5 Απρ 2012

Οι Έλληνες εφοπλιστές που έσπασαν το εμπάργκο κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική – ο ρόλος της ομογένειας στη στήριξη του καθεστώτος


Οι Έλληνες εφοπλιστές που έσπασαν το εμπάργκο κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική – ο ρόλος της ομογένειας στη στήριξη του καθεστώτος


Απαρτχάιντ: το βάρβαρο καθεστώς του ρατσισμού στη Ν. Αφρική


Δυστυχώς, η ομόθυμη αυτή αποδοκιμασία του απάνθρωπου καθεστώτος είναι κάπως όψιμη. Κατόπιν εορτής. Τότε που είχε σημασία η διεθνής απομόνωση της πολιτικής του απαρτχάιντ, οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις δεν διακινδύνευαν να κακοκαρδίσουν τους τόσο πλούσιους σε ορυκτά και χρυσό «συμμάχους» τους και πίσω από τις διαμαρτυρίες των ανθρωπιστικών οργανώσεων, αλλά ακόμα και του ΟΗΕ, διέκριναν παντού σοβιετικό δάκτυλο.
 Το ζήτημα αυτό αφορά ιδιαίτερα και την Ελλάδα που επί μισό σχεδόν αιώνα κρυβόταν πίσω από το δάκτυλό της και, ενώ στα λόγια καταδίκαζε την απάνθρωπη καταπίεση της μαύρης πλειοψηφίας, δίσταζε να προχωρήσει σε οποιοδήποτε μέτρο που όχι μόνο θα στεναχωρούσε τους έλληνες ομογενείς στο Γιοχάνεσμπουργκ και το Κέιπ Τάουν, αλλά θα δυσκόλευε και τη δράση των δαιμόνιων συμπατριωτών μας (κυρίως εφοπλιστών), οι οποίοι συνηθίζουν να εκμεταλλεύονται με το αζημίωτο παρόμοιες «ευκαιρίες».


Οι ομογενείς και το καθεστώς


Οσα ακολουθούν δεν αναφέρονται στους δηλωμένους υπερασπιστές κάθε είδους ρατσιστικής διακυβέρνησης. Δεν αναφέρονται δηλαδή στα στελέχη της ακροδεξιάς και ειδικότερα του ΛΑΟΣ που από τα έντυπά τους και το κομματικό τους κανάλι έχουν κατ’ επανάληψη εξάρει τις αρετές του νοτιοαφρικανικού ρατσιστικού καθεστώτος. Δεν αναφερόμαστε λ.χ. στους συνεργάτες του Καρατζαφέρη Βίρλα και Μιχαλόπουλο, οι οποίοι όχι μόνο καταγγέλλουν τον κομμουνιστή ΜαντΒέλα, αλλά μιλούν για «υποτιθέμενο ρατσιστικό καθεστώς», το οποίο ίδρυσε ο «μεγάλος οραματιστής» Φερβούρντ (Τηλεάστυ, 20.6.02). Δεν μιλάμε ούτε για το άλλο μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΛΑΟΣ, που έγραψε ολόκληρο βιβλίο για να μεταφέρει τις απόψεις του πρεσβευτή της Νότιας Αφρικής στην Ελλάδα και να καταγγείλει ως «τρομοκρατική οργάνωση» το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και να δικαιολογήσει τη φυλάκιση του Μαντέλα (Ιωάννης Γιαννάκενας, «Αναζητώντας την αλήθεια για τη Δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής», εκδ. «Πρωτοβουλία»).


Το θέμα μας είναι οι υπόλοιποι, οι ευυπόληπτοι δημοκράτες όλου του πολιτικού φάσματος που άργησαν τόσο πολύ να αντιληφθούν ότι το απαρτχάιντ δεν είναι «άλλη μία μορφή δυτικού πολιτεύματος» αλλά ένα καθεστώς βίας, καταναγκασμού και αίματος, ενώ ο φυλακισμένος Μαντέλα δεν είναι «τρομοκράτης» αλλά άξιος ηγέτης ενός ολόκληρου λαού! Συνήθως για να δικαιολογηθεί η ήπια ή αντιφατική στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στο απαρτχάιντ γίνεται επίκληση στα συμφέροντα και τις θέσεις των εκπροσώπων του ελληνισμού στην ίδια τη Νότια Αφρική. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία ο αριθμός των ομογενών στη χώρα έφτασε τους 170.000 την περίοδο 1963-1975, όταν το καθεστώς προωθούσε τη λευκή μετανάστευση για να ανατρέψει τα πληθυσμιακά δεδομένα στη χώρα. Μετά την έκρηξη της αντίστασης του μαύρου πληθυσμού και την αιματηρή καταστολή του 1976 πολλοί έλληνες μετανάστες επαναπατρίστηκαν ή μετακόμισαν σε άλλη χώρα. Ο αριθμός των ομογενών περιορίστηκε σε 80.000. Ενα δεύτερο κύμα φυγής παρατηρήθηκε κατά τη μεταβατική περίοδο του 1990, όταν πολλοί λευκοί φοβήθηκαν ότι θα υποστούν την εκδίκηση της μαύρης πλειοψηφίας.


Είναι αλήθεια ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ελληνικές κοινότητες της Νότιας Αφρικής ταυτίστηκαν απολύτως με το καθεστώς. Μιλώντας σε γεύμα του Πανελλήνιου Ελληνοαφρικανικού Συνδέσμου τον Ιούλιο του 1966 στην Αθήνα, ο επιτετραμένος της Νότιας Αφρικής εκφράστηκε με θερμά λόγια για το ρόλο του «νομοταγούς ελληνικού πληθυσμού» στη χώρα του και διαβεβαίωσε ότι «κατά τας εκτιμήσεις αμερολήπτων παρατηρητών, το 90% των ελληνικής καταγωγής νοτιοαφρικανών θετικώς υποστηρίζουν την πολιτικήν της κυβερνήσεώς μας».
 Ο κ. Χάρβεϊ δεν είχε άδικο. Ενα χρόνο νωρίτερα, όταν η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου διανοήθηκε να διαθέσει μέσω του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών ποσό 1.000 (χιλίων) δολαρίων υπέρ των αγωνιζομένων για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, ξεσηκώθηκε όλη η ομογένεια. Σε συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε στις 20.7.1965 πολλοί ομιλητές της ελληνικής παροικίας του Κέιπ-Τάουν χαρακτήρισαν την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης ως απαράδεκτη. Διαμαρτυρία εξέδωσαν και οι Ελληνες της Πρετόρια, «οι οποίοι σημειωτέον τονίζουν ότι η απόφασις αυτή της ελληνικής κυβερνήσεως ενθαρρύνει τα ανατρεπτικά στοιχεία εις την Νότιον Αφρικήν. Αντίγραφα της εν λόγω διαμαρτυρίας πρόκειται να σταλούν εις τον βασιλέα των Ελλήνων, την ελληνικήν κυβέρνησιν και εις το υπουργείον Εξωτερικών της Νοτίου Αφρικής» («Το Βήμα», 22.7.1965).


Η ταύτιση με το απαρτχάιντ ήταν πρώτα απ’ όλα ταξική. Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι ο φυλετικός διαχωρισμός ήταν πρώτα απ’ όλα μια βαθιά τομή στον καταμερισμό εργασίας και ο λόγος της διατήρησής του ήταν ακριβώς η προστασία των οικονομικών και κοινωνικών προνομίων των λευκών. Το απαρτχάιντ υπήρξε εφαρμογή αποικιοκρατικού καθεστώτος στο εσωτερικό της ίδιας χώρας. Ο συντηρητικός έλληνας δημοσιογράφος Κώστας Καγκελάρης περιγράφει το 1986: «Τα σπίτια [των ομογενών] είναι άνετες εξοχικές κατοικίες, διαθέτουν μεγάλους κήπους, πισίνες, κτίσματα για το υπηρετικό προσωπικό, που είναι κυρίως μισθωτοί μαύροι και το απαραίτητο γκαράζ για δύο ή τρία αυτοκίνητα, ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας. Ενας μαύρος επίσης κηπουρός φροντίζει για την περιποίηση του κήπου και για τους πιο πολλούς Ελληνες ένας ακόμη για εξωτερικές δουλειές φροντίζει για τα ψώνια και φέρνει στο σπίτι τις εφημερίδες». Οσο για τις σχέσεις των ομογενών με τους μαύρους, τις περιγράφει με αφέλεια ή κυνισμό στο ίδιο βιβλίο ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας του Γιοχάνεσμπουργκ: «Είμαστε συμπαθείς στους μαύρους, γιατί τους έχουμε στην υπηρεσία μας και τους φροντίζουμε σαν να είναι μέλη της οικογένειάς μας».
 Ηταν φυσικό, λοιπόν, οι Ελληνες να ταυτιστούν με το καθεστώς, γεγονός που, όπως γράφει ο Γιάννης Μαρκάκης, «αποδεικνύεται από τα σχόλια των ελληνόγλωσσων εφημερίδων, από τις ενέργειες των αξιωματούχων των κοινοτήτων και διάφορες χειρονομίες ομογενών, όπως τις χρηματικές δωρεές για τις νοτιοφρικανικές ένοπλες δυνάμεις, την απονομή βραβείου στον επικεφαλής των Σωμάτων Ασφαλείας μετά τις συνεχείς σφαγές των μαύρων διαδηλωτών το 1988 και τις έντονες και πικρόχολες διαμαρτυρίες εναντίον των ελληνικών κυβερνήσεων που συμμορφώθηκαν με τα μέτρα που έλαβαν τα Ηνωμένα Εθνη και η Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά εναντίον της Νότιας Αφρικής».


Ας μην ξαφνιαζόμαστε, λοιπόν, που ο πρόεδρος της ομοσπονδίας των ελληνικών κοινοτήτων Πέτρος Παΐζης υπήρξε υποψήφιος βουλευτής του κυβερνητικού κόμματος ΑΝΡ, ενώ ο τελευταίος θιασώτης του απαρτχάιντ πρωθυπουργός Πίτερ Μπότα ευχαριστούσε «ιδιαιτέρως την ελληνική κοινότητα για την υποστήριξή της» την περίοδο πουκορυφωνόταν η προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας να επιβάλει νέες κυρώσεις στη Νότια Αφρική (15.8.85).


Η συνεργασία με το απαρτχάιντ


Θα ήταν όμως αδικία να ρίξουμε όλο το φταίξιμο στην ελληνική ομογένεια. Πίσω από τη διφορούμενη επίσημη ελληνική στάση κρύβονται κυρίως άλλες σκοπιμότητες οικονομικής φύσης. Σημείο καμπής για τις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών αποτελούν οι συνομιλίες που είχε με τους νοτιοαφρικανούς αρμόδιους η ειδική εμπορική επιτροπή που στάλθηκε από την Ελλάδα στο Γιοχάνεσμπουργκ και την Πρετόρια το καλοκαίρι του 1965, εν μέσω των «Ιουλιανών» (26.7-5.8.1965). Χάρη στην ιδιότυπη σύνθεση της επιτροπής, όπου εκτός από τους εκπροσώπους του ΕΒΕΑ, της ΔΕΗ, των ΣΕΚ και της ΕΤΒΑ μετείχαν και δύο δημοσιογράφοι, έχουν δημοσιευτεί αναλυτικές περιγραφές του περιεχομένου αυτών των συναντήσεων. Ο ένας από τους δύο δημοσιογράφους της επιτροπής, ο Γιάννης Μαρίνος, ήταν ήδη τότε διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου», ενώ ο δεύτερος, ο Ευάγγελος Ανδρουλιδάκης, διευθυντής σύνταξης της «Ναυτεμπορικής». Ο μετέπειτα ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Γιάννης Μαρίνος με διαδοχικά πρωτοσέλιδα άρθρα του στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» υποστηρίζει θερμά τη συνεργασία Ελλάδας-Νότιας Αφρικής και προτείνει να εκμεταλλευτεί η χώρα μας την απομόνωση του απαρτχάιντ από τις περισσότερες χώρες. Η πρότασή του είναι να λειτουργήσει η Ελλάδα ως ενδιάμεσος σταθμός για να σπάσει το εμπορικό μποϊκοτάζ του ΟΗΕ: «Η Νότιος Αφρική, συνεπεία της γνωστής πολιτικής του φυλετικού χωρισμού, που εφαρμόζεται υπό της κυβερνήσεώς της, αντιμετωπίζει από τινος χρόνου την οργανωμένην πολεμικήν των πλείστων χωρών και μάλιστα όχι μόνον εις τον πολιτικόν, αλλά και εις τον οικονομικόν τομέα. [...] Ανεξαρτήτως της απολύτου ή μη επιτυχίας του εν λόγω μποϊκοτάζ, γεγονός είναι ότι το εξωτερικόν εμπόριον της Νοτίου Αφρικής έχει αρχίσει να δυσχεραίνεται. [...] Η χώρα μας εκρίθη ως ιδανική διέξοδος διά τα εξαγωγικά πλεονάσματα της Νοτίου Αφρικής. Οχι φυσικά μόνον διά της απορροφήσεώς των υπό της περιορισμένης ελληνικής αγοράς. Εκείνο που κυρίως έχει σημασία είναι προφανώς ότι η Ελλάς θα δύναται να αποτελέσει ένα ιδανικό σταθμό τράνζιτο για τα αφρικανικά προϊόντα, τα οποία επανεξαγόμενα μετά από μίαν ελαφράν τελικήν επεξεργασίαν ή συσκευαζόμενα καταλλήλως θα ήτο ευχερέστερον να διατεθούν όχι μόνον εις την ευρωπαϊκήν, αλλά και εις τας Μεσανατολικάς ακόμη αγοράς, ως ελληνικά πλέον προϊόντα» (12.8.1965).


Αυτό που προτείνεται είναι δηλαδή το «ξέπλυμα» των νοτιοαφρικανικών προϊόντων με ένα μικρό πέρασμα από την Ελλάδα για να πάρουν την ελληνική σφραγίδα και να μην υπάγονται πλέον στο εμπάργκο του ΟΗΕ. Εκείνη την περίοδο διπλωματικός εκπρόσωπος της χώρας μας στη Νότια Αφρική ήταν ο Πέτρος Μολυβιάτης, ενώ διευθυντής μάρκετινγκ του Νοτιοαφρικανικού Οργανισμού Εξωτερικού Εμπορίου ο ομογενής Μιχαήλ Φασουλάκης. Ο κ. Μαρίνος σε επόμενο άρθρο του επιμένει: «Η κυβέρνησις της Νοτίου Αφρικής πιέζεται από το οικονομικό μποϊκοτάζ των άλλων χωρών. Ακριβώς δι’ αυτό ευρίσκεται η Ελλάς εις ισχυράν διαπραγματευτικήν θέσιν» (19.8.1965).
 Είναι φυσικό ότι οι διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν επί κυβερνήσεων αποστατών ευοδώθηκαν κατά την περίοδο της δικτατορίας και κορυφώθηκαν με τη συμφωνία αεροπορικής σύνδεσης των δύο χωρών μέσω της Ολυμπιακής.


Οι αποκλεισμοί και η Ελλάδα


Η θεωρία του κ. Μαρίνου βρήκε πρόθυμους υποστηρικτές ύστερα από λίγα χρόνια, όταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ προχώρησε σε αυστηρό εμπάργκο πετρελαίου εναντίον της Νότιας Αφρικής θεωρώντας ότι πρέπει να πιέσει με κάθε τρόπο για την άρση του απαρτχάιντ. Ηδη από το 1963 είχε τεθεί σε συζήτηση στο πλαίσιο του ΟΗΕ το ζήτημα των κυρώσεων κατά της Νότιας Αφρικής και ειδικότερα το εμπάργκο όπλων και πετρελαίου. Η πρώτη σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης πάρθηκε στις 12.12.79, με 123 ψήφους υπέρ, 7 κατά (Δυτική Γερμανία, ΗΠΑ, Βέλγιο, Βρετανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο και Καναδάς) και 13 αποχές (ανάμεσά τους Ελλάδα, Αυστρία, Ιαπωνία, Ιταλία). Πανομοιότυπες αποφάσεις παίρνονταν κάθε χρόνο στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με παρόμοιες τοποθετήσεις των κρατών. Πάντως το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν επικύρωσε ποτέ την απόφαση αυτή όπως ζητούσε επίμονα η Γενική Συνέλευση, ώστε να καταστεί υποχρεωτική για τα κράτη-μέλη. Αντιδρούσαν με βέτο οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία.
 Δεν ήταν βέβαια μόνο το εμπάργκο πετρελαίου. Σε όλους τους τομείς που επιβλήθηκαν από τα αρμόδια όργανα του ΟΗΕ αποκλεισμοί, διαπιστώνουμε ότι πολλοί γνωστοί Ελληνες επέλεξαν να τους σπάσουν και βρέθηκαν έτσι στις μαύρες λίστες που δημοσίευε κάθε χρόνο ο διεθνής οργανισμός. Σε παρόμοιες λίστες καλλιτεχνών θα συναντήσουμε τη Νάνα Μούσχουρη, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Νίκο Ξανθόπουλο και την Ελσα Βεργή, ενώ μεταξύ των αθλητών που επισκέφτηκαν τη Νότια Αφρική θα βρούμε τα ονόματα της Αγγελικής Κανελλοπούλου (τένις), του Β. Καρατζά (γκολφ) και των Δημήτρη Παπανδρέου και Κώστα Λω (μηχανοκίνητος αθλητισμός).


Αλλά το εμπάργκο του πετρελαίου είχε ιδιαίτερο βάρος γιατί αποτελούσε πραγματική πίεση προς το καθεστώς. Και εδώ δυστυχώς είναι που μεγαλούργησαν οι συμπατριώτες μας. Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις του ειδικευμένου ανεξάρτητου γραφείου ερευνών SRB (Shipping Research Bureau), κατά την περίοδο 1979-1990 ελληνικές εταιρείες φέρονται αναμειγμένες σε τουλάχιστον 77 αποστολές μεταφοράς πετρελαίου προς τη Νότια Αφρική. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το SRB διαπιστώνει ότι υπήρχαν αρκετές εταιρείες ελληνικών συμφερόντων που φέρονται ότι ανέλαβαν μία μόνο παρόμοια αποστολή. Από το 1986 αυτές οι μεταφορές συγκεντρώνονται σε ορισμένους εφοπλιστικούς ομίλους και πολλαπλασιάζεται ο αριθμός τους. Ενδεικτικά αναφέρεται ο όμιλος Λιβανού-Καρρά με 4 φορτία το διάστημα 1979-1985 και 12 μετά το 1986, ο όμιλος Λαιμού (2 και 12), Χατζηπατέρα (3 και 7), Κουλουκουντή (κανένα και 6) και Εμπειρίκου (κανένα και 4). Σε άλλη μελέτη ειδικά για την κρίσιμη περίοδο που κατέρρεε το απαρτχάιντ (1989-1991) το SRB διαπιστώνει ραγδαία αύξηση των ελληνικών φορτίων (49 σε σύνολο 122). Εδώ ξεχωρίζει ο όμιλος Εμπειρίκου (22 περιπτώσεις) και ακολουθούν οι Λιβανός-Καρράς (9 φορτία), Κουλουκουντής (7) και Χατζηπατέρας (5).


Στη μακρά λίστα αναφέρονται βέβαια και τα ονόματα άλλων γνωστών εφοπλιστικών ομίλων: Ωνάση, Λάτση, Αλαφούζου, Νομικού. Οσο για τα νούμερα, αυτά αφορούν μόνο τις βεβαιωμένες περιπτώσεις. Είναι σίγουρο ότι ο σχετικός κατάλογος είναι πολύ μεγαλύτερος, διότι οι μεταφορές αυτές γίνονταν κατά κανόνα με μεγάλη μυστικότητα, με μεταφορτώσεις από πλοίο σε πλοίο, με αλλαγές σημαίας και ονομασίας πλοίου, κ.λπ.
 Αποκαλυπτική για τον τρόπο που αναμείχθηκε η χώρα μας στο σπάσιμο του εμπάργκο που είχε κηρύξει ο ΟΗΕ είναι το ναυάγιο του σούπερ τάνκερ «Σάλεμ» στα ανοιχτά των ακτών της Νότιας Αφρικής. Η υπόθεση θεωρείται μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη ναυταπάτη της ιστορίας. Ναυλωμένο από εταιρεία με έδρα τον Πειραιά και με έλληνα πλοίαρχο και πρώτο μηχανικό το «Σάλεμ» ναυάγησε τον Ιανουάριο του 1980 στα ανοιχτά της Δυτικής Αφρικής και έχασε υποτίθεται το φορτίο του. Οπως αποδείχτηκε είχε ξεφορτώσει πρώτα στο λιμάνι του Ντάρμπαν της Νότιας Αφρικής σπάζοντας το εμπάργκο και ναυάγησε για να καλυφτεί η απαγορευμένη πώληση και να αποζημιωθεί από την ασφαλιστική του εταιρεία.


Ειρωνεία της τύχης: το κρίσιμο διάστημα που κορυφωνόταν η προσπάθεια του ΟΗΕ να σκληρύνει τις κυρώσεις κατά του νοτιοαφρικανικού καθεστώτος, διευθυντής του Κέντρου Εναντίον των Φυλετικών Διακρίσεων (απαρτχάιντ) και αναπληρωτής γενικός γραμματέας του Οργανισμού ήταν ένας Ελληνας, ο Σωτήρης Μουσούρης.


Πηγή: http://www.iospress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ