15 Ιαν 2012

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ


ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ
του Αντώνη Ραλλάτο

υ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Το ζήτημα της πολιτικής γης έχει έρθει στην επικαιρότητα πρόσφατα, με αφορμή τις δηλώσεις του υπουργού ΠΕΧΩΔΕ κ. Γ. Σουφλιά και τις τροποποιήσεις για το κτηματολόγιο. Η συζήτηση γι’ αυτό το θέμα είχε ανοιχτεί και κατά το παρελθόν με αφορμή αποφάσεις και νόμους που αφορούσαν τους ημι-υπαίθριους χώρους, τις εντάξεις περιοχών σε σχέδια πόλης, τα βιομηχανικά ατυχήματα, τις ασυμβίβαστες χρήσεις π.χ. βενζινοπωλεία κάτω από σχολεία, τις ρυθμίσεις για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, τους ελεύθερους χώρους, τις βιομηχανικές και βιοτεχνικές περιοχές κλπ. Η πολιτική γης αποτελεί ένα ζήτημα με πολλές πλευρές το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στα πλαίσια ενός άρθρου. Είναι δεδομένο όμως ότι συγκρούονται και αντιπαρατίθενται και στο ζήτημα της πολιτικής γης οι γενικές πολιτικές και τα ταξικά συμφέροντα: Από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης η χρήση γης είναι κοινωνικό αγαθό, ενώ από τη σκοπιά της αστικής τάξης είναι εμπόρευμα. Ανάμεσα σε αυτή τη σαφή αντίθεση ταξικών συμφερόντων βρίσκεται η αντιφατική κατάσταση του ιδιοκτήτη μικρού τεμαχίου γης, το «όνειρό» του να μεγαλώσει την ιδιοκτησία του σε διάσταση με την κυριαρχούσα τάση που οδηγεί στην ολοένα και μεγαλύτερη συγκέντρωση γης σε λιγότερους ιδιοκτήτες, στο ξεκλήρισμα των αγροτών. Η πολιτική γης του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ καθορίζεται από την αντίληψη ότι η χρήση γης ως εμπόρευμα, επομένως και η ιδιοκτησία γης, υπόκεινται στους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς. Η πολιτική των κομμάτων της αστικής διακυβέρνησης διευκολύνει την εμπορευματοποίηση και εκείνου του μέρους της γης που ανήκει άμεσα στο δημόσιο (π.χ. δασικές εκτάσεις) ή έμμεσα (ως περιουσία δημόσιων οργανισμών ή επιχειρήσεων). Πρόκειται για πολιτική εναρμονισμένη με τη γενικότερη πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, της ενίσχυσης της κερδοφορίας του κεφαλαίου στο πλαίσιο της ΕΕ. 
Το Κόμμα μας αντιμετωπίζει τη χρήση γης ως κοινωνικό αγαθό, στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Η κοινωνική αξιοποίησή της (για την αγροτική παραγωγή, τον τουρισμό, την εξασφάλιση της λαϊκής στέγης, τη βιομηχανική παραγωγή, την εξασφάλιση υποδομών κοινωνικών υπηρεσιών κλπ.) προϋποθέτει την κοινωνική ιδιοκτησία της γης και τον κεντρικό σχεδιασμό. 
ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΣΤΗ ΓΗ


Η ατομική ιδιοκτησία της γης, η γαιοκτησία, αποτελεί ιστορική κληρονομιά του φεουδαρχικού συστήματος στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Ομως ο καπιταλισμός χωρίζει τη γη ως όρο εργασίας από τη γαιοκτησία και από τον γαιοκτήμονα, για τον οποίο η γη δεν αντιπροσωπεύει τίποτα άλλο εκτός από ένα καθορισμένο φόρο σε χρήμα, που του φέρνει το μονοπώλιό του στη χρήση γης, η έναντι τιμήματος εκχώρηση της δυνατότητας χρήσης της γης.
Ο Μαρξ προσδιορίζει τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ιδιοκτήτες γης και στους καπιταλιστές - ενοικιαστές: «Αυτός ο τρόπος παραγωγής σπάει τόσο το δεσμό του γαιοκτήμονα με τη γη, που μπορεί να περνάει όλη του τη ζωή στην Κωνσταντινούπολη, ενώ η γαιοκτησία του βρίσκεται στη Σκωτία. Η γαιοκτησία αποκτά έτσι την καθαρή οικονομική της μορφή, αποβάλλοντας όλα τα προηγούμενα πολιτικά και κοινωνικά στολίδια και ανακατώματά της… Από τη μια μεριά, η ορθολογική οργάνωση της γεωργίας και από την άλλη μεριά, η αναγωγή σε παραλογισμό της γαιοκτησίας, αυτές είναι οι δύο μεγάλες υπηρεσίες που πρόσφερε ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής»  .
Και στο ζήτημα της γης συγκρούονται λοιπόν το καπιταλιστικό κέρδος με τις λαϊκές ανάγκες, η χρήση γης ως εμπόρευμα με τη χρήση γης ως κοινωνική ή συνεταιριστική χρήση, η ατομική ιδιοκτησία στη γη με τη σοσιαλιστική ιδιοκτησία της.
Οι χρήσεις γης συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος (δασών, ρεμάτων, ζωνών χρήσης και μη χρήσης) και την ασφάλεια των κατοίκων (π.χ. πυρκαγιές, πλημμύρες, σεισμοί, βιομηχανικά ατυχήματα μεγάλης έκτασης). Στον καπιταλισμό η γη ιδιοκτησιακά χωρίζεται σε δημόσια και ιδιωτική. Διαχωρίζεται σε δασική, αγροτική, άγονη, ακίνητα-οικόπεδα, κοινόχρηστους χώρους εντός σχεδίου, βιομηχανικές, βιοτεχνικές περιοχές κλπ. Οι εκκρεμότητες του ιδιοκτησιακού - στη βάση της κατοχύρωσης της ατομικής ιδιοκτησίας γης - δημιουργούν πλήθος διεκδικήσεων, με συνέπεια διαχρονικά να οξύνονται σοβαρά προβλήματα στη χρήση γης και ιδιαίτερα στην προστασία και διαχείριση των δασών και δασικών εκτάσεων. 
Το ιδιοκτησιακό πρόβλημα ξεκινά από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους μετά το 1821, το οποίο ποτέ μέχρι σήμερα δεν προσδιόρισε ουσιαστικά ποιες εκτάσεις αναγνώριζε, παραχωρούσε, ποιες ανήκαν στο δημόσιο. Το αστικό κράτος στην Ελλάδα, στις διάφορες περιόδους εξέλιξής του, ακολούθησε πολιτική διανομής μικρού κλήρου σε ακτήμονες (ιδιαίτερα στη 10ετία του 1920 με την ενσωμάτωση του προσφυγικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία). Η πολιτική αυτή οδήγησε στον πολυτεμαχισμό της γης συνολικά -και ιδιαίτερα της δασικής γης- και στη σκόπιμη ασάφεια των ιδιοκτησιακών όρων, η οποία διευκόλυνε την επέκταση της ιδιωτικής σε βάρος της δημόσιας δασικής γης. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα σε περιοχές που δέχτηκαν τις επιδράσεις των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών επιλογών (μικρασιατική καταστροφή, εμφύλιος, ραγδαία επέκταση πόλεων κλπ.). Σε αυτές τις εκτάσεις τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα είναι τεράστια. Είχαν ανάγκη νέας θεσμικής ρύθμισης των όρων χρήσης των δασικών οικοσυστημάτων. Το νέο θεσμικό πλαίσιο επιτρέπει τη μεταβολή των δασικών οικοσυστημάτων σε άλλες χρήσεις που είναι ο πιο πρόσφορος τρόπος για την αλλαγή και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος κυρίως σε βάρος του δημόσιου. Είναι λοιπόν εμφανής η σχέση της κατάρτισης του Εθνικού και Δασικού Κτηματολόγιου με στόχο την επέκταση της ατομικής ιδιοκτησίας της γης. Πολύ περισσότερο που το 60% της χερσαίας έκτασης της Ελλάδας είναι δάση και δασικές εκτάσεις και από αυτό το 65% είναι δημόσια περιουσία, από την οποία είναι καταγραμμένη ως δημόσια μόνο το 20%.  


ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΔΑΣΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ: ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ


Το Εθνικό Κτηματολόγιο αποτελεί το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται η πολιτική γης: ιδιοκτησίες γης, χωροταξικός σχεδιασμός, πολεοδομικές ρυθμίσεις κλπ. Ο ρόλος του δεν περιορίζεται απλά στην αντιμετώπιση κάποιων ιδιοκτησιακών προβλημάτων ή στην κατοχύρωση της κτηματικής πίστης (π.χ. περιλαμβάνει τη συλλογή και επεξεργασία στοιχείων, την καταγραφή των ιδιοκτησιών, των ιδιοκτησιακών σχέσεων, το χαρακτήρα και τις χρήσεις γης). Είναι πολυδιάστατος και δυναμικός. Αφορά και τη συλλογή και επεξεργασία των στοιχείων που είναι απαραίτητα για τον χωροταξικό σχεδιασμό, την καταγραφή, προστασία, αξιολόγηση και αξιοποίηση των φυσικών πόρων και των έργων υποδομής στο δασικό, αγροτικό και πολεοδομικό χώρο και γενικότερα στη χάραξη μιας γενικότερης πολιτικής γης. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που δεν έχει Εθνικό Κτηματολόγιο. Οι πραγματικές αιτίες για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί αφορούν τη διεύρυνση της επικράτειας - νέα εδάφη, την εξέλιξη του αστικού κράτους, την ασυνέχεια στο πέρασμα της γαιοκτησίας στα νέα εδάφη, τις ιδιαιτερότητες και το μέγεθος της ιδιοκτησίας από την Οθωμανική αυτοκρατορία στην παλιά και νέα Ελλάδα (μεγάλες ιδιοκτησίες εκκλησίας, βασιλείας, «φιλελλήνων» κλπ), το μοίρασμα με παρέμβαση του κράτους για κλήρους, κατοικία, στο ορισμένο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης το οποίο επιδρούσε στην ανάπτυξη των ορεινών περιοχών. 
 Το Δασικό Κτηματολόγιο αποτελεί εργαλείο διαχείρισης από την πλευρά της άρχουσας τάξης, των προβλημάτων της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, της κατοχύρωσης της κτηματικής πίστης (η χορήγηση δανείου για επιχειρηματική δραστηριότητα προϋποθέτει τίτλους κυριότητας στην έκταση η οποία συμμετέχει στην επένδυση, π.χ. για αιολικά πάρκα), της αξιολόγησης και αξιοποίησης των φυσικών πόρων και των έργων υποδομής του δασικού χώρου, το χωροταξικό σχεδιασμό χρήσεών της. Για τη χάραξη δηλαδή και εφαρμογή μιας πολιτικής γης, σύμφωνα με τις ανάγκες της αστικής τάξης.
Το Δασικό Κτηματολόγιο δεν αφορά χαρτογράφηση γενικώς ιδιοκτησιών. Αφορά την καταγραφή του βασικότερου και σημαντικότερου φυσικού διαθέσιμου της χώρας, των δασικών οικοσυστημάτων, της δασικής γης που περιλαμβάνει πληθώρα βιολογικού, οικολογικού χαρακτήρα στοιχείων.
Μετά το 1821 άρχισαν οι απόπειρες διαμόρφωσης ενός κτηματολογίου. Ομως δεν έγινε ποτέ Κτηματολόγιο. Βασική και κύρια αιτία ήταν και είναι πάντα τα ήδη οργανωμένα συμφέροντα που επωφελήθηκαν από την ανυπαρξία του.
Για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις ισχύει με το διάταγμα της 17.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών», το «μαχητό Τεκμήριο Κυριότητας υπέρ του Δημοσίου». Σύμφωνα με αυτό, οι διεκδικούντες δάση κλήθηκαν να προσκομίσουν πρωτότυπους τίτλους ιδιοκτησίας σε διάστημα ενός χρόνου, μετά το τέλος του οποίου όλα τα δάση θα «θεωρούνται αδιαφιλονικήτως εθνικά (δηλαδή δημόσια), εκτός εκείνων τα οποία θα αναγνωρισθούν ως ιδιωτικά». Οι γαίες που δεν είχαν δηλωθεί ως ιδιωτικές σύμφωνα με το σχετικό διάταγμα και ήταν δάση - δασικές εκτάσεις, με τεκμήριο αυτόν ακριβώς το χαρακτήρα τους, ανήκαν «κατά τεκμήριο» στο κράτος. Αυτό έγινε γιατί όλες οι συνθήκες που αφορούσαν τη «νέα Ελλάδα» περιείχαν τον όρο της δυνατότητας οι υποχωρούντες Οθωμανοί να μεταβιβάζουν τις ιδιοκτησίες που είχαν επί οθωμανικής κυριαρχίας. Ο όρος αυτός εφαρμόσθηκε μόνο στην Αττική και στην Εύβοια.
Επομένως και παίρνοντας υπόψη τη διεύρυνση της ελληνικής επικράτειας με τις περιοχές της λεγομένης «νέας Ελλάδας», όλες οι «άγριες γαίες», όπως ονομάζονταν τα δάση, οι δασικές εκτάσεις, οι μη καλλιεργούμενες και μη κατοικημένες ήταν καταρχήν δημόσιες, περιήλθαν στο ελληνικό δημόσιο «πολεμικώ δικαίω» ή ως «δοριάλωτες περιοχές» (αλώθηκαν με το δόρυ). Το ελληνικό δημόσιο είναι διάδοχο του Οθωμανικού κράτους και δεν έχει τίτλους ιδιοκτησίας για τις τεράστιες αυτές εκτάσεις. Διαφορετικά, τίτλοι του ελληνικού δημόσιου πρέπει να θεωρηθούν: η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1830) για την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα, η συνθήκη του Βουκουρεστίου (1881) για τη Θεσσαλία και την Αρτα και η συνθήκη περί ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (14 Νοεμβρίου 1913) για την Ηπειρο και τη Μακεδονία, ενώ η κατεξοχήν «δοριάλωτος» περιοχή είναι η Θράκη γιατί απελευθερώθηκε με τα όπλα χωρίς να συναφθεί σχετική συνθήκη με την Τουρκία. 
Από το 1915 και μετά, οπότε τα δικαιώματα του ελληνικού δημοσίου επί της δημόσιας γης κηρύχτηκαν απαράγραπτα, έπαψε να ισχύει στις εκτάσεις αυτές η δυνατότητα απόκτησης εμπραγμάτων δικαιωμάτων (δικαιωμάτων ιδιοκτησίας) με την έκτακτη χρησικτησία (η για 30 χρόνια χρήση μιας συγκεκριμένης δασικής έκτασης ή δάσους από το 1836 μέχρι το 1915). Από το 1922, με διάφορες διατάξεις και την κωδικοποίηση του 1929, απαγορεύθηκε η κατάτμηση των δασών, ενώ από το 1900 εμφανίστηκε ως ρύθμιση η κήρυξη μιας έκτασης αναδασωτέας ως μηχανισμός προστασίας της. Ο λόγος της καθιέρωσης αυτών των ρυθμίσεων είναι η προστασία της περιουσίας του Δημοσίου. 
Σύμφωνα με τα παραπάνω, από τη δασική νομοθεσία και την πλούσια σχετική νομολογία, που αποτελούν προκριματικά στοιχεία για την αντιμετώπιση του ιδιοκτησιακού ζητήματος μιας έκτασης, προβάλλει ο Δασικός ή μη χαρακτήρας της. Νομικό αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας είναι ότι τα βλαστητικά γνωρίσματα μιας έκτασης (σήμερα ή στο παρελθόν) την υπάγουν ή όχι σε ιδιαίτερο ιδιοκτησιακό καθεστώς. 
Ηταν αδύνατο όμως να προστατευθεί αυτή η ιδιοκτησία σε μια περίοδο κατά την οποία δεν υπήρχαν χάρτες, κτηματολόγιο ή άλλοι μηχανισμοί προστασίας. Μοναδικό στοιχείο τα φυσικά της χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα η φυτοκάλυψη με άγρια ξυλώδη πολυετή φυτά και η πυκνότητα της κάλυψης αυτής.
Από τη μεταπολίτευση και μετά το πρόβλημα των καταπατήσεων, παράνομων αλλαγών στη χρήση δασών και δασικών εκτάσεων, εκχερσώσεων κλπ. άρχισε να αποκαλύπτεται ως μεγάλο πρόβλημα παρανομίας και καταστροφής του περιβάλλοντος, αλλά και κλοπής (καταπατήσεις, παράνομη αλλαγή χρήσης, εκχερσώσεις) δασών και δασικών εκτάσεων, οι οποίες ανήκαν κατά τεκμήριο στο δημόσιο. 
Η έλλειψη Εθνικού Κτηματολογίου, η διατήρηση της ιδιοκτησιακής Βαβυλωνίας στο δασικό χώρο και γενικότερα το νομικό και θεσμικό πλαίσιο το οποίο διέπει τα δασικά οικοσυστήματα, οδήγησαν στην εμπορευματοποίηση και οικοπεδοποίηση της δασικής γης, κύρια γύρω από τα αστικά κέντρα και τις παραλιακές εκτάσεις. Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις στις περιοχές αυτές κυριολεκτικά λεηλατήθηκαν, καταπατήθηκαν και χάθηκαν. Το μεγάλο κεφαλαίο (κατασκευές, τουρισμός κλπ.) έκανε επενδύσεις που ταχύτατα επέφεραν μεγάλο κέρδος, καταστρέφοντας τα δάση και τις παράκτιες περιοχές, παραβιάζοντας και το ίδιο το Σύνταγμα. 
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το άρθρο 24 του συντάγματος του 1975 προέβλεπε ότι την ευθύνη της προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων ανεξάρτητα ιδιοκτησιακής κατάστασης είχε το κράτος, ότι κηρύσσονταν υποχρεωτικά αναδασωτέες όσες από τις δασικές εκτάσεις και δάση καταστρέφονταν από οποιαδήποτε αιτία, ότι δεν μπορούσε να αλλαχθεί ο δασικός χαρακτήρας σε καμιά ιδιωτική δασική έκταση παρά μόνο στις δημόσιες και για λόγους «εθνικούς ή εθνικής οικονομίας», η πολιτική των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ επιχειρούσε να παρακάμψει τους «περιορισμούς» του άρθρου 24, με τρεις νόμους: α) Το Ν. 998/79 (κυβέρνηση ΝΔ), μέσω του οποίου επιχειρήθηκε να χαρακτηριστούν ως «χορτολιβαδικά» 25 εκατομμύρια στρέμματα δασικών εκτάσεων και έτσι να αποδεσμευτούν από τη «δασική προστασία». Ο νόμος αυτός χαρακτηρίστηκε ως αντισυνταγματικός. β) Το Ν. 1734/87 «περί βοσκοτόπων» (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ), με τον οποίο επιχειρήθηκε να αποχαρακτηρισθούν 45 εκατομμύρια στρέμματα. γ) Το Ν. 3208/03 (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ) ο οποίος έγινε κατ’ επιταγή της αναθεώρησης του άρθρου 24 του Συντάγματος και με τις διατάξεις του, μέσω της αλλαγής του ορισμού του δάσους και δασικής έκτασης, οδήγησε σε νέους αποχαρακτηρισμούς (30-40 εκατομμυρίων στρεμμάτων). Αυτός ο τρίτος νόμος ήρθε ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι κρίσιμες διατάξεις των δυο προηγούμενων είχαν χαρακτηρισθεί από το Ε’ τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ως αντισυνταγματικοί, ενώ η γνωστή απόφαση «άπαξ δάσος αεί δάσος» εμπόδισε σε ένα βαθμό τους αποχαρακτηρισμούς χιλιάδων στρεμμάτων δασών και δασικών εκτάσεων. 
Οι εκάστοτε κυβερνήσεις συνέβαλαν στον αποχαρακτηρισμό χιλιάδων στρεμμάτων δασών και δασικών εκτάσεων, στη νομιμοποίηση αυθαιρεσιών και καταπατήσεων που έγιναν στο παρελθόν και στις διαρκείς προσπάθειες κατάργησης του τεκμηρίου κυριότητας του Δημόσιου (εκχώρηση και κατακερματισμό δασικής γης με πρόσχημα την «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας και με πρόσθετα τέλη και φόρους από την κατοχύρωση της όποιας ιδιοκτησίας). 
Ετσι στην Ελλάδα δεν είναι πλέον δυνατή η έναρξη των εργασιών κτηματογράφησης της δημόσιας περιουσίας των δασών και δασικών εκτάσεων, αν πρώτα δεν ξεκαθαριστεί ποιες είναι αυτές στην υπό κτηματογράφηση περιοχή. Αν, με άλλα λόγια, δεν προηγηθεί ο χαρακτηρισμός των εκτάσεων της υπό κτηματογράφηση περιοχής κατά τρόπο έγκυρο και αδιαμφισβήτητο. 
Σε συνδυασμό με τα παραπάνω είναι αναγκαία η επίλυση του ιδιοκτησιακού προβλήματος των δασών και δασικών εκτάσεων. Αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τη σύνταξη εθνικού αποδεικτικού Κτηματολογίου, με παράλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις και αλλαγές.


ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ
ΚΑΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ


Η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με 3 νόμους (Ν. 2308/95 «Κτηματογράφηση για τη δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου», Ν. 2664/98 «Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις» και το Ν. 3127/2003, με τον οποίο τροποποίησε τους δύο προηγούμενους νόμους), εσκεμμένα δεν περιέλαβε τα δάση, τις δασικές εκτάσεις και τα δικαιώματα του δημοσίου σε αυτές τις εκτάσεις. Φωτογράφιζε μεγάλες μελετητικές ελληνικές εταιρείες, προσδιόριζε τη μορφή και τον τρόπο συνεργασίας τους με πολυεθνικές εταιρείες, ιδιωτικοποιώντας το Εθνικό Κτηματολόγιο μέσω της ίδρυσης της ανώνυμης εταιρείας «Κτηματολόγιο ΑΕ» και τη συνεργασία με συμβούλους - εταιρείες από άλλες χώρες. Σε όλες αυτές τις αποφάσεις είχε παραληφθεί ότι το 65% της έκτασης προς καταγραφή είναι δάση και δασικές εκτάσεις που διέπονται από ειδικό νομικό καθεστώς προστασίας (άρθρα 24, 117 του Συντάγματος κλπ.), όπως ήδη αναφέρθηκε και των οποίων η ένταξη στο Εθνικό Κτηματολόγιο μέσω του Δασικού Κτηματολογίου έπρεπε μάλιστα να είχε προηγηθεί.
Ο Ν. 2308 έχει διατάξεις, η χρησιμοποίηση των οποίων παρακάμπτει το τεκμήριο κυριότητας του Δημόσιου. Εκχωρεί δημόσια περιουσία. Οδηγεί σε κατακερματισμό και καταστροφή των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος και σε απώλεια της μη καταγραμμένης δημόσιας περιουσίας. Ενώ υποτίθεται ότι θα κατέγραφε (κτηματογράφηση και όχι κτηματολόγιο) την ιδιωτική και δημόσια ακίνητη περιουσία, στην ουσία θα κατέγραφε μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα (πραγματικά και εικονικά) των ιδιωτών, χωρίς να ελάμβανε οποιαδήποτε μέριμνα για την καταγραφή και προστασία των δικαιωμάτων του Δημοσίου.
Ο Ν. 2664/98 άνοιγε ακόμη περισσότερο το δρόμο της κατάργησης του τεκμηρίου του δημόσιου στα δάση και τις δασικές εκτάσεις, αφού καθόριζε ότι χρειάζονταν δικαιολογητικά για την κατοχύρωση της ιδιοκτησίας και για το Δημόσιο. Αυτό φάνηκε από τις «άγραφες» κατευθύνσεις της «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε.», σύμφωνα με τις οποίες τα συνεργεία κτηματογράφησης αρνούνταν να εγγράψουν τα κατά τεκμήριο δικαιώματα του δημοσίου στις απέραντες δασικές εκτάσεις και δάση των βουνών, ενώ ενέγραφαν τα προτεινόμενα δικαιώματα ιδιωτών σε δάση που βασίζονταν σε προβληματικά συμβόλαια ή κατέγραφαν ως ιδιοκτησίες «αγνώστων» τα δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις.
Την ίδια περίοδο ο επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ Κ. Μητσοτάκης απαιτούσε στη βουλή τη γενικευμένη κατάργηση των δικαιωμάτων του δημοσίου στα δάση και στις δασικές εκτάσεις, ενώ θεωρούσε πληγή για την «αξιοποίηση» της γης το τεκμήριο του δημοσίου. 

Η ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΔ


ΩΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ
Η κυβερνητική πολιτική της ΝΔ αποτελεί συνέχεια της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ. Εντάσσεται στο πλαίσιο της επιτάχυνσης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και της επέκτασης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της χρήσης γης. Η προώθηση ορισμένων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων προϋποθέτει την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος από δημόσια σε ιδιωτική, ενός σημαντικού μέρους γης με την απλοποίηση της νομοθεσίας προς όφελος της ατομικής ιδιοκτησίας. Η αναθεώρηση του συντάγματος στόχευε γενικά στην προσαρμογή της χώρας στις -από το 1997- κατευθύνσεις της ΕΕ για «προσαρμογή των δασών της στην οικονομία της αγοράς». Η υλοποίηση αυτής της πολιτικής προϋποθέτει την ιδιωτικοποίηση των δασών, τον αποχαρακτηρισμό εκατομμυρίων στρεμμάτων, την εκχώρηση δημόσιων εκτάσεων δασών, δασικών εκτάσεων και παράκτιων περιοχών, τη διαμόρφωση και υλοποίηση δράσεων για την εξασφάλιση της ανταποδοτικότητας σε κάθε δραστηριότητα στη γη, την ενίσχυση ουσιαστικά της κερδοσκοπίας και της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε εκτός σχεδίου περιοχές επιχειρηματικού ενδιαφέροντος.
Είναι χαρακτηριστικά:
 Το «αίτημα» της ΕΤΒΑ-ΒΙΠΕ  για καθορισμό χρήσεων γης για αποτελεσματική διαχείριση των ΒΙΠΕ (Βιομηχανικών Περιοχών), συνολικής έκτασης 4.642 στρεμμάτων, για εγκατάσταση των μεταποιητικών επιχειρήσεων σε οργανωμένες βιομηχανικές περιοχές, σε 8 ΒΕΠΕ (Βιομηχανικές Επιχειρηματικές Περιοχές) και ΒΙΟΠΑ, (Βιοτεχνικά Πάρκα) Ρεθύμνου, Κερατέας, Λιτόχωρου, Φαρκαδώνας, Κουφαλίων, Ζερβοχωρίων, του ΒΙΠΑ κάτω Γέφυρας Θεσσαλονίκης και της Τεχνόπολης Θεσσαλονίκης. Γι’ αυτές τις εκτάσεις έχουν ήδη υπογραφεί αποφάσεις χρηματοδότησης με συνολικό προϋπολογισμό 64,2 εκατομμυρίων ευρώ. Επίσης αναμένονται νέες αποφάσεις χρηματοδότησης για 7-10 νέες ΒΙΠΕ συνολικού προϋπολογισμού άνω των 25 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ υπάρχουν αποφάσεις για αναβάθμιση 25 υφισταμένων ΒΙΠΕ συνολικού προϋπολογισμού 30 εκατομμυρίων ευρώ. 
 Tο συνέδριο που οργανώνεται στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας από τον Γερμανοελληνικό Επιχειρηματικό Σύνδεσμο με θέμα: «Η αγορά ακίνητων στην Ελλάδα μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες - παρόν, μέλλον και προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου». Στόχος, σύμφωνα με τους διοργανωτές , «η προβολή και προώθηση της ελληνικής αγοράς ακίνητων στη Γερμανία, η ενημέρωση των Γερμανών δυνητικών επενδυτών για τον τομέα των κατασκευών και για τις νέες φορολογικές και αναπτυξιακές ρυθμίσεις». Το συνέδριο γίνεται σε συνεργασία με μεγάλους φορείς του κλάδου στη Γερμανία (Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Ακινήτων Γερμανίας - Haus und Grund Deutschland, πανγερμανική οργάνωση Γερμανών Κτηματομεσιτών IVD, Γερμανοελληνική Ενωση Προστασίας Ακινήτων Εξωτερικού DHSG κ.ά., καθώς και τα ελληνικά υπουργεία ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ, Μακεδονίας - Θράκης και Εξωτερικών). 
 Η αξιοποίηση ακινήτων «φιλέτων» του δημόσιου σε νευραλγικά σημεία της Αττικής οδού (105 στρεμ.), αλλά και σε μεγάλες εκτάσεις στο Λαύριο (2.000 στρέμ.), Ασπρόπυργο, Μέγαρα και Ελευσίνα (3.000 στρέμ.), Φάληρο (180 στρέμ.), μέσω των Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), από την Κτηματική Εταιρεία του Δημόσιου (ΚΕΔ) . 


ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ


Οι πρόσφατες αλλαγές στο Εθνικό Κτηματολόγιο από τον υπουργό ΠΕΧΩΔΕ κ. Γιώργο Σουφλιά αφορούν: 
 Την «αναγκαία» επιτάχυνση, προσαρμογή, συμπλήρωση και βελτίωση διαδικασιών κτηματογράφησης. 
   Την «…απλοποίηση διαδικασιών, συντόμευση του χρόνου και του κόστους της διαδικασίας κτηματογράφησης με την κατάργηση της δεύτερης ανάρτησης και της συγχώνευσης των σχετικών διαδικασιών στο πλαίσιο της μόνης ανάρτησης».
 Την «Εξεύρεση πόρων με αυτοχρηματοδότηση του έργου μέσω του «τέλους κτηματολογίου». (35 ευρώ ανά ιδιοκτήτη και 1,4% επί της αντικειμενικής αξίας του ακίνητου, για αξία πάνω από 20.000 ευρώ). Η συνεισφορά του Δημοσίου στη δαπάνη κτηματογράφησης θα ανέβει στα 250 εκ. ευρώ, από τα οποία τα 120 εκ. ευρώ για την κτηματογράφηση των δικών του δικαιωμάτων και 130 εκ. ευρώ ως συμμετοχή στη δαπάνη κτηματογράφησης. Επιπλέον το δημόσιο επιβαρύνεται με το μισό της δημόσιας δαπάνης που αντιστοιχεί στο Γ’ ΚΠΣ, δηλαδή με άλλα 40 εκ. ευρώ». 
 Τις «κρυμμένες» δημόσιες ιδιοκτησίες, τις οποίες σύμφωνα με τον υπουργό «… η πολιτεία οφείλει να αντιμετωπίσει και επιλύσει οριστικά κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί τον 21ο αιώνα, στις εκτός σχεδίου πόλεως περιοχές, οι αξιώσεις που δε στηρίζονται σε συγκεκριμένους και σαφείς τίτλους κυριότητας και οι οποίες ουδέποτε ουσιαστικά ασκήθηκαν, ασκούνται δε για πρώτη φορά με αφορμή τη διαδικασία του κτηματολογίου, προκαλώντας ανεπίτρεπτη κοινωνική αναστάτωση και ανατροπή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πολιτών ότι δε θα αμφισβητηθούν οι ιδιοκτησίες τους. Οι αξιώσεις αυτές θεμελιώνονται σε διατάξεις απαρχαιωμένες αλλά και ασαφείς, οι οποίες ως εκ τούτου χρήζουν αναθεώρησης. Το θέμα είναι από τη φύση του πολύ σημαντικό και θα τύχει ενδελεχούς νομικής επεξεργασίας», ώστε «σε σύντομο χρονικό διάστημα θα εισηγηθούμε τις αναγκαίες για τη επίλυσή του ρυθμίσεις». 
 Oπως είναι γνωστό και επανέλαβε ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαπιστώνοντας κακοδιαχείριση, καθυστερήσεις και παράτυπες απευθείας αναθέσεις κατά το παρελθόν, επέβαλε με απόφασή της το 2001 πρόστιμο στη χώρα ύψους 100.000.000 Ευρώ, δηλαδή το συνολικό ποσό που είχε δώσει για το κτηματολόγιο. Συνεπεία δε αυτού του προηγούμενου αρνήθηκε η Ευρωπαϊκή Ενωση να χρηματοδοτήσει, στο πλαίσιο του Γ’ ΚΠΣ, ολοκληρωμένα έργα κτηματογράφησης». 
 Τέλος, σύμφωνα με τον κ. Σουφλιά: «Επεξεργασθήκαμε, επαναδιαπραγματευθήκαμε και τελικώς συμφωνήσαμε σε ρεαλιστική βάση (το τονίζω αυτό διότι η προηγούμενη πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΧΩΔΕ διαπραγματευόταν για την εκτέλεση έργου 11 εκατομμυρίων δικαιωμάτων μέσα σε τρία χρόνια, όταν χρειάστηκαν δέκα και πλέον έτη για την ολοκλήρωση 5,8 εκατομμυρίων δικαιωμάτων), με την Ευρωπαϊκή Ενωση τη συγχρηματοδότηση υποστηρικτικών για το κτηματολόγιο δράσεων ύψους 79.670.000 ευρώ, μέσω του Γ’ ΚΠΣ». 


ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
 Με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις, επιβάλλονται δύο νέα χαράτσια, ως βασική πηγή χρηματοδότησης-αυτοχρηματοδότησης του έργου. Πρόκειται για νέα βάρη στην εργατική τάξη, το λαό.
 Η λεγόμενη απλοποίηση των διαδικασιών με την κατάργηση της δεύτερης ανάρτησης του κτηματικού χάρτη οδηγεί σε αδυναμία στήριξης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του δημόσιου σε συνδυασμό με τις τεράστιες ελλείψεις των αρμοδίων υπηρεσιών σε ανθρώπινο δυναμικό και μέσα. Η μια ανάρτηση αντί των δύο μειώνει το χρόνο οριστικοποίησης του χάρτη, άρα πιο γρήγορα προωθείται η κατοχύρωση ή το πέρασμα στην ατομική ιδιοκτησία. Δηλαδή προχωρούν πιο γρήγορα οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στη γη. 
 Το γεγονός ότι καταγράφονται μόνο ιδιοκτησιακές πληροφορίες και όχι ο χαρακτήρας μιας έκτασης, ο οποίος με τις μέχρι σήμερα προβλέψεις -και επί ΠΑΣΟΚ- θα αποτυπώνεται στους λεγόμενους δασικούς χάρτες με ξεχωριστή ανάρτηση, αποδυναμώνει την αξιοπιστία της καταγραφής, αφού πρόκειται για χάρτες που είναι στον αέρα. 
 Δρομολογείται η κατάργηση του τεκμηρίου κυριότητας του δημόσιου με τις ρυθμίσεις που θα ακολουθήσουν -σύμφωνα με τις δηλώσεις του υπουργού κ. Σουφλιά- και αφορούν τις «κρυμμένες» ιδιοκτησίες. Δηλαδή, όπου δεν υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας που να τους εμφανίσει το δημόσιο και οι οποίες εκτάσεις (δάση και δασικές εκτάσεις κατά κανόνα, αλλά και άλλες) διεκδικούνται από ιδιώτες, τότε οι διατάξεις «χρήζουν αναθεώρησης». Ουσιαστικά θα κατοχυρώνονται στον κάθε διεκδικητή. Εκχωρούνται δημόσιες εκτάσεις. Αλλά και κατακερματίζεται δασική γη. Είναι γνωστό ότι μόνο το 20% της δημόσιας περιουσίας σε δάση και δασικές εκτάσεις είναι καταγραμμένο. Ομως το τεκμήριο υπέρ του δημοσίου ήταν σωστό, αφού αναφερόμαστε σε εκτάσεις που αποκτηθήκαν «επαναστατικώ δικαίω», με την επανάσταση του 1821 και το διώξιμο των Τούρκων. 
 Για να επεκταθεί η καπιταλιστική εκμετάλλευση στη χρήση γης, είναι αναγκαία μια πολιτική που θα άρει τις δεσμεύσεις σε μέρος αυτής, κυρίως αυτή που χαρακτηρίζεται ως δάση και δασικές εκτάσεις. Χρειάζεται μια πολιτική αποχαρακτηρισμού τους (Ν. 3208/03 επί ΠΑΣΟΚ, τροπολογία Β. Παπανδρέου για περιοχές που βρίσκονται σε σχέδιο). Είναι αποκαλυπτικό σχετικό έγγραφο της αρμόδιας διεύθυνσης δασικών χαρτών του υπ. Γεωργίας (αρ. πρ. 90567/371/06-60-2005), στο οποίο καταγράφεται η άποψη υπηρεσιακών παραγόντων για τις προδιαγραφές που προτείνει πολυεθνική Εταιρεία (δανέζικη και ιταλική GRC Mars) για τη διαδικασία υλοποίησης δασικών χαρτών «…είναι προφανές πως η αδρομερής αυτή καταγραφή, μη αποδεκτή επιστημονικά για τους σκοπούς που θα εξυπηρετήσει σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο, όχι μόνο δεν είναι δασικοί χάρτες, για το σύνολο της χώρας, αλλά δεν μπορεί καν να αποτελέσει αξιόπιστη βάση για τη σύνταξη των Δασικών χαρτών ή για την προβολή των δικαιωμάτων του δημόσιου κατά τις διαδικασίες κτηματογράφησης».  
Οι δρομολογούμενες εξελίξεις που ίσως οδηγήσουν στη ματαίωση της κατάρτισης των δασικών χαρτών, συνδέονται με την κατάργηση του τεκμήριου του δημόσιου στα δάση και στις δασικές εκτάσεις.


Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΔΙΕΞΟΔΟΣ


Η μέχρι σήμερα ασκούμενη πολιτική γης και κτηματολογίου εξυπηρετεί το κεφαλαίο, τις κατευθύνσεις της ΕΕ, τους μεγαλοκαταπατητές, το κεφάλαιο στον κατασκευαστικό κλάδο και όχι μόνο. Κύρια χαρακτηριστικά είναι η γενίκευση της ιδιωτικοποίησης στη γη (αγορά γης, συμπράξεις, παραχώρηση για μακροχρόνια χρήση) είτε απευθείας προς το κεφάλαιο, είτε με τη διαμεσολάβηση άλλων φορέων (π.χ., Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης κλπ.), ο περιορισμός της δημόσιας ιδιοκτησίας στη γη, της προστασίας και διαχείρισης των δασικών οικοσυστημάτων.
Είναι απαραίτητη η κατάρτιση ενός σύγχρονου πολυδιάστατου αποδεικτικού και δυναμικού δασικού κτηματολογίου, χωρίς οικονομική επιβάρυνση του λαού αλλά των μεγαλοϊδιοκτητών, που θα περιέχει όλες εκείνες τις τεχνικές, νομικές, ποιοτικές και κοινωνικοοικονομικές πληροφορίες που θα το καθιστούν βασικό εργαλείο για το χωροταξικό και τη χάραξη μιας πολιτικής χρήσης γης με σεβασμό στο Φυσικό Περιβάλλον [ταυτόχρονη καταγραφή στοιχείων ιδιοκτησιακών και του χαρακτήρα της έκτασης (δάσος, δασική έκταση, αγρός, δομημένη περιοχή, χωριό, βιομηχανική περιοχή κλπ.)]. Το Δασικό Κτηματολόγιο πρέπει να προηγηθεί του Εθνικού. Σε διαφορετική περίπτωση οδηγούμαστε σε νομιμοποίηση όλων των παρανομιών και εκχώρηση δημόσιας περιουσίας. Η εκτίμηση και αξιολόγηση της σημασίας του πρέπει να στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι το όλο έργο πρέπει να συμβάλει και στην επίλυση του ιδιοκτησιακού προβλήματος των δασικών εδαφών, την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων και του φυσικού περιβάλλοντος, των παράκτιων περιοχών, ανοιχτών στην πρόσβαση του λαού, στην αύξηση των ελεύθερων, κοινόχρηστων και των χώρων πρασίνου. 
Αναδεικνύεται η ανάγκη του κεντρικού σχεδιασμού ως απαραίτητης προϋπόθεσης για σχεδιασμένη υλοποίηση και αξιοποίηση ενός πολυδιάστατου αποδεικτικού κτηματολογίου ως εργαλείου σχεδιασμού και ανάπτυξης για την κάλυψη του συνόλου των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Σχεδιασμού που θα διαμορφώνεται με βάση ένα σύνολο κριτηρίων οικονομικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών, τα οποία βεβαίως προϋποθέτουν διαφορετικό κίνητρο και οργάνωση της παραγωγής, σε τελευταία ανάλυση, ανατροπές στο χαρακτήρα της ιδιοκτησίας και της εξουσίας. Τότε μόνο το Εθνικό Κτηματολόγιο, και στο πλαίσιό του το δασικό, μπορεί να αξιοποιηθεί ως εργαλείο ανάπτυξης, προς όφελος των λαϊκών αναγκών, ως στοιχείο μιας φιλολαϊκής πολιτικής χρήσης γης. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ