφαλαιοκρατίας, η οποία την απεμάκρυνε σοβαρά από την καθαράν μορφήν της».
Και κατέληγε:
«Εν τούτοις η μεγάλη διόγκωσις κατά το 1945 δεν είναι φυσιολογική, οφειλόμενη εις τας εκτάκτους πολεμικάς δαπάνας. Το αυτό εν μέρει δύναται να λεχθή και το δια το 1951 κατά το οποίον τα έξοδα δι’ εξοπλισμούς είχον διευρυνθή ουσιωδώς. [...] Η εξέλιξις όμως αυτή, μολονότι είναι σοσιαλιστικής φύσεως, μόνη δεν δύναται να οδηγήση εις πλήρη σοσιαλισμόν καθόσον υφίστανται όρια μη επιτρέποντα περαιτέρω πρόοδόν της. Τα όρια αυτά ευρίσκονται εις την ιδιωτικήν ιδιοκτησία των παραγωγικών μέσων και την ιδιωτικήν επιχείρησιν. Εφ’ όσον δεν καταργούνται πλήρως οι θεσμοί αυτοί, τα δε μεγάλα παραγωγικά μέσα εξακολουθούν να ευρίσκωνται εις χείρας ιδιωτών, αι δημόσιαι δαπάναι δεν είναι δυνατόν, υπό ομαλάς συνθήκας, να αυξηθούν εν σχέσει προς το εθνικόν εισόδημα εις ποσοστόν υπερβαίνον πολύ το σημερινόν. Μόνον εμπράκτως, εις περίπτωσιν πολέμου, θα ήτο δυνατόν να συμβή τούτο.
Αυτός είναι ο κύριος λόγος δια τον οποίον νεώτεροι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι «η αύξησις των δημοσίων δαπανών και η επέκτασις της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητος του Κράτους αποτελούν περισσότερον παράγοντα στερεώσεως της κεφαλαιοκρατίας παρά εκσοσιαλισμού της κοινωνίας»[30].
Βασικός εκπρόσωπος της άποψης περί Μεικτής Οικονομίας υπήρξε ο Αγγελος Αγγελόπουλος, ο οποίος αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1960, προέδρευε στην Ελληνική Εταιρεία Προγραμματισμού, η οποία διοργάνωσε δημόσιες συζητήσεις για τη σχέση του προγραμματισμού με την ελεύθερη οικονομία και τη δημοκρατία, τη σχέση της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας με την Κοινή Αγορά, καθώς και για τη διοικητική αναδιάρθρωση και τους φορείς οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Τότε ο Αγγ. Αγγελόπουλος υποστήριξε ότι:
«Ετσι, η πρώτη και κύρια συμβολή του Προγραμματισμού -και στο σημείο αυτό θα μου επιτραπεί να επιμείνω ιδιαίτερα- είναι η εξουδετέρωση των κινδύνων που προέρχονται από την αβεβαιότητα ως προς την μελλοντική πορεία της Αγοράς, που, υπό καθεστώς ελευθέρας οικονομίας, δημιουργεί δισταγμούς στον ιδιώτη επιχειρηματία και γίνεται πρόξενος των οικονομικών κρίσεων ή υφέσεων στη διαδρομή του οικονομικού κυκλώματος»[31].
Η εφαρμογή της κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα πέρασε μέσα από συμπληγάδες, γιατί τόσο οι φορείς του κρατικού οικονομικού σχεδιασμού όσο και το κρατικά συγκεντρωμένο κεφάλαιο διαμορφώνονταν με την άμεση παρέμβαση του ιμπεριαλιστικού συμμάχου, των ΗΠΑ. Ετσι, εντάθηκαν οι οικονομικοί προβληματισμοί και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις για τη σχέση της άμεσης κρατικής επενδυτικής παρέμβασης με το πρόβλημα της καθυστέρησης στην εκβιομηχάνιση και τη διαπλοκή του με τον ξένο παράγοντα[32].
Σε όλη αυτή τη συζήτηση εμπλέκονταν οπωσδήποτε οι επιτελείς των ΗΠΑ[33], αναλόγως με τα εκάστοτε συμφέροντα της εξωτερικής τους πολιτικής, από θέσεις ισχύος και συχνά χρησιμοποιώντας γλωσσικό ύφος και διοικητική στάση επικυρίαρχου, ιδιαίτερα κατά τα χρόνια της δωρεάν αμερικανικής οικονομικής βοηθείας και όσο ο κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα ήταν εξαρθρωμένος.
Η οξύτητα που εμφάνιζε η αντιπαράθεση τμήματος των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα με τις ΗΠΑ σε σχέση με το ζήτημα του προγράμματος εκβιομηχάνισης, συχνά ήταν η επιφάνεια συνολικότερων διπλωματικών και πολιτικών διαπραγματεύσεων, πιέσεων και ελιγμών[34]. Σε αυτές εμπλέκονταν και αντιθέσεις συμφερόντων μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ που σχετίζονταν με τη στάση των ΗΠΑ ως προς το Κυπριακό ζήτημα.
Από την άποψη των οικονομικών στόχων της αμερικανικής παρέμβασης δεν ήταν ο αποπροσανατολισμός από την εκβιομηχάνιση, αλλά η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των αμερικανικών εισροών με στόχο τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού στην Ελλάδα και τη στέρεη ενσωμάτωσή της στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή.
Με την πάροδο του χρόνου, με μια ορισμένη αποκατάσταση του κρατικού μηχανισμού στην Ελλάδα και υπό τις συνθήκες αναπροσαρμογών στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ (και τις συνέπειές τους στο ύψος των αμερικανικών κεφαλαίων που εισέρεαν στην Ελλάδα), αποκαταστάθηκε ο ρόλος των εγχώριων αστικών πολιτικών δυνάμεων στα κρατικά όργανα και ενισχύθηκαν οι υπέρ της εκβιομηχάνισης θέσεις.
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950 και κυρίως στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 διαμορφώθηκε ένα νέο θεσμικό δίκτυο άμεσης κρατικής οικονομικής παρέμβασης (Εθνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης, Τράπεζα Επενδύσεων, Εθνική Τράπεζα Επενδύσεων Βιομηχανικής Ανάπτυξης, Κέντρο Οικονομικών Ερευνών κλπ.). Στην ενθάρρυνση των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων και στην κρατική επιχορήγηση στηρίχθηκε η ίδρυση σειράς βιομηχανικών μονάδων (ζάχαρης, λιπασμάτων, αλουμινίου, σόδας, λιγνιτωρυχείων), στη βάση του Πενταετούς Προγράμματος Οικονομικής Ανάπτυξης 1960-1964.

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ

Το «Σχέδιο Marschall» ικανοποιούσε ταυτόχρονα δυο στόχους: την καπιταλιστική ανόρθωση της Δυτικής Ευρώπης και την αναπαραγωγή των αμερικανικών υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων. Για την Ελλάδα ειδικότερα εξυπηρετούσε την ασφαλέστερη ένταξή της στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό σύστημα και την αποτελεσματικότερη αξιοποίησή της στα στρατηγικά σχέδια των ΗΠΑ για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου.
Εκείνη την περίοδο, τόσο εκ μέρους των ΗΠΑ όσο και του σημαντικότερου τμήματος της αστικής τάξης στην Ελλάδα, το «Σχέδιο Marschall» προβλήθηκε ως σωτήριο μέσο για την «εθνική» οικονομία και ανάπτυξη της Ελλάδας, υπεράνω της ταξικής της διάρθρωσης και των εσωτερικών καπιταλιστικών αντιθέσεών της.
Το ΚΚΕ έγκαιρα αποκάλυψε τον ταξικό του χαρακτήρα. Εχοντας καταδικάσει έτσι και αλλιώς την επέμβαση των ΗΠΑ στην Ελλάδα, τοποθετήθηκε αρνητικά σε κάθε μορφή της λεγόμενης «αμερικάνικης οικονομικής βοήθειας», ξεκινώντας από το Δόγμα Τρούμαν.
Στην Απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στις 8 Ιουνίου 1947, αναφέρεται:
 «3. Με τη φοβερή τυμπανοκρουσία για την πλημμύρα των αμερικανικών δολαρίων ίσως σε ορισμένα μεσαία στρώματα να γεννήθηκαν ελπίδες για κάποια οικονομική αναζωογόνηση. Η σκληρή πραγματικότητα πολύ γρήγορα σκότωσε τις ελπίδες αυτές. Η αμερικανική «βοήθεια» δεν αποτελεί καμιά συμβολή στην οικονομική ανασυγκρότηση του τόπου, αλλά απεναντίας σημαίνει τροφοδότηση του εμφυλίου πολέμου που μόνο ερείπια στοιβάζει πάνω στα παλιά ερείπια. Η ένταση του εμφυλίου πολέμου που εγκαινίασε το δόγμα Τρούμαν οδήγησε σε ολοκληρωτική παράλυση της οικονομικής ζωής του τόπου…»[35].
Ωστόσο, στη μυθοποίηση του «Σχεδίου Marschall» συνέβαλε και εκείνο το τμήμα των αστικών δυνάμεων που έβλεπε κριτικά την υλοποίησή του.
Η αστική κριτική που ασκήθηκε στο «Σχέδιο Marschall» θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, την κριτική του ΣΕΒ και του ΙΟΒΕ για την αξιοποίηση του Α΄ και εν μέρει και του Β΄ ΚΠΣ[36], δηλαδή ότι δεν αξιοποιήθηκαν πλήρως για υποδομές της βιομηχανικής ανάπτυξης.
Μετά από μια δεκαετία, με την ίδρυση της ΕΟΚ, ο στόχος της ενσωμάτωσης της Ελλάδας στην καπιταλιστική Δυτική Ευρώπη ικανοποιήθηκε αρχικά με τη σύνδεσή της και στη συνέχεια με την ένταξή της στην ΕΟΚ.
Ετσι, η μυθοποίηση για την ικανοποίηση του «εθνικού» αναπτυξιακού στόχου με στήριγμα τις ΗΠΑ μετατέθηκε σταδιακά στο στήριγμα της ΕΟΚ - ΕΕ. Ιδιαίτερα από το τέλος της δεκαετίας του 1980 μυθοποιήθηκαν αρχικά τα κονδύλια των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ) και στη συνέχεια τα κονδύλια των Κοινοτικών Προγραμμάτων Στήριξης (ΚΠΣ), Α΄, Β΄, Γ΄ (που βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη) και Δ΄, το οποίο βρίσκεται σε στάδιο ολοκλήρωσης του σχεδιασμού του, παίρνει τη μορφή Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) και αφορά το χρονικό διάστημα 2007-2013. Και είναι γεγονός ότι το χρηματικό ύψος του Γ΄, ακόμη και του Δ΄, ΚΠΣ είναι μεγαλύτερο του «Σχεδίου Marschall» για την Ελλάδα, αναπροσαρμοσμένου σε τρέχουσες τιμές. Σε κάθε περίπτωση οι πόροι των ΚΠΣ αποτελούν συγκέντρωση της υπεραξίας των εργαζομένων σε κοινοτικό και εθνοκρατικό επίπεδο.
Φυσικά η αξιοποίηση και οι στοχεύσεις της κοινοτικής χρηματοδότησης, όλη την προηγούμενη περίοδο, παρουσιάζουν διαφορές. Στην αρχή τα πρώτα κοινοτικά κονδύλια χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό ως μηχανισμός ενεργητικής ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων στις προσαρμογές της ελληνικής οικονομίας εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Μεγάλο μέρος του Β΄ ΚΠΣ διοχετεύθηκε σε δημόσια έργα υποδομών και συνέβαλε ταυτόχρονα στην ενσωμάτωση μεσαίων στρωμάτων (π.χ. μικροί εργολάβοι στις κατασκευές) και στην καλλιέργεια κλίματος «εθνικής συναίνεσης» στους στόχους της ΕΕ.
Με το Γ΄ ΚΠΣ η αστική τάξη αναβάθμισε την προσπάθεια αξιοποίησης των κοινοτικών πόρων στην κατεύθυνση της επιτάχυνσης της συγκέντρωσης - συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, της ολοκλήρωσης μεγάλων δημόσιων έργων υποδομής τα οποία διευκολύνουν και τη μετακίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων (π.χ. εξαγωγή κεφαλαίου στη βαλκανική αγορά).
Στην ουσία τα ΚΠΣ δεν είναι τίποτα άλλο παρά το βασικό τμήμα του κοινοτικού προϋπολογισμού, ο οποίος κάθε φορά καλείται να υλοποιήσει τις βασικές επιλογές του ευρωενωσιακού κεφαλαίου, τη στρατηγική της ΕΕ. Για τη δημοσιονομική περίοδο 2000-2006 (Γ΄ ΚΠΣ) ο σχεδιασμός επικεντρωνόταν στην προετοιμασία της «Ευρώπης», ούτως ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές για να γίνει δυνατή η διεύρυνση και να διαμορφωθούν καλύτερα οι προϋποθέσεις για την ενοποίηση της ευρωενωσιακής αγοράς, δηλαδή της απαραίτητης προϋπόθεσης για την υλοποίηση των τεσσάρων «ελευθεριών» της συνθήκης του Μάαστριχτ. Για τη δημοσιονομική περίοδο 2007-2013 (Δ΄ ΚΠΣ) ο σχεδιασμός επικεντρώνεται στην ανάγκη η «Ευρώπη να βρει ένα δυναμισμό», δηλαδή να υλοποιήσει την αντιλαϊκή στρατηγική της Λισσαβόνας.
Σε αυτό το πλαίσιο ένα τμήμα της χρηματοδότησης του Γ΄ ΚΠΣ δόθηκε για την υλοποίηση των τριάντα έργων που έχουν ενταχθεί στα διευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών, στα ενεργειακά δίκτυα, καθώς και στον καθορισμό ενιαίων κανόνων και υποδομών για την κυκλοφορία του χρηματικού κεφαλαίου (τράπεζες - χρηματιστήρια).
Ο σχεδιασμός για το Δ΄ ΚΠΣ αφορά πλέον το σύνολο της ευρωενωσιακής αγοράς που προέκυψε μετά τη διεύρυνση της ΕΕ (για τη διαμόρφωση της ΕΕ των 27 κρατών-μελών) και δίνει έμφαση στη δημιουργία υποδομής για τη σύνδεση της αγοράς της ΕΕ-15 με την αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και ιδιαίτερα των Βαλκανίων. Παράλληλα στο Δ΄ ΚΠΣ αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα η χρηματοδότηση των αναγκαίων όρων για τη βελτίωση της θέσης της ΕΕ στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, σύμφωνα με τις ανάγκες που προκύπτουν για τους δυτικοευρωπαϊκούς μονοπωλιακούς ομίλους εξαιτίας της όξυνσης του ανταγωνισμού και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Τα αποτελέσματα της αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας, τουλάχιστον κατά τις δυο τελευταίες δεκαετίες, επιβεβαίωσαν ότι η οικονομική ανάπτυξη έχει χαρακτήρα ταξικό, ότι η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη (συσσώρευση και συγκεντροποίηση κεφαλαίων, εξαγωγή τους κλπ.) δε συμβαδίζει με την απόλυτη και σχετική ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών της εργατικής δύναμης, ακόμη και των αυτοαπασχολούμενων, των οικογενειών τους. Αντίθετα, συμβαδίζει με την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των πρώτων και την τάση καταστροφής των δεύτερων.
Παράλληλα η συγκεκριμένη αναπτυξιακή πορεία χαρακτηρίζεται από αύξηση των περιφερειακών ανισοτήτων στο εσωτερικό της χώρας, κατά την περίοδο 1983-2000, σύμφωνα με τα στοιχεία και τις εκτιμήσεις των επισήμων Εκθέσεων Συνοχής[37].
Με αυτές τις τάσεις έχουμε κατ’ επανάληψη ασχοληθεί σε σχετική αρθρογραφία της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης»[38].
Στο παρόν άρθρο, δίνουμε έμφαση σε ορισμένα συμπεράσματα διαχρονικής σημασίας και επίκαιρα για τη σύγχρονη ιδεολογική και πολιτική πάλη.
Στις ημέρες μας, η αστική ιδεολογία, είτε με τη φιλελεύθερη είτε με την προσαρμοσμένη σοσιαλδημοκρατική μορφή της, εκθειάζει την ελευθεριότητα των αγορών και την καταδίκη του κρατισμού. Αν και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα επικεντρώνουν την κριτική τους προς τα κλασικά φιλελεύθερα αστικά κόμματα ως προς τη δοσολογία μεταξύ ελεύθερων αγορών και κρατικής παρέμβασης, προγραμματικά και έμπρακτα έχουν απαρνηθεί τις παλιές θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας περί «μικτής οικονομίας», καταδικάζουν τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» για τον κρατισμό και το σχεδιασμό του, κατηγορούν το ΚΚΕ ως κόμμα του παρελθόντος, ιδιαίτερα για τις θέσεις του περί κοινωνικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και κεντρικού σχεδιασμού της παραγωγής και συνολικότερα της οικονομίας.
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η καπιταλιστική εξουσία, σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο, ολοένα και ισχυρότερα παρεμβαίνει σχεδιασμένα προς όφελος του κεφαλαίου, για να επιταχύνει τον κύκλο της καπιταλιστικής παραγωγής και κερδοφορίας, να ενισχύσει την τάση εξαγορών και συγχωνεύσεων, να αμβλύνει το βάθος των κρίσεων, συνειδητά να διαχειριστεί τις συνέπειες της αναρχίας και ανισομετρίας στην καπιταλιστική παραγωγή με κίνητρο τη διάσωσή της σε εθνοκρατικό, περιφερειακό και διεθνικό επίπεδο. Τέτοιους σκοπούς εξυπηρετούσε και η πρόσφατη παρέμβαση κεντρικών τραπεζών στην κυκλοφορία του χρηματικού κεφαλαίου, με ισχυρότερη την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προς όφελος της χρηματαγοράς των ΗΠΑ, με την άμεση έκτακτη χρηματοδότηση τραπεζών από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ και της Βρετανίας.
Αλλη μορφή διακρατικής παρέμβασης είναι οι οδηγίες και κανονισμοί της ΕΕ, ενώ μορφή κρατικής παρέμβασης είναι οι νόμοι οικονομικού περιεχομένου που επεξεργάζονται και υιοθετούν τα κυβερνητικά επιτελεία, όπως ο αναπτυξιακός νόμος, ο φορολογικός και άλλοι.
Σύγχρονη μορφή άμεσης οικονομικής κρατικής παρέμβασης είναι και οι λεγόμενες Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), στις οποίες προσανατολίζει η ΕΕ και προωθούνται τόσο από τα φιλελεύθερα όσο και από τα σοσιαλδημοκρατικά κυβερνητικά κόμματα, σε όλους τους τομείς της οικονομίας ακόμα και στους λεγόμενους κοινωνικούς.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα παρέμβασης του κράτους για τη διασφάλιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου στη χώρα μας αποτελούν τα λεγόμενα μεγάλα έργα της τελευταίας περιόδου όπως η Αττική Οδός, η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου κ.ά.
Για τη διασφάλιση της κερδοφορίας των ελάχιστων ιδιωτικών κεφαλαίων που επενδύθηκαν στα έργα αυτά το κράτος παρέμβηκε σε δύο επίπεδα: Στο θεσμικό επίπεδο απαγορεύοντας τη δημιουργία ανταγωνιστικών έργων και στο οικονομικό επίπεδο στο οποίο εγγυήθηκε ελάχιστο αριθμό διελεύσεων και κατώτερα αντίτιμα διοδίων που εξασφάλιζαν υπερκέρδη στα επενδυμένα ιδιωτικά κεφάλαια.
Με άλλα λόγια, το καπιταλιστικό κράτος και οι διακρατικές ιμπεριαλιστικές ενώσεις παρεμβαίνουν στην ανακατανομή της υπεραξίας που παράγεται στην καπιταλιστική βιομηχανία από την εργασία των άμεσων παραγωγών. Αυτή η ανακατανομή αφορά τα διάφορα τμήματα του κεφαλαίου και μόνο ψευδεπίγραφα ονομάζεται «πολιτική ανακατανομής εισοδημάτων» ή «κοινωνική πολιτική». Είναι αυτό που με άλλα λόγια είπαμε προεκλογικά, για λογαριασμό των μισθωτών εργαζομένων και των οικογενειών τους: «Δεν τους χρωστάμε, μας χρωστούν», με αφορμή την παροχολογία επαιτείας και φιλανθρωπίας που πρόβαλαν τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ.
Βέβαια, οι κρατικοί και διακρατικοί σχεδιασμοί και παρεμβάσεις, ακριβώς επειδή έχουν ως κίνητρό τους την καπιταλιστική κερδοφορία, δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, αλλά ούτε να απαλλάξουν τον καπιταλισμό από τις αντιφάσεις του. Σε κάτι τέτοιο μπορούν να αναφέρονται ουτοπικά ή συνειδητά αποπροσανατολιστικά μικροαστικές ανθρωπιστικές ή αντίστοιχα οπορτουνιστικές προσεγγίσεις. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και ορισμένες πρόσφατες συζητήσεις γύρω από το «μεγάλο πρόβλημα της διατροφής 9 δισεκατομμυρίων ανθρώπων το 2050».
Μελέτη της Οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών για τη διατροφή και τη γεωργία (FAO) υποδεικνύει την ανάγκη να αυξηθούν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, από 15 δισεκατομμύρια στρέμματα σήμερα να φτάσουν τα 28 δισ. στρέμματα. Αλλοι ειδικοί επιστήμονες αμφισβητούν αυτή τη δυνατότητα (περιθωρίων αύξησης των καλλιεργήσιμων εκτάσεων).
Παράλληλη αντιπαράθεση γίνεται σε σχέση με το «μοντέλο» της αγροτικής παραγωγής, αν θα είναι εντατικό με τη χρησιμοποίηση χημικών προϊόντων, αλλά και τις επιπτώσεις στη μόλυνση του περιβάλλοντος, ή θα είναι «οικογεωργικό» ή «αγροοικολογικό». Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει θέση υπό την αιγίδα της τον προβληματισμό, τη διερεύνηση του αγροτικού «αναπτυξιακού μοντέλου»[39].
Πρόκειται για ουτοπικές και αποπροσανατολιστικές αναφορές, αφού δεν σχετίζονται με το ζήτημα της επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή, της διαμόρφωσης του εξωτερικού εμπορίου με όρους καπιταλιστικής ισχύος και ανισομετρίας.
Για παράδειγμα το πραγματικό δίλημμα δεν είναι αν υπάρχουν ή όχι εκτάσεις για γεωργική καλλιέργεια, αλλά με ποιους όρους και προϋποθέσεις γίνεται αυτή. Η υπέρ του δέοντος εντατική εκμετάλλευση κάποιων εκτάσεων σε ορισμένη χρονική περίοδο καθώς και η σχεδιασμένη καταστροφή αγροτικών προϊόντων (εκχέρσωση γεωργικών καλλιεργειών, χωματερές ταφής αγροτικών προϊόντων κ.ά.) σε άλλη χρονική περίοδο ήταν και είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: της κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή, της γενικότερης παραγωγής με κίνητρο το «επιχειρηματικό» (καπιταλιστικό) κέρδος και όχι τις κοινωνικές ανάγκες.
Η πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στις ΗΠΑ που είναι από τις πιο πλεονασματικές οικονομίες σε αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα, 11 εκατομμύρια Αμερικανοί υποσιτίζονται και άλλα 22 εκατομμύρια δυσκολεύονται περιοδικά να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες.
Ο υποσιτισμός και η καθυστέρηση σε χώρες όπως της Αφρικής και σε άλλες ηπείρους δεν οφείλεται στην επάρκεια ή μη των καλλιεργούμενων εκτάσεων ή στις τεχνικές μεθόδους για την παραγωγή των αγροτικών προϊόντων και τροφίμων. Δεν είναι τεχνοοικονομικό αλλά πολιτικοοικονομικό πρόβλημα. Επιβεβαιώθηκε και από τα αποτελέσματα της λεγόμενης «πράσινης» επανάστασης που διέψευσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο όσους υποστήριζαν ότι το παγκόσμιο διατροφικό πρόβλημα έχει τεχνοκρατικές αιτίες.
Η ιστορική καθυστέρηση των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών αναπαράχθηκε και παρατάθηκε όχι μόνο από τις παλαιότερες αποικιοκρατικές σχέσεις αλλά και από τις σύγχρονες που επιβάλλουν το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΟΟΣΑ, οι πολυποίκιλες ενώσεις του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.      
Η εξαγωγή κεφαλαίων, με οποιαδήποτε μορφή (ως δανεισμός, εμπορεύματα, βιομηχανικά κεφάλαια, διάφορες μορφές χρηματικών κεφαλαίων και διακανονισμών χρηματικών συναλλαγών), θα γίνεται πάντοτε με όρους εκμετάλλευσης, ανισομετρίας μεταξύ διαφορετικών κρατών, με κίνητρο το καπιταλιστικό κέρδος και όχι την ισόμετρη τοπική, περιφερειακή και παγκόσμια κοινωνική ανάπτυξη.
Εκείνη η καπιταλιστική ανάπτυξη, που σε μακρόχρονη περίοδο φέρνει εμφανή βελτίωση του γενικού βιοτικού επιπέδου, έχει πραγματοποιηθεί από την ποτισμένη με ιδρώτα και αίμα εργασία των πολλών, το μεγαλύτερο αποτέλεσμα της οποίας ιδιοποιήθηκαν οι λίγοι. Και αυτό είναι που έχει φέρει πιο κοντά, πιο επιτακτικά την ανάγκη να ανατραπούν οι υφιστάμενες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής πρώτ’ απ’ όλα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες.
Με αυτή την αλήθεια πρέπει να οπλιστεί και αντιπαρατεθεί το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, ενάντια στην ΕΕ και τους στρατηγικούς σχεδιασμούς της, στον ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, ενάντια σε κάθε ιμπεριαλιστική ένωση, να απορρίψει και να έρθει σε ρήξη με τα αστικά κόμματα και την αστική πολιτική, με ολόκληρο το καπιταλιστικό κατεστημένο.
Η κατάκτηση αυτής της ταξικής αλήθειας στη σκέψη και στη δράση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, σ’ όλο τον κόσμο, είναι το κρίσιμο ζητούμενο.


  Η Ελένη Μπέλλου είναι μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.
[1] Εφημερίδα «Καθημερινή», 17 Ιουνίου 2007.
[2] Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 2 Ιουνίου 2007.
[3] Εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ», 29 Αυγούστου 2007.
[4] Εφημερίδα «Εστία», 11 Ιουνίου 2007.
[5] Βιβλιογραφικά βλέπε: Τράπεζα της Ελλάδος: «Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος», 1978, σελ. 346-349. Γεωργίου Μίρκου: «Η οικονομική διάσταση του δόγματος Truman και του “Σχεδίου Marschall” στην Ελλάδα», στην έκδοση του Υπουργείου Εξωτερικών - Καστανιώτη «Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου», τόμος Α΄, σελ. 60-63.
[6] Περιοδικό «Νέα Οικονομία», τόμος 1947-1948, σελ. 73 (τεύχος Δεκεμβρίου 1947), άρθρο του Α. Αγγελόπουλου: «Γιατί η Αμερική θέλει να βοηθήσει την Ευρώπη».
[7] Γεώργιος Μίρκος: «Η οικονομική διάσταση του δόγματος Truman και του “Σχεδίου Marschall” στην Ελλάδα», στην έκδοση του Υπουργείου Εξωτερικών - Καστανιώτη «Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου», σελ. 60-61.
[8] Τράπεζα της Ελλάδος: «Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος», 1978, σελ. 350.
[9] «Νέα Οικονομία», τόμος έτους 1952, Δηλώσεις Πιουριφόϋ, σελ. 31-33.
[10] Κ. Δρακάτος: «Ο μεγάλος κύκλος της ελληνικής οικονομίας (1945-1995)», εκδόσεις «Παπαζήση», σελ. 20.
[11] Τράπεζα της Ελλάδος: «Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος», 1978, σελ. 353.
[12] Τράπεζα της Ελλάδος: «Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος», 1978, σελ. 351. Βλέπε και Στεφανίδη: «Η αμερικανική βοήθεια» (1954), σελ. 25, εκδόσεις «Καραβίας», «Η βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ελλάδα κατά την περίοδο 1944-1962», Περιοδικό «Επιθεώρησις Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών», 1964, τεύχος 3-4, σελ. 203.
[13] Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος: «Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου», σελ. 94, εκδόσεις «Καστανιώτη».
[14] «Νέα Οικονομία», τόμος έτους 1959, τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου, σελ. 548.
[15] Εφημερίδα «Καθημερινή», 17 Ιουνίου 2007.
[16] Ξ. Ζολώτας: Νομισματικές και Οικονομικές Μελέτες, τόμος Α΄, σελ. 152.
[17] Τράπεζα της Ελλάδος: «Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος», 1978, σελ. 286.
[18] Πέτρος Κουβέλης: «Οι δυνατότητες εκβιομηχανίσεως της Ελλάδος», Επιθεώρησις Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, τ. 1 (1952) σελ. 60-69 και στο Κυριάκος Βαρβαρέσος: «Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος», σελ. 462-463.
[19] Την τακτική αυτή, να μένει στείρο ένα μέρος των εισπράξεων σε εθνικό νόμισμα που αντιστοιχούσαν στην αμερικανική βοήθεια, τη χρησιμοποιούσε γενικώς η ECA στις ευρωπαϊκές χώρες που έπαιρναν βοήθεια του «Σχεδίου Marschall» ως μέσο αποπληθωριστικής πολιτικής, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να φέρει αντιπερισπασμό σε τυχόν πληθωριστική έκδοση χαρτονομίσματος για την κάλυψη ελλειμμάτων του προϋπολογισμού ή τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Τράπεζα της Ελλάδος: «Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος», 1978, σελ. 293-294.
Βλέπε, Ξ. Ζολώτα: «Νομισματικό πρόβλημα και ελληνική οικονομία», Αθήνα 1950, σελ. 36.
[20] Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 8 Ιανουαρίου 1949, άρθρο του Ξ. Ζολώτα :«Προοπτική ανασυγκροτήσεως», περιοδικό ΑΝΤΑΙΟΣ, τόμος 1948-1949, σελ. 263 (ή τεύχος 5-6, συμπληρωματικό του έτους 1948).
[21] «Νέα Οικονομία», «Το τέλος του Σχεδίου Μάρσαλλ», τεύχος Αυγούστου 1952, σελ. 337-338.
[22] Τράπεζα της Ελλάδος: «Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος», 1978, σελ. 273. Και Εμ. Στεφανίδης: «Η αμερικανική βοήθεια», έκδοση του Συλλόγου των Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, 1954.
[23] Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος: «Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου», τόμος πρώτος, εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 61.
[24] Ο αντιστράτηγος ε.α. Φώτιος Μεταλληνός αναφέρει: «Το πραγματικό όμως αδιέξοδο της ελληνικής κυβέρνησης συνίστατο στην αποτελμάτωση του εμφυλίου πολέμου και στον κίνδυνο διακοπής της αμερικανικής βοήθειας του Σχεδίου Marshall.
Η νευρικότητα της ελληνικής διοίκησης διαφαίνεται και σήμερα από την ανάγνωση των εγγράφων που μαρτυρούν την εμμονή του υπουργείου Στρατιωτικών, συνεπικουρούμενου υπό πολλών μελών του Γενικού Επιτελείου Στρατού, για μια υπερβολικά δαπανηρή αύξηση της οροφής του στρατεύματος, πέραν των προβλεπομένων βάσει οικονομικών πιστώσεων του Σχεδίου Marshall, με συμπληρωματικές εθνικές δαπάνες...
...Το επόμενο έτος κατά τη συνεδρία του ΑΣΣ υπ’ αριθμ. 31/(8/12/48), παρόντος του Van Fleet της JUSMAGG και Ντάουν της ΒΣΑ, συζητήθηκε η επιθυμία της ελληνικής κυβέρνησης για αύξηση της δύναμης του στρατού σε 250.000. Ο Van Fleet έκανε τότε μνεία της αρνητικής απάντησης του Αμερικανού πρεσβευτή Grady προς την ελληνική κυβέρνηση (22.11.48), ότι η αμερικανική κυβέρνηση, για λόγους καθαρά οικονομικούς, δεν θα ενέκρινε οποιαδήποτε αύξηση πέραν της εγκεκριμένης οροφής των 197.000. Εξάλλου οι προκαλούμενες εκ της ανταρσίας καταστροφές έθεταν σε δοκιμασία την όλη επιτυχία του «Σχεδίου Marshall», συνεπώς, ξεκαθάρισε ευθέως ο Van Fleet, ο σκοπός της πάταξης του ΔΣΕ έπρεπε να επιτευχθεί εντός του θέρους του 1949, με τις υπάρχουσες δυνάμεις».
Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος: «Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου», τόμος πρώτος, εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 86-87.
[25] Η Εκθεση περιελάμβανε και ένα εμπιστευτικό τμήμα, θέμα του οποίου ήταν «Η αναπροσαρμογή της δραχμής», το οποίο δημοσιοποιήθηκε μετά την υποτίμηση της δραχμής το 1953. Συμπεριλαμβάνεται στη σχετικά πρόσφατη έκδοση «Σαββάλας», Κυριάκος Βαρβαρέσος: «Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος».
[26] Βλέπε: «Νέα Οικονομία», τόμος 1952, τεύχος Φεβρουαρίου, σελ. 49-52.
[27] Κυριάκος Βαρβαρέσος: «Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος», βλέπε εισαγωγή Κ. Κωστής, σελ. 55-56.
[28] Κυριάκος Βαρβαρέσος: «Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος», βλέπε εισαγωγή Κ. Κωστής, σελ. 49-50.
[29] Χρ. Ευελπίδη: «Σκέψεις τινές επί της Εκθέσεως του Κ. Βαρβαρέσου», Επιθεώρησις Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, τ. 1 (1952), σελ. 25-26 και Κ. Βαρβαρέσος: «Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος», εκδόσεις «Σαββάλας», σελ. 445.
[30] Ξ. Ζολώτας: «Η μεταμόρφωσις της κεφαλαιοκρατίας», 1953, σελ. 19-20, 21, 22 ή Ξ. Ζολώτας: «Νομισματικές και Οικονομικές μελέτες», τόμος Α΄, σελ. 255-258.
[31] Αγγ. Αγγελόπουλος: «Ανάγκη δυναμικού και ισορροπημένου Προγραμματισμού», περιοδικό «Νέα Οικονομία», τεύχος Απριλίου 1965, τόμος 1965, σελ. 332.
[32] Σε αυτό το ζήτημα παρουσιάζει ενδιαφέρον και η τοποθέτηση του Κ. Κωστή: «Για τους διανοούμενους των πλέον συντηρητικών αποχρώσεων ή για τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις του τόπου, οι εξωτερικοί πόροι -επανορθώσεις, δάνεια, δωρεάν βοήθεια- θα έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εκβιομηχάνιση της χώρας, η οποία θα έπρεπε να επικεντρωθεί στην αύξηση της προστιθέμενης αξίας με επεξεργασία επιτόπου των πρώτων υλών και εξαγωγή, στη συνέχεια, των ημικατεργασμένων προϊόντων. Μια θεμελιώδης παράμετρος που έμπαινε στην οπτική αυτή ήταν και η ανάγκη απορρόφησης του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού, το οποίο, εξ αιτίας της ανασφάλειας και των πολεμικών συνθηκών που επικρατούσαν στην ύπαιθρο, αποκτούσε ανησυχητικές διαστάσεις. Ο βαθμός παρέμβασης του κράτους στην εκβιομηχάνιση κυμαινόταν ανάλογα με την τοποθέτηση του κάθε συγγραφέα στο πολιτικό φάσμα: στην πλέον ανώδυνη περίπτωση, το κράτος όφειλε να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες στον χώρο της υποδομής, της δημόσιας διοίκησης και του θεσμικού πλαισίου γενικά, προκειμένου η ιδιωτική πρωτοβουλία -ελληνική και ξένη- να αναλάβει τους σχετικούς επενδυτικούς κινδύνους».
Εισαγωγή του Κώστα Κωστή στο Κυριάκος Βαρβαρέσος: «Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος», εκδόσεις «Σαββάλας», 2002, σελ. 58.
[33] Στις αρχές του 1950, στην επιστολή του Αμερικανού Πρέσβη, τη γνωστή «Επιστολή Grady», είχε διατυπωθεί η άποψη της κυβέρνησης των ΗΠΑ για μέτρα δημοσιονομικής σταθεροποίησης (πάγωμα των μισθών, μείωση των στρατιωτικών δαπανών, πάγωμα προσλήψεων στο δημόσιο) και μεταρρυθμίσεων (στο φορολογικό και σε κίνητρα επενδύσεων στη βιομηχανία).
Τμήμα του ελληνικού αστικού τύπου εναντιώθηκε στην «Επιστολή Grady» με αιχμή το προτεινόμενο από τις ΗΠΑ πλαίσιο οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο, η αντιπαράθεση ήταν κυρίως πολιτική. Η παρέμβαση Grady εξέφραζε τη διαφωνία των ΗΠΑ στην κυβερνητική επιλογή που προωθούσε ο βασιλιάς (κυβέρνηση Φιλελευθέρων και Λαϊκού Κόμματος). Η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσανατολιζόταν σε μια φιλελεύθερη, φαινομενικά «μετριοπαθή» κυβέρνηση των κεντρώων κομμάτων υπό τον Πλαστήρα.
[34] Ο Γ. Σταθάκης αναφέρει ότι η Ουάσιγκτον προσανατολιζόταν στην αυστηρή υλοποίηση ενός νομισματικού σχεδίου σταθεροποίησης, ενώ η ECA/G και ο πρεσβευτής Grady αντιμετώπιζαν τη σταθεροποίηση ως μέσο για να βελτιωθεί η πορεία της ανασυγκρότησης, διασώζωντας έστω ένα τμήμα του επενδυτικού προγράμματος. Αναφερόμενος μάλιστα σε παρέμβαση του Porter (ECA/G), που δεν θα μπορούσε η Αποστολή να εγκρίνει συγκεκριμένα έργα της ηλεκτρικής ενέργειας, εάν δεν προωθούνταν οι αλλαγές στο δημοσιονομικό τομέα και η ψήφιση νέων θεσμικών ρυθμίσεων, ο Γ. Σταθάκης θεωρεί ως «εκβιαστική» και «τεχνητή» αυτή την επίκληση του ενεργειακού προγράμματος. Δίνει στοιχεία ότι: «Την ίδια εβδομάδα, στις 11 Απριλίου του ’50, η ECA/W είχε μόλις εγκρίνει το ενεργειακό πρόγραμμα που περιελάμβανε τρία υδροηλεκτρικά εργοστάσια (Βόδας, Λάδωνας, Λούρος), ένα θερμοηλεκτρικό (Αλιβέρι), καθώς και την εκμετάλλευση δυο ορυχείων λιγνίτη στην Εύβοια (Κύμη, Αλιβέρι). Επιπρόσθετα εγκρίθηκε η κατασκευή μέρους του εθνικού δικτύου μεταφοράς ενέργειας … 76 εκατ. δολαρίων. [Πηγή: American Embassy, Semi-Annual Economic Report, August 14, 1950 (Athens Embassy, General Records, 1950-52: 362-500, box 124), σελ. 9. Μέχρι τις αρχές του 1952 το ενεργειακό πρόγραμμα είχε απορροφήσει λίγο λιγότερο από το μισό των πόρων αυτών, περίπου 30 εκατ. δολάρια, με προοπτική ολοκλήρωσης των έργων το ’53-‘54]. Τον Αύγουστο του 1950 ιδρύθηκε η ΔΕΗ, η οποία θα αναλάμβανε την υλοποίηση του προγράμματος.
Γ. Σταθάκη, ό.π., σελ. 345.
[35] Το ΚΚΕ, «Επίσημα Κείμενα», τόμος έκτος, 1945-1949, σελ. 239.
[36] Βλέπε σχετικά: Γ΄ ΚΠΣ, κριτική παρουσίαση των στόχων, επιλογών και της κατανομής των πόρων, Τμήμα Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ, Ιούνιος 2001, σελ. 18. (Ενθετο φυλλάδιο στον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη»).
[37] ΕΣΠΑ 2007-2013, Παράρτημα, σελ. 210.
[38] Βλέπε: ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2006, Κείμενο του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ: «Η περιφερειακή ανάπτυξη και ο ρόλος των Γ΄ και Δ΄ ΚΠΣ». ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002, Κείμενο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ: «Ιδεολογικά ζητήματα σχετικά με την καπιταλιστική οικονομία». ΚΟΜΕΠ, τεύχος 6/2005, Μάκη Παπαδόπουλου: «Η στρατηγική της αστικής τάξης για την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα».
[39] Εφημερίδα «ΑΥΓΗ», 18 Αυγούστου 2007.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ