8 Φεβ 2012

«Δε δίνω λέξες παρηγόριας... »*


«Δε δίνω λέξες παρηγόριας... »*
Μιχαήλ Αγγελος: «Ο Θεός δημιουργεί τον ήλιο, τη σελήνη και τα αστέρια» (λεπτομέρεια), 1511, Καπέλα Σιξτίνα, Ανάκτορα του Βατικανού
Η θρησκεία είναι το πιο επίμονο φαινόμενο στην ιστορία της ανθρώπινης συνείδησης. Αυτές οι μέρες με την έντονη εμπορευματοποίηση του θρησκευτικού συναισθήματος, προσφέρονται ιδιαίτερα για έναν προβληματισμό πάνω στο θέμα αυτό, που έχει την ηλικία, περίπου, της ανθρωπότητας, αν συνυπολογίσουμε στην πιο πρωτόγονη εποχή τις πρώτες - μη συνειδητές - υπαρξιακές αναζητήσεις. Πριν φτάσει, όμως, σ' αυτό που λέμε θρησκεία σαν θεσμό (όταν αρχίζουν να εμφανίζονται οι ταξικές κοινωνίες), η ανθρωπότητα διάνυσε μια μακρόχρονη περίοδο αναζήτησης επίλυσης των κοσμολογικών της προβλημάτων. Τη θρησκεία γέννησε η επιθυμία να απαντήσει στις απορίες που της δημιούργησε ο γύρω της κόσμος. Σ' αυτό το στάδιο δεν υπήρχε ακόμα μια συνειδητή προσπάθεια απάντησης στα ερωτήματα: ποιος είμαι; ποιο το νόημα της ζωής; ποιο σκοπό έχει; αλλά με δέος και με φόβο προσπαθούσε να εξηγήσει και να κατευνάζει τα φυσικά φαινόμενα. Αργότερα, αυτά τα ερωτήματα απασχόλησαν τη φιλοσοφία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ίδιες απορίες προκάλεσαν την εμφάνιση της θρησκείας και της φιλοσοφίας.
Από κει και πέρα, όμως, χωρίζουν οι δρόμοι τους. Ενώ η θρησκεία μετατόπισε την ερμηνεία του αισθητού κόσμου στην υπεραισθητή σφαίρα εξηγώντας τα φυσικά φαινόμενα με υπερφυσικές δυνάμεις, χωρίς να γυρεύει γνώση, η φιλοσοφία ξεκινάει από θεωρητική ανάγκη και χρησιμοποιεί το λογικό, την κρίση. Είναι προσπάθεια απόκτησης γνώσης και όχι ικανοποίησης συναισθηματικών αναγκών.
Οσο κατακτιέται η γνώση, τόσο λιγότερο λόγο ύπαρξης έχει η θρησκεία. Διότι όσο ευρύτερη η επίδραση του ανθρώπου στη φύση, τόσο πιο πλατιά η κατανόηση της φύσης. Οσο πιο στενή η επίδρασή του, τόσο πιο ασθενής και η θεωρία του και όσο πιο στενή η θεωρία, τόσο γονιμότερο το έδαφος για μεταφυσικές φαντασίες.
Γιατί τότε επιμένει;
Γιατί τότε επιβιώνει η θρησκεία σε υψηλά αναπτυγμένες κοινωνίες; Σ' αυτές τις κοινωνίες η θρησκεία βρίσκει έδαφος στην ανασφάλεια, στο φόβο μπροστά στις «τυφλές» δυνάμεις του καπιταλισμού, που προκαλούν μια απρόβλεπτη, απροσδιόριστη, χωρίς - φαινομενικά - διέξοδο για τα φτωχότερα στρώματα ιδιαίτερα, όπου και «πιάνει» περισσότερο. Με ανεργία, πολέμους και ιδίως «θεομηνίες» - μια σύγχρονη έκδοση των παλιών «αδάμαστων» ανώτερων δυνάμεων - καλλιεργείται ξανά ο φόβος για τα φοβερά και αόρατα, παρ' όλο που η επιστήμη σήμερα μπορεί να τα ερμηνεύει. Η μακρόχρονη «θητεία» της θρησκείας, πιστού συμμάχου των εκάστοτε ιθυνόντων στην καλλιέργεια της άγνοιας στους λαούς, έχει αφήσει βαθιά τα σημάδια της στην κοινωνική ψυχολογία και διαπλέκεται έντονα με τις λαϊκές παραδόσεις και το βίο των ανθρώπων, ιδιαίτερα εκεί που δεν έχει διαχωριστεί από το κράτος.
Τελικά δηλαδή, «όπιο» του λαού; Ενα χρήσιμο ναρκωτικό ακόμα και στις σύγχρονες κοινωνίες; Η διαβόητη και χιλιοειπωμένη αυτή ρήση του Καρλ Μαρξ στην εισαγωγή της «Κριτικής της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου» έχει κάνει το γύρο του κόσμου, συνήθως ξεκομμένη από τα συμφραζόμενά της. Διότι οι εξής προτάσεις προηγούνται:
«Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ' όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού».
Μιλώντας για την κριτική της θρησκείας στην ίδια σελίδα, ο Μαρξ θα πει:
«Η βάση της αντιθρησκευτικής κριτικής είναι: ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο. Βέβαια, η θρησκεία είναι η αυτοσυνείδηση και η αυτοσυναίσθηση του ανθρώπου, που ακόμα δεν έχει βρει τον εαυτό του ή που τον έχει ξαναχάσει(υπογράμμιση δική μου, Α.Ι.). Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μια αφηρημένη ουσία κουρνιασμένη κάπου έξω από τον κόσμο. Ο άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το Κράτος, η κοινωνία. Το Κράτος αυτό, η κοινωνία αυτή, παράγουν τη θρησκεία,...»
Παρακάτω, ο Μαρξ μιλάει για την απατηλή ευτυχία της θρησκείας και την ανάγκη αναζήτησης της πραγματικής ευτυχίας. Συνήθως, σε εποχές γενικής παρακμής, η φιλοσοφία και ο θρησκευτικός δογματισμός κυκλοφορούν σε εκχυδαϊσμένη και επιπόλαια μορφή. Ο άνθρωπος έχοντας χάσει τον εαυτό του, ψάχνει να τον βρει σε διάφορα «νέα» φιλοσοφικά ή θρησκευτικά ρεύματα, τα οποία όμως ήταν γέννημα παλαιότερων κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών και επομένως χαμηλότερων νοητικών καταστάσεων και γι' αυτό δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της σημερινής βαθμίδας ανάπτυξης, αλλά βέβαια προσφέρουν μια παρηγοριά, αποκρύπτουν τις αιτίες των κακών, αποτελούν ανάχωμα ενάντια στη ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης και αποπροσανατολίζουν από την αναζήτηση πραγματικών λύσεων.
Σοσιαλισμός και θρησκεία
Η στάση του κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στη θρησκεία και την Εκκλησία αποτέλεσε στο παρελθόν, αλλά και τώρα, πηγή αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Ποτέ όμως η μαρξιστική κοσμοθεωρία δεν πρέσβευε το κλείσιμο των εκκλησιών ή την απαγόρευση άσκησης θρησκευτικής λειτουργίας. Δε χώριζε ποτέ τους εργαζόμενους σε θρησκευόμενους και μη. Κυρίαρχο στοιχείο του κομμουνιστικού κινήματος από τον 19ο αιώνα ήταν η ενότητα στο οικονομικό - πολιτικό μέτωπο για τον «παράδεισο στη γη» και ας διαφωνούσαν οι «κολασμένοι της γης» για τον παράδεισο στον ουρανό.
Γι' αυτό ο Λένιν δεν ήθελε να μιλάει το Πρόγραμμα του Κόμματος για τον αθεϊσμό των κομμουνιστών, ούτε να αρνηθεί την είσοδο στο Κόμμα σε εργάτες που είχαν μέσα τους υπολείμματα παλαιών θρησκευτικών προκαταλήψεων. Δεν έπρεπε να διασπαστεί γι' αυτό το λόγο ο οικονομικός, ο πολιτικός επαναστατικός αγώνας. Η αντιδραστική αστική τάξη έσπερνε θρησκευτική διχόνοια στις αγωνιζόμενες μάζες, σε μια προσπάθεια να διασπαστεί η εργατική τάξη γύρω από ένα θέμα που ανήκει στο εποικοδόμημα της κοινωνικής συνείδησης και που δεν μπορεί παρά να αλλάξει σιγά σιγά στην ιστορική πορεία της. Οι λεγόμενες θρησκευτικές αναβιώσεις («επιστροφή του Θεού»)στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (λιγότερες, άλλωστε, απ' ό,τι τις παρουσίαζαν), αλλά και στη «Δύση» των τελευταίων 15 χρόνων είναι επακόλουθο μιας κοινωνικής παρακμής που συνοδεύεται εν μέρει από μια αδιεξοδική αναζήτηση παλαιότερων εποχών και είναι στενά συνυφασμένη με την απόδοση των δεινών στην ατομική ανθρώπινη φύση γενικά και όχι σε συγκεκριμένα κοινωνικά αίτια. Οταν μια κοινωνία ευημερεί και η γνώση αναπτύσσεται, οι άνθρωποι τείνουν να απομακρυνθούν από τα «θεϊκά» και η θρησκεία για να σωθεί από την προοδευόμενη αθεΐα αναγκάζεται να αποκτήσει κοινωνικό - πολιτικό πρόσωπο (παράδειγμα οι δυτικές κοινωνίες της «αφθονίας» των δεκαετιών '60 - '70). Οσο η «ευημερία» αυτή υποχωρεί, με συνέπεια την αύξηση απροσδιόριστων φόβων και αισθημάτων ανασφάλειας (διότι η μεγάλη μάζα δε γνωρίζει τα αίτια της παρακμής) η θρησκεία επιστρέφει στον Θεό.
*Στίχοι από το ποίημα «Οδηγητής» του Κώστα Βάρναλη.
(Προτεινόμενο βιβλίο: «Θρησκεία και πολιτική στην Ελλάδα», του Αποστόλη Χαρίση, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).

Αννεκε Ιωαννάτου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ